Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ – ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Σύντομη ιστορία τρόμου του Δημ. Χατζόπουλου, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα “Πόλις” τον Οκτώβρη του 1894 και συμπεριλήφθηκε στην δεύτερη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα, “Ντόπιες Ζωγραφιές”, που κυκλοφόρησε το 1896. Η ιστορία συνδυάζει τον παραδοσιακό τρόπο αφήγησης που αφορούσε τις λαϊκές προκαταλήψεις για ορισμένα “καταραμένα” ζώα (στην περίπτωσή μας την κουκουβάγια*), με την παράξενη μυθοπλασία (Weird Fiction) που άρχιζε να γίνεται της μόδας εκείνη την εποχή. Στην ιστορία αυτή δεν υπάρχει τίποτε από τη γοτθική λογοτεχνία ή τις βικτωριανές ιστορίες φαντασμάτων, υπάρχει μια αόριστη ατμόσφαιρα από ασταμάτητο και ανεξήγητο φόβο για εξωτερικές, άγνωστες και κακόβουλες δυνάμεις που υπερβαίνουν τις ανθρώπινες δυνατότητας κατανόησης ή ελέγχου.

Η ορθογραφία είναι αυτή του αυθεντικού κειμένου, έχω μόνο αλλάξει την πολυτονική γραφή σε μονοτονική.
Γ.Χ.



ΠΟΛΙΣ” 9.10.1894
επίσης
ΝΤΟΠΙΕΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ
Μήτσου ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ (ΜΠΟΕΜ)
Τ
υπογραφείο Ανάσταση Τρίμη
Οδός Πραξιτέλους αριθ. 14
ΑΘΗΝΑ
1896

Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ

Μέσα στο τρομασμένο ξύπνημά της θυμούνταν πολύ καλά, πως όταν της έδωσε το ύστερο φιλί, από πολύωρο ξεφάντωμα, όπως κάθε νύχτα, είδαν κ' οι δυο μαζί μέσ' απ' τα γυαλιά και τις κουρτίνες του παραθυριού ν' αχτινοβολούν τ' αστέρια. Τα είδαν και ξαναφιλήθηκαν. Γαλήνη γαλανή είταν χυμένη έξω, γαλήνη αγάπης και ευτυχίας μέσα στη μικρούλα κάμαρα. Την φίλησε, όπως συνήθιζε όντας τον έπαιρνεν ο ύπνος, μια στα χείλη, μια στα μάτια και μια στο ροδαλό αυτάκι της, ψιθυρίζοντας κάτι τρυφερό και ξελογιασμένο ακόμα, κι αυτή γαργαλίζουνταν και τον αγκάλιαζε φρενιασμένη. «Καλή νύχτα, αντρούλη μου». «Καληνύχτα, γυναικούλα μου».
Και αποκοιμήθηκαν τότε σαν μικρά παιδάκια πλάι πλάι στου κρεββατιού την πλατειά στρώση.
Άξαφνα απόψε ξύπνησε κατατρομασμένη. Ανασήκωσε βαρειά τόμορφο κεφάλι της σα νάθελε να διώξη τρομαχτικά όνειρα και τέντωσε τα μάτια της κοιτάζοντας άγρια έξω απ' το κρεββάτι. Το κανδηλάκι πούκαιε εκεί σε μιαν άκρη, έρριχνε θαμπές και τρεμάμενες αχτίδες μέσα σε θεόρατες σκιές που ξαπλόνουνταν τρεμουλιαστές απάνω στα ντουβάρια, στα μόμπιλα, στο πάτωμα. Από στιγμή σε στιγμή από τα γυαλιά του παραθυριού χύνουνταν ξαφνικά απέραντη λάμψη αστραπής, η κάμαρα τότε φωτίζουνταν φανταστικά, πλημμύριζε από στιγμοφώτιστα κύματα χλωμά και θαμπωτικά, ύστερα οι σκιές ξανάπεφταν τρεμουλιαστές τριγύρω, και μέσα σε ολίγων λεφτών φριχτή σιγή, ένιωθε κατάβαθα της καρδιάς της τον ανατιναγμό της φοβερής βροντής που απλόνουνταν με τρομαχτικό μεγαλείο στ' ουρανού τα πλάτη σε βροντώδη κύματα που ξεκούφαιναν ενώ ο άνεμος έκανε να τρίζουν τα γυαλιά του παραθυριού, σα να χόρευε· το σπίτι από σεισμό. Κι ανάμεσα στης ανεμοζάλης τα μουγγρίσματα, ταχτικό κι επίμονο αντηχούσε τόση ώρα τόρα από τα κεραμίδια της στέγης το ρέκασμα μιας κουκουβάγιας περιχύνοντας τα νεύρα από ανατριχίλα κρύα και παράξενη, τη ψυχή από θλίψη και λαχτάρα.

Παράξενο ξύπνημα. Και είχαν αποκοιμηθή με τόση γαλήνη, με τόση ξαστεριά. Μισοσηκωμένη στα προσκέφαλα του κρεββατιού με το λαιμό και τα στήθη ολόγυμνα, με τα μαλλιά μπερδεμμένα στο κεφάλι, τα μάτια άγρια και ξαφνισμένα, φαίνουνταν εκεί μέσα στ' αδιάκοπο πλημμύρισμα της κάμαρας από τ' ωχρό αστραποφώτισμα, σαν φάντασμα. Κάτι τι αθώρητο της βάραινε σα μολύβι το κεφάλι της, της ξέραινε το λάρυγγα, το στόμα, της έσφιγγε την καρδιά, βόμβος σα μελισσιού φτερούγισμα τριγυρνούσε στ' αυτιά της, κ' ένιωθε πως δεν είχε τη δύναμη να γυρίση, να κουνηθή, να σαλέψη τόσο κι απόμεινε εκεί σαν καρφωμένη, σα ναρκωμένη, φοβισμένη, θαρρώντας πως ένα γύρισμα των ματιών της μονάχα, θα της έφερνε μεγάλο κακό, θα κατακρεμνίζουνταν κάτω απ' το κρεββάτι σ' αμέτρητο γκρεμό, σ' απέραντο χάος.

Θεέ μου, τι είχε! Ότι μπορούσε να νιώση καλά είταν πως μέσα στον παραδαρμό έξω της φύσης, μέσα στα μουγγρίσματα της ανεμοζάλης, το ταχτικό κι επίμονο εκείνο ρέκασμα, σα νάρχουνταν από παράξενους, φανταστικούς κόσμους, σχίζοντας όλο τ' απέραντο βάθος της ανεμοζάλης με δύναμη και φρίκη υπερφυσική, την έγγιζε, κατάκαρδα, και άφινε στο αίμα του κορμιού της το άγγιγμα ακονισμένης κόψης κρύου μαχαιριού.

Και όλη η αγωνία της ξετυλίγουνταν σε μια ιδέα ολοφάνερη, σ' ένα αόριστο όσο και φαρμακερό προγνώρισμα πως κάτι κακό θα την κατάφτανε τόρα γοργό και γλήγορο και βέβαιο. Και τρομασμένη και βουβή κι ασάλευτη μαζεύουνταν τόρα όλη, σύσσωμη με τα μάτια της ολάνοιχτα προς τη κραυγή έξω που φαίνουνταν πως είχε πλημμυρίση γύρω και ως πέρα την κάμαρα, από ωκεανό φρίκης, θέλησε να γυρίση προς τον άντρα της, να του μιλήση λίγο, να τον ξυπνήση, ν' αναθαρρήση και να πετάξη, σαν ψεύτικο φάντασμα, όλη η αγωνία της. Αλλά τον έβλεπε μονάχα με την άκρη του ματιού της, κοιμισμένον τόσο ήσυχα κι ευτυχισμένα. Γιατί να ταράξη την γαλήνη του, τον ύπνο του; Θα την έπαιρνε για παιδί, για φοβιτσάρα, και θα γελούσε. Όχι. Τόρα θ' απλώση το χέρι της και έτσι μ' ένα κούνημα θα διώξη μακριά της όλη αυτή τη φρίκη, και θα σβυστούν όλα, όλα τότε απ' εμπρός της. Αλλ' η κραυγή έξω πάντα επίμονη και σαν αχός λυπητερός σημάντρου, την περίχυνε ακόμα πιο πολύ απ' ατέλειωτη ανατριχίλα, την κάρφονε ασάλευτη στου κρεββατιού τη στρώση, της έσβυνε τη φωνή στον λάρυγγα μ' ένα ξερό βήξιμο, απαράλλαχτα όπως κάνη σβύνοντας τ' αναμμένο κάρβουνο στο νερό.

Έξω πια έσβυσε, λούφαξε το μούγγρισμα του άνεμου, σιγή θανάτου απλώθηκε για λίγο, και μόνο η αστραπόλαμψη πλημμύριζε ολοένα πλιότερη και πιο άφθονη την κάμαρα.

Έξω τα σκοτεινά βάθη τ' ουρανού φαίνουνταν πως κάθε δευτερόλεφτο σχίζουνταν απότομα, και κύματα λάμψης ηλεκτρικής αγκάλιαζαν τη φύση και σβύνουνταν γοργά σαν ένα στιγμιαίο απέραντο φωτεινό φίλημα.

Και θαμπωμένη εμπρός σ' αυτό το γεμάτο μυστήριο και ξάφνισμα απειροφώτισμα, κάρφωσε ασυνείδητα τα μάτια της ίσα στα γυαλιά του παραθυριού με όψη τρελλής, ασάλευτη σαν παραλυμένη.

Η βροχή με γοργό κατρακύλημα πυροβολαρχίας, χτυπούσε τόρα και παράδερνε το σπίτι, τα κεραμίδια μέσα στη νεροποντή χόρευαν και τα γυαλιά του παραθυριού έχυναν μελωδία τυμπανοκρούσματος. Και το αστραποφώτισμα τόρα άνοιγε έξω στο νυχτερινό σκοτάδι κάθε τόσο τρομερό χάος από βροχή ηλεκτροφωτισμένη. Και η κραυγή εκείνη έξω πάντα επίμονη, ακούραστη, πάντα γεννώντας τη φρίκη και την ανατριχίλα, αντηχούσε παράξενη, περονιάζοντας το κορμί της και τη ψυχή της. Κι έτσι παραλυμένη κι ασάλευτη απόμεινε με τα μάτια της καρφωμένα ασυνείδητα ίσα στα γυαλιά του παραθυριού, ως που ο ύπνος της έκλεισε βαρειά τα βλέφαρά της.

Όταν ξύπνησε, γαλήνη απέραντη είταν απλωμένη στην κάμαρα, η ανεμοζάλη είχε περάση, η κραυγή της κουκουβάγιας είχε σβυστή κι αυτή, ο ήλιος χάιδευε απαλά το πάτωμα και στα γυαλιά του παραθυριού βομβούσε τριγυρίζοντας να πετάξη έξω στο γαλάζιο τ' ουρανού μια πεταλούδα. Ανέπνευσε η όμορφη κόρη και γύρισε να ξυπνήση μ' ένα χαμόγελο τον άντρα της, αλλ' είτανε νεκρός….



________________

(*) Σε όλο τον ελληνικό χώρο το λάλημα της κουκουβάγιας θεωρείται προμήνυμα θανάτου, βαριάς αρρώστιας ή άλλου μεγάλου κακού. Γι' αυτό αποκαλείται (όπως και άλλα δυσοίωνα πουλιά) ερημοπούλι, κλαψοπούλι, νεκροπούλι.

Πηγές για εμβάθυνση

H. P. Lovecraft, "Supernatural Horror in Literature"  in The Outsider and Others (1939).
https://en.wikipedia.org/wiki/The_Outsider_and_Others

Γιώργος Αγγελίδης Η Κουκουβάγια: Σοφία, Δεισιδαιμονία και Μεταμόρφωση”
https://www.willowisps.gr/main/-/14/11/2017

ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ : ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΕΣ …ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ..ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ
https://boraeinai.blogspot.com/2014/03/blog-post_2253.html

Anthony Christopher Camara
Dark Matter: British Weird Fiction and the Substance of Horror, 1880-1927
UNIVERSITY OF CALIFORNIA Los Angeles, 2013
https://escholarship.org/uc/item/4ns5q1fv

James Machin (Author), Weird Fiction in Britain 1880–1939”
Palgrave Macmillan, 2018

Γάτος Δρακόντης, «Κοσμικός τρόμος, Μυθοπλασία του Παράξενου και Κοσμικισμός», Διπλωματική εργασία, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας Επιβλέπων Καθηγητής: Κασαπάκης Βλάσιος, Μυτιλήνη, Φεβρουάριος 2023

https://hellanicus.lib.aegean.gr/bitstream/handle/11610/25500/2023_%CE%93%CE%91%CE%A4%CE%9F%CE%A3_%CE%94%CE%A1%CE%91%CE%9A%CE%9F%CE%9D%CE%A4%CE%97%CE%A3_CosmicHorror_WeirdFiction_Cosmicism.pdf?sequence=2&isAllowed=y

Wikipedia - Weird Fiction
https://en.wikipedia.org/wiki/Weird_fiction