Κυριακή 28 Απριλίου 2024

“Η ΒΑΒΩ” ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Ένα από τα πρώτα δημοσιευμένα διηγήματα του Δημ. Χατζόπουλου, γράφτηκε όταν ήταν ακόμη 18 χρονών, το ύφος και η αφήγηση είναι ώριμου λογοτέχνη. Όπως πολλά διηγήματα της πρώτης περιόδου του Χατζόπουλου, έχει μιά παραπλανητική, αρκετά μακρυά εισαγωγή, που φαίνεται σχεδόν άσχετη με το κυρίως θέμα, που είναι η μαρτυρία της πολυπαθούσης “Βάβως” για την πολιορκία του Μεσολογγίου.

Η “Βάβω”, ένας από του στύλους της οικογένειας Χατζοπούλου, λεγόταν Ελένη Στάικου, κόρη του οπλαρχηγού Ζαχαράκη Στάικου, ήταν εξοδίτισσα στο Μεσολόγγι, αιχμαλωτίσθηκε και έβγαλε το μάτι της για να μην πουληθεί σε τούρκικο χαρέμι. Ανάθρεψε τον Κωσταντίνο Χατζόπουλο, και απ’ ότι διαβάζουμε στο παρόν διήγημα φιλοξενούσε πολύ συχνά στο σπίτι της και τα άλλα χατζοπουλάκια. Βοήθησε ηθικά και υλικά όλη την οικογένεια, μέχρι την τελευταία της πνοή. Απεβίωσε στο Αγρίνιο το 1887. Η φωτογραφία είναι από το αρχείο της αγαπητής μου εξαδέρφης Σοφίας Λαχανά -Πατρώνη.


ΕΚΛΕΚΤΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ

ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΝ ΚΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΚΑΙ ΠΕΜΠΤΗΝ

Αρ. 538 Εν Αθήναις 23 Δεκεμβρίου 1890


𝚷𝚨𝚲𝚮𝚨 𝚾𝚸𝚰𝚺𝚻𝚶𝚼𝚪𝚬𝚴𝚴𝚨

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΩ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΩ

Η "Βάβω", Ελενη Σταικου

Ο κόσμος γυρίζει…
Επέρασαν πολλά χρόνια από τον καιρόν της ιστορίας ταύτης, την οποίαν αι γλυκείαι ημέραι των Χριστουγέννων μου έφερον εις τον νουν, εντός του οποίου εκοιμάτο τόσο βαθέως, όσον κοιμούνται τόρα τα σεβαστότερα αυτής πρόσωπα παρά την ρίζαν υψηλής πλατάνου, υπό το βάρος απλού σταυρού, εις το ερημικόν εξωκκλήσιον της οικογενείας μας, εκεί πέραν εις την Ρούμελην.
Ήμην παιδίον. Ο αδελφός μου και η αδελφή μου δεν ήσαν πολύ μεγαλύτεροί μου.
Εφιλοξενούμεθα προ πολλών ημερών εις την εξοχικήν έπαυλιν του μακαρίτου θείου μας, συζώντος ουχί μακράν επαρχιακής πόλεως, εν τη οποία ητένησα πρώτην φοράν το φως της ημέρας, μετά της γηραιάς αδελφής του – της αγαπημένης Βάβως – απομεμονωμένος του κόσμου, δια λόγους τους οποίους ούτε τόρα ακόμη δύναμαι να εξηγήσω, αν και πολλοί τον απεκάλουν ιδιότροπον, πράγμα το οποίον δεν τον ημπόδιζεν όλως διόλου, από του να ήνε ο καλύτερος φίλος, εις εκείνους οι οποίοι τον εγνώριζαν.

***

Εξημέρωναν Χριστούγεννα. Έξω έπεφτε από βραδύς το χιόνι με τ’ασκί, και ο άνεμος εβογκούσε όλην την νύχτα εις την χαμηλήν στέγην της επαύλεως.
Οι απομεμακρυσμένοι ήχοι των κωδώνων της πολύχνης, μόλις έφθανον μέχρις ημών, ότε αφυπνίσθημεν εκ της θερμής στρωμνής μας.
Ο μπάρμπας εκάθητο από το ένα μέρος της γωνιάς, και από τ’άλλο η Βάβω. Είχαν ξυπνίσει προ πολλού, και εθερμαίνοντο προ της εστίας, ο μπάρμπας καπνίζων πάντοτε το μακρύ του τσιμπούκι, και η Βάβω ανοιγοκλείνουσα κατά διαλέιμματα την αργυράν της ταμπακέρας, ίνα ροφήση ολίγον ταμπάκον.
Η αφύπνισις μας εξεδηλώθη δια ζωηρών κραυγών, εις τας οποίας η Αγγέλω, η ψυχοκόρη της Βάβως, προσέδραμε πάραυτα να μας ενδύση, προβλέπουσα λίαν συνήθεις σκηνάς ταραχών, αλλ’ατυχώς είχομεν αναπηδήσει της κλίνης ημίγυμνοι, και ετρέχομεν εν μεγάλη ζωηρότητι ανά πάσας τας γωνίας του ευρυχώρου δωματίου, εξαφανιζόμενοι άλλοτε μεν υπό την κλίνην, άλλοτε δε εισερχόμενοι εντός μεγάλου δουλαπίου, εν τω οποίω είχον αποταμιευθεί διάφορα είδη απεξηραμένων καρπών, προς μεγάλην απελπισίαν της δυσκινήτου Αγγέλως, ήτις έτρεχεν ασθμαίνουσα προς αναζήτησίν μας, μ’ ένα πανταλόνι, μ’ ένα υπόδημα ανά χείρας.
Δεν ηργήσαμεν να καθίσωμεν τέλος προ της σπινθηροβολούσης εστίας, αποδεχόμενοι ευχαρίστως γλυκείας γεροντικάς θωπείας, συνοδευομένας μετά ουχί ευκαταφρονήτων τεμαχίων λουκουμίου, ενώ το μπρίκι δια τον καφφέ ήρχιζε να ψάλλη το γλυκύ μουρμούρισμά του.

Επειδή ο καιρός μας είχε αποκλείσει, και ήτο αδύνατον να εκκλησιασθώμεν κατά την επίσημον της ημέρας εκείνης λειτουργίαν, η Βάβω, μη λησμονούσα τα χριστιανικά της καθήκοντα, μας έφερε όλους προ του μικρού εικονοστασίου της επαύλεως, εν τω οποίω, μεταξύ των άλλων αναριθμήτων εικονισμάτων, ενθυμούμαι ακόμη, και μίαν μεγάλην τετράγωνον σανίδα, παριστώσα τον νέον Αγιώργη, ένα πελώριον φουστανελλά, με παμμέγιστον φέσι, και με κλάδον ελαίας εις την χείρα, άξεστον έργον χωρικού ζωγράφου, αντιγράφοντος, όσον το δυνατόν πιστώς, προσωπογραφίας εκ του τυχόντος φύλλου Αθηναϊκής εφημερίδος.
Ανήψε εκεί η Βάβω μίαν μεγάλην λαμπάδα, και ήρχισε σταυροκοπουμένη να υποψιθυρίζη τα πατερημά της. Όλοι την εμιμήθημεν, εις εμέ δε ο μπάρμπας κατ’εξαίρεσιν την νύκτα εκείνην επεφόρτισε την ανάγνωσιν ενός Αποστόλου, όστις εννοείται απετέλει λίαν σοβαρόν μέλος εν τη μικρά μας βιβλιοθήκη.
Ευλογημέναι στιγμαί!
Ομολογώ ότι δεν ησθάνθην έκτοτε εν τω βιω μου την γλυκείαν απλότητά σας.
Μετά την προσευχήν ο μπάρμπας μας εκουκούλωσε καλά και τους τρεις με τα μικρά μας επανωφόρια, επήρε μιά μικρή γαβάθα υπό την μασχάλην του και μας επήγε μαζή του ν’αρμέξωμε τη γίδα μας, και να ροφήσωμε την λίαν ποθητήν αφρή του γάλακτος, εν τη οποία πάντοτε τα πρωτεία κατείχεν ο μεγαλέιτερος αδελφός μου, και του οποίου την πολλήν καλοσύνην εννοείται ότι εγώ μόνο κατεχρώμην πάντοτε.
Έξω έπεφτε σωρός το χιόνι˙ ούτε βουνά, ούτε ράχες, ούτε καμπο εξάνοιγές που ένα λευκό σεντόνι είχε σκεπάσει την εξοχή.
Η Σούτα μας, της οποίας είμεθα και βοσκοί ανά τους αγρούς κατά τας θερμάς ημέρας, ως μαλτέζικη γίδα που ήτο, της είχομεν κατασκευάσει ιδιαιτέραν θερμήν καλύβην, εστρωμένην με άφθονο ξηρόν χόρτον, και την αγαπούσαμεν τόσο πολύ, εις τρόπον ώστε εις στιγμάς αυθορμήτων διαθέσεων ιππασίας, πολλάκις εδέχετο, εν άκρα πάντοτε υπομονή, τα νώτα μας επί της ράχεώς της.
Αλλά πάντα ταύτα εν μεγάλη μυστικότητι, και μακράν των βλεμμάτων του μπάρμπα, δια την αγάπην του οποίου η Σούτα ημπρούσε να καυχάται πάντοτε… αν ηδύνατο.
Όταν μας είδεν εισερχομένους έτρεξε ζωηρώς βελάζουσα, και ακολουθουμένη υπό της δυάδος των τέκνων της – δύο ασπρόμαλλα κατσικάκια, με μικρά κατάλευκα σκουλαρίκια, των οποίων ελάβομεν την φροντίδα να στολίσωμεν τον λαιμόν δια πλατειών ερυθρών ταινιών, ως μικροσκοπικών κωδωνίσκων – προς την μεστήν άλατος βαθουλήν παλάμην του μπάρμπα.
Το άλας διεδέχθη γενναία δόσις κριθής, και ενώ η αγαπημένη μας Σούτα επέπιπτε λαιμάργως επ’ αυτής, ο μπάρμπας ετοποθέτει την γαβάθαν προ των σκελών της, και μετ’ ολίγον εν τω στενώ της καλύβης χώρω ηκούσθη ο ευφρόσυνος ήχος του γάλακτος, πίπτοντος εντός της γαβάθας.
Η Αγγέλω ίστατο εκεί που πλησίον φωτίζουσα την σκηνήν με τον μακρυλαίμην κανδηλιέρην ανά χείρας, και με ανοικτόν υπέρ το δέον το στόμα, όπερ δεν δύναμαι ν’αποκρύψω ότι δε συνέβαινε και εις ημάς τους άλλους, με την διαφοράν όμως ότι μόνον το ιδικόν μας εκοινώνησε λίαν συχνά μετά του περιεχομένου της γαβάθας, ενώ το ιδικόν της, αν και εδοκίμασε κατά την επιστροφήν μας, ενώ μετέφερε την γαβάθαν, να μας μιμηθή, ατυχώς όμως απέτυχε˙ διότι ο κανδηλιέρης, καίτοι εξέπνευσεν εις το πρώτον σφοδρόν ρεύμα του ανέμου, επρόφθασεν όμως να την προδώδη εις τους οφθαλμούς μου δια της τελευταίας αναλαμπής του, και ούτω επ’ αυτοφώρω συλληφθείσα η γαβάθα μετήλθεν εξ ολοκλήρου εις τας απαιτητικάς χείρας μου, με όλον αυτής το περιεχόμενον.
Ήδη η φωτιά ανέδιδε ζωηράς φλόγας εις την εστίαν.
Επί της προετοιμασθήσης ανθρακιάς μακρύς οβελός, κατάφορτος από παχείας ξυλόκοτας – το εσπερινόν κυνήγιον του επιστάτου του κτήματος, ενός Βασίλη Σκαραμαγκιά, επιδεικνύοντος από τον τόνον της φωνής μέχρι των ελαχίστων κινήσεων του σώματος, την Γιαννιώτικην καταγωγήν του – έτριζε στρεφόμενος υπό της ερυθράς χειρός της Αγγέλως.
Το λίπος των σαρκών σταλάζον αδιακόπως επί των ανθράκων ανέδιδεν ανά το δωμάτιον ελαφράν κνίσσαν, εις την οποίαν ενεργόν μέρος ελάμβανον και οι ενοχλητικοί ρώθωνες του κυνηγετικού σκύλου του επιστάτου, του Μούργου - μεθ’ου αι σχέσεις μας δεν ευρίσκοντο εις ουδόλως ομαλήν κατάστασιν, εμαρτύρουν δε τούτο, τα σήματα των οδόντων του επί των ενδυμάτων μας, και αι πολλαί μελαναί ραβδώσεις επί του δέρματος εκείνου – ανακινούντως ζωηρώς την ουράν, ως να εζήτει θωπείας οφειλομένας παρά της χονδρής χειρός του αυθέντου του, όστις συσπειρούμενος παρά την πυράν, με την βαρείαν κάππαν του, ανεφώνει κατά διαλείμματα, εν τη διαχύσει των κυνικών αισθημάτων του, με την ιδιάζουσαν Γιαννιώτικην προφοράν του:
- Τι λιέει ο Μούργος! … τι λιέει ο Μούργος!

***

Και επροχώρει ούτω μακρά, ατελείωτος, πληκτική, η νυξ των Χριστουγέννων, και το επί της εστίας εκκρεμές εξηκολούθει τον μονότονον παλμόν του, και εδιπλασίαζε τους μυκηθμούς έξω ο άνεμος.
Ο οβελός εξηκολούθει στρεφόμενος υπό της Αγγέλως, της οποίας οι ημίκλειστοι οφθαλμοί, και τα παρατεταμένα χασμήματα ενέφαινον ακράτητον τάσιν προς ύπνον.
Όλοι ησθανόμεθα την ανάγκην να λέγωμεν κάτι, για να περνά η ώρα, μόνον η Βάβω εκάθητο σκεπτική, ροφώσα αραιότερον τόρα τον ταμπάκον της, και θωπεύουσα μηχανικώς με την γεροντικήν της χείρα την μακράν άτακτον κόμην της κεφαλής μου .
Ο επιστάτης ήθελε κάτι να λέγη πάντοτε, χωρίς να κατορθώνη ποτέ, αρχίζων και μένων με την αυτήν στερεότυπον φράσιν του, κολλημένην εις τα εξωδηκότα χείλη του:
- Καρδιά χειμωνιού˙ δεν είνε παίξε γέλασε, γλέπεις…
Και όμως υπήρχε μεταξύ μας, ένας όστις ημπορούσε να μας κρατήση εξύπνους μέχρι πρωίας.
Και αυτός ποιός άλλος ήτο, ειμή η αγαπημένη Βάβω, η οποία έζησε ’ς τα δοξασμένα χρόνια του παληού καιρού, αιχμαλωτισθείσα εις την ηρωϊκήν του Μεσολογγίου έξοδον, και μεταφερθείσα μαζή με τα άλλα γυνακόπαιδα μακράν της Πατρίδος, εις τα μέρη της Θεσσαλίας, ένθα απώλεσε και τον έτερο των οφθαλμών, και ελευθερωθείσα τέλος, μετά πολλάς σκληράς περιπετείας εν μέσω του εχθρού της πατρίδος, υπό του μακαρίτου πατρός της – ενός Ζαχαρία Σταίκου - αγνώστου αγωνιστού, εξ εκείνων, οίτινες έχυσαν το αίμα των χάριν της ελευθερίας.
Πόσας λύπας είχεν υποστεί, και πόσα ήξευρε η καϋμένη η Βάβω.
Αυτά απάνω κάτω, ενώ ακουμπούσα την κεφαλήν επί των γονάτων της, ανεκύκλουν εις τον στενόν μου εγκέφαλον, εν μέσω της γενικής σιγής, και μη αμφιβάλλων, ότι η Βάβω μόνον εις τον λαμπρόν ορίζοντα των παλαιών της αναμνήσεων θα ήτο βυθισμένη, την διέκοψα αποτόμως εκ των βαθέων λογισμών της, ερωτήσας με την αφέλειαν της ηλικίας μου:
- Είχατε Χριστούγεννα τον παληό καιρό, Βάβω;

Εχαμογέλασε και ωσεί ευχαρισθείσα εις την ερώτησήν μου, διότι θα επανήρχετο εις προσφιλές δι’ αυτήν θέμα, εξέβαλε προς στιγμήν βαθύν στεναγμόν, και ανεφώνησε μετά πικρίας:

- Παληά χρόνια! Παληά χρόνια!

Και ύστερα, ωσεί απετείνετο καθ’εαυτήν μάλλον, ή εις την ερώτησήν μου, εξηκολούθησε να λέγη:

- Περάσατε τόσο γλήγορα, αλλά ποιός ’μπορεί να σας ξεχάση τόσο εύκολα.

Σαν σήμερα, παιδιά μου, τέτοια νυχτιά εγιορτάσαμε κ’εμείς ’ς το Μεσολόγγι τα Χριστούγεννα , προσκυνούμε τη Χάρη του.

Μας έζωνε σαν στοιχειό το κάστρο ο Κιουταχής αντάμα με τον Ομέρ Βριώνη. Άντρες, παιδιά, και γυναίκες ακόμα εξημερονότανε ’ς τες τάπιες, χωρίς να παύη το τουφέκι και το κανονοβολίδι από μέσα κ’ απόξω. Τι αμέτρητο ασκέρι ήταν εκείνο, Παναγιά μου!

Ένας έπεφτε και δέκα εξεφυτρώνανε ’ς τ΄τόπο του. Μα όσοι κι’ αν ξεφύτρωναν το βόλι μας ήταν αλάθευτο πάντα. Κάθε τουφεκιά και μιά ζωή εθέριζε.

Δεν θάμουνα δέκα χρονών κορίτσι , και τα θυμάμε ακόμα σαν τόρα.

Δεν ήτανε μιά φορά και δυό που είδα να κυλιστούνε μπροστά μου χιλιάδες τουρκικές μπόμπες. Το σπίτι μας τώχαν κάμει κομμάτια, και τες είχαμε συνειθίσει που δεν μας έμελλε τόσο.

Εσήκωνες τα μάτια σου ’ς τον ουρανό, κ’ έβλεπες τες μπάλες νάρχωνται κάτω η μιά απάνω ’ς την άλλη ’σαν βροχή.

Μιά μέρα εκεί που καθώμαστε ’ςτο κατώγι, για περισσότερη προφύλαξι, πέφτει μιά ’ςτη στέγη του σπιτιού μας, τρυπάει το πάτωμα και σπάει εμπρός ’ςτα μάτια μας. Ένα κομμάτι κόφτει και τα πέντε δάκτυλα μιάς Βραχωρίτισσας γειτόνισσάς μας, που από το φόβο της εξεψύχησε την ίδια ώρα. Ένα άλλο πέρνει ’ςτο κεφάλι μιά Σουλιώτισσα, που αν δεν επρόφθανε να βάλλη το μανδύλι της ’ςτη τρύπα, θα σκορπούσαν τα μυαλά της ’ςτο χώμα. Αργότερα ένας χειρούργος γιατρός της έβαλε κολοκύθι ’ςτο κεφάλι, κ’ έθρεψε κ’ έζησε πολύ καιρό.

Τέτοιες γυναίκες είχαμε εκειά τα χρόνια, με καρδιά ατσαλένια, και τέτοια απίστευτα θάμματα ’σαν της Σουλιώτισσας, παιδιά μου, έγειναν πολλά ’ςτην εποχή μας.

Εσίμωναν τα Χριστούγεννα, κ’ εβλέπαμε τα σκυλιά να κόβουν έξω ’ςτα λιοστάσια τις εληές κάθε ’μέρα χωρίς να ’μπορούμε να καταλάβουμε τι ’μπορούσαν να τες κάνουν.

Καθώς μαθεύτικε’ς τα ύστερα, εκάνανε μεγάλες σκάλες για ν’αναιβούνε ’ςτο κάστρο.

Ο Θεός, δεν ’θέλησε να μας πάρουν τα σκυλιά αυτή την ίδια νύχτα, που εγεννιώταν το παιδί του, και ’βρέθηκε ένας χριστιανός και ήρθε προς το μέρος μας, και μας το φανέρωσε πως οι Τούρκοι είχαν βουληθεί να κάμουν γιουρούσι ’ς το κάστρο την ώρα που θα λειτουργώμαστε ’ς τες εκκλησιές.

Οι δικοί μας δεν έδειξαν κάνα σημείο πως είχαν μάθει το μυστικό, μονάχα κρυφά, κρυφά ετοιμάζονταν. Αχ! Τι αλησμόνητη νυχτιά ήταν εκείνη! Τι καρδιοχτύπι ενοιώσανε τα στήθη μας!

Τα παλληκάρια εσυνάχθησαν από βραδύς σκωμμένα, ήσυχα, ’ς τες τάπιες, με χαμηλωμένα τα καρυοφίλια, και με τα γιαταγάνια λαχταριστά ’ς τα φκιάρια απ’ το τρόχισμα. Εγώ η ίδια εκείνη τη ’μέρα είχα τροχίσει του πατέρα μου, που από τη ’μέρα που άναψε το τουφέκι δεν τον είχα δει νάρθη ’ς το σπίτι ούτε μιά φορά. Μέρα νύχτα ’ςτη τάπια του έμενε˙ εκεί έτρωγε, εκεί εκοιμώτουν.

Εκείνη τη νύχτα όλο το Μεσολόγγι έμεινε άγρυπνο, ’ς το πόδι, μ’ ένα δάκρυ ’ς τα μάτια, με μιά ευχή ’ς το στόμα:

- Θάνατος ’ς το τύραννο της πατρίδας.

Κατά τα μεσάνυχτα άνοιξαν η γυναίκες τις εκκλησιές, κι’ άρχισαν να σημαίνουν όλαις η καμπάνες δυνατά, για να ’ξαπατήσουν τους Τούρκους.

Κατά τα ξημερώματα, οι Τούρκοι έκαμαν το γιουρούσι. Τους άφησαν κι’ ακούμπησαν καλά – καλά τες σκάλες ’ς το κάστρο, κι’άρχισαν ν’ ανεβαίνουν. Δυό τρεις απ’ αυτούς επάτησαν απάνω.

Άξαφνα μέσα ’ς τη μεγάλη εκείνη σιγαλιά και νεκραμάρα της νύχτας, μιά καταχθόνια βοή αντήχησε, ’σαν να την ‘’ξέρασε η κόλασι, και μιά φλόγα μεγάλη εφώτισε ανάμεσα σε πυκνό καπνό, και ’ς το βαθύ σκοτάδι, χιλιάδες κορμιά ’ς τον αέρα. Είχαν βάλει φωτιά ’ς το λαγούμι, πούχαμε σκάψει κρυφά, κ΄εξέσπασε μέσα ’ς τ’ ασκέρι των Τούρκων.

Την ίδια ώρα τα καρυοφίλια και τα τρυμπόνια έσκουζαν από το κάστρο, και η σκάλαις αναποδογυρισθήκανε κάτω ’ς το βαθύ χαντάκι πούταν ολόγυρα ’ς το κάστρο.

Τι χαλασμός είχε γίνει εκείνη τη νύχτα.

Το πρωί, αν έφεξε ο Θεός την ημέρα, χιλιάδες κορμιά δίχως κεφάλια, χέρια άπειρα κομμένα, και σχισμένα σκόρπια κεφάλια εκύκλωναν το κάστρο.

Τότες έψαλλαν δοξολογίες ’ς τες εκκλησίες, κ’εγιορτάσαμε αδελφωμένοι όλοι τη γέννα του Χριστού μας, με μιά μεγάλη χαρά ’ς τα στήθη, με μιά ολόχαρη φωνή ’ς το στόμς:

- Και του χρόνου ’ς την Πόλι, να δώση ο Θεός...

Περάσανε, περάσανε εκειά τα χρόνια τόρα”, εψιθύρισε με παράπονο η Βάβω, σφογγίζουσα δια της σκελετώδους χειρός της ένα λησμονημένο δάκρυ, από την αρχήν της διηγήσεώς της, εις την ζαρωμένην όψιν της, και εσίγησε λίαν συγκεκινημένη.

***

Η φωτιά ανέδιδεν ήδη την τελευταίαν αναλαμπήν της, ο κανδηλιέρης έρριπτεν ημίσβεστον το φως των τεσσάρων θρυαλλίδων του επί της εστίας, ως να ενύσταξεν από την διήγησιν της γραίας, ενώ ημείς όλοι εμένομεν άφωνοι, διατελούντες εισέτι υπό την εντύπωσιν των λόγων της. Μόνο η Αγγέλω είχε κλίνει την κεφαλήν επί του στήθους, κ’εροχάλιζεν ησύχως εν υψίστη ευδαιμονία.
Έξω ο άνεμος εβογκούσε ακόμη, οι αλέκτορες ετόνιζον το πρωϊνόν των άσμα, θορυβούντες εν τω παρακειμένω ορνιθώνι, και αι πρώται ωχραί ανταύγειαι της ηούς έστεφον τας υέλους του μικρού παραθύρου της επαύλεως, δια μέσου των οποίων εφαίνετο πίπτον, πίπτον πάντοτε το χιόνι κατά πυκνάς νυφάδας…

ΜΗΤΣΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

_________________

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΪΚΟΥ, ΜΙΑ ΗΡΩΙΔΑ ΤΗΣ ΕΞΟΔΟΥ!

21/06/2023 Ιωάννης Κουζίου
https://www.aixmi-news.gr/koinwnia/lifestyle/item/141637-eleni-staikou-mia-iroida-tis-eksodou

Η ΕΞΟΔΙΤΙΣΣΑ ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΪΚΟΥ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΤΗΣ ΤΟΠΟ…
09/04/2018 Μαρίλη Χαραμή
https://www.aixmi-news.gr/koinwnia/themata/item/70364-i-eksoditissa-eleni-staikou-epistrefei-ston-iero-tis-topo

Ενδιαφέρον άρθρο, που περιέχει όμως ανακρίβειες, πχ. η Ε. Σταικου δεν πέθανε βέβαια το 1840, άλλα το 1887.

Σάββατο 6 Απριλίου 2024

Η ΖΩΝΤΟΧΗΡΑ – ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Καμιά εικοσιπενταριά γυναίκες γύριζαν στο χωριό τους από κάτω από τη στράτα πούχε περάση θαμπά ένας ξενητεμμένος, πούρχονταν από την Πόλη, φέρνοντας γραφές και χαρίσματα στον τόπο του από τους ξενητεμμένους πατριώτες του, και δίνοντας παραγγελιές και διάτες σ' όλα εκείνα τα πεντέξη τριγύρω χωριά, που όλοι οι άντρες τους ξενιτεύονται από μικροί, δουλεύουν στα ξένα στέλνουν λίρες στα χωριά τους, ως που κάνουν παράδες και γυρίζουν μεσόκοποι στα χωριά τους που βρίσκουν μαραμένες και γριές τις γυναίκες τους που της είχαν παντρευτή δεκάξη χρόνων και τις άφησαν μονάχες και ζωντοχήρες τόσα χρόνια.

Όλες είταν χαρούμενες. Είχαν δεχτή καλά γράμματα, και λίρες, και χαρίσματα, και φιλιά και παρηγοριές κ' ελπίδες, άλλες απ' τα παιδιά τους, άλλες απ' τ' αδέρφια τους, άλλες απ' τους άντρες τους, ύστερα από τόσους μήνες χωρίς μαντάτα και γράμματα. Μονάχα μια μικροπρόσωπη μια καστανομάτα νιοπαντρεμμένη, η Νίτσα, πούχε παντρευτή εδώ και τρεις μήνες και πήρε ένα όμορφο παλληκάρι, που την μια βραδιά την χόρτασε φιλιά κι αγάπη, και την άλλη ξενητεύθηκε για τα ξένα, και πήγε για να πουλάη σαρδέλλες και ρίζι μακριά, πολύ μακριά στης Πόλης τα σοκάκια, γύριζε αχνή και λυπημένη. Κρατούσε στα χέρια της ένα γράμμα και δυο λίρες, δυο λίρες κίτρινες κίτρινες και κατάχρυσες που ποιος ξέρει με τι βάσανα τις κέρδισε και τις απόχτησε εκείνος εκεί πέρα για να τις της στείλη. Ο παπάς που της διάβασε κάτω στη στράτα το γράμμα τ' άντρα της, που της τόφερε κι αυτής ο ξενητεμμένος μαζί με τ' άλλα των άλλων γυναικών της είπε πως έγραφε, ότι οι δουλειές του πήγαιναν καλά στην Πόλη, πως παιδεύουνταν πολύ, πως μόνο όνειρο είχε σε πολλά, σε λίγα χρόνια να κάμη ένα κομπόδεμα και να γυρίση στην ερημιά του χωριού του για να ζήσουν πια μαζί, ευτυχισμένοι. Σ' αυτό τον καιρό κι αυτή έπρεπε να περιμένη και μη σικλετίζεται, νάνε φρόνιμη και να κοιτάη το σπίτι τους, και να σέβεται τη γριά μάννα του.

Γύριζε στο χωριό της με τα λόγια αυτά καρφωμένα στο νου της, με τη θλίψη και την πίκρα στην καρδιά της, σα συλλογίζουνταν τα χρόνια που θα περνούσαν τα χρόνια τ' άχαρα, τα δίχως αγάπη κ' ευτυχία, τα χρόνια που δε θάχαν γι αυτή καμιά απόλαψη και θα της έπαιρναν την ομορφιά και τη νιότη, και θα της έφερναν γλήγορα τα γεράματα, που θάρχουνταν να τα χαρή τότες αυτά μονάχα εκείνος. Τι άχαρη και τη βασανισμένη και τι στερεμμένη ζωή!… Όμορφη αυγούλα γύρω της. Τα βουνά, τα στολισμένα με πυκνά δάση από ψηλά, αντρειωμένα, δροσερά έλατα, με τις στογγυλές και γλυκειές ραχούλες τους, με τις πρασινάδες και τις αγράμπελές τους, με τις πλαγιές τους φουντωμένες από πράσινα πλατάνια, από χαμηλούς κέδρους, και κατάψηλους γαύρους, το χωριό με τα μικρούλια σπιτάκια του που τάλουζε απαλά κατάχρυσος ήλιος, με τα τρεχάμενα νερά και το βοητό τους, με κηπαρέλια που πρασίνιζαν οι κλαρωτές φασουλιές και βόσκαγαν στα γρασίδια τους κάτασπρα μαρτίνια αρνάκια, το χωριό τ’όμορφο, το δροσερό και το χαριτωμένο, πόσο είταν αλλιώτικο με τον πόνο της καρδιάς της, και πώς φαίνουνταν καμωμένο να χαμογελάη στην ομορφιά της και στην ευτυχία της, στην ομορφιά που την είχε και στην ευτυχία που της την έκλεψε μαζί του πέρα στην Πόλη ο άντρας της.

Σ' ένα αγκωνάρι ενός σπιτιού, καθισμένος διπλοπόδι ένας στραβός ζητιάνος, έπαιζε λυπηρά στο λογγάρι του μ' ένα δοξαράκι, ένα τραγούδι παραπονεμένο, ξενητεμμένο τραγούδι, και τα χείλη του έψαιλναν τρεμουλιαστά λόγια πολύ λυπηρά, πολύ πονεμένα:

- Ανάθεμά σε ξενητιά, εσύ και το καλό σου…

Κι αυτόν τον στίχο τον έλεε τόσο συγκινητικά ο γέρο στραβός, που η μικροπρόσωπη Νίτσα, σαν τον άκουσε διαβαίνοντας, της ήρθε ν' αρχίση τα κλάματα, ν' αρχίση να μαδιέται, και να θρηνή τη μοίρα της. Πόσο άξιζε να την καταραστή μέσ' από τα σπλάχνα της την άτιμη αυτή ξενητιά, που της έκλεψε και της κρατούσε τον άντρα της, που τον χάρηκε μια νύχτα μονάχη! Την ξενητιά αυτή που θα περάσουν χρόνια και χρόνια και θα της τον κρατά ακόμα, που θα περάσουν χρόνια και θα διαβούν και θα πετάξουν τα κάλλη της, και θάρθη να την βρη αυτή γριά κι άσκημη, μ' αδειανή καρδιά και με γεμάτο το κομπόδεμα εκείνος. Πόσο κακά είνε πλασμένος ο κόσμος· να ζη κανείς για τον παρά, για το χρυσάφι αυτό, γι αυτές τις ψωρολίρες που της έστειλε σήμερα να τις φυλάξη, που θα τις στείλη αύριο κι άλλες για να τις φυλάξη κ' εκείνες, και μεθαύριο άλλες ακόμα, σα νάταν τοχρυσάφι, σα νάταν ο βρωμοπαράς που ζήταγε, που ήθελε αυτή δεκάξη χρόνων κόρη, διψασμένη από την ευτυχία που μόλις πρόφταξε να γγίξη τα φλογισμένα χείλη της σ' αυτή.

Κι ο γέρος εκεί στη γωνιά του έπαιζε με πόνο και παράπονο το λογγάρι του κι έψαιλνε λυπημένα την κατάρα της ξενητιάς, που ποιος ξέρει αν τόφαγε κι αυτού καμιά ελπίδα, καμιά χαρά, κανένα παιδί αγαπημένο.· Λιποψυχισμένη εκείνη από τη λύπη της και το παράπονό της στάθηκε μπροστά του μια στιγμή κ' ύστερα ανοίγοντας την παλάμη της άφησε και κύλησαν απάνω στα γόνατα του γέρου στραβού οι δυο λίρες, ψιθυρίζοντας μ' ένα πικρό κόμπο στο λαιμό:

Πάρτες! γέροντά μου… Εμένα τα νιάτα μου δεν έχουν ανάγκη από παράδες…


Συλλογή διηγημάτων “Ντοπιες ζωγραφιές”, Αθήνα 1896

Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ – ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Σύντομη ιστορία τρόμου του Δημ. Χατζόπουλου, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα “Πόλις” τον Οκτώβρη του 1894 και συμπεριλήφθηκε στην δεύτερη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα, “Ντόπιες Ζωγραφιές”, που κυκλοφόρησε το 1896. Η ιστορία συνδυάζει τον παραδοσιακό τρόπο αφήγησης που αφορούσε τις λαϊκές προκαταλήψεις για ορισμένα “καταραμένα” ζώα (στην περίπτωσή μας την κουκουβάγια*), με την παράξενη μυθοπλασία (Weird Fiction) που άρχιζε να γίνεται της μόδας εκείνη την εποχή. Στην ιστορία αυτή δεν υπάρχει τίποτε από τη γοτθική λογοτεχνία ή τις βικτωριανές ιστορίες φαντασμάτων, υπάρχει μια αόριστη ατμόσφαιρα από ασταμάτητο και ανεξήγητο φόβο για εξωτερικές, άγνωστες και κακόβουλες δυνάμεις που υπερβαίνουν τις ανθρώπινες δυνατότητας κατανόησης ή ελέγχου.

Η ορθογραφία είναι αυτή του αυθεντικού κειμένου, έχω μόνο αλλάξει την πολυτονική γραφή σε μονοτονική.
Γ.Χ.



ΠΟΛΙΣ” 9.10.1894
επίσης
ΝΤΟΠΙΕΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ
Μήτσου ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ (ΜΠΟΕΜ)
Τ
υπογραφείο Ανάσταση Τρίμη
Οδός Πραξιτέλους αριθ. 14
ΑΘΗΝΑ
1896

Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ

Μέσα στο τρομασμένο ξύπνημά της θυμούνταν πολύ καλά, πως όταν της έδωσε το ύστερο φιλί, από πολύωρο ξεφάντωμα, όπως κάθε νύχτα, είδαν κ' οι δυο μαζί μέσ' απ' τα γυαλιά και τις κουρτίνες του παραθυριού ν' αχτινοβολούν τ' αστέρια. Τα είδαν και ξαναφιλήθηκαν. Γαλήνη γαλανή είταν χυμένη έξω, γαλήνη αγάπης και ευτυχίας μέσα στη μικρούλα κάμαρα. Την φίλησε, όπως συνήθιζε όντας τον έπαιρνεν ο ύπνος, μια στα χείλη, μια στα μάτια και μια στο ροδαλό αυτάκι της, ψιθυρίζοντας κάτι τρυφερό και ξελογιασμένο ακόμα, κι αυτή γαργαλίζουνταν και τον αγκάλιαζε φρενιασμένη. «Καλή νύχτα, αντρούλη μου». «Καληνύχτα, γυναικούλα μου».
Και αποκοιμήθηκαν τότε σαν μικρά παιδάκια πλάι πλάι στου κρεββατιού την πλατειά στρώση.
Άξαφνα απόψε ξύπνησε κατατρομασμένη. Ανασήκωσε βαρειά τόμορφο κεφάλι της σα νάθελε να διώξη τρομαχτικά όνειρα και τέντωσε τα μάτια της κοιτάζοντας άγρια έξω απ' το κρεββάτι. Το κανδηλάκι πούκαιε εκεί σε μιαν άκρη, έρριχνε θαμπές και τρεμάμενες αχτίδες μέσα σε θεόρατες σκιές που ξαπλόνουνταν τρεμουλιαστές απάνω στα ντουβάρια, στα μόμπιλα, στο πάτωμα. Από στιγμή σε στιγμή από τα γυαλιά του παραθυριού χύνουνταν ξαφνικά απέραντη λάμψη αστραπής, η κάμαρα τότε φωτίζουνταν φανταστικά, πλημμύριζε από στιγμοφώτιστα κύματα χλωμά και θαμπωτικά, ύστερα οι σκιές ξανάπεφταν τρεμουλιαστές τριγύρω, και μέσα σε ολίγων λεφτών φριχτή σιγή, ένιωθε κατάβαθα της καρδιάς της τον ανατιναγμό της φοβερής βροντής που απλόνουνταν με τρομαχτικό μεγαλείο στ' ουρανού τα πλάτη σε βροντώδη κύματα που ξεκούφαιναν ενώ ο άνεμος έκανε να τρίζουν τα γυαλιά του παραθυριού, σα να χόρευε· το σπίτι από σεισμό. Κι ανάμεσα στης ανεμοζάλης τα μουγγρίσματα, ταχτικό κι επίμονο αντηχούσε τόση ώρα τόρα από τα κεραμίδια της στέγης το ρέκασμα μιας κουκουβάγιας περιχύνοντας τα νεύρα από ανατριχίλα κρύα και παράξενη, τη ψυχή από θλίψη και λαχτάρα.

Παράξενο ξύπνημα. Και είχαν αποκοιμηθή με τόση γαλήνη, με τόση ξαστεριά. Μισοσηκωμένη στα προσκέφαλα του κρεββατιού με το λαιμό και τα στήθη ολόγυμνα, με τα μαλλιά μπερδεμμένα στο κεφάλι, τα μάτια άγρια και ξαφνισμένα, φαίνουνταν εκεί μέσα στ' αδιάκοπο πλημμύρισμα της κάμαρας από τ' ωχρό αστραποφώτισμα, σαν φάντασμα. Κάτι τι αθώρητο της βάραινε σα μολύβι το κεφάλι της, της ξέραινε το λάρυγγα, το στόμα, της έσφιγγε την καρδιά, βόμβος σα μελισσιού φτερούγισμα τριγυρνούσε στ' αυτιά της, κ' ένιωθε πως δεν είχε τη δύναμη να γυρίση, να κουνηθή, να σαλέψη τόσο κι απόμεινε εκεί σαν καρφωμένη, σα ναρκωμένη, φοβισμένη, θαρρώντας πως ένα γύρισμα των ματιών της μονάχα, θα της έφερνε μεγάλο κακό, θα κατακρεμνίζουνταν κάτω απ' το κρεββάτι σ' αμέτρητο γκρεμό, σ' απέραντο χάος.

Θεέ μου, τι είχε! Ότι μπορούσε να νιώση καλά είταν πως μέσα στον παραδαρμό έξω της φύσης, μέσα στα μουγγρίσματα της ανεμοζάλης, το ταχτικό κι επίμονο εκείνο ρέκασμα, σα νάρχουνταν από παράξενους, φανταστικούς κόσμους, σχίζοντας όλο τ' απέραντο βάθος της ανεμοζάλης με δύναμη και φρίκη υπερφυσική, την έγγιζε, κατάκαρδα, και άφινε στο αίμα του κορμιού της το άγγιγμα ακονισμένης κόψης κρύου μαχαιριού.

Και όλη η αγωνία της ξετυλίγουνταν σε μια ιδέα ολοφάνερη, σ' ένα αόριστο όσο και φαρμακερό προγνώρισμα πως κάτι κακό θα την κατάφτανε τόρα γοργό και γλήγορο και βέβαιο. Και τρομασμένη και βουβή κι ασάλευτη μαζεύουνταν τόρα όλη, σύσσωμη με τα μάτια της ολάνοιχτα προς τη κραυγή έξω που φαίνουνταν πως είχε πλημμυρίση γύρω και ως πέρα την κάμαρα, από ωκεανό φρίκης, θέλησε να γυρίση προς τον άντρα της, να του μιλήση λίγο, να τον ξυπνήση, ν' αναθαρρήση και να πετάξη, σαν ψεύτικο φάντασμα, όλη η αγωνία της. Αλλά τον έβλεπε μονάχα με την άκρη του ματιού της, κοιμισμένον τόσο ήσυχα κι ευτυχισμένα. Γιατί να ταράξη την γαλήνη του, τον ύπνο του; Θα την έπαιρνε για παιδί, για φοβιτσάρα, και θα γελούσε. Όχι. Τόρα θ' απλώση το χέρι της και έτσι μ' ένα κούνημα θα διώξη μακριά της όλη αυτή τη φρίκη, και θα σβυστούν όλα, όλα τότε απ' εμπρός της. Αλλ' η κραυγή έξω πάντα επίμονη και σαν αχός λυπητερός σημάντρου, την περίχυνε ακόμα πιο πολύ απ' ατέλειωτη ανατριχίλα, την κάρφονε ασάλευτη στου κρεββατιού τη στρώση, της έσβυνε τη φωνή στον λάρυγγα μ' ένα ξερό βήξιμο, απαράλλαχτα όπως κάνη σβύνοντας τ' αναμμένο κάρβουνο στο νερό.

Έξω πια έσβυσε, λούφαξε το μούγγρισμα του άνεμου, σιγή θανάτου απλώθηκε για λίγο, και μόνο η αστραπόλαμψη πλημμύριζε ολοένα πλιότερη και πιο άφθονη την κάμαρα.

Έξω τα σκοτεινά βάθη τ' ουρανού φαίνουνταν πως κάθε δευτερόλεφτο σχίζουνταν απότομα, και κύματα λάμψης ηλεκτρικής αγκάλιαζαν τη φύση και σβύνουνταν γοργά σαν ένα στιγμιαίο απέραντο φωτεινό φίλημα.

Και θαμπωμένη εμπρός σ' αυτό το γεμάτο μυστήριο και ξάφνισμα απειροφώτισμα, κάρφωσε ασυνείδητα τα μάτια της ίσα στα γυαλιά του παραθυριού με όψη τρελλής, ασάλευτη σαν παραλυμένη.

Η βροχή με γοργό κατρακύλημα πυροβολαρχίας, χτυπούσε τόρα και παράδερνε το σπίτι, τα κεραμίδια μέσα στη νεροποντή χόρευαν και τα γυαλιά του παραθυριού έχυναν μελωδία τυμπανοκρούσματος. Και το αστραποφώτισμα τόρα άνοιγε έξω στο νυχτερινό σκοτάδι κάθε τόσο τρομερό χάος από βροχή ηλεκτροφωτισμένη. Και η κραυγή εκείνη έξω πάντα επίμονη, ακούραστη, πάντα γεννώντας τη φρίκη και την ανατριχίλα, αντηχούσε παράξενη, περονιάζοντας το κορμί της και τη ψυχή της. Κι έτσι παραλυμένη κι ασάλευτη απόμεινε με τα μάτια της καρφωμένα ασυνείδητα ίσα στα γυαλιά του παραθυριού, ως που ο ύπνος της έκλεισε βαρειά τα βλέφαρά της.

Όταν ξύπνησε, γαλήνη απέραντη είταν απλωμένη στην κάμαρα, η ανεμοζάλη είχε περάση, η κραυγή της κουκουβάγιας είχε σβυστή κι αυτή, ο ήλιος χάιδευε απαλά το πάτωμα και στα γυαλιά του παραθυριού βομβούσε τριγυρίζοντας να πετάξη έξω στο γαλάζιο τ' ουρανού μια πεταλούδα. Ανέπνευσε η όμορφη κόρη και γύρισε να ξυπνήση μ' ένα χαμόγελο τον άντρα της, αλλ' είτανε νεκρός….



________________

(*) Σε όλο τον ελληνικό χώρο το λάλημα της κουκουβάγιας θεωρείται προμήνυμα θανάτου, βαριάς αρρώστιας ή άλλου μεγάλου κακού. Γι' αυτό αποκαλείται (όπως και άλλα δυσοίωνα πουλιά) ερημοπούλι, κλαψοπούλι, νεκροπούλι.

Πηγές για εμβάθυνση

H. P. Lovecraft, "Supernatural Horror in Literature"  in The Outsider and Others (1939).
https://en.wikipedia.org/wiki/The_Outsider_and_Others

Γιώργος Αγγελίδης Η Κουκουβάγια: Σοφία, Δεισιδαιμονία και Μεταμόρφωση”
https://www.willowisps.gr/main/-/14/11/2017

ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ : ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΕΣ …ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ..ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ
https://boraeinai.blogspot.com/2014/03/blog-post_2253.html

Anthony Christopher Camara
Dark Matter: British Weird Fiction and the Substance of Horror, 1880-1927
UNIVERSITY OF CALIFORNIA Los Angeles, 2013
https://escholarship.org/uc/item/4ns5q1fv

James Machin (Author), Weird Fiction in Britain 1880–1939”
Palgrave Macmillan, 2018

Γάτος Δρακόντης, «Κοσμικός τρόμος, Μυθοπλασία του Παράξενου και Κοσμικισμός», Διπλωματική εργασία, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας Επιβλέπων Καθηγητής: Κασαπάκης Βλάσιος, Μυτιλήνη, Φεβρουάριος 2023

https://hellanicus.lib.aegean.gr/bitstream/handle/11610/25500/2023_%CE%93%CE%91%CE%A4%CE%9F%CE%A3_%CE%94%CE%A1%CE%91%CE%9A%CE%9F%CE%9D%CE%A4%CE%97%CE%A3_CosmicHorror_WeirdFiction_Cosmicism.pdf?sequence=2&isAllowed=y

Wikipedia - Weird Fiction
https://en.wikipedia.org/wiki/Weird_fiction

Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

Ο ΝΕΑΡΟΣ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ

 Διήγημα του Δημητρίου Χατζόπουλου όπου εξιστορείται η -μηδενική- συνεισφορά του συγγραφέα στον αγώνα κατά των ληστών. Ο πραγματικός πρωταγωνιστής είναι βέβαια ο λοχίας Γεώργιος Νικολάου, πονηρός, φυγόπονος, κοιλιόδουλος, καλοπερασάκιας, όπως όλοι οι καραβανάδες της σειράς των “Λησμονημένων Στρατιωτικών”.

Το φαινόμενο της ληστείας έχει βαθιές ρίζες στον ελλαδικό και στον βαλκανικό χώρο. Επί τουρκοκρατίας οι κλέφτες και οι αρματολοί βοήθησαν ενεργά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του Έθνους διατηρώντας τον κοινωνικό τους ρόλο. Όταν δημιουργήθηκε το Ελληνικό Κράτος, οι προσδοκίες για επαγγελματική αποκατάσταση πολλών πρώην καπεταναίων έμειναν ανικανοποίητες, οπότε αναγκάστηκαν να ξαναβγούν «στο κλαρί» και να γίνουν ληστές.

Οι ληστές επιβίωναν επιτιθέμενοι σε πλούσιους αγρότες, ταξιδιώτες, εμπόρους, προύχοντες ή και πολλές φορές σε ολόκληρα χωριά. Παρόλα αυτά τα φτωχά και καταπιεσμένα στρώματα της υπαίθρου τους έβλεπαν σαν ήρωες και το κράτος και τους μηχανισμούς του σαν παρείσακτο.
Η απελευθέρωση και η προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας έδωσαν καινούρια ώθηση στην ανάπτυξη του φαινομένου της ληστείας. Το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος δεν κατάφερε να καταπολεμήσει ή να περιορίσει τις ληστρικές συμμορίες, η επιδείνωση της κοινωνικής ανισότητας, η αλληλεγγύη του πληθυσμού της υπαίθρου, η ανυπαρξία επικοινωνιακού δικτύου κατέστησαν σχεδόν αδύνατη την αντιμετώπιση αυτού του φαινόμενου.
Η αγροτική πολιτική του κράτους στήριζε τους μεγαλοτσιφλικάδες, διευκόλυνε την καταπίεση των κολίγων και συνάμα μεθόδευε την σταδιακή καταστροφή της νομαδικής κτηνοτροφίας. Στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα τα τσελιγκάτα (*) μπήκαν σε πορεία παρακμής, πράγμα που ανάγκασε ένα τμήμα των νομαδικών πληθυσμών να στραφεί στη ληστεία ή στο συνδυασμό ληστείας και κτηνοτροφίας.
Η συνεργασία με πολιτικούς, γαιοκτήμονες και κεφαλαιούχους έδωσε επίσης νέα ώθηση στη ληστεία. Σαν αποτέλεσμα σε πολλά μέρη της υπαίθρου δημιουργήθηκε ένα καθεστώς τύπου φαρ γουέστ, οι ακρότητες των ληστών που ήταν μισθοφόροι τσιφλικάδων συχνά έμεναν σκανδαλωδώς ατιμώρητες.
Το ελληνικό κράτος μην μπορώντας να καθυποτάξει τις ληστρικές συμμορίες προσπάθησε να τις χρησιμοποιήσει για ίδιους σκοπούς: με τη δικαιολογία της καταδίωξης των ληστών ελληνικά στρατεύματα έμπαιναν στο τουρκικό έδαφος για να δοκιμάσουν την ετοιμότητα του οθωμανικού στρατού. Αργότερα συγκροτήθηκαν αντάρτικες ομάδες αποτελούμενες από ληστές που παράτυπα βοήθησαν τον ελληνικό στρατό τόσο στον «ατυχή» πόλεμο του 1897 όσο και στο Μακεδονικό αγώνα.
Σιγά σιγά οι κοινωνικές- οικονομικές συνθήκες μεταβλήθηκαν, χάθηκε η ώσμωση των ληστών με τον πληθυσμό της υπαίθρου, άλλαξε η πολιτική των κυβερνήσεων και γύρω στο 1930 το φαινόμενο της ληστείας έπαψε πρακτικά να υπάρχει.
Πίσω στο διήγημα τώρα, βλέπουμε ότι ο νεαρός Χατζόπουλος δεν φαινόταν καθόλου πεισμένος για το αγαθό της κατά των ληστών δράσεως: “Έβλεπα τα φυσίγγια εκείνα με τον στιλπνόν των χάλυβα και την σφαίραν” … και “το πράσινο της εξοχής, το κυανούν της θαλάσσης πέρα και το λεπτώς γαλάζιο των βουνών απετέλουν μίαν αρμονίαν, ήτις ήρχισε να μου γεννά την ιδέαν πως ενώπιον τοιαύτης ομορφιάς φύσεως ηδύνατο να σκοτώση τις έστω και ληστάς ακόμη!…”.
Άλλη ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι ότι ο λοχίας ζητάει από δύο στρατιώτες να κλέψουν στην ουσία δύο πρόβατα (δεν γίνεται μνεία για αποζημίωση) από μιά κοντινή στάνη για να γευματίσει το απόσπασμα. Τα σπασμένα της καταδίωξης των ληστών τα πλήρωναν οι βοσκοί…
Γ.Χ.

ΣΚΡΙΠ 18 7 1896
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ
(Λησμονημένα Στρατιωτικά)
- Ε ι ι ι ! … ξύπνα τς’ μπαλάσκες ς’ κι του γκρα σ’ !…
Και ο λοχίας προχωρών ολονέν αν
ά τον ημιφώτιστον θάλαμον, πότε δεξιά, πότε αριστερά, σκουντών δια της άκρας του τσαρουχιού του τους ροχαλίζοντας άνδρας, τους αφύπνιζεν ένα, ένα.
Εκείνοι δυσθύμως εγειρόμενοι, ξαφνισμένοι από την μεταμεσονύκτιον αυτήν αφύπνισιν, ενεδύοντο απροθύμως, ωπλίζοντο ανόρεκτα.
- Ουρ’ καμ’ τι γλήουρα μη τζακίσου κανένα σας παλιουτόμαρα τ’ διαόλου! Ωρίετο από καιρού εις καιρόν ο λοχίας στηριζόμενος εις τον γκρα του, υψηλός, με μίαν αγρίαν κεφαλήν με κατσαρά μαλλιά, με στιλπνόν ηλιοκαές δέρμα και με μικρούς γοργοκινήτους μαύρους οφθαλμούς.
Οι άνδρες ητοιμάσθησαν τέλος. Μετά τινάς στιγμάς παρετάχθημεν όλοι εκτός του στρατώνος μέσα εις το σκότος, μη γνωρ
ίζοντες διατί, εις άκρον περίεργοι δια την νυκτερινήν αυτήν εκδρομήν.
- Κλίνιτι ιπί δεξιά! Ιμπρός μαρς κι μην ακούσου κουβέντα, γιατί σας τρύπ’σα μι τη ξιφουλόγχη, εβρυχήθη αυστηρώς ο λοχίας.
Και ηρχίσαμεν βαδίζοντες. Επί πολύ επορευόμεθα άφωνοι, ο είς κατόπιν του άλλου, με τον ύπνον βαρύνοντα τους οφθαλμούς μας. Διήλθομεν την πόλιν, έρημον, σκοτεινήν, κοιμησμένην· εξήλθομεν εις τους αγρούς, οι σκύλλοι μας επετίθεντο άγριοι, και ημείς ετραβούσαμεν πάντοτε εμπρός υπό την αιγλήεσσαν αρτροφεγγιάν της νυκτός. Κάποτε ο παραστάτης μου, μου εψιθύριζε:
- Που να μας παη τς’ μαύρους, κυρ’ Μητς’, που να μας παη μέσα τ’αγκάθια ! … Για κλέφτις να πάμε λες;
Είχομεν απομακρυνθή πολύ ήγη της πόλεως, και
επλησιάζαμεν προς τους βουνούς, ότε ακούσαμεν την βροντώδη φωνήν του λοχίου.
- Κλίνιτι ιπ’ αριστιρά … αλτ! … Μπαραμπ
όδα αρμ !… Ανάπαυσις ! …
Η αυγή κατέφθανεν. Η ανατολή ερρόδιζε, και ο ορίζων όλος έπλεεν εις μίαν σύγχυσιν αντικειμένων προ των οφθαλμών μας. Κρύο αεράκι εφύσα κατεπάνω μας. Και ως είμεθα κάθιδροι εκ του ιδρώτος και αν
αμμένοι εκ του δρόμου ησθανόμεθα το κρύο να μας περονιάζει ως τα κόκκαλα. Υπό το ολίγον φως της αυγής διεγράφετο παράξενη η σιλουέτα του προ ημών ισταμένου λοφίου, λαμβάνοντος τεραστίας διαστάσεις εις το ημίφως, στηρίζοντας την αριστεράν του χείρα παμμεγέθη με την φαρδειάν λευκήν μανίκαν της επί του γκρα του. Ως δε ήρχισε τότε να μας ομιλή με το επιβλητικόν ύφος του, εφαίνοντο οι δύο τεράστιοι μύστακές του ανεβοκατερχόμενοι αγρίως.
- Ακούστι τόρα καλά, ζαγαράκια, τι θα σας που. Είμεθα ιπί των ίχνουν ληστρικής συμμουρίας κι π
ρουτίθιμι να συμπλακώμεν. Μόνουν η γενναιότης κι η καλή προφύκαξις θα μας δώση την νίκην. Μη διού κανένα σας κι του στριψ’ του την άναψα από πίσου. Τουναντίον να φανώμεν παλληκάρια, να κάνουμε ουλ’ μας του μέλλου μας.
Γαλόνι κι βασιλική ηυαρέσκεια μας αναμένει. Τόρα είμαστε δώδεκα ουλ’ ούλοι. Οι μ’σοι από σας μι τουν υπουδικανέα τουν Μητρουπάνου θα πάτε λάου λάου από δω κι να πιάσετε τουν λόφον κείνον, κατάραχα ντιπ κι να κρυφτήτι μέσα τα δέντρα. Εγώ μι τους λοιπούς άνδρας θα λάβου την ιναντίαν διεύθυνσιν αντιθέτους προς ημάς, εις τρόπουν ώστε αν η συμμουρία διέλθη, ως είμι πληρουφουρημένος δια της χαράδρας ας νιφτή κι αποφάγαμε… Ιμπρός· γαλόνι κι βασιλική ηυαρέσκεια Μητρουπάνου, άξα;…
Ούτω πως διηρέθημεν εις δύο. Οι υπό τον δεκανέα άνδρες μετ’ ολίγον εχάθησαν εις το άκρον της ράχης, ημείς δε μετά του λοχίου ελάβομαν την “ιναντίαν διεύθυνσιν αντιθέτους προς αυτούς”. Όταν ανήλθομεν επί του βουνού και κατελάβομεν τας θέσεις μας εφώτιζεν εντελώς πλέον. Ο λοχίας μας ετοποθέτησεν όπισθεν τεραστίων πετρών ακροβολιστά, με τον γκρα προτεταμμένον γεμισμένον, και τα φυσίγγια της μιάς παλάσκας μας χυμένα στο χώμα παραπλεύρως μας.
Και αναμέναμεν εκεί άφωνοι, πρηνηδόν ξαπλωμένοι με τους αγκώνας γδερνομένους επί των πετρών. Έβλεπα τα φυσίγγια εκείνα με τον στιλπνόν των χάλυβα και την σφαίραν των μόλις εξέχουσαν ωοειδώς, και εσυλλογιζόμην, ότι μετ’ολίγον ίσως ενώ θα τα έθετα εντός του όπλου μου το εν κατόπιν των άλλων, και θα τα εξαπέστελλον προς τους ληστάς, θα μου έφερον την τιμήν ταύτα “του γαλονιού κι της βασιλικής ηυαρεσκείας” και εδάγκανα τα χείλη μου δια να μη γελάσω πολύ δυνατά. Η φύσις γύρω αδιάφορος εστολίζετο και εκείνην την πρωϊαν, όπως πάντοτε, με τα μύρια χρώματά της, με τους φαιδρούς τόνους της, και την απέραντον δρόσον της. Από του ύψους εκείνου ένα πρωϊνόν πανόραμα μέθυος και χάριτος ηπλούτο προ των αγρυπνισμένων οφθαλμών μας. Το πράσινο της εξοχής, το κυανούν της θαλάσσης πέρα και το λεπτώς γαλάζιο των βουνών απετέλουν μίαν αρμονίαν, ήτις ήρχισε να μου γεννά την ιδέαν πως ενώπιον τοιαύτης ομορφιάς φύσεως ηδύνατο να σκοτώση τις έστω και ληστάς ακόμη!
Εν τω μεταξύ οι λησταί δεν αφαίνοντο ούτε αριστερά, ούτε δεξιά. Ο ήλιος είχεν ανατείλη, είχεν ανέλθη υψηλά πολύ, η φλόγα του μας κατέκαιε ξαπλωμένους εκεί επί των πετρών. Αι πληροφορίαι του λοχίου δεν εφαίνοντο να ήταν βάσιμοι, και η αδημονία μας εβασάνιζε περισσότερον της ζέστης. Επί τέλους ο λοχίας αγριεμμένος τρομερά, διέταξε συνάθροισιν. Έστειλεν ένα στρατιώτην να προσέλθουν οι λοιποί άνδρες. Εν τω μεταξύ ημείς διηυθύνθημεν υπό την σκιάν γηραιών τινων πλατάνων παρά την άκραν μιάς βρύσης.
- Ιλάτι δω δυό σας, εβρυχήθη κάποτε ο λοχίας. Θα πάρτε αυτό το μονοπάτι κι θα ροβολήσιτι προς τα κατ’. Παρεκούλια απ’ τα ριζά θα βρήτε μιά στάνη. Μπαίνιτι μέσα παίρνιτι δυό ψημαδάκια (**) κι τα φέρνιτι να κάνουμε γιόμα…
Οι άνδρες έγιναν αστραπή. Ο λοχίας τότε εστράφη προς εμέ, εξάγων εκ του σακκουλίου του μίαν κόλλαν χάρτου και ένα καλαμάρι μπρούτζινο, απ’εκείνα τα παμπάλαια των δικαστικών κλητήρων.
- Έλα δω, ου λουγιώτατε, τόρα, να κάνουμι μιά αναφουρά στουν Ιπόπτη. Γράφι ημικλάστως!
- “Εκ της θέσιους Πλατάνια Προς τον Ανώτερουν Ιπόπτην του Νομού… Ου αποσπασματάρχης Γιώργιους Νικουλάου λουχίας. Περί συλλήψιους ληστών.
Συμφώνους προς την υμετέραν Διαταγήν ευρίσκουμαι μετά δώδεκα ανδρών επί των ίχνουν της γνουστής ληστοσυμμουρίας, ην την σύλληψιν κι την ιξόντουσιν προυτίθιμι, ουδέν ιπιτυχών ήδη, των ληστών μη τολμησάντων εμφανισθείν. Αναμένου τας υμετέρας διαταγάς. Ηυπειθέστατους Γιώργιος Νικολάου λουχίας”.
Τόρα ένας σας να πεταχτή μέσα ντ’ μπόλη μυτ
ά του ιγγράφου τούτου, κι να φέρη κι δύο ουκάδις κρασί, οι άλλ΄σας ν’ ανάψατ’ φουτιά για τ’ αρνιά που θάλθνι. Γλήγουρα μην τζακίσου κανένα σας και κουλαστώ… Και ξαπλωθείς επί της δροσεράς χλόης ήρχισε να τραγουδή με την βροντώδη φωνήν του:

Τα παλληκάρια τα καλά ανάπαψη δε ξέρουν. Μήτε φαγί, μήτε κρασί, μήτ’ ύπνο, μήτε σκόλη!…

Μποέμ

________

(*) τσελιγκάτο: παλαιάς μορφής κοινωνικο-οικονομική οργάνωση των τσοπάνων οι οποίοι ζούσαν νομαδικό ή ημινομαδικό βίο, μετακινούμενοι με τα κοπάδια τους, αναζητώντας βοσκοτόπια υπό την αρχηγία ενός τσέλιγκα.

(**) Δεν κατάφερα να βρω μετάφραση, προφανώς εννοεί αρνιά.

________

ΠΗΓΕΣ

https://eglima.wordpress.com/2010/01/09/davelis-1/

https://eglima.wordpress.com/2008/06/10/listes_2-2/

https://eglima.wordpress.com/2008/06/07/listes_1b/

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΛΗΣΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ( 1833-1933) (anistor.gr)

https://teteleste.wordpress.com/2011/09/25/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B1%CE%AF%CF%84%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BB%CE%B7%CF%83%CF%84%CE%B5%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1/

ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΝΟΟΤΡΟΠΙΕΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΗΣΤΡΙΚΟ ΛΑΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ (1900-1930) (ekt.gr)



Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2024

❞ 𝚶… 𝚬𝚽𝚶𝚷𝚲𝚰𝚺𝚻𝚮𝚺❞ 𝚻𝚶𝚼 𝚫𝚮𝚳𝚮𝚻𝚸𝚰𝚶𝚼 𝚾𝚨𝚻𝚭𝚶𝚷𝚶𝚼𝚲𝚶𝚼

 Χιουμοριστικό χρονογράφημα όπου ο Δημήτριος Χατζόπουλος ονειρεύεται – κυριολεκτικά και μεταφορικά – να γίνει… εφοπλιστής. Δεν θα πρέπει να μας φαίνεται παράξενη τέτοια επιθυμία, τότε, όπως και τώρα, οι εφοπλιστές ήταν ως επί το πλείστον πάμπλουτοι κροίσοι και η εμπορική ναυτιλία ήταν ένα θέμα πάντοτε επίκαιρο για τα ελληνικά χρονικά.

Οι Έλληνες πλοιοκτήτες, παρά το μονίμως δύσκολο οικονομικό περιβάλλον, διατήρησαν διαχρονικά θετική πορεία ώστε να φέρουν σιγά σιγά την ελληνική ναυτιλία στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης. Ο ελληνόκτητος στόλος το 2016 έλεγχε το 30,14% του παγκόσμιου στόλου δεξαμενοπλοίων, το 21,18% του παγκόσμιου στόλου φορτηγών πλοίων και το 16,61% του παγκόσμιου στόλου πλοίων μεταφοράς χημικών και παράγωγων προϊόντων πετρελαίου.

Παρόλο που η Ελλάδα περνά βαθιά οικονομική κρίση τα τελευταία χρόνια, οι Έλληνες εφοπλιστές βελτίωσαν ακόμα περισσότερο τη θέση τους στις διεθνείς αγορές, αφού κανείς άλλος δεν κάνει τόσες παραγγελίες σε ναυπηγεία όπως οι ναυτιλιακές εταιρείες της Ελλάδας. Οι Έλληνες πλοιοκτήτες όχι μόνο διατηρούν τη πρώτη θέση παγκοσμίως, αλλά διευρύνουν και την απόσταση που τους χωρίζει από την Ιαπωνία, τη Κίνα, τη Γερμανία και την Σιγκαπούρη, που ακολουθούν στις επόμενες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης. Βέβαια, η φορολόγηση στην οποία υπόκεινται οι Έλληνες εφοπλιστές είναι παραδοσιακά χαμηλή, ώστε η ίδια η Ελληνική οικονομία συνολικά να μην επωφελείται σε ανάλογο βαθμό με τα ιδιωτικά συμφέροντα που αναπτύσσονται. (βλέπε κείμενο Αφροδίτης Χρυσικού στις πηγές).

Τα πάντα ξεκίνησαν στις αρχές του 20ου αιώνα, μιά περίοδο που θεωρείται “χρυσή” για την Ελληνική ναυτιλία. Τότε έκαναν την εμφανισή τους διάφοροι Έλληνες εφοπλιστές, είτε με καταγωγή από παραδοσιακές εφοπλιστικές οικογένειες είτε ως αυτοδημιούργητοι, που από καραβοκύρηδες τρίτης επιλογής έγιναν σοβαροί εφοπλιστές, εκμοντέρνησαν έγκαιρα το στόλο τους αγοράζοντας ατμοκίνητα καράβια και πήραν στα χέρια τους μεγάλο μέρος του διεθνούς εμπορίου όταν υπήρξε ιδιαίτερη ανάγκη με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Όπως διαβάζουμε στην ιστοσελίδα Greek shipping miracle (Διαδικτυακό μουσείο που δημιουργήθηκε από διακεκριμένα μέλη της ελληνικής ναυτιλιακής οικογένειας) “… Η εκρηκτική άνοδος των ναύλων λόγω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου επέφερε τεράστια κέρδη στους εφοπλιστές. Ωστόσο η συνεπαγόμενη αύξηση του μεταφορικού κόστους επηρέασε υπέρμετρα τις τιμές των εισαγόμενων αγαθών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία για πρώτη φορά αρνητικού κλίματος για τους Έλληνες εφοπλιστές στην ίδια τους την πατρίδα. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην ωρίμανση της ιδέας για τη σύσταση οργάνου με σκοπό τη συλλογική αντιμετώπιση των ζητημάτων που αφορούσαν την ναυτιλία. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1916 ιδρύθηκε στον Πειραιά η “Ένωσις Ελλήνων Εφοπλιστών” με πρώτο πρόεδρο τον ανδριώτη Λεωνίδα Α. Εμπειρίκο. Παρά τη ζοφερή εικόνα οι Έλληνες εφοπλιστές είχαν αποκομίσει εξαιρετικά κέρδη από πωλήσεις, αποζημιώσεις (στη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου βυθίστηκαν 143 πλοία), αλλά και από την εκμετάλλευση των ατμοπλοίων στη διάρκεια του Πολέμου, ιδιαίτερα την περίοδο της ελληνικής ουδετερότητας κατά τα έτη 1915 και ιδίως 1916. …”.
Στην περίοδο αυτή η αλματώδης αύξηση των ναύλων, που επήλθε από τη μεγάλη ζήτηση πλοίων για μεταφορές κάρβουνου από την Αμερική στην Αγγλία και Γαλλία, όπως και για τη μεταφορά σιτηρών από την Αργεντινή στα λιμάνια της Ευρώπης και της Μεσογείου, επέφερε ασύλληπτα κέρδη.

Η πειραϊκή εφημερίδα «Σφαίρα» κάνοντας μια ανασκόπηση του 1915 έγραφε, χαρακτηριστικά, ότι «τα κέρδη της υπερωκεανίου ελληνικής ναυτιλίας κατά το λήξαν έτος υπήρξαν κολοσσιαία, υπολογιζομένα εις το διπλάσιον περίπου της αξίας των υπερωκεανίων σκαφών»!
Οι εφοπλιστές επωφελήθηκαν επίσης από την αύξηση των τιμών των προϊόντων που παράγονταν στην Ελλάδα, όπως οι σταφίδες, τα αμύγδαλα και το ελαιόλαδο καθώς οι συμμάχοι αναζητούσαν εναλλακτικές πηγές προμηθειών λόγω του πολέμου.
Οι υψηλοί ναύλοι στα ποντοπόρα πλοία συνεχίστηκαν και το 1916 και στο πρώτο εξάμηνο υπολογιζόταν ότι «τα κέρδη υπερωκεανίου εμπορικής ναυτιλίας εις τας διαφόρους γραμμάς μεταξύ Ελλάδος, Ευρώπης και Αμερικής ανέρχονται εις 104.417.000 γαλλικά φράγκα». (βλέπε άρθρο του Σταύρου Μαλαγκονιάρη στις πηγές).
Η ιστορία επαναλήφθηκε το 1935 με την εισβολή της Αιθιοπίας, το 1936 με τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, το 1939-45 με τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1956 με την κρίση στο Σουέζ, και με όλες τις επόμενες πολεμικές συγκρούσεις, φτάνοντας μέχρι σήμερα, με τον πόλεμο της Ουκρανίας.
Γ. Χ.

Από την διπλωματική εργασία της Αφροδίτης Χρυσικού “Ανάλυση ελληνικής και διεθνούς ναυτιλιακής πολιτικής υπό το πρίσμα της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας” Αθήνα 2017

Εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ” 12 Αυγούστου 1916

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

ΕΦΟΠΛΙΣΤΗΣ

Από προχθές ευρίσκομαι εις μίαν ψυχικήν κατάστασιν, διότι κατέφυγα εις τον Μικρόν και τον Μέγαν Ονειροκρίτην, ζητών μίαν λέξιν και δεν την ευρήκα. Είδα καθ’ύπνον ότι ήμουν εφοπλιστής και το όνειρον μου έκανε τόσον βαθείαν εντύπωσιν, ώστε μόλις εξύπνησα ηθέλησα επιμόνως να μάθω την σημασίαν του ονείρου μου. Αλλ’ οι ονειροκρίται τους οποίους εφυλλομέτρησα εις τα βιβλιοπωλεία δεν περιέχουν την λέξιν εφοπλιστής ή αλλην ανάλογον. Δεν υπήρχον τάχα εφοπλισταί όταν ο γέρων Περίδης, ο συμπατριώτης μου, συνέταξε τον ονειροκρίτην του;
Απελπισθείς από τους ονειροκρίτας, κατέφυγα εις διαφόρους γνωστούς και αγνώστους· παρετήρησα δε ότι οι περισσότεροι σήμερον δεν πιστεύουν και δεν δίδουν σημασίαν εις τα όνειρα.
- Ωχ, αδελφέ, όνειρα μας λες;Μορφωμένος άνθρωπος και δίδεις προσοχήν εις τα όνειρα;
- Μα δεν ήταν όνειρον σαν τάλλα· ήτο εξαιρετικόν όνειρον. Είδα ότι ήμουν εφοπλιστής· καταλαβαίνετε; Εφοπλιστής !!! Δεν μπορεί να είνε χωρίς σημασίαν ένα τοιούτον όνειρον.
Και όπως τον πτωχόν σκυτοτόμον του Λουκιανού, με αφύπνησεν η φωνή ενός πετεινού και εις μίαν στιγμήν εξηφάνησε μεγαλοπρεπή εφοπλιστικά γραφεία, πελώρια χρηματοκιβώτια, υπαλλήλων σμήνος και ατμόπλοια αγκυροβολούντα εις τον λιμένα του Πειραιώς, εκφορτόνοντα και φορτόνοντα, σφυρίζοντα και πληρούντα θορύβου τον αέρα. Αλλά δεν ωργίσθηκα κατά του πετεινού και δεν τον αναθεμάτισα διότι μου διέλυσε το χρυσούν όνειρον. Διότι και εις το
όνειρον ακόμη διετήρουν μίαν παράδοξον αμφιβολίαν, η οποία δεν μ΄αφήκε να παρασυρθώ εντελώς εις τον φανταστικόν πλούτον.
Τα εφοπλιστικά μου γραφεία ευρίσκοντο εις μέρος από το οποίον εφαίνετο ολόκληρος ο λιμήν του Πειραιώς. Εν μέσω δε των πολυαρίθμων υπαλλήλων, μεσιτών και άλλων προσώπων τα οποία με περιεστόιχουν, ευρησκόμην εις μίαν παραζάλην, η οποία δεν διέφερε πολύ από μέθην, Και ενώ οι περί εμέ μου ωμί
λουν δια τα πλοία μου, δια φορτώσεις και εκφορτώσεις, εγώ διεμαρτυρόμην:
- Μα βρε παιδιά, έλεγα, ποιά καράβια μου; Που τα βρήκα τα καράβια;
- Αυτά όλα που είναι αραγμένα στην Τρούμπα δεν είνε δικά σου;
- Μα εγώ, ένας μισθωτός δημοσιογράφος, που τα βρήκα τα καράβια;
- Δημοσιογράφος; επανελάμβανον οι περί εμέ και αλληλοπαετηρούντο με λαθραία μειδιάματα.
Εννόησα δε ότι μ’ εθεώρουν τρελλόν και εφοβούμουν ότι δεν είχαν άδικον. Μήπως είχα τρελλαθή από την αιφνιδίαν μεταβολήν της καταστάσεώς μου; Αλλά τέλος πάντων πως έγινεν αυτή η μεταβολή, χωρίς να ενθυμούμαι;
- Μα τι λέτε καλέ; μου έλεγεν εις εκ των υπαλλήλων μου. Σεις είσθε ο εφοπλιστής Στεργιανός.
- Στεργιανός!
- Βέβαια· λησμονείτε το όνομά σας ή θέλετε να αστειευθήτε.
- Μα δεν είμαι εγώ ο Κ. ;
-
Περίεργον πως σας πέρασε αυτή η ιδέα!
- Ώστε αυτά τα καράβια; . . .
- Είνε δικά σας.
- Βρε παιδιά, μήπως είμαι τρελλός; Δεν μπορώ να πιστεύσω ότι εγώ δεν είμαι εγώ.
- Μα πως δεν είσθε σείς; Είνε ο εφοπλιστής Στεργιανόπουλος.
- Και έχω εκατομμύρια;
- Πολλά.
- Περίεργον να μην αισθάνομαι καμμίαν μεταβολήν! Και συ δεν μου λες ποιός είσαι;
- Υπάλληλος σας.
- Αυτό το βλέπω. Αλλά το όνομά σου;
Μου είπε το όνομα ενός εκ των γνωστοτέρων εφοπλιστών.
- Ώστε είσαι συ ο Χ. Και είσαι υπάλληλός μου. Βρε παιδιά είσθε καλά ή εγώ δεν είμαι καλά;
- Μα κύριε! … είπεν ο εκατομμυριούχος υπάλληλός μου συμπλέκων εις ικεσίαν τα χέρια του.
- Καλά, καλά, σας πιστεύω. Είμαι ο εφοπλιστής … πως τον είπες;
- Στεργιανόπουλος.
- Στεργιανόπουλος. Είμαι ο Στεργιανόπουλος και έχω καράβια και εκατομμύρια.
- Πολλά, επανέλαβεν ο υπάλληλος μου. Δεν βλέπετε; Αυτήν την στιγμήν εισπλέει η “Ελενίτσα”.
- Η Ελενίτσα!
- Το καινούργιο σας πλοίο ντε, που το αγοράσατε 400 χιλ. Λίρες. Κυττάχτε το με τι μεγαλοπρέπεια μπαίνει!
- Μα δεν μου λες; Τι ιδέα μου ήλθε να το ονομάσω “Ελενίτσα”;
- Εγώ να σας το πω; είπε μειδιών ο υπάλληλος. Εσείς το ξέρετε. Κάποιο τρυφερό αίσθημα ίσως…
- Μα
για Ελενίτσα είνε πολύ μεγάλη, Χριστιανέ μου. Αυτό γέμισε το λιμάνι. Μα τι κάνει αυτός ο πλοίαρχος; ανεφώνησα. Έξω πάει να το ρίξη;
Αλλ’ η Ελενίτσα, αντι να εξοκείλη, ήλθε κ’εδιπλάρωσεν υπό τα παράθυρα των γραφείων μου. Αλλ’εγώ είχα μίαν ανησυχίαν, η οποία δεν μ’άφηνε ν’απολαύσω το μεγαλοπρεπές θέαμα.
- Καιρός να πάω πάνω, στην Αθήνα, είπα προς τον υπάλληλον.
- Να κάμετε τι;
- Να γράψω το χρονογράφημά μου.
Ο υπάλληλος έκαμε κίνημα απελπισίας.
- Μα κύριε! … γιατί επιμένετε να νομίζετε ότι είσθε δημοσιογράφος;
-
Δεν σου φαίνεται περίεργον; … Κι΄εμένα. Δεν μπορώ να συνηθίσω εις την ιδέαν…
- Μα δεν είνε ιδέα. Είνε πραγματικότης.
- Μήπως τυχόν είσαι ο ταμίας μου;
- Έχω την τιμήν.
- Λοιπόν σε διατάσσω να μου φέρης ένα εκατομμύριον. Έχω ανάγκην να κάμω ολίγα λουτρά εις το Λουτράκι.
Αλλά επάνω εις αυτά έκραξε ο πετεινός από την γειτονικήν μάνδραν και μ’ επανέφερεν εις τον εαυτόν μου.

ΔΙΑΒΑΤΗΣ

___________

Πηγές

Αφροδίτη Χρυσικού “Ανάλυση ελληνικής και διεθνούς ναυτιλιακής πολιτικής υπό το πρίσμα της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας” Διπλωματική εργασία
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΡΙΣΤΕΙΑΣ JEAN MONNET
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 2017

https://jmce.gr/portal/wp-content/uploads/2017/04/Chrisikou-Analysi-ellinikis-kai-diethous-nayt.-politikis-1.pdf


Μικρό αφιέρωμα για την λεηλασία του ΝΑΤ …”
23 Αυγούστου 2023 by Stefenson
https://stefenson.gr/2023/08/ena-mikro-afieroma-sto-naftiko-apomachiko-tameio-diachroniki-i-leilasia-apo-to-kefalaio-kai-tis-kyverniseis-tou/


Μυλωνόπουλος Δημήτριος, “Ναυτιλία”, Εκδόσεις Σταμούλη Α.Ε, Αθήνα, 2004


Σταύρος Μαλαγκονιάρης Η πολεμική αρετή των Ελλήνων... εφοπλιστών”
Απόψεις ΕΦΣΥΝ 18.04 22
https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/340440_i-polemiki-areti-ton-ellinon-efopliston


Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: Οι δύο μεγάλες μάχες του 1918” από το Huffington Post .
https://www.huffingtonpost.gr/entry/oi-deo-meyales-maches-toe-ellenikoe-stratoe-kata-ton-proto-paykosmio-polemo_gr_5be57206e4b0e8438896b894


Greek shipping miracle
https://greekshippingmiracle.org/istoria/%CE%BD%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BB%CE%AF%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%80%CF%8C%CE%BB%CE%B5%CE%BC%CE%BF%CE%B9-1912-1918/