Τρίτη 13 Ιουλίου 2021

ΤΟ ΧΕΡΑΚΙ ΤΗΣ ΔΗΜΑΡΧΟΠΟΥΛΑΣ – ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Ηθογραφικό διήγημα του είδους “φουστανέλα και τσαρούχι”, που ήταν πολύ της μόδας στις δεκαετίες 1880 / 1890. Δημοσιεύτηκε στην “Ποικίλη Στοά” του 1894, ένα είδος ετήσιου φιλολογικού ημερολογίου, μιά σοβαρή και προσεγμένη έκδοση που εξέδιδε στην Αθήνα ο Ιωάννης Αρσένης από το 1881 έως το 1914. Το διήγημα συμπεριλήφθηκε και στο πρώτο βιβλίο του Δημ. Χατζόπουλου με τίτλο “Αγριολούλουδα” που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά.
Κρίνοντας από το θέμα, η ιστορία θα μπορούσε να θεωρηθεί προπομπός της σειράς των “Λησμονημένων Στρατιωτικών” που ο Χατζόπουλος άρχισε να δημοσιεύει το 1896 στην εφημερίδα “Σκριπ”, με τη διαφορά ότι είναι γραμμένη στη δημοτική και οι -λιγοστοί - διάλογοι δεν είναι στα ρουμελιώτικα.
Λίγα χρόνια αργότερα ο Χατζόπουλος απέρριψε εντελώς αυτού του είδους την αφήγηση, ιδιαίτερα στη νιτσεϊκή του φάση  - που λίγο-πολύ αντιστοιχεί με την περίοδο της έκδοσης του περιοδικού  “Διόνυσος” το 1901-02 – επέκρινε οξύτατα τα ηθογραφήματα του Καρκαβίτσα, του Εφταλιώτη,  του Παλαμά και του Δροσίνη. ( * )  Η διαμάχη με τον Παλαμά είχε βέβαια και άλλες αιτίες, στο θέμα αυτό θα επανέλθουμε εκτενέστερα σε προσεχή ανάρτηση.
Γ.Χ.

Φιλολογικό ημερολόγιο “Ποικίλη Στοά” του 1894

ΤΟ ΧΕΡΑΚΙ ΤΗΣ ΔΗΜΑΡΧΟΠΟΥΛΑΣ

   - ΑΠΟ ΦΙΛΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ -

  Είμαστε  απάνω στον καφέ. Ο κυρ δήμαρχος είχε ξεχωστή τη φουστανέλα του, ξεκούμπωσε το γελέκο του, και ξαπλώθηκε γελαστός σε μιά πολτρόνα κάμνοντας ραχάτι. Εκεί απάνω μπαίνει ένας χωροφύλακας.
 - Κυρ δήμαρχε, τουφέκι στ’αμπέλια!... βαρέθηκαν για το νερό.
  Ο κυρ δήμαρχος ανατινάχτηκε, φύσησε τα μάγουλά του, και σέρνοντας τη φουστανέλα του, το φέσι του και τα τσαρούχια του άρχισε να κατεβαίνη τη σκάλα. Θέλησα να πάγω μαζή του και με μπόδισε.
 - Κάθησαι, αυτού που κάθεσαι, λεβέντη μου, δεν είσαι για κακονύχτιες. Αυτό που ήθελα κι’ εγώ. Είχα φάγη και καλά μάλιστα, είχα πιή κι’ όχι λίγο. Είχα λησμονήση και το σπαθί μου, και το καπέλο μου και το στέμμα μου. Μόνο ο καθρέφτης αντικρύ μόδειχνε τη στολή μου με τ’ αστεράκι του ανθυπολοχαγού. Όταν έφυγεν ο κυρ δήμαρχος άρχισε να φεύγη και η ησυχία μου. Η δημαρχοπούλα, όπως σου έλεγα και παραπάνω, δε ξέρω τι βρίσκει να με κοιτάζη πάντα στα μάτια, ένα κοριτσάκι δεκαπέντε χρόνων, ένα μαϊμουδάκι, μπεμπέ, παχουλό με γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά. Και με την ίδια ευχαρίστηση άρχισε πάλι να καρφώνη τα ματάκια του το πιτσουνάκι στα δικά μου. Ανατινάχτηκα και μαζή μου και το τραπέζι με τα απομεινάρια του γλυκού και των φρούτων. Η δημαρχοπούλα χαμογέλασε και είπε με μια φωνή που όταν την ακούς, θαρρείς, πως κάτι τι άλλο είναι αυτό το τριαντάφυλλο παρά κόρη ενός κυρ δημάρχου:
 - Θα πάρετε, καφέ, κύριε Μιλτιάδη;
 - Ευχαριστώ, δεσποινίς.
  Με κοίταξε κάπως θυμωμένα. Έτσι πάντα με κοιτάζει εδώ κι΄ένα μήνα τώρα από τον καιρό που είχα την ευτυχία να με πετάξη ’ς αυτό το χωριό η νέα κυβέρνησις,  και να γνωριστώ με τον κυρ δήμαρχον και την κόρην του. Έτσι πάντα με κοιτάζει με τα ματάκια της, που αγριεύουν τόσο, όσο η θάλασσα στο φύσημα του μπάτη, όταν θελήσω να την κομπλιμεντάρω. Και χωρίς να μου μιλήση γυρίζει προς τη Βασίλω:
 - Βάσω, να σηκώσης το τραπέζι, και να μας φέρης τον καφέ στο μπαλκόνι.
  Η Βασίλω, και χαϊδευτικά η Βάσω είναι περίεργο ζώο. Ένας κορμός ολοστρόγγυλος με δυό χέρια ολοστρόγγυλα, με δυό ποδάρια ολοστόγγυλα, με δυό μάτια ολοστρόγγυλα, μ’ ένα κεφάλι ολοστρόγγυλο, με μια μούρη ολοστρόγγυλη, με ένα στόμα ολοστρόγγυλο, απάνω κάτω οδοστρωτήρ, που όπου πατήση το πόδι της όλο το αρχοντόσπιτο του κυρ δημάρχου αρχίζει να χορεύη νευρικά.
  Μας έφερε δύο καρέκλες το μπαλκόνι και καθήσαμε. Το μπαλκόνι μαρμαρένιο, αψηλό πολύ με την πλατεία του χωριού κάτω και με  μια ακακία που ανεβαίνει  από μέρα σε μέρα προς τ’απάνω πράσινη και φουντωτή σαν ομπρέλλα, με τα σιδερένια του κάγγελα, είναι πολύ όμορφο πράμμα. Αν σου πω πως μ’ αυτό το μπαλκόνι ειμ’ ερωτεμμένος, θα με πάρης για κάνα γεροντάκι που τ’ αρέσει να ξαπλώνεται σε μια κώχη με τους ρευματισμούς στα πόδια και το βιβλίο στο χέρι. Απ’ εκεί ρίχνω τη ματιά μου κάτω στη πλατεία, την σηκόνω  ύστερα προς το βράχο του βουνού, και την αφήνω να τρέξη στην ελεύθερη θάλασσα. Να κι’ απόψε η ίδια χαρωπή, ήσυχη, γλυκειά όψη του. Η πλατεία με τα δενδράκια της, και το καφενεδάκι της που πίνουν τον καφέ τους και κόβονται για τα πολιτικά οι νέοι του χωριού μαζή με τους γέρους. Η κυβέρνησις στέκει καλά· όχι η κυβέρνησις θα πέση και έτσι πάει λέγοντας· παραπέρα η παρέα που ξεφαντόνει κάθε βράδυ, και ψάλλει για την κόρη της χήρας του χωριού με τόσο πάθος:

    σαν τι το θέλει η μάννα σου τη νύχτα το λυχνάρι … ώ!... ωχ!...

  Και πιο παρέκει ένας ύπνος και σιγαλιά μεγάλη σ’ όλα τα σπιτάκια που ξετυλίγονται κλιμακωτά στην αράδα. Και απόμακρα η θάλασσα η πάντα αφρισμένη με τα κατάρτια των καϊκιών της, που τόσο φαντάζουν μέσα στη νύχτα. Αποπάνω το βουνό ήσυχο με τα δεντράκια του κρεμασμένα, λες, το εν’ απάνω στ’ άλλο. Σιγαλιά μαγεμμένη. Αν θυμάσαι, την μεγάλη εκείνη λαγγαδιά της Πεντέλης που βαρούσαμε τα ορτύκια πέρυσι· μοιάζει πολύ αυτή η αγκωνή της γης. Τόπος που δεν σου ανοίγει μεγάλο ορίζοντα για να σου αναφτερόνη την καρδιά και να σου συνεπαίρνη τη σκέψη. Τόπος μικρός, γελαστός που σε σέρνει μαζή του και σου λέει κάθησαι εδώ αιώνια, μη ζητήσης τίποτες από τη ζωή πέρα από την ερημιά μου.
  Η Βάσω έφερε τον καφέ· έβαλε μια καρέκλα ανάμεσά μας, απίθωσε το δίσκο, κι’ έφυγε.
 - Κύριε Μιλτιάδη, θα σας σερβίρω μόνη μου, είπε η δημαρχοπούλα, και σηκώθηκε.
  Ειχ’ ανάψη ένα σιγάρο και κοίταζα τη θάλασσα σαν κουτός. Κι’ άξαφνα είδα το παχουλό της χέρι εμπρός στα μάτια μου. Ηλεκτρισμό να είχε δε θα ξαφνιαζόμουνα τόσο. Τι όμορφο χεράκι. Ποτές μου δεν είδα τόσο όμορφο χεράκι· παχουλό, μικρουλάκι σαν κουκλάκι, μαλακό και διάφανο σαν κρύσταλλο, μικρό, μικρό και παχουλό – όσο άφηνε να φαίνεται η ταντέλλα του μανικιού της. Το μαργιόλικο το κορίτσι· είδε τη φωτιά πόβγαλαν τα μάτια μου, χαμογέλασε και τ’ άφησε το χεράκι της ακόμα μπροστά στα μάτια μου. Εγώ που δε κυρίεψα κανένα φρούριο τούρκικο ακόμα, αλλ’ έχω κάμη αρκετές παλληκαριές, σάστισα !. Ένα χεράκι κοριτσιού δεκαπέντε χρονών, ένα χεράκι ενός μπεμπέ μ’έκανε απάνω κάτω. Στάθηκα αρκετά σαν κουτός, ασάλευτος, και ύστερα έπιασα το χεράκι της δημαρχοπούλας· ανατρίχιασα όλος κι’ ένιωσα το αίμα της να βράζη μέσα στις γαλάζιες φλεβίτσες της· πως έλαμπαν τα μάτια της από ηδονή και τι φωτιές μ’ άναβαν. Και συλλογιζόμουνα πως ήρθε έτσι άξαφνα αυτή η φωτιά. Και άρχισα να το χαϊδεύω αυτό το χεράκι το παχουλό και τ’απαλό σαν μετάξι. Κ’ εκεί που το χάϊδευα το σέρνω κοντά μου και σκύβω και το δίνω ένα φιλί γλήγωρο, γλήγωρο. Αναταράχθηκα και κοίταξα τρομασμένα τη δημαρχοπούλα. Το μαργιόλικο κορίτσι έστεκε ατάραχο. Και είπε αγάλι’ αγάλια που μόλις τ’ άκουσα:
- Μια φορά, μονάχα !. Ξαναφίλησέ το … ξανά …
  Κι έτσι χθές το βράδυ όσο να γυρίση ο κυρ δήμαρχος από τ’ αμπέλια που βαρεθήκαν καμιά ντουζίνα για το νερό, βάρεσα κι’ εγώ στο μπαλκόνι του κυρ δημάρχου για το καλό στο χεράκι της δημαρχοπούλας διπλές και διπλές ντουζίνες φιλιά. Απ’ αυτές σου στέλνω και σένα μια ντουζίνα εγώ ο τρομερός ανθυπολοχαγός και φίλος σου.

Σεπτέμβριος 1893           Αχιλλεύς Σπαθάτος

                                ΜΗΤΣΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

___________

( * )  « […]  Δεν υπάρχει δε φουστανελλοφόρον έργον του κ. Δροσίνη, του κ. Καρκαβίτσα, του κ. Παλαμά, του κ. Βλαχογιάννη, του κ. Εφταλώτη που να μην έχει μεταφρασθή εις τα λαϊκώτερα ξένα περιοδικά, τα θηρεύοντα λαογραφικά περίεργα και εθνολογικά αναγνώσματα υπό τύπον διηγημάτων. Καταντά να έχωμεν ημείς οι Έλληνες συγγραφείς, χάρις εις διαφόρους μετριότητας που γνωρίζουν την γλώσσαν μας, το μονοπώλιον της φιλολογίας των ληστών και των αγροτικών εθίμων. Καταντά η μικρά Ελλάς να παρίσταται ως κάποιο ταπεινόν φιλολογικός ανθρωπάριον, το οποίον δεν γνωρίζει τίποτε άλλο από τον ψελλισμόν ολίγων ηθογραφικών μονοτόνων εικόνων».
Μποέμ, «Ημείς και μερικοί ξένοι», «Διόνυσος», τεύχος 2, σελ. 83-84.

 

 

Τρίτη 6 Ιουλίου 2021

ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΑΣ ΖΗΤΗΜΑ – ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

 Το 1907 κυκλοφόρησε το βιβλίο “Το Κοινωνικόν μας ζήτημα” του Γεωργίου Σκληρού, ένα από τα πρώτα “σοβαρά” κείμενα που, με συγκροτημένο τρόπο, συνόψιζε για το ελληνικό κοινό την κλασσική μαρξιστική θεωρία όπως είχε επεξεργαστεί από τους γερμανούς θεωρητικούς του SPD και ανέλυε την ιστορία και την κατάσταση στην Ελλάδα από μαρξιστική μεριά. Στο βιβλίο διαπιστωνόταν πως η Ελλάδα ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που δεν είχε λύσει το κοινωνικό της ζήτημα και ότι ο μόνος τρόπος για να υπάρξει κοινωνική πρόοδος ήταν μέσα από την πάλη των τάξεων. Ανάμεσα στ’άλλα στο βιβλίο ο Σκληρός απευθυνόταν στους δημοτικιστές και ζητούσε να στρέψουν το γλωσσικό τους κήρυγμα στις λαϊκές μάζες ώστε να γίνουν πρωτοπόροι του ταξικού αγώνα που θα έδινε νέα πνοή σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.

Ήταν ακόμη νωπές οι μνήμες των διενέξεων που είχαν δημιουργηθεί στο δημοτικιστικό στρατόπεδο μερικά χρόνια πριν, διαφορές που οξύνθηκαν με την έκδοση από τον Κ. Χατζόπουλο του περιοδικού «Η Τέχνη» το 1898 και αργότερα του περιοδικού «Διόνυσος» από τον Δ.Χατζόπουλο και τον Γ. Καμπύση το 1900, όπου βέβαια συνεργάστηκε και ο Κ. Χατζόπουλος. Στο εντωμεταξύ όμως ορισμένα πράγματα είχαν αλλάξει: το 1900 ο Κώστας Χατζόπουλος ταξίδεψε στην Γερμανία όπου έμεινε για ένα χρόνο, και αργότερα εγκαταστάθηκε εκεί από το 1905 έως το 1914.
Στη Γερμανία ο Κωσταντίνος ήρθε σε επαφή με μία άλλη κοινωνική πραγματικότητα, που τον επηρέασε βαθιά. Από ένθερμος οπαδός του συμβολισμού και του αισθητισμού άρχισε να προσεγγίζει τον ρεαλισμό και την κοινωνική θεματολογία. Εγκατέλειψε τις ελιτίστικες-νιτσεϊκές ιδέες, διάβασε τα έργα των δύο ιερών τεράτων της μαρξιστικής σκέψης, του Γκεόργκι Πλεχάνοφ και του Καρλ Κάουτσκυ, άρχισε να συχνάζει «αριστερά» στέκια, γνώρισε τη συνδικαλιστική δράση, παρακολούθησε τη ζωή του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Το 1906 γνώρισε τον Γ. Σκληρό και τον Αλ. Δελμούζο που ήταν τότε στη Γερμανία και μυήθηκε στον επιστημονικό σοσιαλισμό.  Η γενικότερη θεωρητική του κατάρτιση και η επίπονη και σε βάθος μελέτη του επέτρεψαν να γίνει γνώστης της μαρξιστικής σκέψης και φιλοσοφίας σε μικρό σχετικά χρονικό διάστημα. Βέβαια, διαβάζοντας με προσοχή το σημερινό κείμενο βλέπουμε ότι ορισμένες «έμμονες ιδέες» του παρελθόντος του είχαν μείνει και μετά την μεταστροφή του στο μαρξισμό. Την ανθρωπότητα δεν θα τη έσωζαν πλέον οι λίγοι, οι δυνατοί, οι εκλεκτοί, αλλά θα την απελευθέρωνε από τα δεσμά της η ηγεσία των σκλάβων, του όχλου, του προλεταριάτου, ένα νιτσεϊκό σχήμα ανεστραμμένο.
Τον Αύγουστο του 1907 ο Α. Ντέλος (Αλέξανδρος Δελμούζιος) παρουσιάσε στο περιοδικό «Ο Νουμάς» το βιβλίο του Σκληρού, προσκαλώντας τους δημοτικιστές να πάρουν θέση. Πρώτος απάντησε ο Στέφανος Ραμάς (Μάρκος Τσιριμώκος), μετά ο Μ. Ζαβιτζιάνος  και στο τεύχος της 28/10/1907 ο Πέτρος Βασιλικός (Κώστας Χατζόπουλος). Αργότερα πήραν μέρος στη συζήτηση ο Ιδας (Ίων Δραγούμης), ο Γ. Σκληρός, ο Π. Βλαστός, ο Ν. Γιαννιός, ο Φώτης Πολίτης, κ.α. Δημιουργήθηκαν βασικά δύο στρατόπεδα, των σοσιαλιστών και των εθνικιστών, η διένεξη, σε πολιτισμένο πάντα επίπεδο, συνεχίστηκε για δύο χρόνια κι έληξε με τις εξελίξεις του κινήματος στου Γουδή.
Το κείμενο που παραθέτουμε σήμερα είναι η πρώτη δημόσια μαρτυρία της προσχώρησης του Κώστα Χατζόπουλου στο σοσιαλισμό, γι΄αυτό και το θεωρούμε σημαντικό. Η ανάλυση του Χατζόπουλου αντικατοπτρίζει τη συνολικότερη στάση απέναντι στην κοινωνική αλλαγή που ακολουθούσε τότε η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, η οποία εξαιτίας των ιδιαίτερων συνθηκών της ανάπτυξής της είχε προσανατολιστεί οριστικά στη νόμιμη δράση μετατοπίζοντας σε ένα αόριστο μέλλον την επαναστατική ανατροπή. Άξια προσοχής η τρίτη σημείωση όπου ο Χ. υπενθυμίζει ότι … « όταν λέω επανάσταση, δεν εννοώ να πάρη ο λαός τα όπλα στα χέρια. Μεταχειρίζομαι τη λέξη στη νεώτερη κοινωνική της σημασία».  
                                                                                                                                    Γ. Χ.

Στη φωτογραφία ο Κώστας Χατζόπουλος στο γραφείο του, έργο της συζύγου του Sanny Häggman, από το αρχείο μου. 

Ο ΝΟΥΜΑΣ 28 Οκτωβρίου 1907

ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΑΣ ΖΗΤΗΜΑ

  Είναι νόμοι κοινοί σε όλα τα επαναστατικά κινήματα, που σηκώνονται κατά σάπιων καθεστώτων και προσβάλλουν αποκτημένα συμφέροντα, να παραπονούνται από τους αντίθετους, να διαστρέφονται, και να συκοφαντούται. Παράδειγμα το γλωσσικό μας ζήτημα. Το πολύ ή λίγο κοινό, που είχε πάρει μια φορά είδηση από το περιοδικό «Τέχνη», ενόμιζε με τα σωστά πως ο πραγματικός τίτλος του είταν το «Μαστοροσύνη», καθώς βαφτίστηκε χλευαστικά από τον καθημερινό τύπο. Και υπάρχουν ακόμα άνθρωποι, σοβαροί και σεβαστοί κατά τ’άλλα, που πιστεύουν πως στη μετάφραση της Ιλιάδας του Πάλλη βρίσκονται πράγματι οι εκφράσεις οι παραστημένες από κακόβουλους πολέμιους της δημοτικής γλώσσας. Παρόμοιο θύμα έπεσε, μου φαίνεται, κι΄ο φίλος μου Στέφανος Ραμάς στο άρθρο του, που δημοσίευσε σ΄αυτές τις στήλες για το βιβλίο του Σκληρού «Το κοινωνικό μας ζήτημα». Δεν είναι το πρώτο ούτε το μόνο θύμα. Όποιος θελήση ν’ αντιληφθή το πνεύμα του σοσιαλιστικού κινήματος και να γνωρίση την αληθινή, ηθική και πρακτική βάση του από τον αστικό ευρωπαϊκό τύπο, ή από κοινωνιολόγους της ίδιας τάξης, θα το υποπτευθή, θα το φοβηθή, θα το αποτροπιασθή φυσικά χάρις στην αντίθετη όψη, στην παραμόρφωση που του δίνουν στενές οπισθοδρομικές αντιλήψεις και προπαντός αντίθετα συμφέροντα.
  Μια από τις αντιρρήσεις, που φέρει του Σκληρού ο επικριτής του, είναι η αμφιβολία του – δανεισμένη από τα βιβλία ως ομολογεί – αν εξέλιξη και πρόοδο είναι το ίδιο πράγμα,  όπως τη εννοεί ο Σκληρός. Παραξενεύομαι αληθινά πως μπορεί δημοτικιστής να εκφράση παρόμοια αμφιβολία. Ας μου επιτρέψει μια ερώτηση: Που στηρίζομε εμείς οι δημοτικισταί τη γλωσσική μας επανάσταση; Όχι αλλού, θαρρώ, από το νόμο της εξέλιξης. Τι μας κατηγορούν οι αντίθετοι; Πως καταστρέφουμε τον εκπολιτισμένο προγονικό θησαυρό μας, τη γλώσσα του Αισχύλου και του Πλάτωνος. Όσο είναι βάσιμη η κατηγορία αυτή των πολέμιών μας, άλλο τόσο βάσιμες είναι και οι γνώμες, που φέρνει ως επιχείρημα ο φίλος μου, πως δήθεν «η πάλη των τάξεων οδηγεί στο χαμό του τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.» Και τον ρωτώ πάλι
:  Φαντάζεται πως μπορεί να μπη φραγμός κανένας στην επικράτηση της ζωντανής μας γλώσσας, πως τα αντίθετα συμφέροντα των λίγων καθαρευουσιάνων κι ο αταβιστικός φανατισμός των πολλών υπνωτισμένων απ’ αυτούς, θα μπορέσουν να νικήσουν το φυσικό νόμο της εξέλιξης της γλώσσας; Έτσι και με την κοινωνική επανάσταση του καιρού μας. Νόμος φυσικός· οι κοινωνικές μορφές είναι υποκείμενες σε αδιάκοπη μεταβολή. Το φεουδαλικό καθεστώς άλλαξε κατ’ ανάγκη σε αστικό. Από τον ίδιο αμετάτρεπτο φυσικό νόμο, τούτο τείνει πάλι ν’ αλλάξη σε νέα μορφή. Ποια θα είναι αυτή, δεν το ξέρομε· αφότου ο σοσιαλισμός, από ουτοπικός που ήταν πριν του Μαρξ, έγινε πλέον καθαρά πρακτικός, κανένας σοβαρός μαχητής του δε σκοτίζεται για τη μέλλουσα κοινωνική όψη. Για την ανατροπή, για την αλλαγή πολεμά, αφίνοντας στην εξέλιξη να ορίση τη μορφή της. Έτσι εξέλιξη και πρόοδος καταντάν ένα και το αυτό. Όπως και με τη γλώσσα έτσι και με το κοινωνικό καθεστώς. Κάθε εποχή έχει ή πολεμά να λάβη τη γλωσσική και κοινωνική μορφή που της χρειάζεται. Από την αναπόδραστη φυσική ανάγκη της αλλαγής  πηγάζει η πάλι, το όργανο, με το οποίο γίνεται η εξέλιξη. Το αντίθετό της ταυτόσημο με τη στασιμότητα· μούχλα, βαρβαρότητα, κινεζισμός, πάτριοι και καθαρεύουσα. Απορώ πράγματι πως ο επαναστάτης στο ένα ζήτημα, το γλωσσικό, μεταμορφώνεται άξαφνα στο άλλο, δίχως να φαντάζεται, σε οπισθοδρομικό και ζητά να βάλη φραγμό σ’ ένα νόμο της ζωής, από το δισταγμό μήπως αυτός τραβά στην καταστροφή.

      * * *

  Ο Ραμάς, μη θέλοντας να επεκτείνη και στην κοινωνία την ισχύ του νόμου στον οποίο στηρίζεται ως γλωσσικός επαναστάτης, χάνει την επιστημονική βάση, που θέλει να στέκη πάντα, και κατηγορεί το βιβλίο του Σκληρού πως δεν έχει τοπικό χαρακτήρα. Αν και μπορώ να το βεβαιώσω πως δεν είναι βάσιμες οι πληροφορίες του, πως ο συγγραφεύς του «Κοινωνικού μας ζητήματος» δεν πάτησε ποτέ το πόδι του στην Ελλάδα, εν τούτοις, και αληθινό αν ήταν αυτό, είναι τόσο άσχετο με την επιστημονική έρευνα του κοινωνικού ζητήματος, όσο και το ότι ο Ψυχάρης δε ζη στην Ελλάδα και δεν ξέρει δήθεν τη γλώσσα, όπως του λεν οι αντίθετοι, με την ίδια έποψη του γλωσσικού.
  Για έναν παρατηρητή και κριτή, που έχει βάση τη μαρξιστική υλιστική αντίληψη της ιστορίας, η χώρα μας δεν αποτελεί γωνία γης αποκομμένη από τον άλλο κόσμο και υπαγόμενη σε ιδιαίτερους νόμους κοινωνικής εξέλιξης. Τους λόγους, που αυτή μένει πίσω από άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες, μας τους έδωσε ο Σκληρός στο βιβλίο του με σαφήνεια και μέθοδο που δεν ξέφυγαν την εκτίμηση του Ραμά. Για το Σκληρό, ως και για κάθε μαρξιστή, το έθνος μας, σα νεώτερο αστικό κράτος, υπόκειται αναγκαία στο νόμο της εξέλιξης, που τραβούν όλες οι νεώτερες αστικές κοινωνίες. Όσο η ελληνική κοινωνία αναπτύσσεται κάτω από συνθήκες ανάλογες με τις όμοιες της ευρωπαϊκές, όσο τα παραγωγικά της μέσα τείνουν να εξομοιωθούν με τα ίδια μέσα των πολιτισμένων κρατών, με τα οποία έρχεται ολοένα σε στενότερη επικοινωνία, είναι νόμοι φυσικοί να τραβήξη κι αυτή παρόμοιο δρόμο εξέλιξης, όσο μάλιστα οι κληματολογικές, γεωγραφικές και γεωλογικές συνθήκες της δεν είνε τέτιες, ώστε νάποκλείσουν   την εφαρμογή του ίδιου νόμου και σ΄αυτή. Αυτή είναι η μαρξιστική θεωρία, η ανυπέρβλητη ως την ώρα πολιτικοοικονομική αλήθεια, εξορισμένη βέβαια από τα πανεπιστήμια ( * ), όπως κ΄η ζωντανή γλώσσα από το δικό μας, όμως κυρούμενη από τη ζωή την ίδια, από τη μεταμόρφωση που συντελείται μπρος στα μάτια μας στον κόσμο. Όταν ο Μαρξ εδημοσίευσε, προ 40 χρόνων, τον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» του, η Γερμανία βρισκόταν ακόμη στο γεωργικό της στάδιο κ’ η βιομηχανία της Αμερικής είταν στα πρώτα βήματά της. Τώρα η πρώτη συναγωνίζεται και η τελευταία επροσπέρασε την Αγγλία, όπου ο μεγάλος επαναστάτης της πολιτικής οικονομίας εσπούδασε τη δύναμη του κεφαλαίου και αποκάλυψε τους νόμους του. Σύμφωνα μ’ αυτούς νέα Αγγλία ανασταίνεται στις μέρες μας στη μακρυνή Ανατολή, το παλιό κοινωνικό καθεστώς ανατρέπεται στη Ρωσία, η βιομηχανία απλώνεται κι ανθεί απ΄άκρη σ΄άκρη στους γιαλούς του Δούναβη και ξαναγυρνώντας στην Ιταλία την ξανανιώνει. Η Αίγυπτος, το Αλγέρι, το Κόγκο, η Νοτ. Αφρική προσκυνάν το «Κεφάλαιο», το Μαρόκο διαφεντεύεται απ΄ αυτό μ΄αίμα και σίδερο, κ’ η Περσία του κάκου πολεμά να του αντισταθή.  Ο νόμος του βασιλεύει στον Καναδά και στο Μεξικό και φοβερίζει να βάλη χέρι και στο οικονομικό έρπιο της Κίνας. Σέρνει τους πολωνούς αγρότες στη σιδηροβιομηχανία της Βεστφαλίας, τους Σλοβάκους στ΄ανθρακορυχεία της Πενσυλβανίας, τους κούλι της Κίνας στα χρυσωρυχεία της Νότιας Αφρικής, ξυπνά σε ζωή καινούργια ένα σωρό έθνη και πλήθη εργαζόμενα και υποφέροντα τα κάνει ν΄ανανοούνται, να ρίχνωνται μοιραία κι ακράτητα στον αγώνα των τάξεων που συνταράζει τον πολιτισμένο κόσμο.
  Κατ΄αυτά λοιπόν, ένας επιστημονικός παρατηρητής μπορεί και από τα πρώτα συμπτώματα  μιάς καπιταλιστικής επίδρασης σ’ έναν τόπο, προοδευμένο κοινωνικώς λιγότερο ακόμα κι από την Ελλάδα, να προβλέψη πως αργά ή γρήγορα η πάλη των τάξεων θα ξεσπάση σ΄αυτόν, ως αναγκαία συνέπεια της πίεσης που εξασκεί το κεφάλαιο στην εργαζόμενη τάξη, στην κυρίως δηλ. παραγωγική δύναμη.
  Σ΄αυτά απάνω στηριζόμενος κι ο Σκληρός έρχεται και μας λέει: Άλλος τρόπος να κινηθούν τα στεκούμενα νερά της ρωμιοσύνης δεν υπάρχει από το ξύπνημα της εργαζόμενης τάξης. Έτσι μόνο το ελληνικό έθνος μπορεί ν΄αναλάβη τον αληθινό αγώνα της ζωής, μπορεί να μπη στο δρόμο του εκπολιτισμού και να συμβαδίση με τα προοδευμένα κράτη της Ευρώπης. Ο Σκληρός φαντάζεται τον πολιτισμό όχι σαν κάτι πάγιο, αμετάλλαχτο, στάσιμο. Καθένας που γνώρισε, εννοώ που είδε κάτω από τα φαινόμενα, μια προαγμένη ευρωπαϊκή κοινωνία, είναι πεισμένος πιά πως η ευημερία κ η πρόοδος των εθνών δεν προέρχεται από την καλή θέληση μιάς άρχουσας τάξης, αλλ΄απ΄το φώτισμα του πλήθους του λαού, απ΄ τη προσπάθεια του να μην αφίνεται να το διοική αυτή η τάξη σύμφωνα με τα συμφέροντά της μόνο, αλλά με τον όγκο, με την αξαίνουσα ολοένα δύναμη του να της επιβάλη την αναγνώριση των δικαιωμάτων, που έχει κι αυτός στη ζωή και στην απόλαυσή της, ως εργαζόμενη τάξη, ως κύριο παραγωγικό στοιχείο.
  Απάνω εδώ γελιέται ο φίλος Ραμάς. Ενώ απ’ τόνα μέρος βλέπει πως η Γερμανία το μεγαλείο της το χρωστά στη βιομηχανία της και δε φαντάζεται, όπως άλλοι, πως μόνο η καλή θέληση του Κάϊζερ είν’ αφορμή του, απ’ τάλλο τ ο λ μ ά να πη τη γνώμη πως ο Κάϊζερ και η κυνέρνησή του θα φρόντιζαν για την εργατική τάξη κι αν ακόμα δεν είχε αυτή οργανωθεί σε τέτοια πολιτική δύναμη με τέτοιο αρχηγό, ως ο Μπέμπελ.
  «Με λύπη έρχομαι να βεβαιώσω πως καμμιά από τας απαιτήσεις της Φραγκφούρτης δεν υιοθετήθηκε από την κυβέρνηση, δεν έγινε νόμος του κράτους.»
  Είναι λόγια που τα είπε προχθές στον υπουργό του Κάϊζερ όχι κανένας γερμανός σοσιαλ-δημοκράτης, μα ο Μπέρενς, αντιπρόσωπος  του κόμματος των χριστιανικά οργανωμένων εργατών. Έτσι φροντίζει ο Κάϊζερ κ’ οι υπουργοί του, όταν τους παρακαλούν μόνο χριστιανικά, όπως θα φροντίση κι ο δικός μας υπουργός για τους απεργούς του Πειραιώς, που του φιλούσαν προχτές τα πόδια, αν δεν ξανανταριασθούνε. Πως τους θέλει τους εργάτες και το λαό του εν γένει ο Κάϊζερ, μας το δείχνουν οι νόμοι του που βγάζει. Κι αν η Γερμανία τραβούσε το δρόμο που θέλει ο Κάϊζερ κ’οι φεουδάλοι γιούνκερ, αν η αντίδραση των φιλελευθέρων και της σοσιαλιστικής δημοκρατίας δεν επηρέαζαν την πολιτική και την κοινωνική ανάπτυξή της, θα κινδύνευε, αργά ή γρήγορα, να σημειώση στην ιστορία της δεύτερη καταστροφή σαν της Γένας προ εκατό ετών, ή σαν της Γαλλίας στα 70. Τη σαπίλα της Πρωσσικής μοναρχίας σύντριψε το σπαθί του Ναπολέοντος στη Γένα, τη μοναρχική εξαχρείωση του Λουδοβικού Βοναπάρτη οι πρωσσικές μπαγιονέτες στο Σεδάν, την ίδια διαφθορά της ρωσσικής αυτοκρατορίας οι Ιάπωνες στη Ματζουρία. Όχι τους λαούς τους ίδιους. Αυτούς ο εξωτερικός εχθρός, χτυπώντας τον εσωτερικό εχθρό τους, τους ξαναγέννησε. Εμείς μονάχα δεν το νοιώσαμε προ δέκα χρόνων. Γιατί; Ρωτώ το φίλο μου Ραμά και καρτερώ απάντησή του από τη δική του άποψη.

      * * *

  Αυτά μας λέει η ιστορία κ’ η μελέτη της χωρίς προλήψεις. Ζωή είναι η κίνηση και κίνηση η εξέλιξή της. Όχι συντήρηση του σάπιου καθεστώτος, αλλ’έφεση προς αλλαγή, πάλη συνειδητή γι’αυτή, θάρρος και σθένος, αψηφισιά κινδύνων και θυσίας.
  Το αντίθετο κινεζισμός, πάτρια, καθαρεύουσα. Ή μη θαρρείτε πως απέχομε πολύ στη γενική αντίληψη της ζωής απ’ τους κινέζους; Μην αφήνετε, αν μπορείτε, το σωβινισμό να θολώση την κρίση σας, ρίξετε γύρω μια ματιά στο έσωθε της κοινωνίας μας, στο πνεύμα της, όχι στο εξωτερικό της λούστρο, βάλτε το χέρι στην καρδιά και πέστε. Τους υπνωτισμένους,  τους ησυχαστάς, που βλέπουν συνέχεια του αρχαίου πολιτισμού στο σημερινό ρεζιλίκι, που κοκετάρουν με τ’ αρχαία δράματα στο Στάδιο, ή παρωδούν γελοία και θλιβερά τους Δημοσθένεις στα μπαλκόνια και στο βήμα της βουλής, ούτε τους λογαριάζω. Στους λίγους τίμιους μιλώ, στους δουλευτές για τον πολιτισμό, στους δημοτικιστές επαναστάτες.
   Ναι, ναι , δεν είμαστε πολύ μπροστά από τους Κινέζους. Κανένας άλλος ευρωπαϊκός λαός δεν εξελίχθηκε κοινωνικώς λιγότερο από το δικό μας. Οι γείτονές μας στα Βαλκάνια μας προσπέρασαν πολύ. Το ξέρω τι θα μου απαντήση ο Ραμάς; Η γλώσσα. Οι βούργαροι και οι ρωμούνοι έχουν γλώσσα· μορφώνονται πιο ανθρωπινά· δεν πνίγουν το πνεύμα και τη δροσιά της νιότης στους κανόνες μιάς νεκρής γραμματικής. Βέβαια κι αυτό, αλλ’ όχι αυτό μονάχα. Ο βούργαρος, ο σέρβος, ο ρουμάνος δεν τρέμει τη ζωή, την κίνηση, την αλλαγή. Δέστε τα βουλευτήριά τους. Ριζοσπάστες, προοδευτικοί, σοσιαλδημοκράτες. Εβγάτε στα πανεπιστήμια, στα πολυτεχνεία, στα κονσερβατόρια της Ευρώπης. Πόσες βουργάρες, ρουμανίδες και σερβίδες θαύρητε να σπουδάζουν; Εκατοντάδες. Και οι ελληνίδες; Δεν ξέρω αν θα χρειασθής και των δυό χεριών τα δάχτυλα να τις μετρήσης. Και το απελπιστικώτερο: με συνοδεία της μάννας πάντα! Αυτός ο φόβος της ζωής, στ’άτομα και στο σύνολο. Παρόμοιο παράδειγμα νέου ανέφερε τις προάλλες στο «Νουμά» ο Α. Ντέλος. Ο φόβος κι ο τρόμος της ζωής παντού· μα με τέτοια ένστιχτα μεσαιωνικά αυτή μπροστά δεν πάσει. Ο πολιτισμός σε μια κοινωνία δεν έρχεται χωρίς αυθυπαρξία, αυτοσυντήρηση και αυτοπεποίθηση του ατόμου. Υλικοί όροι και ανάγκη θα συντελέσουν βέβαια σ’αυτό κατά πρώτο λόγο και αυτά δεν αναπτύχθηκαν ακόμα στην Ελλάδα σε βαθμό ώστε να ξεσπάσουν αναπόδραστα, όπως και σ’ άλλες κοινωνίες. Με το στανιό βέβαια κανείς δε θέλει, ούτε θα μπορέση να τα φέρη, όμως όπου χαράζουν τέτια σημάδια εξέλιξης, ανατροπής, προόδου, εκείνος που αγαπά την πρόοδο οφείλει να τα προστατεύση, να τ’ αγκαλιάση.
  Όπου βλέπετε επανάσταση, ώ επαναστάτες, απ’ αυτή αδραχθήτε, βοηθάτε τη, γιατί αυτή και μόνο θα βοηθήση και το δικό σας σκοπό, θα σας φέρη τη νίκη. Αυτό θέλησε να πη ο Σκληρός στους Δημοτικιστάς.

      * * *

  Όταν βλέπω ξέσπασμα, φίλε μου Ραμά, δεν κάθουμαι να ψιλοκοσκινίζω αν είναι αληθινή ή ψεύτικη η αιτία. Για να ξεσπάση κατιτί, θα πη ότι πιέζεται. Τι λεν οι καλλίτεροι του τόπου μας δεν με κόβει: Οι καλλίτεροι λένε και για τη γλώσσα, που έκαμες σύλλογο συ να την ξαπλώσης, πως είναι ψεύτικη, εφεύρεση και κατασκεύασμα του Ψυχάρη και λίγων αιρετικών ή πληρωμένων με ρούβλια.
  Η ελληνική βιομηχανία είναι ψεύτικη, μη βιώσιμη και καλλίτερα, κατά τους καλλίτερους, να μην υπάρχη. Πάντα το τι έπρεπε και τι θα ήταν το καλλίτερο κι όχι το τι υπάρχει,  το δοσμένο, το πραγματικό, εκείνο που μου έφερε η ζωή, ο δρόμος των πραγμάτων. Για με το γεγονός είνε πως, αληθινή ή ψεύτικη, αυτή η βιομηχανία μου έφερε μια σειρά απεργίες, σύμπτωμα αλάνθαστο το πως πιέζονται συμφέροντα τάξης εργαζόμενης, διαμαρτύρηση της εργασίας της ίδιας, βεβαίωση της θεωρίας, της αλήθειας, του νόμου, κατά το οποίον εξελίσσεται κάθε αστική νεώτερη κοινωνία.

  «Απεργία, στάση, κατάλυση των νόμων!» φωνάζει ο συντηρητικός, ο οπισθοδρομικός, που τρέμει τη ζωή, την αλλαγή, ή ζημιώνονται από την τελευταία τ’ αποχτημένα του συμφέροντα. «Κίνηση, αλλαγή, ζωή! Κάτω ο νόμος ο θετός, που θέλει την κατάλυση του ακατάλυτου φυσικού νόμου: πως οι θετοί νόμοι είναι για την εποχή που τους υπαγόρευε μονάχα κι όχι για τον αιώνα το άπαντα», του απαντά ο προοδευτικός, έχοντας με τη γνώμη του κ’ έναν απ’ τους χειρότερους, μήτε τους μικρότερους, τον Γκαίτε. «Νόμοι και δίκαιο κληρονομιούνται σαν αιώνια αρρώστεια· σέρνονται από γενιά σε γενιά κι από τόπο σε τόπο· η λογική καταντά παραλογισμός, η ευεργεσία μάστιγα. Αλοί σου ότι είσαι απόγονος!» σαρκάζει ο Μεφιστόφελης και ο καθηγητής Κρουμπάχερ επιγράφει το ρητό στην πραγματεία του για τη δημοτική μας γλώσσα.
  Η διαμαρτύρηση μ’ ενδιαφέρει εμέ λοιπόν, η κίνηση κι όχι τι λεν τα σκουριασμένα, τα βυζαντινά κεφάλια των καλλίτερων. Ως οιωνό τη χαιρετώ, σαν πρώτο γλυκοχάραμα ενός ζωτικού αγώνα, που προφυλάει από τη στασιμότητα όλα τα έθνη όπου τελείται. Αντίθετα με το φίλο μου Ραμά, εγώ δε φοβάμαι πως θα μας ρίξη σε μαλλώματα ή δεινά χειρότερα από τα σημερινά, μα εξεναντίας ελπίζω, είμαι βέβαιος πως όταν γίνη σ υ ν ε ι δ η τ ή  αυτή η πάλη, όπως και στ’ άλλα έθνη, θα δώση τέλος στ’άγονο αλληλογάγωμα του λαού για ξ έ ν α  συμφέροντα, στο άκαρπο κι ανώφελο χύσιμο αίματος για το Μερκούρη και τον Κατραούρα, θα οδηγήση τον αγώνα του στο αληθινό κι αντάξιο δρόμο: στον πόλεμο κατά της σπείρας των πλουτοκρατών που εκμεταλλεύεται ως τώρα το α π ο κ ά ρ ω μ ά του. Όποιος φοβάται το αντίθετο, θα πη ότι δεν ξέρει την ηθική και λογική βάση αυτής της πάλης, τα ειρηνικά και εκπολιτιστικά μέσα και το σκοπό της, που μόνον τα κεφάλια θέλει να φωτίση, την εργασία και το δίκιο της να προστατεύση. Όσοι φαντάζονται τ’ αντίθετα και άλλα φοβερά και τρομερά, γελιούνται, όπως και με τους μαλλιαρούς οι υπνωτισμένοι κ’ οι ψευτοπατριώτες.

     * * *

  Αν η χώρα μας έχει τα στοιχεία να γίνη μ ε γ ά λ ο κέντρο βιομηχανίας ή όχι, ξεφεύγει από την ειδικότητά μου να το προφητέψω. Πρώτες ύλες, μας λείπουν, λέει ο Ραμάς. Ως τόσο εγώ διαβάζω στην «Ακρόπολι» (29 Σβρ. 07) σε μιά μελέτη του μηχανικού Α. Κουσίδη για τη σιδηρομηχανία στην Ελλάδα, πως η χώρα μας έβγαλε τον περασμένο χρόνο 800 χιλ. τόνους μεταλλεύματα σιδήρου, το μισό δηλ. ποσό απ’ ότι βγάζει η Ελβετία, για την οποία η σιδηροβιομηχανία είνε ένας από τους σπουδαιότερους πλουτολογικούς παράγοντες. Κατά τη γνώμη του ίδιου ειδικού, όλη η ανατολική Ελλάδα είναι γεμάτη σίδερο και περιμένει τον επιχειρηματία να την εκμεταλλευθή. Έπειτα, πως ο τόπος μα ς έχει ορυκτά μεταλλεύματα, είναι γνώμη που πολλοί, ειδικοί και μη, την έχουν και τόσες δηλώσεις και παραχωρήσεις μεταλλείων απ’ το κράτος δεν πιστεύω να είναι όλες γέννημα φαντασίας, σαν του συνταγματάρχη πεθερού του δραματικού ήρωα του Νιρβάνα.
  Και τ’ ανθρακωρυχεία, της Κύμης λ.χ., έχουν στα έγκατά τους μόνο το κάρβουνο που βγάζουν σήμερα, ή η παραγωγή του βαμβακιού στην Κωπαϊδα θα μένη τόση πάντα και δεν μπορεί να επεκταθή κι αλλού, όταν κι ο ρωμιός συνηθίση να κινητοποιή τα μικρά ή μεγάλα κεφάλαια κι όταν, με την πυκνούμενη ολοένα επικοινωνία με την Ευρώπη, έμπουν κατ’ανάγκη ξένα τέτια πιο πολλά στον τόπο; Και οι βιωτικές ανάγκες μας μη θα μας λείψουν; Απεναντίας η πρόοδος στον πολιτισμό θα μας γεννά νέες πάντοτε και το κεφάλαιο, που νόμος του είναι να ζητά το κέρδος κ’ έδαφος γι’ αυτό γυρεύει, θα μας αναπτύσση διαρκώς όλο και νέες. Παράδειγμα η κατάκτηση της μπίρας στην Αθήνα. Η λογική λοιπόν κ’ η αντικειμενική εξέταση των πραγμάτων μας λέει πως η βιομηχανία, μικρή μεγάλη, θα αναπτύσσεται ολοένα στην Ελλάδα.
  Αλλά η γνώμη των καλλίτερων είναι να λείψη η βιομηχανία. Ορίστε ! Ας εμπόδιζαν τον Κλωναρίδη να μας μπάση τη μπίρα. Οι οινωπαραγωγοί ταράχθηκαν· με το δίκιο τους. Μα ποιος τους ακούει; Όσο τους ακούν και στη Γαλλία, που επαναστάτησαν για τον ίδιο λόγο. Κακό, μα γεγονός· η φορά των πραγμάτων δεν ξέρει φραγμούς, τους σπάζει. Κ’ εμείς ενώ απ’ τόνα μέρος πασχίζομε να συγκοινωνήσωμε και σιδηροδρομικώς με την Ευρώπη, απ’ τάλλο θέλομε ν’αντισταθούμε στην εξέλιξη, που θα μας φέρη κατ’ ανάγκη η στενότερη συνάφειά μας με τον πολιτισμό της. Τότε κόψτε την Ελλάδα απ’ τον άλλο κόσμο, αν θέλετε κι αν μπορήτε. Κινέζικη τακτική, όμως μόνο μ’ αυτή θ’ αποφύγετε το νόμο που φοβάστε, την κυριαρχία δηλ. του κεφαλαίου, το σημερινό πολιτισμό της Ευρώπης, τον οποίο φοβάστε πάλι απ’ τάλλο μέρος πως ο σοσιαλισμός θα το οδηγήση στο χαμό του. Ο πολιτισμός αυτός, θέλοντας ή μη, θα σας κατακτήση. Αν σας αρέσει, γιατί τον τρέμετε; Αν όχι, βοηθήστε τότε το σοσιαλισμό να τον αλλάξη. Μόνον αυτός χτυπά το κακό στη ρίζα.

     * * *

Να καλέσωμε, αν είναι δυνατόν, πληθυσμούς από τις πόλεις στους αγρούς! Ποιος λέει όχι; βρέστε μοναχά τον τρόπο. Με ευχές και λόγια τους καλούν ολοένα οι γαιοκτήμονες και στη Γαλλία και στη Γερμανία. Μα λογαριάζουν δίχως το κεφάλαιο. Αυτό μαζεύεται όπου κέρδος πιο πολύ και τόκος. Κι αυτά τα βρίσκει ευκολώτερα στη βιομηχανία. Το κεφάλαιο είναι που τραβά τους εργάτες των αγρών στις πόλεις. Κι οι δικοί μας αγροί είναι, αλήθεια, δίχως χέρια. Αλλά ποιος μπορεί να τα κρατήση να μη φύγουν στην Αμερική τα χέρια; Το μικροκεφάλαιο στις επαρχίες δεν τρελλάθηκε να ριψοκινδυνέψη στην καλλιέργεια χωραφιών. Πίο καρποφόρα και πιο σίγουρα είναι τα προστυχίσματα και τα μικροδάνεια στους ψωροκτηματίας. Τα πρωτογενή παραγωγικά μέσα στους ελληνικούς αγρούς δεν ανταποκρίνονται στην εποχή μας. Αν έχετε, ρίξτε κεφάλαια σ’αυτούς και θα βρεθούν τα χέρια, όπως βρίσκονται και στη βιομηχανία. Με ευχές και γνώμες των καλλίτερων δεν γυρνούν τα χέρια στους αγρούς. Βάση πραγματική ας μου δώσουν οι καλλίτεροι, όχι λόγια. Σε ιδεολογίες θαλασσώνουν οι αστικοί μας πλουτολόγοι.
  Έπειτ’ απ’ αυτά ο πρώτος πλουτολογικός παράγοντας στην Ελλάδα είναι και π ρ έ π ε ι νάναι, κατά το Ραμά, η γεωργία και κτηνοτροφία. Γεωργία και κτηνοτροφία σε μια χώρα κατ΄εξοχήν ορεινή. Και τη θάλασσα, που περιβρέχει τα τρία τέταρτα απ’ τα σύνορά της, την ξεχνά. Ξεχνά πως την ανάπτυξή μας, μικρή ή μεγάλη, τη χρωστούμε κατά πρώτο λόγο στο ναυτικό μας εμπόριο. Γεωργία και κτηνοτροφία, πατριαρχικό, φεουδαλικό καθεστώς, κατσαμπασίστικος ευλαβής πόθος. Εκεί θέλομε να περιορίσομε την ανάπτυξη ενός λαού, που διεκδικεί την εκπολιτιστική υπεροχή στην Ανατολή. Αλλά και γεωργικό αν είταν μόνο το μέλλον της χώρας μας, στην εποχή που ζούμε, αυτό δεν μπορούσε να γίνη παρά μόνο με τη μεγάλη καλλιέργεια, τις μηχανές, τα τεχνικά έργα, δηλ. με το κεφάλαιο, το οποίο, όπου πατήση έχει τους ίδιους νόμους ανατροπής του καθεστώτος (συγκέντρωση του σε λίγα χέρια, αφανισμό συνεπώς της μεσαίας τάξης, μετατροπή του μικροεπαγγελματία ή μικροκτηματία σε προλετάριο), εξάλλου πάλι για την ώρα θέλομε σιδηροδρόμους, ηλεκτρικά τραμ και φώτα, σχολεία, μέγαρα, στάδια, πλατείες, πάρκα, δρόμους, βιβλία, εφημερίδες, αφίνω τ’ άλλα χρειώδη της καθημερινής ζωής. Μα όλα αυτά ποιος τα παράγει; Οι αγρότες ή οι κτηνοτρόφοι; Εργάτες, προλετάριοι δεν είναι αυτοί που κάνουν και δουλεύουν στους σιδηρόδρομους, που χτίζουν τα σπίτια, που τυπώνουν τα βιβλία, ακτήμονες και αποχειροβίωτοι, καθώς κι ο εργάτης της φάμπρικας και του Λαυρίου, ο ναύτης του καραβιού, ο φορτωτής, ο δουλευτής του μώλου; Και ακτήμονες δεν είναι οι χιλιάδες που μεροδουλεύουν στους μικροκάμπους της Πούμελης και του Μωριά, οι περβολάρηδες της Κέρκυρας, οι ψαράδες των γιαλών, οι σφουγγαράδες της Ύδρας; Αφήνω τους δουλοπάροικους των τσιφλικιών της Θεσσαλίας.
  Όλοι οι απόκληροι αυτοί, οι παραμελημένοι, οι πιεζόμενοι, οι εκμεταλλευόμενοι, που ζουν σ΄αμάθεια και πνευματικό σκοτάδι και απελπιστικού βαθμού στερήσεις ( ** ) δεν είν’έδαφος αρκετό για μια διαφωτιστική, αναμορφωτική προπαγάνδα; Το υλικό αυτό δεν είναι ικανό ν’ανάψη μιά επανάσταση ( *** ), που να φέρη τη ζωή, την κίνηση του πνεύματος στον τόπο; Ή περιμένομε αναμόρφωση από την καλή θέληση των ατόμων που τους κυβερνούν, από τους άρχοντες, την τάξη δηλαδή που τους εκμεταλλεύεται και τους πιέζει; Από τ’απάνω αναμόρφωση ποτέ και πουθενά δεν ήρθε. Μας το λέει η ιστορία. Ή μην προσμένομε κ’εμείς  τον υπουργό, που βλέποντας το λογικό, θα μπάση άξαφνα τη ζωντανή γλώσσα στην παιδεία, ή τον άλλον που θα ξυπνήση μέσα του η αγαθή θέληση να καλοδιοικήση το κράτος; Σε συμφέροντα βαθειά είναι ριζωμένα τα κακά. Εύκολα οι πάτριοι δεν παραδίνουν την κυριαρχία, τη λεία που νέμονται με τον υπνωτισμό του πλήθους. Και το συμφέρον εκείνων που μας κυβερνούν είν’ ακριβώς αυτή η κακοδιοίκησή μας. Ο ανισόσκελος προϋπολογισμός πρώτος και κύριος πλουτολογικός παράγοντας των. Οι μικροπόνηροι, που φαντάζεται ο Ραμάς πως διοικούν το κράτος, μονάχα κόκαλα ξεψαχνισμένα γλύφουν.

      * * *

  Από τα κάτω πάντα αναγεννήθηκαν τα έθνη κ΄οι αναμορφωταί απ΄τα κινήματα γεννιούνται πάντα. Μα οι εχθροί μας θ΄αναπαυθούν, αν δοκιμάσωμε κ΄εμείς να κινηθούμε! Το πλήθος το ασύνταχτο, το ανίκανο να εννοήση, θα πράξη ό,τι του σφυρίξουν εκείνοι συκοφαντικά.
 
Aσύνταxτο· να το συντάξωμε, αυτό είναι το ζήτημα, το έδαφος της δράσης. Ανίκανο να εννοήση· να το φωτίσωμε,  να του ανοίξωμε τα μάτια, να, ο αγώνας. Μα οι εχθροί μας θα ρεκάξουν· ρέκαξαν κι άλλοτε και η ωφέλεια δική μας βγήκε.  Αν έχομε ζωή, αγώνα πρέπει να γυρεύωμε κ' έτοιμοι νάμαστε  για τη θυσία.  Σπατάλη ηθικών δυνάμεων ο ζωντανός δεν τη λυπάται· σπόρος που σκορπισθή, άδικα δεν πάει. Ο ζωντανός πόλεμο θέλει πάντα·  ο πόλεμος φέρνει τη νίκη· κι όχι ο δισταγμός και ο φόβος. Σάπια είναι όλα γύρω μας κ΄ιδανικά και καθεστώτα.
  Σ΄αυτά, στη σαθρή και στάσιμη παράδοση απακκουμπούν οι πάτριοι και μας πολεμούνε. Στο λαό, που για τη γλώσσα του ξεσπαθώσαμε, είναι η μόνη ελπίδα, η μονή σωτηρία. Αλυσσωμένος είναι από τις προλήψεις, το πνεύμα κ΄η ψυχή του πλέει στο σκοτάδι. Στο πλάϊ του είναι η τάξη μας, όχι στους μουχλιασμένους τους αστούς, που μάταια τους χτυπάμε τη θύρα. Μόνο ο λαός μπορεί να ενωτισθή το λόγο μας, γιατί ο λόγος μας βγαίνει απ΄την ψυχή του. Με τη δύναμή του στήριγμά μας, ας γίνωμε απαιτητές του δίκιου μας κι όχι να μένωμε ικέτες αφεντάδων, που μας περιφρονούν ως τώρα απ΄το ασφαλές και χλευάζουν.
Ο φίλος μου Ραμάς  έχει, λέει, σχέδιο ενέργειας δικό του. Ας το προσμένωμε, Ένα του λέω μονάχα τελειώνοντας. Με σχέδια και με βιβλία δεν γίνονται αναμορφώσεις. Το θαύμα το τελεί μονάχα η εξέλιξη. Αυτή μα κράζει βροντερόφωνα κ’ εμάς. Θέληση μόνο μας λείπει ν΄ακούσωμε την κραυγή της και δύναμη ν'απαλλαχθούμε από νεκρές παράδοσες κι από βιβλία. Αιώνων συντηρητισμός μας δένει πνεύμα και ψυχή, θολώνοντας την καθαρή αντίληψη του έξω κόσμου. Αν φωτισθούν τα μάτια, ως από θαύμα , θα δουν ότι στο ζήτημά μας μιά είνε η αλήθεια: η εκτίμηση της ζωής και της ιστορίας χωρίς προλήψεις. Αυτή μας δείχνει καθαρά ποιος είναι ο αναμορφωτικός ο δρόμος.

         ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ

 

*  Γιατί τα πανεπιστήμια είναι παντού ιδρύματα του κράτους και τα κράτη διοικήθηκαν και διοικούνται πάντα από τις κυριαρχούσες τάξεις, κ’ οι κυριαρχούσες τάξεις, με το δικαίωμα του ισχυρότερου και της αυτοσυντηρήσεως, δε θα επιτρέψουν φυσικά την ακαδημαϊκή κύρωση μιάς αλήθειας, που τους απειλεί στο παρόν και τους γκρεμίζει στο μέλλον τη σημερινή τους επικράτηση.

** Φτώχεια δεν έχομε στην Ελλάδα, λέει ο Ραμάς, Ήθελα νάξερα πως φαντάζεται τη φτώχεια σ΄έθνη. Φτώχεια δεν έχομε! Σαν ναν’ ευμάρεια η αποκτηνωτική ολιγάρκεια του Έλληνα αγρότη ή εργάτη, σαν να συντελή αυτή στην ανάπτυξη της ζωϊκής του δύναμης, σαν να μην είναι σημάδι πολιτισμού κατώτερου βαθμού το ότι του φτάνει για προσφάγι το πράσσο κ’ οι ελιές, ή ο τσίρος κ’ η αγγουροσαλάτα! Λαός που δεν αισθάνεται υλικές ανάγκες πρώτα, δεν θα αισθανθή ποτέ πνευματικές, κι αναγέννηση πνευματική του τόπου μας ας μην προσμένομε, όσο αυτή δεν ‘έχει τη ρίζα της στην ψυχή, στην πνευματική ανάπτυξη του τόπου μας. Τον κανόνα αυτό δεν τον παρέβη κανένα έθνος,

*** Όταν λέω επανάσταση, δεν εννοώ να πάρη ο λαός τα όπλα στα χέρια. Μεταχειρίζομαι τη λέξη στη νεώτερη κοινωνική της σημασία.  

Σάββατο 3 Ιουλίου 2021

“Ο ΨΥΧΑΡΗΣ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ” ΟΙ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΟΥ ΜΠΟΕΜ - ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ ΓΙΑ “ΤΟ ΑΣΤΥ”

Tην άνοιξη του 1893 άρχισε να δημοσιεύεται στην εφημερίδα “Το Άστυ” η πρώτη σειρά συνεντεύξεων που πήρε ο Δημ. Χατζόπουλος -με το ψευδώνυμο Μποέμ- από γνωστούς και λιγότερο γνωστούς λογοτέχνες της εποχής. Ο Χατζόπουλος παρακολουθούσε τον ξένο -γαλλικό κυρίως- τύπο σε μόνιμη βάση και σίγουρα δεν του είχε διαφύγει η μόδα των entrevue που είχε διαδοθεί τότε σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πρότεινε στον διευθυντή του Άστεως αυτή τη πρωτότυπη παρουσίαση του έργου των λογοτεχνών - οι συνεντεύξεις ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για τα ελληνικά χρονικά - και ο Θεμ. Άννινος δέχτηκε.

Οι συνεντεύξεις αυτές αποτελούν μια μαρτυρία των καινούριων προσανατολισμών της ελληνικής κοινωνίας και τεκμηρίωση της νέας θέσης που άρχισαν να καταλαμβάνουν οι εκπρόσωποι της πνευματικής ζωής της χώρας μέσα από την κοινωνική τους καταξίωση. Το κοινό μπορούσε πλέον να γνωρίσει τους δημιουργούς όχι μόνο μέσα από τα έργα τους, αλλά αυτούς τους ίδιους μέσα στην ιδιωτική, καθημερινή ζωή τους, να ενημερωθεί διαβάζοντας τις απόψεις τους για την πνευματική και λογοτεχνική κίνηση της εποχής.
Πάρθηκαν συνεντεύξεις από πολύ σημαντικές προσωπικότητες της λογοτεχνικής και πνευματικής ζωής εκείνης της εποχής, αρχίζοντας με τον Εμμανουήλ Ροΐδη, τον Αχιλλέα Παράσχο
, τον Κωστή Παλαμά, το Γρηγόριο Ξενόπουλο, τον Ιωάννη Πολέμη, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Κώστα Κρυστάλλη, το Γεώργιο Σουρή, την Καλλιρρόη Παρρέν, τον Δημήτριο Κορομηλά και τελειώνοντας με το Γιάννη Ψυχάρη, τον Ανδρέα Καρκαβίτσα, τον Αριστομένη Προβελέγγιο και τον Κωνσταντίνο Ξένο.

Συχνά ο Χατζόπουλος έκρυβε τη δημοσιογραφική του ταυτότητα, ούτε έπαιρνε φανερά σημειώσεις πριν και κατά τη διάρκεια της συνομιλίας, πιστεύοντας αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος για να αποφύγει αρνήσεις και μη ειλικρινείς απαντήσεις. Ήταν ακόμη νεαρότατος και σχεδόν άγνωστος στους λογοτεχνικούς κύκλους οπότε δεν διέτρεχε τον κίνδυνο να αναγνωρισθεί, ούτε υπήρχαν βέβαια οι διατάξεις περί σεβασμού της ιδιωτικής ζωής που υπάρχουν σήμερα. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι κατά πάσα πιθανότητα το κείμενο των περισσότερων συνεντεύξεων έχει περάσει από το φίλτρο της ακριβούς απομνημόνευσης και της ευρηματικότητας του Δ. Χατζόπουλου.
Η δημοσίευση άρχισε με το φύλλο της 21-22/3/1893 και συνεχίστηκε μέχρι το φύλλο της 20-21/04/1893. Μία τελευταία συνέντευξη για το 1893 πάρθηκε στις 26 Αυγούστου, όταν ο Ψυχάρης πέρασε από την Αθήνα, και είναι αυτή που παραθέτουμε σήμερα.

Η συνέντευξη αυτή είναι σημαντική και για ένα άλλο λόγο: αποτελεί την απαρχή μιας διαμάχης μεταξύ των δύο που από λογοτεχνική θα γίνει και προσωπική και που θα διαρκέσει για όλη τους τη ζωή (ελπίζω να βρω χρόνο για να επανέλθω εκτενέστερα σε επόμενη ανάρτηση).

Ο Δ. Χατζόπουλος δημοσίεψε 4 κύκλους συνεντεύξεων, που άφησαν λίγο ή πολύ εποχή:
- Το 1893 για την εφημερίδα Το Άστυ” με τίτλοΣύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς”.
- Το 1894 πάντα για Το Άστυ” με τίτλο “Ελληνικόν Θέατρον”.
- Το 1896 για την εφημερίδα “Σκριπ” με τίτλο “Οι γράφουσες Ελληνίδες” κύκλος που ξεκίνησε με αφορμή μιά καθόλου κολακευτική δημοσίευση του Εμμανουήλ Ροΐδη για τη γυναικεία συγγραφική ικανότητα και γενικότερα το ρόλο των γυναικών στην κοινωνία.
- Το 1911 για την εφημερίδα “Αθήναι” με τίτλο “Θεατρικαί σελίδες - Φιλολογικαί σελίδες - Συνομιλίαι μετά λογίων”.

Εφημερίδα “Το Άστυ” 26 Αυγούστου 1893 σελ. 2

Ο ΨΥΧΑΡΗΣ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΣ ΜΕΤ΄ΑΥΤΟΥ
Η κομψότης του κ. Ψυχάρη. -
Ο πρώτος ρεπόρτερ, - Ανά την
Ελλάδα. - Αι γλωσσικαί του
ιδέαι. - Ζήτω η δημοτική! -
Ο Ψυχάρης ως Γάλλος μυ-
θιστοριογράφος. - Περί
πολλών και διαφόρων.
               ----

Ο κ. Ψυχάρης ταξειδεύει προ ενός μηνός εις την Ελλάδα. Έμεινεν ένα μήνα εις την Θεσσαλίαν, προχθές ήλθεν εις Αθήνας, αι εφημερίδες το ανέγραψαν, ο Μποέμ το έμαθε προ του να το αναγράψουν, και το καθήκον του επέβαλε κατ΄αυτήν την εποχήν μία συνέντευξιν μετά του κ. Ψυχάρη.
Ο κ. Ψυχάρης έχει πολύ συγγενολόγι εις την Αθήνα, όπως λέγει και ο ίδιος, και εις το ξενοδοχείον της “Βικτωρίας”, όπου κατέλυσε, μόνον το μεσημέρι και το βράδυ ευρίσκεται κατά τα ολίγας αυτάς ημέρας. Εις το ξενοδοχείον λοιπόν της “Βικτωρίας”, εις μικράν αίθουσαν υποδοχής, πλήρη εφημερίδων και τιμολογίων και οδηγών μ΄εδέχθη ο κ. Ψυχάρης. Ο κ. Ψυχάρης παρουσιάζει επιβλητικόν παράστημα, εκχειλίζουσαν ζωήν και παρισινήν χάριν. Υψηλός, ευρύστερνος, εύσωμος, με λευκάς γ κ έ τ α ς, με απλήν ενδυμασίαν, χωρίς γιλέκον, με το λευκόν υποκάμισον ανοικτόν κατά τον τελευταίον συρμόν, με μονύελον είνε ο τύπος του τελείου ανθρώπου του κόσμου. Η μορφή του εκφραστικωτάτη, αι γραμμαί του προσώπου του αδραί, έντονοι, οι οφθαλμοί του καστανοί, μεγάλοι, πλήρεις εκφράσεως και φλογός. “Παλληκάρι” σωστό που έγραφε και η επαρχιακή εφημερίς “Τρίκκη” εις μίαν στήλην εις την δημώδη γραμμένην περί του κ. Ψυχάρη και αρχίζουσαν ούτω: “Ήρθε από το Παρίσι ο κ. Ψυχάρης που είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Γαλλίας στα ελληνικά γράμματα κ΄επήγε κι΄έκατσε στην Πορταριά, όπου του φανήκανε, κατά λεει του, άνθρωποι και τόπος πολύ όμορφοι...”. Η κυρία Ψυχάρη, κόρη του περικλεούς Ρενάν, γαλανή, κομψή, χαριέσσα, γλυκεία Παρισινή με τα ξενόφθογγα ρωμαίϊκά της Ο κ. Ψυχάρης ερωτά με την αμυδρώς ξενίζουσαν προφοράν του:

- Είσθε ρεπόρτερ, κύριε;
- Μάλιστα.
- Που εργάζεσθε, εις το “Άστυ”;
- Μάλιστα.
- Προ του να με ιντρεβουριάρητε, σεις, θα σας κάμω εγώ μιά συντέντευξη.
- Εις τας διαταγάς σας.
- Ποιές εφημερίδες εδώ πέρα πουλούν περισσότερα φύλλα;
- Η “Ακρόπολις” η “Νέα Εφημερίς”, το “Άστυ”...
- Γράφετε πολλοί σ΄ αυτό;
- Πολλοί.
- Πως γράφετε; ο καθένας χωριστά γράφει, ή από όλα;
- Ο καθένας χωριστά.
- Σεις, τι γράφετε;
- Εγώ ... συνελήφθη ο διαβόητος λωποδύτης... Ο δραστήριος αστυνόμος κατέσχε χθες...
- Καλά... έχουμε κ΄εμείς στη Γαλλία ρεπόρτερ. Αλλά κυρίως πρώτοι σεις οι Έλληνες, είσθε ρεπόρτερ.
Η χειρ μου ακουσίως εφέρθη προς τον μύστακά μου, αλλά ο κ. Ψυχάρης μου έκοψε το... χέρι.
- Πρώτος ρεπόρτερ είτανε ο Ηρόδοτος.
- Ο Ηρόδοτος !.
- Αμ΄ τι ιστοριογράφος σαν κι΄αυτόν που γύριζε από χώρα σε χώρα, τι άλλο είτανε παρά ρεπόρτερ.
Πάλι η χειρ μου υψώθη προς τον μύστακά μου, αφού την φοράν ταύτην τουλάχιστον, αν δεν εξελαμβανόμην εφευρέτης του ρ ε π ο ρ τ ά ζ, εγινόμην όμως ίσος με τον Ηρόδοτον, αλλά ο κ. Ψυχάρης εξηκολούθησε.
- Και τι ζητείτε από εμένα, λέγετε
· σας λέγω κι΄εγώ ό,τι είπε μιά φορά εις ένα συνάδελφό σας εν Γαλλία ο πενθερός μου ο Ρενάν. “Πες τε μου με την γραμμήν πληρόνεσθε εις την εφημερίδα που γράφετε, ή με μισθόν, δια να κανονίσω τα λόγια μου”;
Εθεώρησα συμφέρον μου να απαντήσω με την γραμμήν και ο κ. Ψυχάρης ετοποθετήθη παραπλεύρως μου μειδιών, υπομονητικός, ευπροσήγορος.

Αι εντυπώσεις του

- Ήρθα εδώ κ΄ένα μήνα από τη Γαλλία, σταλμένος από τη γαλλική κυνέρνηση στη Θεσσαλία και στα Κυκλαδικά νησιά. ¨επρεπε να μπορέσω να σεργιανίσω όλη την Ελλάδα. Τόρα μόνο στη Θεσσαλία επήγα και μεθαύριο πηγαίνω στα νησιά. Ελπίζω να μείνω άλλοτε κάνα χρόνο και να σεργιανίσω την Ελλάδα. Πρέπει κανείς όλα να τα συνάξη, για να βγη μιά ιστορία της γλωσσολογίας. Να πάη στη Κρήτη. Αχ! Η Κρήτη. Στην Κύπρο, στην Τραπεζούντα, στη Μικρά Ασία.
Στη Θεσσαλία πολλά περίεργα πράμματα είδα. Εκείνο το Πήλιον τι θαυμαστό που είνε. Και τα βουνά π΄ανεβαίνουν σαν τον τοίχο. Τα βουνά θυμίζουν τα παραμύθια, οι δράκοι φυλάουν θησαυρούς.
Ποίηση και δέντρα. Και ταξιδεύσαμε νύχτα. Από τις 6 με το φεγγάρι
· τι μαγευτικό. Έχει περίεργα η Θεσσαλία. Το βουνό και τη θάλασσα. Πουθενά δεν το είδα. Καλός ο τόπος καλή και η φιλοξενία του τόπου. Όταν γυρίσω τα Κυκλαδικά νησιά, θα μείνω ένα μήνα στην Αθήνα και θα πάω 15 μέρες στη Ρούμελη μαζί με το Δροσίνη...

Η δημώδης

- Για την δημώδη τι θα μου πήτε, κ. Ψυχάρη;
- Μήπως δεν τάπαμε πολλές φορές...
- Ας πούμε λίγα και σήμερα...
- Τι να σας πω... αυτοί που κάθουνται μέσα στο γραφείο των κ΄εκεί άξαφνα σας φκιάχνουν λέξεις, άξαφνα: εργοστάσιον των πίλων, και για όλους, για όλους τους επιστημονικούς όρους, αυτοί που άξαφνα λένε η ο δ ό ς της ο δ ο ύ, αφού ο λαός έχει τη λέξη δ ρ ό μ ο ς τι σκοπόν είχαν; να τα μάθη όλος ο λαός; δηλ. να κάμουν γλώσσα εθνική; Τι έτυχε τόρα; έτυχε που μ΄αυτόν τον τύπο η οδός της οδού, κατώρθωσαν δυο μεγάλα πράμματα. Χάλασαν την αρχαία, χάλασαν και τη δημοτική. Πως την χαλνούν την δημοτικήν; Την χαλνούν αφού ο κανονικός τύπος, παρατηρήσατε, που είνε αρχαίος, ο δ ρ ό μ ο ς, του δρόμου
· όλος ο κόσμος τον ξεχάνει. Τόρα τι τύπο μαθαίνουνε αντίς αυτού του δρόμου; Νομίζετε, ποτέ ο ελληνικός λαός, το ρωμαίϊκο θα μάθη να κλίνη η ο δ ό ς, της ο δ ο ύ; ποτέ! Γιατί τι θα πη ο Ελληνικός λαός; Άμα φκιάσετε αυτή τη λέξη η οδός, της οδού την κάμνετε για τον αμαξά, για το Έθνος, βέβαια. Όλο το έθνος έχει δικαίωμα ν΄αρπάζει τη λέξι αυτή. Τι κάμνει ο αμαξάς, τι κάμνει ο βαρκάρης; Αυτή την κλίση η οδός της οδού δεν μπορεί να την μάθει και τότες τι ακούτε; Η ο δ ό ς τ η ς ο δ ό ς! Αυτό είνε το κακό· χαλνούν και την αρχαία η οδός – της οδού, χαλνούν και τον δημοτικό τύπο, ο δρόμος του δρόμου, αφού δεν τον θέλουν. Γιατί, βλέπετε, αυτοί που φκιάνουν τη γλώσσα με τα βιβλία, έχουν στο φωμ΄στιό τους γραμματική, λεξικό, βιβλία ολόγυρα στους τοίχους, αλλ΄έχουν λάθος μεγάλο!... Δεν βγήκαν έξω στο δρόμο. Καλαμαράδες! Δεν ξέρουν αυτοί από τίποτις· μήτε από ουρανό, μήτε από δρόμο, μήτε από ζωή ξέρουν.
Νομίζουν τώρα πως όλο το έθνος θα περιπατή με τη γραμματική στο χέρι· θα ψάχνη πως λέγετε η γενική της οδού! Αν είνε όμως όλο το έθνος να πηγαίνη με τη γραμματική στο χέρι δεν υπάρχει έθνος. Μήτε αγρονομία, μήτε στρατός, μήτε τίποτες! Γ ρ α μ μ α τ ι σ μ έ ν ο έθνος δεν εφάνηκε ποτέ! Ο άνθρωπος μιλεί φυσικά. Τώρα, θα ιδήτε τι θα γίνη. Ο ουρανός να πέση, αυτός ο όμορφος ουρανός της Αθήνας, η δημοτική θα ζήση· η δημοτική θα ζήση· ημπορεί να μη ζήσουμε εμείς· αυτά λέγαμε με τον Παλαμά σήμερα.
Απ΄αυτούς τους δασκάλικους τύπους ο λαός παίρνει μερικούς και τους ξεχνά αμέσως. Δεν είπαμε: ε ρ γ ο σ τ ά σ ι ο ν π ί λ ω ν; ο λαός, ο αμαξάς το ξέρει αυτό; όχι· ξεύρει κ α π ε λ ά δ ι κ ο. Είνε γραμμένο από το δάσκαλο, αλλ΄ο λαός τα φορτόνει στον πετεινό. Αλλ΄είνε μερικό άλλα που δεν ξεχνά. Πεινά ο άνθρωπος! Του βάζετε ένα πιάτο φαγητού ή ο δ ό ς της ο δ ο ύ· πρέπει να το φάγη· να το χωνεύση· και παρατηρήσετε, σ΄
αυτό τον τύπο: ο β ο υ λ ε υ τ ή ς. Πρέπει να τον μάθη όλος ο λαός, αφού γίνη 21 ετών, άμα πάρη ψήφο, όλος ο κόσμος δηλ. Λοιπόν, τι του κάμνετε του χωρικού; Του μαθαίνετε μιά κατάληξη που μπορούμε να την πούμε ξένη. Π.χ. Την κατάληξη α ι, βουλευταί. Δεν την ξέρει· την έχει ε ς· αι ημέραι, μέρες έγιναν· πολύ καλά δια των αιώνων. Του βάζετε, του λαού β ο υ λ ε υ τ α ί και το κάνει βουλευταίοι. Τε λέι όλος ο λαός, αλλά και οι γραμματισμένοι ακόμα σαν τους ξεφεύγη. Το άκουσα στη Θεσσαλία. Αλλά θα πήτε είνε χωριό. Μα αυτό δε λεέι τίποτε! Το χωριό είνε λαός κι΄αυτός. Το διορθόνει και το κάνει πότε βουλευταις, πότε βουλευταίοι 'η βουλευτάδες. Γιατί την κατάληξη α ι και την α δ ε ς την έχει κληρονομήσει από τους αρχαίους· οι δούλοι, οι λαμπάδες. Γιατί τόρα που ταξειδεύω ακούω ένα πράμμα, που κάθε που θα τ΄ακούσω, θα θυμώσω! Να πας σ΄εκείνο το νησί, σ΄εκείνο το βουνό, σ΄εκείνο το χωριό, λεέι ένας, γιατί εκεί θ΄ακούσης α ρ χ α ί α γ λ ώ σ σ α! Εγώ του λέω. Άνοιξε το στόμα σου και ό,τι πης είναι α ρ χ α ί ο! Ό,τι κι΄αν πης είνε αρχαίο! Το δ ε ν αρχαίο είνε· το έχει ο Όμηρος αντί ο υ κ . Ο Όμηρος λέει για τον άριστον των Αχαιών “ουδέν έτισεν”, κάπου. Πηγαίνουν μερικόί στην Τραπεζούντα κι΄ακούνε εκεί πως λένε ΄κέχω αντί ουκ έχω· Σας λένε· εκεί είνε αρχαία γλώσσα! Μα τι αρχαία γλώσσα; Περισσότερο του ο υ δ έ ν αρχαίον! Τόρα πως χάθηκε σ΄αυτό τον κόσμο έχει το λόγο του· που δεν τον ξέρουμε εμείς κάποτε. Όλ΄αυτά έχουν τον ιστορικό τους λόγο και την σειρά τους. Και βλέπετε πωε μερικά τα ξεχνά ο λαός. Σαν πως είπαμε το ε ρ γ ο σ τ ά σ ι ο ν των π ί λ ω ν. Τ΄άλλα τα διορθόνει, και βλέπετε, έτσι θα πάη· δεν γίνεται αλλοιώς! δεν γίνεται αλλοιώς, δεν γίνεται αλλοιώς, αλλοιώς!!
Γιατί δεν πρέπει να νομίζουμε και να λέμε πως μόνον στην Ελλάδα ακολουθούμε αυτά. Αυτά παντού ακολουθούνε, και ξέρει ο κόσμος πως αλλάζει η γλώσσα. Όλοι το ξέρουν· δεν είνε κρυφό· δεν τόκαμε κάνα μάγος· ούτε θέλει μαγική καμμιά. Όπως είνε η αστρονομία, έτσι είναι και η γλωσσολογία. Όπως η αστρονομία εξετάζει πως τρέχουν και πηγαίνουν άστρα, έτσι και η γλωσσολογία πως πηγαίνουν, πως αλλάζουν οι γλώσσες. Αυτό το λοιπόν που μαθαίνουμε τον λαό να λέη ε ρ γ ο σ τ ά σ ι ο ν των π ί λ ω ν, η ο δ ό ς, όχι μόνον δεν αξίζει, αλλ΄είνε κακό και μεγάλο· γιατί του χαλά τη γλώσσα του. Βλέπω εδώ κάτι μπόσικα πράμματα...
Και μου έδειξε την υπό ημερομηνίαν 24 Αυγούστου 1893 “Ακρόπολιν” εν ή περιείχετο μία ανταπόκρισις εκ Παρισίων κάποιου κ. Φραγκούδη.
- Δέτε την Ακρόπολι αυτή: “Πρέπει κατά τον κ. Ψυχάρην να λέγωμεν το δ ω μ ά τ ι αντί το δ ω μ ά τ ι ο ν”. Εγώ ποτέ δεν είπα το δωμάτι, ούτε το δωμάτιον
· αλλά είπα κ ά μ α ρ α πάντα. Και αυτό είνε το σωστό, γιατί το λένε· γιατί έχει την ιστορία του· είνε πολύ αρχαίο. Το αρχαίο είτανε κ ά μ α ρ α· το επήραν οι Λατίνοι και τόκαμαν κ ά μ ε ρ α· απ΄εκεί το πήραμε εμείς· γι΄αυτό είνε και παροξύτονο.
- Και είνε σωστό κ. Ψυχάρη;
- Σωστότατο! Ποτέ όμως δεν ρωτάνε. Παρατηρήσατε, σ΄όλα τα μέρη του κόσμου ότι δε ρωτά ο λαός και ο γραμματισμένος: “είναι σωστό αυτό που θα πω; και γιατί είνε σωστό”; αλλά το λέει επειδής το βρήκε. Μόνον στην Ελλάδα με τη γραμματική πάντα. Με τη γραμματική στο χέρι. “Είνε σωστό αυτό; όχι είνε ξένο! Πως θα το πω”; Ο λαός αυτά δεν τα προσέχει
· ούτε τα ξέρει· θα το κανονίσει αυτός γιατί έχει μέσα του τον κανόνα, θα τα σάξη, δε θα τα χαλάση· όπως λέει οι βουλευταίοι, θα πη ο παθός αντί παθών.
Εμείς που γράφομεν, που κάμνομεν κάτι ρωμάντζα, μυθιστορήματα, πρέπει να τα συλλογιζόμαστε. Εμείς δεν είμεθα δάσκαλοι· εμείς περιπατούμε στο δρόμο· για τη ζωή γράφομε· γι΄αυτό είπα κι΄εγώ και οι άλλοι ότι από τη φιλολογία θα βγη φως! Πρέπει ν΄ακολουθούμε το λαό, το λαό και μόνο... Ε! Σαν παραπολλά είνε... Μα αγκαλά, σεις γράφετε με τη γραμμή στο “Άστυ” να σας πω κι΄άλλα· τι θέλετε;

Αισθητικαί θεωρίαι

- Επί ποίων φιλολογικών βάσεων στηρίζεται το νέον σας ρωμάντζο το “Δώρον του Γάμου”; Ημπορείτε να μου ειπήτε συντόμως την αισθητικήν σας;
- Το ζήτημα θα σας το πω με δυό λόγια. Πρέπει να προσέχη στην ψυχή κανείς, και όχι στον τόπο που κάθεται. Αντίς κανείς να πάη, άξαφνα, στη Νάξο, να καθήση σ΄ένα μέρος ψηλά σ' ένα βουνό, να διή τη θάλασσα, τον κάμπο και να περιγράψη
· κάθεται, κανείς, να πούμε, μέσα στη ψυχή· κ΄έκεί κοιτάζει θάλασσα, κάμπο, βουνά, κ΄εκείνα περιγράφει. Ξέρω κι΄έγώ· έτσι με φαίνεται καλό· γιατί αυτά τα ψυχολογικά πρέπει να είνε γενικά πράμματα· για να μπορέση κι΄ο Γάλλος, κι΄ο Ρωμηός και ο Άγγλος, όλοι να τα διαβάσουν. Στο Παρίσι τόρα βαρέθηκαν τον Ζολά και τον Λωτή· γιατί περιγράφουν πολλά. Δεν λέω πως δεν τους θαυμάζουν· τα βαρέθηκε ο κόσμος. Τον Ονέ πειά ούτε λέγουν τ΄όνομά του· ποιός τον λογαριάζει. Τους βαρέθηκε ο κόσμος. Δεν τα λέω αυτά επειδή τάχω κακά με το Ζολά εγώ· όχι! Κι΄εγώ όπως και οι άλλοι έγραψα για τον “Δόκτωρα Πασκάλ”· και μ΄έστειλε γράμμα και με είπε πως μόνο εγώ έγραψα, ό,τι έπρεπε να πουν για τον “Πασκάλ”. Είπα στο άρθρο μου ότι ο Ζολά περιγράφει ολιγώτερο στον “Δόκτωρα Πασκάλ”. Ο “Δόκτωρ Πασκάλ” είνε συμβολισμός. Πάει να πη πως σ΄ότι μέρος κι΄αν ζούσε ο δόκτωρ Πασκάλ τα ίδια θα του τύχαιναν. Συλλογίστηκα κι΄εγώ σωστό είνε, σωστό δεν είνε να περιγράψη κανείς τη γεωγραφία της ψυχής, ας το πούμε έτδι· μόνον που η γεωγραφία η δική μου είνε ελληνική, ρωμαίικη. Οι Ρωμηοί ζουν· είνε έθνος λαμπρό. Αυτούς θέλουν και στο Παρίσι· αυτούς κ΄εμείς να περιγράψουμε. Αυτό πρέπει να γίνη· αυτό να προσπαθήσουμε· εννοώ την ψυχή της Ρωμηοσύνης· αυτός είνε ο κόπος, η δουλειά.

Το “Κρινάκι της Αμμουδιάς”

- Τόρα θα γράψετε τίποτε άλλο;
- Ναι! Έχω στο μυαλό μου πολλά
· έχω ένα· στο μυαλό μου τόγραψα τόνομα· το έργο δεν έγραψα. Το λέω: το “Κρινάκι της Αμμουδιάς”. Στην αμμουδιά της Θεσσαλίας φυτρώνουν μερικά κρινάκια· και είνε πολύ νόστιμα. Θα το κάμω έτσι με πόθο, μ΄αρέσει ο τίτλος. Ότι κάμνει κανείς πρέπει με πόθο, με αγάπη να το κάνη.
- Πως θα το γράψετε;
- Θα το γράψω ρωμαίικα και θα το μεταφράσω.
- Ούτω γράφετε πάντοτε;
- Πάντοτε γράφω έτσι
· άμα δυσκολεύομαι φραντζέζικα γράφω ρωμαίικα. Γιατί από το ρωμαίικο στο φραντζέζικο συμφέρει πολύ· κάτι το καινούργιο θα φανή· και το ύφος το γαλλικό κερδίζει. Αλλά με τα ρωμαίικα αλήθεια κάνει κανείς κάτι. Να μη μεταφράση πολύ γαλλικό· να το φέρη με τρόπο· να έχη μυρωδιά ρωμαίικου. Κάπως ξανανοιώνει το ύφος· γιατί τα ρωμαίικα είνε λαμπρά. Ο Σενιέρ κάτι κατάφερε μ΄αυτό· από τα αρχαία εκείνος· εμείς τώρα από τα σημερινά... Τι άλλο να σας πω...

Ο βίος εν Παρισίοις

- Ό,τι θέλετε. Πως περνάτε στο Παρίσι;
- Στο Παρίσι λαμπρά
· είνε πατρίς μου. Και την Ελλάδα αγαπώ· καλά είνε να ταξειδεύει κάποτε κανείς σ΄αυτή· και ποιος δεν ταξείδευσε. Η Γαλλία είνε πατρίς μου, την αγαπώ· είμαι καθηγητής εκεί Γάλλος, και Γάλλος υπήκοος. Δε θέλησα όμως να πω “έχε γειά” στην Ελλάδα· γι΄αυτό βρήκα κι΄εγώ και γράφω ρωμαίικα. Το πήρα για χρέος μου· αλλ΄αυτοί εδώ το πήραν πολύ άσχημα.
- Δημοσιογραφείτε τακτικώς, ή εκτάκτως στο Παρίσι;
- Και τακτικά και έκτακτα
· έτσι κ'έτσι.
- Που γράφετε;
- Στο “Ντεμπά” κάποτε
· όπως κάμη το άρθρο· όπου ταιριάξη· για τον Καρκαβίτσα έγραψα στον “Χρόνο”. Γράφω στο “Φιγαρώ”· στο “Βολταίρ”.

Αι φιλολογικαί συνεντεύξεις

- Τώρα, δια τους συγχρόνους Έλληνας συγγραφείς δεν θα μου πήτε την γνώμην σας;
- Α! Όχι
· ό,τι είχα να πω το είπα· έστειλα γράμμα στο “Άστυ”. Σεις δεν είσαστε ο Μποέμ;
- Μάλιστα !
- Κάματε πολύ κακά να τα γράψετε τα ιντερβιού έτσι. Ότι σας έλεγαν το γράφατε
· ύστερα σεις πήγατε και κρυφά σε μερικούς· κι΄έτσι ό,τι έχει στο κεφάλι του κανείς και τα λέει σ΄ένα φίλο δεν τα γράφει στο χαρτί· κάματε κακά. Εγώ μάλιστα σας έγραψα στο γράμμα μου που μβήκε στο “Άστυ” και για σας· τ΄όνομά σας· μα σαν έμαθα πως τα γράφετε σεις, θύμωσα· κ΄είπα να το σβύσω,να μη το σβήσω; ... Θα πουν, είπα, πως τόκαμα από πάθος, και τάφησα. Δε μ΄αρέσαν αυτά τα ιντερβιού !. Πρέπει νάχη κανείς μέσα του λίγη δύναμη· να βρίσκη τι γράφουν και οι άλλοι· νέχη λίγο θαυμασμό· όχι να βρίζη· να χτυπά· όπως οι σύγχρονοι συγγραφείς· δεν λέω για ό,τι είπανε για μένα· πως δεν ξέρω τη γλώσσα. Γιατί βλέπουν μερικοί τύπους μέσα στα έργα μου· κ΄επειδής δε τους ξέρουν, λέγουν πως δεν εινε του λαού!. Πρέπει να χαίρεται κανείς για ό,τι καλό γράφεται. Εγώ διαβάζω ό,τι με στέλνουν· διαβάζω κάτι γραμμένο καλό και λέω: Α! Αυτό καλό! Καλλίτερα που τόγραψε αυτός και δεν τόγραψα εγώ...

Δια τας κυρίας

- Και πως την ευρήκατε την Αθήνα;
- Όμορφη
· όμορφη !
- Τι σας άρεσε περισσότερον;
- Όλα
· όλα· ο ουρανός, οι δρόμοι, τα σπίτια· φτάνει που είνε κ' Ακρόπολη! Εγώ τρέχω αυτές τις μέρες πόχει και δροσιά στους δρόμους· μ΄αρέσει. Εδώ όμως δε διαβάζουν· διαβάζουν ρωμάντζες;
- Διαβάζουν σατυρικάς εφημερίδας πολύ.
- Δεν διαβάζουν ρωμάντζες
· εμείς για τις κυρίες γράφουμε· πρέπει εκείνες να μας διαβάζουν· δε λέω για το λαό· δεν το λέω για μένα· το λέω για όλους. Την Αμαρυλλίδα του Δροσίνη δεν έπρεπε όλος ο κόσμος να την διαβάζη, όπως κι΄όλα τα ρωμαίϊικα έργα; Για πποούς πασχίζει, κοπιάζει κανείς; για τις γυναίκες· οι κυρίες να διαβάζουν. Είνε πολλές που διαβάζουν, μα κάτι περισσότερο έπρεπε ίσως.
Στη Γαλλία διαβάζουν· δουλεύουν. Στη Γαλλία παίρνει κανείς τη δουλειά κατάκαρδα· ό,τι γράψει, στίχους, ρομάντζα, θα βάλη την ψυχή του μέσα· θα τόχη δουλειά. Δε θα καθίση να γράψη κανείς όλα τα μπόσικα μάνι, μάνι. Εκεί το να γράφη κανείς τόχουν τέχνη και δουλειά, δουλειά και τέχνη. Όλος ο κόσμος εκεί και πολύ, πολύ. Και για να γράψη κανείς ρομάντζα ή να κάνη γλωσσολογικά, χρειάζεται πρώτα να προετοιμασθή, να μάθη, να ιδρώση. Άμα καθίση κανείς και πιάση το κονδύλι, ξέρετε, πως πρέπει να βάλη όλα τα δυνατά του· όχι μισά, μισά· βλέπετε γι΄αυτό κι΄εγώ σας λέγω· όχι μισά, μισά· γιατί μισή τέχνη δεν υπάρχει, δεν υπάρχει μισή ψυχή, δεν υπάρχει και μισή γλώσσα:...

Και ετελείωσε με την έκφρασιν ανθρώπου πεποίθησιν έχοντος εις το μέλλον, μη πτοουμένου από κατακρίσεις, αποβλέποντος μετά φιλοσοφικού τινος σκεπτικισμού προς τας επιθέσεις, με ήθος ανθρώπου ο οποίος ηξέυρει “ότι ό,τι έχει να γίνη θα γίνη” ετελείωσε, λέγων:

- Au revoir, φίλε μου.

Μποέμ


Πηγές

Για ένα "διαλεκτικόν ενσταντανέ": οι απαρχές του θεσμού της συνέντευξης με λογοτέχνες στην Ελλάδα και η συμβολή του Μήτσου Χατζόπουλου (1893-1911) - Βαλάντω Λάνδρου - Θεσσαλονίκη 2017

http://ikee.lib.auth.gr/record/295002/files/GRI-2017-20554.pdf


Φιλολογικοί περίπατοι” του Κωστή Μπαστιά, άρθρο της Μάρης Θεοδοσοπούλου στο “Βήμα” της 24 Νοεμβρίου 2008

https://www.tovima.gr/2008/11/24/books-ideas/arwma-mesopolemoy/