Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

Η ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΥΓΙΕΙΝΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΙ ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Έχω ξαναμιλήσει για το άκρως ενδιαφέρον - και δυσεύρετο - βιβλίο του Μάρκου Α. Γκιόλια "Το Εργατικό Κίνημα στην Ελλάδα και ο Κώστας Χατζόπουλος" (Εκδόσεις Π. Μοσχονά, Αγρίνιο 1996). Ένα θέμα που δεν έχει αναλυθεί αρκετά είναι η διαφορετική κατεύθυνση που πήρε με το πέρασμα του χρόνου η αρχικά παράλληλη ιδεολογική πορεία των δύο αδελφών Κώστα και Δημήτρη. Από τον άκρατο νιτσεϊσμό και ελιτισμό της εποχής της “Τέχνης” και του “Διόνυσου” μετά από δέκα σχεδόν χρόνια οι αδελφοί Χατζόπουλοι βρέθηκαν απόστολοι της κοινωνικής ισότητας και αλλαγής, με διαφορετική βέβαια απόχρωση ο ένας από τον άλλο. Το απόσπασμα από το βιβλίο του Γκιόλια που παραθέτω εξιστορεί τη γένεση του ενδιαφέροντος των Χατζόπουλων για το “κοινωνικό πρόβλημα”, περιγράφει το πέρασμά τους στη σοσιαλιστική ιδεολογία και αναλύει με κάθε λεπτομέρεια την κατοπινή τους διαφοροποίηση.
Γ.Χ.

Δημήτριος Χατζόπουλος

Από το βιβλίο του Μάρκου Α. Γκιόλια "Το Εργατικό Κίνημα στην Ελλάδα και ο Κώστας Χατζόπουλος" (Εκδόσεις Π. Μοσχονά, Αγρίνιο 1996).

Ο Κώστας Χατζόπουλος σε αναφορά με άλλες εργατοσυνδικαλιστικές και κοινωνιστικές κινήσεις
Η «Σοσιαλιστική Συνδικαλιστική Οργάνωσις» και ο Δημήτριος Χατζόπουλος. Ιδεολογικές διαφοροποιήσεις των δυο αδελφών

... Μεγάλη επιρροή αποκτά στη θεωρία και την πρακτική του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος κατά την πρώτη δεκαετία του K' αιώνα ο αναρχοσυνδικαλισμός. Πρόκειται για ένα ρεύμα, που αναπτύσσεται και διαμορφώνεται πάνω στις επαναστατικές παραδόσεις του προυντονισμού, του μπλανκισμού και του μπακουνισμού. Μετά τη Συνδιάσκεψη και τον περίφημο Χάρτη της Αμιένης (Charte d’Amiens) του 1906, ο αναρχοσυνδικαλισμός οργανώνει επίθεση εναντίον του μαρξισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, κερδίζοντας την ιδεολογική υπεροχή στο διεθνές εργατικό κίνημα[1]. Ο σημαντικότερος θεωρητικός του εκπρόσωπος την εποχή αυτή είναι ο George Sorel, που εξακολουθεί ωστόσο να ονομάζει τον εαυτό του μαρξιστή[1].
Τί ακριβώς πρεσβεύει ο αναρχοσυνδικαλισμός; Καταρχήν στηρίζεται απόλυτα στα συνδικάτα. Υποστηρίζει πως το μεγάλο όπλο για την ανατροπή του καπιταλισμού είναι η γενική απεργία[1], απορρίπτοντας την πολιτική και κοινοβουλευτική δράση. Αποδίδει μεγάλη σημασία στην αξία της λεγόμενης «μαχητικής μειοψηφίας», δηλαδή των μικρών θαρραλέων ομάδων, για την υπεράσπιση των συμφερόντων της εργατικής τάξης. Θεωρεί πως τα συνδικάτα θα είναι οι παραγωγικές οργανώσεις και στη μελλοντική κοινωνία. Κηρύσσει το σύνθημα «καμιά πολιτική στα συνδικάτα». Αποδοκιμάζει τα πολιτικά κόμματα και τη συμμετοχή στις εκλογές και στα κοινοβούλια. Τέλος καλλιεργεί τη δυσπιστία προς τους πολιτικούς αγώνες και αναγορεύει τους συνδικαλιστές ως μόνους ποδηγέτες της κοινωνίας[1].
Ο αναρχοσυνδικαλισμός, γέννημα και θρέμμα πρωτίστως του γαλλικού εργατικού κινήματος, έχει και στην Ελλάδα τις απηχήσεις του. Εισηγητής της συνδικαλιστικής θεωρίας και πράξης στο ελληνικό εργατικό κίνημα θεωρείται κατά την εποχή αυτή ο Δημ. Χατζόπουλος, μικρότερος αδερφός του Κώστα. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται ο Δημ. Χατζόπουλος από τους συγχρόνους του κοινωνιστές ιδεολόγους ως «αρχισυνδικαλιστής»[2]. Τη συμπάθειά του προς τον συνδικαλισμό ο Δημ. Χατζόπουλος δείχνει από τη νεαρή του ακόμα ηλικία.
Σε μια σειρά άρθρων του στην εφημερίδα Άστυ του 1894, ο Δημ. Χατζόπουλος ασχολείται διεξοδικά με τα εργατικά επαγγέλματα της ελληνικής πρωτεύουσας, τις ανθυγιεινές συνθήκες εργασίας, τα προβλήματα στέγασης και διατροφής των εργατών, τα σωματεία, τις απεργίες. Επίσης καταγράφει κάποια πολύτιμα στατιστικά στοιχεία για τα αθηναϊκά εργοστάσια, τους εργάτες και τις εργάτριες ορισμένων κλάδων, τα ημερομίσθια, την παραγωγή, ενώ αναφέρεται και στην ιστορική εμφάνιση μερικών επαγγελμάτων. Και είναι τότε ο Δημ. Χατζόπουλος μόλις είκοσι δύο ετών. Πολλά από τα στοιχεία αυτά χρησιμεύουν ως γνωσιακό υλικό για το εργατικό κίνημα και στον Κώστα Χατζόπουλο.
Ιδιαίτερη συμπάθεια εκδηλώνει ο Δημ. Χατζόπουλος για τους τυπογράφους, που αρκετοί είναι «σοσιαλισταί» και οι «περισσότερον ανεπτυγμένοι» από τους άλλους εργάτες, ενώ εξαίρει τη σωματειακή τους οργάνωση και τον απεργιακό τους αγώνα για την αύξηση «κατά 50% του ημερομισθίου των»[3]. Για τους σιδεράδες γράφει πως εργάζονται από το πρωί ίσαμε το βράδυ και «ζουν και τρέφονται» με μεγάλες στερήσεις. Σε κάθε εργαστήριο απασχολούνται 5 περίπου εργάτες, ενώ τα ¾ του συνόλου τους έχουν «πολυμελείς οικογενείας». Τα σιδεράδικα δεν είναι δικά τους, αλλά τα ενοικιάζουν με πολύ υψηλό μίσθωμα[4].
Ανάλογη είναι η κατάσταση των εργατών και στα επιπλοποιεία. Στην Αθήνα, λέγει ο Δημ. Χατζόπουλος, υπάρχουν 15 επιπλοποιεία, που μερικά έχουν ατμοκίνητα μηχανήματα και απασχολούν 1.500 εργάτες με ημερομίσθιο για τους εξειδικευμένους 7 δραχμές. Επίσης υπάρχουν 10 ταπετσαρίες και 2.000 μαραγκοί με ημερομίσθιο 4 δραχμές. Όλοι αυτοί εργάζονται «καθ’ όλην την ημέραν» και ζουν πολύ «στενοχωρημένα»[5], ενώ δεν είναι οργανωμένοι σε επαγγελματικούς «συνδέσμους» για να πιέζουν την εργοδοσία προς αύξηση των αποδοχών τους.
Εξίσου ζωηρά ενδιαφέρουν τον Δημ. Χατζόπουλο και οι εργάτες στα μαρμαράδικα. Στην Αθήνα υπάρχουν 5 μεγάλα μαρμαρογλυφεία, που απασχολούν 300 εξειδικευμένους τεχνίτες. Η ετήσια πρόσοδος από τη μαρμαρογλυφία ανέρχεται σε 500.000 δραχμές. Επίσης στα λατομεία μαρμάρων εργάζονται 500 εργάτες, που κατοικούν σε ανθυγιεινά «υπόγεια» και τρώγλες, πληρώνοντας μηνιαίο μίσθωμα ως 20 δραχμές. Κι εδώ ο χρόνος εργασίας μετριέται με το μήκος της ημέρας[6].
Όσο για τη βιομηχανία της υποδηματοποιίας, αυτή τονίζει ο Δημ. Χατζόπουλος ακμάζει πραγματικά, αλλά η κατάσταση των εργατών δεν είναι καλύτερη. Στα μεγάλα καταστήματα εργάζονται 40-45 εργάτες και 15 εργάτριες, που «πληρώνονται κατ’ αποκοπήν». Το ημερομίσθιο για τους τεχνίτες σανδαλοποιούς είναι 4-5 δραχμές, ενώ για τους τσαρουχάδες 2,30 δραχ. Οι υποδηματοποοί ιδρύουν το 1848 το σωματείο τους, που τώρα αριθμεί 600 μέλη. Το 1858 κάνουν την πρώτη απεργία τους, ενώ το 1882 τη δεύτερη, που κρατάει δυο μήνες[7].
Για τα πολυάριθμα εργατικά ατυχήματα, επισημαίνει ο Δημ. Χατζόπουλος, δεν λαμβάνεται καμιά πρόνοια ή προστασία. Τραγική είναι η κατάσταση των οικοδόμων, που τραυματίζονται κατά την εκτέλεση της εργασίας τους. Εγκαταλείπονται χωρίς ιατρική περίθαλψη, αποζημίωση ή σύνταξη και ζουν «επαιτούντες»[8]. Ασύδοτη εξάλλου είναι η εκμετάλλευση της γυναικείας και παιδικής εργασίας στους διάφορους τομείς της παραγωγής. Στα εργαστήρια της «λαιμοδετοποιίας» απασχολούνται ως εργάτριες πολλές ώρες την ημέρα κορίτσια των 7 ετών[9].
Επίσης ο Δημ. Χατζόπουλος ασχολείται με τους εργάτες και τις εργάτριες και σε άλλους τομείς: Στα κιβωτοποιεία[10], στα καπελλάδικα[11], στα κουρεία[12], στα γαλακτοπωλεία[13], στα κρεοπωλεία[14], στη μυροποιία[15], στη ζαχαροπλαστική βιομηχανία[16], στα βιβλιοδετεία[17]. Για όλες αυτές τις κατηγορίες των εργαζομένων ο νεαρός Δημ. Χατζόπουλος μιλάει με την ίδια κοινωνική ευαισθησία. Τα κείμενά του, που διακρίνονται και για την ποιότητα του λόγου, δείχνουν ακόμα μια ψυχική επαφή με το αντικείμενό του, πέρα από την κοινωνική προσέγγιση και τη γνωσιακή του ενημέρωση για τα εργατικά επαγγέλματα.
Οι εμπειρίες και οι γνώσεις που συγκομίζει ο Δημ. Χατζόπουλος από τη μελέτη της ζωής και των προβλημάτων των Ελλήνων εργατών, αποτελούν ως ένα βαθμό τις πρώτες καταβολές για την κατοπινή ιδεολογική του πορεία. Όταν ο ίδιος μεταβαίνει αργότερα στη Γερμανία, έχει ήδη μια συγκεκριμένη εικόνα για την κατάσταση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα. Έτσι έλκεται ευκολότερα προς τον σοσιαλισμό. Μελετάει διάφορα μαρξιστικά κείμενα και οι άμεσες γνώσεις του από «τάς εργαζομένας Αθήνας» αξιολογούνται στο πλαίσιο μιας κοινωνιστικής αντίληψης. Κατά την παραμονή του στο Βερολίνο, το 1910, ο Δημ. Χατζόπουλος δραστηριοποιείται στους κόλπους του εργατικού συνδέσμου Πρόοδος, κάνοντας διαλέξεις περί συνδικαλισμού και σοσιαλισμού.
Ο ιδεολογικός δρόμος που ακολουθεί ο Δημ. Χατζόπουλος έχει το χαρακτηριστικό μιας ιδιαίτερης τάσης μέσα στο ελληνικό εργατικό κίνημα. Όταν ο Γιαννιός προτείνει στον Κώστα Χατζόπουλο να έρθει και να μπει επικεφαλής για τη συγκρότηση του ΣΚΑ, εκείνος του συστήνει τον Ιανουάριο του 1911 ως συνεργάτη τον αδερφό του, που προετοιμάζεται να κατέβει από το Βερολίνο στην Ελλάδα. Η σύσταση όμως ενέχει και μια ουσιαστική επιφύλαξη, γιατί ο ίδιος δεν γνωρίζει πώς ακριβώς αντιλαμβάνεται τον σοσιαλισμό: «Όταν πρότεινες να κατέβω εγώ στη θέση σου, έγραψα του αδερφού μου στο Βερολίνο αν το αποφασίζει αυτός. Φαίνεται θα κατέβει τον άλλο μήνα. Μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του. Πώς αντιλαμβάνεται το σοσιαλισμό δεν ξέρω» (Β, α, 20).
Το θέμα μένει σ’ εκκρεμότητα. Ύστερα από δυο μήνες, τον Μάρτιο του 1911, ο Κώστας Χατζόπουλος γράφει και πάλι από το Μόναχο: «Μεθαύριο προσμένω και τον αδερφό μου να περάσει αποδώ κατεβαίνοντας αυτού. Θα του πω ό,τι πρέπει. Έχω τρία χρόνια να τόνε δω και δεν ξέρω πως θα τόνε βρω» (Β, α, 21). Προς τον ίδιο σκοπό ο Κώστας Χατζόπουλος γράφει και στον Σπύρο Μελά, συντάκτη του Χρόνου, καθώς και σε άλλους λογίους των Αθηνών (Β, α, 21).
Όταν τον Μάιο του 1911 συγκροτείται το ΣΚΑ, ο Δημ. Χατζόπουλος συμμετέχει ως ιδρυτικό μέλος, σύμφωνα με τις υποδείξεις του αδερφού του. Ο ίδιος όμως είναι ήδη προσανατολισμένος στη συνδικαλιστική εκδοχή του σοσιαλισμού. Τον ίδιο χρόνο αποχωρεί από το ΣΚΑ και ιδρύει την Σοσιαλιστικήν Συνδικαλιστικήν Οργάνωσιν (ΣΣΟ), κατά το πρότυπο του γαλλικού ερβεϊσμού. Στην κίνηση εντάσσονται ο Σπ. Μελάς, ο δημοσιολόγος Άριστος Αρβανίτης, ο Ηρ. Αποστολίδης, ο τυπογράφος Ιωσήφ και κάποιοι άλλοι, που αυτονομούνται από το ΣΚΑ και υποστηρίζουν αποκλειστικά τη συνδικαλιστική πορεία του εργατικού κινήματος.
Το ιδεολογικό πρόταγμα για τον Δημ. Χατζόπουλο αποτελεί η επαγγελματική οργάνωση των εργατών, αρχή που προτάσσουν και οι Ευρωπαίοι θεωρητικοί του συνδικαλισμού. Σε δυο ομιλίες του, που οργανώνονται από την Εταιρία των Γραμμάτων, ο Δημ. Χατζόπουλος αναπτύσσει τις αντιλήψεις του για τον σοσιαλισμό και τους δυο δρόμους για την πραγματοποίησή του: Ο πρώτος είναι με «το μέσο της πολιτικής αντιπροσωπείας στις διάφορες Βουλές». Ο δεύτερος δρόμος βασίζεται στη δύναμη των συνδικάτων και την αγωνιστικότητα των εργατών. Κι αυτό κρίνεται ως «στοιχείο απαραίτητο για το μη λοξοδρόμημα της Ιδέας σε αστικές στράτες»[18]. Και βεβαίως ο Δημ. Χατζόπουλος προκρίνει τον δεύτερο δρόμο.
Ως εκπρόσωπος των Ελλήνων «συνδικαλιστών» της εποχής, ο Δημ. Χατζόπουλος έγραφε σε υψηλούς τόνους: «Ο συνδικαλισμός κατέκτησε την Γαλλίαν, την Ιταλίαν και συναντά πεισματικήν αντίδρασιν εις τάς γερμανικάς χώρας». Ο ίδιος εκτιμούσε ότι «ο επιστημονικός σοσιαλισμός του ΙΘ́ αιώνος υπήρξεν η τραγικωτέρα κωμωδία της ζωής κατά τους τελευταίους χρόνους». Γι’ αυτό και «οι εργάται έπαυσαν να πιστεύουν εις αυτόν». Έτσι «προήχθη το συνδικάτον», που «επέτυχε το ακατόρθωτον, να δημιουργήση μεταξύ των εργατών πλήρεις επαναστατικάς συνειδήσεις, από τα πλήθη, από τον όχλον»[19].
Αποσαφηνίζοντας περισσότερο τις θέσεις του για την τακτική και την ουσία του συνδικαλισμού, ο Δημ. Χατζόπουλος τόνιζε επιπλέον: «Δια να κατανικήση ο εργάτης τον εχθρόν του, το κεφάλαιον, δεν χρειάζεται εμμέσους μεθόδους, αλλά την άμεσον δράσιν, την γενικήν απεργίαν, την αυτοκινητοποίησιν της εργατικής τάξεως […]. Ο συνδικαλισμός κατά τούτο αντιτίθεται του σοσιαλισμού, ότι ζητεί την πίστιν, ενώ εκείνος την ξυραφίζει· ο συνδικαλισμός κατά τούτο συνταυτίζεται με τον χριστιανισμόν, ότι είναι μυστικοπάθεια και αντιτίθεται αυτού ως μέσον ενεργείας, θέλει την αμείλικτον πάλην αντί της απεριορίστου αγάπης»[19].
Αναγνωρίζει ο Δημ. Χατζόπουλος ότι από τον «αρχαιοτάτον ιστορικόν βίον», ο «τρόπος παραγωγής εκάστης κοινωνίας κανονίζει και τον βαθμόν, την έντασιν και την έκτασιν της πάλης των τάξεων». Το κράτος «απομένει μια ρητή εκδήλωσις της βίας της κρατούσης τάξεως επί των λοιπών τάξεων». Επικαλούμενος τις επιστολές του Engels, γράφει πώς «ο ιστορικός υλισμός δεν είναι το ασφαλές κλειδί» για την κατανόηση του «πολυσυνθέτου φαινομένου της ιστορίας του κόσμου». Το «οικονομικόν αίτιον παίζει σημαντικόν ρόλον εις την ιστορίαν», αλλά υφίσταται και τούτο ποικίλες «επιδράσεις πολιτικών, θρησκευτικών, κλιματολογικών, γεωγραφικών, πατριωτικών, ψυχικών, πνευματικών, ηθικών συλλήβδην αιτίων», που οδηγούν αναπόφευκτα «τους εργάτας εις ταξικάς
συγκρούσεις»[20].
Οι διάφορες τάσεις του ευρωπαϊκού αναρχοσυνδικαλισμού εναντίον της πολιτικής δράσης και των κοινοβουλευτικών θεσμών διαχύνονται και σε άλλα στελέχη της Συνδικαλιστικής Οργανώσεως. Ο Σπ. Μελάς γράφει για τον ρόλο των «συνδικαλιστικών μειοψηφιών» και τον «χρεωκοπημένον κοινοβουλευτισμόν». Τονίζει πώς οι συνδικαλιστές είναι «μια μειοψηφία εκλεκτών, οι οποίοι άλλο δεν περιμένουν παρά την ευκαιρίαν ν’ ανατρέψουν από τα θεμέλια, μ’ έναν βίαιον τιναγμόν, μ’ ένα ηρωικόν κίνημα το σάπιον οικοδόμημα της παλαιάς κοινωνίας». Κι αυτοί «οι σοσιαλισταί βουλευταί δεν είναι κατά βάθος παρά μετημφιεσμένοι αστοί, εκμεταλλευταί του εργάτου πολύ χειρότεροι». Οι συνδικαλιστές αποτελούν μειοψηφία και «δια τούτο είναι βέβαιοι δια την νίκην. Τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα υπήρξαν έργα των μειοψηφιών»[21].
Από την πλευρά του ο Ηρ. Αποστολίδης, ενταγμένος επίσης στην ίδια οργάνωση, εκφράζει ανάλογες αναρχοσυνδικαλιστικές απόψεις. Δηλώνει πως είναι «συνδικαλιστής» και «αριστερός» μ’ αυτή τη σημασία: «Παντού υπήρξα αριστερός, συνδικαλιστής, άκαμπτος, αδιάλλακτος, ασυμβίβαστος, στραβόξυλο. Σοσιαλαρχηγός μόνον δεν υπήρξα ποτέ, αλλά, τουναντίον, παντού και πάντοτε εκαλλιέργησα την δυσπιστίαν κατά των διανοουμένων κατεργαρέων, ως μόνην εξασφαλίζουσαν τους εργάτας από πάσης εκμεταλλεύσεως»[22].
Οι αναρχοσυνδικαλιστικές απόψεις, που επιζητούν ερείσματα στο ελληνικό εργατικό κίνημα, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την μαρξιστική θεώρηση του Κώστα Χατζόπουλου για τον σοσιαλισμό. Αυτό εξάλλου και τον διαφοροποιεί σε βάθος από τις ιδεολογικές θέσεις του αδερφού του για το εργατικό κίνημα. Είναι άλλωστε γνωστή η καταδικαστική θέση του Κώστα Χατζόπουλου για τον «αστικοαναρχικό σοσιαλισμό του Προυντόν» (Α, 12). Ο ίδιος όμως ο Κώστας Χατζόπουλος αποφεύγει εξαιτίας του αδερφού του την ανοιχτή συζήτηση ή αντιπαράθεση με τους «συνδικαλιστές» των Αθηνών.
Όταν ο γραμματέας του ΣΚΑ ζητάει από τον Κώστα Χατζόπουλο μια δημόσια δήλωση αποδοκιμασίας κατά της «Συνδικαλιστικής Οργανώσεως» του αδερφού του, εκείνος του απαντάει πως τα ζητήματα αυτά δεν λύνονται με τέτοιο τρόπο: «Και το λες σοβαρά πως μια δική μου δήλωση “θα σάρωνε” το συνδικαλισμό του αδερφού μου; Αν είμουνα αυτού και λάβαινα, όπως και θα γινότανε, μέρος στην κίνησή σας βέβαια, θα’ρχόμουνα σε σύγκρουση με τον αδερφό μου. Μα από δω, όσο μάλιστα δεν ξέρω τίποτε θετικότερο για την ενέργειά του, δεν έχω διαβάσει ούτε λέξη από όσα γράφει, πώς να βγω στη μέση σα μανιτάρι που δεν το φύτεψε κανείς» (Β, α, 32).
Σε άλλη απάντησή του προς την ηγεσία του ΣΚΑ, ο Κώστας Χατζόπουλος δίνει το γενικότερο στίγμα για τον ρόλο του ευρωπαϊκού αναρχοσυνδικαλισμού και την πολεμική του κατά του κοινοβουλευτισμού: «Οι καθαροί σοσιαλιστές έχουνε τη μεγαλύτερη πολιτική προσοχή των στην κατάχτηση του κοινοβουλίου. Εκείνοι που πολεμούνε τον κοινοβουλευτισμό είναι οι συντικαλιστές, που στη Γαλλία λ. χ. κάνουνε προπαγάντα στους εργάτες να μην ψηφίζουνε, με την ιδέα πως το ανακάτωμα στην πολιτική διαφτείρει τους χαρακτήρες. Εδώ στη Γερμανία η συνδικαλιστική κίνηση δεν παίζει απόλυτα κανένα πραχτικό ρόλο» (Β, α, 36).
Με τις απαντήσεις του αυτές ο Κώστας Χατζόπουλος τοποθετείται ουσιαστικά απέναντι στην Συνδικαλιστικήν Οργάνωσιν του αδερφού του. Αντίθετα προς την εδραίωση των πολιτικών μορφών οργάνωσης του εργατικού κινήματος, η «συνδικαλιστική» κίνηση του Δημ. Χατζόπουλου ακολουθεί τη δική της ανεδαφική κατεύθυνση, που τροφοδοτείται από τα ομόλογα ρεύματα των χωρών της λατινικής Ευρώπης. Γι’ αυτό και δεν βρίσκει απήχηση σε πλατύτερα εργατικά στρώματα. Δραστηριοποιείται στις ιδεολογικές παρυφές του εργατικού κινήματος.
Ορισμένες φορές η Σοσιαλιστική Συνδικαλιστική Οργάνωσις επιχειρεί και δυναμικές παρεμβάσεις στις πολιτικές εξελίξεις. Κι όχι σπάνια τα μέλη της λύνουν με καρεκλιές τις διαφορές με τους πολιτικούς αντιπάλους τους. Όταν ιδρύεται το ΕΚΑ, ο Δημ. Χατζόπουλος προβαίνει ήδη σε μια ανάλογη ενέργεια. Συγκεντρώνει τους οπαδούς του συνδικαλιστές κι αποφασίζουν να εισβάλουν βιαίως στην αίθουσα των εργασιών, με σκοπό ν’ αποδοκιμάσουν την υιοθέτηση της πολιτικής του «κρατικού σοσιαλισμού» από τους Φιλελευθέρους. Εμποδίζεται όμως η είσοδός τους και τελικώς αποσοβούνται τα επεισόδια.
Απέναντι στην Συνδικαλιστικήν Οργάνωσιν του Δημ. Χατζόπουλου, το ΣΚΑ αντιτάσσει τη θέση ότι μόνο με την «πολιτική οργάνωση» είναι δυνατή η ποδηγέτηση των εργατών και η απελευθέρωση της κοινωνίας από τα «νύχια του κεφαλαιοκρατισμού»[23]. Πρόκειται για θέση που ο Κώστας Χατζόπουλος καλλιεργεί ήδη από το 1908 στο ελληνικό εργατικό κίνημα (Α, 3). Στο πλαίσιο της «συνδικαλιστικής σχολής» κινείται ο Δημ. Χατζόπουλος κι ως πρόεδρος του σωματείου των δημοσιογράφων[24]. Τέλος ο ίδιος, αφού επαναβεβαιώνει τις πεποιθήσεις του[25], απόσύρεται από την ενεργό δράση, διατηρώντας πάντοτε τον τίτλο του «αρχισυνδικαλιστή» στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος.

Σημειώσεις
[1] W. Z. Foster, Ιστορία ΠΣΚ, σσ.155-157, 192-193, 201-202. Του Ίδιου, Τρείς Διεθνείς σσ.200-202.
[2] Ν. Γιαννιού, Απάντηση. «Σοσιαλιστικά Φύλλα», τχ 10 (Νοέμβρ. 1916), σ. 17. Πρβλ. «Νουμάς», φ. 696 (8.8.1920), 91.
[3] «Το Άστυ», φ. 1160 (16.2.1894), 1-2.
[4] Μποέμ {=Δ. Χατζόπουλου}, Σιδηρουργεία και σιδηρουργοί. «Το Άστυ», φ. 1144 (31.1.1894), 1.
[5] Μποέμ {=Δ. Χατζόπουλου}, Επιπλοποιοί, μαραγκοί και καθεκλοποιοί. «Το Άστυ», φ. 1145 (1.2.1894), 1-2.
[6] Μποέμ {=Δ. Χατζόπουλου}, Μάρμαρα και μαρμαράδες. «Το Άστυ», φ. 1146 (2.2.1894), 1-2.
[7] Μποέμ {=Δ. Χατζόπουλου}, Υποδηματοποιοί, σανδαλοποιοί, τσαρουχάδες. «Το Άστυ», φ. 1151 (7.2.1894), 2.
[8] Μποέμ {=Δ. Χατζόπουλου}, Οι κτίσται και η τοιχοποιΐα. «ΤοΆστυ», φ. 1162 (18.2.1894), 1-2.
[9] Μποέμ {=Δ. Χατζόπουλου}, Η λαιμοδετοποιΐα. «Το Άστυ», φ. 1157 (13.2.1894), 1-2.
[10] Μποέμ {=Δ. Χατζόπουλου}, Οργανοποιοί, κιβωτοποιοί και φερετροποιοί. «Το Άστυ», φ. 1165 (21.2.1894), 2.
[11] Μποέμ {=Δ. Χατζόπουλου}, Καπελλάδικα και καπελλάδες. «Το Άστυ», φ. 1170 (26.2.1894), 1-2.
[12] Μποέμ {=Δ. Χατζόπουλου}, Κουρεία και κουρείς. «Το Άστυ», φ. 1172 (28.2.2894), 1-2.
[13] Μποέμ {=Δ. Χατζόπουλου}, Γαλακτοπωλεία και γαλακτοπώλαι. «Το Άστυ», φ. 1174 (2.3.1894), 1-2.
[14] Μποέμ {=Δ. Χατζόπουλου}, Η αγορά των Αθηνών, κρεοπωλεία και κρεοπώλαι. «Το Άστυ», φ. 1191 (19.3.1894), 1 και φ. 1192 (20.3.1894), 2.
[15] Μποέμ {=Δ. Χατζόπουλου}, Μυρεψοί και μυροποιεία. «Το Άστυ», φ. 1198 (26.3.1894), 1-2.
[16] Μποέμ {=Δ. Χατζόπουλου}, Ζαχαροπλαστεία και ζαχαροπλάσται. «Το Άστυ», φ. 1201 (29.3.1894), 1-2.
[17] Μποέμ {=Δ. Χατζόπουλου}, Λιθογράφοι και βιβλιοδέται. «Το Άστυ», φ. 1156 (12.2.1894), 1-2.
[18] Επιθεωρητή {=Ρ. Γκόλφη}, Κοινωνικές ομιλίες. «Νουμάς» 9 (1911), σ.269. Πρβλ. Μάρκου Αυγέρη, Οι σοσιαλισταί και αι εν Ελλάδι αλήθειαι. «Γράμματα» 1
(1911-1912), σσ.317-321.
[19] Δ. Χατζόπουλου {=Μποέμ}, Σοσιαλισμός και συνδικαλισμός. «Καιροί», φ. (14.5.1914), 1.
[20] Δ. Χατζόπουλου, Σκέψεις επί της οργανώσεως της εργαζομένης αστικής τάξεως. «Νεοελληνική Επιθεώρησις» 3 (1919), σσ.90-96.
[21] Σπ. Μελά, Συνδικαλισταί. «Χρόνος», φ. (11.2.1912), 1. Πρβλ. του Ίδιου, Κοινωνία και Βουλή, «Χρόνος», φ. (7.11.1912), 1· Οι εκμεταλευταί, «Χρόνος», φ.
(30.5.1912), 1· Μάθημα προς εργάτας, «Χρόνος», φ. (15.12.1912), 1.
[22] «Άμυνα», φ. (21.8.1920), 1 {«Δια τον κ. Πετσόπουλον»}.
[23] «Νουμάς» 13 (1915), 12 {«Δυο ομιλίες»}.
[24] «Σοσιαλιστικά Φύλλα», φ. 10 (1916), σ. 17.
[25] «Νεοελληνική Επιθεώρησις», 3 (1919), σσ.90-96.

Πηγή:

https://ngnm.vrahokipos.net/index.php?option=com_content&view=article&id=115:%CF%83%CE%BF%CF%83%CE%B9%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BF%CF%81%CE%B3%CE%AC%CE%BD%CF%89%CF%83%CE%B9%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%AE%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CF%87%CE%B1%CF%84%CE%B6%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82&catid=17&Itemid=173

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2022

ΑΓΡΙΟΖΩΗ –του ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Από το βιβλίο «Ντόπιες ζωγραφιές» του Δημήτρη Χατζόπουλου που κυκλοφόρησε το 1896 διαλέγω ένα χαρακτηριστικό σύντομο διήγημα, την «Αγριοζωή» που μιλάει για την Καρίτσα Ευρυτανίας. Οι «Ντόπιες ζωγραφιές» δεν ήταν η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Χατζόπουλου, δυο χρόνια πρωτύτερα,  όταν ο συγγραφέας ήταν μόλις  22 χρονών,  είχαν κυκλοφορήσει τα «Αγριολούλουδα».

Από πολύ νεαρή ηλικία ο Χατζόπουλος είχε αρχίσει την εξερεύνηση των περιοχών γύρω από την ιδιαίτερή του πατρίδα, κάνοντας όλο και πιο μακρινές και κοπιαστικές περιηγήσεις, οργώνοντας σπιθαμή προς σπιθαμή την Αιτωλοακαρνανία και Ευρυτανία. Ακούραστος πεζοπόρος, ορειβάτης, «επαγγελματίας φυσιολάτρης»  όπως έλεγε ο ίδιος, έγινε και ερασιτέχνης αρχαιολόγος, ιστορικός και λαογράφος, καταγράφοντας ότι ιδιαίτερο και περίεργο συναντούσε ή ανακάλυπτε. Δεκαετίες αργότερα κατάφερε να εκμεταλλευτεί αυτή του την κλίση με τη δημιουργία της καθημερινής στήλης του «Πεζοπόρου» στην εφημερίδα «Άστυ» το 1919, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία.
Γ.Χ.

Από το βιβλίο "Ντόπιες ζωγραφιές", Αθήνα, τυπογραφείο Αναστάση Τρίμη, 1896

ΑΓΡΙΟΖΩΗ

Γύριζα στ' άγρια βουνά μέρες, τα μάτια μου είχαν χορτάση από την αγριότη, από το μεγαλείο, από το θάμπωμα πρωτογεννημένης φύσης. Κι όμως τέτοιον αγριότοπο, τέτοια κακοτοπιά δεν είχα δη ακόμα. Αδύνατο να την στοχαστή η φαντασία, να την ιστορίση η πέννα, το μάτι να την υποφέρη κι η ψυχή να την απολάψη. Ξεππέζεψα απ' το μουλάρι μου, έδωσα το καπίστρι του στον αγωγιάτη, και μουλάρι κι αγωγιάτης τράβηξαν μπροστά. Το μονοπάτι στένευε σαν κορδέλλα, σα σκοινί από κει και κάτω· φοβερό στεφάνι, θαμπή ψιλή και κρύα η χινοπωριάτικη βροχή, άπλονε ένα θεόρατο βαμβακένιο πέπλο ολόγυρά μου, π' ανάμεσά του έπλεε πιο άγρια και πιο τρομαχτική η φύση. Στρυμώχτηκα σε μια πέτρινη σπηλιά κι αγνάντευα. Απάνω στο κεφάλι μου κρέμουνταν βράχοι πελώριοι, εφτάψηλοι, βράχοι κατασυντριμμένοι σαν από τεράστιο σφυρί φοβερού δράκοντα· στην άκρη στα πόδια μου, γκρεμοί και σάρες, ξέφευγαν φοβερές κι άπατες, σφιχταγκαλιασμένες από παμπάλαιους κλάδους πουρναριών και κέδρων. Κρεμασιές ορμητικές που γκρεμίζουνταν από τις χαμένες κορυφές των βουνών ψηλά μέσα στα κατάμαυρα σύγνεφα, κυλούσαν λιθάρια ριζιμιά και νερό αφρισμένο με γοργάδα αστραπής, με θόρυβο ουρανοβροντής. Κουδουνίσματα παράξενα, με κρυστάλλινους αχούς αγροικιώνταν από ψηλά και κάτω, και πρόβαλαν και πηδούσαν κι έσερναν λιθάρια και στουρνάρια στη φευγάλα τους κατάμαυρα αγριόγιδα, πετροχελίδονα πετούσαν από βράχο σε βράχο, αετοί και γεράκια έφευγαν κι έρχουνταν ήσυχα και καμαρωτά, με βασιλικό μεγαλείο μέσα στην ανεμοζάλη, τσακάλια ουρλιώνταν στα σκεπασμένα από πυκνούς πέπλους βροχής, πλάγια των βουνών. Μυστήριο και τρόμος, περιχύνουνταν από στιγμή σε στιγμή μέσα στην τρομαχτική εκείνη αγριότη.

Αντικρύ μου άλλο ψηλοθώρητο βουνό, ίσο σα μαχαίρι, κι απόγκρεμο σα θεριακωμένος μεσαιωνικός πύργος, γυμνό κι άδεντρο, κατακόκκινο σα φωτιά με τ' ατσαλένια στήθη του παλληκαρίσια πεταχτά, καταξεσχισμένα από μεγάλες, παράξενες, και βαθουλές, και αγριοκαμωμένες καταματωμένες πληγές, απλόνουνταν τρακόσια βήματα αλάργα μου. Και κολλητά μου άλλος γίγαντας πέτρινος, πλημμυρισμένος κι αρματωμένος από τ' ατέλειωτα πόδια του ως την αθώρητη κορφή του, με κρανιές και μ' αρκουδοπούρναρα, μ' αθάνατους λιβανόκεδρους, με χιλιάδες πολυχρονίτικα έλατα και μυριάδες κέδρους αγκαθωτούς στ' άγγιχμα, μαγεμμένους στο κοίταγμα, και μεθυστικούς στην ευωδιά, έκλειε ο γίγαντας, αυτός μονάχος, πέρα πέρα και γις, και κόσμο κι ουρανό κι έθαφτε τη ματιά και συνέπαιρνε την αίσθηση, το νου, και την ψυχή, ανάμεσα στο πανάγριο αυτό χάος, και χώριζε τον άνθρωπο από κόσμο και κοινωνία και οικογένεια, και τον ξεγύμνωνε από σκέψη κι ανθρωπισμό, και τον έκανε δικό του, καταδικό του, σώμα και ψυχή άγριο, κατάγριο, πανάγριο.

Φουρτουνιασμένα, θολά, λασπωμένα κ' ορμητικά σαν πεινασμένα λιοντάρια, κυλούσαν στα βάθη των γκρεμών τα δύο ποτάμια. Από ψηλά, από τα ματωμένα στήθη του Βελουχιού, ακράτητο φουσάτο, έρχουνταν ο Καρπενησιώτης· από μυστικές κι άγνωστες, απ' αθώρητες κ' απάτητες λαγκαδιές, ροβολούσε ο Καστανιάς. Και παλληκάρια ισοδύναμα, κ' ήρωες βροντόφωνοι, αδελφωμένοι στη βοή, ζευγαρωμένοι στην ορμή και το κατρακύλημα, σμίγουνταν σε βροντές, που μόνο σιδερένιο αυτί τις ένιωθε και τις υπόφερνε, και μ' ορμητικώτατη νεροσυρμή, έσχιζαν με διπλή δύναμη τους θεόρατους πέτρινους γίγαντας, και ξέφευγαν από το καταχθόνιο τρέξιμό τους, πίσω από τα νικημένα βουνά, και ροχαλίζοντας σα λύκοι μέσα στην περήφανη νίκη και δόξα τους, διάβαιναν πέρα προς τ' Άγραφα σε καινούργιους ορίζοντας, για να παλαίψουν και να νικήσουν νέους γίγαντας.

Κι ανάμεσα στης χινοπωριάτικης βροχής το κρύο κλάψιμο, πιο βαθύ μυστήριο, πιο βαθύς τρόμος, περίχυνε την αγριότη, που με τριγύριζε. Ψηλά στον κατακόκκινο, τον καταπληγιασμένο γίγαντα, ανάμεσα στα ματωμένα στήθη του, μια κορδελίτσα δρόμου, ίσια σα γραμμή συρμένη με χάρακα, κοκκίνιζε εδώ, και μαύριζε εκεί, κ' άσπριζε παραπέρα. Δίχως άλλο κάποιο μονοπάτι είταν. Τ' ακολούθησα με προσοχή, ξαφνισμένος. Πώς; στου απάτητου αυτού πύργου τα στήθη, πατούσε ποδάρι ανθρώπου; Πάντα ίσο το μονοπάτι, πάντα ξάστερο, έφερνε σ' ένα ξόγκωμα του βουνού, κρεμασμένο, μετέωρο, που φαίνουνταν σα να μην είταν ούτε στη γις, ούτε στον ουρανό. Έτριψα τα μάτια μου, και μέτρησα εκεί απάνω καμμιά δεκαριά σπιτάκια πέτρινα, τετράγωνα, κατάκλειστα που τάλουζε κ' αυτά αδιάκοπα η βροχή.

Άξαφνα κοντά μου στην άκρη του στεφανιού του γκρεμού, φάνηκε ένας γέροντας φορτωμένος μ' ένα σακκί στις πλάτες. Απίθωσε το σακκί καταγίς, έκατσε απάνω, και αναστέναξε λαχανιάζοντας. Κατόπι του μια γριά φορτωμένη κι αυτή μ' ένα σακκί, ξεφορτώθηκε κι έκατσε κοντά του. Είταν δύο γεροντάκια καταζαρωμένα με γερά κορμιά, βουνήσιοι χωριάτες. Κουρέλλια αγνώριστα έντυναν και τους δυο, λερά, λασπωμένα. Χέρια και κεφάλι, λαιμός και στήθη κατάζαρκα, μ' ένα μαύρο κι ηλιοκαμμένο δέρμα, με τρύπια γουρνοτσάρουχα στα πόδια.

— Για σου καλόπαιδο, μουρμούρισαν κι οι δυο.

— Από πού, ώρα καλή, γέροντα;

— Η γριά ακούμπησε στο σακκί της λαχανιάζοντας ακόμα από το δρόμο, ο γέρος αποκρίθηκε ξέψυχα:

— Απ' το μύλο και στο χωριό, παιδί μου. Αλέσαμε λίγο καλαμπόκι. Έρχεται χειμώνας, βλέπεις, σα μπροστά ποιος ν' ανεβοκατεβαίνη με τα χιόνια.

— Και ποιό 'νε το χωριό σας;

Ο γέρος σήκωσε το χέρι του κι έδειξε ψηλά στο ξόγκωμα του βουνού τα λίγα σπιτάκια.

— Απάνου!, να το!. Καρίτσα το λεν.

— Και θ' ανεβήτε έτσι φορτωμένοι εκεί απάνω;

— Τι να κάνουμε; Μεις, παιδάκι μου, βλέπουμε ζωντανό το χάρο με τα μάτια μας. Άη! οι κακομοίρηδες.

— Κι είστε πολλές φαμελιές στο χωριό;

— Το καλοκαίρι θάμαστε καμμιά δεκαπενταριά· τόρα το χειμώνα κατεβαίνουν κάτου στον κάμπο του Βραχωριού οι μισές. Άη!, που να καψοζήση άνθρωπος δω απάνω, σα δεν έχη το είνε του.

— Και τόχετε το είνε σας γέροντα;

— Να, καλαμποκάκι κι άγιος ο Θεός. Και σάματ' έχεις να το ψήσης κι' αυτό. Κάνουμε τηγανιές, αλεύρι και γουρνόξυγκο μέσα, κι ίσια που ρουπώνουμε.

— Ξύγκι;

— Το καψόξυγκο είνε, που μας ζωντανεύει. Μ' αυτό στο ψωμί, μ' αυτό στο λύχνο, μ' αυτό τηγανίζουμε κάν' αυγό. Ξύγκι που πάει γόνα, κι αυτό λιγοστό, πού να βρεθή το έρημο!

— Και κατεβαίνετε το χειμώνα κάτου;

— Όπως ντέση. Τους τρεις μήνες ροβολάμε μια βολά. Σε στρυμόνει το χιόνι, παιδί μου. Κρύο, λες; πεθαμός! Και βδομάδα κάνουμε ν' ανοίξουμε πόρτα. Μαϊδέ ουρανό, μαϊδέ γις, μαϊδέ κόσμο χαράζουμε. Σαν πεθάνη και κανένας από μας, μαϊδέ παππάς να βγη ως εκεί απάνου. Το καλοκαίρι να πης; Άιντε νιάτα! Βάζεις καινούργιο σκότι… Άιντε να τραβάμε, γερόντισσα, χαλεύεις μη και δεν αποσώσουμε απόψε…

Κι οι γερόντοι λαχανιάζοντας ακόμα, σήκωσαν τα βαρειά σακκιά τους στις πλάτες τους, με χαιρέτησαν και ξεκίνησαν.

— Ε, παιδάκι μου, φώναξε ο γέροντας, τραβώντας εμπρός μέσα στη βροχή, ζη κανένας και ζώνεται δω στο βιλαέτι μας, ζη για να βρίσκεται, έτσι για να μην ερμάη ο τόπος.

Κι η γριά, που δεν είχε ανοίξη ακόμα το στόμα της, ακολουθώντας πίσω το γέρο της, με τη φωνή πνιγμένη απ' το λαχάνισμα, μουρμούρισε:

— Βρισκόμαστε, που λες, για να μη.. για να μη τον φαν' οι λύκοι σαν τύχη και ξεπέση κανένας χριστιανός από δω……,

Κι η βροχή τους συνεπήρε, και τους σκέπασε σε λίγο απ' τα μάτια μου τους δυστυχισμένους αυτούς β ι ο π α λ α ι σ τ ά ς των βουνών που δεν τους πολεμά η Ζωή μονάχα, αλλά κι αυτή η Φύση.

Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2022

Η ΑΔΕΡΦΗ – ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ Κ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Σύντομο διήγημα του Κ.Χατζόπουλου, πρωτοδημοσιέυτηκε στο περιοδικό “Νέα Ζωή” της Αλεξάνδρειας Αιγύπτου στο τεύχος 7/1912. Στην Αλεξάνδρεια εκείνη την εποχή υπήρχε έντονο και δυναμικό ελληνικό στοιχείο, μετά την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη ήταν η πόλη με τον μεγαλύτερο ελληνικό πληθυσμό. ( * ) Στο χώρο του εμπορίου και των συναλλαγών τα ελληνικά ήταν η πραγματική “lingua franca”. «Τι συνοψίζεται σ΄αυτή τη λέξη: Αλεξάνδρεια; … Πέντε φυλές, πέντε γλώσσες, μια ντουζίνα θρησκείες, πέντε στόλοι που αυλακώνουν τα νερά… Και μονάχα η ελληνική δημοτική φαίνεται να τα ξεχωρίζει…» γράφει ο Λώρενς Ντάρρελ, στην «Ιουστίνη» (“Αλεξανδρινό κουαρτέτο” 1957).
Στην Αλεξάνδρεια κυκλοφορούσε πληθώρα ελληνικών ημερησίων εφημερίδων, η πιό δημοφιλής και με μακρά ιστορία ήταν ο “Ταχυδρόμος” που ιδρύθηκε το 1880 και συνέχισε να κυκλοφορεί μέχρι και το 1985. Εκδίδονταν και πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, ένα από τα πιο σημαντικά ήταν η “Νέα Ζωή” που κυκλοφόρησε από το 1904 έως το 1927, με την οποία συνεργάστηκαν τα σπουδαιότερα ονόματα της ελληνικής λογοτεχνίας και ποίησης της εποχής, ο Κ. Καβάφης, ο Κ. Παλαμάς, ο Κ. Καρυωτάκης, ο Ι. Γρυπάρης, ο Ι. Πολέμης, ο Γ. Ξενόπουλος, ο Μ. Μαλακάσης ο Α. Σικελιανός κ.α.

Ο Κώστας Χατζόπουλος φωτογραφημένος στο σπίτι του στην Αθήνα το 1920.
Δημοσιέυτηκε στο τεύχος 332/15-10-1940 της “Νέας Εστίας”.

Στη “Νέα Ζωή” ο Χατζόπουλος δημοσίευε συχνά μεταφράσεις γερμανών κλασσικών (“μεταφραστικές δοκιμές” τις ονόμαζε) και για σειρά ετών είχε στο ίδιο περιοδικό μιά μόνιμη στήλη κριτικής που διακρινόταν για τον ανορθόδοξο και αυστηρό της τόνο. Στο ίδιο τεύχος που δημοσιεύτηκε “Η Αδερφή”, στις σελίδες 351-354 υπήρχε και το άρθρο του “Ποιητική τέχνη” όπου σχολίαζε τον “Ίσκιο του πλατάνου” του Ψυχάρη, τον “Κακό δρόμο” του Ξενόπουλου και τους “Καϋμούς της Λιμνοθάλασσας” του Παλαμά, έργο που δεν δίστασε μάλιστα να χαρακτηρίσει “... άτονο και κουρασμένο, ... ξερό και άψυχο”.
Γ.Χ.

Νέα Ζωή” Αλεξάνδρειας, τεύχος 7/1912

Η ΑΔΕΡΦΗ

του Κωσταντίνου Χατζόπουλου

Όταν πέθανε η μητέρα και το σπίτι μας σκόρπισε σαν από ξαφνικό άνεμο, η ριπή του πήρε και την αδερφή μακριά. Την κλείσανε σ' ένα σκολειό στη χώρα. Είτανε δέκα χρόνια μεγαλύτερή μου κι ο παππούς κ΄η γιαγιά δεν μπορούσαν να την πάρουν, όπως εμένα, στην έρημη εξοχή που ζούσαν. Έτσι, μαζί με τη θολή θύμηση της μητέρας μου έμεινε και τ'όνειρο μιάς αδερφής, τόσο θολό κι αυτό, όπως μπορούσε να μείνει στο νου ενός παιδιού τριών ή τεσσάρων χρονών. Και θα σβηνότανε ολότελα, αν τ' όνομά της δε ζούσε πάντα στο σπίτι, αν η γιαγιά δεν έδινε του μικρού αδερφού τα φιλιά, που του έστελνε ξεχωριστά σε κάθε γράμμα της και αν πάντα την πρωτοχρονιά δεν έφτανε κάτι εξεπίτηδες γι΄αυτόν. Θυμούμαι ακόμη τη χαρά που είχα μ'ένα μικρό αλογάκι, που κουρδιζότανε κ΄έτρεχε γοργά στο πάτωμα. Μιά μέρα όμως το πήρα να το δείξω ενός χωριατόπουλου, που ερχότανε και παίζαμε όξω στην αυλή. Δεν μπορούσε να κυλίσει καταγίς στα χόρτα κ΄έτσι πήγα και το έβαλα να τρέξει απάνω στη στενή σανίδα, που είχε για γεφύρι το ποταμάκι, που περνούσε μέσα στις ιτιές και στα καλάμια στην άκρη του περιβολιού μας. Δε στοχάστηκα πως μπορούσε να λοξέψει και να πέσει στο νερό. Σαν το βγάλαμε και τόφερα στο σπίτι, δεν κυλούσε πιά. Όταν το έμαθε η αδερφή, έγραψε πως θα φέρει άλλο το καλοκαίρι εκείνο, που θα ερχότανε. Ξεμπέρδεβε με το σκολειό και την περιμέναμε όλοι με χαρά.

Και να ένα δειλινό την έβγαλε το αμάξι στην αυλόπορτα μαζί με τον παππού, που πήγε και την πήρε κάτω στο σκάλωμα, όπου πιάνανε τα βαπόρια. Σαν άκουσα τον κρότο, έτρεξα και γω, μα σαν είδα την αδερφή που πήδηξε από το αμάξι, έχασα μεμιάς όλο το θάρρος μου και γύρεψα να κρυφτώ πίσω από το φουστάνι της γιαγιάς. Μ'έπιασε άξαφνα ντροπή για την παλιά, τη λερωμένη φορεσιά μου και τα χέρια μου τα μαυρισμέν΄από τον ήλιο και τα χώματα. Τ'όμορφο καπέλλο της αδερφής με τα κόκκινα τριαντάφυλλα και με το βέλο, το φανταχτερό της φόρεμα και τ'άσπρα τα σκαρπίνια με το ψηλό τακούνι με ξαφνιάσανε. Συνηθισμένος με τη μαυροφόρα τη γιαγιά, με τις χωριάτισσες, που έβλεπα μόνο εκεί στην ερημιά, δε φανταζόμουνα ποτέ την αδερφή έτσι σαν κυρία, όμοια με τις ζωγραφιές, που ξεκολλούσανε από τα τσίτια και μου δίνανε οι γυρολόγοι. Σα σταματούσανε όξω στην αυλόπορτα και ψούνιζε η γιαγιά.

Έπρεπε, πριν ακόμα ησυχάσει καλά-καλά η αδερφή, να πάει να βγάλει από το μπαούλο της και να μου δώσει το παιγνίδι που περίμενα, για να ξεθαρρέψω και να καθήσω μερικές στιγμές στα γόνατά της. Το παιγνίδι όμως δεν είτανε το αλογάκι που περίμενα. Είτανε μιά μικρή ξύλινη βαρκούλα με λευκό παννί.

Αυτή δεν έχει φόβο να σκουριάσει” , είπε η αδερφή και μ' άφησε να πάω να δοκιμάσω κάτω στο νερό του ποταμού.

Την άλλη μέρα, που με πήρε η ίδια από το χέρι και πήγαμε μαζί να ρίξουμε τη βάρκα, δεν είτανε πια η χτεσινή κυρία. Φορούσε τσίτινο κοντό φουστάνι, είχε ριγμένη μιά πλατειά μαντήλα στα μαλλιά και μπήκε κι αυτή στο νερό και κυνηγούσαμε μαζί τη βάρκα, που το ρέμα ήθελε να την τραβήξει προς τον καταρράχτη, που βούϊζε απόβαθα πίσω από τις ιτιές. Εκεί στην άκρη του περιβολιού είταν ήσυχο και ρηχό το ποταμάκι. Σερνότανε σουφρώνοντας και μουρμουρίζοντας απάνω στα γιαλιστερά χαλίκια κι απλωνότανε τρεμόλαμπο και λαγαρό μέσα στα θερισμένα κίτρινα χωράφια. Εκεί ερχόμαστε κάθε πρωί και ρίχναμε τη βάρκα. Και γιά ν'ασφαλιστούμε καλήτερα να μη μας φύγει, πλέκαμε μιά δέση με κλαδιά και με χαλίκια παραπέρα εκεί που το ρέμα στένεβε, και καθισμένοι στην άκρη του νερού αμολούσαμε τη βάρκα και την κοιτάζαμε να τρέχει τρεκλιστά, πότε ίσια πότε λοξέβοντας, όπως την έσερνε το ρέμα, όσο που γύριζε και χανότανε μαζί με το ποτάμι πίσω από τα καλάμια. “Πάει, έστριψε στον κόρφο”, έλεγε κάθε φορά η αδερφή.

Πηγαίναμε, την παίρναμε και ξαναρχινούσε το παιγνίδι. Ξαναρμένιζε πάλε η βάρκα και χανότανε πάλε πίσω από τα καλάμια κ΄η αδερφή μου ξηγούσε τι είνε κόρφος και μου μίλαγε για τη θάλασσα, που δεν τη θυμόμουνα ούτε σαν όνειρο από τον καιρό που καθόμαστε στη χώρα. Πως φανταζόμουνα τη θάλασσα δε μου μένει πιά στο νου. Θυμούμαι μόνο πως το ποταμάκι ανοιγότανε μπροστά μου σαν κατιτίς απέραντο κ΄η βαρκούλα με το λευκό παννί μεγάλωνε με τρόπο που να χωρεί και μένα και την αδερφή και την έβλεπα να μας παίρνει μέσα και τους δυό και να κυλά και να χάνεται μαζί με μας σε μακρυνό, άγνωρο, όμορφο ταξίδι.

Έπειτα ήρθε ο πατέρας ξαφνικά ένα βράδι και την άλλη μέρα πήρε μαζί του την αδερφή. Έκλαιγα, όμως δεν ήθελα να πάω και γω, φοβόμουνα τον πατέρα. Πολύ σπάνια τον έβλεπα και δεν άκουγα στο σπίτι πολλά καλά γι΄αυτόν. Και μιά φορά, που πήγε ο παππούς στη χώρα να δει την αδερφή, δε θέλησα να πάω μαζί κι ας πιθυμούσα και γω να δω την αδερφή και να δω κιόλας και τη θάλασσα. Έπειτα ήρθε πάλι ξαφνικά ένα βράδι ο πατέρας και μάλλωσε με τον παππού. Και για καιρό δεν ξαναείδαμε ούτε κείνον ούτε την αδερφή.

Ύστερα όμως ξαναβρέθηκε μιά μέρα η αδερφή στο σπίτι. Πότε ήρθε, πως και ποιος την έφερε δεν το ένοιωσα ή δεν το θυμούμαι. Θυμούμαι μόνο τη θλίψη και τη σιωπή, που έφερε μαζί της. Κάτι χειρότερο, κάτι πιό ανήσυχο από τη σιωπή: έν' αδιάκοπο, ατελείωτο κρυφομουρμούρισμα. Κρυφομουρμούρισμα μέσα στην κάμαρα της αδερφής, όταν έμενε μόνη με τη γιαγιά· κρυφομουρμούρισμα της γιαγιάς με τον παππού παντού, όπου βρισκότανε κι αυτοί μονάχοι τους. Άμα βλέπανε μπροστά τους άλλον, πάβανε και ξαναέπεφτε η σιωπή πιό θλιβερή.

Τα μάτια της γιαγιάς είτανε σκοτεινά και δακρυσμένα κάποτε, ο παππούς σεργιανούσε αδιάκοπα πέρα δώθε στο μακρί χαγιάτι και ζάρωνε τα φρύδια, όπως το συνηθούσε, και κάπνιζε και μιλούσε μοναχός.

Η γιαγιά έλεγε πως η αδερφή ήταν άρρωστη, πως κρύωσε στο δρόμο. Μα δε φέρανε το γιατρό ούτε τότες ούτε ύστερα. Η γιαγιά καθότανε σιμά της και της χάδεβε το χέρι και τα μαλλιά, μα ο παππούς δεν έμπαινε ποτέ στην κάμαρα της αδερφής. Κ΄η αδερφή πάλι δεν έβγαινε ποτέ αποκεί. Κλεισμένη μέσα κι όσο ο χειμώνας σκοτείνιαζε το περιβόλι και την εξοχή, κλεισμένη μέσα κι άμα με την άνοιξη φούντωσε ξ αυλή μας, γέμισε ήλιο η λαγκαδιά και λιώσανε στα βουνά τα χιόνια. Δε θέλησε ναρθεί ούτε μία φορά να ρίξουμε τη βάρκα στο ποταμάκι, που ξεθόλωσε και ρήχηνε και καθώς ζέστανε ο καιρός μπορούσα πάλι να βουτώ μες το νερό. Η αδερφή καθότανε πάντα γερμένη στον καναπέ, σκυφτή στο κέντημά της, χλωμή κι αγέλαστη, αδύνατη και σιωπηλή. Μ' έπαιρνε κοντά της και με κοίταζε στα μάτια δίχως να μιλεί. Μόνο μιά μέρα, καθώς ακκουμπούσε στο παράθυρο και κοίταζε μέσα στο ανοιγμένο τζάμι, όπου καθρεφτιζότανε η αυλή κ΄οι ράχες πέρα, μου είπε άξαφνα:

Δες, τι όμορφα που είναι δω μέσα”.

Έσκυψα στον ώμο της και κοίταξα καλύτερα. Το πηγάδι με τις ροδοδάφνες ένα γύρο φαινότανε μπροστά μπροστά, πίσω μαύριζε ψηλόλιγνο ένα κυπαρίσσι, έπειτα πρασινίζανε τα δέντρα του περιβολιού κι΄αποκάτω τους έλαμπε στο βάθος μιά στενή λωρίδ' από το ποταμάκι. Πολλές φορές είχα δει καθρεφτισμένη εκεί στο τζάμι την εικόν' αυτή της λαγκαδιάς· όμως την ώρα εκείνη, καθώς έγερνα στην αφερφή κ΄είχα μπροστά μου το αδυνατισμένο πρόσωπό της με τα βαθουλά τα μάτια, μου φάνηκε πως η εικόνα, που δειχνότανε στο τζάμι, την έβλεπα και γω με τα θλιβερά μάτια της αδερφής. Κ΄έμεν΄αμίλητος και κοίταζα εκεί μέσα και θυμούμαι πως το γνώριμο αυτό μέρος – όπως καθρεφτιζότανε σκουρότερο, όπως το φωτούσε κει θαμπότερα, πνιγμένα ο ήλιος και τ' άνθη από τις ροδοδάφνες κοκκινίζανε σπαρτά σα φλόγες – μου φάνταζε άξαφνα σαν κόσμος άγνωστος και νέος, παράξενος και μαγικός.

Μόνο εδώ μέσα είν' όμορφος ο κόσμος”, ξαναείπε η αδερφή. Είτανε τα στερνά της λόγια που άκουγα.

Έπειτ' από λίγες μέρες το σπίτι βρέθηκε στο πόδι ένα πρωί. Η γιαγιά, που μπήκε στην κάμαρα, δεν βρήκε την αδερφή. Τη γυρέψανε παντού, όσο που τη βγάλανε νεκρή από το ποταμάκι, κάτω εκεί στον καταρράχτη πίσω από τις ιτιές, όπου μας έσερνε το ρέμα τη βαρκούλα. Τη φέρανε σκεπασμένη στο σπίτι. Είδα μόνο τα μαλλιά της, που στάζανε νερό, και τις άκρες από τα γυμνά πόδια της.

Η σιωπή ξαναβασίλεψε στο σπίτι. Δε λύθηκε ούτε όταν ήρθε ο πατέρας την άλλη μέρα και θάψανε την αδερφή. Δεν έμαθα την αφορμή ποτέ, η αδερφή έπνιξε μαζί της το κρυφό. Δεν το φανέρωσε η γιαγιά όσο έζησε κι ο πατέρας, όταν ύστερα πήγα μαζί του, δε μελέτησε ποτέ τ'όνομα της αδερφής. Μιά φωτογραφία της, από τον καιρό που είτανε στο σκολειό στη χώρα, έστεκε στο κομό της σάλας. Έπειτα χάθηκε κι αυτή, δεν την ξαναείδα. Ωστόσο δε λησμόνησα ποτέ το πρόσωπο της αδερφής. Το βλέπω πάντα σκυφτό μπροστά στο τζάμι του παλιού σπιτιού, εκεί που γέρνω κάποτε και εγώ να δω για μιά στιγμή όμορφο τον κόσμο.

ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

___________

( * ) Στην Αλεξάνδρεια έχουν γεννηθεί μία σειρά από Έλληνες καλλιτέχνες και άνθρωποι των γραμμάτων. Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, η Πηνελόπη Δέλτα, ο Κωνσταντίνος Παρθένης, ο Αλέξανδρος Ιόλας, ο Νίκος Τσιφόρος, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Γιάννης Χρήστου, η Σούλη Σαμπαχ, ο Ζωρζ Μουστακί, ο Μάνος Λοϊζος, ήταν αλεξανδρινοί. Ο Στρατής Τσίρκας είχε γεννηθεί στο Καϊρο.
Στην Αλεξάνδρεια είχε εγκατασταθεί και ο μικρότερος αδελφός του Κ. Χατζόπουλου, ο Ζαχαρίας Χατζόπουλος (1880-1935), δημοσιογράφος, δραστήριος στον φιλολογικό-αναρχο-συνδικαλιστικό χώρο, το 1913 εξέδωσε στην Αίγυπτο τα βιβλία “Η κλειστή θύρα” και “Χαρά και ηδονισμός εις την επανάστασιν”.

https://lekythos.library.ucy.ac.cy/handle/10797/22834

https://cavafy.onassis.org/el/creator/nea-zoi-alexandria-magazine-el/

Ιστοσελίδα της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξανδρείας
https://ekalexandria.org/el/%ce%af%ce%b4%cf%81%cf%85%cf%83%ce%b7/%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%81%ce%af%ce%b1/#.YdVua8nMI9A

https://web.archive.org/web/20120813190427/http://wwk.kathimerini.gr/kath/7days/1993/10/24101993.pdf

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2022

ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ – ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Σκωπτικό χρονογράφημα που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Καιροί” στις 6 Ιανουαρίου 1916. Οι καλικάντζαροι κατά τη λαϊκή δοξασία ανεβαίνουν στη γη από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι την γιορτή των Θεοφανείων. Εδώ ο συγγραφέας χαριτολογώντας φαντάζεται ότι οι καλικάντζαροι από τα έγκατα της γης εμφανίστηκαν στην κινηματογραφική αίθουσα όπου ο ίδιος είχε πάει να δει μία περιπετειώδη ταινία.

Απ΄ότι φαίνεται ο κινηματογράφος, παρόλες τις δυσκολίες της εποχής – πόλεμος, αβεβαιότητα, φτώχια- είχε ήδη γίνει σημαντικό και διαδεδομένο μέσο ψυχαγωγίας. Στις περισσότερες αίθουσες μάλιστα η προβολή των ταινιών γινόταν με μουσική συνοδεία, συνήθως ενός πιάνου, συχνά όμως η μουσική υπόκρουση ήταν πιο πολύπλοκη. Στην δεύτερη σελίδα των “Καιρών” της ίδιας μέρας στη στήλη των θεαμάτων διαβάζουμε στο πρόγραμμα του κινηματογράφου ΑΠΟΛΛΩΝ: “... Ο μεγαλείτερος θρίαμβος της εφετεινής σαιζόν. Αύριον ο “Μασίστας” από τας 3 μμ. Με την μουσικήν του Ορφανοτροφείου”.

Γ.Χ.

ΚΑΙΡΟΙ” 6 Ιανουαρίου 1916

ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ

Υπάρχουν καλικάντζαροι; Έως χθες ενόμιζα, ότι ο παλαιός ελληνικός μύθος, που διασώζει την παναρχαίαν ελληνικήν πλαστικότητα, ήταν ένα από τα πολλά παιγνίδια της λαϊκής φαντασίας. Χθες όμως εις τον κινηματογράφον ήκουσα αίφνης ένα κύριον να λέγη με θυμόν συνεχώς·

- Παληοκαλικάντζαροι! Ξέρω εγώ τι σας χρειάζεται, Η αγιαστούρα!

Όταν άναψαν τα φώτα της αιθούσης, κατά το διάλειμμα, είδα τον κύριον πολύ κόκκινον και ξανάκουσα την θυμωμένην φράσιν του.

- Παληοκαλικάντζαροι!

Τον εκοίταξα απορών και τότε μου είπε·

- Σωστοί καλικάντζαροι, κύριε!

- Αλλά ποίοι, παρακαλώ; ηρώτησα.

- Πως, δεν τους ακούτε να ασχημονούν τόσην ώραν τώρα;

Και μου έδειξεν εκεί πλησίον όμιλον νεανιών, οι οποίοι πράγματι εθορυβούσαν πολύ απρεπώς κατά την παράστασιν.

- Κάτι άκουσα, είπα, αλλ΄επρόσεχα σ΄αυτό το τέρας τον Ερρίκον, ο οποίος διέπραξε τόσα κακουργήματα...

- Α! είνε ανυπόφορη αυτή η νέα γενεά, κύριε! Τι διάβολο, δεν προέρχεται από οικογένειαν, αλλ΄από καπηλείον; Δεν έχουν μητέρας, αδελφάς αυτοί οι καλικάντζαροι, ώστε να βαναυσολογούν τόσον πρόστυχα μέσα εις μίαν κοσμικήν αίθουσαν; Νομίζει κανείς πως όλα αυτά τα αξιοθρήνητα παιδάρια κατοικούν εις οίκον Αφροδίτης και όχι εις οικογένειαν δια να φέρονται έτσι αδιάντροπα.

Είχε γίνη περισσότερον κόκκινος και η φωνή του έτρεμεν από οργήν.

- Αλλά τι έκαμαν, λοιπόν;

- Ό,τι δεν θα έκαναν ούτε καλικάντζαροι. Είδατε αυτήν την ωραίαν Ζερμαίν;

- Πολύ ευγενής κυρία, είπα.

- Λοιπόν μόλις ενεφανίζετο την υπεδέχοντο με βαναυσότητας απάχηδων. Ξεφωνητά, πιπιλίσματα, στεναγμοί, βακχισμοί, όλες οι προστυχιές, αντηχούσαν από τα ιπποτικά των χείλη. Άλλοι εφώναζον· «Πω πωπώ, Θεέ μου!» σαν τα μπακαλόπαιδα εις την θέαν δυστυχισμένου δουλικού. Τα «μωρέ κόμματος!» «μωρέ πράγμα!» ήσαν αι πλέον τριανταφυλλένιες των εκφράσεις. Εις ένα καταγώγιον μέθυσοι θα έχουν περισσοτέραν επιφυλακτικότητα εις το λεκτικόν των. Και αυτά τα παιδιά «καλών οικογενειών», πηγαίνουν εις το σχολείον, μαθαίνουν μουσικήν, ξένας γλώσσας, συχνάζουν εις τα κέντρα, έχουν μητέρας και αδελφάς, πατέρας, θείους αξιοπρεπείς, ανήκουν εις την «καλήν κοινωνίαν». Όχι, αυτή η νέα γενεά δεν βγήκε από σπίτι, αλλά από κάποιο καταγώγιον της οδού Ζήνωνος. Είνε να φτύνη κανείς δι΄όλην την κοινωνικήν ασχημίαν, διότι περί της πλέον μεγαλειτέρας κοινωνικής ασχημίας πρόκειται.

Τώρα είχε φουσκώση ολόκληρος και οι οφθαλμοί του απήστραπταν. Ηθέλησα να τον κατευνάσω·

- Αλλά δεν αξίζει τον κόπον να συγχύζεται κανείς, του είπα, δια τας βαναυσότητας των άλλων.

Διεμαρτυτήθη·

- Αλλ’ αυτό είνε ασέβεια, κύριε, προς τους άλλους. Μια αίθουσα κινηματογράφου δεν ανήκει εις τους καλικατζάρους, αλλ΄ εις την δημοσίαν ευπρέπειαν.

- Ναι, θα έπρεπε να είχαν ίσως οι κινηματογράφοι κοσμήτορας.

- Θα έπρεπε να είχαν οι μπαμπάκες των μάθημα κοινωνικής ανατροφής εις το σπίτι των δια τα παιδιά των, είπεν. Αλλ΄αυτό το μάθημα φαίνεται, ότι είνε άγνωστον πλέον εις τας Αθήνας.

Εν τω μεταξύ έγινε πάλιν σκότος και εις την οθόνην παρουσιάσθησαν εκ νέου τα γνωστά πρόσωπα του δράματος. Η ωραία Ζερμαίν εφορούσε κοντήν φούσταν και ενώ ανέβαινεν εις το αυτοκίνητον απεκάλυψε την κνήμην της. Οι καλικάντζαροι έβγαλαν κραυγάς σατύρων· «Φφφφφφ! Μτς ! Μτς ! Μτς ! Πωπωπώ αγριογάμπα!»

- Τους ακούτε, τους ακούτε; Μου είπεν ο θυμωμένος κύριος. Τι προστυχιά! Ούτε ναύται του καταστρώματος δεν εκδηλώνουν κατ΄αυτόν τομν τρόπον την αισθητικήν των.

Τώρα ενεφανίσθη εις την οθόνην η παχουλή καμαριέρα της ωραίας Ζερμαίν και οι καλικάντζαροι ήρχισαν να της στέλνουν θορυβώδη φιλήματα, πλαταγίζοντες τα χείλη. Το πράγμα ήτο εκτάκτως άσχημον, αλλά και όχι ολίγον τερπνόν, οπότε είδα εις το σκιόφως της αιθούσης ν΄ανυψούται με ορμήν η ράβδος του θυμωμένου κυρίου. Έπεσεν με αρκετόν κρότον εις την ράχιν δυο τριών καλικαντζάρων επανειλημμένως.

Κραυγαί απροσδοκήτου άλγους αντήχησαν εις το αόρατον σκιόφως, έπειτα έγινεν απόλυτος σιγή, μετά παρατεταμένα σςς των θεατών και ηδυνήθημεν να παρακολουθήσωμεν ανενοχλήτως τας περεταίρω περιπετείας της ωραίας Ζερμαίν. Όταν άναψαν πάλιν τα φώτα δεν υπήρχεν ίχνος σατύρων δίπλα μας. Ο κύριος είπε τότε ευχαριστημένος.

- Τι τα θέλετε, αυτή η αγιαστούρα είνε θαυματουργός κατά των καλικαντζάρων!

Ο Πολυντώρ