Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023

ΤΟ ΙΣΚΙΩΜΕΝΟ ΧΩΡΙΟ – ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΌΠΟΥΛΟΥ

Διήγημα από το πρώτο βιβλίο του Δημήτρη Χατζόπουλου «Αγριολούλουδα»  που κυκλοφόρησε το 1894. Ανήκει στην πρώιμη συγγραφική του περίοδο, όταν έγραφε στη δημοτική. Η δράση διαδραματίζεται στα περίχωρα του Βραχωριού, ο αφηγητής είναι, όπως συχνά συμβαίνει στις ιστορίες με στοιχειά, ένας ιερωμένος που εξιστορεί ένα γεγονός που αφορούσε το γέρο-Στάϊκο, πρόγονο των Χατζοπουλαίων.
Ο πραγματικός πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ένα «αερικό»(1) που καταφέρνει σιγά σιγά να ερημώσει ένα χωριό.
Στο εξωτερικό η λογοτεχνία τρόμου και φανταστικού ήταν διαδεδομένη και καταξιωμένη από αιώνες, το γοτθικό μυθιστόρημα, οι ιστορίες με φαντάσματα, ξωτικά, βρυκόλακες κλπ., είχαν επιτυχία και αφοσιωμένο αναγνωστικό κοινό.
Στην Ελλάδα του 1894
η λογοτεχνία υπερφυσικού μυστηρίου δεν είχε ακόμη κωδικοποιηθεί, πολλοί λόγιοι δεν την θεωρούσαν καν «σοβαρή» λογοτεχνία.
Σύντομα βέβαια τα πράγματα άλλαξαν. Ο Παπαδιαμάντης έγραψε τον «Αβασκαμό του Αγά» το 1896, τα «Δαιμόνια στο ρέμα», τις «Μάγισσες» και τη «Φαρμακολύτρια» το 1900 και το «Αερικό στο δέντρο» το 1907, ενώ
το 1903 μετάφρασε σε συνέχειες στο «Νέον Άστυ» τον «Δράκουλα» του Μπραμ Στόκερ.
Ο Αργύρης Εφταλιώτης έγραψε το θεατρικό έργο «Ο Βουρκόλακας» το 1900, ο Νικόλαος Πολίτης τις  “Παραδόσεις” το  1904,  ο Γρηγόριος Ξενόπουλος το “Φάντασμα” το 1914, ο Δημοσθένης Βουτυράς  “Το καράβι του θανάτου» το 1920.
Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι ο Μήτσος Χατζόπουλος ήταν από τους πρώτους Έλληνες συγγραφείς που πειραματίστηκαν με το λογοτεχνία του
υπερφυσικού μυστηρίου.
Γ.Χ

Λεπτομέρεια από σχέδιο των John Leech & John Tenniel για την εικονογράφηση της ποιητικής συλλογής “Puck on Pegasus” του Henry Cholmondeley-Pennell (Λονδίνο, 1868)

Από τη συλλογή διηγημάτων «Αγριολούλουδα», 1894

ΤΟ ΙΣΚΙΩΜΕΝΟ ΧΩΡΙΟ - ΜΗΤΣΟΣ ΧΑΤΖΌΠΟΥΛΟΣ

-Έτσι έ! Παπά μου; Ξέρεις καλά πως το χωριό νε ισκιωμένο και ρημώθηκε από αερικό, έ;
 Κι έπεσε το μάτι του απάνω στα γκρεμνισμένα σπίτια του έρημου χωριού, χτισμένου κατάψηλα σ’αυτή τη ράχη, καταχρυσωμένου θλιβερώτατα από τον ήλιο του Αλωνάρη που φιλούσε κάτω στα πόδια μας κάμπους και βουνά, χωριά και δάση, λίμνες και θάλασσες. Κατόμαστε με τον παπά στο γυροβόλι της Παναγίας της Βλαχέραινας, το μόνο χτίριο που απόμεινε ορθό ανάμεσα σε σωρούς από χαλάσματα, με λίγα μνημούρια και μ’ ένα δυό σταυρούς γύρω. Ο παπάς έστριψε το χοντρό τσιγάρο του, κι αναμάσησε τα λόγια του:
- Αμ τι θαρρείς, πως έτσι στα καλά καθούμενα το παράτησαν το χωριό ο κόσμος, παιδί μου; Τάδα με τα μάτια μου αυτά, φως φανάρι, πως με βλέπεις και σε βλέπω. Θάναι σαράντα χρόνια απάνω κάτω από τότε, εγώ θάμουνα δώδεκα χρονών παιδί και τα θυμάμαι σαν τόρα. Το χωριό αν ξέρης χτίστηκε στον καιρό τ’Αλήπασα. Ο γέρο Στάϊκος ο καπετάνιος ήρθε σεργιάνι ίσα με ‘δω απάνω μια μέρα, τ’άρεσε ο τόπος κι άρχισε να χτίζη. Όσοι έφευγαν τον κατατρεγμό τ’Αλήπασα από τον κάμπο, μαζεύτηκαν δω ψηλά. Ύστερα που πέρασαν κάμποσα χρόνια κ’ έγινε Ρωμαίϊκο, όσοι τούχαν να κατεβούν στον κάμπο κατέβηκαν, κι απόμεινα οι χωριανοί μονάχα στο χωριό τους…
 Αποκόφτηκε εδώ ο παπάς, έβγαλε το καλυμμαύχι του, σφογγίστηκε μ΄ένα πρεβεζιάνικο μεγάλο μαντήλι, άναψε το τσιγάρο του, και σέρνοντας με τα δάχτυλά του τα μακριά του γένεια ξανάρχισε αγάλι ‘αγάλια.
- Καθώς σου το πρωτούπα, θάνε σαράντα χρόνια που ρημώθηκε το χωριό. Ζούσε ο μακαρίτης ο γέρος μου ακόμα να, κει παν ε θαμμένος τόρα στο ξυλένιο σταυρό, κ’ εγώ  του καλοναρχούσα τα τροπάρια στην εκκλησιά – να καταλάβης, είμουνα άντρας απάνω κάτω. Είτανε μια νύχτα, τ’Άη Δημήτρη, απάνω στα πρωτοβρόχια, που ο Σωτήρης ο Φουντουκλής , Θεός σχωρές τον τον μακαρίτη, βγήκε ν’ αλλάξη τη φοράδα του στον κήπο. Τρισκόταδο πλάκονε το χωριό. Πέρα κατά τη Βελάοστα (2) χαλούσε ο Θεός τον κόσμο από τ’ άστραμμα κ’ η ρεμματιά βογκούσε κάτω. Τράβηξε ίσα στη μεριά πούχε δεμένη τη φοράδα, και ζητούσε στα ψηλαφητά τη τριχιά. Μα η τριχιά, το παλούκι κ’ η φοράδα αναφαντώθηκαν. Τραβάει παραπέρα, ξαναγυρίζει πίσω, πουθενά η φοράδα. Άξαφνα σ’ ένα άστραμμα βλέπει μπροστά το, καθώς τάπαν ύστερα, δυό αδρασκελισιές αλάργα ένα ψηλό, θεόρατο ξωτικό καββάλα στη φοράδα, και στριφογύριζε τόσο, που δε μπορούσε να καταλάνη τ’ είτανε. Παναγιά μου, Αη Βλαχαίρενα!, έκαμε το σταυρό του κ’ απομαρμαρώθηκε. Σε λίγο μια βοή κ’ ένα κακό, ένα αλλόκοτο ουρλιαχτό ακούστηκε κι ο Σωτήρης ο δυστυχισμένος αποκαρώθηκε στον τόπο του. Το πρωί τον βρήκαν εκεί καρουλιασμένον,  άλαλο, δε μπορούσε να πάρη τα ποδάρια του, και βογγούσε ολοένα, χωρίς να βγάνη μιλιά. Ίσα με το βράδι μουρμούρισε κάτι αλλόκοτα μουρμουριτά, και κατά τα μεσάνυχτα τελείωσεν. Όλο το χωριό έπεσε τότε σε μεγάλη τρομάρα, δεν άκουγες παρά μια φωνή όπου κι αν πήγαινες: τ’αερικό! τ’αερικό!. Ο γέρος μου γύριζε ολημερίς στα σπίτια διαβάζοντας και ρίχνοντας αγιασμό. Σε λίγες μέρες μια νύστα μεσάνυχτα ώρα, ένα φοβερό χαλικορρίξιμο ξύπνησε τρομασμένο όλο το χωριό στο πόδι, με τόση ανεμοζάλη και βοή, πόλεγες πως έπεφταν βουνά τόνα απάνω στάλλο. Δεν απόμεινε κεραμιδάκι γερό!...
Δυό τρία πρωτοπαλλίκαρα που τους τόλεγε η καρδιά ροβόλησαν τα καρυοφύλλια τους με ζερβό χέρι κάτω στα πλάγια του βουνού. Ένα τρομερό ούρλιασμα αντιλάλησε τότε, κ’ η βοή έπαψε. Το πρωί δε βρήκαμε τίποτε. Βαριέται ο αγέρας ποτέ!... Την ίδια μέρα τα παλλικάρια που τουφέκισαν τη νύχτα, έπεσαν στο στρώμα βαριά, και την άλλη μέρα τα θάφταμε στη Παναγιά. Ο κόσμος λιποψύχησε όλος, άνθρωπο δεν έβλεπες στο δρόμο, και τα σπίτια πέτροναν βασίλεμμα ηλιού. Που ν’ αποκοτίση κανένας να πάη στη χώρα! Ανήμερο θανατικό πλάκωσε τότε το χωριό, μέρα με την ημέρα άδειαζε, ρημόνονταν κ’ από να σπίτι. Ο μακαρίτης ο γέρος μου δεν είχε ώρα να σταθή, δεν έβγαινε στιγμή το πετραχήλι του από το λαιμό. Οι χωριανοί αποκουτιάθηκαν πιά. Όλοι με μάτια θολά, μ’ αχνή θωριά, με τρεμουλιασμένο κορμί καρτερούσαν την αράδα τους. Γέλοιο δεν άκουγες στο χωριό, νυχτοήμερα ένας θρήνος τάραζε τα φτωχικά μας, κ’ οι κουκουβάγιες φτερούγιζαν ζευγαρωτές στα κεραμίδια μας… Έτσι πάει κ’ ο γέρος μου μια βραδιά.
  Και στέναξε βαθιά ο παπάς, σέρνοντας με βία τα γένεια του με τα δάχτυλά του.    ,
- Ετσι έ! Παπά μου… και τι απέγεινε ύστερα;
- Ύστερα … ύστερα κάποιον τον φώτισε ο Θεός και κατάφερε τους χωριανούς π’ απόμειναν στη ζωή, να παρατήσουν το χωριό και να διασκορπιστούν άλλοι στη Σμόλινα (3), κ’ άλλοι στη Βελάοστα, κι αφήσαμε το χωριό κ’ έγινε βλέπεις τόρα… έρμα χαλάσματα….
  Και σήκωσε ακούνητος, με παράξενο τρόπο στην όψη του το χέρι του προς τα γκρεμνισμένα σπίτια, προς τις χαλασμένες μάντρες και προς τα λίγα λησμονημένα δέντρα. Ο ήλιος βασίλεψε τόρα και οι ύστερνές του αχτίδες χρύσοναν μόλις το κιτρινισμένο ράσο του παπά με το σηκωμένο ακόμα χέρι  προς τα χαλάσματα του ισκιωμένου χωριού.

__________

(1) Κατά τη λαϊκή παράδοση τα «αερικά» είναι κακοποιά κατά κανόνα εναέρια πνεύματα, ύπουλα και πονηρά που πειράζουν τους ανθρώπους κυρίως στον ύπνο τους αλλά και στην ύπαιθρο και μπορούν να προξενήσουν ψυχικές και σωματικές παθήσεις, ακόμη και θάνατο.
https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%B1%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BA%CF%8C&dq=

(2) Βελάουστα λεγόταν τότε το Πυργί Αγρινίου

(3) Σμόλινα, η παλιά ονομασία του  Ελαιόφυτου Αγρινίου

 

Πηγές

Ελένη Ρήγα, «Το Υπερφυσικό και ο Λαογραφικός Τρόμος στη Νεοελληνική Λογοτεχνία» Διπλωματική Εργασία, Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών, Κοινό Διαπανεπιστημιακό Μ.Π.Σ. Ε.Α.Π. & Π.Δ.Μ. «Δημιουργική Γραφή», 2021

Eleftheria A. Tsirakoglou «Edgar Allan Poe’s Presence in Greek Literature (1878-1900)», a dissertation submitted to the Department of American Literature and Culture, School of English Language and Literature, Faculty of Philosophy—Aristotle University of Thessaloniki, Greece 2016

 


Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023

Ροϊδης, Μποέμ και οι γράφουσες Ελληνίδες – Μέρος Β’

 Όπως έγραψα στην προηγούμενή μου ανάρτηση, το χλευαστικό άρθρο του Ροΐδη για τις «γράφουσες Ελληνίδες» που δημοσιεύτηκε στην «Ακρόπολη» στις 28 Απριλίου 1896 τάραξε τον φιλολογικό κόσμο. Ήταν τέτοιες οι συνθήκες της εποχής που οι άνθρωποι του πνεύματος στην πλειοψηφία τους δεν  τολμούσαν να αποκαλέσουν τις γυναίκες «συγγραφείς» γιατί πίστευαν ότι το συγγραφικό έργο ήταν ασυμβίβαστο με τη γυναικεία φύση.

Η εφημερίδα «Σκριπ», λίγες μόλις μέρες μετά τη δημοσίευσή του εν λόγω άρθρου, σαν απάντηση ανάθεσε στον Μήτσο Χατζόπουλο τη διεξαγωγή κύκλου συνεντεύξεων από «γράφουσες» που κινούνταν λίγο ή πολύ στο χώρο της «Εφημερίδας των Κυριών» της Καλλιρρόης Παρρέν. Το «Σκριπ» και ο Χατζόπουλος δεν τόλμησαν να εναντιωθούν ανοιχτά στον Ροΐδη με κάποιο άρθρο, προτίμησαν τον πλάγιο και πρωτότυπο τρόπο των συνεντεύξεων. Ανοίγοντας τον κύκλο συνεντεύξεων στο φύλλο της 1ης Μαϊου 1896 σε ένα είδος προλόγου ο Χατζόπουλος βρήκε τον τρόπο να ρίξει μπηχτές, μεταξύ των άλλων έγραψε: «Α! ο κ. Ροΐδης εφάνη πολύ σκληρός προς τας γυναίκας. Αλλά τι άλλο ηδύνατο τις να περιμένη από τον κ. Ροΐδην, όν η γυναικεία στοργή οικογενειακώς δεν εθέρμανε ποτέ;» και πιο κάτω: «Ημείς… μη αναλαμβάνοντες να υπερασπίσωμεν τας τόσον πικραθείσας εκ της γραφίδος του ειρωνικωτάτου συγγραφέως, αφίνομεν αύτας τας ιδίας να ομιλήσωσιν».
Οι συνεντεύξεις που δημοσιεύτηκαν ήταν οι εξής:
Καλλιρρόη Παρρέν 1/5/1896,
Ευγενία Ζωγράφου 2/5/1896,
Ελένη Κανελλίδου 3/5/1896,
Σωτηρία Αλιμπέρτη 3/5/1896,
Σεβαστή Καλλισπέρη 4/5/1896,
Καλλιόπη Κεχαγιά 5/5/1896,
Αρσινόη Παπαδοπούλου 6/5/1896,

και κλείνοντας στις 8/5/1896 δημοσιεύτηκε η συνέντευξη/απάντηση του Εμμανουήλ Ροΐδη που παραθέτω σήμερα.
Γ.Χ.

Εμμανουήλ Ροϊδης

Εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ» 8 Μαΐου 1896
ΑΙ ΓΡΑΦΟΥΣΑΙ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ
Η ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΤΟΥ Κου ΡΟΪΔΟΥ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΣ ΜΕΤ’ ΑΥΤΟΥ
Έστι δε Ροϊδης…
Τι περίεργον γραφείον που έχει ο αμυθήτου ευφυίας συγγραφεύς της «Παπίσσης Ιωάννας» της έβδομην ήδη έκδοσιν αριθμούσας εν τω γαλλικώ του
Barbey dAurevilly. Μια μεγάλη πανίψηλος βιβλιοθήκη φιλολογική, καλλιτεχνική, φιλοσοφική. Ένα γραφείον απλούστατον στο μέσον του δωματίου, με τετράδια χειρόγραφα επ’αυτού, παράξεναι έδραι εκ γεγλυμμένης δρυός, μία εξ αυτών τεραστίων διαστάσεων παρά το παράθυρον το βλέπον πέραν δια μέσου στεγών και τοίχων οικιών προς τον δύοντα εκείνην την στιγμήν εις τους λόφους του Δαφνίου ήλιον  αρχαϊκαί εικόνες επί του τοίχου, διάφορα μεσαιωνικά όπλα, ακόντια, κτλ. Ιπποτών, είς καναπές παράξενος και αυτός, σύνολον περιεργότατον ελαφρώς ροδιζόμενον από τον βασιλεύοντα κάτω ήλιον, τον πυρπολούντα εκείνην την στιγμήν όλα εκείνα τα αντικέιμενα, τα αναδίδοντα οσμήν παλαιών ημερών, τα εγκλείοντα όλα κάτι τι το ολόκληρον την εξόχως ειρωνικήν ζωήν και χαριτωμένην εργασίαν του συγγραφέως των «Συριανών διηγημάτων».  Ο. κ. Εμμανουήλ Ροϊδης; Εις την αθηναϊκήν κοινωνίαν πασίγνωστος ο ιδιόρρυθμος συγγραφεύς, ο κατατρώγων τα περιοδικά και τας εφημερίδας πάσης γλώσσης μετά τα μεσάνυχτα χειμώνα καλοκαίρι εκεί εις του Ζαχαράτου στο Σύνταγμα, ο ιδιόρρυθμος βαίνων ανά τους αθηναϊκούς δρόμους, ο πλήρης εν τᾐ ζωᾐ, τᾐ μελέτῃ και τᾐ παραγωγᾐ πρωτοτυπίας και ειρωνείας, και δηκτικότητος επιφερούσης πόνον βαθύν, οξύν πόνον εις τους οπωσδήποτε περιπεσόντας εις την άκραν της γραφίδος του. Ανάστημα μέτριον, διάπλασις σώματος αιλουροειδής, λεπτοτάτη, τόσον που νομίζετε άμα πως τον φυσήσετε, θα πέση, κεφαλή σατανικώς ιδιόρρυθμος, καλλιτεχνική, οφθαλμοί λάμποντες, χείλη σατανικώτερα μ’ένα ανεξάλειπτον επ’ αυτών μειδίαμα σαρκαστικόν, μειδίαμα που μόνον εις τα χείλη του Ροϊδου το απαντάτε. εν Αθήναις. Η κουβέντα του – απόλαυσις η συντροφιά του θελκτική, τσιγάρα να καπνίζετε, τσαϊ να πίνετε, έξω να βρέχη, και Ροϊδην ν’ ακούετε. Causeur πρώτης, γέλωτα σκορπών άφθονον, τα πάντα ανατέμνων ρήτορας, επιστήμονας, δικηγόρους, ιατρούς, φιλολόγους, λογίους – ώ ! της χαριτωμένης του ειρωνείας! – θέατρον, κοινωνίαν, πολιτείαν, Βουλήν, χορούς, άϊ-λάϊφ, λαόν, τύπους δρόμων, γραφείων, σαλονιών, γάτας, σκύλους, παπαγάλλους… γυναίκας! Δεν υπάρχει λόγιος, ποιητής, διηγηματογράφος, αρθρογράφος, ρεπόρτερ, γραφιάς, ου αυτός αναγιγνώσκων και το ελάχιστόν του πνευματικόν προϊόν, να μην ανεύρεν εν αυτώ γραμματικούς, συντακτικούς, λογοτεχνικούς μαργαρίτας! Και τους αραδιάζει τους μαργαρίτας τούτους τόσον ειρωνικώς, τόσον χαριέντως. Εάν μου επέτρεπε, θα εξέδιδον τους «κατά Ροϊδην μαργαρίτας». Όλαι αι φιλολογικαί και επιστημονικαί, και πολιτικαί δόξαι μας θα κατέπιπτον εις κουρέλια! Ροϊδην τέλος δεύτερον εν Αθήναις δεν έχομεν. Και μία παράξενος ακόμη από τας πολλάς ιδιότητάς του. Ο κύριος Ροϊδης κάμνει κάτι καρικατούρες πρώτης κωμικότητος. Όποιος τον καταφέρει και του δείξη μερικάς τοιάυτας, θα θαυμάση, θα γελάση, θα ξεκαρδισθή. Και ήδη η απάντησίς του προς τας γράφουσας Ελληνίδας.  

Η εντύπωσις του εκ των γυναικείων συνεντεύξεων
- Ποίαν εντύπωσιν σας επροξένησαν, τον ερωτώμεν εις την διαπασών, τα παράπονα των λογίων γυναικών καρά του άρθρου σας;
- Μεγάλην μόνον απορίαν, αφού από της πρώτης μέχρι της τελευταίας στιγμής, ουδέν άλλο ήτο το άρθρον εκείνο παρά ύμνος εις την γυναίκα, την οποία εκήρυξα ικανήν ν’ανυψωθή εις το είδος της υπεράνω του ανδρός, και ότι το είδος τούτο προτιμώ παντός άλλου. Και όχι μόνον την γυναίκα εν γένει, αλλά και ιδιαιτέρως την Ελληνίδα υπερεπήνεσα παραστήσας αυτήν εξισωθείσαν προς την Ευρωπαίαν κατά την κομψότητα της ενδυμασίας και την χάριν της κοσμικής συμπεριφοράς, πολύ ανωτέραν του σημερινού Έλληνος κατά την οξύτητα του πνεύματος, και μόνην ικανήν να μεταδώση εις τη ανδρικήν μας φιλολογίαν τα ελλείποντα απ’αυτής προσόντα χάριτος, λεπτότητος και φιλοκαλίας. Ούτε είνε βεβαίως βασιμώτερον το παράπονον, ότι απαιτώ πολλά από τας σήμερον γράφουσας, αφού εκ φόβου τοιαύτης παρεξηγήσεως δις και τρις επανέλαβα, ότι ουδέν άλλο ζητώ παρ’ αυτών παρά να αποδεικνύωνται όταν γράφουν επίσης χαρίεσσαι έξυπνοι και διασκεδαστικαί, όσον είνε όταν ομιλώσι. Τοιαύται ήσαν αι πλείσται εκ όσων ηυτύχησα να συναναστραφώ. Ουδόλως λοιπόν υπερβολική ήτο η απαίτησις ν’ανεύρω τα προσόντα ταύτα και εις όσας έτυχε ν’αναγνώσω. Μεγάλη πιστεύω θα ήτο αδικία όχι μόνον προς τας Ελληνίσας εν γένει, αλλά και προς αύτας τας γραφούσας το να εκρίναμεν περί του πνεύματος, της καρδίας και της φιλοκαλίας των εκ μόνων των γραφομένων των. Ως παράδειγμα αρκούμαι ν’αναφέρω την τόσην όμορφην και έξυπνον δεσποινίδα Ευγενίαν Ζωγράφου.

Τι είπε δια την Ευγ. Ζωγράφου
 Τα απόντα ή τουλάχιστον ανεπαρκώς αντιπροσωπευόμενα εις τα διηγήματα της δεσποινίδος Ζωγράφου προσόντα φυσικότητος, ευαισθησίας και αφελείας ακτινοβολούσιν εις την συνέντευξιν την οποίαν ηυτυχήσατε να λάβετε μετ’ αυτής.  Τι λογου χάριν ερασμιώτερον, ή μάλλον χαρακτηριστικόν της γυναικείας φύσεως παρά το: «εθαύμαζα πριν πολύ τον κ. Ροϊδην, αλλά τόρα δεν τον θαυμάζω πλέον;» Τι αφελέστερον της μεταβιβάσεως της ευθύνης ολοκλήρου σειράς φράσεων εις την ράχιν του στοιχειοθέτου, ή τι συγκινητικώτερον της αγανακτήσεως αυτής κατά των κολάκων, οίτινες δεν της είπαν την αλήθειαν περί του δράματός της, και των παραπόνων της κατά της κακκίας του κόσμου. Επειδή δε αφού έπαυσε να μας αγαπά (;), ηρχίσαμεν ημείς να την αγαπώμεν (!), ζητούμεν  παρ’ αυτής την άδειαν να της δώσωμεν μιαν συμβουλήν, την οποίαν πιστεύομεν χρησιμωτέραν πάσης άλλης, ν’αγοράση ένα φωνογράφον και αντί  στομφώδεις κοινοτυπίας, διά τας οποίας δεν πταίει ούτε το πνεύμα, ούτε η καρδία της, αλλά μόνη η μνήμη της, να γράφη καθ’υπαγόρευσιν του φωνογράφου, όσα εκφεύγουν εκ των ροδίνων χειλέων της φυσικά, αφελή, γυναικεία, χαριτωμένα.

Αι φοιτήτριαι της ιατρικής. – Ο κ. Ζωχιός και μία καρδία πτώματος. – Γυναίκες λιποθυμούσαι!
- Και περί των φοιτητριών μας της ιατρικής τι φρονείτε;
- Ενθυμούμαι, ότι προ τινων ετών είς των πρωτευόντων ιατρών μας, ο κ. Ζωχιός, αν δεν μ’απατά η μνήμη, μου διηγείτο, ότι αναλαβών να δώση στοιχειώδη μαθήματα ανατομίας εις τας (…) του Ερυθρού Σταυρού, επέδειξεν ημέραν τινά εις αυτάς μίαν εξαχθείσαν εκ πτώματος ανθρωπίνην καρδίαν, και άλλαι μεν τούτων ωχρίασαν, άλλαι δε ελιποθύμησαν! Τας συγχαίρω δια τούτο εξ όλης καρδίας, ενώ θα τας απεστρεφόμην, αν τας επίστευα ικανάς να πριονίσωσι κόκκαλα ή να εκριζώσωσι καρκίκους! Η γυνή είνε ασυγκρίτως ανωτέρα του ανδρός νοσοκόμος, παρηγορήτρια, ή και χορηγός σιναμικής και χαμομήλων! Διστάζω όμως να πιστεύσω, ότι δύναται και ν’ αποκτήση το απαιτούμενον προς ασφαλή χρήσιν της στρυχνίνης ή του πυρακτωμένου σιδήρου ποσόν ψυχραιμίας ή και αναλγησίας. Όπως εις πάντα τα άλλα, ούτω και εις την ιατρικήν υπερέχει η γυνή τον άνδρα εις τα μικρά, και υστερεί αυτού εις τα μεγάλα.

Δια ποίας άλλας γυναίκας θα γράψη. – Η κυρία Αρσινόη Παπαδοπούλου
- Σκοπεύετε να παρουσιάσετε και άλλας γράφουσας Ελληνίδας;
- Χρησιμώτερον θεωρώ να καταστήσω δια σειράς άρθρων γνωστοτέρας εις το Ελληνικόν κοινόν Γαλλίδας τινάς και Αγγλίδας, δυναμένας να χρησιμεύσωσιν ως πρότυπον γυναικογραφίας.
- Και από ποίαν θ’αρχίσετε;
- Ακόμη δεν απεφάσισα. Την Δελφίνην Γιραρδίνου πιθανώς.
- Διατί τόσον αποκλειστικώς επηνέσατε  την κυρίαν Αρσινόην Παπαδοπούλου, περί της οποίας μου είπεν η διευθύντρια της «Εφημερίδος των Κυριών» κ. Παρρέν, ότι έγραψεν εν ή δυο καλά πραμματάκια παιδικά, όχι όμως μεγάλα πράμματα;
- Δι’αυτό τούτο την επήνεσα, εκτιμών πολύ μάλλον του μεγέθους την ποιότητα των πραγμάτων. Τα διηγήματα της κυρίας Αρσινόης Παπαδοπούλου κοσμούσιν απ’ αρχής έως τέλους, αν όχι μεγάλοι, γνήσιοι τουλάχιστον και άμωμοι μαργαρίται.
 Και έλαβεν εκ της τραπέζης του το αντίγραφον των «Αθηναϊκών Ανθυλλίων», και μου επέδειξε τα επί των σελίδων του δια μολυβδοκονδύλου ή του όνυχος σημάδια, προσθέτων
- Έκαστον των σημείων τούτων υποδεικνύει χωρίον διακρινόμενον δι’ ιδιάζουσαν  χάριν, αφέλειαν ή και πρωτοτυπίαν. Τα σημάδια, ως βλέπετε, είνε πολλά.  Περί δε του ποιού κρίνατε ο ίδιος εκ του εξής: «Αν έστρεφε την κεφαλήν θα έβλεπε τα τέσσερα γατάκια ανωρθωμένα με όλην των την χάριν. Την εκύτταζαν ασκαρδαμυκτεί με την γλώσσαν προς τα έξω. Η μήτηρ των ήτο και αυτή εκεί και την εκάλει να έλθη να καμαρώση τα τέκνα της με την θωπευτικήν εκείνη φωνήν με την οποίαν αι μητέρες γαλαί ειξεύρουν ν’αποτείνονται προς όσους εμπνέουν εις αυτάς εμπιστοσύνην» (Εκ του διηγήματος: «τα πρώτα δάκρυα») Την ακρίβειαν της περιγραφής ταύτης ηδυνήθην να εκτιμίσω από τινων ημερών δια του αυτού ακριβώς τρόπου προσκαλούμενος και υπό της ιδικής μου γάτας να καμαρώσω τα τέκνα της.
  Ακόμη δεν την νομίζω, την κυρίαν Αρσινόην Παπαδοπούλου, και πρωτότυπον διότι ούτε εις τον Μονκρίφ, ούτε εις την
Physiologie passionelle, ούτε εις την ειδικήν γατολογίαν του ημετέρου κ. Μηλιαράκη, γίνεται ιδιαίτερος λόγος περί της τοιαύτης των γαλών μητρικής φιλαρεσκίας. Την τοιαύτην περιγραφικήν ικανότητα, όπως και την επιτυχή ψυχολογικήν ανάλυσιν του παιδικού χαρακτήρος, και των παιδίων την χαριτωμένην ομιλίαν, ονομάζει περιφρονητικώς η παρ’ημίν απόστολος της γυναικείας χειραφετήσεως πραγματάκια, λησμονούσα, ότι τα τοιαύτα ήρκεσαν αλλαχού να φημίσωσι γυναίκας, ότι και αυτή η Σάνδη αποβαίνει πληκτική, οσάκις παρεισάγει εις τ’απαράμιλλα μυθιστορήματα της κοινωνικάς ή φιλοσοφικάς  παρεμβάσεις, και ότι πολύ περισσότερον από όλα τα φιλολογήματα της Δακερίας, την σοφίαν της Duchatelet, τον στόμφον της Στάελ, και την εμβρίθειαν της Δόρας Ιστριάσος, αξίζει, φιλολογικώς τουλάχιστον μία επιστολή της Καϋλούς, ή μία επιφυλλίς της Gyp, ή της Γιραρδίνου. Όπως δήποτε αντιφατικόν φαίνεται να κατηγορούμαι συγχρόνως παρά της κυρίας ταύτης και ότι ζητώ πάρα πολύ μεγάλα πράγματα από τας γράφουσας ελληνίδας και ότι υπερτιμώ πραγματάκια κατορθώνων παραδόξως να είμαι εν ταυτώ και παραπολύ απαιτητικός και υπέρ το δέον ολιγαρκής. Το θαύμα τούτο ζητεί να εξηγήση, βεβαιούσα, ότι το άρθρον μου είνε προϊόν  παρακλήσεων και προσωπικής προς την γράψασαν τα «Ανθύλλια» συμπαθείας. Εις ταύτα ουδέν άλλο έχω ν’απαντήσω παρά μόνο, ότι δεν ηυτύχησα ποτέ να ίδω την κυρίαν Αρσινόην Παπαδοπούλου, ουδ’άλλο  τι περί αυτής, πλην του βιβλίου της, γνωρίζω. Το επροτίμησα δε των άλλων εν Ελλάδι γυναικογραφημάτων ως ασυγκρίτως θηλυκώτερον παντός άλλου. Δια την προτίμησιν όμως ταύτην ως και δια το όλον άρθρον μου πολύ δικαιότερον θα ήτο να κατηγορηθώ ως καθ’ υπερβολήν γυναικολάτρης παρά ως μισογύνης. Αδύνατον όμως είνε ν’ αγαπώ τόσον πολύ τας γυναίκας χωρίς ν΄αποστρέφομαι τας ανδρογυναίκας!

Η δεσποινίς Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου

- Και η εκ Κωνσταντινουπόλεως δεσποινίς Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου;
- Δεν έτυχε να διαβάσω τι ιδικόν της. Πολλάκις δε βλέπων το όνομά της : Α. Παπαδοπούλου, υπέθετα πως επρόκειτο περί της Αρσινόης Παπαδοπούλου. Τόρα λαμβάνω γράμματα και πολλοί μου λένε και προφορικώς να γράψω και δι’ αυτήν.

Τα Ολύμπια
- Και τα «Ολύμπια»;
- Ένα πράγμα δεν ειμπορώ να νοιώσω, απεκρίθη υψόνων τους ώμους, πως για να του δώσω ένα άρθρο του κ. Μπάμπη Άννινου μ’εσταύρωσε μ΄έφαγεν, ενώ τόρα ευρίσκει, ότι δεν ξέρω να γράψω πλέον! Και κάτι το πλέον περίεργον, προσέθεσε σατανικώς μειδιών: Με κατηγορεί, ότι είμαι γέρος – αλλά αυτό το ακούω προ πολλού. Πρί είκοσι πέντε ετών ο
DAurevilly που μετέφρασε την «Πάπισσαν Ιωάνναν» μου, έγραφε στα προλεγόμενά του, ότι το έργον αυτό μόνον εβδομηκοντούτης γέρων ειμπορούσε να το γράψη, ενώ τότε ήμην ο ατυχής μόνον εικοσιτετραετής!
- Και η απάντησις της «Εφημερίδος των Κυριών» πως σας εφάνη;
- Εξ’αυτής δεν έμαθα τίποτε το νεώτερον, αλλά μόνον πράγματα τα οποία κάλλιστα εγνώριζα, ότι δηλ.  αι τρίχες μου είνε φαιαί και ως εκ τούτου δεν αρέσκω πλέον εις τας κυρίας, και ότι εστερήθην της περιουσίας μου και της ευτυχίας ν’ακούω τα τερετίσματα των σαλονίων. Τον τοιούτον τρόπον συζητήσεως θα εθεώρουν ανάρμοστον εις γυναίκα, αν δεν ενθυμούμην ότι ούτω συζητούσιν εν Γαλλία, ουχί βεβαίως αι
divorceuses και αι emancipées, αλλ΄αι harengères  και αι poissardes (*).
  Και έβλεπεν ειρωνικώς μειδειών τον σβύνοντα ήδη ήλιον στους βουνούς του Δαφνιού, τον μόλις αφίνοντα εντός της αιθούσης της παλαιάς εκείνης οικίας της οδού Νικοδήμου ροδινωτάτας εκπνέουσας ακτίνας.
Μποέμ

______________
(*) «όχι βέβαια οι διαζευγμένες και οι χειραφετημένες, αλλά οι κυρίες της ψαραγοράς».
Εκείνη την εποχή, οι κυράτσες που πουλούσαν ψάρια στις ψαραγορές της Γαλλίας φημίζονταν για την ωμή ειλικρίνεια και τους τραχείς τρόπους τους, τόσο πολύ που ο χαρακτηρισμός χρησιμοποιούνταν για όλες τις γυναίκες χαμηλού επιπέδου που μιλούσαν με αυθάδεια και χωρίς τρόπους.
Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι ο Ροϊδης εξισώνει τις διαζευγμένες με τις χειραφετημένες γυναίκες

Πηγές για εμβάθυνση

Κοντοειδή Γεωργία «Η ιστορική σκιαγράφηση των Ελληνίδων συγγραφέων» Ρέθυμνο 2016,  Πανεπιστήμιο Κρήτης, Τμήμα φιλολογίας.

Βαλάντω Λάνδρου «Για ένα "διαλεκτικόν ενσταντανέ": οι απαρχές του θεσμού της συνέντευξης με λογοτέχνες στην Ελλάδα και η συμβολή του Μήτσου Χατζόπουλου (1893-1911)», Θεσσαλονίκη 2017, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης - Φιλοσοφική Σχολή – Τμήμα Φιλολογίας – Τομέας Μεσαιωνικών και Νέων Ελληνικών Σπουδών – Μεταπτυχιακό πρόγραμμα νεοελληνικής φιλολογίας.

Γιαννάτη Ευδοκία  «Εφημερίς των Κυριών (1887 – 1917) Όψεις και διαπραγματεύσεις της γυναικείας ταυτότητας», Θεσσαλονίκη Οκτώβριος 2010, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης - Φιλοσοφική Σχολή - Διατμηματικό  μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών.

Σταύρος Μαλαγκονιάρης «Ο Ροΐδης χλευάζει τη γυναικεία χειραφέτηση», «Εφημερίδα των Συντακτών» 04.03.2018.

Ελένη Βαρίκα, «Μια δημοσιογραφία στην υπηρεσία της “γυναικείας φυλής”», Διαβάζω, αρ. 198,
14.9.1988.

https://www.maxmag.gr/afieromata/kallitexnes/afieromata-kallitexnes/kalirroi-parren/

https://diastixo.gr/arthra/10295-emanouil-roidis

https://agonigrammi.wordpress.com/2012/03/08/καλλιρροή-σιγανού-παρρέν-η-εφημερί/

http://maritheodo.blogspot.com/2008/04/blog-post_18.html