Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2023

ΜΟΝΗ ΒΟΥΛΚΑΝΟΥ – ΙΘΩΜΗ 1927 – ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Δημ. Χατζόπουλος γύρω στο 1923 άρχισε να έχει σοβαρό πρόβλημα με τα γόνατα του - πράμα που αντιμετωπίζουμε λίγο ή πολύ ακόμη όλοι οι Χατζοπουλαίοι- οπότε περιόρισε τις εξουθενωτικές πολύωρες πεζοπορίες και θεώρησε σκόπιμο να πάψει να υπογράφει σαν “Πεζοποπόρος”. Βέβαια δεν σταμάτησε τις περιηγήσεις, ούτε έπαψε να γράφει για τα ταξίδια στην Ελλάδα και τις ανακαλύψεις που έκανε στα απόμακρα και δύσβατα μέρη που πήγαινε. Στον “ Ελληνικό Ταχυδρόμο” είχε δύο σειρές χρονογραφημάτων, μιά “ελαφριά” όπου υπέγραφε σαν “Καρυοθράυστης” και μιά “σοβαρή” όπου υπέγραφε σαν “Αττικός”. Η ιστορία με τον επαίτη που ζητάει όλο και πιο πολλά λεφτά με τη δικαιολογία ότι είναι ιδιοκτήτης των διαφόρων περασμάτων μου φαίνεται ότι είναι κάποιο παλιό γερμανικό ανέκδοτο, δεν κατάφερα να βρω κάποια πηγή που να το επιβεβαιώνει οπότε την χρεώνω στη φαντασία και εφευρετικότητα του Χατζόπουλου. Βλέπουμε ότι χάριν συντομίας καταφεύγει σε περικοπές του τύπου “κ.τ.λ., κ.τ.λ.” , “μη έχοντα θέσιν ενταύθα”, “πως και διατί άλλα ζητήματα” γιατί δεν τον ενδιαφέρει να περιγράψει την περιήγηση με λεπτομέρειες, σκοπός του είναι να διηγηθεί μια διασκεδαστική ιστορία σε δύο μισές στήλες εφημερίδας.
Γ.Χ.

Η Μονή Βουλκάνου Μεσσηνίας

Ελληνιικός Ταχυδρόμος
Σάββατον 2 Ιουλίου 1927
Χρονογράφημα
Ο ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ

Ήρχισα την άνοδον εκ της μονής Βουλκάνου προς την ακρόπολιν της Ιθώμης την μεσημβρίαν, ότε έκαιον και εφλόγιζον οι λίθοι. Είνε κάποια ανηφόρα αξιόλογος. Φύεται υπέρ την μονήν Βουλκάνου (Βουρκάνου) αρκετόν πυκνόν δάσος επί τι διάστημα εκ πρίνων, σκιερόν. Αίφνης παρουσιάσθη ενώπιόν μου άνθρωπος ρακένδυτος και ανυπόδητος. Είχε όμως την πολυτέλειαν στρατιωτικού πηλικίου εις την κεφαλήν. Εξεπήδησε από πυκνόν φράκτην επί της ευσκίου ατραπού και εστάθη ενώπιόν μου:
- Δος μου τσιγαρέττον! Είπε λακωνικώς.
Εγένετο το θέλημά του. Του προσέφερον μάλιστα και πυρείον. Αφού ανήψε το τσιγαρέττον μου είπε εις το αυτό επιτακτικό ύφος:
- Δος μου δίδραχμον!
Εγένετο και πάλιν το θέλημά του. Τότε εδήλωσε συγκαταβατικώς:
- Πήγαινε! Είνε ιδικόν μου το μοναστήριον.
Απεκαλύφθην ευλαβώς και εξηκολούθησα την πορείαν μου. Μετά το δάσος ανηφόρησα προς την “Λακωνικήν πύλην”. Ήμην μουσκευμένος εξ ιδρώτος. Εδροσίσθην εις την παρακειμένην πηγήν, μεθ’ ό επέστρεψα εις την Πύλην και ήρχισα να την φωτογραφώ. Μίαν, δύο, εξ πλάκας. Με μικρόν διάφραγμα και μεγίστην ταχύτητα επέτυχα κάτι καλόν κατά την φωτεινοτάτην εκείνην ώραν. Αίφνης βλέπω πάλιν τον ίδιον τύπον, τον οποίον είχον αφήση κάτω εις την μονήν. Είπε και πάλιν αυθεντικώς:
- Δος μου τσιγαρέττον.
Συνεμορφώθην με την αίτησίν του. Του ανήψα και σπίρτον.
- Τώρα δος μου τάλληρον!
Του έδωσα εικοσιπεντάδραχμον, διότι δεν είχον τάλληρον.
- Θα πας επάνω εις το Καθολικόν; με ηρώτησε.
- Μάλιστα, απήντησα.
- Είνε ιδικόν μου και το Καθολικόν, εδήλωσε κατηγορηματικώς>
- Σε συγχαίρω, φίλε μου. Είσαι μεγαλοκτηματίας εις εποχήν όπου εκηρύχθη ο διωγμός της μεγάλης ιδιοκτησίας.
Απήλθον. Ήρχισα την ανάβασιν. Διαρκεί αύτη ώραν εκ της Λακωνικής πύλης. Έκαιε και εφλόγιζε ο θερινός ήλιος. Ανωφερούσα με το υποκάμισον, και πάλιν κάθιδρως. Μόνον εις Πρίνος υπάρχει δια σκιάν καθ’όλην την ανωφέρειαν. Έφθασα επάνω εις τρία τέταρτα. Εθεωρήθη ως ρεκόρ το γεγονός παρά του μοναχικού ασκητού εκεί υψηλά, το οποίον κ.τ.λ. κ.τ.λ. μη έχοντα θέσιν ενταύθα. Μετά τρεις ώρας αφού διήλθον όλον το οροπέδιον, το οποίον κ.τ.λ., κ.τ.λ. κατέληξα εις την σκιεράν Κλεψύδραν, η οποία υπό βράχους, πως και διατί άλλα ζητήματα. Ήντλησα ύδωρ εις εν των δύο φρεάτων, ότε τσουπ! Πάλιν ενώπιόν μου ο ίδιος τύπος.
- Φέρε τσιγάρον!
Έφερον κ.τ.λ.
- Θα κατεβής εις το Μαυρομμάτι;
- Μάλιστα.
- Φέρε εικοσιπέντε δραχμάς!
Μη έχων άλλο εικοσιπεντάδραχμον του έδωσα πεντηκοντάδραχμον.
- Είνε ιδικόν μου και το Μαυρομμάτι, μου εδήλωσε.
Ανέλαβον το σακκάκιόν μου, ρίψας αυτό επί των ώμων μου, ανέλαβον και την ράβδον μου και ήρχισα την δεινοτάτην κατηφόραν. Είδον τον τρελλόν του μοναστηρίου ερευνώντα το τρομερόν έδαφος.
Προφανώς ήθελε να ευρεθή προ εμού κάτω. Τότε του είπον, κινών ελαφρώς την ράβδον μου:
- Φίλτατε, μάθε, ότι το Μαυρομμάτι είνε ιδικόν μου!
- Εις το καλόν, κύριε γείτων, μου απήντησε.
Ευτυχώς κάτω εις την μεγάλην κρήνην με τας πελωρίους πλατάνους δεν τον συνήντησα πλέον ως ιδιοκτήτην.

Ο ΚΑΡΥΟΘΡΑΥΣΤΗΣ