Τετάρτη 29 Ιουνίου 2022

Ο ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ ΚΑΙ Η ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΓΡΙΠΗ

 «Όλα συνηγορούν ότι άρχισε το τέλος της πανδημίας», «δεν είναι μακριά η μέρα που ο κορονοϊός δεν θα είναι πλέον πανδημία» έγραφαν μέχρι μερικές μέρες πριν οι εφημερίδες, κι όμως σήμερα (28/6/22) βλέπω 20.333 κρούσματα – 16 θανάτους και 95 διασωληνωμένους. Οι μήνες, τα χρόνια περνάνε και όμως ο κορωνοϊός δε λέει να κοπάσει.
Εκατό χρόνια πριν η ανθρωπότητα αντιμετώπιζε μια παραπλήσια κατάσταση. Προς το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου εμφανίστηκε η διαβόητη ισπανική γρίπη που άφησε δεκάδες εκατομμύρια θύματα παγκοσμίως. Στη χώρα μας αυτή η πανδημία διάρκεσε τέσσερα χρόνια και κόστισε πολλές δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, παρόλο που δεν υπάρχουν ακριβή επίσημα στατιστικά στοιχεία. Ο πόλεμος και η μικρασιατική εκστρατεία απασχόλησαν σχεδόν αποκλειστικά την ελληνική κοινωνία της εποχής, αφήνοντας την πανδημία επισκιασμένη για μεγάλο διάστημα. Παρόλα αυτά  μέχρι και την αρχή του 1921 η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη και ο κόσμος αρκετά θορυβημένος. Το κλίμα της εποχής απεικονίζει με απροσδόκητη αισιοδοξία και σκωπτικό τόνο το χρονογράφημα του Δημήτρη Χατζόπουλου «Η Γρίππη» που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εμπρός» το Γενάρη του ίδιου χρόνου.
Γ.Χ.

Εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ», 15.1.1921

Η ΓΡΙΠΠΗ

 Όταν απευθύνθη προς τον ιατρό  το ερώτημα: «Τι θα γίνη με αυτήν τη γρίππην;», όλοι εκρεμάσθημεν από τα χείλη του.
- Πώς τι θα γίνη; Θα πεθάνωμεν, είπε ο γιατρός με απάθεια τιμώσαν την επιστήμην του.

- Γιατρέ αστειεύεσθε; είπε ο τολμηρότερος όλων μας. Ωραία παρηγορία εκ μέρους της επιστήμης!
- Η θετικωτέρα όλων, ετόνισε εκείνος με την ιδίαν απάθειαν.
- Σας ευχαριστούμε. Να αστειεύεσθε εις τοιαύτας ώρας, όπου όλη η κοινωνία ακούει πάλιν το όνομα της γρίππης και παγώνει. Κεραυνοβόλος θάνατος!  εντός πέντε-έξ’ ωρών. Ρίγη, έμετος και χαίρετε δια παντός. Ωραία η επιστήμη σας! Να μη βασκαθή. Τέσσαρα χρόνια τώρα δεν μπορεί να κάμη τίποτε κατά της τρομερής αυτής κυρίας, η οποία εθέρισε δέκα εκατομμύρια ανθρώπων!
- Και το χειρότερον να μη μπορούμεν να βρούμε ούτε μία κατοικίαν, παρ’ όλον αυτόν τον δεκατισμόν, ηκούσθη στεναγμώδης η φωνή ενός αστέγου.
 Ο ιατρός άναψε σιγαρέττον και ωμίλησε πάντοτε απαθής. Ενόμιζε κανείς πως ήταν μαρμάρινο άγαλμα το οποίον απέκτησε αιφνιδίως φωνήν:
- Διά το κακόν της ελλείψεως κατοικίας είμεθα υπεύθυνοι. Προέρχεται εξ ημών των ιδίων. Αλλά διά την γρίππην είμεθα εντελώς ανεύθυνοι. Δεν προέρχεται εξ ημών.
- Αλλά οι πρόοδοι της ιατρικής;
- Η ιατρική μίαν πρόοδον έκαμε. Προσπαθεί να εξακριβώνη από τί αποθνήσκουν οι άνθρωποι. Αυτό πρέπει να μας παρηγορή.
 Εκυττάζαμεν τον ιατρό με βλέμματα,  τα οποία ήσαν μαχαίρια.
- Νομίζετε, είπε, ότι είνε μικρά παρηγορία να γνωρίζωμεν από τι αποθνήσκουν οι άνθρωποι; Τότε δεν κατανοήσατε την αποστολήν της επιστήμης, η οποία είνε προσπάθεια γνώσεως και τίποτε άλλο.
- Ώστε αποκλείετε την ωφελιμότητα της επιστήμης, της ιατρικής μάλιστα, της πρακτικωτέρας επιστήμης;
- Φευ! φίλοι μου, καθώς βλέπετε με μεγάλην σας δυσαρέσκεια, την ωφελιμότητα αποκλείει αυτή η πράξις. Δεν είνε δυνατόν παρά να αποθάνωμεν. Ώστε μη με ερωτάτε τι θα γίνει και με την γρίππην. Δεν εδόθη παρά ανθρώπων, ώστε να καταπολεμηθεί από την θέλησην άλλων ανθρώπων. Είνε δεδομένον παρά τη θέλησίν μας. Και έως τώρα δεν γνωρίζομεν τίποτε θετικόν περί αυτού. Τούτο είνε το πλέον δυσάρεστον δι’ ημάς τους ιατρούς, όχι όμως και διά τους ασθενείς.
- Εις τους ασθενείς δεν είνε δυσάρεστον να βλέπουν ότι είνε ενδεχόμενον να αποθάνουν από γρίππην;
- Διατί να είνε ειδικώς δυσάρεστος ο θάνατος από τη γρίππην και να μην είνε από κάθε άλλην νόσον;
 Τώρα πλέον ηρχίσαμεν να θυμώνωμεν με την απάθεια του επιστήμονος, η οποία μας εφαίνετο σκληρή ειρωνεία. Μια κυρία είπε εξωργισμένη:
- Γιατρέ, σωπάστε, δι’ όνομα του Θεού, διότι θα προκαλέσετε προσωπικόν επεισόδιον.
 Ο άνθρωπος της πρακτικής επιστήμης ανύψωσε τους ώμους και είπε:
- Αν σας έλεγα, ότι εφευρέθη το φάρμακον της γρίππης, θα σας ευχαριστούσα;
- Θα σας εφιλούσαμεν όλοι!
- Και όλαι; ηρώτησε με μειδίαμα, το οποίον ήταν απαίσιον εις τα χείλη ενός τόσο ωμού θετικιστού.
- Και αν ηρνούντο αι κυρίαι να σε φιλήσουν, θα εξηναγκάζοντο, εφώναξε κάποιος, ακόμη και από τον περισσότερον ζηλιάρην μεταξύ μας.
- Τότε πρέπει να δεχτώ φιλήματα, είπε τώρα ο ιατρός με παράξενην έκφρασιν σαρκασμού. Το ιατρικόν της γρίππης έχει ευρεθή τέλος πάντων.
- Τόσην ώραν, λοιπόν, τώρα μας  μας ειρωνεύεσθε με τις απογοητεύσεις σας;
- Πιθανόν να υπήρχε μία ειρωνεία εδώ, αλλά βεβαιωθήτε, σας παρακαλώ, ότι δεν προήρχετο από εμένα. Είμαι τόσον θνητός και γώ, καθώς όλοι σας. Η ειρωνεία των φαινομένων της ζωής είνε εκτός της ιδικής μας δυνάμεως και θελήσεως.
- Το φάρμακον! το φάρμακον κατά της γρίππης, γιατρέ! ηκούσθηκαν αι φωναί των περισσότερων ανυπομόνων.
- Ω! είνε τόσο απλούν.
- Η βεντούζες βέβαια;
- Η βεντούζες ίσχυαν διά την γρίππην του προπαρελθόντος έτους. Μη λησμονείτε,  ότι τα συμπτώματα της εφετεινής γρίππης είνε πολύ διαφορετικά από τα μέχρι σήμερον γνωστά. Η γρίππη εννοεί να καταπλήξη περισσότερον όλων τους πτωχούς ιατρούς οι οποίοι ζητούν να την πολεμήσουν. Έχομεν, λοιπόν, εφέτος ένα άλλο φάρμακον,  πολύ απλούστερον από της βεντούζες, αλλά αποτελεσματικώτερον.
- Πήτε το επιτέλους, γιατρέ, διότι δεν μπορούμεν να αναπνέυσωμεν. Πνιγόμεθα! Τι είδος φάρμακον είνε τόσον αποτελεσματικόν;
- Η μαντζουράνα, είπε με τόσην σοβαρότητα,  τώρα ο ιατρός, με όσην απάθειαν εφανέρωνε προηγουμένως.
 Εκκυταχθήκαμεν έκπληκτοι. Που ήθελε να φθάση απόψε αυτός ο άνθρωπος με τας παραδοξολογίας του. Οργίλη αντήχησε μια φωνή:
- Γιατρέ, για μπεμπέδες μας περνάτε;
- Επαναλαμβάνω, ότι η μαντζουράνα παρέχει ενθαρρυντικά θεραπευτικά αποτελέσματα, προκειμένου περί της γρίππης, αρκεί μόνο να δοθή εις τον ασθενή με αναλογίαν,  την οποία θα κανονίσει ο θεραπεύων ιατρός, συμφώνως με τα φαινόμενα της νόσου και τον οργανισμόν του ασθενούς.
 Παρατηρήθη τότε ότι η ομήγυρις εκύτταζε τον ιατρόν με έκφραση γαλήνης. Στα μάτια όλων έλαμπε η ελπίς. Αι κυρίαι μάλιστα είχαν επανακτήσει το χρώμα τους. Κάποια ηρώτησε:
- Είσθε βέβαιος, γιατρέ, ότι είχατε καλά αποτελέσματα;
- Δεν δύναμαι να αποφανθώ, ότι ανεκαλύψαμεν το φάρμακον της γρίππης.
 Τώρα εισήλθε ένας ωραίος αξιωματικός, ο οποίος μας έφερε νέα. Ήρχισε να αφηγείται λεπτομερείας των τελευταίων επιτυχιών του στρατού μας. Το ενδιαφέρον εκινήθη ζωηρόν. Ελησμονήθησαν η γρίππη, το φάρμακον της, ο ιατρός.
- Γιατρέ, του εψιθύρισα μίαν στιγμήν στο αυτί: Διατί είπες ψέμματα;
- Θέλεις, λοιπόν, να προσθέσω, όπως ο συνάδελφός μου εις την «Αγριόπαπια» του Ίψεν, ότι το ψεύδος είνε απαραίτητον διά την αθλίαν
ταύτην ζωήν; μου απήντησε εις τον ίδιον χαμηλόν τόνον.
ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ

Κυριακή 19 Ιουνίου 2022

Ο ΝΙΟΝΙΟΣ

Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στη Νέα Σμύρνη. Σε μιά μονοκατοικία με ατελείωτη για τα παιδικά μου μάτια αυλή ζούσε όλη η ευρύτερη οικογένεια της μητέρας μου, μεταξύ των οποίων και ο μικρότερος αδελφός της, ο Διονύσης Στούμπος – ο Νιόνιος. Η παρουσία του στο σπίτι στάθηκε για μένα καταλυτική, τα λίγα χρόνια που ζήσαμε μαζί χρησίμεψαν σαν καθημερινή εκπαίδευση στη διαμόρφωση του χαρακτήρα, των προτιμήσεων και της αντίληψης μου για τα πράγματα και τη ζωή.
Έξω από το σπίτι της γιαγιάς μου στη Νέα Σμύρνη το 1965. Οι δρόμοι (η Ηλία Κοκκώνη που είναι παρκαρισμένο το αυτοκίνητο, αλλά και η Κράτητος που φαίνεται πίσω) είναι ακόμη όλοι χωματόδρομοι.
 Όπως και οι άλλοι αρσενικοί της οικογένειας ο θείος Νιόνιος δούλευε σαν ιατρικός επισκέπτης, χωρίς βέβαια να έχει τα τυπικά προσόντα που χρειάζονται σήμερα, άλλες εποχές τότε. Και ήταν καλός, πολύ καλός στη δουλειά του. Λόγω επαγγέλματος ταξίδευε συχνά, αυτή η συνεχής μετακίνηση και η σχετική οικονομική ευχέρεια του έδωσαν σιγουριά, έγινε δανδής, γλεντζές, πάντα καλοντυμένος, σύχναζε σε μπαρ και ακριβά εστιατόρια, έπινε single malt whisky (το 1960… ). Γερό ποτήρι, κατάφερνε να βγαίνει με τους φίλους του για χαβαλέ και πιοτό μέχρι αργά και παρ' όλ' αυτά το πρωί να παρουσιάζεται φρέσκος φρέσκος, πλυμένος, ξυρισμένος, έτοιμος για να πάει δουλειά. Το δωμάτιό του ήταν πάντα κλειστό και δεν επιτρεπόταν σε μας τα παιδιά να πλησιάσουμε. Τι κρυβόταν εκεί μέσα στάθηκε για μένα αξεδιάλυτο μυστήριο για χρόνια. Όταν κάποτε κατάφερα στα κρυφά να μπω μέσα δεν βρήκα τίποτε το περίεργο, δυο τρεις ντουλάπες με αντρικά ρούχα, κυρίως πουκάμισα και γραβάτες όλων των ειδών και αποχρώσεων. 
Το 1960 αγόρασε ένα Renault Dauphine για τη δουλειά του, χρώμα λαχανί, το έπλενε, το περιποιόταν, το στόλιζε, του'βαλε και ραδιόφωνο, άκουγε κυρίως Τρίτο Πρόγραμμα και μου κόλλησε την αγάπη για την κλασσική μουσική. Τις Κυριακές πηγαίναμε πάντα εκδρομή, στη Γλυφάδα, στην Πάρνηθα, στο Λαγονήσι ή απλά στο Φάληρο για μαριδάκι, γαρίδες ή ψαρομεζέ. 
Λυπήθηκα πολύ όταν παντρεύτηκε, γιατί βέβαια μετακόμισε στο νέο σπίτι με τη γυναίκα του, μιά μοντέρνα και όμορφη αιτωλικιώτισα. Το σπίτι τους ήταν αρκετά μακριά από μας για τα δεδομένα της εποχής, στην Αθήνα στην οδό Ισαύρων ή ίσως Τσιμισκή, ψηλά στο Λυκαβηττό. Παρόλ'αυτά δε χαθήκαμε, ερχόταν συχνά να με βρει και που και που - φαντάζομαι για το εθιμοτυπικό - πηγαίναμε επίσκεψη με τη μητέρα μου. Μαζί τους ζούσε για ένα διάστημα και ο εργένης αδελφός της συζύγου, ο Τάκης, που ήταν τότε ένας άσημος ηθοποιός που όμως μέσα σε λίγα χρόνια έκανε καριέρα. Ο Τάκης πρέπει να είχε μεγάλη επιτυχία με τις γυναίκες, κάθε φορά τον βλέπαμε με καινούργια φιλενάδα. Κάποια φορά με άφησαν μόνο μου για πολλή ώρα με μία από τις αρραβωνιάρες, μια ψηλή και αδύνατη κοπέλα, φιλική και οικεία, με κοντά κόκκινα μαλλιά και εντυπωσιακά, μεγάλα πράσινα μάτια. Υπνωτίστηκα, δεν τολμούσα να την κοιτάξω κατάματα, έγινα κατακόκκινος και δεν κατάφερα να αρθρώσω λέξη. Αργότερα όταν η μάνα μου με πήρε να φύγουμε με επέπληξε γιατί “καθόμουνα σα βλάκας χωρίς να μιλάω με τον ξένο κόσμο”... 
Το καλοκαίρι του 1963 πήγαμε μαζί οι δυο οικογένειες, οι Στουμπαίοι και οι Χατζοπουλαίοι διακοπές στο “Νησί Τουρλίδας”, ένα τεχνητό νησί που δημιουργήθηκε όταν σκάφτηκε το κανάλι για τα καράβια στο λιμάνι του Μεσολογγίου. Στο νησί δεν υπήρχε ηλεκτρικό ούτε τρεχούμενο νερό, ήδη από την δεύτερη μέρα αρρώστησα γιατί έφαγα πολλά ωμά σπαρίδια (η ιδέα ήταν του Νιόνιου), η μάνα μου μ' έτρεχε σε γιατρούς και καταράστηκε τη στιγμή που σκέφτηκε να κάνει “προσκοπικές” διακοπές. Όταν τελικά έγινα καλά μου κόλλησε η ιδέα να πάρω μαζί μου στην Αθήνα ένα μαύρο γατάκι που είχα βρει εκεί, είδαν και έπαθαν να με μεταπείσουν, τελικά το αφήσαμε σε μια φίλη της μάνας μου στο Μεσολόγγι. 
Παρόλα τα ταξίδια και την παντρειά, ο Νιόνιος εύρισκε πάντα χρόνο να αφιερώσει σε μένα. Ερχόταν συχνά τα απογεύματα και μου άνοιγε συζητήσεις για μουσική, μ’έβαζε με το σώνει και καλά να διαβάζω ποίηση, Παλαμά, Μαλακάση, Σικελιανό. Άλλες φορές έβγαζε από την τσέπη την εφημερίδα, στην αρχή τα “Νέα” και από το '64 την «Δημοκρατική Αλλαγή» (1) και μου εξηγούσε την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα. Τον θαύμαζα και τον αγαπούσα πολύ, παρόλο που με φόβιζε λίγο, ήξερε να είναι τρυφερός και ήπιος αλλά συγχρόνως απαιτητικός και σχολαστικός, ενδόμυχα τον έβλεπα σαν παράδειγμα προς μίμηση παρόλο που δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Αυτή του η μανία για την εγκυκλοπαιδική μόρφωση (μανία που είχε ίσως σε μεγαλύτερο ακόμη βαθμό ο πατέρας μου) με έσωσε πολλές φορές στο σχολείο, γιατί αρκετά θέματα από τη διδακτέα ύλη πολλών μαθημάτων τα ήξερα ήδη από τις ατελείωτες συζητήσεις με τον πατέρα μου ή με τον Νιόνιο. Αυτός και η γυναίκα του, η Δήμητρα, μου χάρισαν δεκάδες βιβλία, πολλά “παιδικά” (Ιούλιο Βερν, Αλ. Δουμά κλπ) αλλά και “σοβαρά” Χέμινγουεϊ, Στάϊνμπεκ, Κορδάτο, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι. Κάποτε βρήκε στο Μοναστηράκι ένα αντίτυπο από τα “Ελεγεία και ειδύλλια” του Κωστα Χατζόπουλου και ενθουσιασμένος απαίτησε από μένα όχι μόνο να το διαβάσω αλλά και να το αποστηθίσω (πράγμα που βέβαια δεν κατάφερα).

Μεσολόγγι, Κήπος των Ηρώων, 1995, ο Διονύσης Στούμπος με τη μητέρα μου Σταυρούλα και τη γυναίκα μου Νατσαρένα. 

Όταν κατάλαβε ότι δεν είχα κλίση προς την ποίηση προσπάθησε (και το πέτυχε) να μου εμφυσήσει την αγάπη του για τη φωτογραφία. Το 1964 μου χάρισε μία απλοϊκή φωτογραφική μηχανή Kodak brownie, τον επόμενο χρόνο μια διοπτική Lubitel 2 (6x6) και το 1967 μια κινηματογραφική μηχανή λήψης 8mm Yashica 8-E III. Μαζί με τη μηχανή λήψης μου χάρισε και μιά μηχανή προβολής και ένα έντιτορ να κάνω μοντάζ στα φιλμ που τραβούσα. Στο κουτί της μηχανής προβολής βρισκόταν και μια μπομπινούλα με ένα λιγόλεπτο φιλμ που λεγόταν «Η διακόρευσις της Χουανίτα», η πρώτη «τολμηρή» ταινία που είδα στη ζωή μου. Όταν έγινα 13 χρονών, χωρίς να δώσει εξηγήσεις στους δικούς μου ήρθε ένα βράδυ και με πήρε “να πούμε τα αντρικά μας”. Μετά από πολλούς γύρους και αφού ήταν πλέον αργά φτάσαμε σε μιά σκοτεινή περιοχή, Τζιτζιφιές, Μοσχάτο, Καλλιθέα δεν προσανατολίστηκα καλά. Μπήκαμε σ' ένα κέντρο που έξω δεν φαινόταν να έχει φώτα ή επιγραφή, μέσα όμως ήταν πολυτελέστατο, χλιδάτο, κάτι το εντελώς πρωτόγνωρο για μένα. Υπήρχε ορχήστρα, κορίτσια με φανταχτερά ρούχα, κουστουμαρισμένα γκαρσόνια και τα τοιαύτα. Παρ'όλη τη μικρή μου ηλικία μου έδειχνα ενήλικας, ήμουν ήδη 1,80 ύψος και ξυριζόμουνα, οπότε κανείς δεν φαντάστηκε ότι ήμουν παιδί. Ήπια για πρώτη φορά στη ζωή μου ουίσκι και χάζεψα το χορευτικό πρόγραμμα. Όταν μετά από μέρες μου ξέφυγε και ανέφερα το γεγονός στη μάνα μου έγινε πυρ και μανία, τον κατσάδιασε για τα καλά και του κράτησε μούρη για καιρό. 
Στο σπίτι μου στο Γαλάτσι, 2003.
Μπαίνοντας στην εφηβεία άρχισα να βλέπω τα πράματα με άλλο μάτι, έπαψα να ενδιαφέρομαι τόσο για το διάβασμα και τα μαθήματα, άλλαξα παρέες, συνήθειες, προτιμήσεις, οπότε αναπόφευκτα έπαψα να βλέπω το θειό μου το Νιόνιο σα δάσκαλο ζωής. Όχι ότι χαθήκαμε, βλεπόμασταν πιο αραιά, κάποιες χρονιές πήγαμε μαζί διακοπές το καλοκαίρι, δεν χάσαμε ποτέ επαφή. Όταν εγκαταστάθηκα στο εξωτερικό αποξενωθήκαμε κάπως περισσότερο, παρόλο που δεν έπαψα ποτέ να τον αγαπώ και να τον εκτιμώ πιο πολύ απ'όλα τα αδέρφια της μάνας μου. Το '82 αρρώστησε βαριά από την καρδιά του, χειρουργήθηκε στην Αγγλία, κατάφερε να επιζήσει και να καλοζωήσει για εικοσιεφτά ακόμη χρόνια. 
Πάνε δεκατρία χρόνια που μας άφησε, δεν τον ξέχασα, μου λείπει ακόμη και τώρα, μου λείπει το πρόσχαρο του χαμόγελο, το καλοκάγαθο του γέλιο, πολλές φορές ασυναίσθητα τον σκέφτομαι λες και είναι ακόμη ζωντανός, δεν νομίζω ότι θα καταφέρω ποτέ να αποδιώξω από μέσα μου αυτή τη σκέψη. 

 (1) Η «Δημοκρατική Αλλαγή» ήταν μία φιλοαριστερή εφημερίδα με πιο ελαφρό περιεχόμενο από την «Αυγή», κυκλοφόρησε από το 1964 έως το 1967 όταν την έκλεισε η δικτατορία.

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

ΝΕΑ ΣΜΥΡΝΗ 1960

 Περί τα τέλη του 1959 η οικογένειά μου μετακόμισε από το Χολαργό στη Νέα Σμύρνη. Εγώ βέβαια ήμουν νήπιο και δεν μου έπεφτε λόγος, ούτε κανείς ποτέ σκέφτηκε να μου δώσει εξηγήσεις, πάντως φαντάζομαι ότι κύριος εμπνευστής-αυτουργός αυτής της απόφασης ήταν ο αδελφός της μάνας μου Λευτέρης, που από χρόνια είχε παντρευτεί και εγκατασταθεί εκεί. Το νέο σπίτι ήταν στην οδό Βάρνης, ένα αρκετά ευρύχωρο διαμέρισμα που έπιανε όλο το ισόγειο, με τεράστια βεράντα στο πίσω μέρος και μεγάλο κήπο. Βέβαια, με τα σημερινά κριτήρια η διευρυμένη οικογένειά μας ήταν αρκετά πολυάριθμη για να χωρέσει άνετα σε ένα σπίτι πέντε δωματίων. Συνολικά ήμασταν έξι άτομα: η μητέρα μου, ο πατέρας μου -που ήταν μονίμως ταξίδι- εγώ, η γιαγιά Ελένη, ο αγαπημένος μου ξάδερφος Τάκης και ο αδερφός της μάνας μου Διονύσης, που όταν παντρεύτηκε και έφυγε τον αντικατέστησε η - ανύπαντρη τότε-  θειά μου Μαρία, νιοφερμένη  από το Μεσολόγγι. Η οικογένειά μου ήταν ανοιχτή και φιλόξενη, στο σπίτι υπήρχε και το δωμάτιο των ξένων που ήταν σχεδόν μονίμως κατειλημμένο από ανύπαντρες μακρινές συγγενείς από το Μεσολόγγι ή το Αγρίνιο που ερχόταν στην Αθήνα με προοπτική εγκατάστασης ή τέλος πάντων ταχτοποίησης. Στην αυλή υπήρχε ένα κοτέτσι που μου απαγορευόταν να πλησιάσω και στο βάθος καλαμιές που χώριζαν το οικόπεδο από το γειτονικό. Όταν έβρεχε στις καλαμιές δημιουργούνταν λιμνάζοντα νερά που δεν στέγνωναν εύκολα, η αγαπημένη μου ασχολία ήταν να παρατηρώ τους γυρίνους που μονίμως υπήρχαν εκεί. Στην αυλή του διπλανού σπιτιού υπήρχαν κάτι παράγκες, χαμηλές και στενές, στις οποίες ζούσαν κάτι οικογένειες από τη Ρουμανία, φαντάζομαι ελληνικής καταγωγής που είχαν έρθει στην Ελλάδα με το τέλος του πολέμου αλλά ακόμη μιλούσαν με μεγάλη δυσκολία τα Ελληνικά.

 Το σπίτι στην οδό Βάρνης όπως είναι σήμερα, περιέργως δεν δόθηκε αντιπαροχή, παρμένη από το Google maps.

Οδός Σαχτούρη στη Νέα Σμύρνη, 1965. Αριστερά ο ξάδερφός μου Κώστας Μεντής, δεξιά ένας γείτονας,  ο Παναγιώτης, δυστυχώς δεν θυμάμαι το επώνυμό του. 

Η Νέα Σμύρνη του 1960 δεν είχε βέβαια καμμία σχέση με τη σημερινή, ήταν ακόμη μια αραιοκατοικημένη περιοχή με χαμηλά σπίτια, κακοφωτισμένη τη νύχτα, με λίγους ασφαλτοστρωμένους δρόμους χωρίς πεζοδρόμια, παντού πέτρες και χώματα, που όταν έβρεχε μεταβαλλόταν σε άπειρα ρυάκια από λάσπη. Η κεντρική πλατεία και ο χώρος γύρω από την Αγία Φωτεινή ήταν απέραντες αλάνες δίχως πράσινο ή κάποιο καλλωπισμό. Για τα παιδικά μας μάτια αυτή η γενική εικόνα εγκατάλειψης, η ατημελισιά και ακαλαισθησία του χώρου δεν ενοχλούσαν καθόλου, κάθε ξέφραγο οικόπεδο, ξέφωτο, ήταν για μας παράδεισος, μέρη που παίζαμε μπάλα, κυνηγητό, μπίλιες, κάθε είδους παιγνίδι μέχρις εξουθενώσεως.  Κοντά στο σπίτι μας δεν υπήρχαν μαγαζιά, για να βρεις παντοπωλείο, μανάβικο ή κρεοπωλείο έπρεπε να πας στο Φάρο (Άνω Νέα Σμύρνη) ή στην πλατεία. Μερικά σπίτια πιο δίπλα μας μέσα στα πεύκα  ήταν η παράγκα του κυρ Χειμώνα, ενός γεράκου  που πούλαγε κρασί χύμα και αυγά. Στο διπλανό δρόμο υπήρχε βέβαια ένα σημαντικό μαγαζί, το γαλατάδικο του κ. Σιότροπου, πατέρα του κατοπινού δημάρχου, που εκτός από γάλα πούλαγε και γιαούρτι και άλλα γαλακτοκομικά. Η κόρη του Γεωργία αργότερα άνοιξε το πρώτο φροντιστήριο ξέων γλωσσών στη Νέα Σμύρνη, που υπάρχει και σήμερα.

Σχολείο πήγα στο τρίτο Δημοτικό, μερικά τετράγωνα πιο κάτω, στη γωνία Αρτάκης και Αιγαίου. Το σχολείο βρισκόταν στην άκρη μιας αχανούς άδειας κακοτράχαλης έκτασης που λεγόταν «Δεξαμενή», αργότερα στη θέση της χτίστηκαν το κολυμβητήριο και τα γηπεδάκια. Στο οίκημα συστεγαζόταν δύο δημοτικά σχολεία,  που δούλευαν με το σύστημα της διπλής βάρδιας, ένα σχολείο το πρωί και ένα το απόγεμα, και στη μέση της εβδομάδας αλλαγή, εγώ τύχαινα στη βάρδια που έπεφτε Δευτέρα/Τετάρτη απόγεμα και Πέμπτη/Σάββατο πρωϊ οπότε το Σαββατοκύριακο μπορούσα να τεμπελιάσω πιο άνετα. Παρόλο που δεν διάβαζα πολύ ήμουνα πολύ καλός μαθητής, σχεδόν ο καλύτερος της τάξης, η καλύτερη ήταν μια κοπελίτσα που τη λέγαν Δελή, δεν θυμάμαι το όνομα, που την είχα άχτι γιατί μου έπαιρνε μονίμως την πρωτιά… Οι τάξεις αποτελούταν από τριάντα και άνω μαθητές, οι δάσκαλοι ήταν παλιομοδίτικοι και χρησιμοποιούσαν τις χειρότερες παιδαγωγικές μεθόδους: ξύλο με τη βέργα για τους αμελείς και άτακτους, στοχοποίηση των διαφορετικών/φτωχότερων μαθητών, κλπ.  Τα πράγματα διαφοροποιήθηκαν με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Ε. Παπανούτσου το 1964, το κλίμα αυστηρότητας χαλάρωσε,  άλλαξε  το περιεχόμενο και ο τρόπος διδασκαλίας καθώς και η αντιμετώπιση των μαθητών.  Οι προοδευτικοί δάσκαλοι πήραν θάρρος και άρχισαν να εκδηλώνονται, απ΄την άλλη ήδη στην πέμπτη και έκτη δημοτικού εμείς οι πιο «ξύπνιοι» μαθητές δημιουργήσαμε παρατάξεις, κάναμε ένα είδος παράτυπου συνδικαλισμού με συνεδριάσεις, επιτροπές με  αιτήματα και διεκδικήσεις. Φυσικά το 1967 με τη δικτατορία όλα αυτά κοπήκανε, αλλά εγώ ήμουνα ήδη στην πρώτη Γυμνασίου και είχα άλλα ν’ασχοληθώ.