Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2022

ΕΙΣ ΤΟ ΒΟΥΝΟ – ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Εύστοχο -και επίκαιρο -  χρονογράφημα,  γραμμένο την  περίοδο που η Ελλάδα μόλις είχε βγει καταπονημένη από τους βαλκανικούς πολέμους και βρισκόταν μπροστά στο δίλλημα του να συμμετάσχει ή όχι στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο που μαινόταν στην Ευρώπη. Ο Δ.Χατζόπουλος, με το πρόσχημα της εκδρομής στο βουνό, καταφέρνει να γράψει ένα πολιτικό άρθρο μασκαρεύοντας το σαν επιφανειακό χρονογράφημα, βάζοντας τους χωρικούς να εκφράσουν με απλό τρόπο αυτά που ο ίδιος σκεφτόταν για την ιμπεριαλιστική διαμάχη.
Γ.Χ.

Εφημερίδα «Καιροί», 4 Μαρτίου 1915

ΑΘΗΝΑΪΚΑΙ ΩΡΑΙ
ΕΙΣ ΤΟ ΒΟΥΝΟ

Καθ΄οδόν εστάθημεν εις το χάνι, το οποίον τα μυθιστορήματα της χθες απεκάλουν πανδοχείον, αλλά σήμερον ο ιδιοκτήτης του ανέγραψεν “αιστηατώριο”. Είνε μια μπαράγκα με καμπούραν, σκόνην, αράχνες και βόρβορον. Ενώ η άνοιξις γύρω έχει στρώση χαλιά με αραβουργήματα και οι μεγάλοι κάδοι των πλατανιών στολίζονται απ'ο τα πρώτα ανοιχτοπράσινα φυλλαράκια και το νερό της βρύσης εκεί κοντά έρχεται από τα βάθη της γης καθαρό ως το ασήμι, όλα είνε απείρως βρώμικα και λερά. Πως είνε δυνατόν ο άνθρωπος να είνε το πλέον ακάθαρτον ζώον μέσα εις μία φυσικήν ομορφιάν; Τούτο νομίζω, ότι μόνον εις την περιπαθή Ανατολήν και την γαλανήν Μεσημβρίαν ειμπορεί να συμβαίνη. Μία τέτοια θελκτική γωνία θα έπρεπε να είχε την συμμετρικήν ανθρωπίνην εγκατάστασίν της, όπως συμβαίνει εις πολλάς άλλας θελκτικάς γωνίας της γης. Αφελή, ελαφρά σαλέ, μάνδρας φαιδρώς λευκάς, αυλάς καθαράς, οργάνωσιν του αγροτικού βίου, τον ορνιθώνα εις την θέσιν του, τον οίκον των χοίρων, τον των κατσικών, των αγελάδων εις την ιδικήν των σιτοβολώνα, λαχανόκηπον, Ζενερίνας, των οποίων η λευκή καμιζόλα να μυρίζη σαπούνι, τραπετσαρίαν, που να λάμπη όπως η ασημόκουπα των παραμυθιών, πιάνο εις την γωνίαν, αναδενδράδας, κιόσκια, ή λευκές τούλινες κουρτινίτσες των άσπιλων κοιτώνων να κολπούνται ειδυλλιακά εις το αεράκι του βουνού. Καλέ Θεέ, είνε τόσον απολύτως δυσκατόρθωτα αυτά τα απλούστερα, ολίγες καθαρές, έντονες πινελιές μέσα εις μίαν τόσην πράσινην ευδαιμονίαν; Αλλ΄υπήρχε βορβορώδες χανδάκι, λασπωμένοι γρυλλίζοντες χοίροι, βρώμικα, μυξιάρικα, κουρελλίδικα παιδιά, γυναίκες  - αι ευδαιμονίαι του οίκου – κίτρινες σαν την λάσπην και τόσον ακάθαρτες το σώμα και το ένδυμα, ώστε να ενόμιζε κανείς πως το άφθονον εκεί νερό ήτο απηγορευμένον δηλητήριον. Ο “πανδοχεύς” μας έφερεν εις το χονδρόν τραπέζι ούζο. Μια σταγών τούτου θα ήταν ικανή να εφόνευε και βουν, αλλ΄οι πόται του έπαιζον ακμαιότατοι κοντσίναν με λερήν τράπουλαν. Τέλος εις τσουλής αγρότης χαρτοπαίκτης μας απηύθυνε τον λόγον:
- Σαν τι χαμπέρια από την Αθήνα;
- Τα ίδια τοις ιδίοις και ουδέν νεώτερον είχαμε ν'αναγγείλωμεν. Μας εκοίταξαν υπόπτως. Κάτι θα εκρύβαμεν. Άνθρωποι με κολλάρο είμεθα, πως ήτο δυνατόν να μην εγνωρίζαμεν κάτι, πολλά μάλιστα.
- Πως είνε τα πράγματα; επέμενεν ένας απείρως τρισακάθαρτος, ενώ το νερό έρεεν εις τους πόδας του διαμάντι.
- Ησυχία.
- Δεν θάχουμε πόλεμον;
 Όχι, δεν θα είχαμε πόλεμον. Τουλάχιστον αυτήν την σοφίαν εφέρναμεν από τας Αθήνας.
 Εκίνησαν την κεφαλήν δυσπίστως. Πάλιν κάτι θα τους εκρύβαμεν.
- Δεν έχει, βρε παιδί, πόλεμον; Προσέθεσε ένας γέρος.
- Όχι, δεν έχει πόλεμον, μπάρμπα.
 Έμεινεν ολίγον σκεπτικός και επανέλαβεν:
- Είσαι βέβαιος, πως δεν θάχει πόλεμον;
- Μπάρμπα, δια τίποτε δεν είνε κανείς βέβαιος.
 Αυτή η λέξις πόλεμος ήτα σαν βαρειά σκιά μέσα εις την πράσινην εκείνην ερημίαν, σαν μυλόπετρα εις τα στήθη των χωρικών. Τέλος κανείς των δεν επίστευεν, ότι τους ελέγαμεν την αλήθεια, διότι πως ήτο δυνατόν να μην εγίνετο πόλεμος; Δύο πράγματα παρατηρεί κανείς, νομίζω, ως απαραίτητα εις τον αγροτικόν μας κόσμον την είδησιν, ότι αύριον θ’αφιχθεί ο εισπράκτωρ και το άγγελμα, ότι αύριον δημοσιεύεται το διάταγμα της επιστρατεύσεως. Η ταλαίπωρη χωρική ζωή είνε πιασμένη διαρκώς στα δύο αυτά δόντια της τανάλιας. Ν’αναπνεύση δεν ειμπορεί αν δεν σκεφθή, ότι μίαν αποστολήν έχει εις τον κόσμον, να πληρώνη φόρους και να στρατεύεται.
- Και γιατί δεν θάχωμε πόλεμο; Ηρώτησαν.
 Εγύρευαν οπωσδήποτε πολλά. Το μόνον που μπορούσαμε να τους ελέγαμεν, ήταν ότι δεν θα εγίνετο πόλεμος.
- Γιατί;
 Γιατί; Ένας από μας εριψοκινδύνευσε:
- Γιατί τον πόλεμο δεν τον θέλει ο λαός!
 Κατέβασαν το κεφάλι, αλλ'ο γέρος εξακολουθούσε να κινή το δικό του, λευκό κεφάλι, επί του οποίου ο χρόνος είχε χαράξη πολυαρίθμους ρυτίδας, όπως χαράζει εις τον κορμόν του δένδρου τα δαχτυλίδια του.
- Μπρε, παιδί, και ποιός ρωτάει το λαό, αν θέλη πόλεμο; ηρώτησεν.
 Οι άλλοι χωρικοί κατένευσαν.
 Εις ένα τέτοιο ερώτημα θα εχρειάζετο κανείς την σοφίαν του Νάθαν δια να απαντούσε, δι΄ό και εσιωπήσαμεν. Εμορφάσαμεν δε, διότι ερροφούσαμεν τώρα κάποιον μαύρον πηλόν από το χονδρό φλυτζάνι του καφέ. Φαίνεται όμως, ότι την σοφίαν του Νάθαν θα την είχεν ο ασπρομάλλης χωρικός, διότι απήντησεν ο ίδιος εις το ερώτημά του:
- Όταν πη το γκουβέρνο εμπρός ποιος ρωτάει το ντουνιά;
 Αφού ήτο τόσον καλώς πληροφορημένος ο άνθρωπος, εθεωρήσαμεν καλόν να δεχθώμεν την πληροφορίαν του και ηρωτήσαμεν απλώς:
- Σεις τον θέλετε τον πόλεμο;
 Δεν απήντησε κανείς, αλλ΄ο γέρος δεν ηθέλησε να περιφρονήση την ερώτησιν:
- Ημείς θέλομε ψωμί, μπρε παιδί.
   Ο Πολυντώρ