Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2021

H ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΚΑΣΤΡΟΥ – ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Χτες - με αργοπορία μιας τουλάχιστον δεκαετίας - αποφάσισα επιτέλους να βάλω σε κάποια τάξη το “χρονοντούλαπο” μου, το αρχείο των γονιών μου που αποτελείται από εκατοντάδες κείμενα, γράμματα και φωτογραφίες. Ένα διπλωμένο δίφυλλο τράβηξε την προσοχή μου, γραμμένο από τον πατέρα μου το Γενάρη του 1975, ένα κείμενο που εξιστορεί -σε πρώτο πρόσωπο- τη μάχη του Αγγελόκαστρου τις 9.4.1944. Το γεγονός, πέρα από τη συμβολή του στον απελευθερωτικό αγώνα, είναι σημαντικό για την ιστορία του τόπου μας, γιατί μετά από μερικές μέρες οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες σαν αντίποινα εκτέλεσαν 120 πατριώτες στο Αγρίνιο, μεταξύ των οποίων και τους τρεις ήρωες που απαγχονίστηκαν στην πλατεία Αγρινίου (οι εκτελέσεις της Μεγάλης Παρασκευής 1944). Δεν γνωρίζω αν το κείμενο δημοσιεύτηκε τελικά κάπου, το χειρόγραφο φαίνεται περισσότερο ένα πρόπλασμα, υπάρχουν διορθώσεις που φαίνονται καμωμένες από χέρι τυπογράφου, αλλά μπορεί και να κάνω λάθος.
Γ. Χ.

ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΚΑΣΤΡΟΥ (των Βαϊων - 9 Απρίλη του 1944)
25° χιλ. Σιδ. Γραμμής Κρυονερίου – Αγρινίου
Μεταξύ Σταμνάς και Αγγελόκαστρου
του ΠΑΝΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

φωτογραφία από το αρχείο του Γιώργου Ιωάννου με αμαξοστοιχία παρόμοια με αυτή του σαμποτάζ, τραβηγμένη τη δεκαετία του ’50 (*)

Αρχηγείο Μεσολογγίου (2ο τάγμα του 2/39) Στρατιωτικός Κατσίμπας Γιώργος.
Στόχος της επιχείρησης ήταν να χτυπηθούν οι ταγματασφαλίτες που θα πήγαιναν στην γιορτή της εξόδου του Μεσολογγίου. Τους περιμέναμε από Πέμπτη το βράδυ. 45 άνδρες εθελοντικά γιατί θάπρεπε να πετύχει ο αιφνιδιασμός (και γιαυτό το λόγο επιλέχτηκαν) . Οι άνδρες κατέλαβαν τις θέσεις που είχαν οριστεί από την Τρίτη κοντά στη σιδ. γραμμή στα γύρω υψώματα. Πλαγιοφυλακές είχαμε τον.εφεδρικό ΕΛΑΣ Αγγελόκαστρου και Νιοχωριού. Την Παρασκευή δεν περάσανε Ράληδες, ούτε το Σάββατο. Το Σάββατο το βράδυ πήγαμε και φάγαμε φασουλάδα στο Μοναστήρι του Αγγελόκαστρου και ξεκουραστήκαμε. Αφού δεν κατέβαιναν ταγματασφαλίτες αποφασίσαμε να χτυπήσουμε Γερμανούς και ξημερώνοντας το πρωί της Κυριακής καταλάβαμε ξανά τις θέσεις μας.
Σύνδεσμοι της οργάνωσης μας ειδοποίησαν ότι έφτανε τραίνο στο Αιτωλικό και ήταν φορτωμένο με 90,000 οκάδες βενζίνα σε φορτηγά βαγόνια, μετέφερε την γερμανική φρουρά του τραίνου και στο τελευταίο βαγόνι ήταν Έλληνες επιβάτες. Από εκείνη τη στιγμή βρεθήκαμε σε συναγερμό, με τις χειροβομβίδες στο χέρι και το δάχτυλο στη σκανδάλη. Στη Σταμνά ο Σταθμάρχης ειδοποίησε τους σιδηροδρομικούς για την ενέδρα (ήταν όλοι οργανωμένοι). Μόλις το τραίνο έφτασε στη ανήφορο του 25ου χιλιομέτρου βάσει του σχεδίου ο αντάρτης ΝΤΕΛΗΣ (Νίκος Γκουμανιώτης) πετάχτηκε μπροστά στη μηχανή στις γραμμές, ο μηχανοδηγός φρενάρησε και ο Ντελής πυροβόλησε τη μηχανή. Πριν σταματήσει καλά το τραίνο άρχισε η επίθεση, με οπλοπολυβόλα και μάνλινχερ κλπ. Κανείς δεν χτύπησε το τελευταίο βαγόνι.
Οι Γερμανοί πήδηξαν απ΄τα παράθυρα με τον οπλισμό τους μέσα στα σιτάρια και ερχόταν πυροβολώντας κατ' επάνω μας, αλλά τους γάζωσαν τα πυρά μας. Οι πολίτες, παρόλο που τους φωνάζαμε να φύγουν προς τη Σταμνά, τάχασαν και ανακατώθηκαν με τους Γερμανούς, τελικά κατάφεραν να απομακρυνθούν και να κατευθυνθούν προς Σταμνά αλλά από λάθος σκοτώθηκαν δυο. Μετά από 5 λεπτά η ομάδα του Σαράνταινα κατά το σχέδιο της επιχείρησης έκανε έφοδο επάνω στο τραίνο με χειροβομβίδες με αποτέλεσμα να εξοντωθούν όλοι οι Γερμανοί. 27 νεκροί - 2 αξιωματικοί- αιχμάλωτοι: 2 αξιωματικοί τραυματίες και ένας φαντάρος (16 χρονών), 3 Ιταλοί και ένας μοίραρχος της χωροφυλακής ονόματι Κατεργάρης. Πήραμε όλο τον οπλισμό, τρόφιμα, χρήματα και άλλο χρήσιμο υλικό. Το τμήμα αποχώρησε προς το ύψωμα ψηλή Παναγία του Ζυγού. Έμεινε ο Σαράνταινας και ο Αριστείδης Λαμπίρης και τοποθέτησαν εμπρηστικές νάρκες στα βαγόνια με τις βενζίνες, όπως φεύγαμε ακούγαμε που καιγόταν και ένα-ένα έσκαζαν.
Στην επιχείρηση αυτή δεν σκοτώθηκε κανείς από τους αντάρτες, είχαμε μόνο ένα τραυματία. Αυτή ήταν η μάχη.
Στη συνέχεια γερμανικές μονάδες προσπάθησαν να μας περικυκλώσουν, μας κλείσανε από Κλεισούρα, Χρυσοβέργι, (...) εμείς βρισκόμαστε όλη μέρα μέσα στο δάσος στην κορυφή του βουνού. Το βράδυ αργά περάσαμε δίπλα από την Αγία Ελεούσα και βγήκαμε από τον κλοιό προς Σιβίστα (σήμερα λέγεται Ελληνικά Αιτωλοακαρνανίας, σημ. δική μου).

_______________

https://www.agriniopress.gr/to-sampotaz-tis-stamnas/?__cf_chl_jschl_tk__=pmd_MvzUKSgm4kLUuuPWxz4FuigV54txqc95zqBmXb_j.a4-1635677240-0-gqNtZGzNAmWjcnBszQi9



Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ, ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Από το βιβλίο του “Αιτωλικά” (1967)

Ο δρόμος

ο δρόμος κι η τσάντα
οι σκάλες που δεν έχουν τελειωμό.
Μιά καλημέρα – μια καλησπέρα
μιά εγκάρδια χειραψία
μιά παγερή υποδοχή.
Η αναμονή στον προθάλαμο του γιατρού
οι διάδρομοι των κλινικών και των πολυϊατρείων.
Τα βλοσυρά βλέμματα
τα φαρμακερά βλέμματα
των ασφαλισμένων και των κλητήρων
του Ι.Κ.Α.
Ο δρόμος κι η τσάντα
τ΄ασανσέρ κι οι αίθουσες αναμονής
τα ιατρεία και τα φαρμακεία
οι κλινικές και τα θεραπευτήρια
και τα νοσοκομεία...

Οκτώβρης 1974, στο ferry-boat Ρίο – Αντίρριο ο Πάνος Χατζόπουλος σε μία αστεία πόζα με ένα συνάδελφο που χασμουριέται... Ήταν μια από τις τελευταίες περιοδείες πού έκανε σαν ιατρικός επισκέπτης, μετά ένα σχεδόν μήνα αρρώστησε και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει. 

Τα χαμόγελα

Τα χαμόγελα
τα θερμά κι εγκάρδια χαμόγελα
τα παγερά κι αδιάφορα χαμόγελα
τα ενθαρρυντικά χαμόγελα
τα ειρωνικά χαμόγελα
όλων των ειδών και ποιοτήτων τα χαμόγελα
όλων των ειδικοτήτων και διαθέσεων τα χαμόγελα.

Κι ο δρόμος

πάντα μπροστά σου ο δρόμος.
Στο νου στη σκέψη στην καρδιά
ο δρόμος
    ο δρόμος
        για πάντα ο δρόμος.
Η ζωή σου είναι ο δρόμος.
Ο δρόμος τα λεωφορεία τ'αεροπλάνα και τα πλοία
τα εστιατόρια τα τραίνα και τα ξενοδοχεία.
Το φαρμακείο του Μπέλου στα Τρίκαλα.
Του Θεοδωρίδη στο Ηράκλειο
τα συστεγασμένα τ'Αγρινιού
του Καζατζή η αποθήκη στα Γιάννενα.
Μάννα πατέρας κι αδερφός σου
ο Ανδρέας ο Κούνουπας στο Ρέθυμνο.

Ένας άνθρωπος

Ένα χλοερό νησί
μιά ίσμπα μ΄αναμένο το φούρνο της θαλπορής
ο Ανδρέας ο Κούνουπας στο Ρέθυμνο.
Ένας σταθμός να ξαλαφρώσεις την καρδιά σου
ένα ποτήρι δροσερό νερό να ξεδιψάσεις.
Ένας άνθρωπος
μάννα πατέρας κι αδερφός σου
ο Ανδρέας ο Κούνουπας στο Ρέθυμνο.

Ο γυρισμός μας

Θυμάσε συνάδελφε
σαν φεύγαμε από την όμορφη τη Χιό.
Ήτανε νύχτα κι η τραμουντάνα
δεν άφηνε τον “Κανάρη” να ξεκολλήσει απ΄το νησί.
Γυρίζαμε στα σπίτια μας στην Αθήνα.
Το καράβι
χόρευε στα κύματα το χορό του θανάτου.
Εμείς απτόητοι και ξέγνοιαστοι
παίζαμε “Αβυσσυνία” στο καρρέ της Α' θέσης.

Το πρωί θα βλέπαμε το σπίτι, τους δικούς μας...
Τα φαρμακεία στη μοσχοβολημένη Χιό
στη Χίο την κεχαριτωμένη
δεν μας είχαν δώσει γερές παραγγελίες
και δεν είχαμε κλείσει στη Μυτιλήνη
όλους τους λογαριασμούς.
Κι όμως εμείς στη μέση του πελάγου
που τ'ανατάραζε η μάνιτα του κάβο-Ντόρου
τραγουδούσαμε τα μεσάνυχτα
το γυρισμό μας στο σπίτι.
Το σπίτι που δεν το χορτάσαμε ποτέ...
Το σπίτι που μας ήθελε...
Το σπίτι που σε λίγο θα μας έδιωχνε
για την Κρήτη την Ήπειρο την Πελοπόννησο.

Η λαχτάρα σου

Ο δρόμος κι η τσάντα
κι οι σκάλες που δεν έχουν τελειωμό.
Μιά χαρούμενη καλημέρα
μιά κουρασμένη καλησπέρα

ένα χαμόγελο.
Όλων των ειδών τα χαμόγελα.
Τα εστιατόρια τα ξενοδοχεία τα πλοία τα λεωφορεία
τα φαρμακεία τα ιατρεία και τα νοσοκομεία
κι ο πόθος σου η λαχτάρα σου
η έγνοια σου η μοναδική το σπίτι...

Οι γιατροί κι οι φαρμακοποιοί

οι πόλεις, η μιά μετά την άλλη οι πόλεις.
Τα χωρία, ένα κομπολόϊ τα χωριά.
Τα βουνά κι οι κάμποι κι οι όμορφες κοιλάδες
οι λίμνες τα ποτάμια οι ακροθαλασσιές...
Οι σταθμοί τα λιμάνια τα αεροδρόμια.
Οι θάλασσες τα νησιά κι ο ουρανός της Ελλάδας.
Τα οτομοτρίς τα τραίνα, της άγονης γραμμής τα λεωφορεία
τα αεροπλάνα τα πούλμαν και τα πλοία.

Κι οι γιατροί
οι φίλοι σου οι γιατροί
οι εχθροί σου οι γιατροί
οι συνεργάτες σου οι γιατροί
οι γιατροί...
Όλων των ειδικοτήτων οι γιατροί.
Κι οι φαρμακοποιοί
“καλώς ήρθατε” οι φαρμακοποιοί
“πότε θα φύγετε” οι φαρμακοποιοί
“είδατε τους γιατρούς ” οι φαρμακοποιοί
“πάλι καινούργιο βγάλατε” οι φαρμακοποιοί
“τι εκπτώσεις κάνετε” οι φαρμακοποιοί
“πως τον παίρνετε τον καφέ σας” οι φαρμακοποιοί
οι φίλοι μας οι φαρμακοποιοί...

Το μήνυμα

Κι ήρθε το μήνυμα συνάδελφε
που γνωριστήκαμε στη Λάρισα
γλεντήσαμε μαζί στην Καλαμάτα
κι είπαμε τα βάσανα και τους καϋμούς μας
στο σαλόνι του “Εθνικού” στη Χαλκίδα...
Ήρθε το μήνυμα
πως έμεινες για πάντα στη Δωδεκάνησο...
Η καρδιά σου που την κλείσανε στην τσάντα.
Η ψυχή σου που την κάνανε ρόδα να κυλάει στα τρίστρατα.
Η γλώσσα σου που δε σταμάταγε ποτές
να λέει σε χίλιους τόνους τις ενδείξεις των φαρμάκων.
Η ζωή σου που τη ζέψανε να οργώνει την Ελλάδα.
Σταμάτησαν για πάντα στη Δωδεκάνησο.
Εκεί σταμάτησε ο δρόμος
εκεί τελείωσε ο δρόμος – ο δρόμος σου.
Κανένα πλοίο δε θα σε φέρει πια στο σπίτι.
Κανένα αεροπλάνο δε θα σε πάει ξανά στην Καβάλα.
Κανένα τραίνο δε θα σε πάρει από το Βόλο.

Κανένα πούλμαν δεν θα σ΄αφήσει πιά στην Κέρκυρα....

Το στερνό σου τηλεγράφημα

Στο δρόμο μας βρήκε
το στερνό σου μήνυμα.
Η στερνή σου παραγγελία
αδερφέ μου μας βρήκε στο δρόμο.
Το στερνό σου τηλεγράφημα
μας έπιασε στο δρόμο.

Έκλεισα όλους τους λογαριασμούς.
Λευτερώθηκα για πάντα από το δρόμο
από την τσάντα
απ΄τα συμβατικά χαριεντίσματα...”

Γειά σου συνάδελφε
για πάντα
για πάντα...


Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2021

ΤΟ ΙΠΠΗΛΑΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΤΩΝ ΘΗΒΩΝ

 Χρονογράφημα του Δημ. Χατζόπουλου που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ”Εμπρός” μερικές μόλις μέρες μετά τον θάνατο του αδελφού του Κωσταντίνου. Στο κείμενο δεν υπάρχει αναφορά στο θλιβερό γεγονός, θέμα της ημέρας είναι το “τέθριππον λεωφορείον των Θηβών” που γύρω στο 1890 πήγαινε από την Αθήνα στη Θήβα (90 χιλιόμετρα απόσταση) σε μία μέρα και κάτι... Πέρα από το γλαφυρό της αφήγησης ενδιαφέρον έχουν και οι αναφορές σε διάφορα τοπωνύμια: η Κατσιποδού και ο Διασωρίτης ήταν συνοικίες των Αθηνών, η Παληοκούντουρα, η Κάζα, το Κριεκούκι (Ερυθρές), το Πουρνάρι ήταν μέρη όπου υπήρχαν χάνια και το λεωφορείο έκανε στάση για ξεκούραση.
Γ.Χ.

Εμπρός”, 11 – 8 - 1920

ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

ΤΗΝ ΩΡΑΝ ΤΟΥ ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ

Απομένω αιώνιος αδιόρθωτος αθηναίος. Ο ήλιος με βρίσκει γυρίζοντας εις τους δρόμους. Ένας, κάποτε δεύτερος σύντροφος μου κάμνει την τιμήν να με συντροφεύη κατά τας πρωινάς εκείνας ώρας. Καταλήγομεν κάπου ή βαδίζομεν. Τας πρωινάς φαληρικάς απολαύσεις εις τας βεράντας των μπαρ με κάθοδον εντός πέντε λεπτών με αυτοκίνητον, διαδέχονται ήρεμοι μακρυνοί περίπατοι. Πότε εις την πόλιν, πότε εις τα περίχωρα. Αργεί τώρα να βγη ο ήλιος και έως τας εξ το πρωί έχει κανείς αρκετόν καιρόν να ξεκουρασθή. Κατά την πρωινήν αυτήν ανάπαυσιν δεν αναφέρομεν τίποτε από τον θόρυβον της ημέρας. Έχομεν νόμον δρακόντειον, άγραφον μεν, αλλά αμετακλήτως ισχύοντα. Να μην ομιλώμεν δια τίποτε σχετικόν με την ημερησίαν εργασίαν μας, με τα ζητήματα της εποχής, με τας πληκτικάς υποθέσεις . Ούτε περί θεάτρου, ούτε περί πολιτικής, ούτε περί φιλολογίας, ούτε περί κοινωνιολογίας, ούτε περί αισχροκερδείας ο λόγος. Σαπουνοφουσκολογούμεν. Συναντώμεν ένα κάρρο και ανάβομεν σιγαρέττα με τον καρραγωγέα!

- Λοιπόν, τι γίνεται εις τα χωράφια;
- Ησυχία.
- Καλή η υγεία;
- Καλά ευχαριστώ. Του λόγου σας;
- Και οι μουστιές πότε θα αρχίσουν;
- Σε δύο εβδομάδες.
- Άντε με το καλό, κουμπάρε, και δεν ξέρεις πόσον επεθυμήσαμεν την μουσταλευριά.
Συναντώμεν γαϊδαράκον και ονηλάτην.
- Από που, αγαπητέ;
- Από τα περιβόλια.
- Πως πάνε τα κουνουπίδια;
Τραβώμεν από το σακκάκι τον γκαφφαδόρον: “Πάλιν μας τα εχάλασες. Κουνουπίδια το καλοκαίρι αθεόφοβε;” Κουλουροπώλης περνά; “Κλούρια, φραντσουλάκια ζεστά!” Πρό ολίγου εσουπάραμεν
υπό τους υποχρεωτικούς βιολισμούς του Μπαζίλ λε Γκραν. Ο ανήσυχος του ομίλου αγοράζει δέκα φραντζολάκια. Δι΄όνομα Θεού! Θα ηδύνατο να τραφούν μυριάδες. Αλλά ο ανήσυχος πάντα αγοράζει ό,τι βρη εμπρός του την νύχτα. Κάποτε αγόρασε και την γκαϊδαν ενός νυκτερινού παίκτου. Μετά πέντε βήματα προσφέρει τα δέκα φραντζολάκια εις ένα μορτάκον διερχόμενον. Ούτος μίαν νύχτα μας ηυχαρίστησε ως εξής: “Ας είνε καλά το κορόϊδο!” Ηυχαριστήθημεν, όσον ούτε αν ακούαμεν την ενάτην συμφωνίαν του Μπετόβεν.
Πόσον ανιαρά έγινεν η πόλις μας αυτάς τας πρωινάς ώρας. Ούτε ένας από τους αλλοτινούς τύπους της δεν διεσώθη. Καν τραγούδι δεν ακούεται. Δεν υπάρχουν και τα λευκά θερινά φαντάσματα, τα οποία συνέρρεον από όλας τας συνοικίας εις την Ακαδημία. Οι ποτέ πρωινοί της φαληρικής θαλάσσης. Κατηργήθησαν τα λαϊκά τραίνα. Απέμεινε η πολυτέλεια. Τα αυτοκίνητα. Και αυτά δεν έχουν πελάτας εκείνην την ώραν. Συχνά οι διερχόμενοι σωφφαίρ μας χαιρετούν αξιοπρεπώς. Βραδύνουν την πορίαν των και φέρουν με αξιοπρέπειαν την δεξιάν εις τον κούκον των: Είνε ο Κώστας, ο Σταύρος, ο Σπύρος, ο Νιόνος, ο Άγγελος, ο Νίκος. Περίπου όλες οι μάρκες. Από την Κολ έως την Γκέϋς. Εις δύο – τρεις εβδομάδας γίνεται κανείς εις τας Αθήνας προσωπικότης. Μεγάλη πόλις; Πφ! Ένα προάστειον μεγαλουπόλεως. Με πολλούς από τους ένδοξους σωφφαίρ ανταλλάξαμεν και επισκεπτήρια. “Αυγουστίνος Θεοδωρακόπουλος”. Έχω την ευχαρίστησιν. Και χθες την πρωϊαν ο ανήσυχος του ομίλου ανέκραξε:
- Θέλω λεωφορείον!
Τοιαύτην ώραν λεωφορείον; Αν εξοικονομείτο με ένα ουίσκυ, με ένα τζιν-βέρμουτ; Όχι, ήθελε λεωφορείον. Προέβη εις κάτι ανελπιστότερον. Εδήλωσε, ότι ήθελε ένα τέθριππον μάλιστα λεωφορείον!
- Άνθρωπε, ή σιωπάς ή θα καταδικασθής να έλθης εις την Παλαιάν Αγοράν, εις την Στοάν, εις τον Κεραμεικόν, να ακούσης επί τρίωρον αθηναϊκήν αρχαιολογίαν.
- Και όμως θέλω ένα τέθριππον λεωφορείον, επέμενε. Το περίφημον θηβαϊκόν λεωφορείον θέλω!
- Να το κάμης τι;
- Να πάω εις τα Παληοκούντουρα, εις την Κάζαν, εις το Κριεκούκιον.
- Περίμενε δύο ώρας, να φωτίση ο ήλιος και θα σε πάμε εις τα χάνια της οδού Ερμού.
- Χάνια, που μυρίζουν μπετζίνα; Α! Την καταραμένην! Μας εφυγάδευσε και το παλαιόν τέθριππον λεωφορείον των Θηβών. Πηγαίνει κανείς και εις το χάνι του Πουρναριού με αυτοκίνητον λεωφορείον τώρα. Εκφυλισμός!
- Εκφυλισμός και μεγαλείο είνε η ισχύουσα έκφρασις περισσότερον και από τα χιλιόδραχμα.

Εστάθη εις το μέσον του μπουλβάρ, το οποίον εχλώμιανε εις την πρώτην αόριστην ανταύγειαν του ερχομένου φωτός και έκαμε ρητορικός σχήμα. Ήταν ωσάν να ετέλει μνημόσυνον εις προσφιλέστατον νεκρόν.
- Πάει και αυτή η νυχτερινή ποίησις των Αθηνών. Το λεωφορείον των Θηβών! Το ενθυμείστε;
- Όπως και τον παππού μας
- Πως εκυλίετο την νύχτα, πως εκροτούσαν αι οπλαί των τεσσάρων ίππων, πως έτριζε το κατάφορτον ταχυδρομικόν κιβώτιον, που έσυρε, φορτωμένον ανθρώπους, δέματα, μπαούλα, ταγάρια, κοφίνια. Και η στράκες του ταχυδρόμου. Μουσική φίλοι μου, μουσική, παληά, ρυθμική, ελαφρά και γλυκειά μουσική γκαβόττας. Το λεωφορείον των Θηβών περνά! Σου λέει ο άλλος. Κατάπληξις. Επήγαινε από τας Αθήνας εις τας Θήβας. Μία και περισσότερη μέρα. Ανέβαινε τον Κιθαιρώνα. Κάποτε απεκλείετο από τα χιόνια της Κάζας. Έστελναν πομπάς προς βοήθειάν του. Το λεωφορείον πάει εις τας Θήβας! Είνε σαν να πης τώρα: Αυτό το εξπρές Ακροπόλ πάει στα Παρίσια. Σήμερα πηγαίνεις εις τρεις ώρας με αυτοκίνητον εις τας Θήβας. Περνάς την κλεισώρειαν της Κάζας τόσον γλήγορα, που δεν προλαβαίνεις να δης το φρούριον των Ελευθερών. Τρέχεις τόσον γοργά τον μακρύν δρόμον του Κριεκουκίου, που χωρίζει εις δύο την κωμόπολιν, ώστε αδυνατείς να χαιρετήσης μανδηλοφορούσαν κουμπάραν. Τον πρώτον πρωϊνόν σου καφέν πίνεις εις του Ζαχαράτου και τον δεύτερον λαμβάνεις εις την οδόν Επαμεινώνδα εις τας Θήβας. Μόλις χάσης την Ακρόπολιν από τα μάτια σου, ενατενίζεις την Καδμείαν. Τι θα έδιδα να ξαναϊδώ το λεωφορείον των Θηβών, να γυρίζη τας πρωϊνάς ώρας τους αθηναϊκούς δρόμους, δια να περισυλλέξη τους επιβάτας του και να κύλισθή μέσα εις τα πυκνά νέφη σκόνης προς την Ιεράν οδόν. Πως μας έφυγε αυτός ο μεσαίων χθες ακόμη! Δεν έπρεπε να εξαφανισθή έτσι. Ήταν μία ιστορία, μία ζωή, χίλιοι διάολοι να με πάρουν. Το ολιγώτερον, που έπρεπε να κάμουν, θα ήταν να το τοποθετήσουν με ευλάβειαν εις το Εθνολογικόν μουσείον. Θυμάμαι τον χαμόν του και δάκρυα μου έρχονται.
Αλλά ήρχετο και ένα αυτοκίνητον. Δια να τον παρηγορήσωμεν, το εσταματήσαμεν.
- Για που, κύριοι; ηρώτησε ο σωφφαίρ.
- Στην Κατσιποδού.
- Εκέι που ρίχνουν τα σκουπίδια;
- Τότε πήγαινέ μας καλλίτερα στο Περιστέρι. Είνε μεγαλοπρεπεστέρα η θέσις μας εις τα σκουπίδια του Διασωρίτη. (*)
ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ

_______________________

(*) Κάποτε λεγόταν έτσι η περιοχή του Αιγάλεω, από το όνομα μιας εκκλησίας του 14ου αιώνα, του Αγίου Γεωργίου του Διασωρίτη, που υπάρχει ακόμη και σήμερα.