Κυριακή 28 Απριλίου 2024

“Η ΒΑΒΩ” ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Ένα από τα πρώτα δημοσιευμένα διηγήματα του Δημ. Χατζόπουλου, γράφτηκε όταν ήταν ακόμη 18 χρονών, το ύφος και η αφήγηση είναι ώριμου λογοτέχνη. Όπως πολλά διηγήματα της πρώτης περιόδου του Χατζόπουλου, έχει μιά παραπλανητική, αρκετά μακρυά εισαγωγή, που φαίνεται σχεδόν άσχετη με το κυρίως θέμα, που είναι η μαρτυρία της πολυπαθούσης “Βάβως” για την πολιορκία του Μεσολογγίου.

Η “Βάβω”, ένας από του στύλους της οικογένειας Χατζοπούλου, λεγόταν Ελένη Στάικου, κόρη του οπλαρχηγού Ζαχαράκη Στάικου, ήταν εξοδίτισσα στο Μεσολόγγι, αιχμαλωτίσθηκε και έβγαλε το μάτι της για να μην πουληθεί σε τούρκικο χαρέμι. Ανάθρεψε τον Κωσταντίνο Χατζόπουλο, και απ’ ότι διαβάζουμε στο παρόν διήγημα φιλοξενούσε πολύ συχνά στο σπίτι της και τα άλλα χατζοπουλάκια. Βοήθησε ηθικά και υλικά όλη την οικογένεια, μέχρι την τελευταία της πνοή. Απεβίωσε στο Αγρίνιο το 1887. Η φωτογραφία είναι από το αρχείο της αγαπητής μου εξαδέρφης Σοφίας Λαχανά -Πατρώνη.


ΕΚΛΕΚΤΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ

ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΝ ΚΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΚΑΙ ΠΕΜΠΤΗΝ

Αρ. 538 Εν Αθήναις 23 Δεκεμβρίου 1890


𝚷𝚨𝚲𝚮𝚨 𝚾𝚸𝚰𝚺𝚻𝚶𝚼𝚪𝚬𝚴𝚴𝚨

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΩ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΩ

Η "Βάβω", Ελενη Σταικου

Ο κόσμος γυρίζει…
Επέρασαν πολλά χρόνια από τον καιρόν της ιστορίας ταύτης, την οποίαν αι γλυκείαι ημέραι των Χριστουγέννων μου έφερον εις τον νουν, εντός του οποίου εκοιμάτο τόσο βαθέως, όσον κοιμούνται τόρα τα σεβαστότερα αυτής πρόσωπα παρά την ρίζαν υψηλής πλατάνου, υπό το βάρος απλού σταυρού, εις το ερημικόν εξωκκλήσιον της οικογενείας μας, εκεί πέραν εις την Ρούμελην.
Ήμην παιδίον. Ο αδελφός μου και η αδελφή μου δεν ήσαν πολύ μεγαλύτεροί μου.
Εφιλοξενούμεθα προ πολλών ημερών εις την εξοχικήν έπαυλιν του μακαρίτου θείου μας, συζώντος ουχί μακράν επαρχιακής πόλεως, εν τη οποία ητένησα πρώτην φοράν το φως της ημέρας, μετά της γηραιάς αδελφής του – της αγαπημένης Βάβως – απομεμονωμένος του κόσμου, δια λόγους τους οποίους ούτε τόρα ακόμη δύναμαι να εξηγήσω, αν και πολλοί τον απεκάλουν ιδιότροπον, πράγμα το οποίον δεν τον ημπόδιζεν όλως διόλου, από του να ήνε ο καλύτερος φίλος, εις εκείνους οι οποίοι τον εγνώριζαν.

***

Εξημέρωναν Χριστούγεννα. Έξω έπεφτε από βραδύς το χιόνι με τ’ασκί, και ο άνεμος εβογκούσε όλην την νύχτα εις την χαμηλήν στέγην της επαύλεως.
Οι απομεμακρυσμένοι ήχοι των κωδώνων της πολύχνης, μόλις έφθανον μέχρις ημών, ότε αφυπνίσθημεν εκ της θερμής στρωμνής μας.
Ο μπάρμπας εκάθητο από το ένα μέρος της γωνιάς, και από τ’άλλο η Βάβω. Είχαν ξυπνίσει προ πολλού, και εθερμαίνοντο προ της εστίας, ο μπάρμπας καπνίζων πάντοτε το μακρύ του τσιμπούκι, και η Βάβω ανοιγοκλείνουσα κατά διαλέιμματα την αργυράν της ταμπακέρας, ίνα ροφήση ολίγον ταμπάκον.
Η αφύπνισις μας εξεδηλώθη δια ζωηρών κραυγών, εις τας οποίας η Αγγέλω, η ψυχοκόρη της Βάβως, προσέδραμε πάραυτα να μας ενδύση, προβλέπουσα λίαν συνήθεις σκηνάς ταραχών, αλλ’ατυχώς είχομεν αναπηδήσει της κλίνης ημίγυμνοι, και ετρέχομεν εν μεγάλη ζωηρότητι ανά πάσας τας γωνίας του ευρυχώρου δωματίου, εξαφανιζόμενοι άλλοτε μεν υπό την κλίνην, άλλοτε δε εισερχόμενοι εντός μεγάλου δουλαπίου, εν τω οποίω είχον αποταμιευθεί διάφορα είδη απεξηραμένων καρπών, προς μεγάλην απελπισίαν της δυσκινήτου Αγγέλως, ήτις έτρεχεν ασθμαίνουσα προς αναζήτησίν μας, μ’ ένα πανταλόνι, μ’ ένα υπόδημα ανά χείρας.
Δεν ηργήσαμεν να καθίσωμεν τέλος προ της σπινθηροβολούσης εστίας, αποδεχόμενοι ευχαρίστως γλυκείας γεροντικάς θωπείας, συνοδευομένας μετά ουχί ευκαταφρονήτων τεμαχίων λουκουμίου, ενώ το μπρίκι δια τον καφφέ ήρχιζε να ψάλλη το γλυκύ μουρμούρισμά του.

Επειδή ο καιρός μας είχε αποκλείσει, και ήτο αδύνατον να εκκλησιασθώμεν κατά την επίσημον της ημέρας εκείνης λειτουργίαν, η Βάβω, μη λησμονούσα τα χριστιανικά της καθήκοντα, μας έφερε όλους προ του μικρού εικονοστασίου της επαύλεως, εν τω οποίω, μεταξύ των άλλων αναριθμήτων εικονισμάτων, ενθυμούμαι ακόμη, και μίαν μεγάλην τετράγωνον σανίδα, παριστώσα τον νέον Αγιώργη, ένα πελώριον φουστανελλά, με παμμέγιστον φέσι, και με κλάδον ελαίας εις την χείρα, άξεστον έργον χωρικού ζωγράφου, αντιγράφοντος, όσον το δυνατόν πιστώς, προσωπογραφίας εκ του τυχόντος φύλλου Αθηναϊκής εφημερίδος.
Ανήψε εκεί η Βάβω μίαν μεγάλην λαμπάδα, και ήρχισε σταυροκοπουμένη να υποψιθυρίζη τα πατερημά της. Όλοι την εμιμήθημεν, εις εμέ δε ο μπάρμπας κατ’εξαίρεσιν την νύκτα εκείνην επεφόρτισε την ανάγνωσιν ενός Αποστόλου, όστις εννοείται απετέλει λίαν σοβαρόν μέλος εν τη μικρά μας βιβλιοθήκη.
Ευλογημέναι στιγμαί!
Ομολογώ ότι δεν ησθάνθην έκτοτε εν τω βιω μου την γλυκείαν απλότητά σας.
Μετά την προσευχήν ο μπάρμπας μας εκουκούλωσε καλά και τους τρεις με τα μικρά μας επανωφόρια, επήρε μιά μικρή γαβάθα υπό την μασχάλην του και μας επήγε μαζή του ν’αρμέξωμε τη γίδα μας, και να ροφήσωμε την λίαν ποθητήν αφρή του γάλακτος, εν τη οποία πάντοτε τα πρωτεία κατείχεν ο μεγαλέιτερος αδελφός μου, και του οποίου την πολλήν καλοσύνην εννοείται ότι εγώ μόνο κατεχρώμην πάντοτε.
Έξω έπεφτε σωρός το χιόνι˙ ούτε βουνά, ούτε ράχες, ούτε καμπο εξάνοιγές που ένα λευκό σεντόνι είχε σκεπάσει την εξοχή.
Η Σούτα μας, της οποίας είμεθα και βοσκοί ανά τους αγρούς κατά τας θερμάς ημέρας, ως μαλτέζικη γίδα που ήτο, της είχομεν κατασκευάσει ιδιαιτέραν θερμήν καλύβην, εστρωμένην με άφθονο ξηρόν χόρτον, και την αγαπούσαμεν τόσο πολύ, εις τρόπον ώστε εις στιγμάς αυθορμήτων διαθέσεων ιππασίας, πολλάκις εδέχετο, εν άκρα πάντοτε υπομονή, τα νώτα μας επί της ράχεώς της.
Αλλά πάντα ταύτα εν μεγάλη μυστικότητι, και μακράν των βλεμμάτων του μπάρμπα, δια την αγάπην του οποίου η Σούτα ημπρούσε να καυχάται πάντοτε… αν ηδύνατο.
Όταν μας είδεν εισερχομένους έτρεξε ζωηρώς βελάζουσα, και ακολουθουμένη υπό της δυάδος των τέκνων της – δύο ασπρόμαλλα κατσικάκια, με μικρά κατάλευκα σκουλαρίκια, των οποίων ελάβομεν την φροντίδα να στολίσωμεν τον λαιμόν δια πλατειών ερυθρών ταινιών, ως μικροσκοπικών κωδωνίσκων – προς την μεστήν άλατος βαθουλήν παλάμην του μπάρμπα.
Το άλας διεδέχθη γενναία δόσις κριθής, και ενώ η αγαπημένη μας Σούτα επέπιπτε λαιμάργως επ’ αυτής, ο μπάρμπας ετοποθέτει την γαβάθαν προ των σκελών της, και μετ’ ολίγον εν τω στενώ της καλύβης χώρω ηκούσθη ο ευφρόσυνος ήχος του γάλακτος, πίπτοντος εντός της γαβάθας.
Η Αγγέλω ίστατο εκεί που πλησίον φωτίζουσα την σκηνήν με τον μακρυλαίμην κανδηλιέρην ανά χείρας, και με ανοικτόν υπέρ το δέον το στόμα, όπερ δεν δύναμαι ν’αποκρύψω ότι δε συνέβαινε και εις ημάς τους άλλους, με την διαφοράν όμως ότι μόνον το ιδικόν μας εκοινώνησε λίαν συχνά μετά του περιεχομένου της γαβάθας, ενώ το ιδικόν της, αν και εδοκίμασε κατά την επιστροφήν μας, ενώ μετέφερε την γαβάθαν, να μας μιμηθή, ατυχώς όμως απέτυχε˙ διότι ο κανδηλιέρης, καίτοι εξέπνευσεν εις το πρώτον σφοδρόν ρεύμα του ανέμου, επρόφθασεν όμως να την προδώδη εις τους οφθαλμούς μου δια της τελευταίας αναλαμπής του, και ούτω επ’ αυτοφώρω συλληφθείσα η γαβάθα μετήλθεν εξ ολοκλήρου εις τας απαιτητικάς χείρας μου, με όλον αυτής το περιεχόμενον.
Ήδη η φωτιά ανέδιδε ζωηράς φλόγας εις την εστίαν.
Επί της προετοιμασθήσης ανθρακιάς μακρύς οβελός, κατάφορτος από παχείας ξυλόκοτας – το εσπερινόν κυνήγιον του επιστάτου του κτήματος, ενός Βασίλη Σκαραμαγκιά, επιδεικνύοντος από τον τόνον της φωνής μέχρι των ελαχίστων κινήσεων του σώματος, την Γιαννιώτικην καταγωγήν του – έτριζε στρεφόμενος υπό της ερυθράς χειρός της Αγγέλως.
Το λίπος των σαρκών σταλάζον αδιακόπως επί των ανθράκων ανέδιδεν ανά το δωμάτιον ελαφράν κνίσσαν, εις την οποίαν ενεργόν μέρος ελάμβανον και οι ενοχλητικοί ρώθωνες του κυνηγετικού σκύλου του επιστάτου, του Μούργου - μεθ’ου αι σχέσεις μας δεν ευρίσκοντο εις ουδόλως ομαλήν κατάστασιν, εμαρτύρουν δε τούτο, τα σήματα των οδόντων του επί των ενδυμάτων μας, και αι πολλαί μελαναί ραβδώσεις επί του δέρματος εκείνου – ανακινούντως ζωηρώς την ουράν, ως να εζήτει θωπείας οφειλομένας παρά της χονδρής χειρός του αυθέντου του, όστις συσπειρούμενος παρά την πυράν, με την βαρείαν κάππαν του, ανεφώνει κατά διαλείμματα, εν τη διαχύσει των κυνικών αισθημάτων του, με την ιδιάζουσαν Γιαννιώτικην προφοράν του:
- Τι λιέει ο Μούργος! … τι λιέει ο Μούργος!

***

Και επροχώρει ούτω μακρά, ατελείωτος, πληκτική, η νυξ των Χριστουγέννων, και το επί της εστίας εκκρεμές εξηκολούθει τον μονότονον παλμόν του, και εδιπλασίαζε τους μυκηθμούς έξω ο άνεμος.
Ο οβελός εξηκολούθει στρεφόμενος υπό της Αγγέλως, της οποίας οι ημίκλειστοι οφθαλμοί, και τα παρατεταμένα χασμήματα ενέφαινον ακράτητον τάσιν προς ύπνον.
Όλοι ησθανόμεθα την ανάγκην να λέγωμεν κάτι, για να περνά η ώρα, μόνον η Βάβω εκάθητο σκεπτική, ροφώσα αραιότερον τόρα τον ταμπάκον της, και θωπεύουσα μηχανικώς με την γεροντικήν της χείρα την μακράν άτακτον κόμην της κεφαλής μου .
Ο επιστάτης ήθελε κάτι να λέγη πάντοτε, χωρίς να κατορθώνη ποτέ, αρχίζων και μένων με την αυτήν στερεότυπον φράσιν του, κολλημένην εις τα εξωδηκότα χείλη του:
- Καρδιά χειμωνιού˙ δεν είνε παίξε γέλασε, γλέπεις…
Και όμως υπήρχε μεταξύ μας, ένας όστις ημπορούσε να μας κρατήση εξύπνους μέχρι πρωίας.
Και αυτός ποιός άλλος ήτο, ειμή η αγαπημένη Βάβω, η οποία έζησε ’ς τα δοξασμένα χρόνια του παληού καιρού, αιχμαλωτισθείσα εις την ηρωϊκήν του Μεσολογγίου έξοδον, και μεταφερθείσα μαζή με τα άλλα γυνακόπαιδα μακράν της Πατρίδος, εις τα μέρη της Θεσσαλίας, ένθα απώλεσε και τον έτερο των οφθαλμών, και ελευθερωθείσα τέλος, μετά πολλάς σκληράς περιπετείας εν μέσω του εχθρού της πατρίδος, υπό του μακαρίτου πατρός της – ενός Ζαχαρία Σταίκου - αγνώστου αγωνιστού, εξ εκείνων, οίτινες έχυσαν το αίμα των χάριν της ελευθερίας.
Πόσας λύπας είχεν υποστεί, και πόσα ήξευρε η καϋμένη η Βάβω.
Αυτά απάνω κάτω, ενώ ακουμπούσα την κεφαλήν επί των γονάτων της, ανεκύκλουν εις τον στενόν μου εγκέφαλον, εν μέσω της γενικής σιγής, και μη αμφιβάλλων, ότι η Βάβω μόνον εις τον λαμπρόν ορίζοντα των παλαιών της αναμνήσεων θα ήτο βυθισμένη, την διέκοψα αποτόμως εκ των βαθέων λογισμών της, ερωτήσας με την αφέλειαν της ηλικίας μου:
- Είχατε Χριστούγεννα τον παληό καιρό, Βάβω;

Εχαμογέλασε και ωσεί ευχαρισθείσα εις την ερώτησήν μου, διότι θα επανήρχετο εις προσφιλές δι’ αυτήν θέμα, εξέβαλε προς στιγμήν βαθύν στεναγμόν, και ανεφώνησε μετά πικρίας:

- Παληά χρόνια! Παληά χρόνια!

Και ύστερα, ωσεί απετείνετο καθ’εαυτήν μάλλον, ή εις την ερώτησήν μου, εξηκολούθησε να λέγη:

- Περάσατε τόσο γλήγορα, αλλά ποιός ’μπορεί να σας ξεχάση τόσο εύκολα.

Σαν σήμερα, παιδιά μου, τέτοια νυχτιά εγιορτάσαμε κ’εμείς ’ς το Μεσολόγγι τα Χριστούγεννα , προσκυνούμε τη Χάρη του.

Μας έζωνε σαν στοιχειό το κάστρο ο Κιουταχής αντάμα με τον Ομέρ Βριώνη. Άντρες, παιδιά, και γυναίκες ακόμα εξημερονότανε ’ς τες τάπιες, χωρίς να παύη το τουφέκι και το κανονοβολίδι από μέσα κ’ απόξω. Τι αμέτρητο ασκέρι ήταν εκείνο, Παναγιά μου!

Ένας έπεφτε και δέκα εξεφυτρώνανε ’ς τ΄τόπο του. Μα όσοι κι’ αν ξεφύτρωναν το βόλι μας ήταν αλάθευτο πάντα. Κάθε τουφεκιά και μιά ζωή εθέριζε.

Δεν θάμουνα δέκα χρονών κορίτσι , και τα θυμάμε ακόμα σαν τόρα.

Δεν ήτανε μιά φορά και δυό που είδα να κυλιστούνε μπροστά μου χιλιάδες τουρκικές μπόμπες. Το σπίτι μας τώχαν κάμει κομμάτια, και τες είχαμε συνειθίσει που δεν μας έμελλε τόσο.

Εσήκωνες τα μάτια σου ’ς τον ουρανό, κ’ έβλεπες τες μπάλες νάρχωνται κάτω η μιά απάνω ’ς την άλλη ’σαν βροχή.

Μιά μέρα εκεί που καθώμαστε ’ςτο κατώγι, για περισσότερη προφύλαξι, πέφτει μιά ’ςτη στέγη του σπιτιού μας, τρυπάει το πάτωμα και σπάει εμπρός ’ςτα μάτια μας. Ένα κομμάτι κόφτει και τα πέντε δάκτυλα μιάς Βραχωρίτισσας γειτόνισσάς μας, που από το φόβο της εξεψύχησε την ίδια ώρα. Ένα άλλο πέρνει ’ςτο κεφάλι μιά Σουλιώτισσα, που αν δεν επρόφθανε να βάλλη το μανδύλι της ’ςτη τρύπα, θα σκορπούσαν τα μυαλά της ’ςτο χώμα. Αργότερα ένας χειρούργος γιατρός της έβαλε κολοκύθι ’ςτο κεφάλι, κ’ έθρεψε κ’ έζησε πολύ καιρό.

Τέτοιες γυναίκες είχαμε εκειά τα χρόνια, με καρδιά ατσαλένια, και τέτοια απίστευτα θάμματα ’σαν της Σουλιώτισσας, παιδιά μου, έγειναν πολλά ’ςτην εποχή μας.

Εσίμωναν τα Χριστούγεννα, κ’ εβλέπαμε τα σκυλιά να κόβουν έξω ’ςτα λιοστάσια τις εληές κάθε ’μέρα χωρίς να ’μπορούμε να καταλάβουμε τι ’μπορούσαν να τες κάνουν.

Καθώς μαθεύτικε’ς τα ύστερα, εκάνανε μεγάλες σκάλες για ν’αναιβούνε ’ςτο κάστρο.

Ο Θεός, δεν ’θέλησε να μας πάρουν τα σκυλιά αυτή την ίδια νύχτα, που εγεννιώταν το παιδί του, και ’βρέθηκε ένας χριστιανός και ήρθε προς το μέρος μας, και μας το φανέρωσε πως οι Τούρκοι είχαν βουληθεί να κάμουν γιουρούσι ’ς το κάστρο την ώρα που θα λειτουργώμαστε ’ς τες εκκλησιές.

Οι δικοί μας δεν έδειξαν κάνα σημείο πως είχαν μάθει το μυστικό, μονάχα κρυφά, κρυφά ετοιμάζονταν. Αχ! Τι αλησμόνητη νυχτιά ήταν εκείνη! Τι καρδιοχτύπι ενοιώσανε τα στήθη μας!

Τα παλληκάρια εσυνάχθησαν από βραδύς σκωμμένα, ήσυχα, ’ς τες τάπιες, με χαμηλωμένα τα καρυοφίλια, και με τα γιαταγάνια λαχταριστά ’ς τα φκιάρια απ’ το τρόχισμα. Εγώ η ίδια εκείνη τη ’μέρα είχα τροχίσει του πατέρα μου, που από τη ’μέρα που άναψε το τουφέκι δεν τον είχα δει νάρθη ’ς το σπίτι ούτε μιά φορά. Μέρα νύχτα ’ςτη τάπια του έμενε˙ εκεί έτρωγε, εκεί εκοιμώτουν.

Εκείνη τη νύχτα όλο το Μεσολόγγι έμεινε άγρυπνο, ’ς το πόδι, μ’ ένα δάκρυ ’ς τα μάτια, με μιά ευχή ’ς το στόμα:

- Θάνατος ’ς το τύραννο της πατρίδας.

Κατά τα μεσάνυχτα άνοιξαν η γυναίκες τις εκκλησιές, κι’ άρχισαν να σημαίνουν όλαις η καμπάνες δυνατά, για να ’ξαπατήσουν τους Τούρκους.

Κατά τα ξημερώματα, οι Τούρκοι έκαμαν το γιουρούσι. Τους άφησαν κι’ ακούμπησαν καλά – καλά τες σκάλες ’ς το κάστρο, κι’άρχισαν ν’ ανεβαίνουν. Δυό τρεις απ’ αυτούς επάτησαν απάνω.

Άξαφνα μέσα ’ς τη μεγάλη εκείνη σιγαλιά και νεκραμάρα της νύχτας, μιά καταχθόνια βοή αντήχησε, ’σαν να την ‘’ξέρασε η κόλασι, και μιά φλόγα μεγάλη εφώτισε ανάμεσα σε πυκνό καπνό, και ’ς το βαθύ σκοτάδι, χιλιάδες κορμιά ’ς τον αέρα. Είχαν βάλει φωτιά ’ς το λαγούμι, πούχαμε σκάψει κρυφά, κ΄εξέσπασε μέσα ’ς τ’ ασκέρι των Τούρκων.

Την ίδια ώρα τα καρυοφίλια και τα τρυμπόνια έσκουζαν από το κάστρο, και η σκάλαις αναποδογυρισθήκανε κάτω ’ς το βαθύ χαντάκι πούταν ολόγυρα ’ς το κάστρο.

Τι χαλασμός είχε γίνει εκείνη τη νύχτα.

Το πρωί, αν έφεξε ο Θεός την ημέρα, χιλιάδες κορμιά δίχως κεφάλια, χέρια άπειρα κομμένα, και σχισμένα σκόρπια κεφάλια εκύκλωναν το κάστρο.

Τότες έψαλλαν δοξολογίες ’ς τες εκκλησίες, κ’εγιορτάσαμε αδελφωμένοι όλοι τη γέννα του Χριστού μας, με μιά μεγάλη χαρά ’ς τα στήθη, με μιά ολόχαρη φωνή ’ς το στόμς:

- Και του χρόνου ’ς την Πόλι, να δώση ο Θεός...

Περάσανε, περάσανε εκειά τα χρόνια τόρα”, εψιθύρισε με παράπονο η Βάβω, σφογγίζουσα δια της σκελετώδους χειρός της ένα λησμονημένο δάκρυ, από την αρχήν της διηγήσεώς της, εις την ζαρωμένην όψιν της, και εσίγησε λίαν συγκεκινημένη.

***

Η φωτιά ανέδιδεν ήδη την τελευταίαν αναλαμπήν της, ο κανδηλιέρης έρριπτεν ημίσβεστον το φως των τεσσάρων θρυαλλίδων του επί της εστίας, ως να ενύσταξεν από την διήγησιν της γραίας, ενώ ημείς όλοι εμένομεν άφωνοι, διατελούντες εισέτι υπό την εντύπωσιν των λόγων της. Μόνο η Αγγέλω είχε κλίνει την κεφαλήν επί του στήθους, κ’εροχάλιζεν ησύχως εν υψίστη ευδαιμονία.
Έξω ο άνεμος εβογκούσε ακόμη, οι αλέκτορες ετόνιζον το πρωϊνόν των άσμα, θορυβούντες εν τω παρακειμένω ορνιθώνι, και αι πρώται ωχραί ανταύγειαι της ηούς έστεφον τας υέλους του μικρού παραθύρου της επαύλεως, δια μέσου των οποίων εφαίνετο πίπτον, πίπτον πάντοτε το χιόνι κατά πυκνάς νυφάδας…

ΜΗΤΣΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

_________________

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΪΚΟΥ, ΜΙΑ ΗΡΩΙΔΑ ΤΗΣ ΕΞΟΔΟΥ!

21/06/2023 Ιωάννης Κουζίου
https://www.aixmi-news.gr/koinwnia/lifestyle/item/141637-eleni-staikou-mia-iroida-tis-eksodou

Η ΕΞΟΔΙΤΙΣΣΑ ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΪΚΟΥ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΤΗΣ ΤΟΠΟ…
09/04/2018 Μαρίλη Χαραμή
https://www.aixmi-news.gr/koinwnia/themata/item/70364-i-eksoditissa-eleni-staikou-epistrefei-ston-iero-tis-topo

Ενδιαφέρον άρθρο, που περιέχει όμως ανακρίβειες, πχ. η Ε. Σταικου δεν πέθανε βέβαια το 1840, άλλα το 1887.

Σάββατο 6 Απριλίου 2024

Η ΖΩΝΤΟΧΗΡΑ – ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Καμιά εικοσιπενταριά γυναίκες γύριζαν στο χωριό τους από κάτω από τη στράτα πούχε περάση θαμπά ένας ξενητεμμένος, πούρχονταν από την Πόλη, φέρνοντας γραφές και χαρίσματα στον τόπο του από τους ξενητεμμένους πατριώτες του, και δίνοντας παραγγελιές και διάτες σ' όλα εκείνα τα πεντέξη τριγύρω χωριά, που όλοι οι άντρες τους ξενιτεύονται από μικροί, δουλεύουν στα ξένα στέλνουν λίρες στα χωριά τους, ως που κάνουν παράδες και γυρίζουν μεσόκοποι στα χωριά τους που βρίσκουν μαραμένες και γριές τις γυναίκες τους που της είχαν παντρευτή δεκάξη χρόνων και τις άφησαν μονάχες και ζωντοχήρες τόσα χρόνια.

Όλες είταν χαρούμενες. Είχαν δεχτή καλά γράμματα, και λίρες, και χαρίσματα, και φιλιά και παρηγοριές κ' ελπίδες, άλλες απ' τα παιδιά τους, άλλες απ' τ' αδέρφια τους, άλλες απ' τους άντρες τους, ύστερα από τόσους μήνες χωρίς μαντάτα και γράμματα. Μονάχα μια μικροπρόσωπη μια καστανομάτα νιοπαντρεμμένη, η Νίτσα, πούχε παντρευτή εδώ και τρεις μήνες και πήρε ένα όμορφο παλληκάρι, που την μια βραδιά την χόρτασε φιλιά κι αγάπη, και την άλλη ξενητεύθηκε για τα ξένα, και πήγε για να πουλάη σαρδέλλες και ρίζι μακριά, πολύ μακριά στης Πόλης τα σοκάκια, γύριζε αχνή και λυπημένη. Κρατούσε στα χέρια της ένα γράμμα και δυο λίρες, δυο λίρες κίτρινες κίτρινες και κατάχρυσες που ποιος ξέρει με τι βάσανα τις κέρδισε και τις απόχτησε εκείνος εκεί πέρα για να τις της στείλη. Ο παπάς που της διάβασε κάτω στη στράτα το γράμμα τ' άντρα της, που της τόφερε κι αυτής ο ξενητεμμένος μαζί με τ' άλλα των άλλων γυναικών της είπε πως έγραφε, ότι οι δουλειές του πήγαιναν καλά στην Πόλη, πως παιδεύουνταν πολύ, πως μόνο όνειρο είχε σε πολλά, σε λίγα χρόνια να κάμη ένα κομπόδεμα και να γυρίση στην ερημιά του χωριού του για να ζήσουν πια μαζί, ευτυχισμένοι. Σ' αυτό τον καιρό κι αυτή έπρεπε να περιμένη και μη σικλετίζεται, νάνε φρόνιμη και να κοιτάη το σπίτι τους, και να σέβεται τη γριά μάννα του.

Γύριζε στο χωριό της με τα λόγια αυτά καρφωμένα στο νου της, με τη θλίψη και την πίκρα στην καρδιά της, σα συλλογίζουνταν τα χρόνια που θα περνούσαν τα χρόνια τ' άχαρα, τα δίχως αγάπη κ' ευτυχία, τα χρόνια που δε θάχαν γι αυτή καμιά απόλαψη και θα της έπαιρναν την ομορφιά και τη νιότη, και θα της έφερναν γλήγορα τα γεράματα, που θάρχουνταν να τα χαρή τότες αυτά μονάχα εκείνος. Τι άχαρη και τη βασανισμένη και τι στερεμμένη ζωή!… Όμορφη αυγούλα γύρω της. Τα βουνά, τα στολισμένα με πυκνά δάση από ψηλά, αντρειωμένα, δροσερά έλατα, με τις στογγυλές και γλυκειές ραχούλες τους, με τις πρασινάδες και τις αγράμπελές τους, με τις πλαγιές τους φουντωμένες από πράσινα πλατάνια, από χαμηλούς κέδρους, και κατάψηλους γαύρους, το χωριό με τα μικρούλια σπιτάκια του που τάλουζε απαλά κατάχρυσος ήλιος, με τα τρεχάμενα νερά και το βοητό τους, με κηπαρέλια που πρασίνιζαν οι κλαρωτές φασουλιές και βόσκαγαν στα γρασίδια τους κάτασπρα μαρτίνια αρνάκια, το χωριό τ’όμορφο, το δροσερό και το χαριτωμένο, πόσο είταν αλλιώτικο με τον πόνο της καρδιάς της, και πώς φαίνουνταν καμωμένο να χαμογελάη στην ομορφιά της και στην ευτυχία της, στην ομορφιά που την είχε και στην ευτυχία που της την έκλεψε μαζί του πέρα στην Πόλη ο άντρας της.

Σ' ένα αγκωνάρι ενός σπιτιού, καθισμένος διπλοπόδι ένας στραβός ζητιάνος, έπαιζε λυπηρά στο λογγάρι του μ' ένα δοξαράκι, ένα τραγούδι παραπονεμένο, ξενητεμμένο τραγούδι, και τα χείλη του έψαιλναν τρεμουλιαστά λόγια πολύ λυπηρά, πολύ πονεμένα:

- Ανάθεμά σε ξενητιά, εσύ και το καλό σου…

Κι αυτόν τον στίχο τον έλεε τόσο συγκινητικά ο γέρο στραβός, που η μικροπρόσωπη Νίτσα, σαν τον άκουσε διαβαίνοντας, της ήρθε ν' αρχίση τα κλάματα, ν' αρχίση να μαδιέται, και να θρηνή τη μοίρα της. Πόσο άξιζε να την καταραστή μέσ' από τα σπλάχνα της την άτιμη αυτή ξενητιά, που της έκλεψε και της κρατούσε τον άντρα της, που τον χάρηκε μια νύχτα μονάχη! Την ξενητιά αυτή που θα περάσουν χρόνια και χρόνια και θα της τον κρατά ακόμα, που θα περάσουν χρόνια και θα διαβούν και θα πετάξουν τα κάλλη της, και θάρθη να την βρη αυτή γριά κι άσκημη, μ' αδειανή καρδιά και με γεμάτο το κομπόδεμα εκείνος. Πόσο κακά είνε πλασμένος ο κόσμος· να ζη κανείς για τον παρά, για το χρυσάφι αυτό, γι αυτές τις ψωρολίρες που της έστειλε σήμερα να τις φυλάξη, που θα τις στείλη αύριο κι άλλες για να τις φυλάξη κ' εκείνες, και μεθαύριο άλλες ακόμα, σα νάταν τοχρυσάφι, σα νάταν ο βρωμοπαράς που ζήταγε, που ήθελε αυτή δεκάξη χρόνων κόρη, διψασμένη από την ευτυχία που μόλις πρόφταξε να γγίξη τα φλογισμένα χείλη της σ' αυτή.

Κι ο γέρος εκεί στη γωνιά του έπαιζε με πόνο και παράπονο το λογγάρι του κι έψαιλνε λυπημένα την κατάρα της ξενητιάς, που ποιος ξέρει αν τόφαγε κι αυτού καμιά ελπίδα, καμιά χαρά, κανένα παιδί αγαπημένο.· Λιποψυχισμένη εκείνη από τη λύπη της και το παράπονό της στάθηκε μπροστά του μια στιγμή κ' ύστερα ανοίγοντας την παλάμη της άφησε και κύλησαν απάνω στα γόνατα του γέρου στραβού οι δυο λίρες, ψιθυρίζοντας μ' ένα πικρό κόμπο στο λαιμό:

Πάρτες! γέροντά μου… Εμένα τα νιάτα μου δεν έχουν ανάγκη από παράδες…


Συλλογή διηγημάτων “Ντοπιες ζωγραφιές”, Αθήνα 1896