Σάββατο 6 Απριλίου 2024

Η ΖΩΝΤΟΧΗΡΑ – ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Καμιά εικοσιπενταριά γυναίκες γύριζαν στο χωριό τους από κάτω από τη στράτα πούχε περάση θαμπά ένας ξενητεμμένος, πούρχονταν από την Πόλη, φέρνοντας γραφές και χαρίσματα στον τόπο του από τους ξενητεμμένους πατριώτες του, και δίνοντας παραγγελιές και διάτες σ' όλα εκείνα τα πεντέξη τριγύρω χωριά, που όλοι οι άντρες τους ξενιτεύονται από μικροί, δουλεύουν στα ξένα στέλνουν λίρες στα χωριά τους, ως που κάνουν παράδες και γυρίζουν μεσόκοποι στα χωριά τους που βρίσκουν μαραμένες και γριές τις γυναίκες τους που της είχαν παντρευτή δεκάξη χρόνων και τις άφησαν μονάχες και ζωντοχήρες τόσα χρόνια.

Όλες είταν χαρούμενες. Είχαν δεχτή καλά γράμματα, και λίρες, και χαρίσματα, και φιλιά και παρηγοριές κ' ελπίδες, άλλες απ' τα παιδιά τους, άλλες απ' τ' αδέρφια τους, άλλες απ' τους άντρες τους, ύστερα από τόσους μήνες χωρίς μαντάτα και γράμματα. Μονάχα μια μικροπρόσωπη μια καστανομάτα νιοπαντρεμμένη, η Νίτσα, πούχε παντρευτή εδώ και τρεις μήνες και πήρε ένα όμορφο παλληκάρι, που την μια βραδιά την χόρτασε φιλιά κι αγάπη, και την άλλη ξενητεύθηκε για τα ξένα, και πήγε για να πουλάη σαρδέλλες και ρίζι μακριά, πολύ μακριά στης Πόλης τα σοκάκια, γύριζε αχνή και λυπημένη. Κρατούσε στα χέρια της ένα γράμμα και δυο λίρες, δυο λίρες κίτρινες κίτρινες και κατάχρυσες που ποιος ξέρει με τι βάσανα τις κέρδισε και τις απόχτησε εκείνος εκεί πέρα για να τις της στείλη. Ο παπάς που της διάβασε κάτω στη στράτα το γράμμα τ' άντρα της, που της τόφερε κι αυτής ο ξενητεμμένος μαζί με τ' άλλα των άλλων γυναικών της είπε πως έγραφε, ότι οι δουλειές του πήγαιναν καλά στην Πόλη, πως παιδεύουνταν πολύ, πως μόνο όνειρο είχε σε πολλά, σε λίγα χρόνια να κάμη ένα κομπόδεμα και να γυρίση στην ερημιά του χωριού του για να ζήσουν πια μαζί, ευτυχισμένοι. Σ' αυτό τον καιρό κι αυτή έπρεπε να περιμένη και μη σικλετίζεται, νάνε φρόνιμη και να κοιτάη το σπίτι τους, και να σέβεται τη γριά μάννα του.

Γύριζε στο χωριό της με τα λόγια αυτά καρφωμένα στο νου της, με τη θλίψη και την πίκρα στην καρδιά της, σα συλλογίζουνταν τα χρόνια που θα περνούσαν τα χρόνια τ' άχαρα, τα δίχως αγάπη κ' ευτυχία, τα χρόνια που δε θάχαν γι αυτή καμιά απόλαψη και θα της έπαιρναν την ομορφιά και τη νιότη, και θα της έφερναν γλήγορα τα γεράματα, που θάρχουνταν να τα χαρή τότες αυτά μονάχα εκείνος. Τι άχαρη και τη βασανισμένη και τι στερεμμένη ζωή!… Όμορφη αυγούλα γύρω της. Τα βουνά, τα στολισμένα με πυκνά δάση από ψηλά, αντρειωμένα, δροσερά έλατα, με τις στογγυλές και γλυκειές ραχούλες τους, με τις πρασινάδες και τις αγράμπελές τους, με τις πλαγιές τους φουντωμένες από πράσινα πλατάνια, από χαμηλούς κέδρους, και κατάψηλους γαύρους, το χωριό με τα μικρούλια σπιτάκια του που τάλουζε απαλά κατάχρυσος ήλιος, με τα τρεχάμενα νερά και το βοητό τους, με κηπαρέλια που πρασίνιζαν οι κλαρωτές φασουλιές και βόσκαγαν στα γρασίδια τους κάτασπρα μαρτίνια αρνάκια, το χωριό τ’όμορφο, το δροσερό και το χαριτωμένο, πόσο είταν αλλιώτικο με τον πόνο της καρδιάς της, και πώς φαίνουνταν καμωμένο να χαμογελάη στην ομορφιά της και στην ευτυχία της, στην ομορφιά που την είχε και στην ευτυχία που της την έκλεψε μαζί του πέρα στην Πόλη ο άντρας της.

Σ' ένα αγκωνάρι ενός σπιτιού, καθισμένος διπλοπόδι ένας στραβός ζητιάνος, έπαιζε λυπηρά στο λογγάρι του μ' ένα δοξαράκι, ένα τραγούδι παραπονεμένο, ξενητεμμένο τραγούδι, και τα χείλη του έψαιλναν τρεμουλιαστά λόγια πολύ λυπηρά, πολύ πονεμένα:

- Ανάθεμά σε ξενητιά, εσύ και το καλό σου…

Κι αυτόν τον στίχο τον έλεε τόσο συγκινητικά ο γέρο στραβός, που η μικροπρόσωπη Νίτσα, σαν τον άκουσε διαβαίνοντας, της ήρθε ν' αρχίση τα κλάματα, ν' αρχίση να μαδιέται, και να θρηνή τη μοίρα της. Πόσο άξιζε να την καταραστή μέσ' από τα σπλάχνα της την άτιμη αυτή ξενητιά, που της έκλεψε και της κρατούσε τον άντρα της, που τον χάρηκε μια νύχτα μονάχη! Την ξενητιά αυτή που θα περάσουν χρόνια και χρόνια και θα της τον κρατά ακόμα, που θα περάσουν χρόνια και θα διαβούν και θα πετάξουν τα κάλλη της, και θάρθη να την βρη αυτή γριά κι άσκημη, μ' αδειανή καρδιά και με γεμάτο το κομπόδεμα εκείνος. Πόσο κακά είνε πλασμένος ο κόσμος· να ζη κανείς για τον παρά, για το χρυσάφι αυτό, γι αυτές τις ψωρολίρες που της έστειλε σήμερα να τις φυλάξη, που θα τις στείλη αύριο κι άλλες για να τις φυλάξη κ' εκείνες, και μεθαύριο άλλες ακόμα, σα νάταν τοχρυσάφι, σα νάταν ο βρωμοπαράς που ζήταγε, που ήθελε αυτή δεκάξη χρόνων κόρη, διψασμένη από την ευτυχία που μόλις πρόφταξε να γγίξη τα φλογισμένα χείλη της σ' αυτή.

Κι ο γέρος εκεί στη γωνιά του έπαιζε με πόνο και παράπονο το λογγάρι του κι έψαιλνε λυπημένα την κατάρα της ξενητιάς, που ποιος ξέρει αν τόφαγε κι αυτού καμιά ελπίδα, καμιά χαρά, κανένα παιδί αγαπημένο.· Λιποψυχισμένη εκείνη από τη λύπη της και το παράπονό της στάθηκε μπροστά του μια στιγμή κ' ύστερα ανοίγοντας την παλάμη της άφησε και κύλησαν απάνω στα γόνατα του γέρου στραβού οι δυο λίρες, ψιθυρίζοντας μ' ένα πικρό κόμπο στο λαιμό:

Πάρτες! γέροντά μου… Εμένα τα νιάτα μου δεν έχουν ανάγκη από παράδες…


Συλλογή διηγημάτων “Ντοπιες ζωγραφιές”, Αθήνα 1896

Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ – ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Σύντομη ιστορία τρόμου του Δημ. Χατζόπουλου, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα “Πόλις” τον Οκτώβρη του 1894 και συμπεριλήφθηκε στην δεύτερη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα, “Ντόπιες Ζωγραφιές”, που κυκλοφόρησε το 1896. Η ιστορία συνδυάζει τον παραδοσιακό τρόπο αφήγησης που αφορούσε τις λαϊκές προκαταλήψεις για ορισμένα “καταραμένα” ζώα (στην περίπτωσή μας την κουκουβάγια*), με την παράξενη μυθοπλασία (Weird Fiction) που άρχιζε να γίνεται της μόδας εκείνη την εποχή. Στην ιστορία αυτή δεν υπάρχει τίποτε από τη γοτθική λογοτεχνία ή τις βικτωριανές ιστορίες φαντασμάτων, υπάρχει μια αόριστη ατμόσφαιρα από ασταμάτητο και ανεξήγητο φόβο για εξωτερικές, άγνωστες και κακόβουλες δυνάμεις που υπερβαίνουν τις ανθρώπινες δυνατότητας κατανόησης ή ελέγχου.

Η ορθογραφία είναι αυτή του αυθεντικού κειμένου, έχω μόνο αλλάξει την πολυτονική γραφή σε μονοτονική.
Γ.Χ.



ΠΟΛΙΣ” 9.10.1894
επίσης
ΝΤΟΠΙΕΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ
Μήτσου ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ (ΜΠΟΕΜ)
Τ
υπογραφείο Ανάσταση Τρίμη
Οδός Πραξιτέλους αριθ. 14
ΑΘΗΝΑ
1896

Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ

Μέσα στο τρομασμένο ξύπνημά της θυμούνταν πολύ καλά, πως όταν της έδωσε το ύστερο φιλί, από πολύωρο ξεφάντωμα, όπως κάθε νύχτα, είδαν κ' οι δυο μαζί μέσ' απ' τα γυαλιά και τις κουρτίνες του παραθυριού ν' αχτινοβολούν τ' αστέρια. Τα είδαν και ξαναφιλήθηκαν. Γαλήνη γαλανή είταν χυμένη έξω, γαλήνη αγάπης και ευτυχίας μέσα στη μικρούλα κάμαρα. Την φίλησε, όπως συνήθιζε όντας τον έπαιρνεν ο ύπνος, μια στα χείλη, μια στα μάτια και μια στο ροδαλό αυτάκι της, ψιθυρίζοντας κάτι τρυφερό και ξελογιασμένο ακόμα, κι αυτή γαργαλίζουνταν και τον αγκάλιαζε φρενιασμένη. «Καλή νύχτα, αντρούλη μου». «Καληνύχτα, γυναικούλα μου».
Και αποκοιμήθηκαν τότε σαν μικρά παιδάκια πλάι πλάι στου κρεββατιού την πλατειά στρώση.
Άξαφνα απόψε ξύπνησε κατατρομασμένη. Ανασήκωσε βαρειά τόμορφο κεφάλι της σα νάθελε να διώξη τρομαχτικά όνειρα και τέντωσε τα μάτια της κοιτάζοντας άγρια έξω απ' το κρεββάτι. Το κανδηλάκι πούκαιε εκεί σε μιαν άκρη, έρριχνε θαμπές και τρεμάμενες αχτίδες μέσα σε θεόρατες σκιές που ξαπλόνουνταν τρεμουλιαστές απάνω στα ντουβάρια, στα μόμπιλα, στο πάτωμα. Από στιγμή σε στιγμή από τα γυαλιά του παραθυριού χύνουνταν ξαφνικά απέραντη λάμψη αστραπής, η κάμαρα τότε φωτίζουνταν φανταστικά, πλημμύριζε από στιγμοφώτιστα κύματα χλωμά και θαμπωτικά, ύστερα οι σκιές ξανάπεφταν τρεμουλιαστές τριγύρω, και μέσα σε ολίγων λεφτών φριχτή σιγή, ένιωθε κατάβαθα της καρδιάς της τον ανατιναγμό της φοβερής βροντής που απλόνουνταν με τρομαχτικό μεγαλείο στ' ουρανού τα πλάτη σε βροντώδη κύματα που ξεκούφαιναν ενώ ο άνεμος έκανε να τρίζουν τα γυαλιά του παραθυριού, σα να χόρευε· το σπίτι από σεισμό. Κι ανάμεσα στης ανεμοζάλης τα μουγγρίσματα, ταχτικό κι επίμονο αντηχούσε τόση ώρα τόρα από τα κεραμίδια της στέγης το ρέκασμα μιας κουκουβάγιας περιχύνοντας τα νεύρα από ανατριχίλα κρύα και παράξενη, τη ψυχή από θλίψη και λαχτάρα.

Παράξενο ξύπνημα. Και είχαν αποκοιμηθή με τόση γαλήνη, με τόση ξαστεριά. Μισοσηκωμένη στα προσκέφαλα του κρεββατιού με το λαιμό και τα στήθη ολόγυμνα, με τα μαλλιά μπερδεμμένα στο κεφάλι, τα μάτια άγρια και ξαφνισμένα, φαίνουνταν εκεί μέσα στ' αδιάκοπο πλημμύρισμα της κάμαρας από τ' ωχρό αστραποφώτισμα, σαν φάντασμα. Κάτι τι αθώρητο της βάραινε σα μολύβι το κεφάλι της, της ξέραινε το λάρυγγα, το στόμα, της έσφιγγε την καρδιά, βόμβος σα μελισσιού φτερούγισμα τριγυρνούσε στ' αυτιά της, κ' ένιωθε πως δεν είχε τη δύναμη να γυρίση, να κουνηθή, να σαλέψη τόσο κι απόμεινε εκεί σαν καρφωμένη, σα ναρκωμένη, φοβισμένη, θαρρώντας πως ένα γύρισμα των ματιών της μονάχα, θα της έφερνε μεγάλο κακό, θα κατακρεμνίζουνταν κάτω απ' το κρεββάτι σ' αμέτρητο γκρεμό, σ' απέραντο χάος.

Θεέ μου, τι είχε! Ότι μπορούσε να νιώση καλά είταν πως μέσα στον παραδαρμό έξω της φύσης, μέσα στα μουγγρίσματα της ανεμοζάλης, το ταχτικό κι επίμονο εκείνο ρέκασμα, σα νάρχουνταν από παράξενους, φανταστικούς κόσμους, σχίζοντας όλο τ' απέραντο βάθος της ανεμοζάλης με δύναμη και φρίκη υπερφυσική, την έγγιζε, κατάκαρδα, και άφινε στο αίμα του κορμιού της το άγγιγμα ακονισμένης κόψης κρύου μαχαιριού.

Και όλη η αγωνία της ξετυλίγουνταν σε μια ιδέα ολοφάνερη, σ' ένα αόριστο όσο και φαρμακερό προγνώρισμα πως κάτι κακό θα την κατάφτανε τόρα γοργό και γλήγορο και βέβαιο. Και τρομασμένη και βουβή κι ασάλευτη μαζεύουνταν τόρα όλη, σύσσωμη με τα μάτια της ολάνοιχτα προς τη κραυγή έξω που φαίνουνταν πως είχε πλημμυρίση γύρω και ως πέρα την κάμαρα, από ωκεανό φρίκης, θέλησε να γυρίση προς τον άντρα της, να του μιλήση λίγο, να τον ξυπνήση, ν' αναθαρρήση και να πετάξη, σαν ψεύτικο φάντασμα, όλη η αγωνία της. Αλλά τον έβλεπε μονάχα με την άκρη του ματιού της, κοιμισμένον τόσο ήσυχα κι ευτυχισμένα. Γιατί να ταράξη την γαλήνη του, τον ύπνο του; Θα την έπαιρνε για παιδί, για φοβιτσάρα, και θα γελούσε. Όχι. Τόρα θ' απλώση το χέρι της και έτσι μ' ένα κούνημα θα διώξη μακριά της όλη αυτή τη φρίκη, και θα σβυστούν όλα, όλα τότε απ' εμπρός της. Αλλ' η κραυγή έξω πάντα επίμονη και σαν αχός λυπητερός σημάντρου, την περίχυνε ακόμα πιο πολύ απ' ατέλειωτη ανατριχίλα, την κάρφονε ασάλευτη στου κρεββατιού τη στρώση, της έσβυνε τη φωνή στον λάρυγγα μ' ένα ξερό βήξιμο, απαράλλαχτα όπως κάνη σβύνοντας τ' αναμμένο κάρβουνο στο νερό.

Έξω πια έσβυσε, λούφαξε το μούγγρισμα του άνεμου, σιγή θανάτου απλώθηκε για λίγο, και μόνο η αστραπόλαμψη πλημμύριζε ολοένα πλιότερη και πιο άφθονη την κάμαρα.

Έξω τα σκοτεινά βάθη τ' ουρανού φαίνουνταν πως κάθε δευτερόλεφτο σχίζουνταν απότομα, και κύματα λάμψης ηλεκτρικής αγκάλιαζαν τη φύση και σβύνουνταν γοργά σαν ένα στιγμιαίο απέραντο φωτεινό φίλημα.

Και θαμπωμένη εμπρός σ' αυτό το γεμάτο μυστήριο και ξάφνισμα απειροφώτισμα, κάρφωσε ασυνείδητα τα μάτια της ίσα στα γυαλιά του παραθυριού με όψη τρελλής, ασάλευτη σαν παραλυμένη.

Η βροχή με γοργό κατρακύλημα πυροβολαρχίας, χτυπούσε τόρα και παράδερνε το σπίτι, τα κεραμίδια μέσα στη νεροποντή χόρευαν και τα γυαλιά του παραθυριού έχυναν μελωδία τυμπανοκρούσματος. Και το αστραποφώτισμα τόρα άνοιγε έξω στο νυχτερινό σκοτάδι κάθε τόσο τρομερό χάος από βροχή ηλεκτροφωτισμένη. Και η κραυγή εκείνη έξω πάντα επίμονη, ακούραστη, πάντα γεννώντας τη φρίκη και την ανατριχίλα, αντηχούσε παράξενη, περονιάζοντας το κορμί της και τη ψυχή της. Κι έτσι παραλυμένη κι ασάλευτη απόμεινε με τα μάτια της καρφωμένα ασυνείδητα ίσα στα γυαλιά του παραθυριού, ως που ο ύπνος της έκλεισε βαρειά τα βλέφαρά της.

Όταν ξύπνησε, γαλήνη απέραντη είταν απλωμένη στην κάμαρα, η ανεμοζάλη είχε περάση, η κραυγή της κουκουβάγιας είχε σβυστή κι αυτή, ο ήλιος χάιδευε απαλά το πάτωμα και στα γυαλιά του παραθυριού βομβούσε τριγυρίζοντας να πετάξη έξω στο γαλάζιο τ' ουρανού μια πεταλούδα. Ανέπνευσε η όμορφη κόρη και γύρισε να ξυπνήση μ' ένα χαμόγελο τον άντρα της, αλλ' είτανε νεκρός….



________________

(*) Σε όλο τον ελληνικό χώρο το λάλημα της κουκουβάγιας θεωρείται προμήνυμα θανάτου, βαριάς αρρώστιας ή άλλου μεγάλου κακού. Γι' αυτό αποκαλείται (όπως και άλλα δυσοίωνα πουλιά) ερημοπούλι, κλαψοπούλι, νεκροπούλι.

Πηγές για εμβάθυνση

H. P. Lovecraft, "Supernatural Horror in Literature"  in The Outsider and Others (1939).
https://en.wikipedia.org/wiki/The_Outsider_and_Others

Γιώργος Αγγελίδης Η Κουκουβάγια: Σοφία, Δεισιδαιμονία και Μεταμόρφωση”
https://www.willowisps.gr/main/-/14/11/2017

ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ : ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΕΣ …ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ..ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ
https://boraeinai.blogspot.com/2014/03/blog-post_2253.html

Anthony Christopher Camara
Dark Matter: British Weird Fiction and the Substance of Horror, 1880-1927
UNIVERSITY OF CALIFORNIA Los Angeles, 2013
https://escholarship.org/uc/item/4ns5q1fv

James Machin (Author), Weird Fiction in Britain 1880–1939”
Palgrave Macmillan, 2018

Γάτος Δρακόντης, «Κοσμικός τρόμος, Μυθοπλασία του Παράξενου και Κοσμικισμός», Διπλωματική εργασία, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας Επιβλέπων Καθηγητής: Κασαπάκης Βλάσιος, Μυτιλήνη, Φεβρουάριος 2023

https://hellanicus.lib.aegean.gr/bitstream/handle/11610/25500/2023_%CE%93%CE%91%CE%A4%CE%9F%CE%A3_%CE%94%CE%A1%CE%91%CE%9A%CE%9F%CE%9D%CE%A4%CE%97%CE%A3_CosmicHorror_WeirdFiction_Cosmicism.pdf?sequence=2&isAllowed=y

Wikipedia - Weird Fiction
https://en.wikipedia.org/wiki/Weird_fiction

Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

Ο ΝΕΑΡΟΣ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ

 Διήγημα του Δημητρίου Χατζόπουλου όπου εξιστορείται η -μηδενική- συνεισφορά του συγγραφέα στον αγώνα κατά των ληστών. Ο πραγματικός πρωταγωνιστής είναι βέβαια ο λοχίας Γεώργιος Νικολάου, πονηρός, φυγόπονος, κοιλιόδουλος, καλοπερασάκιας, όπως όλοι οι καραβανάδες της σειράς των “Λησμονημένων Στρατιωτικών”.

Το φαινόμενο της ληστείας έχει βαθιές ρίζες στον ελλαδικό και στον βαλκανικό χώρο. Επί τουρκοκρατίας οι κλέφτες και οι αρματολοί βοήθησαν ενεργά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του Έθνους διατηρώντας τον κοινωνικό τους ρόλο. Όταν δημιουργήθηκε το Ελληνικό Κράτος, οι προσδοκίες για επαγγελματική αποκατάσταση πολλών πρώην καπεταναίων έμειναν ανικανοποίητες, οπότε αναγκάστηκαν να ξαναβγούν «στο κλαρί» και να γίνουν ληστές.

Οι ληστές επιβίωναν επιτιθέμενοι σε πλούσιους αγρότες, ταξιδιώτες, εμπόρους, προύχοντες ή και πολλές φορές σε ολόκληρα χωριά. Παρόλα αυτά τα φτωχά και καταπιεσμένα στρώματα της υπαίθρου τους έβλεπαν σαν ήρωες και το κράτος και τους μηχανισμούς του σαν παρείσακτο.
Η απελευθέρωση και η προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας έδωσαν καινούρια ώθηση στην ανάπτυξη του φαινομένου της ληστείας. Το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος δεν κατάφερε να καταπολεμήσει ή να περιορίσει τις ληστρικές συμμορίες, η επιδείνωση της κοινωνικής ανισότητας, η αλληλεγγύη του πληθυσμού της υπαίθρου, η ανυπαρξία επικοινωνιακού δικτύου κατέστησαν σχεδόν αδύνατη την αντιμετώπιση αυτού του φαινόμενου.
Η αγροτική πολιτική του κράτους στήριζε τους μεγαλοτσιφλικάδες, διευκόλυνε την καταπίεση των κολίγων και συνάμα μεθόδευε την σταδιακή καταστροφή της νομαδικής κτηνοτροφίας. Στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα τα τσελιγκάτα (*) μπήκαν σε πορεία παρακμής, πράγμα που ανάγκασε ένα τμήμα των νομαδικών πληθυσμών να στραφεί στη ληστεία ή στο συνδυασμό ληστείας και κτηνοτροφίας.
Η συνεργασία με πολιτικούς, γαιοκτήμονες και κεφαλαιούχους έδωσε επίσης νέα ώθηση στη ληστεία. Σαν αποτέλεσμα σε πολλά μέρη της υπαίθρου δημιουργήθηκε ένα καθεστώς τύπου φαρ γουέστ, οι ακρότητες των ληστών που ήταν μισθοφόροι τσιφλικάδων συχνά έμεναν σκανδαλωδώς ατιμώρητες.
Το ελληνικό κράτος μην μπορώντας να καθυποτάξει τις ληστρικές συμμορίες προσπάθησε να τις χρησιμοποιήσει για ίδιους σκοπούς: με τη δικαιολογία της καταδίωξης των ληστών ελληνικά στρατεύματα έμπαιναν στο τουρκικό έδαφος για να δοκιμάσουν την ετοιμότητα του οθωμανικού στρατού. Αργότερα συγκροτήθηκαν αντάρτικες ομάδες αποτελούμενες από ληστές που παράτυπα βοήθησαν τον ελληνικό στρατό τόσο στον «ατυχή» πόλεμο του 1897 όσο και στο Μακεδονικό αγώνα.
Σιγά σιγά οι κοινωνικές- οικονομικές συνθήκες μεταβλήθηκαν, χάθηκε η ώσμωση των ληστών με τον πληθυσμό της υπαίθρου, άλλαξε η πολιτική των κυβερνήσεων και γύρω στο 1930 το φαινόμενο της ληστείας έπαψε πρακτικά να υπάρχει.
Πίσω στο διήγημα τώρα, βλέπουμε ότι ο νεαρός Χατζόπουλος δεν φαινόταν καθόλου πεισμένος για το αγαθό της κατά των ληστών δράσεως: “Έβλεπα τα φυσίγγια εκείνα με τον στιλπνόν των χάλυβα και την σφαίραν” … και “το πράσινο της εξοχής, το κυανούν της θαλάσσης πέρα και το λεπτώς γαλάζιο των βουνών απετέλουν μίαν αρμονίαν, ήτις ήρχισε να μου γεννά την ιδέαν πως ενώπιον τοιαύτης ομορφιάς φύσεως ηδύνατο να σκοτώση τις έστω και ληστάς ακόμη!…”.
Άλλη ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι ότι ο λοχίας ζητάει από δύο στρατιώτες να κλέψουν στην ουσία δύο πρόβατα (δεν γίνεται μνεία για αποζημίωση) από μιά κοντινή στάνη για να γευματίσει το απόσπασμα. Τα σπασμένα της καταδίωξης των ληστών τα πλήρωναν οι βοσκοί…
Γ.Χ.

ΣΚΡΙΠ 18 7 1896
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ
(Λησμονημένα Στρατιωτικά)
- Ε ι ι ι ! … ξύπνα τς’ μπαλάσκες ς’ κι του γκρα σ’ !…
Και ο λοχίας προχωρών ολονέν αν
ά τον ημιφώτιστον θάλαμον, πότε δεξιά, πότε αριστερά, σκουντών δια της άκρας του τσαρουχιού του τους ροχαλίζοντας άνδρας, τους αφύπνιζεν ένα, ένα.
Εκείνοι δυσθύμως εγειρόμενοι, ξαφνισμένοι από την μεταμεσονύκτιον αυτήν αφύπνισιν, ενεδύοντο απροθύμως, ωπλίζοντο ανόρεκτα.
- Ουρ’ καμ’ τι γλήουρα μη τζακίσου κανένα σας παλιουτόμαρα τ’ διαόλου! Ωρίετο από καιρού εις καιρόν ο λοχίας στηριζόμενος εις τον γκρα του, υψηλός, με μίαν αγρίαν κεφαλήν με κατσαρά μαλλιά, με στιλπνόν ηλιοκαές δέρμα και με μικρούς γοργοκινήτους μαύρους οφθαλμούς.
Οι άνδρες ητοιμάσθησαν τέλος. Μετά τινάς στιγμάς παρετάχθημεν όλοι εκτός του στρατώνος μέσα εις το σκότος, μη γνωρ
ίζοντες διατί, εις άκρον περίεργοι δια την νυκτερινήν αυτήν εκδρομήν.
- Κλίνιτι ιπί δεξιά! Ιμπρός μαρς κι μην ακούσου κουβέντα, γιατί σας τρύπ’σα μι τη ξιφουλόγχη, εβρυχήθη αυστηρώς ο λοχίας.
Και ηρχίσαμεν βαδίζοντες. Επί πολύ επορευόμεθα άφωνοι, ο είς κατόπιν του άλλου, με τον ύπνον βαρύνοντα τους οφθαλμούς μας. Διήλθομεν την πόλιν, έρημον, σκοτεινήν, κοιμησμένην· εξήλθομεν εις τους αγρούς, οι σκύλλοι μας επετίθεντο άγριοι, και ημείς ετραβούσαμεν πάντοτε εμπρός υπό την αιγλήεσσαν αρτροφεγγιάν της νυκτός. Κάποτε ο παραστάτης μου, μου εψιθύριζε:
- Που να μας παη τς’ μαύρους, κυρ’ Μητς’, που να μας παη μέσα τ’αγκάθια ! … Για κλέφτις να πάμε λες;
Είχομεν απομακρυνθή πολύ ήγη της πόλεως, και
επλησιάζαμεν προς τους βουνούς, ότε ακούσαμεν την βροντώδη φωνήν του λοχίου.
- Κλίνιτι ιπ’ αριστιρά … αλτ! … Μπαραμπ
όδα αρμ !… Ανάπαυσις ! …
Η αυγή κατέφθανεν. Η ανατολή ερρόδιζε, και ο ορίζων όλος έπλεεν εις μίαν σύγχυσιν αντικειμένων προ των οφθαλμών μας. Κρύο αεράκι εφύσα κατεπάνω μας. Και ως είμεθα κάθιδροι εκ του ιδρώτος και αν
αμμένοι εκ του δρόμου ησθανόμεθα το κρύο να μας περονιάζει ως τα κόκκαλα. Υπό το ολίγον φως της αυγής διεγράφετο παράξενη η σιλουέτα του προ ημών ισταμένου λοφίου, λαμβάνοντος τεραστίας διαστάσεις εις το ημίφως, στηρίζοντας την αριστεράν του χείρα παμμεγέθη με την φαρδειάν λευκήν μανίκαν της επί του γκρα του. Ως δε ήρχισε τότε να μας ομιλή με το επιβλητικόν ύφος του, εφαίνοντο οι δύο τεράστιοι μύστακές του ανεβοκατερχόμενοι αγρίως.
- Ακούστι τόρα καλά, ζαγαράκια, τι θα σας που. Είμεθα ιπί των ίχνουν ληστρικής συμμουρίας κι π
ρουτίθιμι να συμπλακώμεν. Μόνουν η γενναιότης κι η καλή προφύκαξις θα μας δώση την νίκην. Μη διού κανένα σας κι του στριψ’ του την άναψα από πίσου. Τουναντίον να φανώμεν παλληκάρια, να κάνουμε ουλ’ μας του μέλλου μας.
Γαλόνι κι βασιλική ηυαρέσκεια μας αναμένει. Τόρα είμαστε δώδεκα ουλ’ ούλοι. Οι μ’σοι από σας μι τουν υπουδικανέα τουν Μητρουπάνου θα πάτε λάου λάου από δω κι να πιάσετε τουν λόφον κείνον, κατάραχα ντιπ κι να κρυφτήτι μέσα τα δέντρα. Εγώ μι τους λοιπούς άνδρας θα λάβου την ιναντίαν διεύθυνσιν αντιθέτους προς ημάς, εις τρόπουν ώστε αν η συμμουρία διέλθη, ως είμι πληρουφουρημένος δια της χαράδρας ας νιφτή κι αποφάγαμε… Ιμπρός· γαλόνι κι βασιλική ηυαρέσκεια Μητρουπάνου, άξα;…
Ούτω πως διηρέθημεν εις δύο. Οι υπό τον δεκανέα άνδρες μετ’ ολίγον εχάθησαν εις το άκρον της ράχης, ημείς δε μετά του λοχίου ελάβομαν την “ιναντίαν διεύθυνσιν αντιθέτους προς αυτούς”. Όταν ανήλθομεν επί του βουνού και κατελάβομεν τας θέσεις μας εφώτιζεν εντελώς πλέον. Ο λοχίας μας ετοποθέτησεν όπισθεν τεραστίων πετρών ακροβολιστά, με τον γκρα προτεταμμένον γεμισμένον, και τα φυσίγγια της μιάς παλάσκας μας χυμένα στο χώμα παραπλεύρως μας.
Και αναμέναμεν εκεί άφωνοι, πρηνηδόν ξαπλωμένοι με τους αγκώνας γδερνομένους επί των πετρών. Έβλεπα τα φυσίγγια εκείνα με τον στιλπνόν των χάλυβα και την σφαίραν των μόλις εξέχουσαν ωοειδώς, και εσυλλογιζόμην, ότι μετ’ολίγον ίσως ενώ θα τα έθετα εντός του όπλου μου το εν κατόπιν των άλλων, και θα τα εξαπέστελλον προς τους ληστάς, θα μου έφερον την τιμήν ταύτα “του γαλονιού κι της βασιλικής ηυαρεσκείας” και εδάγκανα τα χείλη μου δια να μη γελάσω πολύ δυνατά. Η φύσις γύρω αδιάφορος εστολίζετο και εκείνην την πρωϊαν, όπως πάντοτε, με τα μύρια χρώματά της, με τους φαιδρούς τόνους της, και την απέραντον δρόσον της. Από του ύψους εκείνου ένα πρωϊνόν πανόραμα μέθυος και χάριτος ηπλούτο προ των αγρυπνισμένων οφθαλμών μας. Το πράσινο της εξοχής, το κυανούν της θαλάσσης πέρα και το λεπτώς γαλάζιο των βουνών απετέλουν μίαν αρμονίαν, ήτις ήρχισε να μου γεννά την ιδέαν πως ενώπιον τοιαύτης ομορφιάς φύσεως ηδύνατο να σκοτώση τις έστω και ληστάς ακόμη!
Εν τω μεταξύ οι λησταί δεν αφαίνοντο ούτε αριστερά, ούτε δεξιά. Ο ήλιος είχεν ανατείλη, είχεν ανέλθη υψηλά πολύ, η φλόγα του μας κατέκαιε ξαπλωμένους εκεί επί των πετρών. Αι πληροφορίαι του λοχίου δεν εφαίνοντο να ήταν βάσιμοι, και η αδημονία μας εβασάνιζε περισσότερον της ζέστης. Επί τέλους ο λοχίας αγριεμμένος τρομερά, διέταξε συνάθροισιν. Έστειλεν ένα στρατιώτην να προσέλθουν οι λοιποί άνδρες. Εν τω μεταξύ ημείς διηυθύνθημεν υπό την σκιάν γηραιών τινων πλατάνων παρά την άκραν μιάς βρύσης.
- Ιλάτι δω δυό σας, εβρυχήθη κάποτε ο λοχίας. Θα πάρτε αυτό το μονοπάτι κι θα ροβολήσιτι προς τα κατ’. Παρεκούλια απ’ τα ριζά θα βρήτε μιά στάνη. Μπαίνιτι μέσα παίρνιτι δυό ψημαδάκια (**) κι τα φέρνιτι να κάνουμε γιόμα…
Οι άνδρες έγιναν αστραπή. Ο λοχίας τότε εστράφη προς εμέ, εξάγων εκ του σακκουλίου του μίαν κόλλαν χάρτου και ένα καλαμάρι μπρούτζινο, απ’εκείνα τα παμπάλαια των δικαστικών κλητήρων.
- Έλα δω, ου λουγιώτατε, τόρα, να κάνουμι μιά αναφουρά στουν Ιπόπτη. Γράφι ημικλάστως!
- “Εκ της θέσιους Πλατάνια Προς τον Ανώτερουν Ιπόπτην του Νομού… Ου αποσπασματάρχης Γιώργιους Νικουλάου λουχίας. Περί συλλήψιους ληστών.
Συμφώνους προς την υμετέραν Διαταγήν ευρίσκουμαι μετά δώδεκα ανδρών επί των ίχνουν της γνουστής ληστοσυμμουρίας, ην την σύλληψιν κι την ιξόντουσιν προυτίθιμι, ουδέν ιπιτυχών ήδη, των ληστών μη τολμησάντων εμφανισθείν. Αναμένου τας υμετέρας διαταγάς. Ηυπειθέστατους Γιώργιος Νικολάου λουχίας”.
Τόρα ένας σας να πεταχτή μέσα ντ’ μπόλη μυτ
ά του ιγγράφου τούτου, κι να φέρη κι δύο ουκάδις κρασί, οι άλλ΄σας ν’ ανάψατ’ φουτιά για τ’ αρνιά που θάλθνι. Γλήγουρα μην τζακίσου κανένα σας και κουλαστώ… Και ξαπλωθείς επί της δροσεράς χλόης ήρχισε να τραγουδή με την βροντώδη φωνήν του:

Τα παλληκάρια τα καλά ανάπαψη δε ξέρουν. Μήτε φαγί, μήτε κρασί, μήτ’ ύπνο, μήτε σκόλη!…

Μποέμ

________

(*) τσελιγκάτο: παλαιάς μορφής κοινωνικο-οικονομική οργάνωση των τσοπάνων οι οποίοι ζούσαν νομαδικό ή ημινομαδικό βίο, μετακινούμενοι με τα κοπάδια τους, αναζητώντας βοσκοτόπια υπό την αρχηγία ενός τσέλιγκα.

(**) Δεν κατάφερα να βρω μετάφραση, προφανώς εννοεί αρνιά.

________

ΠΗΓΕΣ

https://eglima.wordpress.com/2010/01/09/davelis-1/

https://eglima.wordpress.com/2008/06/10/listes_2-2/

https://eglima.wordpress.com/2008/06/07/listes_1b/

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΛΗΣΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ( 1833-1933) (anistor.gr)

https://teteleste.wordpress.com/2011/09/25/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B1%CE%AF%CF%84%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BB%CE%B7%CF%83%CF%84%CE%B5%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1/

ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΝΟΟΤΡΟΠΙΕΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΗΣΤΡΙΚΟ ΛΑΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ (1900-1930) (ekt.gr)



Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2024

❞ 𝚶… 𝚬𝚽𝚶𝚷𝚲𝚰𝚺𝚻𝚮𝚺❞ 𝚻𝚶𝚼 𝚫𝚮𝚳𝚮𝚻𝚸𝚰𝚶𝚼 𝚾𝚨𝚻𝚭𝚶𝚷𝚶𝚼𝚲𝚶𝚼

 Χιουμοριστικό χρονογράφημα όπου ο Δημήτριος Χατζόπουλος ονειρεύεται – κυριολεκτικά και μεταφορικά – να γίνει… εφοπλιστής. Δεν θα πρέπει να μας φαίνεται παράξενη τέτοια επιθυμία, τότε, όπως και τώρα, οι εφοπλιστές ήταν ως επί το πλείστον πάμπλουτοι κροίσοι και η εμπορική ναυτιλία ήταν ένα θέμα πάντοτε επίκαιρο για τα ελληνικά χρονικά.

Οι Έλληνες πλοιοκτήτες, παρά το μονίμως δύσκολο οικονομικό περιβάλλον, διατήρησαν διαχρονικά θετική πορεία ώστε να φέρουν σιγά σιγά την ελληνική ναυτιλία στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης. Ο ελληνόκτητος στόλος το 2016 έλεγχε το 30,14% του παγκόσμιου στόλου δεξαμενοπλοίων, το 21,18% του παγκόσμιου στόλου φορτηγών πλοίων και το 16,61% του παγκόσμιου στόλου πλοίων μεταφοράς χημικών και παράγωγων προϊόντων πετρελαίου.

Παρόλο που η Ελλάδα περνά βαθιά οικονομική κρίση τα τελευταία χρόνια, οι Έλληνες εφοπλιστές βελτίωσαν ακόμα περισσότερο τη θέση τους στις διεθνείς αγορές, αφού κανείς άλλος δεν κάνει τόσες παραγγελίες σε ναυπηγεία όπως οι ναυτιλιακές εταιρείες της Ελλάδας. Οι Έλληνες πλοιοκτήτες όχι μόνο διατηρούν τη πρώτη θέση παγκοσμίως, αλλά διευρύνουν και την απόσταση που τους χωρίζει από την Ιαπωνία, τη Κίνα, τη Γερμανία και την Σιγκαπούρη, που ακολουθούν στις επόμενες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης. Βέβαια, η φορολόγηση στην οποία υπόκεινται οι Έλληνες εφοπλιστές είναι παραδοσιακά χαμηλή, ώστε η ίδια η Ελληνική οικονομία συνολικά να μην επωφελείται σε ανάλογο βαθμό με τα ιδιωτικά συμφέροντα που αναπτύσσονται. (βλέπε κείμενο Αφροδίτης Χρυσικού στις πηγές).

Τα πάντα ξεκίνησαν στις αρχές του 20ου αιώνα, μιά περίοδο που θεωρείται “χρυσή” για την Ελληνική ναυτιλία. Τότε έκαναν την εμφανισή τους διάφοροι Έλληνες εφοπλιστές, είτε με καταγωγή από παραδοσιακές εφοπλιστικές οικογένειες είτε ως αυτοδημιούργητοι, που από καραβοκύρηδες τρίτης επιλογής έγιναν σοβαροί εφοπλιστές, εκμοντέρνησαν έγκαιρα το στόλο τους αγοράζοντας ατμοκίνητα καράβια και πήραν στα χέρια τους μεγάλο μέρος του διεθνούς εμπορίου όταν υπήρξε ιδιαίτερη ανάγκη με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Όπως διαβάζουμε στην ιστοσελίδα Greek shipping miracle (Διαδικτυακό μουσείο που δημιουργήθηκε από διακεκριμένα μέλη της ελληνικής ναυτιλιακής οικογένειας) “… Η εκρηκτική άνοδος των ναύλων λόγω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου επέφερε τεράστια κέρδη στους εφοπλιστές. Ωστόσο η συνεπαγόμενη αύξηση του μεταφορικού κόστους επηρέασε υπέρμετρα τις τιμές των εισαγόμενων αγαθών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία για πρώτη φορά αρνητικού κλίματος για τους Έλληνες εφοπλιστές στην ίδια τους την πατρίδα. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην ωρίμανση της ιδέας για τη σύσταση οργάνου με σκοπό τη συλλογική αντιμετώπιση των ζητημάτων που αφορούσαν την ναυτιλία. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1916 ιδρύθηκε στον Πειραιά η “Ένωσις Ελλήνων Εφοπλιστών” με πρώτο πρόεδρο τον ανδριώτη Λεωνίδα Α. Εμπειρίκο. Παρά τη ζοφερή εικόνα οι Έλληνες εφοπλιστές είχαν αποκομίσει εξαιρετικά κέρδη από πωλήσεις, αποζημιώσεις (στη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου βυθίστηκαν 143 πλοία), αλλά και από την εκμετάλλευση των ατμοπλοίων στη διάρκεια του Πολέμου, ιδιαίτερα την περίοδο της ελληνικής ουδετερότητας κατά τα έτη 1915 και ιδίως 1916. …”.
Στην περίοδο αυτή η αλματώδης αύξηση των ναύλων, που επήλθε από τη μεγάλη ζήτηση πλοίων για μεταφορές κάρβουνου από την Αμερική στην Αγγλία και Γαλλία, όπως και για τη μεταφορά σιτηρών από την Αργεντινή στα λιμάνια της Ευρώπης και της Μεσογείου, επέφερε ασύλληπτα κέρδη.

Η πειραϊκή εφημερίδα «Σφαίρα» κάνοντας μια ανασκόπηση του 1915 έγραφε, χαρακτηριστικά, ότι «τα κέρδη της υπερωκεανίου ελληνικής ναυτιλίας κατά το λήξαν έτος υπήρξαν κολοσσιαία, υπολογιζομένα εις το διπλάσιον περίπου της αξίας των υπερωκεανίων σκαφών»!
Οι εφοπλιστές επωφελήθηκαν επίσης από την αύξηση των τιμών των προϊόντων που παράγονταν στην Ελλάδα, όπως οι σταφίδες, τα αμύγδαλα και το ελαιόλαδο καθώς οι συμμάχοι αναζητούσαν εναλλακτικές πηγές προμηθειών λόγω του πολέμου.
Οι υψηλοί ναύλοι στα ποντοπόρα πλοία συνεχίστηκαν και το 1916 και στο πρώτο εξάμηνο υπολογιζόταν ότι «τα κέρδη υπερωκεανίου εμπορικής ναυτιλίας εις τας διαφόρους γραμμάς μεταξύ Ελλάδος, Ευρώπης και Αμερικής ανέρχονται εις 104.417.000 γαλλικά φράγκα». (βλέπε άρθρο του Σταύρου Μαλαγκονιάρη στις πηγές).
Η ιστορία επαναλήφθηκε το 1935 με την εισβολή της Αιθιοπίας, το 1936 με τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, το 1939-45 με τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1956 με την κρίση στο Σουέζ, και με όλες τις επόμενες πολεμικές συγκρούσεις, φτάνοντας μέχρι σήμερα, με τον πόλεμο της Ουκρανίας.
Γ. Χ.

Από την διπλωματική εργασία της Αφροδίτης Χρυσικού “Ανάλυση ελληνικής και διεθνούς ναυτιλιακής πολιτικής υπό το πρίσμα της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας” Αθήνα 2017

Εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ” 12 Αυγούστου 1916

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

ΕΦΟΠΛΙΣΤΗΣ

Από προχθές ευρίσκομαι εις μίαν ψυχικήν κατάστασιν, διότι κατέφυγα εις τον Μικρόν και τον Μέγαν Ονειροκρίτην, ζητών μίαν λέξιν και δεν την ευρήκα. Είδα καθ’ύπνον ότι ήμουν εφοπλιστής και το όνειρον μου έκανε τόσον βαθείαν εντύπωσιν, ώστε μόλις εξύπνησα ηθέλησα επιμόνως να μάθω την σημασίαν του ονείρου μου. Αλλ’ οι ονειροκρίται τους οποίους εφυλλομέτρησα εις τα βιβλιοπωλεία δεν περιέχουν την λέξιν εφοπλιστής ή αλλην ανάλογον. Δεν υπήρχον τάχα εφοπλισταί όταν ο γέρων Περίδης, ο συμπατριώτης μου, συνέταξε τον ονειροκρίτην του;
Απελπισθείς από τους ονειροκρίτας, κατέφυγα εις διαφόρους γνωστούς και αγνώστους· παρετήρησα δε ότι οι περισσότεροι σήμερον δεν πιστεύουν και δεν δίδουν σημασίαν εις τα όνειρα.
- Ωχ, αδελφέ, όνειρα μας λες;Μορφωμένος άνθρωπος και δίδεις προσοχήν εις τα όνειρα;
- Μα δεν ήταν όνειρον σαν τάλλα· ήτο εξαιρετικόν όνειρον. Είδα ότι ήμουν εφοπλιστής· καταλαβαίνετε; Εφοπλιστής !!! Δεν μπορεί να είνε χωρίς σημασίαν ένα τοιούτον όνειρον.
Και όπως τον πτωχόν σκυτοτόμον του Λουκιανού, με αφύπνησεν η φωνή ενός πετεινού και εις μίαν στιγμήν εξηφάνησε μεγαλοπρεπή εφοπλιστικά γραφεία, πελώρια χρηματοκιβώτια, υπαλλήλων σμήνος και ατμόπλοια αγκυροβολούντα εις τον λιμένα του Πειραιώς, εκφορτόνοντα και φορτόνοντα, σφυρίζοντα και πληρούντα θορύβου τον αέρα. Αλλά δεν ωργίσθηκα κατά του πετεινού και δεν τον αναθεμάτισα διότι μου διέλυσε το χρυσούν όνειρον. Διότι και εις το
όνειρον ακόμη διετήρουν μίαν παράδοξον αμφιβολίαν, η οποία δεν μ΄αφήκε να παρασυρθώ εντελώς εις τον φανταστικόν πλούτον.
Τα εφοπλιστικά μου γραφεία ευρίσκοντο εις μέρος από το οποίον εφαίνετο ολόκληρος ο λιμήν του Πειραιώς. Εν μέσω δε των πολυαρίθμων υπαλλήλων, μεσιτών και άλλων προσώπων τα οποία με περιεστόιχουν, ευρησκόμην εις μίαν παραζάλην, η οποία δεν διέφερε πολύ από μέθην, Και ενώ οι περί εμέ μου ωμί
λουν δια τα πλοία μου, δια φορτώσεις και εκφορτώσεις, εγώ διεμαρτυρόμην:
- Μα βρε παιδιά, έλεγα, ποιά καράβια μου; Που τα βρήκα τα καράβια;
- Αυτά όλα που είναι αραγμένα στην Τρούμπα δεν είνε δικά σου;
- Μα εγώ, ένας μισθωτός δημοσιογράφος, που τα βρήκα τα καράβια;
- Δημοσιογράφος; επανελάμβανον οι περί εμέ και αλληλοπαετηρούντο με λαθραία μειδιάματα.
Εννόησα δε ότι μ’ εθεώρουν τρελλόν και εφοβούμουν ότι δεν είχαν άδικον. Μήπως είχα τρελλαθή από την αιφνιδίαν μεταβολήν της καταστάσεώς μου; Αλλά τέλος πάντων πως έγινεν αυτή η μεταβολή, χωρίς να ενθυμούμαι;
- Μα τι λέτε καλέ; μου έλεγεν εις εκ των υπαλλήλων μου. Σεις είσθε ο εφοπλιστής Στεργιανός.
- Στεργιανός!
- Βέβαια· λησμονείτε το όνομά σας ή θέλετε να αστειευθήτε.
- Μα δεν είμαι εγώ ο Κ. ;
-
Περίεργον πως σας πέρασε αυτή η ιδέα!
- Ώστε αυτά τα καράβια; . . .
- Είνε δικά σας.
- Βρε παιδιά, μήπως είμαι τρελλός; Δεν μπορώ να πιστεύσω ότι εγώ δεν είμαι εγώ.
- Μα πως δεν είσθε σείς; Είνε ο εφοπλιστής Στεργιανόπουλος.
- Και έχω εκατομμύρια;
- Πολλά.
- Περίεργον να μην αισθάνομαι καμμίαν μεταβολήν! Και συ δεν μου λες ποιός είσαι;
- Υπάλληλος σας.
- Αυτό το βλέπω. Αλλά το όνομά σου;
Μου είπε το όνομα ενός εκ των γνωστοτέρων εφοπλιστών.
- Ώστε είσαι συ ο Χ. Και είσαι υπάλληλός μου. Βρε παιδιά είσθε καλά ή εγώ δεν είμαι καλά;
- Μα κύριε! … είπεν ο εκατομμυριούχος υπάλληλός μου συμπλέκων εις ικεσίαν τα χέρια του.
- Καλά, καλά, σας πιστεύω. Είμαι ο εφοπλιστής … πως τον είπες;
- Στεργιανόπουλος.
- Στεργιανόπουλος. Είμαι ο Στεργιανόπουλος και έχω καράβια και εκατομμύρια.
- Πολλά, επανέλαβεν ο υπάλληλος μου. Δεν βλέπετε; Αυτήν την στιγμήν εισπλέει η “Ελενίτσα”.
- Η Ελενίτσα!
- Το καινούργιο σας πλοίο ντε, που το αγοράσατε 400 χιλ. Λίρες. Κυττάχτε το με τι μεγαλοπρέπεια μπαίνει!
- Μα δεν μου λες; Τι ιδέα μου ήλθε να το ονομάσω “Ελενίτσα”;
- Εγώ να σας το πω; είπε μειδιών ο υπάλληλος. Εσείς το ξέρετε. Κάποιο τρυφερό αίσθημα ίσως…
- Μα
για Ελενίτσα είνε πολύ μεγάλη, Χριστιανέ μου. Αυτό γέμισε το λιμάνι. Μα τι κάνει αυτός ο πλοίαρχος; ανεφώνησα. Έξω πάει να το ρίξη;
Αλλ’ η Ελενίτσα, αντι να εξοκείλη, ήλθε κ’εδιπλάρωσεν υπό τα παράθυρα των γραφείων μου. Αλλ’εγώ είχα μίαν ανησυχίαν, η οποία δεν μ’άφηνε ν’απολαύσω το μεγαλοπρεπές θέαμα.
- Καιρός να πάω πάνω, στην Αθήνα, είπα προς τον υπάλληλον.
- Να κάμετε τι;
- Να γράψω το χρονογράφημά μου.
Ο υπάλληλος έκαμε κίνημα απελπισίας.
- Μα κύριε! … γιατί επιμένετε να νομίζετε ότι είσθε δημοσιογράφος;
-
Δεν σου φαίνεται περίεργον; … Κι΄εμένα. Δεν μπορώ να συνηθίσω εις την ιδέαν…
- Μα δεν είνε ιδέα. Είνε πραγματικότης.
- Μήπως τυχόν είσαι ο ταμίας μου;
- Έχω την τιμήν.
- Λοιπόν σε διατάσσω να μου φέρης ένα εκατομμύριον. Έχω ανάγκην να κάμω ολίγα λουτρά εις το Λουτράκι.
Αλλά επάνω εις αυτά έκραξε ο πετεινός από την γειτονικήν μάνδραν και μ’ επανέφερεν εις τον εαυτόν μου.

ΔΙΑΒΑΤΗΣ

___________

Πηγές

Αφροδίτη Χρυσικού “Ανάλυση ελληνικής και διεθνούς ναυτιλιακής πολιτικής υπό το πρίσμα της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας” Διπλωματική εργασία
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΡΙΣΤΕΙΑΣ JEAN MONNET
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 2017

https://jmce.gr/portal/wp-content/uploads/2017/04/Chrisikou-Analysi-ellinikis-kai-diethous-nayt.-politikis-1.pdf


Μικρό αφιέρωμα για την λεηλασία του ΝΑΤ …”
23 Αυγούστου 2023 by Stefenson
https://stefenson.gr/2023/08/ena-mikro-afieroma-sto-naftiko-apomachiko-tameio-diachroniki-i-leilasia-apo-to-kefalaio-kai-tis-kyverniseis-tou/


Μυλωνόπουλος Δημήτριος, “Ναυτιλία”, Εκδόσεις Σταμούλη Α.Ε, Αθήνα, 2004


Σταύρος Μαλαγκονιάρης Η πολεμική αρετή των Ελλήνων... εφοπλιστών”
Απόψεις ΕΦΣΥΝ 18.04 22
https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/340440_i-polemiki-areti-ton-ellinon-efopliston


Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: Οι δύο μεγάλες μάχες του 1918” από το Huffington Post .
https://www.huffingtonpost.gr/entry/oi-deo-meyales-maches-toe-ellenikoe-stratoe-kata-ton-proto-paykosmio-polemo_gr_5be57206e4b0e8438896b894


Greek shipping miracle
https://greekshippingmiracle.org/istoria/%CE%BD%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BB%CE%AF%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%80%CF%8C%CE%BB%CE%B5%CE%BC%CE%BF%CE%B9-1912-1918/

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

“Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΕΝΟΣ ΑΝΘΥΠΑΣΠΙΣΤΟΥ” ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ


Μέγα Σπήλαιον Dodwell «Views in Greece from drawings», 1801-1806

Διήγημα από τη σειρά “Τα Λησμονημένα Στρατιωτικά” γραμμένο λίγο πριν από τον ατυχή πόλεμο του 1897. Αποθέωση του είδους “στριφτός μύσταξ και λερωμένη φουστανέλα” έχει για μία ακόμη φορά πρωταγωνιστή ένα χαμηλόβαθμο καραβανά, τον “καπετάνο” όπως το λένε οι μοναχοί της της μονής Μεγάλου Σπηλαίου. Παρόλο που ο Χατζόπουλος τον περιγράφει σαν στενοκέφαλο, κουτοπόνηρο, φιλοπερίεργο, φαίνεται να του έχει ιδιαίτερη συμπάθεια, μοιάζει γοητευμένος από την αυθόρμητη αξεσιά, από τους αδέξιους, χοντροκομμένους τρόπους του ανωτέρου του. Η αναφορά που γίνεται στο κείμενο για τον Τρικούπη και τον Συγγρό δεν είναι τυχαία, πράγματι στις 10 Δεκεμβρίου του 1893 ο τότε πρωθυπουργός Χ. Τρικούπης κήρυξε χρεοστάσιο. Ο δανεισμός και τα εθνικά χρέη προς τους «διεθνείς προστάτες» δεν είναι κάτι καινούργιο στον ελληνικό βίο, από τότε που ιδρύθηκε το Ελληνικό κράτος η ιστορία μας είναι ταυτισμένη με τα χρέη προς τους ξένους, την αναχρηματοδότηση των δανείων και την απειλή της χρεοκοπίας. Ουδέποτε υπήρξε περίοδος που η χώρα να μην ήταν καταχρεωμένη. Η δύσκολη περίοδος που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια δεν είναι πρωτόγνωρη, καθώς πάντοτε ήμασταν «μόνιμοι οφειλέτες» των ξένων οικονομικών δυνάμεων. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τα δάνεια που πάρθηκαν το 1893 για να πληρωθούν οι τόκοι των προηγουμένων δανείων, εξοφλήθηκαν το 1978! (*)

Η ανάγνωση και η κατανόηση του μονόλογου του ανθυπασπιστή μπορεί να φανεί προβληματική για όσους δεν έχουν κάποια επαφή με τον ρουμελιώτικο τρόπο ομιλίας. Διατήρησα την αυθεντική ορθογραφία του κειμένου, αλλάζοντας μόνο το πολυτονικό σε μονοτονικό.

Γ.Χ.

Εφημερίδα “Σκριπ” 7 Ιανουαρίου 1896

ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΕΝΟΣ ΑΝΘΥΠΑΣΠΙΣΤΟΥ

Ακριβώς διατί είχαμεν ευρεθή εις τα ύψη του Μεγάλου Σπηλαίου δεν ενθυμούμαι τόρα, το ζήτημα ήτο, μαζί με τον αρειμάνιον ανθυπασπιστήν ακόλουθος του οποίου ήμην, δεν έμεινα καθόλου δυσηρεστημένος επί πέντε ημέρας εις ένα παράδοξον δροσερώτατον κελί, τρώγων θαυμασίως, πίνων οίνον εξαίσιον και νερό βουνίσιο εντός της τεραστίας εκείνης χαράδρας της πλουσίας από βράχους, καλογήρους και έλατα.
Το βράδυ οπόταν ο ήλιος ενωρίς εκρύπτετο στο απέναντι του μεγάλου Μοναστηρίου βουνό ο κυρ ανθυπασπιστής ο κ α π ε τ ά ν ο ς, ως τον έλεγαν όλοι οι μοναχοί, μ’ έσερνε πάντοτε μακράν του Σπηλαίου προς το μικρόν Νεκροταφείον αφίνων την σακαράκα του να κροτή στα στουρνάρια του βουνού:
- Άιτε ορ’ πιδί να πάμε μιά στάλα πιρίπατου ίσα μι τα κιφαλουτήρια…
Θα ήτο άνω των 45 ετών. Παλαιός υπαξιωματικός κολλήσας στον βαθμόν του ανθυπασπιστού τόσα έτη μετά πικρίας έβλεπε το μέλλον του διατηρών πάντοτε το αγέρωχον του τσομπάνου που ήτο πριν να καταταχθή στο στρατό και την στρατιωτικήν υπερηφάνειαν ήν απέκτησε εις αυτόν. Ξανθός, υψηλός, οστεώδης, μ’ένα καπελάκι κοντό εμπρός, λίγο ψηλό οπίσω, από τα παλιά εκείνα στρατιωτικά καπέλα, με μία μαύρη καταλιγδωμένη στολή, με ξεθωριασμένας κυανάς περισκελίδας και με καμαρωτά … τσαρούχια. Στενοκέφαλος, κουτοπόνηρος, φιλοπερίεργος κ α π ι τ ά ν ο υ ς τέλος από τους διάγοντας όλην την ζωήν των εις την μεταβατικήν υπηρεσίαν…
Όταν εφθάναμεν εις τον μικρόν περίβολον της Οστεοθήκης και του μικρού εξωκλησίου με τα σκιερά δένδρα ολόγυρα, εκάθητο αυτός πρώτα επί τινος πλακός και:
- Έλα κάτσι κι συ τώρα. Για που ήρθαμι κι απ’οψε στα κιφαλουτύρια!…
Και τεντώνων τους ξανθούς μύστακάς του προσήλωσε τους γλαυκούς μικροσκοπικούς οφθαλμούς προς τα υποφαινόμενα δια των παραθύρων κρανία των εις τον Κύριον αναπαυθέντων μοναχών του Σπηλαίου, ροδιζόμενα πενθίμως υπό των τελευταίων ακτίνων του δύοντος ηλίου. Και γυρίζων έπειτα προς εμέ μου επανελάμβανεν επί πέντε εσπέρας ήδη τον στερεότυπον αστεϊσμόν του :
- Κιφαλουτύρια για κασκαβάλια τα λες, μπρε παιδί;
Και επειδη είτε η ώρα, είτε οι περιστάσεις, είτε δεν ξεύρω τι μ’άφινον πάντοτε μελαγχολικόν και σιωπηλόν τας ώρας εκείνας εντός των τεραστίων ολόγυρά μου βράχων, και δεν είχα τίποτε να του απαντήσω, εκείνος πολύλογος ως ήτο, ανελάμβανε την θέσιν του ανωτέρω και ήρχιζε:
- Κρίνε ντε κι συ μιά στάλα άραχλε! Σε σούπα να δ’λεύη, κουμμάτι του μυαλό σ’. Του κιφάλι τ’ανθρώπ’ θελ’ δούλεμα. Να ντου κ’νας του κιφάλι σ’ να πααίνη πέρα δώθε του μυαλό σ’, να μη στέκιτι σ’ν’ ίδια μιριά ουλουένα, άραχλε, κι κουτιάζ’ς.
Κ’εν όσω τον έβλεπα μ΄ένα βλέμμα που δεν εξέφραζε τίποτε, ερεθιζομένη η πολυλογία του, εξεχύνετο εις μίαν τόσον απαράμιλλον ασυναρτησίαν και πρωτοτυπίαν, και ανέπτυσσε γοητευτικήν φιλοσοφίαν, ώστε έπρεπε να δαγκάνω διαρκώς τη γλώσσα μου δια να κρατώ τα γέλοια.
- Να κ’νέσαι ντε κι συ κακουμοίρη. Ούλο σκεφτικός σκιφτικός. Του φιλόσοφου κάν’ς δε μπουρού να καταλάβου. Κι τι θα καταλάβ’ς σ’αυτόν τον κόσμον του μάτιου κακουμοίρ’ Χατζόπλι. Κιφαλουτύρια, κασκαβάλια, να! Έτς’ γιαγιαγιά θα γίνουμ’ ούλ’ μας. Ματιότης ματιουτήτουν τα μπάντα ματιότης… καπνός ην κι διηρράγηκι κι μόνον ευτοί οι καλόγηροι ξέρ’νει να ζήσ΄νε. Σύρι συ πιδέψ’ στουν κόσμο, αφωσιόσου εις την τήρησιν της τάξιως, βάλτα μι τς’ φυγοδίκους, καταδίουξουν του Τσουλή, φαγ’ως’ μι τη μπουλιτική κι να σι μιταθέτνε από τον Τούρναβο εις τον νουμόν Αχαϊονήλιδος, να σι καθυστερώσι του μηνιαίου σου, να σ΄ακυρών΄νε αδίκους κι εκ προθέσιους τας εξιτάσεις σου, να πιριέρχισι ανά τα χουρία και τας κουμοπόλεις εμπνέουν μεν τουν τρόμουν ανά τα κακουποιά στοιχεία, παραγκουνιζόμινους ιξ αντιθέτου από τας ικθέσεις τουν ανουτέρουν σου, περιφρουρούμενος ως επί του πλείστουν εκ μέρους των χουρικών … όρα κι σταθμάρχην Διακοφτού που μ’ άφ΄κε ιπρουχτές να σταλάξου σαν πρόβατου απ’ μνιά αγραπιδέαν μη έχουντος ποίαν τινα αβρουφροσύνην κι μοι προσφέρουν ένα μαξηλάρ, αναξιουπαθών ιν γένει, σήμερον μεν περιερχομένου ιμού τας κοιλάδας κι τα όρη και αύριον να μουλιάζου μέσα σ’ Μπάτρα κι να βλέπου του Μπαπαγιάννη κι του Φραγκόπουλου μι τα ικατουμύρια ιφ’ αμάξης διαρκώς βροχθιζουμίνους παγουτά κι να βλέπου κατόπι να σκούζουν κι να ουρλιάζουν για τη μπαρακράτησιν πιρίπου πιρί τους είκοσι χρηματιστάς ινώ κι να ψηφιστή η μπαρακράτησι είμι πιπισμένους, ότι ουδιμιάς ουφιλίας θα τύχουσιν οι χουρικοί.

Μας έφαγαν τ’αυτιά μ’ αυτήν την μπαρακράτησι μήνες τόρα, έ! Κι να καταίβν’ κάμπος’ τσουλι’αδις απ’ πάνου απ’ του Λιδουρίκι κι να μπούνε μες’ σ’ Μπάτρα να ς’ αλωνίς’ νι και σένα τουν κρυπτόμινουν υπέρ της παρακτατήσιους κι τουν άλλουν, κι τουν άλλουν , ολνούς. Διότι συμβαίνει έτιρουν τι πιρίεργουν από πινταϊτίας. Ιουνίους ου Μουριάς αναστατόνιται μη ερωτουμένης κι της Ρούμιλης. Κι όμως η Ρούμιλη παραγκουνίζιτι από τας Κυβερνήσεις. Ουδείς Κυβερνήτης ηρώτησι πουτέ κι κείνουν του φουκαρά του Ρουμιλιώτη πόσον π’λάει τουν τυρόν του και ποία τιμή προσφέρουν δια του βούτυρουν. Είμιθα κράτους ιν κράτει κι θα πάμε χαμένοι… Ούλ’ ενα πράμμα είμιθα. Κι γω που τοιουτουτρόπους σ’ομιλού. Αχόρταγοι είμεθα. Διότι σι περικαλού, προκειμένου περί ιμού σήμιρον. Είδες που είπε ου ηγούμινους να φκιάσ’ ν’ απόψε πιλάφι, καπαμά κι ψητό. Ιγώ προυσέθησα κι τις κιφτέδες. Τι τις ήθελα; Αλαίμαργους βλέπ’ς. Βρε δε σι φτάνει ου καπαμάς, του πιλάφ’ και του ψητό χώρια η σαλάτα, τ’λόγου ς’ θέλεις κι κιφτέδις! Και μι σάλτσα μάλιστα. Κι η σάλτσα να είνε ξ’νουτσ’κη, έτς’ μ’ αρές! Τι είμιθα ουρέ! Τα μάτια τ’ανθρώπ’ είν’ αχόρταγα. Φατι μάτια ψάρια κι κοιλιά περίδρουμου. Κι καταντούμι μιά μέρα έτς’ γιαγιά κιφαλουτύρια για κασκαβάλια όπους θέλ’ς. Ματιότης ματιουτήτουν τα μπάντα ματιότις κι φιρόμεθα προς τουν κρημνόν. Μετά ‘ξηκουνταϊτή ελεύθερουν πουλιτικόν βίουν χριουκουπήσαμε κι ως έθνος κι ως άτουμα. Κι δε γίνετι κι ου συμβιβασμός εξ άλλου. Εν τη προυκειμένη περιπτώσει φταίει κι η Τρικούπης. Ηδύνατο να πραξ’ τους δανειστάς κι να τσ’πη πόσα έχου να σας δώσου. Οπ’ κιερατάδις, καμ’ τι καλά, δέκα, είκους’ τς’ ικατό. Τι θα εποίουν οι κιερατάδις; Ου συμβιβασμός θα γίνουνταν κι θα μας βασάνιζι σήμιρα ου χρυσός. Αλλ’ ου Τρικούπ’ς τα είχε πλακάκια μιτά του Τσιγγρού κι πάμε μεις οι άλλοι χαμένοι, κακουμοίρη μ’. Ιδίους οι πλέουν αδικούμινοι είμιθα μεις οι ανθυπασπισταί. Μήτι προυβιβασμοί… Κουλήσαμι κι θα δούμι αν θα πάρουμι κι τη σύνταξί μας όπως καταντήσαμι.
Εν δυσίν λόγοις μας κατέπνιξαν οι Λεβαντίνοι κι οι σταφιδέμποροι. Συλλαλητήρια, συλλαλητήρια κιρατάδες; Παρακράτησις, παρακράτησις, Να ψηφισθή κι στην τρίτην ανάγνουσι κι δω είμαστι. Τίπουτι, τίπουτι δεν θα γίνη. Ματιότης ματιουτίτουν τα μπάντα ματιότης… Άϊντε πάμε τόρα γιατί σουτούπουσι…

Κι ενώ κατερχόμεθα προς τον πυλώνα του μοναστηρίου, συναντώμενοι προς τους δια την εσπερινήν ακολουθίαν σπεύδοντας μοναχούς, και η αύρα του βουνού εφυσούσε τόσο δροσερή και πάναγνος, φέρουσα ελαφράς ευωδίας ελατών και κέδρων, και αι βρύσες εν τη επερχομένη σκοτία άφιναν μυστηριώδη απήχησιν ανά τους βράχους, και απήχει δαιμονίως κάτω εις την χαράδραν το σφύριγμα του διερχομένου σιδηροδρόμου, και ήναπτον τα κυρία των και τα κανδήλια όλα τα πανύψηλα κελία τα ερριζωμένα φανταστικώς εις τα υψηλά πλάγια του παμμεγέθους βράχου, και ο βαρύς κώδων έχυνε μελωδίαν βαρείαν και κάπως αγρίαν, ο κύριος ανθυπασπιστής, ο περίεργος κ α π ι τ ά ν ι ο υ ς εν των μοναστηρίω μου εψιθύρισε στ’ αυτί:
- Κύτταξι αύριου μπουνόρα που θα φύγουμι να πης του ηγούμενου εκ μέρους μου πως ου καπιτάνους θέλει κανένα ασκακι τυρί και δυο τρία βάζα ρουδουζάχαρ’ !...

Μ.Χ.

___________

(*) Βλέπε:

https://www.candiadoc.gr/2021/12/10/10-dekemvrioy-1893-chreokopia-trikoypi/








Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2024

Ο ΞΕΜΥΑΛΙΣΤΡΑΣ

 Το 1970 στάθηκε χρονιά σημαδιακή για την εφηβική μου ζωή. Το ξεμυάλισμα -που είχε αρχίσει να διαγράφεται ήδη από τον προηγούμενο χρόνο- πήρε μεγάλες διαστάσεις κι έγινε η νέα μου καθημερινότητα. Δεν είχα πλέον κανένα ενδιαφέρον για διάβασμα, μαθήματα, αθλητισμό, πειθαρχία, ζωή του “καλού μαθητή”.

Φυσικά είχα κόψει από καιρό κατηχητικά, χριστιανικές ομάδες, και στον προσκοπισμό πήγαινα όσο το δυνατόν λιγότερο. Οι παρέες μου ήταν τα “ξύπνια” παιδιά της γειτονιάς, περισσότερο ο Γιάννης ο Κατωμερής, αλλά και ο Μιχάλης Τριανταφύλλου, ο Δημήτρης Κούβαρης και ο Νάσος ο Χατζηγεωργίου. Μεγάλο μέρος της ημέρας το πέρναγα στα σφαιριστήρια, σε μπαρ, κινηματογράφους και, ελλείψει άλλου, στο δρόμο. Οι γονείς μου δεν ήξεραν πως να διαχειριστούν αυτή μου την αλλαγή. Μιά από τις φαιανές ιδέες της μάνας μου ήταν να με βάλει να πηγαίνω σε ψυχολόγο, καμουφλάροντας αυτές τις επισκέψεις σαν “μαθήματα επαγγελματικού προσανατολισμού”. Που να φανταζόταν η δύστυχη τι κουτί της Πανδώρας είχε ανοίξει. Λοιπόν η ψυχολόγος -μια μακρινή μας συγγενής- δεχόταν κάπου στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, και όταν το “μάθημα” τελείωνε πήγαινα φυσέκι στο σπίτι του ξαδέρφου μου Κώστα Μεντή στην πλατεία Γκύζη. Η θειά μου η Φιφή μου είχε αδυναμία και από πάντα επεδίωκε να κάνουμε παρέα ο γιος της κι’εγώ. Στο σπίτι των Μενταίων υπήρχε ένας σημαντικός νεωτερισμός. Ο γέρο Μεντής είχε μόλις αγοράσει ένα στερεοφωνικό σύστημα με πικαπ, κασετόφωνο ντεκ, ενισχυτή και ηχεία. Είχαμε ήδη αρχίσει ν’αγοράζουμε βινύλια με μοντέρνα μουσική της εποχής και καθόμασταν ν’απολαύσουμε με τις ώρες. Η παρέα του Κώστα εκείνη την περίοδο ήταν ο Νίκος ο Κούνας, ο Λάκης ο Μπουκλής και ο Βασίλης ο “Πινόκιο” όπως τον λέγαμε. Όμως η συναναστροφή με τον ξάδερφο δεν περιοριζόταν σε αυτές τις επισκέψεις. Συχνά βρισκόμασταν στο κέντρο για να πάμε μαζί σινεμά, σιγά σιγά όμως δημιουργήθηκε και μιά συνήθεια που έβαλε σε κίνδυνο το μέλλον των σπουδών μου. Πολλές φορές τα πρωινά, καθόμασταν τότε στην Νεα Σμύρνη στην οδό Ηλία Κοκκώνη, βγαίνοντας αμέριμνος από το σπίτι και κατευθυνόμενος προς το σχολείο, λίγο πριν από τη γωνία με την οδό Αιγαίου, από μιά αλάνα υπερυψωμένη σε σύγκριση με το δρόμο ερχόταν μια απόμακρη, σχεδόν σκωπτική φωνή:

- Γιαννάκη, γιαννάκη…

Ήταν ο Μεντής, που ερχόταν με το λεωφορείο από του Γκύζη και με περίμενε εκεί. Η πρόθεση ήταν φανερή: εκείνη τη μέρα θα κάναμε κοπάνα. Αν δεν πηγαίναμε να τη βγάλουμε στο Σινεάκ στην Πανεπιστημίου στο κέντρο της Αθήνας που είχε πολύωρο πρόγραμμα από το πρωί, ο άλλος προορισμός ήταν σχεδόν μονόδρομος: Άγιος Κοσμάς. Στον Άγιο Κοσμά υπήρχαν αθλοπαιδιές, ήταν ο προορισμός των απανταχού κοπανατζήδων Αθηνών και Πειραιώς και περιχώρων. Εκεί γνωρίζαμε άλλα παιδιά, κάναμε πλάκα, παίζαμε αυτοσχέδιες παρτίδες βόλεϊ ή μπάσκετ, κάναμε “μπούγιο”, όπως λέγαμε τότε. Όταν βαριόμασταν πηγαίναμε στη μαρίνα να χαζέψουμε τα πλεούμενα, φανταζόμαστε και καταστρώναμε περιπέτειες με τα πλεούμενα που θα αγοράζαμε όταν θα γινόμασταν πλούσιοι. Με τις απουσίες που αναγκαστικά καταγραφόταν είχα βρει μια βολική λύση: λόγω Πανιωνίου ήμουν φίλος με τον καθηγητή της γυμναστικής και με τη δικαιολογία των -ανύπαρκτων- προπονήσεων λίγο ή πολύ οι περισσότερες απουσίες μου σβηνόταν...

Η ιστορία αυτή διήρκησε για αρκετούς  μήνες και όπως ήταν προβλεπόμενο είχε ένα αρκετά τραγικό τέλος.

Κάποιο πρωί Απριλίου, ο καιρός ήταν θαυμάσιος, βγήκα από το σπίτι μου χωρίς καμιά διάθεση να πάω για μάθημα. Σα να είχαμε συνεννοηθεί τηλεπαθητικά, στη γωνία με περίμενε ο Μεντής. Κρύψαμε τα βιβλία μας κάτω από κάτι θάμνους στην αλάνα και κατευθυνθήκαμε στη λεωφόρο Συγγρού για να πάρουμε το λεωφορείο για Άγιο Κοσμά. Περάσαμε ανέμελα όλο το πρωί και ανυποψίαστοι κατά το μεσημέρι κατευθυνθήκαμε στην αλάνα για να πάρουμε τα βιβλία. Ψάξε εδώ, ψάξε εκεί τα βιβλία είχανε γίνει καπνός. Δεν θυμάμαι πως έσωσε την κατάσταση ο ξαδερφός μου. Εγώ, χωρίς να χάσω την ψυχραιμία μου πήγα στο σπίτι του φίλου μου του Κατωμερή και του ζήτησα δανεικά μερικά βιβλία και τετράδια για να μην εμφανιστώ με άδεια χέρια στο σπίτι. Όταν μπήκα στο σπίτι η μάνα μου με υποδέχτηκε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο.

Μήπως έχασες τίποτα παιδί μου;

Κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ την έκταση της χαλάστρας που είχε γίνει.

- Βρε αλήτη που ήσουνα που μ’έκανες ρεζίλι, δεν ντρέπεσαι, πήρανε τηλέφωνο από το σχολείο και αύριο πρέπει να παρουσιαστείς με τον κηδεμόνα σου, μιά κυρία σας είδε από το μπαλκόνι και πήγε και πήρε τα βιβλία και τα πήγε στη γραμματεία στο σχολείο, τι κακό με βρήκε, πως θα αντικρίσω τον Λυκειάρχη, εσύ θα με πεθάνεις κλπ.

Την άλλη μέρα με τ’αυτιά κατεβασμένα παρουσιάστηκα “μετά του κηδεμόνος μου”, έφαγα μιά ψυχρολουσία από τον Διευθυντή, που παρόλα αυτά δεν φάνηκε νάναι τόσο αυστηρός στην κρίση του, είπε ότι για ένα τέτοιο παράπτωμα η σωστή τιμωρία ήταν τρεις μέρες αποβολή. Για μεγάλη μου ατυχία εμφανίστηκε εκείνη τη στιγμή ένας από τους υποδιευθυντές, κέρατο βερνικωμένο, θιασώτης της 21ης Απριλίου, έκανε αιφνιδιαστικές εφόδους στις διάφορες τάξεις και έψαχνε για τσιγάρα, “Μάσκες” και άλλα απαγορευμένα περιοδικά στις σάκες των μαθητών, αλλά το χειρότερο είχε στην τσέπη του ένα υποδεκάμετρο και μέτραγε φαβορίτες και μήκος μαλλιών δεξιά κι αριστερά. Μόλις μπήκε στο γραφείο και κατάλαβε τι γινόταν έβγαλε το υποδεκάμετρο και άρχισε να μετράει τις φαβορίτες μου. Ήταν μέρες που δεν ξυριζόμουνα και είχα αρκετά εμφανή και ακατάστατα γένια.

- Πολύ ωραία, πάμε ν’ αφήσωμεν και μούσι, τι κατάστασις είναι αυτή; που θα καταλήξωμεν κύριε Διευθυντά με αυτούς τους αλήτες, έπειτα τι βλέπω, φοράμε και μπλου τζην, που είμεθα εις το Τέξας ή το Φαρ Γουέστ;

- Είναι μπλε παντελόνια, εγώ τα έχω ράψει, πήγε να με υπερασπιστεί η μάνα μου...

- Κύριε Διεθυντά εισηγούμαι διήμερον επιπρόσθετον αποβολήν δι’ αυτόν τον χίπην καθώς και εν χρω κουρά, όχι αστειευόμεθα...

Την εν χρω κουρά τη γλύτωσα αλλά έφαγα πέντε μέρες αποβολή που σήμαινε μια βδομάδα εις κατ’ οίκον περιορισμό, με συνεχή γκρίνια και φοβέρες. Ο γέρο Μεντής, όπως έκανε πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις είπε ότι είχε έτοιμα τα κασελάκια για να πάμε να γυαλίζουμε παπούτσια στην Ομόνοια, μόνο γι’αυτό είμασταν ικανοί. Οι μανάδες μας συμφώνησαν να μας απαγορέψουν τη συναναστροφή “μέχρι νεωτέρας διαταγής”, αλλά φυσικά αυτή η απαγόρευση διάρκεσε για μερικές μέρες, ήδη για το Πάσχα πήγα με τους Μενταίους εκδρομή στον ‘Οσιο Λουκά.

- Ο Κώστας (Μεντής) και ο Γιάννης (Κατωμερής) είναι ξεμυαλίστρες, πρέπει να κάνεις παρέα τα παιδιά του κατηχητικού, μου λεγε κάθε μέρα η μάνα μου, ευτυχώς δεν την άκουσα.

Βέβαια στο τέλος της σχολικής χρονιάς με κόψανε σε μία σειρά μαθήματα, μου΄βαλαν και διαγωγή “καλή”, οπότε δε γινόταν να συνεχίσω στην Ευαγγελική Σχολή. Δια μέσου γνωριμιών της μάνας μου με δέχτηκαν τελικά στο Λύκειο της Πλάκας και εκεί άρχισε ένα καινούργιο κεφάλαιο της ζωής μου.

Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2023

ΔΙΑΜΑΧΗ ΜΗΤΣΟΥ ΚΑΙ ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

Ο Μήτσος Χατζόπουλος άνθρωπος με σπάνια μόρφωση, καλλιέργεια, διορατικότητα και γλωσσομάθεια είχε ένα φοβερό ελάττωμα, τις απότομες μεταλλαγές: μπορούσε να αλλάξει γνώμη για σημαντικά ζητήματα κυριολεκτικά μέσα σε λίγες μέρες. Έτσι έγινε με τις απόψεις του για το γλωσσικό ζήτημα, για τις αισθητικές και φιλοσοφικές αναζητήσεις, για το κοινωνικό πρόβλημα, για τη ζωή κοντά στη φύση.
Όταν εκδόθηκε από τον αδελφό του Κωσταντίνο το περιοδικό “Τέχνη”, πρώτο περιοδικό στα ελληνικά χρονικά γραμμένο αποκλειστικά στη δημοτική γλώσσα, όχι μόνο δεν συνεργάστηκε, αλλά κατάκρινε και προσπάθησε να γελοιοποιήσει την προσπάθεια.
Με ένα άρθρο που έγραψε στην εφημερίδα “Εμπρός” της 1ης Ιανουαρίου του 1899 όχι μόνο “έθαψε” χωρίς πολλές περιστροφές το πόνημα του αδελφού του, αλλά βρήκε κιόλας την ευκαιρία να επιτεθεί ανοιχτά και στον Κ. Παλαμά, η ποιητική παραγωγή του οποίου “τον είχε μπουχτίσει προ πολλού” όπως είχε εξομολογηθεί εκείνη την εποχή στον στενό του κύκλο (Γ. Καμπύση / ...λείπει η αναφορά).
Μέσα σε λίγους μήνες ο Μήτσος Χατζόπουλος άλλαξε πάλι γνώμη, πράγματι στο “Περιοδικό μας” που εκδόθηκε αμέσως μετά εμφανίστηκαν 10 κείμενα του Μποέμ (Δ.Χατζόπουλου) και 3 κείμενα του Πέτρου Βασιλικού (Κώστα Χατζόπουλου), μάλιστα στο τεύχος της 30 Νοεμβρίου 1900 μετά από τα ποιήματα “Η balade της ομίχλης - Ο χορός των ίσκιων” του Πέτρου Βασιλικού στις σελίδες 241-243 ακολουθούσε αμέσως το διήγημα “Το κοκκοράκι” του Μποέμ στις σελίδες 243-247, γεγονός πολύ απίθανο για να είναι σύμπτωση.
Όταν αργότερα ο Δημ. Χατζόπουλος με το Γ. Καμπύση εξέδωσαν τον “Διόνυσο” (1901-1902) η διαμάχη πρέπει να είχε πλέον αποσοβηθεί, ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος συνεργάστηκε με δεκάδες κείμενα, ποιήματα και κριτικές.
Αργότερα η διαφοροποίηση των δύο αδελφών συνεχίστηκε με την διαφορετική αντιμετώπιση
από μέρους τους.του σοσιαλιστικού κινήματος, που ήταν της μόδας εκείνη την εποχή.
Με το άρθρο του “Το κοινωνικό μας ζήτημα” που δημοσιεύτηκε στο “Νουμά” της 28ης Οκτωβρίου 1907 ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος έδωσε δημόσια μαρτυρία της προσχώρησης του στον μαρξισμό, έτσι όπως εκφραζόταν τότε από την γερμανική σοσιαλδημοκρατία, η οποία είχε προσανατολιστεί οριστικά στη νόμιμη δράση μετατοπίζοντας σε νέα αόριστο μέλλον μία κάποια επαναστατική αλλαγή. Ο Δημ. Χατζόπουλος αντίθετα ασπάστηκε και έγινε ένθερμος οπαδός της μαξιμαλιστικής συνδικαλιστικής εκδοχής του μαρξισμού, που ήταν σε πλήρη αντίθεση με την επικρατούσα ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατική πολιτική.
Η διαμάχη αυτή από το αισθητικό - πολιτικό επίπεδο πέρασε και στο προσωπικό, σε σημείο που οι οικογένειες των δύο λογοτεχνών συνέχισαν να έχουν κάκιστες σχέσεις ακόμη και πολλά χρόνια μετά το θάνατο των δύο αδελφών. Για το θέμα αυτό θα προσπαθήσω να μαζέψω στοιχεία και να ασχοληθώ εκτενέστερα σε μιά από τις προσεχείς αναρτήσεις μου.

Παραθέτω (συντομευμένο) το επίμαχο άρθρο του Δημ. Χατζόπουλου για το περιοδικό “Τέχνη”
Εφημερίδα “Εμπρός” 1η Ιανουαρίου 1899
Φιλολογία
(Σκέψεις Ρεπόρτερ)
Όταν η διεύθυνσις του “Εμπρός” μου ανέθεσε να γράψω μίαν τρίστηλον φιλολογικήν επιθεώρησιν του 1898 εσκέφθην να δηλώσω, ότι εν όσω δεν υπάρχει φιλολογική ζωή εις εν ολόκληρον διαρρεύσαν έτος, μου είνε αδύνατον να γράψω την φιλολογικήν αυτού επιθεώρησιν. …
… Ο τελεταίος ποιητικός θόρυβος οφείλεται εις μίαν μονομανίαν απλώς. Περί τους δέκα νέους απεφάσισαν να ιδρύσουν ιδίαν γλώσσαν, ιδίαν ποίησιν, ιδίαν αντίληψιν της τέχνης. Ο σκοπός των θα ήτο άγιος εάν ακολουθούντες το παράδειγμα των Στυλιτών του μεσαίωνος απεμονούντο εις τι μέρος και έζων και έδρων καθ’οίον δήποτε εκφυλισμένον τρόπον ήθελον. Αλλ’ οι άνθρωποι ούτοι τας παραδοξολογίας των και τα προϊόντα της εκτροχιασμένης εργασίας των ηθέλησαν να επιβάλωσιν εις τους άλλους, τους υγειέστερον, τους ορθώς σκεπτομένους και εργαζομένους, και να επιβάλωσιν κατά τον πλέον ενοχλητικώτερον τρόπον. Εδημιούργησαν εν είδος περιοδικού υπό τον τίτλον “Τέχνη”, του οποίου όμοιον δεν είδεν ακόμη καμμία κοινωνία γραμμάτων και εις ό η δημοτική, η αγνή δημοτική γλώσσα του λαού, σφαγιάζεται κατά τον ασπλαχνότερον τρόπον και εις ό συσσωρεύονται όλαι αι τελευταίαι επιπόλαιοι και έξω φρενών μόδαι της συμβολικής ποιήσεως, κατά την ατεχνικωτέραν αντιγραφήν και σαχλοτέραν μίμησιν. Οι τοιούτοι εξέλεξαν ως πρωτεργάτην της νόθου και αφυσίκου προς την ελληνικήν αντίληψιν και την ελληνικήν πρωτοτυπίαν πνευματικής ταύτης εργασίας τον κ. Κωστήν Παλαμάν, ο οποίος, ως γνωστόν έγραψε ποιήματα, τα οποία μετέχουν αφ’ ενός μεν γνησίας ποιητικής εμπνεύσεως και αφ’ ετέρου πλέον ή νόθου όσον και πεζής μιμήσεως παντός ξένου ποιητικού τόμου, ο οποίος περιπίπτει εις τας χείρας του. Τελευταίον μάλιστα η ποιητική του εργασία κατέστη τα μάλα πεζή και κουραστική ...

Μποέμ

_________________

Πηγές για εμβάθυνση

Μαρία Αντωνίου Τίλιου “Το περιοδικο ‘Η Τέχνη’ (1898/1899) Συμβολή στη μελέτη της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας” Διδακτορική διατριβή Ιωάννινα 1989
https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/1406#page/1/mode/2up

Βασιλείου Φρ. Τωμαδάκη Νεοελληνική Βιβλιογραφία - Τα περιοδικά “Τέχνη” και “Διόνυσος” 1969
http://epet.nlg.gr/db/icon/a1969/a69_37.pdf

Βασιλείου Φρ. Τωμαδάκη Νεοελληνική Βιβλιογραφία - Το Περιοδικό μας, 1970-71
http://epet.nlg.gr/all1.asp?id=660&pg=0

Χ. Λ. Καράογλου “Διόνυσος (1901-1902)” Εκδόσεις Διάττων 1989 Σελιδα 53
https://www.academia.edu/35238902/%CE%A4%CE%BF_%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BF%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%94%CE%B9%CE%BF_%CE%BD%CF%85%CF%83%CE%BF%CF%82_1901_1902_

Το κοινωνικό μας ζήτημα” του Κωσταντίνου Χατζόπουλου
https://xatzopoyloi.blogspot.com/2021/07/blog-post_6.html

ΤΟ ΣΑΡΑΚΙ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ ΜΕΡΟΣ Α’
https://xatzopoyloi.blogspot.com/2023/06/blog-post.html