Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

Ξενύχτι και γαλακτοποσία

 Σε ένα από τα πρώτα του χρονογραφήματα με υπογραφή «Πεζοπόρος» ο Δημ. Χατζόπουλος αναπολεί την Αθήνα πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ήταν μόδα το ξενύχτι σε… γαλακτοπωλείο. Απολαύστε το.

 Εμπρός  26 Οκτωβρίου 1919

ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

ΑΤΤΙΚΑΙ ΝΥΧΤΕΣ

Κάτι που εχάσαμεν εις τας Αθήνας ίσως δια πολύν καιρόν ακόμη, είνε η νυκτερινή κίνησις. Το παν είναι συνήθεια και εις τον βίον των ομάδων. Προ ολίγων ετών ακόμη, αι Αθήναι ήσαν μία από τας περισσότερον αγρυπνούσας πόλεις. Ήρχοντο εις την αυτήν σειράν με το Βερολίνον, όπου οι νυκτόβιοι σουπάρουν περί την δευτέραν πρωϊνήν με την πικάντικην γαριδόσουπαν δια να συνεχίσουν την ζυθοποσίαν των έως την χαραυγήν. Οι Αθηναίοι, λιτότεροι, ηρκούντο εις ένα φλυτζάνι γάλα. Το μαλακτικόν ποτό επιδρούσε διεγερτικώς εις το νευρικόν σύστημα. Παρέμεναν αγρυπνούντες έως την στιγμήν, όπου το άφθονον ιώδες χρώμα της αυγής επλημμύριζε τον δρόμον και επερνούσε τα μεγάλα γυαλιά των παραθύρων των διανυκτερευόντων καταστημάτων. Κατά την πλειοψηφίαν ήτο ένα ξενύχτι λιτοδιαίτων ανθρώπων, εγκρατών διαλεκτικών, οι οποίοι εθεωρούσαν ανεπαρκή την ημέραν δια να συζητήσουν και εχρησιμοποιούσαν επιμελώς και τας νυχτερινάς ώρας. Η γαλακτοποσία είχε διαδοθή τόσον, ώστε προσήρχοντο εις το γαλακτοπωλείον νυκτόβιοι την τετάρτην πρωϊνήν με το ερώτημα προς το γκαρσόνι:
- Ήρθε, λοιπόν;

Αθήνα, οδός Πανεπιστημίου, 1905

Δεν επρόκειτο περί ποθητού θηλυκού. Η ερώτησις ανεφέρετο εις το πρωϊνόν γάλα. Αν είχε κομισθή άρτι αλμεχθέν, διατηρούν ακόμη την αξεθύμαστον ευωδίαν του, νωπόν τον αφρόν του. Και αυτά τα θηλυκά των υπογείων και ανωγείων κόσμων είχαν συνηθίσει την γαλακτοποσίαν. Ενόμιζε κανείς πως δεν ευρίσκετο νυκτόβιος και των δυο γενών με στερεά νεφρά και ότι ολόκληρος ο ξενυχτών κόσμος έκαμνε γαλακτοθεραπείαν. Ζευγαράκια ηυφραίνοντο με γάλα, διαβόητοι πόται κατεπράϋναν το αλκοόλ του στομάχου των με το λευκό υγρόν, άνθρωποι, οι οποίοι εβάρυναν τον εγκέφαλόν των μέχρι των πρωϊνών ωρών από μίαν εργασίαν επίπονον, εξεκουράζοντο εις την θέαν του αχνίζοντος φλυτζανιού. Η γαλακτοκομία είχεν αρχίσει να αποκτά μίαν ποικιλίαν ασυνήθη δια τα ανατολικά ήθη μας. Εις την κρέμαν, εις το γιαούτι, εις το καϋμάκι, εις το ριζόγαλον, προσετέθησαν άλλαι λευκαί ηδύτητες. Η περίφημη βιεννέζικη μελάνζ είχε κάμει την εμφάνισήν της με προσπαθείας προσεγκίσεως. Τόσον, όπου εγίνετο λόγος, ότι μερικά γαλακτοπωλεία επρόκειτο να μετακαλέσουν ειδικούς Βιεννέζους και να φέρουν τα απαραίτητα μηχανήματα δια την τελειοτέραν παραγωγήν του παραδουναβίου ”Βάϊς”. Δεν ήτο ξενύχτι εκείνο οργίων, όπως εις όλας τας μεγαλουπόλεις, αλλά ξεκουράσματος του σώματος, της ψυχής. Εις μίαν τόσον λευκήν πόλιν εχρειάζετο ίσως και αι λευκαί νύχτες. Τας έδωσε το γάλα. Εις τους μαλακούς, βελουδένιους καναπέδες ανεπαύοντο οι νυκτόβιοι γαλακτοποτούντες και συνδιαλεγόμενοι. Είχαν  αρχίσει να σχηματίζωνται και σχολαί. Φιλοσόφων, καλλιτεχνών, αισθητικών, κριτικών, κοινωνιολόγων, ψυχολόγων σχολαί. Εις καμμίαν άλλην εποχήν του νεοαθηναϊκού βίου δεν έδειξε τόσην τάσιν αναγεννήσεως η αρχαία διαλεκτική. Εις το γαλακτοπωλείον συνηντώντο κάθε νύχταν οι λόγιοι της εποχής, “άρτι επανακάμψαντες” εκ της Εσπερίας, άνθρωποι με υποψίαν γνώσεως, με ανυποψίαν κριτικής της γνώσεως, συμπολίται έχοντες τον πόθον της δράσεως, έστω και δια του λόγου, με μίαν συνείδησην ή με σύγχισην ταύτης, προκειμένου περί θεωρίας και πράξεως, απόλυτοι και συνδιαλλακτικοί, μονομερείς και πολυμερείς, μονοθεϊσταί και πολυθεϊσταί, μονισταί και αντιμονισταί, ρεαλισταί και μεταφυσικοί, φλογεροί και ψύχραιμοι, θορυβοποιοί και φιλήσυχοι. Οπωσδήποτε ο νυχτερινός εκείνος βίος είχε ένα χρώμα, ίσως δε και ενδιαφέρον και επί τέλους μία νόησις παρετηρείτο, έστω και υποτυπώδη έκφρασίν της τας περισσοτέρας φοράς. Το νυκτερινόν γαλακτοπωλείον παρουσίαζεν ένα είδος προπλάσματος ακαδημίας. Μη λησμονώμεν, ότι μεταξύ ενός φλυτζανιού γάλακτος και ενός τσουρεκίου εξήγγειλε δια πρώτην φοράν  την ύπαρξίν της  εις την Ελλάδα όχι μόνον η κοινωνιολογία, αλλά και η ανθρωπογεωγραφία. Η τελευταία έγινε δεκτή με ειρωνικόν μειδίαμα, το οποίον δεν θα εφάνη και εις τα χείλη του σοβαρού εκείνου Σωκράτους δια τα ανθρώπινα. Αλλά αν δεν επρόκειτο να προέλθη κάτι καλλίτερον από την νυκτερινήν διαλεκτικήν του γαλακτοπωλείου, πάντως από το γάλα θα προήρχετο, η μείωσις των ρευματισμών.
Αλήμονον! Ο πόλεμος εστείρευσε την πηγήν αμφοτέρων των αγαθών τούτων. Έκλεισε όλα τα νυχτερινά κέντρα, συνεπώς και τα γαλακτοπωλεία. Έκτοτε ουκ έχει Φοίβος παγάν λαλέουσαν, διότι πάντως το ύδωρ δεν ήτο ξένον εις τον χείμαρρον  εκείνον του γάλακτος, που προσφέρεται εις φλυτζάνια και ποτήρια. Οι νυκτερινοί ομιληταί, οι ακούραστοι διαλεκτικοί διεσκορπίσθησαν, όπως τα φύλλα της λεύκας εις μίαν φθινοπωρινήν θύελλαν. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη, άλλαι τάσεις, άλλαι ορμαί και απόλαυσις ήλθον.  Η ζωή αγαπά τα απροσδόκητα, τας αντιθέσεις, τας εκπλήξεις. Φιλόσοφοι έγιναν υπάλληλοι, μεταφυσικοί εφόρεσαν το σπαθί, κοινωνιολόγοι έγιναν υπάλληλοι, ανθρωπογεωγράφοι απεδήμησαν, ψυχολόγοι καταγίνονται εις προμηθείας, κριτικοί εις προαγοράς, ποιηταί εις το εμπόριον του καπνού, της ρέγγας και των οσπρίων. Ουδέ σκιά των σχολών, των διδασκάλων, των οπαδών, απέμεινε και αυτό το γάλα μετεβλήθη εις ένα χαλυβδόχρωμον υγρόν, το οποίον κανείς δεν ζητά την νύχτα, και αν το ζητήση δεν θα το βρή. Και αν υπάρχει νυκτερική κίνησις, αυτή πρέπει να αναζητηθή εις μακρυνά εξοχικά κέντρα, όπου η λιτότης του ποτού και της διαλεκτικής είνε άγνωστος, διότι εκεί πίνουν σαμπάνια, κουαντρώ, αψέντι, ουίσκι,  τζιν και βραχναί βακχίδες χορεύουν ταγκό. Αν περάσει κανείς κατά τας πρωϊνάς ώρας από τα τέως νυκτερινά κέντρα, θα τα ίδη κλειστά και θα παρατηρήση εις της καρέκλες των προ των θυρών των να κοιμούνται μερικοί αλήται, με την κεφαλήν γυρτήν επί του στήθους. Κάποτε παραμιλούν εις τον ύπνον των. Ασυνάρτητα λέγουν οι πτωχοί άνθρωποι, που δεν γνωρίζουν την στέγην, διότι και τοιούτους έχομεν εις την πρόοδον μας. Εν τούτοις χθες την νύκτα ένας από αυτούς έλεγε κάτι σαφές εις τον ύπνον του: «Άϊ στο διάολο!» Δεν υποθέτω να εννοούσε την εποχήν μας, διότι είνε αξιέραστος.

Πεζοπόρος

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

Ο Δημ. Χατζόπουλος “Πεζοπόρος”

 Τον Οκτώβρη του 1919 ο Δημ. Χατζόπουλος ξεκίνησε μία σειρά χρονογραφημάτων με υπογραφή “Πεζοπόρος”, ψευδώνυμο που ήδη υποδήλωνε και το αντικείμενο με το οποίο είχε πρόθεση να ασχοληθεί. Η στήλη του, στην πρώτη σελίδα του “Εμπρός”, σιγά σιγά αντικατέστησε αυτήν του ”Φορτούνιο” (ψευδώνυμο του Σπύρου Μελά) πράγμα που δείχνει ότι ο εκδότης -Δημήτριος Καλαποθάκης - του  είχε μεγάλη εμπιστοσύνη. Περιέργως τον πρώτο καιρό ο “Πεζοπόρος” ασχολήθηκε με θέματα άσχετα, π.χ.  τις 20 Οκτωβρίου έγραψε ένα σκωπτικό άρθρο για τους προικοθήρες,  τις 22 Οκτωβρίου το θέμα ήταν τα κούμαρα, τις 26 Οκτωβρίου τα ξενυχτάδικα στην Αθήνα της Belle Époque  (πιστεύω να καταφέρω να το δημοσιεύσω σε μία από τις προσεχείς αναρτήσεις),  κλπ. Σταδιακά μα σταθερά όμως άρχισε να στρέφεται σε περιγραφές περιπάτων, περιηγήσεων και ταξιδιών, αρχικά στα πέριξ της Αττικής, αργότερα σε όλη σχεδόν την Ελλάδα. Τα χρονογραφήματα αυτά, χαρούμενα και ανάλαφρα ήταν παρ’όλα αυτά λεπτομερείς, διεξοδικές, τοπογραφικές περιγραφές των τοπίων και της διαδρομής.
Έγραψε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου για τον «Πεζοπόρο»: «… Εκπληκτική, απίστευτη μεταβολή του ανθρώπου της καρέκλας σε μανιώδη και ακούραστον ορειβάτη. Ο οδοιπόρος Μποέμ δεν περνούσε. Παρατηρούσε, μελετούσε, σημείωνε και μετρούσε. Έγραφε μια τοπογραφική, να πούμε, περιγραφή της θαυμάσιας χώρας που δεν την επιχείρησε κανένας ως τώρα. Με την παράδοξη αυτή στροφή της ενέργειάς του έγινεν ο πρωτοπόρος της πορείας στις ημέρες σας. Το παράδειγμά του, οι επίμονες περιγραφές του, χρησίμευσαν πολύ για να δημιουργηθή το σημερινόν πνεύμα της φυσιολατρείας» .

 Η Μονή Κλειστών  στην Πάρνηθα φωτογραφημένη από το Δημ. Χατζόπουλο

Οι ώρες πεζοπορίας σε δύσβατους δρόμους, μονοπάτια και κατσάβραχα  έγιναν όλο και πιο πολλές, σε σημείο εξουθενωτικό, τόσο που στο τέλος αναγκάστηκε να αλλάξει ψευδώνυμο.  Πράγματι τις 7 Νοεμβρίου 1923 στο υστερόγραφο του χρονογραφήματος “Η χώνη του Ασωπού Β’“ γράφει: “…συνηθισμένος να πεζοπορώ 18-22 ώρας και ήδη μη δυνάμενος, ένεκα βλάβης του ποδός μου εκ των μακρών πεζοποριών, να βαδίζω περισσότερον των 10-12 ωρών, … δεν δικαιούμαι προς το παρόν της υπογραφής Πεζοπόρος, ως εκ τούτου υπογράφομαι Αθηναίος”.
Συνέχισε να γράφει σαν «Αθηναίος», ασχολούμενος πάντα με την πεζοπορία και την φυσιολατρία μέχρι τον Απρίλη του 1927.
Οι περιηγήσεις του Δημ. Χατζόπουλου συνδυάστηκαν με φωτογραφήσεις των τοπίων και μνημείων στις διάφορες περιοχές. Η πολύχρονη και συστηματική προσπάθειά του δημιούργησε ένα φωτογραφικό αρχείο για το οποίο ήταν υπερήφανος. Σε χρονογράφημά του με τίτλο “Αττικαί φωτογραφίαι”, στις 20 Μαρτίου 1923, γράφει για τις εκατοντάδες φωτογραφίες που έχει σημειώνοντας ότι «όλαι αυταί αι θελκτικαί απεικονίσεις, εκδιδόμεναι θα ήταν αληθιναί αποκαλύψεις».* Πράγματι, θα ήταν μια πραγματική αποκάλυψη να μπορούσαν να σταχυολογηθούν και να εκδοθούν όλες αυτές οι φωτογραφίες…  

Το 1926 έγραψε ένα άρθρο που κατά κάποιον τρόπο προσπαθούσε να δικαιολογήσει την απόφαση του να  περιορίσει την μανιακή πεζοπορία και να αλλάξει ψευδώνυμο, το παραθέτω πιο κάτω γιατί πιστεύω ότι είναι διαφωτιστικό.

Εμπρός 21 08 1926

ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΦΥΣΙΝ

ΚΑΦΦΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΝ

Χθες έπινα καφφέν με τον νεαρόν συνάδελφον κ. Αναστάσιον Πεζοπόρον – εγώ είμαι μυίγα απέναντί του – και άλλους, ότε προσήλθε ο συνάδελφος κ. Αδαμαντίδης, κρατών το “Ελεύθερον Βήμα”.

- Κύριε Αναστάσιε, είπε, είδατε τι σας γράφουν εδώ;

Ο Αναστάσιος εκάπνιζε εκείνην την στιγμήν τεράστιον σιγάρον Αβάνας, διανοίξας δε τα χείλη ηρώτησε απλώς με το ολυμπίως γαλήνιον ύφος του:

- Με υβρίζουν ή με απομιμούνται; Το πρώτον με τέρπει, διότι είνε υγιεινώς ανθρώπινον, ενώ το δεύτερον είνε χαμηλότατα ανθρώπινον.

Ο συνάδελφος κ. Αδαμαντίδης είπε:

- Ποιούν εύφημον μνείαν δια σας.

- Ασφαλώς θα κάμνητε κάποιο λάθος, είπε ο Αναστάσιος. Ουδέποτε υπήρξε άνθρωπος, όστις να ανέφερε το όνομά μου με καλοσύνην. Δεν είμεθα εις το Τιρόλον, κ.τ.λ. εδώ. Αείποτε με καθύβρισαν, διότι υπήρξα δημιουργός άλφα φυσιολατρικής καταστάσεως. Απομιμηταί μου λυσσούν μοχθηρότατα εναντίον μου.

- Και όμως λόγιος τις σας αναφέρει εδώ ευφήμως.

Εξετύλιξε το “Ελεύθερον Βήμα”.

- Εμέ να αναφέρει “λόγιος” ευφήμως; Παρεξήγησις θα συμβαίνη. Χειρότεροι από όλους  οι λόγιοι ουδέποτε αντελήφθησαν τρίχα από την προσπάθειάν μου.

Ο. κ. Αδαμαντίδης ανέγνωσε εκ της εφημερίδος χωρίον εκτενούς ωραίας εις στρωτήν, “ανδρικήν” καθαρεύουσαν, συγκρατημένην γλώσσαν περιγραφής “Αλεξανδρινής ακτής.” Έλεγε τούτο: “Ολόκληρος η ακτή του Ραμλίου είνε σταθμολογημένη. Κάθε δέκα λεπτά υπάρχει και από ένας σταθμός. Δια τα πόδια του συναδέλφου Πεζοπόρου, του Γαργαντούα αυτού των αποστάσεων, ολόκληρος η ακτή είνε μεζές. Αγ. Αριστοκλής.”

Ο Αναστάσιος εμόρφασε. Έπειτα είπε:

- Ευχαριστώ τον κύριον, ότι με εθυμήθη. Ομολογώ, ότι είνε κάτι να ευρίσκητε ανήρ εκεί κάτω εις την Αίγυπτον, να εμθυμήται παρεκβατικώς την ταπεινότητά μου.

- Αλλά διατί εμορφάσατε; ηρώτησε κάποιος.

- Δια την αποδιδομένην σημασίαν εις κάτι κατηραμένον, εις την πεζοπορίαν μου. Όχι, φίλοι μου, δεν υπήρξα αθλητής. Κάποια άλλη ήτο η αποστολή μου ως Άλφα ανθρώπου. Η αλήθεια είνε, ότι περιπάτησα, εβάδισα πολύ, παραπολύ, - και 19 ώρας το ημερονύκτιον, - ίσως δε να μην εβάδισε κανείς κουραστικώτερον ομού εις την Αττικήν, την Βοιωτίαν, κάποια άλλα μέρη. Αλλά όχι εξ αθλητικού σκοπού. Χιλιάκις όχι. Η “τοπογραφική” εργασία μου με εξηνάγκασε εις τας εκπληκτικώτατας πεζοπορίας. Δουλειά, πως το λέγουν. Και πολύ απερισκέπτως εφέρθην. Έφθειρα τους τένοντας εκ της καταχρήσεως και τώρα φευ! δεν δύναμαι να βαδίσω ανέτως πέραν των 12 ωρών ημερισίω, δι΄αυτό αναγκάζομαι να χρησιμοποιώ παν μέσον συγκοινωνίας, όταν πρόκειται να επιταχύνω την εργασίαν μου. Η μεγαλυτέρα μου πικρία είνε να με εκλαμβάνουν ως αθλητήν δρόμου, κάτι άσχετον με την αποστολήν μου.

- Τι φρονείτε περί πεζοπορίας;  ήρώτησε ο φιλοπεριεργότερος όλων.

- Ότι ουδέν καταστρεπτικώτερον του οργανισμού από αυτήν. Πρέπει να είνε κανείς γίγας δια να μη θραυσθή. Αν είχον δε την δύναμην θα απέτρεπον πάντα άνθρωπον εξ αυτής.

- Και όμως την επροπαγανδίσατε.

- Ναι, αλλά δια τους τιμίους, όχι δια τους κακούς απομιμητάς.

                                                                       ΑΘΗΝΑΙΟΣ

 

*  Ο Δ. Χατζόπουλος, «Πεζοπόρος» στην Πάρνηθα”, διάλεξη του Λεωνίδα Κουρή, μεταλλειολόγου, πρώην Νομάρχη Ανατολικής Αττικής στην 5η Συνεδρίαση του δέκατου Συμπόσιου της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρίας Αχαρνών -21 Οκτωβρίου 2010 – Δεύτερη ημέρα.

https://eleftherovima.wordpress.com/2011/11/01/

https://eleftherovima.files.wordpress.com/2011/11/cebbceb5cf89cebdceb9ceb4ceb1cf83-cebd-cebacebfcf85cf81ceb7cf83-cebcceb5-cf84cebfcebd-cf80ceb5ceb6cebfcf80cf8ccf81cebf-cf83cf84ceb7cebd.pdf

 

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

Ο παραγκωνισμένος λοχίας και οι χαρτοπαίκτες φαντάροι

 Πρωτοχρονιάτικο διήγημα του Δημ. Χατζόπουλου που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Σκριπ” την 1 Ιανουαρίου 1896, από τη σειρά των “λησμονημένων στρατιωτικών”. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην ίδια σελίδα (πρώτη) βρίσκεται ένα άρθρο του Παύλου Νιρβάνα και ένα ποίημα του Μαλακάση. Η ανάγνωση μπορεί να φανεί προβληματική για όσους δεν έχουν κάποια επαφή με τον ρουμελιώτικο τρόπο ομιλίας. Έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του αυθεντικού κειμένου, αλλάζοντας το μόνο από πολυτονικό σε μονοτονικό.

Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ 1-1-1896

ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ

ΤΕΡΤΣΟ-ΤΙΡΟ! *

- Κουζάρστα καλά, μουρ΄ Μητρούσ΄! ...

- Βγάλ΄τον κόρακα βγάλ΄τουν ! ...

Μια δραχμή η Ξηπουλιάς στουν άσσο, τρεις δικάρις ου Μπιρμπίλιας στου δέκα, εξ δικάρις ου Μπαλαούρας στου τρία, ένα νικελάκι, ου Μήτρους στου ιφτά, πόστα δω, πόστα κει κι΄ότ΄βλέπου... Έτοιμα! ...

- Στασ΄ουρέ Μητρούση, πάει κι'εγώ η κακομοίρς, μιά δικαρούλα στου καβάλλο...

- Πάει κι συ. Τα γυρ΄σα... Φάντης! Πηρ΄ου κόρακας πήρε!, να μη φέρου έναν φάτσα!...

Δέκα κέρδισε ου Μπιρμπίλης κι να χάνου ιγώ π΄δεν έχει κανένας να χ... τα γένεια τ΄Αη Βασίλη αμπ΄Γκαισαρεία!...

- Πάει ορ΄ Μητρούσ';

- Πάει, ολνούς θα σας πάου, ντη φάου τη ντράπλα, έχασα ούλη ρ' δικαμιρία μ' σήμιρα.

- Ορ' τι σαλαέστε έτσ΄ζαγάρια τ'διάολου... Νάρθη να μας πιάση ου λουχίας κι' απέ του διοθόνουμε το μπλούκι!...

- Σκάστ' ντε τσουκλάνια. Τέρτσιου τίρο (1) δέκα του βάρεσα!...

Έπιπτε ψιλή η αγιοβασιλιάτικη βροχή έξω. Οι ολίγοι άνδρες του λόχου ξαπλωμένοι χάμου στα σανίδια άλλοι τυλιγμένοι με τις κάπες των και με κουβέρτες, άλλοι όρθοί, και άλλοι ημικαθήμενοι, ευρόντες ευκαιρίαν εκ της απουσίας του λοχίου και του δεκανέως, τα έκοβαν και αυτοί δια το καλό, ή μάλλον το κακό και το ψυχρό της επισήμου ημέρας. Θαλαμοφύλαξ ών εκάθημην εις την άκραν της θύρας και η βροχή η βαυκαλιστική και αδιάκοπη μ΄είχε αποκοιμήσει, μ'είχε ρίψη εις τον γλυκόν λήθαργον με τους ανοικτούς οφθαλμούς παρακολουθούντας μελαγχολικά εν τω διαρκεί πτώσει της βροχής την εξέλιξιν εν ονείρω ποθητής μικροσκοπικής κεφαλής στολισμένης με πλατύγυρον πίλημα, εφ'ού όπισθεν έλαμπον πέντε πολύχρωμα μεγάλα χρυσάνθεμα, και ενός μικρού χεριού καλώς γαντωμένου με κομψό μαύρο γάντι, γυρίζοντος τεραστίαν ρουκάναν (2), η γοργή απήχησις της οποίας μου ενεθύμιζεν ώρας υψίστης ευδαιμονίας. Ότε αιφνιδίως ο τεράστιος ξερακιανός και κατάμαυρος και μεγαλοπρεπέστατος το στρατιωτικόν ύφος λουχίας τυλιγμένος στην κάπαν του, επήδησεν ως διάβολος εντός του θαλάμου βρυχηθής:

- Σας έπιασα κουζάτ' !...

Τρόμος κατέλαβε τους χαρτοπαικτούντας. Εσκόρπισαν τα χαρτιά, τα λεπτά, και ανηγέρθησαν ταχείς, παραταχθέντες εις γραμμήν. Ανηγέρθην κι'εγώ.

- Μπράβου σου θαλαμοφύλακα! Που επιτρέπ'ς του χαρτουπαίγνιου εντός του θαλάμου.

Και κύψας συνήθροισε τα χρήματα.

- Εξ κι' ουγδόντα. Τα κατάσχου μαζί μ τ'ντράμπλα κι' αύριο πέρα πέρα ούλοι σας σ'ν'αναφορά!... Τι ξέσε έτσ' ουρέ συ ου τέταρτους σαν άλουγου! Δε σούπα όταν είσαι σ'γραμμή θάσαι ντιπ ξύλου!...

- Μιά μυίγα κυρ λοχία...

- Ορ' λελέκι να περάση να σε κουτσ'λήση να μη ξυστής... αυτός είνε στρατός χαντακουμένε! Έτσ' τα πήραμε μεις τα γαλόνια νομίζεις;

Δυό τρεις τρελλές δούλες είχον προσέλθει ήδη εις το απέναντι πηγάδι γελώσαι, αποκαλύπτουσαι κνήμας και γυμνούς βραχίονας. Εν ελλείψει της κεφαλής με τα πολύχρωμα χρυσάνθεμα, οι οφθαλμοί μου εστράφησαν προς αυτάς, ότε η φωνή του λοχίου μ'εδόνησε σύσσωμον:

- Ουρ' συ θαλαμουφύλακα τι κοιτάς όξου ουρέ; Δεν έμαθες τα χούγια μ' ακόμα; Δε σούπα, θέλου να σας βλέπω ξύλα ντιπ μπρουστά μ; ... Δεν σούπα, μουρ χαντακουμένε, να μην ηρωτεύεσαι με τσ' ξένες δούλες; Χαν'ς' του μυαλό σου μουρ' κακουμοίρη, δεν έχ'ς' τουν απαιτούμενο νου να προσέξ'ς' τα καλύμματα των ανδρών και τ' βαρέλα μι του νιρό. Κι΄νω συ ηρουτεύεσαι έρχεται ένας και σου κλέφτ' μουρ' Χατζόπλε ιένα κάλυμμα. Τι γίνεσαι κακουμοίρ΄τότις; Του πλερόν΄ς κι πας στα ψ'λώματα, πας χαμένος, ντιπ, πας στου Στρατοδικείου, κακουμοίρ Χατζόπλε!...

Κόκκαλο εν τω μεταξύ όλοι μας, ενώ αυτός περιήρχητο βιαίως τον θάλαμον αγριωπός ωσάν κάτι να έπαθεν αιφνιδίως. Εσίγησεν επί πολύ και ήρχισε:

- Χαρτουπαίζιτι του λοιπόν, χαρτουπάιζιτι εμού απόντος. Κι αν έρχουνταν λάου λάου άξαφνα ου λοχαγός μ', δε του ξέρ'τε ουρέ, πως είμνα χαμένος, να παρ' ου διάουλους του μπατέρα σας...

Ετσ' τ' μπαθαίνουμι ημείς οι υπαξιωματικοί και ιξ αφουρμής των στρατιωτών πάντοτε. Τιμουρούμεθα, παραγκουνιζόμεθα...

Μιά φωνή ηκούσθη αίφνης εκ τινος πελωρίου ανδρός, περί ου διηγούντο, ότι ευρισκόμενος ποτέ στο απόσπασμα είχε φάει ολόκληρον γίδα μόνος του επί μία ημέραν και το βράδυ πεινούσε ακόμα.

- Τι πάει να πή παραγκουνιζόμεθα, κυρ λουχία;

- Δι ξέρ'ς ουρ' κακουμοίρ' τι θα πη παραγκουνιζόμεθα τόσες μήνες στου στρατό;

Μπρε να!...

Και η χειρ του κ. Λοχίου αφελώς διεστάλη προς όλους τους παρατεταγένους άνδρας...

- Παραγκουνιζόμεθα ουρέ, το ξέρ' κανένας σας;... Ντιπ κανένας μουρέ; Κριν'τε μη σας φάου και πάου χαμένος!...

Διάφορα “άκα” και “ντσου” αντί όχι, ηκούσθησαν. Ο λοχίας εξεμάνη:

- Ντιπ κανένας πέρα πέρα δε ντου ξερ' ουρέ. Μήτι συ κακουμοίρ' Χατζόπλε; ... Ορ' τι πιδεύουμε τότε κάθε μέρα θουρία ίγώ ου μαύρους, τι πιδεύουμε !...

Και εβημάτιζεν αγρίως ανά τον σκοτεινόν και υγρόν θάλαμον, ότε εσταμάτησεν, έφερε την δεξιάν εμπρός τεταμένην και ενώ ωμίλει την ανεβοκατέβαζε:

- Παραγκουνιζόμεθα μεις οι υπαξιωματικοί σημαίνει, ότι δηλαδίς κρουόμεθα τους αγκώνας, τους βραχίονας, αναπτήσουνται ούτου τα μισ' μιταξύ μας, πάμε κατά διαόλ' χαμένοι, γινόμαστι ντιπ κουλοβάχατα!... αυτό θα πει, ουρέ, παραγκουνιζόμεθα, αδικούμεθα ουρέ, αδικούμεθα! Ιξ ιτίας σας ιουνίους!... Σας λέω ιγώ να κόψτε του χαρτί, δεν ακούτε σεις, να καμπάνες σι μένα ου λοχαγός μ'!

Τι καλό είδα ιγώ ουρέ από του χαρτί; Μ'άφ'κε πιντάρα μένα κι δε μπουρώ τόρα να του κόψου. Απ' του πρωϊ μένα που μι βλέπ'τε έτσ' 'εχασα ουρί είκουσι τρεις κι τριάντα, κι'άλλες τριάντα τόρα γιαγιά, πάω ντιπ χαμένος, δεν έχου μυαλό μήτι για θουρία, μήτι για τίποτα. Βάλτε ύστερα π' παραγκουνίζουμαι τόσα χρόνια τόρα στου στρατό και διδαχθήτε καλώς ούλοι σας κι κείνοι που θέλ'νε να παραμείνουσιν εις τας τάξεις του στρατού, κι οι άλλοι π'άμα έρθη η ώρα τς θα επανακάμψουν εις τας ιστίας τους.

Και ωσεί να εξευμενίσθη τέλος, ημέρευσε και ξαναμέτρησε τα κατασχεθέντα χρήματα.

- Εξ κι ουγδόντα είνε. Καλά. Εγώ φεύγου, δε βαστάου ουρέ θα πάου να τα βάλου μιά πόστα κι αυτά...

Και αγριέψας αιφνιδίως πάλιν εβρυχήθη:

- Κ'ταξ'τε καλά μη ξαναρχίστι του τέρτσου τίρου, σας έφαγα... Να! ουρέ, παίξτε τριώτες, μπάτε ο ένας γκαβάλα τ'αλλνού, χουρέψτε, χαρτιά να μη παίξτε μουνάχα γιατί σας έφαγα!...

Και τυλιχθείς καλά εις την κάπαν του έγινεν άφαντος εις την βροχήν.

-μ.


* (1) Τέρτσο τίρο (Ἰ. terzo tiro) = τρίτη βολὴ ὅπλου, χαρτοπαικτικὸς ὅρος.
(2) Ρουκάνα ή ροκάνα = ξύλινο μουσικό όργανο με οδοντωτό τροχό στερεωμένο σε άξονα-λαβή ώστε να παράγει ισχυρό και ξηρό κρότο.


Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2021

Ο Δημ. Χατζόπουλος μιλάει για το έργο του

Σε ένα από τα τελευταία άρθρα της περιόδου “Πεζοπόρος”-”Αθηναίος” με τον κάπως αποπροσανατολιστικό τίτλο ”Αττική”, ο Δημ. Χατζόπουλος κάνει ένα απολογισμό του όλου έργου του, εξηγώντας με λεπτομέρειες την πορεία που τον οδήγησε στην “τοπογραφική - φυσιολατρική” - όπως την ονομάζει ο ίδιος- αρθρογραφία. Ξενίζει το γεγονός της παντελούς έλλειψης οποιασδήποτε αναφοράς στην ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα, το Αγρίνιο, πράγματι στο άρθρο γράφει ότι “... τα πρώτα μου παιδικά χρόνια διήλθον εις την Κέρκυραν...”, ενώ στην πραγματικότητα στην Κέρκυρα έφτασε στα χρόνια του λυκείου, κάθε άλλο παρά παιδί λοιπόν. Πιθανώς να είναι και αυτή μία από τις ηθελημένες ανακρίβειες για τις οποίες μιλάει στο άρθρο.

Εφημερίδα “Εμπρός” 10 Μαρτίου 1927

ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΦΥΣΙΝ

ΑΤΤΙΚΗ

Αρχίζουν τα εαρινά πικ-νικ, τα τόσον προσφιλέστατα εις τους αθηναίους και τας αθηναίας από μακρότατα χρόνια. Όλαι αι αθηναϊκαί εξοχαί έχουν την ιστορίτσαν των. Την ενθυμούνται πολλοί και πολλαί. Γέροι και γρηούλαι την αφηγούνται, την ανευρίσκει επίσης έκαστος εις τας παιδικάς του αναμνήσεις, αλλά και την διαβάζει εις όσας ολίγας περιγραφάς ξένων περιηγητών έχομεν απο του προπαρελθόντος αιώνος. Αίφνης μας αναφέρει αρκετά ο Τσάντλερ περί της αθηναϊκής φυσιολατρείας (18ος αιών.) Και επί τουρκοκρατίας εξέδραμον οι αθηναίοι οικογενειακώς εις τας εξοχάς την Κυριακήν, τας εορτάς. Τούτο εφηρμόζετο καθ΄όλην την Ελλάδα. Εκ των ευρυτάτων τοπογραφικών μελετών μου επί έτη εκράτησα σημειώσεις επί του θέματος. Είνε γοητευτικά ανέκδοτα, αφελείς αφηγήσεις καλού φυσιολατρικού βίου. Αείποτε δε συνήθιζον οι εκδρομείς εις τας εξοχάς να φέρουν φαγητά μαζί των και να ψήνουν οβελίας εις τα δάση, εις τα όρη, παρά πηγάς, όπου εκοιμούντο, ανεπάυοντο, ετραγουδούσαν, εχόρευον. Σώζονται και σχετικά θελκτικά σκίτσα χρονολογούμενα προ διακοσίων ετών. Η φυσιολατρεία εις την Αττικήν και την λοιπήν Ελλάδα ανέχει, λόγω προαιωνίων παραδόσεων, και φυσιολατρικόν χαρακτήρα. Έχω συγκεντρώσει παρόμοια στοιχεία από των ομηρικών χρόνων μέχρι των χθεσινών και αν ποτέ μου ήτο δυνατόν να εύρω καιρόν θα έγραφον ενδιαφέρουσαν μονογραφίαν περί φυσιολατρείας εις τον τόπον μας. Την άνοιξην και το θέρος καθ΄όλην την Ελλάδα με ιδιαιτέραν αγάπην μεταβαίνουν κάθε Κυριακήν και εορτήν ομάδες εις εκδρομήν παρά πηγήν, εις δάση, εις εξωκκλήσια, εις ρεματιάς, εις ακτάς και ψήνουν αμνόν. Οι νέοι και αι νέαι περιπατούν περί τα πέριξ. Παναρχαιοτάτη η φυσιολατρεία αύτη. Την ήσκησα επίσης ως άτομον ανήκον εις το κοινωνικόν περιβάλλον. Και ενθυμούμαι ποία ζωηρωτάτη εκδρομική, φυσιολατρική κίνησις υπήρχεν εις τας Αθήνας. Ο Υμηττός, η Χελιδονού, ο Κοκκιναράς, το Πεντελικόν, η Παρνης (ολιγώτερον) εγέμιζον τας Κυριακάς και εορτάς από χιλιάδας αθηναίων και πειραιέων. Επίσης το Δαφνίον, ο Σκαραμαγκάς, το Πέραμα. Ομοίως τα χωρία της Μεσογαίας, του θριασίου, χάρις εις την σιδηροδρομικήν συγκοινωνίαν. Αμαρούσιον δε και Κηφισία, Ηράκλειον και Χαλάνδριον, Βουλιαγμένη μετεβάλλοντο εις εμποροπανηγύρεις. Αείποτε ελάτρευε, όπως και επόθει ο λαός τον αέρα, το φώς, τον ήλιον, το ύδωρ, την πηγήν, το λουτρόν. Ποίος παλαιός αθηναίος και ποία παλαιά αθηναία δεν ενθυμούνται όλα αυτά. Έχομεν και το βιβλίο του ιατρού κ. Μιχαλέα. Και πόσαι εκλεκτικώταται καθημεριναί εκδρομαί, ομαδικαί διαδρομαί, φαιδρά πικ-νικ εγίνοντο τότε με αφέλειαν, με ειλικρίνειαν, χωρίς κανένα στόμφον και χωρίς καμμίαν επίδειξιν, χωρίς προέδρους, αρχηγούς, θεατρινισμούς, ρεζιλίκια. Εις αυτά τα πρώτα φύλλα του “Εμπρός” απαντώνται σχετικαί περιγραφαί μου. Αλλά άγνωστος ήτο η Αττική υπό “τοπογραφικήν” μελέτην. Με είλκυε πάντοτε αυτή η ιδέα. Άλλως προτού συμπληρώσω το εικοστόν έτος της ηλικίας μου εξεδηλωθην “φυσιολατρικώς”. Τα “Αγριολούλουδα” μου (ενθουσιασμός του Μιχαήλ Μητσάκη) αι “Εντόπιαι Ζωγραφίαι” μου (ύμνοι του Βλάση Γαβριηλίδου) έκαμον εντύπωσιν. (Δι΄ εμέ αηδίας). Και μίαν ημέραν εδημοσίευσα εις μακράν σειράν άρθρων πλήρη περιγραφή των πηγών, των κοιλάδων, των δασών, των βουνών της Πάρνηθος. Εις την “Ακρόπολιν”. Νέος κόσμος μου απεκαλύφθη και δια τους άλλους επίσης. Από πικ νικ η φυσιολατρεία ήρχισε να γίνηται “άσχετος προς ομαδικάς εκδρομάς” αφοσίωσις. Περιέγραψα τότε αρκετήν Αττικήν, Βοιωτίαν, Παρνασσίδα, Εύβοιαν, Θεσσαλίαν, μερικάς Κυκλάδας, Κέρκυραν, Κεφαλληνίαν, Ήπειρον, Πελοπόννησον. Ούτε γνωρίζω τι έγινον τα νεανικά μου εκείνα “λαογραφήματα”. Πολύ θα ήθελα να επανεύρισκον μόνον την περιγραφήν της Πάρνηθος. Έφυγα. Μακρά παραμονή εις την ξένην, κοινωνιολογικαί, αισθητικαί σπουδαί. Άλλοι ορίζοντες. Δέκα χρόνια, Κεντρική Ευρώπη, Βορράς, Ευκολίαι ζωής, άμεσος απόκτησις της φύσεως. Αυθημερόν εξεδράμομεν εις τα δάση της Κοπενάγης. Καλοκαίρια επερνούσαμεν εις την Σουηδίαν, εις την σαξωνικήν Ελβετίαν, εις το Τιρόλον, εις τον Μέλανα Δρυμόν, εις της Σαίρεν της Φιννλανδιας, εις τους παγετώνες της Νορβηγίας, εις, εις, εις. Είδον και εμελέτησα φύσιν, αλλά παρετήρησα κατά ποίον τρόπον είνε ανεπτυγμένη η φυσιολατρεία εκεί. Σωρούς περιγραφών εδημοδίευσα επί έτη, εις ελληνικά έντυπα σχετικώς. Ήρεμος, αθόρυβος, ομαλή, βαθεία, αγνή. Όχι κοσμική κίνησις, εξωφάνεια, ρεκλάμα. Εξ άλλου προ ολίγων ετών, ότε επανεπισκέφθην και τον Βορράν, σας έδοσα πολλάς εικόνας ζωής και φύσεως. Όταν επέστρεψα εις την πατρίδα μου επαναγεννήθη η αγάπη προς την Αττικήν, ης είμαι τέκνον εξ απαλών ονύχων. Τα πρώτα μου παιδικά χρόνια διήλθον εις την Κέρκυραν, εκεί δε ηγάπησα το πρώτον την φύσιν. Το όρος Παντοκράτωρ μου είνε πασίγνωστον όπως η πλατεία του Συντάγματος και όμως δεν του αφιέρωσα ούτε γραμμήν ακόμη. Δια πόσα άλλα. Που καιρός. Αυτήν την φοράν μεστωμένος από τινάς θεμελιώδεις γνώσεις εσυστηματοποίησα δια πολυετούς εργασίας εις το ύπαιθρον την τοπογραφίαν μου. Είνε έργον “ξηρώς επιστημονικόν” διότι επεδίωξα τούτο “συστηματικώς”, με μέθοδον, μελέτην, επιμονήν, υπομονήν, κόπους, θυσίας. Απέπνιξα παν “λυρικόν στοιχείον”. Έδωσα “συγκρατημένας” εικόνας. Συνέπτυξα εις την φράσιν ιστορικάς, ασχαιολογικάς, γεωγραφικάς, λαογραφικάς, εδαφικάς γνώσεις. Δια το κάθε τι που ωμίλησα προειργάσθην. Μόνοι οι ειδικοί και “έχοντες κατανόησιν του θέματος” (αυτό δε είνε το παν) δύνανται να εκτιμήσουν την “σοβαρότητα” του έργου. Μετά την Αττικήν επεξέτεινον το έργον μου αλλού. Αλλά τίποτε δεν εξέδοσα. “Ό,τι δεν είναι δημοσιευμένον”, δεν το αντιπροσωπεύει. Όπως εδήλωσα πολλάκις έχει επίτηδες “λάθη” προς ενέδραν αντιγραφέων, απομιμητών. Έργον μου αληθές είνε το ό,τι έχω διορθωμένον, εις ιδιαιτέραν συλλογήν ογκώδη. Αν θα εκδοθεί κάτι, μόνο από αυτήν αξίζει. Τα άλλα είνε μηδέν. Δεν ειξεύρω αν θα τα εκδόσω ή θα τα καύσω καμμίαν ημέραν, όπερ το πιθανώτερον, όπως και συνηθίζω. Και σκέπτομαι, ότι αυτό πρέπει να γίνη. Διότι “εγώ” εχάρην, έκαμα ότι ήθελον. Προς τους αχαρίστους, αγνώμονας, προς τους θορυβοποιούς, προς τους αντιγραφείς, απομιμητάς, προς τους μικροτάτους, προς τους “τυραννουμένους” εκ της επιδράσεώς μου δεν αξίζει να μείνει ούτε γραμμή επιστημονικού έργου. Ομιλών εξ επιγνώσεως λέγω, ότι η Ελλάς, είνε νηπιώδης πνευματικώς χώρα υπό έποψιν εκτιμήσεως επιστημονικής εργασίας “ευρίσκεται ακόμη εις τα χρονογραφήματα,” όταν κοπάδια λεγομένων διανοουμένων μένουν υπόδουλα μιάς κοινοτάτης επιστημονικής εργασίας, όπως η ιδική μου, την οποίαν κάμνουν και κυριακάτικην κεπτεδοεκδρομήν. Σκέπτομαι τι θα εγίνοντο ευρύτεραι, γενναιότεραι, βαρύτεραι, σοβαρώτεραι επιστημονικαί εργασίαι εις τον τόπον μας, όπως εις πολιτισμένας χώρας. Κλωτσοσκούφιον του πρώτου τυχόντος θεματογράφου.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ


Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2021

Δημήτριος Χατζόπουλος

 

Ο Δημήτριος Χατζόπουλος είχε την ατυχία να είναι αδελφός του Κωσταντίνου, και το απλό αυτό γεγονός στάθηκε ικανό να επισκιάσει την όλη του συγγραφική καριέρα. Είχε όλα τα προσόντα του επιτυχημένου διανοούμενου της εποχής, εύστροφος, γλαφυρός, πολυμαθής, καλλιεργημένος υπέρ του δέοντος, πολύγλωσσος, πολυγραφότατος, δανδής στα νιάτα του, περίεργος για οποιαδήποτε καινοτομία στο χώρο της τέχνης, της πολιτικής και του πολιτισμού, και όμως θεωρήθηκε και θεωρείται συγγραφέας δεύτερης επιλογής. Πιθανώς γιαυτό να έφταιξε το γεγονός ότι άφησε λίγα βιβλία, λιγοστές μεταφράσεις και πάρα πολλά -χιλιάδες - χρονογραφήματα, άρθρα και ανταποκρίσεις. Στην εποχή του ήταν πολύ γνωστός και αγαπητός, ακόμη και στον απλό κόσμο, μια και ασχολήθηκε με την επικαιρότητα, πράγμα που όταν εξέλειπε τον έριξε στη λήθη. Στο μέτρο του δυνατού θα προσπαθήσω να γεμίσω αυτό το κενό, δημοσιεύοντας κείμενα του που έχουν λησμονηθεί.

Ο Δημ. Χατζόπουλος την περίοδο του "Πεζοπόρου" (αρχή δεκαετίας ΄20)

Ο Δημήτριος Χατζόπουλος γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1872, γιος του Ιωάννη Χατζόπουλου και της Θεοφάνης Στάικου, ήταν μικρότερος αδερφός του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου (τα άλλα αδέλφια ήταν η μεγαλύτερη αδερφή του Αλεξάνδρα και τέσσερα μικρότερα αδέρφια, ο Γεώργιος, η Ασπασία, ο Ζαχαρίας και ο Αγαμέμνονας) (1), (βλέπε το γενεαλογικό δένδρο της οικογένειας Χατζοπούλου).
Στο Αγρίνιο τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Φοίτησε στο Γυμνάσιο του Μεσολογγίου ενώ τέλειωσε το Λύκειο στην Κέρκυρα (1). Στη συνέχεια έφυγε για την Αθήνα, όπου παρακολούθησε μαθήματα στην αρχιτεκτονική σχολή του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, στη φιλοσοφική και τη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1). Συνέχισε τις σπουδές φιλολογίας, αισθητικής και κοινωνιολογίας στη Γερμανία (2), ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι σπούδασε και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (1). Στο εξωτερικό έζησε για πάνω από δέκα -ίσως δεκαπέντε- χρόνια (1).
Ο Δημήτριος (Μήτσος) Χατζόπουλος, όντας πνεύμα ανήσυχο σύντομα στράφηκε στη λογοτεχνία και επιδόθηκε στη συγγραφή αλλά και τη δημοσιογραφία, όπου διακρίθηκε κυρίως ως χρονογράφος και συνεργάστηκε κατά διαστήματα με αθηναϊκές εφημερίδες.
Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε το 1890 με τη δημοσίευση του αυτοβιογραφικού διηγήματος “Τα πρώτα δάκρυα” στο περιοδικό “Εικονογραφημένη Εστία” (2), ενώ την ίδια περίοδο συνεργάστηκε επίσης με το περιοδικό “Παρνασσός” (1). Στην εφημερίδα “Άστυ“ της Αθήνας την περίοδο 1893 και 1894 δημοσίευσε τις φημισμένες “Συνεντεύξεις με τους λογίους μας” (1) (4) και τα πρωτοπόρα - και πρωτάκουστα για την εποχή – άρθρα για τα ανθυγιεινά επαγγέλματα και τις άθλιες συνθήκες εργασίας των εργατών (3)(6). Ήταν εκδότης, από το το 1896 μέχρι το 1900, του χιουμοριστικού περιοδικού «Ημερολόγιον του ποδόγυρου»(1).
Φανατικός αλλά όχι ακραίος δημοτικιστής εξέδωσε με το Γιάννη Καμπύση το 1901 το περιοδικό ”Διόνυσος” (1), που συνέχισε την προσπάθεια του περιοδικού «Τέχνη», το οποίο εξέδιδε την περίοδο 1898-99 ο αδερφός του Κώστας Χατζόπουλος.
Στο “Διόνυσο” δημοσιεύτηκαν αξιόλογα κείμενα των σύγχρονων τότε ευρωπαίων λογοτεχνών και ποιητών φέρνοντας σε επαφή την ευρωπαϊκή λογοτεχνία με την ελληνική.
Στην πεζογραφία, εκτός από τα χρονογραφήματα που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες της εποχής του, έγινε γνωστός με τα ηθογραφικού χαρακτήρα ”Αγριολούλουδα” (1894) (2) και τις ”Ντόπιες Ζωγραφιές” (1896) (2) (3). Στα βιβλία αυτά καταχωρούνται θέματα παρμένα από την ελληνική ζωή της εποχής, εστιασμένα πιο πολύ στην ελληνική ύπαιθρο.
Σαν δημοσιογράφος, συνεργάστηκε με τις αθηναϊκές εφημερίδες «Νέα Ελλάς», «Η Καθημερινή», «Σκριπ», «Χρόνος», «Εσπερινή», «Ανεξάρτητος», «Ακρόπολις» και άλλες (1) (2), στις οποίες υπέγραφε με διάφορα ψευδώνυμα «Μποέμ», «Συμπολίτης», «Πεζοπόρος», ακόμη και «Αθηναίος». Δημοσίεψε άρθρα, ανταποκρίσεις από το εξωτερικό, συνεντεύξεις, χρονογραφήματα και ταξιδιωτικά κείμενα.
Ξεκινώντας από το 1919 στην εφημερίδα “Εμπρός” με το ψευδώνυμο «Πεζοπόρος» (αλλά αργότερα και σε άλλες εφημερίδες) άρχισε να επικεντρώνει το ενδιαφέρον του σε ένα νέο σχετικά είδος δημοσιογραφίας, το ταξιδιωτικό χρονογράφημα. Υπήρξε από τους πρωτοπόρους της φυσιολατρείας, της περιήγησης και της πεζοπορίας στην Ελλάδα, στα κείμενα του περιέγραψε με γλαφυρό και πρωτότυπο τρόπο γνωστά και άγνωστα και απρόσιτα τοπία και αρχαιολογικούς χώρους της χώρας μας. Οι περιηγήσεις του Δημ. Χατζόπουλου κάλυψαν μεγάλες περιοχές της Στερεάς Ελλάδας, της Θεσσαλίας, της Ευβοίας, της Πελοποννήσου. Ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον έδειξε για τα τοπία της Αττικής (9). Από καφενόβιος, συνηθισμένος στην καθιστική ζωή (8) μετατράπηκε σε οδοιπόρος, ορειβάτης, νυχτερινός διαβάτης, εξερευνητής, φωτογράφος, καταφεύγοντας σε σπηλιές, απρόσιτες παραλίες, αναγνωρίζοντας αρχαία λείψανα, ακούγοντας τοπικές παραδόσεις και καταγράφοντας δοξασίες των περίοικων (7). Η Σοφία Γκλιάτη - Χασιώτη στο βιβλίο της «Μεσόγεια και Λαυρεωτική, έναν αιώνα πριν: Ο Δημήτρης Χατζόπουλος πεζοπορεί και γράφει» αναφέρει ότι μόνο για την Αττική έγραψε 1400 ταξιδιωτικά χρονογραφήματα (7).
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του διορίστηκε σε ανώτερη θέση στη νεοσύστατη Αγροτική Τράπεζα (2) και απομακρύνθηκε κάπως από τη συγγραφική δραστηριότητα, παρόλο που συνέχισε με τη δημοσιογραφία (5) (6). Πέθανε αιφνίδια το Σεπτέμβρη του 1936 στις Σέρρες, κατά τη διάρκεια περιοδείας του στη Βόρειο Ελλάδα (1) (9).
Το συγγραφικό έργο του Δημήτριου Χατζόπουλου τοποθετείται στην ελληνική παραγωγή του τέλους του δεκάτου ενάτου αιώνα και των πρώτων δεκαετιών του εικοστού.
Με σημείο εκκίνησης το δημοτικισμό του Ψυχάρη και τις ηθογραφικές αναζητήσεις της γενιάς του ’80 ο Χατζόπουλος οδηγήθηκε στη συνέχεια του έργου του σε μια γλωσσική αναδίπλωση στο χώρο της καθαρεύουσας και έστρεψε το θεματικό και αφηγηματικό προβληματισμό του στο χώρο της σύγχρονής του ευρωπαϊκής λογοτεχνίας με επιρροές από τα ρεύματα του νατουραλισμού, του αισθητισμού, του συμβολισμού αλλά και από τη φιλοσοφία του Νίτσε και αργότερα από την πολιτική θεωρία του σοσιαλισμού, την οποία και ασπάστηκε - πιθανώς επηρεασμένος και από τον αδελφό του Κώστα - κατά τη διάρκεια του μακρόχρονου ταξιδιού του στη Γερμανία το 1903 (1).
Άγνωστη και παραμελημένη παραμένει ακόμη και σήμερα η ανάμειξη του στην πολιτική και τo συνδικαλισμό.
Το 1910 στο Βερολίνο δραστηριοποιήθηκε στον εργατικό σύνδεσμο «Πρόοδος» και έδωσε διαλέξεις για το σοσιαλισμό και το συνδικαλισμό (11). Όταν το 1911 ο Ν. Γιαννιός πρότεινε στον Κώστα Χατζόπουλο να επανέλθει στην Ελλάδα για να τεθεί επικεφαλής του Σοσιαλιστικού Κέντρου Αθήνας, αυτός του αντιπρότεινε τον αδελφό του Δημήτρη και έτσι ο Δ. Χατζόπουλος συμμετείχε στο Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθήνας (Σ.Κ.Α.) ως ιδρυτικό μέλος (9)(11). Σύντομα διαφώνησε και ηγήθηκε της Σοσιαλιστικής Συνδικαλιστικής Οργάνωσης, που τα μέλη της “δε θέλανε πολιτική δράση και προπαγάνδιζαν μόνον την επαγγελματική οργάνωση”, όπως σημειώνει ο Γ. Κορδάτος (9). Στην ομάδα αυτή μετείχαν την εποχή εκείνη ο Σπ. Μελάς, ο Ηρ. Αποστολίδης, ο Αρ.Αρβανίτης κ.α. (9). Ο Δημήτρης Χατζόπουλος ήρθε λοιπόν σε ρήξη με τον αδελφό του Κώστα, ο οποίος καλλιεργούσε την ιδέα της πολιτικής οργάνωσης των εργατών, αν και η ρήξη αυτή ποτέ δεν ήταν δημόσια (11).
Τον Δεκέμβριο του 1914, με αφορμή τον θάνατο νεαρού δημοσιογράφου, εξ αιτίας των δύσκολων εργασιακών και οικονομικών συνθηκών της εποχής, ηγήθηκε ομάδας δημοσιογράφων που στην αίθουσα “Φίλων του Λαού” αποφάσισαν την ίδρυση της “Ενώσεως Συντακτών” και του Ταμείου Αλληλοβοηθείας. Συμμετείχε στην πρώτη διοικούσα επιτροπή και στη συνέχεια στις διοικήσεις της Ενώσεως Συντακτών για αρκετά χρόνια (9).
Ο Κώστας Φωτεινάκης σε μία ανάρτησή του στην ιστοσελίδα “Οικοπόλις” αναφέρει ότι “... ο Δ. Χατζόπουλος θεωρείται ο βασικότερος εισηγητής των αναρχοσυνδικαλιστικών ιδεών στην Ελλάδα.” (10)


Πεζογραφήματα

  • «Αγριολούλουδα», Αθήνα, τυπ. Εστία, 1894,

  • «Ντόπιες ζωγραφιές» Αθήνα, τυπ. Αναστασίου Τρίμη, 1896,

  • «Διηγήματα του ποδόγυρου» Αθήνα, τυπ. Μιχαήλ Γ.Σαλίβερου, 1899,

  • «Οι Γαριβαλδίνοι και η μάχη του Δρίσκου» Αθήνα, Φέξης, 1914

Μεταφράσεις

  • «Πρώτη νύκτα του γάμου» / «Γολγοθάς» του Luigi Pirandello, Αθήνα, 1903

  • «Βικτώρια - Η ιστορία ενός έρωτος» και «Υπό τα φθινοπωρινά άστρα» του Knut Hamsun, εκδόσεις Άγκυρα, 1916.

    «Ισχυρός ως ο θάνατος» του Guy de Maupassant, Αθήνα, Γ.Ι.Βασιλείου, 1925 (Βιβλιοθήκη Εκλεκτά Έργα, αρ.112) 1925.

  • «Θα με θυμηθείς - Οι σαλτιμπάγκοι (Οι τέσσερες διαβόλοι)» του Herman Bang, Αθήνα, εκδόσεις Άγκυρα.


Πηγές

(1) Ιστοσελίδα Εθνικού Κέντρου Βιβλίου – Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών – Χατζόπουλος Δημήτριος
http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=461&t=412

(2) Η Νέα Εποχή – Εφημερίδα του Αγρινίου στο διαδίκτυο - Κυριακή 4 Μαρτίου 2018
Δημήτριος (Μήτσος) Χατζόπουλος
http://www.epoxi.gr/persons33.htm

(3) Το Διάλειμμα - Ιστοσελίδα 3ου Γυμνασίου Γλυφάδας Τετάρτη, 27 Απριλίου 2016 - Δημήτριος (Μήτσος) Χατζόπουλος (Μποεμ) “Ντόπιες Ζωγραφιές”
https://to-dialeimma2.blogspot.com/2016/04/blog-post_27.html

(4) The Athens Review of Books Αθηναϊκή Επιθεώρηση του Βιβλίου - Δημήτρης Χατζόπουλος - Συνεντεύξεις του Παπαδιαμάντη, Ροΐδη, Παλαμά, Ψυχάρη, Παράσχου, Καρκαβίτσα, Βλάχου, Κρυστάλλη, Σουρή, Μητσάκη και Ξενόπουλου.
https://athensreviewofbooks.com/arxeio/teyxos82/author/972-dhmhtrhschatzopoylosmpoem

(5) Η Νέα Εποχή – Εφημερίδα του Αγρινίου στο διαδίκτυο: Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας του Αγρινίου "ΤΟ ΦΩΣ" (19-3-1933) όπου περιέχεται το χρονογράφημα “Άνοιξη” του Δημ. Χαντζόπουλου
http://www.epoxi.gr/News1951-1967/ΤΟ%20ΦΩΣ%2019-3-1933.htm
http://www.epoxi.gr/scriptum192.htm

(6) Δημ. Χατζόπουλος “Πάσχα στην Αράχωβα” Ακρόπολις, 08 Απριλίου 1934.

(7) Εφη Φαλίδα “Το Βρωμοπούσι, το Βρωμοπήγαδο και η Λαυρεωτική έναν αιώνα πριν” εφημερίδα “Τα Νεα” 11 Δεκεμβρίου 2020 – Κριτική παρουσίαση του βιβλίου της Σοφίας Γκλιάτη - Χασιώτη «Μεσόγεια και Λαυρεωτική, έναν αιώνα πριν: Ο Δημήτρης Χατζόπουλος πεζοπορεί και γράφει» εκδόσεις Άλφα-Ωμέγα 2020.
https://www.tanea.gr/2020/12/11/people/to-vromopousi-to-vromopigado-kai-i-layreotiki-enan-aiona-prin/?fbclid=IwAR1AyXj5Wr2ex0iY91NEXMHbk0qZL-horSK20bYLpuLABsL7ggkzV546mKM

(8) Δημήτρης Χατζόπουλος, «Καφενείον και Ποίησις», εφημερίδα Εμπρός, 25 Φεβρουαρίου 1920,
Cognosco Blog 28/12/2019 Μάριος Νοβακόπουλος.
https://cognoscoteam.gr/δημήτρης-χατζόπουλος-καφενείον-και

(9) “Ο Δ. Χατζόπουλος, «Πεζοπόρος» στην Πάρνηθα”, διάλεξη του Λεωνίδα Κουρή, μεταλλειολόγου, πρώην Νομάρχη Ανατολικής Αττικής στην 5η Συνεδρίαση του δέκατου Συμπόσιου της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρίας Αχαρνών -21 Οκτωβρίου 2010 – Δεύτερη ημέρα.
https://eleftherovima.wordpress.com/2011/11/01/
https://eleftherovima.files.wordpress.com/2011/11/cebbceb5cf89cebdceb9ceb4ceb1cf83-cebd-cebacebfcf85cf81ceb7cf83-cebcceb5-cf84cebfcebd-cf80ceb5ceb6cebfcf80cf8ccf81cebf-cf83cf84ceb7cebd.pdf

(10) “Ο Δημήτρης Χατζόπουλος περιγράφει: Όρος Αιγάλεω - Ποικίλο, αρχαίο ΔΕΜΑΣ, Βοσκούς και σπήλαια το έτος 1922”, ανάρτηση όπου περιέχεται το άρθρο “Το «Δέμα» του Αιγάλεω”, Εμπρός, Ημερησία εθνική εφημερίς, Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 1922.
Επεξηγήσεις – Σημειώσεις του Κώστα Φωτεινάκη.

Ιστοσελίδα Οικοπόλις - Οικολογικός Πολιτιστικός Σύλλογος Χαϊδαρίου Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010
http://xpolis.blogspot.com/2010/07/1922.html


(11) “Ο Δημήτρης Χατζόπουλος και η Σοσιαλιστική Συνδικαλιστική Οργάνωση” ανάρτηση στην ιστοσελίδα anarkismo.net 3/7/2010
http://www.anarkismo.net/article/17001

________________

Στην ιστοσελίδα του Εθνικού Κεντρου Βιβλίου – Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνων – Χατζόπουλος Δημήτριος προτείνεται η εξής βιβλιογραφία:

Ενδεικτική Βιβλιογραφία
• Άγρας Τέλλος, «Χατζόπουλος Δημήτριος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια24. Αθήνα, Πυρσός, 1934.
• Βαλέτας Γιώργος, «Χρονικά της νέας ελληνικής λογοτεχνίας - Κρυστάλλης και Μποέμ», Νέα Εστία237, 1/11/1936, σ.1529-1531.
• Γιάκος Δημήτρης, «Χατζόπουλος Δημήτριος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας12. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.
• Γκόλφης Ρήγας, «Ψυχάρης και Μποέμ», Νέα Εστία237, 1η/11/1936, σ.1525-1526.
• Καρβέλης Τάκης, «Δημήτριος Χατζόπουλος», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Ι΄ (1900-1914), σ.50-66. Αθήνα, Σοκόλης, 1997.
• Παπαντωνίου Ζαχαρίας, «Δημ. Χατζόπουλος – Μποέμ», Νέα Εστία236, 15/10/1936, σ.1406-1409.
• Φορτούνιο [ = Σπύρος Μελάς ], «Ο αλησμόνητος Μποέμ», Ελεύθερον Βήμα, 30/9/1936.
• Χάρης Πέτρος, «Δημήτριος Χατζόπουλος», Νέα Εστία235, 1η/10/1936, σ.1375.

Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Δημήτρη Χατζόπουλου βλ. Άγρας Τέλλος, «Χατζόπουλος Δημήτριος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 24. Αθήνα, Πυρσός, 1934, Γιάκος Δημήτρης, «Χατζόπουλος Δημήτριος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 12. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Καρβέλης Τάκης, «Δημήτριος Χατζόπουλος», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Ι΄ (1900-1914), σ.50-66. Αθήνα, Σοκόλης, 1997.




Γενεαλογικό δένδρο της οικογένειας Χατζοπούλου


Όπως βλέτετε λείπουν αρκετά στοιχεία, ελπίζω με τη συνδρομή συγγενών και φιλων, και όποιου μπορεί να ενδιαφερθεί να το τελειοποιήσω, οπότε προς το παρόν θεωρήστετο προσωρινό και ατελές...