Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2023

ΔΙΑΜΑΧΗ ΜΗΤΣΟΥ ΚΑΙ ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

Ο Μήτσος Χατζόπουλος άνθρωπος με σπάνια μόρφωση, καλλιέργεια, διορατικότητα και γλωσσομάθεια είχε ένα φοβερό ελάττωμα, τις απότομες μεταλλαγές: μπορούσε να αλλάξει γνώμη για σημαντικά ζητήματα κυριολεκτικά μέσα σε λίγες μέρες. Έτσι έγινε με τις απόψεις του για το γλωσσικό ζήτημα, για τις αισθητικές και φιλοσοφικές αναζητήσεις, για το κοινωνικό πρόβλημα, για τη ζωή κοντά στη φύση.
Όταν εκδόθηκε από τον αδελφό του Κωσταντίνο το περιοδικό “Τέχνη”, πρώτο περιοδικό στα ελληνικά χρονικά γραμμένο αποκλειστικά στη δημοτική γλώσσα, όχι μόνο δεν συνεργάστηκε, αλλά κατάκρινε και προσπάθησε να γελοιοποιήσει την προσπάθεια.
Με ένα άρθρο που έγραψε στην εφημερίδα “Εμπρός” της 1ης Ιανουαρίου του 1899 όχι μόνο “έθαψε” χωρίς πολλές περιστροφές το πόνημα του αδελφού του, αλλά βρήκε κιόλας την ευκαιρία να επιτεθεί ανοιχτά και στον Κ. Παλαμά, η ποιητική παραγωγή του οποίου “τον είχε μπουχτίσει προ πολλού” όπως είχε εξομολογηθεί εκείνη την εποχή στον στενό του κύκλο (Γ. Καμπύση / ...λείπει η αναφορά).
Μέσα σε λίγους μήνες ο Μήτσος Χατζόπουλος άλλαξε πάλι γνώμη, πράγματι στο “Περιοδικό μας” που εκδόθηκε αμέσως μετά εμφανίστηκαν 10 κείμενα του Μποέμ (Δ.Χατζόπουλου) και 3 κείμενα του Πέτρου Βασιλικού (Κώστα Χατζόπουλου), μάλιστα στο τεύχος της 30 Νοεμβρίου 1900 μετά από τα ποιήματα “Η balade της ομίχλης - Ο χορός των ίσκιων” του Πέτρου Βασιλικού στις σελίδες 241-243 ακολουθούσε αμέσως το διήγημα “Το κοκκοράκι” του Μποέμ στις σελίδες 243-247, γεγονός πολύ απίθανο για να είναι σύμπτωση.
Όταν αργότερα ο Δημ. Χατζόπουλος με το Γ. Καμπύση εξέδωσαν τον “Διόνυσο” (1901-1902) η διαμάχη πρέπει να είχε πλέον αποσοβηθεί, ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος συνεργάστηκε με δεκάδες κείμενα, ποιήματα και κριτικές.
Αργότερα η διαφοροποίηση των δύο αδελφών συνεχίστηκε με την διαφορετική αντιμετώπιση
από μέρους τους.του σοσιαλιστικού κινήματος, που ήταν της μόδας εκείνη την εποχή.
Με το άρθρο του “Το κοινωνικό μας ζήτημα” που δημοσιεύτηκε στο “Νουμά” της 28ης Οκτωβρίου 1907 ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος έδωσε δημόσια μαρτυρία της προσχώρησης του στον μαρξισμό, έτσι όπως εκφραζόταν τότε από την γερμανική σοσιαλδημοκρατία, η οποία είχε προσανατολιστεί οριστικά στη νόμιμη δράση μετατοπίζοντας σε νέα αόριστο μέλλον μία κάποια επαναστατική αλλαγή. Ο Δημ. Χατζόπουλος αντίθετα ασπάστηκε και έγινε ένθερμος οπαδός της μαξιμαλιστικής συνδικαλιστικής εκδοχής του μαρξισμού, που ήταν σε πλήρη αντίθεση με την επικρατούσα ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατική πολιτική.
Η διαμάχη αυτή από το αισθητικό - πολιτικό επίπεδο πέρασε και στο προσωπικό, σε σημείο που οι οικογένειες των δύο λογοτεχνών συνέχισαν να έχουν κάκιστες σχέσεις ακόμη και πολλά χρόνια μετά το θάνατο των δύο αδελφών. Για το θέμα αυτό θα προσπαθήσω να μαζέψω στοιχεία και να ασχοληθώ εκτενέστερα σε μιά από τις προσεχείς αναρτήσεις μου.

Παραθέτω (συντομευμένο) το επίμαχο άρθρο του Δημ. Χατζόπουλου για το περιοδικό “Τέχνη”
Εφημερίδα “Εμπρός” 1η Ιανουαρίου 1899
Φιλολογία
(Σκέψεις Ρεπόρτερ)
Όταν η διεύθυνσις του “Εμπρός” μου ανέθεσε να γράψω μίαν τρίστηλον φιλολογικήν επιθεώρησιν του 1898 εσκέφθην να δηλώσω, ότι εν όσω δεν υπάρχει φιλολογική ζωή εις εν ολόκληρον διαρρεύσαν έτος, μου είνε αδύνατον να γράψω την φιλολογικήν αυτού επιθεώρησιν. …
… Ο τελεταίος ποιητικός θόρυβος οφείλεται εις μίαν μονομανίαν απλώς. Περί τους δέκα νέους απεφάσισαν να ιδρύσουν ιδίαν γλώσσαν, ιδίαν ποίησιν, ιδίαν αντίληψιν της τέχνης. Ο σκοπός των θα ήτο άγιος εάν ακολουθούντες το παράδειγμα των Στυλιτών του μεσαίωνος απεμονούντο εις τι μέρος και έζων και έδρων καθ’οίον δήποτε εκφυλισμένον τρόπον ήθελον. Αλλ’ οι άνθρωποι ούτοι τας παραδοξολογίας των και τα προϊόντα της εκτροχιασμένης εργασίας των ηθέλησαν να επιβάλωσιν εις τους άλλους, τους υγειέστερον, τους ορθώς σκεπτομένους και εργαζομένους, και να επιβάλωσιν κατά τον πλέον ενοχλητικώτερον τρόπον. Εδημιούργησαν εν είδος περιοδικού υπό τον τίτλον “Τέχνη”, του οποίου όμοιον δεν είδεν ακόμη καμμία κοινωνία γραμμάτων και εις ό η δημοτική, η αγνή δημοτική γλώσσα του λαού, σφαγιάζεται κατά τον ασπλαχνότερον τρόπον και εις ό συσσωρεύονται όλαι αι τελευταίαι επιπόλαιοι και έξω φρενών μόδαι της συμβολικής ποιήσεως, κατά την ατεχνικωτέραν αντιγραφήν και σαχλοτέραν μίμησιν. Οι τοιούτοι εξέλεξαν ως πρωτεργάτην της νόθου και αφυσίκου προς την ελληνικήν αντίληψιν και την ελληνικήν πρωτοτυπίαν πνευματικής ταύτης εργασίας τον κ. Κωστήν Παλαμάν, ο οποίος, ως γνωστόν έγραψε ποιήματα, τα οποία μετέχουν αφ’ ενός μεν γνησίας ποιητικής εμπνεύσεως και αφ’ ετέρου πλέον ή νόθου όσον και πεζής μιμήσεως παντός ξένου ποιητικού τόμου, ο οποίος περιπίπτει εις τας χείρας του. Τελευταίον μάλιστα η ποιητική του εργασία κατέστη τα μάλα πεζή και κουραστική ...

Μποέμ

_________________

Πηγές για εμβάθυνση

Μαρία Αντωνίου Τίλιου “Το περιοδικο ‘Η Τέχνη’ (1898/1899) Συμβολή στη μελέτη της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας” Διδακτορική διατριβή Ιωάννινα 1989
https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/1406#page/1/mode/2up

Βασιλείου Φρ. Τωμαδάκη Νεοελληνική Βιβλιογραφία - Τα περιοδικά “Τέχνη” και “Διόνυσος” 1969
http://epet.nlg.gr/db/icon/a1969/a69_37.pdf

Βασιλείου Φρ. Τωμαδάκη Νεοελληνική Βιβλιογραφία - Το Περιοδικό μας, 1970-71
http://epet.nlg.gr/all1.asp?id=660&pg=0

Χ. Λ. Καράογλου “Διόνυσος (1901-1902)” Εκδόσεις Διάττων 1989 Σελιδα 53
https://www.academia.edu/35238902/%CE%A4%CE%BF_%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BF%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%94%CE%B9%CE%BF_%CE%BD%CF%85%CF%83%CE%BF%CF%82_1901_1902_

Το κοινωνικό μας ζήτημα” του Κωσταντίνου Χατζόπουλου
https://xatzopoyloi.blogspot.com/2021/07/blog-post_6.html

ΤΟ ΣΑΡΑΚΙ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ ΜΕΡΟΣ Α’
https://xatzopoyloi.blogspot.com/2023/06/blog-post.html

 

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2023

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΓΕΥΜΑ – ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Εφημερίδα “ΣΚΡΙΠ”, 25 Δεκεμβρίου 1895

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΓΕΥΜΑ

Περί το μεσημέρι μας τον έφεραν εις το Θεραπευτήτιον. Δεν είχαμεν πολλούς ασθενείς την ημέραν των Χριστουγέννων και δύο τρεις απ’ αυτούς εν αναρρώσει ευρισκόμενοι είχον κατέλθη μαζί μας με την λινήν περιβολήν των εις την ευρείαν αυλήν, όπου αντί άλλης διασκεδάσεως ο προϊστάμενος του Θεραπευτηρίου, ένας κοντός δεκανίσκος, οι δύο νοσοκόμοι, οι τρείς οικουροί, και ο υποφαινόμενος ο φαρμακοτρίπτης ερρίχναμε τα φέσια μας στον αέρα, “οποιανού πάει ψ’λότερα ορέ”. Ότε μας τον έφεραν τέσσαρες άνδρες επί τινος ψάθας ξαπλωμένον, φρικωδώς οιμώζοντα με βλοσυρούς οφθαλμούς και φοβερά κόκκινον τον ωραίον εύσωμον όσον και κοντόχονδρον και ολοστρόγγυλον λοχίαν του δ’ λόχου, αν δεν απατώμαι, του τάγματος.
- Τι τρέχει ορέ; εβόηξε το προσωπικόν του Θεραπευτηρίου και προσέδραμεν ολόκληρον προς τον εξαφνικόν εκείνο φορτίον.
- Ντέτε ορέ, ου κυρ λοχίας είναι, τι καν’ τε έτσι, απήντησαν κάθιδροι οι φορείς.
Αλλ’η διαβεβαίωσις των αύτη δεν καθησύχασεν την περιέργειάν μας. Τι συνέβαινε, τι είχε πάθει ο λοχίας; Και περεκυκλώναμεν ολοέν τον ατυχή φερόμενον λοχίαν, όστις εφαίνετο, από στιγμής εις στιγμήν ότι θα διερρηγνίετο. Τόσην στενοχώριαν ενείχε το πρόσωπόν του, το σώμα του ολόκληρον! Οι νοσοκόμοι, οι οικουροί συγκινηθέντες εκ του απαισίου αυτού θεάματος ηρώτησαν με απαλήν, παρηγορητικήν φωνήν.
- Τι έχεις, κυρ λοχία;
Και ο κατακείμενος τότε μη απολέσας ουδόλως την στρατιωτικήν του μεγαλοπρέπειαν και το αρειμάνιον ύφος του παρόλην την φοβεράν αγωνίαν που τον παράδερνεν, εβρυχήθη.
- Μωρ’ σύρτε με απάνω, κουθώνια τ’ διαόλου κι θα σκάσου η κακομοίρης!…
~ ~ ~
Τον ανεβάσαμεν επάνω εις την μεγάλην αίθουσαν των ασθενών, ενώ η κλίμαξ έτριζεν απαισίως εκ των βαρέων βημάτων και εκ των μηκυθμών(1) του λοχίου. Τον εξαπλώσαμεν τότε επί τινος κλίνης , και προσεπαθήσαμεν να τον γδύσωμεν, μόλις τολμήσαντος του προϊσταμένου δεκανέως, να τον ερωτήση τι είχε, τι ησθάνετο.
- Ορ’ τι έχου ρουτάς; Για αγγούσα(2) μούρχεται πάου να σκάσου η κακομοίρης!... Ανοίξ’ τι ορέ χαϊβάνια τ’διαόλ’ κάνα περιθύρι. Θα σκάσου δεν ακούτε;…
Ανοίξαμεν παραπλεύρως εν παράθυρον, σκεπάσοντες καλά προηγουμένως τους πλησίον ασθενείς. Ήλιος θερμός ήρχετο εκ του παραθύρου θωπεύων απαλά το φαιόν σανίδωμα και τους υψηλούς ωχρούς τοίχους. Ήτο γλυκεία χειμωνιάτικη θαλπωρή, τα πουλιά επτερύγιζαν τρελλά και πέραν από την πόλιν ήρχετο ζωηρός ο θόρυβος των εορταζόντων την πρώτην Χριστουγεννιάτικην ημέραν Χριστιανών. Και όσον η θαλπωρή απέβαινε χλιαρωτέρα και ο ήλιος εθώπευε μαλακά, εκνευρισμένα την αυλήν κάτω, το Θεραπευτήριον όλον με τους προσεγγίζοντας επί των παραθύρων του πρωϊμως ανθισμένους κλώνους μερικών γηραιών αμυγδαλεών, και ζέστη σχεδόν εαρινή υπήρχε, τότε εμαίνετο ο ατυχής λοχίας, βροχώμενος.
- Θα σκάσου ου μαύρος, θα σκάσου!… Καμ’ τε μου αέρα με τα λαγγιόλα(3) σας ουρέ, με τς’ φουστανέλλες σας κάματ’ αέρα, θα σκάσου ου άτυχους.
~ ~ ~
Περί την δευτέραν ώραν μ.μ. έφθασεν ο ιατρός. Λοχαγός, μεσόκοπος, με ψαρά γενειάδα, μ’ένα οφθαλμόν κόκκινον από θερμήν λατρείαν προς την εγχώριον οινοπνευματοπαραγωγήν και τον άλλον κόκκινον τις οίδεν εκ τίνος δυστυχήματος, αγαθός όσον δεν έπαιρνε, περιπατών πάντοτε κατά γραμμήν των οικιών, και τρικλιζόμενος, ως ήτο κόκκινος κόκκινος, σαν παπαρούνα θωπευομένη υπό της αύρας. Ανέβη όχι με πολλήν ευκολίαν την κλίμακα και ήλθεν εις την αίθουσαν.
Τσιμουδιά ήδη εν αυτή, ησυχία απόλυτος και ευθεία στάσις σωμάτων ακινήτων. Ως είδε τον ιατρόν ο λοχίας ανεθάρρησε κάπως, ανεκάθησεν ολίγον επί της κλίνης και εμουρμούρησεν εν αμηχανία:
- Θα σκάσου κυρ γιατρέ!
Ο ιατρός προσήγγισε πλησιέστερον, επήρε την χείρα του, προσπαθών να εύρη τον σφιγμόν του, και τον ηρώτησε τι ησθάνθη, τι έπαθεν. Ο λοχίας ευτυχώς ήρχισε διαλευκαίνων το γεγονός με ολίγας λέξεις:
- Να με συμπαθής , κυρ γιατρέ, έχου κουμάτ’ αδύνατου στουμάχι. Λίγου πλειότερου να φάου μι σακατεύει.
- Ε! Τι έφαγες σήμερα;
- Είχαμε ένα γρουνοπ’λάκ’ ιγώ κιου Μήτρους η Μηλιάς ου δικανέας. Τούχαμε στου φούρνου, κι θάτανε εξ ιφτά ουκάδες. Καθόμαστε τ’λες , κυρ γιατρέ, και δυο μπονουρούλια κι του κάνουμε για του ταψί. Πως διάτανον μι χάλιασε, έχου γλέπεις, κυρ γιατρέ αδύνατου στουμάχι, ή Μηλιάς η δικανέας δεν έπαθε ντιπ του ζαγάρι. Ου!… ου…! Ου…! Θα σκάσου, τι θα γένου η μαύρος!
Ο ιατρός παρ-όλην την εκτάκτως χριστουγεννιάτικην ερυθρότητά του, εμειδία σατανικώτατα και τρικλιζόμενος, με φουσκωμένες τις κυλλότες του και τας τριζούσας μπότας του, είπε:
- Ποιός σούπε να το φας μονάχος σου. Δεν άφινες να πάθωμε κι’ ημείς.
Μ. Χ.
______________________

(1) μηκυθμός: μούγκρισμα.
(2) αγγούσα: πνιγμονή. ασφυξία
(3) λαγγιόλι ή λαγκιόλι: Τρίγωνο κομμάτι τής φουστανέλλας.