Κυριακή 28 Μαρτίου 2021

ΑΧΑΡΑ ΛΟΓΙΑ – ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ - 1891

Ένα από τα πρώτα διηγήματα του Δημ. Χατζόπουλου (εδώ υπογράφει Μήτσος Χατζόπουλος) που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εκλεκτά μυθιστορήματα» το 1891, όταν ο συγγραφέας ήταν ακόμη 19 ετών.
Τα «Λυκοράχια» με το ξωκκλήσι που αναφέρει στο κείμενο ο συγγραφέας ήταν μια περιοχή ιδιοκτησία της οικογένειας Χατζοπούλου λίγο έξω από την πόλη (σε απόσταση μόλις 800 μέτρων από την κεντρική πλατεία, το Βραχώρι ήταν μια μικρή κωμόπολη τότε) που αγόρασαν οι αδελφοί Παπαστράτου το 1919 και δώρησαν κατόπιν στο δήμο Αγρινίου, ώστε να διαμορφωθεί το σημερινό Παπαστράτειο δημοτικό πάρκο με το εκκλησάκι της Αγίας Σωτήρας.
Το περιοδικό «Εκλεκτά μυθιστορήματα» κυκλοφόρησε στην Αθήνα από το 1884 ως το 1894. Ήταν εικονογραφημένο περιοδικό το οποίο δημοσίευε μυθιστορήματα σε συνέχειες, διηγήματα, καθώς και επίκαιρη ποικίλη ύλη. Δημοσιεύτηκαν μυθιστορήματα του  
Γρ. Ξενόπουλου και Μ. Χατζόπουλου, του Κάρολου Ντίκενς, Αλεξάνδρου Δουμά, Αιμυλίου Ζολά, Μιχαήλ Θερβαντές, Β. Ουγκώ, Έντγκαρ Άλλαν Πόε, Αλεξάντρ Σ. Πούσκιν,  Λ. Τολστόϊ, Ιβάν Τουργκένιεφ κ.α.
Συνεργάστηκαν σαν μεταφραστές ή δημοσιεύοντας πρωτότυπα κείμενα ο Μήτσος Χατζόπουλος, ο Γρ. Ξενόπουλος, ο Χ. Άννινος, ο Αγ. Βλάχος, ο Ε. Ροϊδης, ο Γεώργιος Δροσίνης, ο Δημ. Καμπούρογλου, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας κ.α. Μπορείτε να διαβάστε
on-line όλα τα τεύχη του περιοδικού  στην πολύτιμη ιστοσελίδα  «Πλειάς» της Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του Πανεπιστημίου Πατρών (βλέπε το σύνδεσμο πιο κάτω).
Διατήρησα την ορθογραφία του αυθεντικού κειμένου αλλάζονταςτο μόνο από πολυτονικό σε μονοτονικό, δεν θα πρέπει λοιπόν ο αναγνώστης να ξενιστεί αν συναντήσει λέξεις που φαίνονται περίεργα γραμμένες για το σύγχρονο μάτι, όπως
κυττάζω, σπήτι, τόρα, ώμορφα, ψαίλνω, σκύψιμμο, είνε, ακαίρηος, ΄ς το, ΄ς την, τρομασμένο, πειό, ογλήγωρα , κλειούνε, κλπ.

Το εκκλησάκι της  Μεταμορφώσεως του Σωτήρος όπως ήταν γύρω στο 1920 

ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΧΑΡΑ ΛΟΓΙΑ

Ωραία, ξάστερα, ίδια, ξανοίγονται ολόγυρα ΄ς τη πονεμένη μου ματιά. Να ο κάμπος, ο πλατύς, ο πράσινος, ο ανθοστρωμένος, ο τριφυλλοσπαρμένος, με τα δροσερά του τα λειβάδια, με τα σγουρόμαλλα αρνάκια του, σκορπισμένα εδώ κ΄εκεί, σαν ατίμητα διαμάντια μέσα σε σμαραγδένιο ξάπλωμα. Να η γυρτές ραχούλες, ολοπράσινες, με το φιλέρημο τσοπάνη ψηλά ΄ς τες κορυφές του,  με τα δροσερά τους πλάγια, που αντηχούνε μερόνυχτα απ΄τα συρίγματα των κοτσυφιών, και τα γλυκολαλήματα της πέρδικας που ψηλοτινάζεται και ψηλοτραγουδιέται τόσο ώμορφα, μέσα ΄ς τα ωμορφότερα γλυκοχαράματα, σαν θαμποφέγγει η ΄μέρα. Να κάτω τα μεγάλα, τα πρασινοστόλιστα, τα νιοντυμένα δάση, που ξανοίγονται τόσο μαγικά, ακουμπισμένα λες ΄ς τα ολογάλανα βουνά, σαν να καρτερούν ανυπόμονα το φωτεινό, το ολόψυχο μάτι, το θείο, το ατίμητο χέρι του ζωγράφου, να παραπέρα ο ολόστρωτος καθρέφτης της γαλανής λίμνης που δέχεται, σαν ντροπαλή νύφη, τα υστερνά φιλήματα του ήλιου, που αργοκινάει να πέση πέρα ΄ς τα βουνά, τα ψηλά, τα γεμάτα ποίησι και περηφάνεια, κλεφτοσπαρμένα βουνά ίδια κι΄αυτά, απ΄εκείνα που τους εσήκωσε αθάνατο τραγούδι ο ποιητής «των ματιών της ψυχής μου». Όλα ωραία, όλα ξάστερα, όλα ίδια, ξανοίγονται ολόγυρα ΄ς τη πονεμένη μου ματιά… Να και το μικρό, το φτωχό περιβολάκι μας με τις ψηλές μυγδαλιές του, καταπράσινες, καρπισμένες, που κλειούν ΄ς τον ίσκιο τους και μόσχο και δροσιά, με τις πλατύθολες σκιές του, με τις ανθισμένες του ακόμα αχλαδιές του, με τις ξανθές βερικοκιές του, με τις εντροπαλές, τες ταπεινές μηλιές του μ΄όλα τα ολοστόλιστα δενδράκια του, που ‘ς το καθένα ξανοίγω, ξαναβρίσκω αχ! Και μια γλυκειά ενθύμησι χρυσής, ευτυχισμένης εποχής. Να κ΄η κρυσταλλένια ρεμματιά του κάτω ΄ς το βάθος που κατρακυλάει με τρελλό – τρελλό μουρμούρισμα ψηλά απ΄τα βουνά, κι΄απ΄τες ψηλές ραχούλες, και βρέχει, και λούζει τες βαθειές ρίζες των υψηλών ιτιών, που μέσα ΄σ τα ασημένια φύλλα τους, και ΄ς τα χαριτωμένα κλωνάρια τους ψαίλνουνε, κελαδούνε μ΄ασύγκριτη αρμονία τες δροσερές αυγές η γαλιάνδρες, τα φλογερά και ηλιοπυρωμένα μεσημέρια τα κοτσύφια, και τες νύχτες με φεγγάρι τα ολόγλυκα αηδονάκια με το πικρό παράπονό τους… Να και το εξωκκλήσι μας, εκεί που ‘ς το ευλογημένο του χώμα θα κοιμηθώ μια μέρα ευτυχισμένος, ξαλαφρωμένος απ΄τα ανθρώπινα πάθη, να το! το έρημο εξωκκλήσι με τα ψηλά του ολόγυρα πλατάνια, αποκοιμισμένο, λες, σε βαθύ ύπνο, απ΄τα τρελλά κελαδήματα των χελιδονιών, που έχουν κάμη τες φωλιές τους ‘ς τους τοίχους του, και των σπίνων που φτερουγίζουν αδιάκοπα ψηλά ‘ς τον πέτρινο σταυρό του. Να και η πλατειά αυλή μου, με τες φουντωτές ακακίες της, μικρούλες ακόμα, φυτεμμένες με τα ίδια μου τα χέρια, να και η μεγάλες, η πολυανθισμένες ολόγυρα ψηλές τριανταφυλλοσειρές, που με τα μαγικά τους τριαντάφυλλα, και τη μαγικώτερη τη μυρωδιά τους, σου συνεπαίρνουν και νου και ψυχή, να και το θλιβερό δενδρολίβανο με τ΄ανθισμένα του κλωνάρια, που προσκαλούνε σε βοσκή ολόπυκνο μελίσσι, να και το αθώο, το παρθενικό γιασεμί, που κλαρώνει ‘ς του σπητιού τη στέγη σφικταγκαλισμένο γλυκά, αδελφικά, με το χαριτωμένο σαλλίγκαρο. Και παραπέρα το πράσινο περικοκλάδι, και πειό παραπέρα το νειοβλαστημένο αγιόκλημα, με τα χαριτωμένα του λουλουδάκια. Να και τ΄ανθισμένα κλήματα του μικρού αμπελιού, κ΄η πικραμένη δαφνούλα, λησμονημένη εκεί σε μια άκρη, κ΄η γρηά, η πλατύφυλλη κληματαριά, που ξαπλώνει κάτω της δροσερό ίσκιο. Να και ΄ς τη μέση το δροσερό, το βαθύ πηγάδι, που ΄ς τα μεγάλα πέτρινα χείλη του σκύφτει και, τόρα, σαν μια φορά, με το  λευκόμαλλο μαρτίνι της αποπίσω της, χαριτωμένη, παχουλή, κρινομάγουλη, η ίδια πάντα βοσκοπούλα, με τον κουβά ΄ς το χέρι, κι΄απ΄το συχνό της σκύψιμμο ξεφεύφουν απ΄το κοντό της φόρεμα τα ροδοζυμωμένα παχουλά της πόδια, και χύνονται ‘ς το ολοκέντητο κοντογούνι της ξέπλεγα τα μακρυά ξανθά μαλλιά της κεφαλής της τυλιγμένα μέσα ΄ς το ολόλευκο μανδήλι της… Αχ! Αυτή γιατί να μην είνε ευτυχισμένη πάντα! … Ποιος θα της ξεκλέψη σ΄αυτή την ευτυχισμένη ερημιά, τον καλό αγαπητικό της απ΄τη γλυκειά της αγκαλιά. Γλυκειά, βοσκοπούλα, πόσο, ώ! πόσο σε ζηλεύω… Να παραπέρα το ψηλό ληθάρι, όπου τόσες, τόσες φορές εξαπλώθηκα επάνω του μ΄ακουμπησμένο μέτωπο ΄ς τα γόνατά μου, κ΄εξέχασα γλυκά, ώρες μεγάλες τον εαυτό μου… Όλα ωραία, όλα ξάστερα, όλα ίδια ξανοίγονται ολόγυρα ‘ς τη πονεμένη μου ματιά…
Να και το μικρό, το φτωχικό σπητάκι της ερημιάς μου. Ανοίγω και μπαίνω μέσα με ξεγυμνωμένη κεφαλή, και ‘ς το φως που σκορπιέται από την πόρτα του μέσα ΄ς τους τέσσαρους τοίχους του στέκω και κυττάζω, και κυττάζω με μεγάλη ευλάβεια ‘ς τα στήθη. Ώ! Τίποτε δεν άλλαξε εδώ πέρα, όλα απαράλλακτα, όπως τ΄άφηκα, σαν να με καρτερούνε πάλι ΄ς τη γλυκειά αγκαλιά του να ξαναζήσω τη παληά ζωή μαζί τους, και σαν πεθάνω ύστερα, το φύσημα της ψυχής μου να σκορπισθή ευτυχισμένο μέσα ΄ς τη γλυκειά τους γαλήνη. Φτωχή μοναξιά, ευτυχισμένη ερημιά μου και σένα σε ζηλεύω ακόμα, και σένα. Ανοίγω τα παράθυρά μου, και το φως πλημμυρίζει μέσα. Ο σαλλίγκαρος μου στέλνει ανυπόμονα τα τρυφερά κλωνάρια του από τώνα παράθυρο, σαν να με γλυκοχαιρετάη σαν άλλοτε, από τ΄άλλο μια μικρή τριανταφυλλιά με κυττάζει, θαρρείς, με πόνο με τα μικροκαμωμένα τριανταφυλλάκια της, σαν να μου λέη:  μη φεύγεις πειά, μη φεύγεις πειά! Δυο τρελλά χελιδονάκια ορμάνε μέσα από το άλλο παράθυρο, και κυνηγούνται, και τριγυρίζουνε ολόχαρα ΄ς τους τοίχους, και ύστερα καθίζουνε ψηλά ‘ς τη μεγάλη βιβλιοθήκη μου και φιλιώνται, και φιλιώνται, μέσα σε θεότρελλα λογάκια… κ΄η τρυφερές η ακακίες μουρμουρίζουνε, σιώνται, βαθειά ευτυχισμένες κ΄αυτές. Τίποτε, τίποτε δεν άλλαξε εδώ πέρα … τίποτε! Να! Οι λευκοί τοίχοι τριγύρω, να η αυτές εικόνες με κυττάζουν κατάματα … να ο μεγάλος ποιητής μου, ο Σολωμός με την αστραφτερή του όψι. Να η μικρή κλίνη μου, πως μένει άγκιχτη ακόμα, λες, όπως την άφησα,  όταν έφυγα μακρυά της. Ο καναπές ΄ς την  άκρη, ο καναπές ο ίδιος, όπου έγειρα ώρες, μέρες ολόκληρες επάνω του μ΄ένα βιβλίο της καρδιάς ‘ς το χέρι, απ΄εκείνα που τα νιώθει ολόθερμα, βαθειά, η ψυχή μου. Τ΄αγαπημένα βιβλία μου με κυττάζουνε κ΄αυτά μέσα απ΄τες σειρές της βιβλιοθήκης μου. Εμπρός ΄ς το μικρό γραφείο τους είνε ανοιγμένα ακόμα τα πειό αγαπημένα μου. Σκύφτω και κυττάζω μ΄αδιάκοπο καρδιοχτύπι ΄ς τη καρδιά. Ο Σολωμός μου, ο γλυκός μου, ο μελιστάλακτος Σολωμός κοιμάται εκεί μαζί με τον Βαλαωρίτη, με τον Παλαμά, με τον Δροσίνη, με την Λυγερή, την ζωντανή λυγερή, την ατυχισμένη Ανθώ, του Καρκαβίτσα, με τα δημοτικά μας,  με τα μαγεμμένα της πατρίδος μας τραγούδια … Ο
Coppée
παρέκει ανοιγμένος αφίνει βαθειά ευωδιά. Σκύφτω σε μια σελίδα του, και διαβάζω. Τα χείλη μου δεν έχουνε δύναμι να ψιθυρίσουνε τους στίχους, που αντίκρυσαν τα μάτια μου, τους στίχους που κλειούνε όλο το πόνο της καρδιάς μου…

Lorsqu’un homme n’a pas d’amour,
rien du printemps ne l’interésse;
il voit même sans allégresse,
hirondelles, votre retour;

Και σωπαίνω … και γυρίζω και βλέπω δακρυσμένα τα μάτια μου ΄ς τον αντικρυνό καθρέφτη … Τα χελιδόνια φιλιώνται, φιλιώνται αγκαλιασμένα ακόμα, μέσα σε θεότρελλα λογάκια. Και τα χείλη μου ξαναρχίζουν:

Lorsquun homme na pas damour,
rien du printemps ne linterésse;

Αχ! Ναι βλέπει, βλέπει φτωχά μου χελιδόνια, χωρίς καμμιά χαρά ΄ς τα στήθη μου, με πικρή αδιαφορία το γλυκό ξαναγύρισμά σας…
Παραπέρα, δίπλα ΄ς το τραπέζι μου θωρώ, το καλαμάρι μου ανοιχτό ακόμα, με τη πέννα μου ΄ς το πλάϊ. Σιμά του θωρώ ακόμα σωρούς, σωρούς χαρτιά, όπου μισοφέγγουνε επάνω τους, αχ! Οι χρυσής εποχής ολόχαροι, φτερωτοί της καρδιάς μου στίχοι, οι πρώτοι κ΄οι ύστεροί μου στίχοι, που έγραψα ΄ς τη ζωή μου, αχ! που έχυσα αιματοβαμμένους απ΄τη καρδιά μου, για σένα, ωραίο πλάσμα τ΄ουρανού, σκληρή Εύα της γης! προτού  να σε ιδώ, προτού να σε γνωρίσω ακόμα, ονειρευτή μου αγάπη, αγαπημένο όνειρο, όπου σ΄εξάνοιξα και ΄ς το βυζί της μάνας μου ακόμα, αχ! εσένα! εσένα! που μου έσταζες τόσο πικρό φαρμάκι ΄ς τη βαρειόμοιρη καρδιά μου σαν σε πρωταντίκρυσα, σαν σε πρωτοείδα με ανθρώπινο σχήμα!
Κι΄ όσο κυττάζω ολόγυρα, κι΄ όσο ξαναβρίσκω και μια νέα ενθύμησι τόσο φαρμάκι σκορπιέται ΄ς τη καταπονημένη μου καρδιά. Αχ! ποιά  δύναμι, θα διασκορπίση, θα σβύση το πυκνό αυτό σκοτάδι που με καταπλακώνει… αχ! ποια ευμορφιά, ποια χάρι, θα μου ξαναδώση το γλυκό της ερημιάς πόθο…
Όσο, όσο ωραία, όσο αθάνατα, κι αν ήσθε σεις γλυκά μου χώματα, αγαπημένα δένδρα μου, όσο κ΄αν μου δείχνετε τόρα ΄ς τα μάτια μου τη βαθειά γαλήνη του ολογάλανου ουρανού που σας σκεπάζει ψηλά, ψηλά ολοξάστερος, όσο να δείχνετε ΄ς τα μάτια μου πως η ανεμοζάλη του χειμώνος δεν έχει τόπο εδώ πέρα, τόρα, η ανεμοζάλη της ζωής μου, η πληγή της καρδιάς μου, δεν βρίσκει πειά παρηγοριάς βάλσαμο σιμά σας…
Αχ! ποια δύναμι θα μου ξαναδώση την επιθυμιά να ξαναζήσω μαζί σας, μαζί με σας που δεν αλλάξατε ακόμα, ενώ εγώ μοναχά άλλαξα… άλλαξα τόσο!
Μοιάζει η ζωή μου, τόρα, με τη θλιμμένη σκιά του διαβάτη, που ξαπλώνεται πίσω του θλιβερή, και φεύγει ΄ς τα βήματά μου, σαν άψυχο στιγμής όνειρο, σαν πικρή, θλιβερή απάτη του οφθαλμού…
Φευγάτε, φευγάτε, χελιδόνια μου, μακρυά μου·  τα κλαδιά της ακακίας, τα κλωναράκια της τριανταφυλλιάς, σας προσκαλούνε ν΄αγαπήσετε, να ψάλλετε … Φευγάτε, φευγάτε, γλυκά μου χελιδόνια, μακρυά μου. Η πίκρα, και ο πόνος δεν εγεννήθηκανε για σας. Κ΄εσείς μοσχομύριστα, μαγικά, τριαντάφυλλα που με κοιττάτε εύμορφα, εύμορφα δεν μου ξανοίγετε σαν μια φορά της ζωής την ευτυχία, δεν μου συνεπαίρνετε τη καρδιά μου ΄ς το άρωμα σας, και τα χείλη μου δεν έχουνε πειά τη δύναμι να σας υψώσουνε τον αθάνατο ύμνο σας. Αχ! άλλαξα, άλλαξα! …
Έτσι εμοσχοβολούσανε σαν τη μαγική αναπνοή σας και τα φιλήματά της, έτσι μ΄εμεθούσε κ΄η αγκαλιά της, σαν τη γλυκειά μέθη, που χύνετε τριγύρω… Γλυκειά μου ρεμματιά, αχ! έτσι μ΄αποκοίμιζε ο ήχος της φωνής της, ευτυχισμένον ΄ς στα στήθη της, σαν το αθώο μουρμούρισμά σου… Γλυκειά μου ερημιά, την ίδια γαλήνη της ευτυχίας σου, εσκορπούσε ΄ς τα στήθη μου η γλυκειά αναπνοή της… Γλυκό γαλανό του ουρανού χρώμα, το χρυσό χαμόγελό σου, αχ! τώβρισκα όλο, όλο μες  ΄ς την όψι της, ΄ς το μαρμάρινο κορμί της, ΄ς τη μαγική αρμονία της θείας ευμορφιάς της…
Μην ήσαστε κ΄εσείς όνειρο, τυφλή απάτη, σαν τον ψεύτικο έρωτά της, σαν την ανύπαρκτη αγάπη της; … Α! όχι! όχι! Αγαπημένα μου μέρη, γλυκειά μου αθάνατη φύσι, δεν θέλω να πιστέψω σε μια τέτοια σκληρή σκέψι… Είσασθε ωραία, μαγικά, αθάνατα, πάντα. Μονάχα ο έρωτάς της ήτανε όνειρο, πικρό όνειρο που έσβησε ογλήγωρα για ΄κείνη, κ΄έμεινε άσβυστο, διάπυρο, για μένα… όχι! όχι! σεις… εγώ, εγώ μονάχα άλλαξα, άλλαξα!
Θλιβερό, ολόπυκνο, απελπισμένο της καρδιάς μου σκοτάδι, χύσου ολόκληρο τριγύρω ‘ς τα μάτια μου, σβύσε το φως της ψεύτρας ελπίδας, που φωτίζει κάποτε τη σκοτεινειά μου. Σαν σκληρό περιγέλοιο, αποκοίμιζε το νου μου, τη ψυχή μου, τη καρδιά μου μέσα ΄ς τη μαύρη απελπισιά μου. Μη με κάνης να νοιώσω τόρα τη λύπη ΄ς τη ψυχή, και το δάκρυ ΄ς τα μάτια, ΄ς τ΄αγαπημένα αυτά μέρη… Χύσου, χύσου θλιβερό, ολόπυκνο, απελπισμένο της καρδιάς μου σκοτάδι, και σβύσε μου, σβύσε μου τη ζωή μου, την άχαρι αυτή ζωή, που παραδέρνει μέσα ΄ς τη σάρκα μου με σκληρές ενθύμησες, και με πικρά, θλιβερά ονείρατα…
Σ΄αγάπησα! σ΄αγάπησα!... για να ξυπνήσης ένα πρωί  απ΄την αγκαλιά μου, και να ριχτής ολόχαρη ‘ς τα χέρια άλλου…
Σ΄αγάπησα! σ΄αγάπησα!... σου έβαλα, ημερωμένος, δούλος σου, δειλά, ΄ς την αγκαλιά σου, ΄ς τα πόδια σου, και τη λύπη μου, και τη χαρά μου; Και τα δάκρυά μου, και τα γέλοια μου, και της νειότης μου τα χαρίσματα, και το νου μου, και τη καρδιά μου, και τη ψυχή μου, και τα όνειρά μου, τα φτωχά όνειρά μου, και το κρυφό σαράκι, τον αχόρταγο πόθο αυτής της δόξας, και όλη την αρμονία της πλάσης, που εθωρούσαν ζωντανή, γύρω μου της νειότης μου τα μάτια, σ΄αγάπησα! σ΄αγάπησα!... για να ξυπνήσης ένα πρωί από την αγκαλιά μου και να ριχτής ολόχαρη, ΄ς τα χέρια άλλου…
Σ-αγάπησα! σ΄αγάπησα! … σ΄εστόλισα με όλη την αθάνατη της φύσης την ωραιότητα, σου έβαλα ΄ς τα μαλλιά σου του ουρανού τον ήλιο, ΄ς τα μάτια σου το φως του ολόκληρο, ΄ς τα χείλη σου της αυγής το χαμόγελο, ΄ς την όψι σου όλες τις θωριές, που συχναλλάζει το βράδυ η δύσι, ΄ς τα στήθη σου, Νεράϊδα μου ! τον λαγαρότερο αφρό που αφίνει κατρακυλίζοντας το ποτάμι από ψηλό βράχο, ΄ς το σώμα σου το φως, που χύνει το μάρμαρο φεγγαροστολισμένο τη νύχτα, ΄ς τα πόδια σου το απαλότερο της γης χορτάρι, τα ευμορφότερα, τα πειό μαγικώτερα, τα πειό μοσχομύριστα, τα πειό ωραία λουλούδια κι΄άνθη που βγάζει της γης η σφαίρα, ΄ς το γλυκύτερο φύσημα τ΄αεριού, και η αγάπη μου, η ονειρευτή μου αγάπη, η ουράνια, η ασώματη, που έχει πατρίδα άγνωστη, αθώρητη σ΄ανθρώπινο μάτι, σε περίχυσε, σε καταστάλαξε, σ΄εφωτοστόλισε, όλη, όλη, με το ασύγκριτο φύσημά της, σ΄αγάπησα ! σ΄αγάπησα ! … για να ξυπνήσεις ένα πρωί από την αγκαλιά μου, και να ριχθής, αχ! και να ριχθής ολόχαρη ΄ς τα χέρια άλλου…
Σ΄αγάπησα! σ’αγάπησα! και σε ζητώ, σε ζητώ ωϊμένα! … κι΄όταν σε θωρώ σ΄αντικρύζω ‘ς το πλάϊ άλλου να προβαίνης ολόχαρη, πεταχτή, με το ολόχρυσο κεφάλι σου ψηλά, με τα ωραία σου μάτια, τα δαιμονισμένα αυτά σου μάτια, που πλέει μέσα του ακαίρηα η πρόσκαιρη ηδονη, ακαίρηος ο έρως, ο ψεύτικος έρως αυτού του κόσμου, να γλυκογελούνε, και να μου κρυφορρίχνουνε μία μόνη φτερωτή, ευσπλαχνική ματιά, και να περνάη, να διαβαίνη, αφρόντιστος ολόγυρα ο κόσμος, και να σας κυττάζουνε, όλοι, όλοι, σαν να θέλουν να πούνε:
- Για δες ευτυχισμένο ταίρι!...
Εγώ, εγώ, λησμονημένος άνθρωπος, φτωχός διηγηματογράφος, ένα μυρμήγκι της γης, σας κυττάζω, σας κυττάζω κ΄εγώ, σταυρόνω απελπισμπενα τα χέρια ΄ς τα στήθη, κι άφίνω να σκορπιέται, να τρεμοσβύνη ΄ς τα χείλη μου ένα φτωχικό χαμόγελο…
Αχ! Να ημπορούσες να ένοιωθες τότε το χαμόγελό μου εκείνο! …
Σ΄αγάπησα! σ’αγάπησα! και σε ζητώ, σε κλαίω, σε φωνάζω, αδιάκοπα, ‘ς τη φοβερή της κλίνης αγωνία, ΄ς τον τρομασμένο ύπνο μου, ΄ς το θλιβερό μου ξύπνο, ΄ς το γλυκό, ΄ς το ατίμητο της αυγής χαμόγελο, ΄ς τη γλυκειά  της ημέρας λάμψι, ΄ς την αληθινή, ΄ς την ατελείωτη, ΄ς την άπειρο λάμψι, που ξανοίγει η από μια θεία δύναμι προικισμένη ψυχή, σαν να υψώνεται ολόφτερη ΄ς τον άπλαστον αιθέρα, ΄ς τη μαύρη, ΄ς τη σκοτεινή ζωή της ερημιάς μου, στους θλιβερούς τοίχους της ολομόναχης καμαράς μου, ‘ς τα τρυφερά λαλήματα των πουλιών, ΄ς τα γαλανά κύματα της θάλασσας, ΄ς των αστεριών τη διαμαντένια λάμψι, ‘ς τη δροσιά και ΄ς τη χάρι του κρίνου, ΄ς το βραδυνό αργοπέσιμο του ήλιου, σ΄αγάπησα, σ΄αγάπησα, και σε ζητώ, σε ζητώ, ωϊμένα! ΄ς τη κάθε στιγμή της ζωής μου… κι΄όταν σε θωρώ να προβαίνεις εμπρός μου ολόχαρη, πεταχτή, με το ολόχρυσο κεφάλι σου ψηλά, με τα ωραία σου μάτια, τα δαιμονισμένα αυτά μάτια σου, που πλέει μέσα τους ακαίρηα η πρόσκαιρος ηδονή, ακαίρηος ο έρως, ο ψεύτικος έρως αυτού του κόσμου, να γλυκογελούνε, και να του κρυφορρίχνουνε μια μόνη φτερωτή, ευσπλαχνική ματιά, νοιώθω ΄ς τα στήθη μου τότε τη μεγάλη μου λύπη, να μου ροφάη το αίμα μου όλο, όλο, μέσα ΄ς τη καρδιά μου, και τη ψυχή μου, το νου μου να σ΄αφαιρούνε, αλλοίμονο! νη σου ξεγυμνώνουνε όλη την αιθέρια λάμψι, που σου εχάρισα, που σε εφωτοστόλισα, άλλοτε, και τα μάτια μου σε θεωρούνε γυμνή, ολόγυμνη πειά, αληθινή γυναίκα, πλάσμα της γής, ανθρώπινη σάρκα, χώμα ίδιο, του ανυπόμονου τάφου τροφή και χόρτασμα, και χωρίς να θέλω, ενώ προσπαθώ, πασχίζω, να σε ξαναστολίσω πάλι, του κάκου! να σ΄ανυψώσω ψηλά… ψηλά, εκεί που σ΄είχε ανεβάση η πρώτη αγνή, ολόθερμη, ορμή της αγάπης μου, νοιώθω να ξεφεύγουνε, να κυλούνε, πύρινα τα δάκρυά μου ΄ς το πρόσωπό μου, και σε κλαίω, σε κλαίω με διπλό πόνο, σκληρή, χαμένη, αγάπη!...
Αχ! Να ημπορούσες να ένιωθες τότε τα δάκρυά μου εκείνα! …

  Λυκοράχια, 22 Απριλίου 1891

 

Πηγές

http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/eklekta_myth

Η Πλειάς αποτελεί σήμερα την βασική Ψηφιακή Συλλογή ιστορικών Ελληνικών περιοδικών της Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του Πανεπιστημίου Πατρών (ΒΚΠ)


https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B1%CF%80%CE%B1%CF%83%CF%84%CF%81%CE%AC%CF%84%CE%B5%CE%B9%CE%BF_%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CF%80%CE%AC%CF%81%CE%BA%CE%BF
Παπαστράτειο δημοτικό πάρκο


Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

Η γιαγιά Σοφία

Απ’ το βιβλίο του Νίκου Παπαγεωργίου «Τρία χρόνια με τον παππού και τη γιαγιά Κατοχή ΄41 - ΄43»  Αθήνα 2020

H γιαγιά Σοφία

Στα νιάτα της ήταν εργάτρια
στο κτήμα του παππού.
Αγαπηθήκανε.
Παντρεύτηκαν κρυφά.
Τη γιαγιά δεν την ήθελαν τ'αδέλφια
του παππού
Μετά την αγάπησαν.
Μπήκε ένας άγγελος στο σπίτι τους.

Σοφία Γραβάλου Χατζοπούλου (1890-1968)

Η γιαγιά Σοφία γέννησε το Γιάννη, τη μάνα μου Θεοφάνη, την Ελένη,
τον Πάνο, τη Ρήνα, την Φιφή, τη Μάνθα και τον Σωτήρη.
Η γιαγιά.
Μιά τεράστια αγαθή μάνα που
σκέπαζε προστατευτικά όλο το σπίτι.
Ένας άγγελος με χέρια σκληρά,
ροζιασμένα.
Με φαγωμένα νύχια.
Το φουστάνι της μοσχοβολούσε
απ'τα μυρωδάτα ξύλα του μαγεριού.
Το μαγεριό.
Το βασίλειο της γιαγιάς και της
μάνας μου.
Η μάνα βοηθούσε.
Μαγείρευαν για τόσα στόματα.
Στο υπαίθριο μαγεριό του Ζαπαντιού.
Στο μαυρισμένο μεγάλο τσουκάλι
και στις δύο μεγάλες ψησταριές
και στο στρογγυλό, καμωμένο από
λάσπη φούρνο.

Το αγαπημένο μας φαγητό.
Ντομάτες με αυγά και πιτσούνια.
Από τους περιστεργιόνες.
Κάτι ξύλινα κουτάκια στη σειρά
γεμάτα άχυρο κάτω από τα κεραμίδια
του σπιτιού.
Τα περιστέρια πολλά.
Πολλά και τα πιτσούνια.
Τις Κυριακές ο κρασάτος κόκορας
με χυλοπίτες.
Και τραχανάς γλυκός χοντροκομμένος.
Τα κουνέλια λιγοστά
φύγαν και γίναν άγρια.
Και οι πίτες
και οι κουλούρες στο φούρνο.
Κουλούρες με σιτάλευρο και τυρί,
και πηρουνιές για στόλισμα.
Η μάνα μάζευε άγρια χόρτα.
Ραδίκια, λάπατα και λεβουδιές.
Γονατιστή στη ξύλινη σκάφη
ζύμωνε το ψωμί,
με το προζύμι που “έπιανε” από βραδύς.
Μετά με κείνο το ξύλινο αυγό
μαντάριζε τις ξαναμπαλωμένες κάλτσες μας.
Η γιαγιά έφτιαχνε  και “μπελντέ”
για το χειμώνα.
Λειωμένες κόκκινες ντομάτες
σε ταψιά στον ήλιο.

Λατρεύαμε τις πίτες της γιαγιάς.
Με τα λιτά υλικά της κατοχής
και με καλαμποκάλευρο.
“Μπαζίνα”,  πηχτός χυλός στην κατσαρόλα
με μαύρες σταφίδες.
“Κατσαμάκι”, καλαμποχυλός με κρεμμύδια
στο τηγάνι.
“Μπομπότα”,  καλαμποκόπιτα με
μαύρες σταφίδες.
Οι μαύρες σταφίδες παντού.
Και η “Μπλατσάρα”.
Πίτα με καλαμποκάλευρο και άγρια χόρτα.

Όταν η γιαγιά μαγείρευε, φύσαγε τη φωτιά
σκυμμένη λοξά
και με ιδρωμένο μέτωπο.
Στα μάτια της έτρεχαν δάκρυα.
Όλοι λέγαν πως ήταν από τον καπνό
της φωτιάς...

Δεν θυμάμαι η γιαγιά να τραγούδησε
ποτέ
Όμως ακούω ακόμα
το “που-πουλ-πουλ” που φώναζε
στις κότες,
να κουρνιάσουν αργά το απόγευμα.

Ήμουνα περήφανος για τη γιαγιά μου.

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

ΙΟΥΛΙΑΝΑ 1965

 Τα θλιβερά γεγονότα της Νέας Σμύρνης αυτών των ημερών μου’φεραν στο νου ένα περίεργο γεγονός που συνέβη στη δεκαετία του ’60. Είχα τότε ένα γάτο, το Ρίκο, που αγαπούσα πολύ. Κάποτε αρρώστησε, άρχισε να χάνει το τρίχωμα, ο κτηνίατρος μας έδωσε μια κρέμα και μας συμβούλεψε να πάρουμε ένα κολάρο για γάτους ώστε το ζώο να μην μπορεί να γλύψει την αλοιφή. Που να βρεις όμως ένα κολάρο για γάτους το 1965;   Ο πατέρας μου πληροφορήθηκε ότι υπήρχε ένα μαγαζί στο Θησείο,  στο Μοναστηράκι, δεν θυμάμαι ακριβώς, που πούλαγε τέτοια κτηνιατρικά περίεργα. Δέχτηκε μάλιστα να με πάρει να ψάξουμε μαζί για το μαγαζί την επόμενη. Οι μέρες ήταν πονηρές, μόλις είχε παραιτηθεί ο Γ.Παπανδρέου και άρχιζαν τα Ιουλιανά. Η μητέρα μου ήταν ήδη ψυλλιασμένη και προσπάθησε να μας αποτρέψει, «που πας το παιδί στις διαδηλώσεις», ενώ ο πατέρας μου την καθησύχασε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος. Την άλλη μέρα μετά από πολλά βρήκαμε το κολάρο (που τελικά αποδείχτηκε στενό για το λαιμό του Ρίκου) και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. 

Ο Πάνος Χατζόπουλος το 1965

Κάπου στο Μοναστηράκι συναντήσαμε μια μεγάλη παρέα που κουβαλούσε αυτοσχέδια πλακάτ, μουσαμάδες με συνθήματα «114» και άλλα τέτοια, μερικοί απ΄αυτούς γνώριζαν τον πατέρα μου -προφανώς ΕΔΑϊτες- και είχαν οικειότητα, πιάσανε συζήτηση, περπατώντας μαζί στην οδό Μητροπόλεως έβλεπα ότι μαζευόταν όλο και πιο πολύς κόσμος που πήγαινε προς το Σύνταγμα. Στο ύψος του τότε Υπουργείου Παιδείας, εκεί που είναι ενσωματωμένο το εκκλησάκι της αγίας Δύναμης, ξεπετάχτηκαν καμμιά τριανταριά αστυνομικοί με κλομπ, αγριεμένοι και φωνάζαν «πίσω, πίσω κομμούνια, από ΄δω δεν περνάτε». Από πίσω ερχόταν άλλος κόσμος που μας έσπρωχνε όλο και πιο πολύ προς τους αστυνομικούς, άρχισα να φοβάμαι αλλά δεν τόλμησα να πω τίποτε. Οι διαδηλωτές φώναζαν, σήκωναν τα πλακάτ, προσπαθούσαν να περάσουν μπροστά. Οι αστυνομικοί πλήθυναν, έκαναν κλοιό και έδερναν -χωρίς πολύ ζήλο- όποιον πήγαινε να περάσει. Εκεί που η κατάσταση είχε γίνει αφόρητη ακούστηκε μια φωνή πίσω από τον αστυνομικό κλοιό: «Βρε Πάνο, τι κάνεις βρε παιδί, πόσα χρόνια δεν βλεπόμαστε…» και εμφανίστηκε ένας γαλονάς χαμογελαστός απευθυνόμενος στον πατέρα μου, «είσαι με τα καλά σου, έφερες το παιδί σε διαδήλωση, έχουμε διαταγή να βαρέσουμε σήμερα, πάρτο και φύγε». Σύξυλοι οι μπάτσοι δεν ξέραν τι να σκεφτούνε, κατέβασαν τα χέρια και κοίταγαν άπρακτοι. Αλλά και οι διαδηλωτές άρχισαν να κοιτάνε με περίεργο τρόπο τον πατέρα μου, πιθανώς τον πήραν για χαφιέ, πάντως εμείς χαιρετίσαμε τον αρχιμπάτσο και αποχωρήσαμε. Όπως μου εξήγησε ο πατέρας μου αργότερα, τον αστυνομικό αυτό τον είχε γνωρίσει όταν δούλευε στη ΧΡΩΠΕΙ (το 1958) και εμείς μέναμε στο Χολαργό, κάθε μέρα έπαιρναν το ίδιο λεωφορείο, συζητούσαν σε όλη τη διαδρομή, ο αστυνομικός ήταν ρουμελιώτης, οι Γερμανοί του΄χαν σκοτώσει τον αδελφό μερικές μέρες πριν πέσει το μέτωπο το 1941, διάβαζε κρυφά «Τα Νέα», ασχολιόταν με λογοτεχνία, τέλος πάντων δεν ήταν φασιστόμουτρο. Αργότερα μάθαμε ότι επί δικτατορίας έπεσε σε δυσμένεια και τελικά αναγκάστηκε να παραιτηθεί.  Λυπάμαι αλλά όσο και αν προσπάθησα δεν κατάφερα να θυμηθώ το όνομά του.

Πρωτοσέλιδο της "Ελευθερίας" της 22 Ιουλίου 1965
Τα πράγματα πήραν δραματική τροπή τις επόμενες μέρες. Την Τετάρτη 21 Ιουλίου στις δέκα το βράδυ στη διασταύρωση των οδών Σταδίου και Χρήστου Λαδά δολοφονήθηκε ο αγωνιστής Σωτήρης Πέτρουλας, ιδρυτικό μέλος της Νεολαίας Λαμπράκη. Την άλλη μέρα οι συμπολιτευόμενες εφημερίδες έγραφαν ότι υπεύθυνη για το θάνατο του φοιτητή ήταν… η ΕΔΑ (βλέπε τίτλο της «Ελευθερίας» της 22-7-1965). Οι κακή συνήθεια της στρεβλής πληροφόρησης δεν είναι σημείο των καιρών μας, υπήρχε από τότε. Μιά αρκετά αντικειμενική περιγραφή των Ιουλιανών και της Αποστασίας του 1965 μπορείτε να βρείτε στη Βικιπαίδεια.

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

Ταξίδι στην Κέρκυρα - 1969

 Το 1969 στάθηκε μιά πολύ δύσκολη χρονιά για μένα. Έχασα το ενδιαφέρον για τα μαθήματα, άρχισα να χάνω  τον καιρό μου στα σφαιριστήρια, ξεκίνησα τις  “κακές” συναναστροφές, έκανα κοπάνες από το σχολείο, με δυσκολία κατάφερα να περάσω τελικά την τρίτη γυμνασίου. Έδειχνα μεγαλύτερος από την ηλικία μου (14 χρόνια κλεισμένα) και με το εφηβικό μου το μυαλό πίστεψα ότι θα μπορούσα να κατακτήσω μια γειτόνισσα που ήταν δυό χρόνια πιό μεγάλη από μένα. Άρχισα να της στέλνω χαρτάκια με ποιήματα και τσιτάτα παρμένα από δω και από κει. Μοιραία ένα απ΄ αυτά τα ραβασάκια έπεσε στα χέρια του πατέρα μου, που κάνοντας τον θυμωμένο με γελοιοποίησε με τον τρόπο του: χωρίς να πει τίποτε πήρε επιδεικτικά μπροστά μου στο τηλέφωνο τη θεία Σέντα  για να τη διαβεβαιώσει γελώντας ότι δεν έπρεπε να ανησυχεί,  « … ο Γιάννης άρχισε να γράφει ποιήματα, προς το παρόν κάνει προπόνηση με ραβασάκια στις παραδουλεύτρες» (η Βιργινία - έτσι τη λέγαν την κοπέλα- δούλευε πράγματι παραδουλεύτρα σε σπίτια).
Το ειδύλλιο δεν είχε βέβαια καλή εξέλιξη, η κοπέλα δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στα αισθήματα μου, κι΄εγώ πέρα από την απογοήτευση είχα  να αντιμετωπίσω και τις επικρίσεις  των γονιών μου.





Σαν σανίδα σωτηρίας έφτασε η πρόταση της αδελφής του πατέρα μου, θείας Φιφής να πάω μαζί τους εκδρομή στην Κέρκυρα. Η Άσπασία (Φιφή) ήταν παντρεμένη με τον Γιάννη (Γιάννο) Μεντή και είχαν ένα παιδί, τον Κώστα, που ήταν ακριβώς ένα χρόνο πιο μικρός από μένα και με τον οποίο είχα απόλυτη -ενστιχτώδη- σύμπνοια.
Ταξιδέψαμε άνετα και άψογα, ο Γιάννος είχε τότε ένα Opel Kadett B που το φρόντιζε σαν κόρη οφθαλμού. Σταματήσαμε στην Πάργα, περάσαμε από τα Γιάννενα και καταλήξαμε στην Κέρκυρα. Οι Μενταίοι αποφάσισαν ότι ήταν πιο ωραία να διανυκτερεύουμε έξω από την πόλη, οπότε πήγαμε σε ένα ωραίο παραθαλάσσιο μέρος λίγο πιο έξω, στη Δασσιά. Ήταν άλλες εποχές, τότε δεν υπήρχαν τα smartphone, ούτε υπήρχε η συνήθεια να καταγράφουμε με κάθε λεπτομέρεια τα ταξίδια και τις διακοπές, βγάλαμε μερικές φωτογραφίες υποφερτής ποιότητας με μία Kodak instamatic.
Οι Μενταίοι ήταν μεθοδικοί  τουρίστες, είχαν μαζί τους ταξιδιωτικό οδηγό και μέρα με τη μέρα επισκεφτήκαμε όλα τα αξιοθέατα του νησιού. Έλα όμως που η Δασσιά ήταν απόμερο μέρος και το βράδυ εμείς οι νεαροί πεθαίναμε από ανία. Κάπου εκεί κοντά υπήρχε ένα νυχτερινό κέντρο και μια ορχήστρα έπαιζε μέχρι αργά μοντέρνα ξένη μουσική της εποχής,
James Brown, Rocky Roberts και τα τοιαύτα. Εμείς στο ξενοδοχείο ακούγαμε τη μουσική που ερχόταν από μακριά και καθόμαστε σε αναμμένα κάρβουνα.  Να πάμε στο κέντρο ήταν αδιανόητο, πρόσβαση είχαν μόνοι οι ενήλικες. Δεξιά κι αριστερά το κέντρο είχε ψηλές μάντρες που έφταναν μέχρι την παραλία, ώστε απ΄έξω δεν φαινόταν ούτε καν η αυλή με τα τραπέζια και την ορχήστρα. Τελικά ο Κωστάκης, πιό πονηρεμένος από μένα βρήκε πέρασμα από την παραλία, βραχήκαμε λίγο αλλά περάσαμε από την άλλη μεριά, κρυφτήκαμε δίπλα σε κάτι βάρκες και απολαύσαμε τη ζωντανή μουσική για ώρες.  Μιά άλλη φορά μας πέρασε από το νου ότι έπρεπε να πάμε κινηματογράφο, που φυσικά δεν υπήρχε στη Δασσιά, οπότε η λύση ήταν να πάμε στην πόλη, 14 χιλιόμετρα απόσταση. Χωρίς κανένα δισταγμό αργά το απόγευμα πήραμε το δρόμο και σιγά σιγά φτάσαμε στην Κέρκυρα με τα πόδια. Δυσκολευτήκαμε να βρούμε τον κινηματογράφο, όλο κάναμε γύρους και όλο βρισκόμαστε ξανά στο λιμάνι, τέλος πάντων στο τέλος φτάσαμε. Είδαμε μάλιστα μια σοβαρή ταινία που πιστεύω ότι πρέπει να ήταν ακατάλληλη για ανηλίκους, το «Εν ψυχρώ» του  Richard Brooks  απ΄το γνωστό βιβλίο του Truman Capote. Επιστρέψαμε με ωτο-στοπ, άλλη περιπέτεια και αυτή, σταθήκαμε τυχεροί και φτάσαμε σχεδόν αμέσως. Οι γονείς του Κώστα δεν ήταν φορτικοί και -σε διαφορά με τους δικούς μου- του άφηναν αρκετή ελευθερία, για την περιπέτειά μας με τον κινηματογράφο δεν είπαν τίποτε.
Αυτές ήταν οι πρώτες διακοπές που έκανα με τον Κώστα, που όμως δεν τέλειωσαν εκεί, ήδη μετά από μερικές μέρες, στις αρχές Αυγούστου οι δυό μας  πήγαμε σε οργανωμένη κατασκήνωση στον Κάλαμο Αττικής όπου κυριολεκτικά εξοκείλαμε, νέες γνωριμίες, φλερτ, περιπέτειες, αλλά γι΄αυτή την ιστορία θα μιλήσω άλλη φορά.

 

Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ ΚΑΙ ΜΠΟΕΜ - 1893

 Διεξοδικό και άκρως κατατοπιστικό άρθρο του -νεαρού τότε- Γιώργου Βαλέτα, που μιλάει για μια άγνωστη πτυχή της φιλολογικής ζωής του Μήτσου Χατζόπουλου.  

ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ 11-11-1936
ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Κρυστάλλης και Μποέμ

Ο Μήτσος Χατζόπουλος, που αυτές τις μέρες θρηνούμε το θάνατό του, ανήκει στην  πρωτοπορεία του νεοελληνικού διηγήματος. Είναι από τους νέους εκείνους που ακούσανε μ’ανοιχτή ψυχή το κήρυγμα του Ψυχάρη κι ονειρευτήκανε να δώσουν στον τόπο μας πεζό λόγο.
Ο Μποέμ κατέβηκε στην Αθήνα γύρω στα 1890, από το Αγρίνι, και γνωρίστηκε αμέσως με τους φιλολογικούς κύκλους μέσον του αδερφού του Κώστα. Γνωρίστηκε και συνδέθηκε με τους νέους λογίους του καιρού του, που τον εχτιμήσανε και τον αγαπήσανε από τις πρώτες λογοτεχνικές εμφανίσεις.

Απ’ τους πρώτους σχετικούς και φίλους του Μποέμ στην Αθήνα ήταν ο Κώστας Κρυστάλλης. Οι δύσκολες μέρες της ανέχειας και της στενοχώριας του είχαν πιά περάσει. Είχε βρη δουλειά ταχτική στους Σιδηροδρόμους κι είχε εξασφαλισμένο το ψωμί του. Παράλληλα άρχισε να γίνεται γνωστός στους φιλολογικούς κύκλους και σιγά σιγά να επιβάλλεται με τα τραγούδια του τα δροσερά και τα ηπειρωτικά του ηθογραφήματα. Κι είχε σχηματισμένη μια μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και για το έργο του ο νεαρός Κρυστάλλης. «Μπροστά σ’αυτό, έγραφε σε ιδιωτικό του γράμμα, ο ρωμαντισμός  του Παράσχου, η φιλοσοφία (!) του Παλαμά και ο συμβολισμός (;) του Στεφάνου είναι κολοκύθια νερόβραστα» (1). Ψηλότερά του έβλεπε μονάχα το Βαλαωρίτη στην ποίηση και τον Καρκαβίτσα στο διήγημα (2). Άλλος κανείς δεν μπορούσε να βγη μπροστά του!  Είναι τα πρώτα ξεπετάγματα του ανθρώπου με τις απόλυτες φιλοδοξίες και τις εγωκεντρικές αντιλήψεις. Κι είχε στο βάθος της ψυχής του πραγματικά έναν αθεράπευτο εγωϊσμό ο απλός, ο σιγανός, ο αθόρυβος, ο ντροπαλός εκείνος βλάχος με τη γκλίτσα στο χέρι και με το βουνίσιο και χωριάτικο αέρα στη φυσιογνωμία και σ΄όλα του τα φερσίματα. Το κακό όμως είναι πως ο εγωϊσμός αυτός ρου Κρυστάλλη βγήκε την αντίσταση και συγκρούστηκε με τον ιδιότυπο χαρακτήρα, την ατίθαση ψυχή και τη νεανική φιλοδοξία του Μποέμ.
Ο Μποέμ κι αργότερα απ΄ τον Κρυστάλλη ήρθε στην Αθήνα, και μικρότερός του στα χρόνια ήταν (3) και το έργο και τη φήμη του Κρυστάλλη δεν είχε ακόμα. Οι πρώτες του λογοτεχνικές εμφανίσεις ήταν κάτι σύντομα και καλογραμμένα διηγήματα στις εφημερίδες και τα περιοδικά, ιδίως στον «Παρνασσό» του 1890-1893, που δεν περάσανε απρόσεχτα, μα και τον Κρυστάλλη δεν τον αφήσανε ασυγκίνητο. Του αρέσανε, και μ΄επιείκεια διδασκάλου χαρακτήριζε τον Μποέμ «καλόν διηγηματογράφον εν τη δημώδη γλώσση εξ Αγρινίου» (4). Η στάση αυτή του Κρυστάλλη μπροστά στις πρώτες δοκιμές του Μποέμ, εξοικονομούσε τις ατομικές φιλοδοξίες και των δυό, γι αυτό άνοιξε το δρόμο μιάς στενής προσωπικής φιλίας ανάμεσα στους δύο νέους λογίους και τους εξασφάλισε ομαλώτερες φιλολογικές συζητήσεις. Στο βάθος όμως υπήρχε κάποια αντιζηλία, που φανερωνόταν μόνο με τη μορφή άμιλλας και συναγωνισμού φιλολογικού. Αυτό τον καιρό μάλιστα (1892-1894), που ο Κρυστάλλης αφιερώνεται περισσότερο στο διήγημα και στον πεζό λόγο, ο Μποέμ τον παρακολουθεί βήμα προς βήμα με τα διηγήματά του.
Η φιλολογική όμως ρήξη των δυο νεαρών διηγηματογράφων της νέας μα φιλολογικής αναγέννησης δεν άργησε να γίνει. Ο Μποέμ, άνθρωπος ανήσυχος και προσωπικός, παρακολουθούσε τη γαλλική λογοτεχνία από σύγχρονα περιοδικά. Διάβαζε επιδειχτικά τα γαλλικά, μιλούσε με στόμφο για τη διεθνή φιλολογική κίνηση, τόνιζε, κατηγορούσε ή επαινούσε, ξένα φιλολογικά ονόματα και γεγονότα, σχολίαζε ζητήματα και καμώματα. Ο Κρυστάλλης ιδέα δεν είχε απ΄αυτά τα πράγματα. Γλώσσα δεν ήξερε, κι αυτό τον στενοχωρούσε πολύ. Μιλά με βαθύ παράπονο σε ιδιωτικά του γράμματα για την έλλειψη του αυτή, και ζήτησε αργότερα να τη συμπληρώσει μαθαίνοντας γαλλικά.
Το Μάρτη του 1893 οι δυο νεαροί λόγιοι αποφασίζουν να παρουσιαστούνε στο κοινό μαζί, ενωμένοι, αγκαλιασμένοι, όσο κι αν τους χωρίζανε ένα σωρό μικροζητήματα προσωπικά και φιλολογικά. Την ιδέα αυτή του φιλολογικού συνεταιρισμού την έρριξε ο Μποέμ και την παραδέχτηκε με ενθουσιασμό και μ΄ευκολία ο Κρυστάλλης. Ο Μποέμ του έφερε ξένα παραδείγματα λογίων, που τυπώνουν τα έργα τους στο ίδιο βιβλίο και σημειώνουν μεγάλη επιτυχία. Εν τη ενώσει η δύναμις και η επιτυχία, θάλεγε ο Κρυστάλλης. Αποφασίσανε λοιπόν να τυπώσουνε τα έργα τους μαζί, να βγάλουνε τα διηγήματά τους στον ίδιο τόμο, με δυο ονόματα μπροστά, μ΄ένα τίτλο. Η συμφωνία τους προχώρησε  και στις λεπτομέρειες, ώστε βρέθηκε κι έγινε δεχτός κι από τους δυο ο τίτλος του κοινού έργου. «Πεζογραφήματα» θα το τιτλοφορούσανε. Οι πρώτες αποφάσεις ενθουσιάσανε και τους δυό, ώστε ο Κρυστάλλης σε λίγο ν΄αναγγέλνει επίσημα με συνέντευξή του στο κοινό τη νέα έκδοση και σε φιλικό γράμμα να ζητά να δικαιολογήσει και να εξάρει τη σημασία και τη σκοπιμότητά της.
«Δεν ηξεύρω αν εδιάβασες εις το «Άστυ» της Λαμπρής την συνέντευξί μου με τον συντάκτην του. Εκεί θα ιδής ότι μετ΄ου πολύ θα εκδώσω πεζά μου δημοτικά μαζύ με τα του εξ΄Αγρινίου καλού διηγηματογράφου εν τη δημώδει Μήτσου Χατζοπούλου, εις ένα τόμον επιγραφόμενον «Πεζογραφήματα». Και αυτό δε το έργον θα κάμη θόρυβον, διότι θα είναι όλον εις την δημοτική γραμμένο και θα περιλαμβάνη διηγήματα δυο συγγραφέων μαζύ, πράγμα  το οποίον συχνά γίνεται εις την Ευρώπη, εδώ δε δια πρώτην φοράν. Εις το ίδιο «Άστυ» θα ιδής ότι τώρα γράφω νέον μεγάλο ποιμενικόν ειδύλλιον, την «Γκόλφω», εις τρία μέρη διαιρεμένο. Αλλά θα αργήσω να το τελειώσω 1ον γιατί θα προηγηθεί η έκδοσις των «Πεζογραφημάτων» …» (5)
Ο ενθουσιασμός των πρώτων αποφάσεων για την κοινή αυτή έκδοση των διηγημάτων έμπλεξε στον καθορισμό των λεπτομερειών. Όταν, προπέρυσι, ο σοφός μου φίλος κ. Ηρ. Ν. Αποστολίδης μου ανάθεσε να γράψω για την Εγκυκλοπαίδεια τα άρθρα των αδελφών Χατζοπούλων και κυνηγούσα τον ιδιότυπο Μποέμ για να του ζητήσω πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του, σκέφτηκα, από τα καμώματα και τα παράξενα φερσίματά του, το φιλολογικό του συνεταιρισμό με τον Κρυστάλλη. Και τότε μεν στάθηκε αδύνατο, παρ΄όλες μου τις προσπάθειες και παρ΄όλη μου την επιμονή, να τον πετύχω και να πάρω τις πληροφορίες που ζητούσα, μ΄όλες τις υποσχέσεις που έπερνα κάθε φορά που τον έβλεπα,  γι΄αυτό και αγαναχτισμένος γύρισα τη σχετική εντολή του άρθρου του πίσω (6). Ωστόσο αργότερα, σε μια συνάντησή μας, μου μίλησε σε τόνο πολύ διαφορετικό και μου έδωσε πληροφορίες για διάφορα ζητήματα της φιλολογικής του ζωής. Σαν του έκανα λόγο για την έκδοση που σχεδιάζανε να βγάλουνε από κοινού με τον Κρυστάλλη, κοντοστάθηκε και, κουνώντας το κεφάλι του, μου είπε χαρακτηριστικά: «Οι νέοι είναι ασυμβίβαστοι, έχουν πολλές μικροφιλοδοξίες!» Μαλώσανε στον καθορισμό των λεπτομερειών, λ.χ. ποιος θα έμπαινε πρώτος, με πόσα διηγήματα θα συμμετείχε ο καθένας, ο Κρυστάλλης ήθελε κομμάτια, ο Μποέμ ανάλογα με το χώρο που έπιαναν. Τέλος όχι μονάχα δεν συμφωνήσανε, μα και τα χαλάσανε.
Τον άλλο χρόνο (1894) παρουσιαστήκανε ο καθείς ξεχωριστά, όπως ξεχωριστοί και διαφορετικοί στη νοοτροπία και στο χαρακτήρα ήταν και οι δυό. Ο Μποέμ έβγαλε τα διηγήματά του με τον τίτλο «Αγριολούλουδα». Ο Κρυστάλλης κράτησε τον παληό τίτλο της κοινής έκδοσης και τιτλοφόρησε τα διηγήματά του «Πεζογραφήματα». Και τα δυο βιβλιαράκια συμπαθητικά σ΄όλα τους, και η καινοτομία της κοινής έκδοσης «που θα γινόταν εδώ δια πρώτην φοράν» όπως έγραφε ο Κρυστάλλης, μ΄ενθουσιασμό, δεν έγινε ούτε τότε, ούτε αργότερα στα γράμματά μας (7). Κι΄αν τα έργα εκείνα βγήκαν  χωριστά, ενώνουνται τώρα μέσα στην ιστορία κι αδερφώνουνται στην εκτίμησή μας, γιατί και τα δυό αποτελούνε τις πρώτες αγκαθερές προσπάθειες, τα πρώτα βήματα του πεζού μας λόγου, που πρόδρομοι κι εργάτες του σταθήκανε οι δυο νεαροί λόγιοι. Πραγματικά, ο Κρυστάλλης άφησε τη συμβολή του στο νεοελληνικό διήγημα. Ο Μποέμ πάλι έδωσε αρκετά πράμματα στη γλώσσα και στην ηθογραφία μας  και μπορούσε χωρίς άλλο, όπως σημειώνει και ο κ. Χάρης, να δώσει περισσότερα, ανάλογα με τη δυναμικότητά του, που σπαταλήθηκε σε άλλους τομείς.
Γ.ΒΑΛΕΤΑΣ

(1) Κρυστάλλη Γράμματα, «Ιδέα» Β΄ (1933) σ. 233.
(2) Σε γράμμα του, ο.π. σ. 233.
(3) Γεννημένος στα 1872. Ο Κρυστάλλης στα 1868.
(4) Κρυστάλλη Γράμματα, ο. π. σ. 229-230.
(5) Κρυστάλλη Γράμματα, ο. π. σ. 229-230.
(6) Το έγραψε ο κ. Άγρας, αφού και κείνος δοκίμασε πολλές απογοητεύσεις στην προσπάθειά του να πάρει πληροφορίες από το Μποέμ. Τέλος τον εξοικονόμησε με τις υπάρχουσες, μ΄ένα σύντομο άρθρο του.
(7) Δεν ξέρω κανένα παρόμοιο παράδειγμα κοινής έκδοσης εκτός απ΄τα Μονόπρακτα του κυρίου και της κυρίας Δάφνη (Ελευθερουδάκης).