Κυριακή 20 Ιουνίου 2021

Το Περιοδικό “Η Τέχνη” 1898-1899 του Κ.Χατζόπουλου

 Στα τέλη της δεκαετίας του 1890 το σαλόνι του Κ. Παλαμά ήταν πόλος έλξης φτασμένων και εκκολαπτόμενων λογοτεχνών και διανοουμένων. Στο ιστορικό σπίτι της οδού Ασκληπιού, σχεδόν κάθε βράδυ συγκεντρώνονταν, συζητούσαν και διάβαζαν έργα τους σημαντικοί λογοτέχνες της εποχής, ο Α.Καρκαβίτσας, ο Γ. Βλαχογιάννης, ο Π. Νιρβάνας, ο Γ. Δροσίνης, ο Μ. Μαλακάσης, ο Γ. Καμπύσης, ο νεοελληνιστής Κ. Dieterich καθώς και ο Στεφ. Μαρτζώκης, ο Γ. Γρυπάρης, ο Λ. Πορφύρας, και βέβαια ο Κ. Χατζόπουλος.

Σε μία τέτοια σύναξη ο νεαρός τότε Χατζόπουλος, μόλις απολυθείς από το στρατό όπου υπηρέτησε σαν υπολοχαγός στον ατυχή πόλεμο του 1897, ανάγγειλε την απόφαση του να εκδώσει ένα φιλολογικό περιοδικό “με πυγμή” (έκφραση της μόδας εκείνη την περίοδο), που “δεν θα έμοιαζε με κανένα απ΄όσα υπήρχαν έως τότε” (1).

Το Νοέμβρη του 1898 κυκλοφόρησε λοιπόν το πρώτο τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού “Τέχνη”. Το περιοδικό ήταν γραμμένο αποκλειστικά στη δημοτική, πράγμα πρωτοφανές για την εποχή, σκοπός της έκδοσης ήταν η διάδοση της δημοτικής γραπτής γλώσσας και η εξοικείωση του ελληνικού επαϊοντος κοινού με τα σύγχρονα -τότε- λογοτεχνικά ευρωπαϊκά ρεύματα. Διευθυντής και εκδότης του περιοδικού ήταν ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος.

Στο περιοδικό έγραψαν τρανταχτά ονόματα, ο Πέτρος Βασιλικός (ψευδώνυμο του Κ. Χατζόπουλου), ο Κ. Παλαμάς, ο Ι. Γρυπάρης, ο Ν. Επισκοπόπουλος, ο Κ. Θεοτόκης, ο Γ. Καμπύσης, ο Α. Καρκαβίτσας, ο Μ. Μαλακάσης, ο Κ. Μάνος, ο Γ. Ξενόπουλος, ο Σ. Ραμάς, ο Α. Πάλλης, ο Α. Παπαδιαμάντης, οι αδελφοί Κ. και Σ. Πασαγιάνης, ο Λ. Πορφύρας, ενώ δημοσιέυτηκαν μεταφρασμένα έργα γερμανών και σκανδιναβών ως επί το πλείστον λογοτεχνών.

Με τα σημερινά μέτρα σύγκρισης μπορούμε να πούμε ότι η “Τέχνη” υπήρξε πρωτοποριακό, προοδευτικό (στο γλωσσικό τομέα), νεωτεριστικό περιοδικό, αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων, άνοιξε δρόμους προς τις σύγχρονες ευρωπαϊκές λογοτεχνίες, τάραξε την πνευματική ακινησία του τόπου, όταν όμως βγήκε αντιμετωπίστηκε εντελώς αρνητικά από την ελληνική κοινωνία. Ο τύπος, εφημερίδες και περιοδικά, το καταδίκασαν χωρίς καμία σχεδόν εξαίρεση, βασικά γιατί ήταν γραμμένο στη δημοτική. Αλλά και το στρατόπεδο των δημοτικιστών εμφανίστηκε διαιρεμένο, εξαιτίας βασικά του “βορειόφιλου” προσανατολισμού του περιοδικού. Στη διάρκεια της έκδοσης οι συνεργάτες του άρχισαν σιγά σιγά να διαφοροποιούνται, πολλοί αποχώρησαν, κυκλοφόρησαν συνολικά 12 τεύχη και το περιοδικό τελικά έκλεισε τον Οκτώβρη του 1899.(1) (9)
Αυτή η “βορειομανία” στον προσανατολισμό του περιοδικού δεν είχε πέσει από τον ουρανό, ήταν μιά τάση που είχε αρχίσει να έχει απήχηση σε σημαντική μερίδα των ελλήνων λογοτεχνών της εποχής. Για μια μερίδα των δημοτικιστών, οι βορινοί συγγραφείς αποτελούσαν έκφραση της ανάγκης ανανέωσης και διεύρυνσης των πνευματικών οριζόντων και η μετάφραση των έργων τους στη δημοτική χρησιμοποιήθηκε σαν όχημα στο γλωσσικό ζήτημα.
Δημιουργήθηκε έτσι ο όρος ‘ιψενογερμανισμός’ (8) που αναφέρεται στην τάση που είχε σαν σημεία αναφοράς τη γερμανική φιλοσοφία του Nietzsche και την σκανδιναβική λογοτεχνία με δεσπόζουσα μορφή τον Ibsen, τάση που εκφράστηκε αρχικά μέσα από το περιοδικό “Τέχνη” και αργότερα από το “Διόνυσο” και σε μικρότερο βαθμό από το “Περιοδικό μας”.
Η βαριά σκιά της ήττας του 1897 και η μετέπειτα κρίση έσπρωξαν πολλούς διανοούμενους της εποχής να πιστέψουν ότι θα μπορούσαν να δημιουργηθούν νέα εθνικά και πνευματικά δεδομένα με την αποδοχή του αυταρχικού - απολυταρχικού κηρύγματος του Νίτσε και την απομίμηση των γερμανών μιλιταριστών. Η “Τέχνη”, παρόλο που είχε σαν σκοπό της τη διάδοση της γλώσσας του λαού, χάραξε αριστοκρατική, αντιδραστική γραμμή και έκανε ότι μπορούσε για να χωρίσει την τέχνη από το κοινό της, το λαό. Η άποψη ότι η «υψηλή Τέχνη» προορίζεται για τους λίγους, όπως και ο απροκάλυπτος αισθητισμός, η στείρα ωραιολατρεία των συνεργατών της, συσκότισαν περισσότερο παρά βοήθησαν στην υποδοχή των νέων πρωτοποριών, προκαλώντας τελικά νέες διαφωνίες στο στρατόπεδο των δημοτικιστών.

Ο Γ. Κορδάτος είδε την “Τέχνη” απλά σαν ένα έντυπο που «θέλησε να χτυπήσει τη γαλλική επίδραση στα νεοελληνικά γράμματα». (2)
Αντίθετα ο Αιμ. Χουρμούζιος , έγραψε ότι και “τίποτε αν δεν είχε προσφέρει ο Χατζόπουλος στα γράμματα, με την ΄Τέχνη΄ και μόνο εξασφαλίζει την παρουσία του στο πάνθεον των ελλήνων λογοτεχνών”. (3)

Επικεφαλής του επιτελείου των τακτικών συνεργατών που συνέβαλαν δυναμικά στη χάραξη βασικών παραμέτρων καθοριστικών για την πορεία πλεύσης της Τέχνης, ήταν ο Κωστής Παλαμάς, ο οποίος έδωσε και το μεγαλύτερο αριθμό κειμένων και σφράγισε έντονα το περιοδικό με τη συνεχή παρουσία του, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο φύλλο.
Απο το πρώτο τεύχος, το κοινό αντιμετωπίστηκε επιτιμητικά και με σκληρότητα, η οποία στα επόμενα φύλλα έφτασε μέχρι την πλήρη απόρριψη. Απροκάλυπτα επίσης υποστηρίχτηκε ότι μερίδιο στην απόλαυση ενός έργου τέχνης έχουν μόνο οι εκλεκτοί.

Ο Α. Καρκαβίτσας ήταν στενός φίλος του Κ. Χατζόπουλου και ένας απο τους πρώτους που αποδέχθηκαν την πρόσκληση, πιστεύοντας οτι μπορούσε κι αυτός να συμβάλει στην εφαρμογή του προγράμματος της Τέχνης, και ασφαλώς θα συγκαταλέγονταν στο στενό κύκλο των συνεργατών. Η εικόνα όμως που έδειξε από το πρώτο κιόλας τεύχος το περιοδικό προβάλλοντας μέσω του Κ. Παλαμά ως μόνη επιδίωξη του καλλιτέχνη την “αποκλειστική αναζήτηση της Ομορφιάς και της Αλήθειας” (σ.21), προσιτής στους εκλεκτούς, τους “...λίγους, μετρημένους, κεφάλια φωτεινά, της Αρμονίας μυσταγωγούς” (σ.3) που είναι “προωρισμένοι” (σ.22) να την εννοήσουν, και διαχωρίζοντας τους υπόλοιπους σε “χαύνο πλήθος, το λεγόμενο κοινόν” (σ.3) ή “αναρμόδιους” (σ.22), τον προβλημάτισε, αφού ο ίδιος είχε εντελώς διαφορετική ιδέα για τον προορισμό της τέχνης και του δημιουργού, αποσκοπώντας στην κοινωνική αποστολή της και στο λαϊκό χαρακτήρα της. Αργότερα θα εκφράσει την αποδοκιμασία του και θ' αποχωρήσει από τη σύνταξη, μετά τη δημοσίευση δυο κειμένων – ένα του Παλαμά και ένα του Ξενόπουλου - στο τέταρτο τεύχος.

Ο πατριάρχης του δημοτικισμού Γ. Ψυχάρης αρχικά πήρε αδιάφορη θέση απέναντι στην “Τέχνη”, όταν το περιοδικό είχε ήδη κλείσει (αλλά έβγαινε τοΠεριοδικό μας” και σε συνέχεια ο “Διόνυσος”) στον Πρόλογο στο “Για το Ρωμαίϊκο θέατρο” έκανε δριμύτατη πολεμική ενάντια στο γερμανικό πολιτισμό των ημερών του, τη Γερμανία και τον Κάιζερ γενικότερα, καθώς και τη “βορειομανία” και γερμανολατρεία στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικά έγραψε: “ ... στην Αθήνα, που διαβάζουνε Νίτσε και στα σοκάκια, που βρέθηκε μάλιστα και περιοδικό, ύστερις απο το 1897, νάχη και να φωνάζη δέφτερή του πατρίδα τη Γερμανία, ... μπορεί λέω μερικοί λιγόμυαλοι μαλλιαράδες να τα βλέπουν αλλιώς τα πράμματα. Μπορεί και το νου τους να σκοτώνουνε για να βγούν άξαφνα ίδιοι τους Νίτσιδες, Ιπσενέοι και ότι άλλο θέλεις” από όπου και η περίφημη αποστροφή: «Μήτε Νίτσηδες γνωρίζω, μήτε Ιμπσένηδες μήτε διαβόλους».(4) (5)
Αλλά και ο Α
ργύρης Εφταλιώτης δεν στάθηκε φειδωλός στις κριτικές του. Στο “Άστυ” της 21 Ιουλίου 1899, στο άρθρο του «Αληθινή και ψεύτικη τέχνη», καταδικάζει ουσιαστικά την προσπάθεια της “Τέχνης” ως ένα χαμένο στοίχημα: «Μεγάλο κι ασυχώρητο κρίμα, ναρχίζη ένα περιοδικό με την εθνική τη γλώσσα, κι αντίς να μας γενή περιβόλι ρωμαίικο, να κάθεται και ναρμηνεύη ξένες Βαβυλωνίες». (6)
Αφού ξέσπασε η διαμάχη του Καρκαβίτσα με τον Παλαμά και τον Ξενόπουλο, ο Π. Νιρβάνας θεώρησε σκόπιμο να γράψει μιά σειρά επεξηγήσεις και τελικά μιά απολογία, ο Επισκοπόπουλος άρχισε να εκφράζει αμφισβητήσεις, ο Ξενόπουλος λίγο αργότερα διαφοροποιήθηκε, ενώ ακόμα και ο Μποέμ, ο Δημ. Χατζόπουλος, αδελφός του εκδότη, κράτησε τις αποστάσεις του από το περιοδικό. (7)
Ο Π. Νιρβάνας έγραψε ότι η Τέχνη” έκλεισε γιατί δε σήκωνε ο τόπος και ο καιρός περιοδικό που να γράφεται αποκλειστικά στη δημοτική (1).
Ο Μ.Μ. Παπαϊωάννου αντίθετα υποστήριξε ότι η “Τέχνη”, (σε αντίθεση με το “Νουμά”), είχε βάλει στο πρόγραμμα της να μην κατέβει στο επίπεδο του λαού, γι΄αυτό και εγκαταλείφτηκε από τους συνεργάτες της και από το κοινό. (1)

Αξίζει να σημειώσουμε ότι κλείσιμο της “Τέχνης” στάθηκε γεγονός σωτήριο και σημείο καμπής στην προσωπική ζωή του Κ. Χατζόπουλου, μετά από λίγους μήνες αποφάσισε να πραγματοποιήσει την πρώτη του περιήγηση στη Γερμανία, όπου γνώρισε τη μέλλουσα γυναίκα του, ήρθε σε επαφή με την εκεί πραγματικότητα, άλλαξαν ριζικά οι ιδεολογικοί του προσανατολισμοί, βρήκε την έμπνευση για να γράψει τα πιό ώριμα και γνωστά του έργα.


Μπορέιτε να διαβάσετε το πρώτο τεύχος του περιοδικού “Τέχνη” εδώ:

http://eliaserver.elia.org.gr:8080/lselia/rec.aspx?id=490684


_________

01. “Το περιοδικό Τέχνη και η πάλη των ιδεών στην Αθήνα στο τέλος του 19ου αιώνα” του Μ.Μ Παπαϊωάννου, Επιθεώρηση Τέχνης 4/1960, αρ. 63-64.

02. Γιάνης Κορδάτος, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας” τόμος Α'. Αθήνα 1983, σ.416.

03. Αιμ. Χουρμούζιος, Η συμβολή της “Τέχνης”. Νέα Εστία, 1940, ΚΗ', τ. 332, σ.1286.

04. Γιάννης Ψυχάρης, Πρόλογος στο “Για το Ρωμαίϊκο θέατρο”, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1901.

05. Β. Πούχνερ, «Ο πρόλογος Για το ρωμαίικο θέατρο (1900) του Ψυχάρη. Ένα ιδιότυπο μανιφέστο του θεάτρου των ιδεών» στο Φιλολογικά και θεατρολογικά ανάλεκτα, Καστανιώτης, Αθήνα 1995

06. Αργύρης Εφταλιώτης «Αληθινή και ψεύτικη τέχνη», Άστυ, 21 Ιουλίου 1899.

07. Σχετικά με τις έριδες που δημιουργήθηκαν γύρω από την “Τέχνη” βλ. Μαρία Αντωνίου-Τίλιου, “Το περιοδικό «Η Τέχνη» (1898-1899). Συμβολή στη μελέτη της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας”, Διδακτορική Διατριβή, Τμήμα Φιλολογίας – Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα 1989, σ. 136-168.
Το κείμενο της Αντωνίου-Τίλιου για την “Τέχνη” είναι το πιό εμπεριστατωμένο και διεξοδικό που μπόρεσα να βρω.

08. Άννα Ταμπάκη - Ουρανία Πολυκανδριώτη (επιμ.), "Ελληνικότητα και ετερότητα: Πολιτισμικές διαμεσολαβήσεις και ‘εθνικός χαρακτήρας’ στον 19ο αιώνα". Πρακτικά Συμποσίου (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 14-17 Μαΐου 2015), τόμ. Α΄, Αθήνα 2016:
Μαρία Σεχοπούλου “Αναζητώντας νέους ορίζοντες: Η ‘βορειομανία’, ο ‘ιψενογερμανισμός’ και η σύνδεσή τους με τον δημοτικισμό στα τέλη του 19ου αιώνα”.

09. Τωµαδάκης Βασίλειος, «Νεοελληνική Βιβλιογραφία. Τα περιοδικά Τέχνη και Διόνυσος», ΕΕΦΣΠΑ 20, (1969-1970).


Κυριακή 6 Ιουνίου 2021

Ο ΠΑΝΟΣ Γ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΤΑ “ΑΙΤΩΛΙΚΑ” ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ– άρθρο του Θ.Μ. ΠΟΛΙΤΗ

 Δημοσιέυτηκε στην εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ” Αγρινίου την Τρίτη 22 Μαρτίου 1977

Η ΡΟΥΜΕΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ

Ο ΠΑΝΟΣ Γ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ “ΑΙΤΩΛΙΚΑ” ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ

Ο Πάνος Γ. Χατζόπουλος, γέννημα και θρέμμα Βραχωρίτης, ανηψιός του Κώστα και του Μήτσου (Μποέμ) Χατζόπουλου, στο τέλος του καλοκαιριού της περασμένης χρονιάς – παρόλο που η ... θέλησή του ήταν άλλη - “βγήκε” από το παιχνίδι της Ζωής. Η περιπέτεια γι' αυτόν, στο φλοιό της γης, έληξε.
Ο λεβεντόκορμος πλάτανος της Πλατείας Χατζοπούλου του Βραχωριού ξεριζωμένος, χρόνια τώρα, από τα χώματα της γενέθλιας γης, δεν μπόρεσε να αντέξει περισσότερο, τη μεταφύτευση, στη μεγάλη γλάστρα της Πρωτεύουσας. ¨Έτσι κάποια στιγμή... άξαφνα ανεπάντεχα κι αδόκητα έγειρε κι έπεσε μιά για πάντα...

Ο Πάνος Χατζόπουλος με τη σύζυγό του και την αδελφή του Μάνθα το 1953

Όταν μιά γνωστή και ανθρώπινη παρουσία χαθεί η μνήμη αναζητά τα χνάρια που άφησε...
Ο Πάνος για μας, τα μη εύτακτα – για τις Ιταλογερμανικές αρχές κατοχής – παιδιά της γειτονιάς του, την εποχή εκείνη... φάνταζε ακόμη πιο ψηλός και λεβέντης. Φωτολουσμένος απ'την κρυφή, την ακαθόριστη αγωνιστική ακτινοβολία, επιδρούσε, χωρίς ίσως να το φαντάζεται, καταλυτικά, αποκαλυπτικά και εκθαμβωτικά. Ευγενικός, σεμνός, διακριτικός κι απόμακρος αχνοοδηγητής, αξιοποιούσε και υλοποιούσε αγωνιστικά τα πρώρα Εθνικοαπελευθερωτικά σκιρτήματα των νέων.
Ο Πόλεμος του 1940 ένωσε όλους τους 'Έλληνες.
Η Κατοχή τους χώρισε. Πολλές οι αφετηρίες. Διαφορετικοί οι δρόμοι. Τόσοι κι άλλοι τόσοι οι ... απώτεροι σκοποί. Κοινός “κατ΄ αρχήν” ο στόχος: χτύπημα και διώξιμο του εχθρού. Εκατομμύρια Έλληνες πήραν με τον άλφα ή βήτα τρόπο τρόπο μέρος στον Εθνικοαπελευθερωτικό ξεσηκωμό. Εκατοντάδες χιλιάδες τα θύματα. Ελάχιστοι, συγκριτικά, οι πραγματικοί “εφιάλτες”.

Ο Πάνος Γ. Χατζόπουλος πέρασε πολύ νωρίς στις επάλξεις μιας αντιστασιακής “όχθης”. Οι μεταπελευθερωτικές πολιτικές εξελίξεις, δεν δικαίωσαν νομοτυπικά, την αγωνιστική συμμετοχή του, στις γραμμές της αντίστασης για την απελευθέρωση της χώρας. Έτσι αντί να τιμηθεί του ζητήθηκε ο ... λόγος. Αντίκρισε μ΄ εγκαρτέρηση την άδικη για την “όχθη” του μοίρα. Ορθός κι αγέρωχος περπάτησε στους δρόμους του κατατρεγμού. Διώξεις, προπηλακισμοί, καταφρόνηση και αδικία. Στέρηση για κάμποσα χρόνια της ατομικής του Ελευθερίας. Η υγεία του υποσκάφτηκε.
Η αισθαντική καρδιά του, περιόρισε σε ένα μικρό μέρος της μιας “κοιλίας”, όλες τις ελπίδες, τις προσδοκίες και τα όνειρα για ένα καλύτερο ανθρώπινο μέλλον και άφησε το χώρο ελεύθερο για να περάσουν ορμητικά και να εγκατασταθούν μόνιμα - στο μέγιστο μέρος της καρδιάς – οι θλίψεις, οι πόνοι κι οι οδύνες. Η ετεροβαρής και για πολλά χρόνια “ανώμαλη” λειτουργία της καρδιάς του δημιούργησε ... “οίδημα”, μεγάλωσε, άπλωσε και αγκάλιασε όλους τους πόνους για να τους κάνει δικούς της... Σ΄αντίθεση όμως με την ψυχή, η επιστήμη της υγείας του σώματος, δεν θέλει μεγάλη καρδιά. Αρκείται στην μικρή και συμπαγή την “πέτρινη” που λένε. Τέτοια καρδιά δεν μπορούσε να έχει ο Πάνος. Γι΄ αυτό έφυγε πρόωρα. Η καρδιά του δεν μας άντεχε. Δεν μπορούσε να μας αντέξει άλλο...

Ο Πάνος Γ. Χατζόπουλος, - κληροδοτημένος, απευθείας, με ποιητική και λογοτεχνική φλέβα – έγραφε. Πάντοτε έγραφε, όταν οι σκληρές βιοπαλαιστικές συνθήκες της ζωής του το επέτρεπαν. Την Ποιητική του όμως συλλογή “ΑΙΤΩΛΙΚΑ” την τύπωσε και την κυκλοφόρησε το πρώτο τρίμηνο του “σωτηρίου έτους” 1967. Έτσι η πορεία της απήχησης ανακόπηκε και παραμερίστηκε για να περάσουν ... με πάταγο οι νέου τύπου πνευματικές ερπύστριες που κυριάρχησαν για επτά χρόνια στη γη μας.
Σήμερα, ύστερα από δέκα χρόνια, ο δημιουργός δεν υπάρχει. Τα πονήματα όμως της ψυχής και του νου του ζουν! Μέσα απ΄ αυτά μπορούμε να επικοινωνήσουμε, να ενδιαφερθούμε να λειτουργήσουμε στοχαστικά να δεχτούμε ή ν΄απορρίψουμε το όλο μέρος απ΄ τις δημιουργίες του.

Στη συλλογή “ΑΙΤΩΛΙΚΑ” - τόμος 60 σελίδων (17,50χ24,50), χαρτί πολυτελείας ΜΑΤ βαρύ – καταχωρήθηκαν δέκα οκτώ (18) συνολικά ποιήματα που, σχεδόν όλα, έχουν σαν κοινό τους γνώρισμα το πραγματικό γεγονός, που είτε κυριαρχεί πεντακάθαρο είτε αντιφεγγίζει πίσω τους, ήταν, πρώτη ύλη για το πλάσιμό τους. Ο Π.Γ.Χ. δεν δημιούργησε εγκεφαλικά ... “γεγονότα”. Αντίθετα από τα γεγονότα, από τα περιστατικά έπλασε καλλιτεχνικά και “εποίησε” τα δημιουργήματά του. Η σταθερά της ποιητικής του έμπνευσης είναι το γεγονός, το συμβάν. Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο που διαποτίζει την ποίησή του, είναι το τέλος της ζωής. Ο θάνατος. Ο θάνατος και το μοιρολόι του θανάτου.
Ο σπαραγμός της καρδιάς του, για την απάνθρωπη εκτέλεση, από τους Γερμανούς κατακτητές, των 120 πατριωτών – έξω από τον περίβολο του Νεκροταφείου της Αγίας Τριάδας, στην Πόλη μας, τη Μεγάλη Παρασκευή του 1944 – μετουσιώνεται λυρικοελεγειακά “ΣΤΟΥ ΚΡΑΝΙΟΥ ΤΟΝ ΤΟΠΟ” που μας τον παρουσιάζει με συγκλονιστική συγκινησιακή ειλικρίνεια στις σελίδες 29-30 της συλλογής.

-----

... Τότε
που αντιλαλούσαν οι καμπάνες
το θλιβερό τους μήνυμα οι καμπάνες
το τρομερό τους μήνυμα οι καμπάνες
όλες του Κάρλελι* οι καμπάνες “
-----

Εσείς
Ολόρθοι αδέρφια
σκοτώνατε τα βόλια στην καρδιά Σας... “
-----

... Χρόνια ολάκαιρα
τ΄αηδόνια,
στα πλατάνια της Αγία Τριάδας,
δεν ξανάρθαν...
-----

“ … Προσκυνούμε
Την Άγια σου
την Τρισάγια σου
τη Μεγάλη μας Παρασκευή... “

* Κάρλελι ονομαζόταν η Αιτωλοακαρνανία επί τουρκοκρατίας (σημ. δικιά μου)

Ο “Κρανίου Τόπος” της Αγίας Τριάδας και η Μεγάλη Παρασκευή του 1944 είναι Βραχωρίτικα τραγικά βιώματα της κατοχής, που αποτυπώθηκαν στην ψυχή όλων μας. Ο Π.Γ.Χ.με τους πιο πάνω αντιπροσωπευτικούς του ποιήματος στοίχους μας εκφράζει όλους τους Βραχωρίτες όπου κι΄ αν βρισκόμαστε, ότι και αν φρονούμε... Τούτο, νομίζουμε, είναι σημαντικό και αξιοσημείωτο αν λάβουμε υπόψη μας τη γνωστή θέση του Π.Γ.Χ. στο χώρο της πολιτικής και των ιδεών.
Αλλά και οι πολιτικές θέσεις, και οι πανανθρώπινες κοινωνικές ιδέες του Π.Γ.Χ., περασμένες από τα πολλαπλά φίλτρα της ανθρώπινης, καλοσυνάτης και τίμιας ψυχικής ιδιοσυγκρασίας του, αποκτούν στη λυρική τους έκφραση μια ιδιάζουσα υφή που τείνει σε γενική και καθολική παραδοχή:

“ … Άνθρωποι, αδέρφια μου, καινούργιους δρόμους,
γιοφύρια ας φτιάξουμε στη νέα γενιά.
Θεμέλιο ας βάλουμε για νέους κόσμους
- Κατάρα ο πόλεμος κι απανθρωπιά -
για το παιδάκι μου, για τα παιδιά μας:
Ειρήνη – Ειρήνη
μια λέξη ας κλείνει
κάθε καρδιά ...”

Ο Π.Γ.Χ. και ως αντιστασιακός ξεσηκωτής, στα χρόνια της κατοχής, και ως κοινωνικός οραματιστής μιας πιο δίκαιης ζωής για όλους τους ανθρώπους, σκέπτονταν, μιλούσε κι ενεργούσε ειρηνικά. Ήταν ανίκανος για το παραμικρότερο κακό. Δεν έβλαψε κι ούτε μπορούσε να βλάψει ποτέ συνάνθρωπό του. Ήταν πρώτα απ΄όλα και πάνω απ΄όλα ένας καλός κ΄αγαθός άνθρωπος. Ένα μεγάλο ευκολοσυγκίνητο και ευαίσθητο παιδί! Μπορεί οι αντιξοότητες της ζωής του να μην του επέτρεψαν ν΄αξιοποιήσει, σε μέγιστους βαθμούς και σε υψηλούς τόνους, την ποιητική φλέβα που του κληροδότησαν οι θείοι του, δεν απώλεσε όμως ούτε έριξε καθ΄οδόν το “έρμα” του. Με τα ποιητικά του αυτά δείγματα φανέρωσε όχι μόνο τι ήταν αλλά και τι μπορούσε να ήταν...

Ας έρθουμε όμως τώρα και ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το έξοχο και ανεπανάληπτο “ΒΡΑΧΩΡΙΤΙΚΟ” ποιητικό δημιούργημά του, που και μόνο αυτό θ΄αρκούσε να τον καθιερώσει ως Ποιητή για να τον καταξιώσουν με τους ασπασμούς τους οι ενδιαφερόμενες Μούσες.
Το Ποίημα χωρίζεται σ΄ένδεκα (11) στροφές. Η κάθε στροφή έχει τέσσερις (4) στίχους που ομοιοκαταληκτούν: ο πρώτος με τον τρίτο και ο δεύτερος με τον τέταρτο. Με τις λίγες μας γνώσεις “περί μετρικής”, νομίζουμε πως πρόκειται για 15/σύλλαβους και 14/σύλλαβους ιαμβικούς δευτερότονους στίχους δηλαδή (για τους μη ειδικούς) δισύλλαβο μέτρο που τονίζεται στη δεύτερη συλλαβή.
Ο Πάνος Γ. Χατζόπουλος με το 15/σύλλαβο παραδοσιακό, σφιχτοδεμένο και τεχνικά άψογο στίχο του αναφέρεται στη Μάννα του· την υψηλόκορμη, απροσποίητη, ακούραστη, ήρεμη και πάντοτε γλυκειά Σοφία Γ. Χατζοπούλου.
Η Μάννα όμως μέσα στο ποίημα πλαταίνει, ανοίγει, γίνεται αντιπροσωπευτική. Γίνεται Μάννα όλων των Βραχωριτών.
Έτσι ο καθένας μας που οπωσδήποτε έχει ένα κάποιο βίωμα απ΄τις καπνοφυτείες του Βραχωριού, μόλις διαβάσει ή μόλις ακούσει έστω και μιά στροφή από το ποίημα “κεντρίζεται” και μπαίνει άμεσα κι αυτόματα σε λειτουργία η συγκινησιακή διεργασία της ύπαρξής του. Μέσα στη Μάννα του Π.Γ.Χ. Χώρεσαν όλες οι Μαννάδες του Βραχωριού και της περιοχής του.
Το ποίημα όμως πέρα από την - συναισθηματικά και Εθνοτοπικά – συγκινησιακή ατμόσφαιρα που δημιουργεί, προεκτείνεται κι΄αποδίδει ρεαλιστικά την οικονομική, και κοινωνική πραγματικότητα μιάς συγκεκριμένης εποχής.
Η Μάννα ως υπεύθυνος φυσικός και κοινωνικός φορέας ζωής αντιμετωπίζει και παλαίβει... όλες τις αντιξοότητες. Πάνω της ξεσπούν όλες οι καταιγίδες. Είναι το Α και το Ω τηε Οικογένειας. Είναι, ίσως η μέγιστη δικαίωση της παρουσίας του ανθρώπινου όντος στη γη.
Η Βραχωρίστισσα Μάννα του Π.Γ.Χ. Καθολικεύει· γίνεται κανόνας γιατί έχει, όχι μόνο, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα όλων των Μαννάδων της Βραχωρίτικης περιοχής, αλλά και γιατί έχει όλες τις βασικές ομοιότητες όλων των Μαννάδων της Γης.

Ο Πάνος Γ. Χατζόπουλος παρ΄όλο που εμπνεύστηκε, παρ΄όλο που πήρε για “πρότυπο” τη δική του, “εποίησε” τη Βραχωρίτισσα Μάννα σε πανανθρώπινα και γενικώς αποδεκτά μέτρα. Όλοι οι άνθρωποι, μπορούν να βρουν σ΄αυτούς τους στίχους ένα μέρος από τη δική τους τη Μάννα έστω κι αν δεν υπήρξε ποτέ καπνοφύτισσα. Κι αν ποτέ βρεθεί κάποιος ολότελα “ξένος”... θα είναι εκείνος που θα ήθελε να έχει για δική του την ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΜΑΝΝΑ του Πάνου Γ. Χατζόπουλου.

Καιρός όμως είναι να δώσουμε το λόγο στον Π.Γ.Χ. Να μας παρουσιάσει τη “Μάννα” του για να γίνουμε όλοι σε λίγο παιδιά Της!

Μάννα μου, Βραχωρίτισσα, με το λερό φουστάνι
το κόκκινο, που τόκανε σταχτύ σαν καταχνιά
η μαύρη κόλλα του καπνού, Φαρμακερό βοτάνι,
όλα της τα φαρμάκωσες, μεδούλι και καρδιά...
--- ---

Μάννα μου, καπνοφύτισσα, του Ζαπαντιού δουλεύτρα,
στο φύτεμα, στο σκάλισμα πρώτη στην αργατιά,
σ΄άρπαξεν ο Πατέρας μου παιδούλα καρδιοκλέφτρα
και σε κλειδωμαντάλωσε στην πιό βαρειά σκλαβιά...
--- ---

Μάννα μου, αρχόντισα χλωμή του μόχτου και του πόνου,
δακρυλιδάκια γαλανά κι ονείρατα γλυκά
τα δάκρυά σου γίνονται κι ο ιδρώς όλου του χρόνου,
δίχως για σένα διάφορο να μένει στα στερνά...
--- ---

Μάννα μου, Βραχωρίτισσα, ο μόχτος ο δικός σου
χαρίζει τέτοιαν ευωδιά περίσσεια στο φυτό,
που γίνεται στο κάπνισμα – το δάκρυ το πικρό σου-
παρηγοριά και δύναμη κι ελπίδα στο φτωχό...”
--- ---

Το “Βραχωρίτικο” ποίημα του Π.Γ.Χ. έχουμε τη γνώμη ότι θα παραμείνει, θα διαρκέσει και θα περπατήσει μόνο του χωρίς “δεκανίκια” στους δρόμους του πνευματικού μέλλοντος· γιατί είναι πηγαίο, αληθινό κι άψογο καλλιτεχνικό δημιούργημα.
Η Δημοτική μας αρχή και η Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών ας διαλέξουν από μιά στροφή, ας δώσουν εντολή να χαραχθεί σε μιά μεταλλική ή μαρμάρινη πλάκα κι ας την αναρτήσουν στις αίθουσες συνεδριάσεών τους. Μ΄αυτό το τρόπο θα τιμηθεί βέβαια και ο “άτυπος Δήμαρχος” τηε Βραχωρίτικης ψυχής – που του αξίζει κάθε μεταθανάτια τιμή, αφού η ζωή δεν τον αξίωσε παρά μόνο με κατατρεγμό, αδικία, βιοπάλη και καταφρόνεση – σύγχρονα όμως ας τιμηθούν για το χθες, το σήμερα και το αύριο, όλες οι Βραχωρίτισσες, όλες οι καπνοφύτισσες ΜΑΝΑΔΕΣ.

Θ.Μ. ΠΟΛΙΤΗΣ



ΤΟ ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΙΚΟΝ ΠΝΕΥΜΑ – ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Άρθρο του Δημήτρη Χατζόπουλου (εδώ υπογράφει “Μποέμ”) που δημοσιεύτηκε στο “Περιοδικό μας” της 31.12.1900. Ανήκει στην νιτσεϊκή περίοδό του, ακόμη δεν έχει αρχίσει την περιπέτεια του “Διόνυσου”, πέρα από τις πομπώδεις εκφράσεις και το εξεζητημένο του ύφους   ο λόγος του Δ. Χατζόπουλου είναι μεστός και πυκνός. Δεν πρέπει να μας ξενίζει η χρήση της καθαρεύουσας, ο “Μποέμ” χρονογραφούσε τότε σε μία σειρά εφημερίδες όπου η χρήση της καθαρεύουσας ήταν υποχρεωτική, οπότε λογικά ο συγγραφέας αποφάσισε να χρησιμοποιήσει μιά ομοιόμορφη γλώσσα.

Το Περιοδικό μας” 31.12.1900

ΤΟ ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΙΚΟΝ ΠΝΕΥΜΑ
ΥΠΟ ΜΠΟΕΜ

Όταν αναγινώσκω αφορισμούς υπό τύπον κριτικής κατά των Ελλήνων συγγραφέων των στελλόντων τον νουν και την ψυχήν των πέραν των στενών ορίων τής μικράς γωνίας τής πατρίδος ενθυμούμαι τον επαρχιώτην εκείνον όστις όταν πρωτοείδε την λοκομοτίβαν τού σιδηροδρόμου να διέρχηται της κωμοπόλεώς του διηυθύνθη εις το κωδωνοστάσιον τής εκκλησίας του χωρίου και ήρχισε κρούων τον κώδωνα, προσκαλών τους συμπολίτας του εις κοινήν συνάθροισιν όπως λάβωσι μέτρα κατά του τρομερού επήλυδος, του ερχομένου να διαταράξη τα πατροπαράδοτα των χωρικών έθιμα ( * ). Μου συμβαίνει δε να ενθυμούμαι συχνά τον πτωχόν επαρχιώτην εις τον κόσμον των γραφόντων, διότι δεν παρέρχεται ευκαιρία καθ' ήν να μη διαλαλήται, ότι αξίαν έχουν τα γραφόμενα παρά των ανθρώπων οι οποίοι περιορίζουν την πνευματικήν των εργασίαν εντός των ορίων της πατρίδος και ότι πάσα τάσις προς απελευθέρωσιν πνευματικήν και ξενικήν επικοινώνησιν διακηρύσσεται παρά των πολυαρίθμων αυτών «σωβέν» ως υποδούλωσις εις ξένας φιλολογίας, ως μίμησις ξένου πνεύματος, ως επηρεασμός εχθρικών προς τα ελληνικά γράμματα διανοιών. Τα πολυάριθμα αυτά στοιχεία τού φιλολογικού σωβινισμού δεν είνε παρά απόρροια τού δασκαλικού πνεύματος, το όποιον απαντάται πολύ περισσότερον αφ’όσον νομίζομεν εκτός των τοίχων των σχολείων παρά εντός αυτών. Ό δασκαλισμός με την στενοκεφαλιάν του και την περιωρισμένην αντίληψίν του αναφαίνεται εκεί όπου θα εζήτει κανείς αέρα ελευθερίας, ορίζοντα διαυγή και απεριόριστον, σκέψιν ειλικρινή και χειραφετημένην, παντελή έλλειψιν διανοητικών προλήψεων, εις τας τάξεις των ανεπτυγμένων. Δασκαλισμός εις τον περιοδικόν τύπον, δασκαλισμός εις τους ζητούντας τα σκήπτρα φιλολογικών κλικών, δασκαλισμός εις τους αφωσιωμένους εις τα γράμματα κάποτε εξ αληθούς ορμήσεως και εις τούς προσπαθούντας να πείσουν τον εαυτόν των, ότι εγεννήθησαν ποιηταί και συγγραφείς και εξασκούντας βιομηχανικώς την ιδέαν τής Τέχνης. Οί τελευταίοι μάλιστα είνε οι περισσότερον απαντώμενοι εις την μικράν πατρίδα μας σήμερον, αυταπατώμενοι αυτοί φιλόλογοι, οι όποιοι ενθυμίζουν τους αύτονομιζομένους καλλιτέχνας του Μυρζέ, του βαπτίζοντος εις τα έργα του και εις την εποχήν του ποιητάς, ζωγράφους και συνθέτας νέους ανικάνους καν να έργασθώσι, των οποίων αι σκέψεις, η ευθυμία, η ζωή των ήρμοζον προς την ζωήν εμποροϋπαλλήλων παρά προς την του καλλιτέχνου, όλην την σωρείαν των Μποέμ εκείνων, ήτις χάρις εις την μουσικήν του Πουτσίνι ζητεί σκόμη να μας κάμη να γελάσωμεν με το γεύμα του υπερώου και να κλαύσωμεν με την δυστυχή Μιμήν αποθνήσκουσαν κατά την αυτήν μέθοδον της ξεβαμμένης ηρωιδος του Δουμά υιού.

Το φως έχει και την σκιάν του πάντοτε. Σκιάν δε αποτελεί το πνεύμα του δασκαλισμού και της στενοκεφαλιάς εις τον πνευματικόν ορίζοντα τής Ελλάδος απέναντι του φωτός της λεπτής και ευρείας αντιλήψεως, του φωτός διανοήσεως υψηλοτέρας. Από την συνθετικήν ποίησιν του κ. Κ. Παλαμά του ποιητού των «Χαιρετισμών της Ηλιογέννητης», από τον ωραίον λυρισμόν του κ. Ν. Έπισκοποπούλου του ποιητού του «Άσματος των ’Ασμάτων», από την θλιβερώς σκοτεινήν σκέψιν του κ. I.Καμπύση, από την βαθείαν διείσδυσιν της κριτικής διανοίας του κ. Δ. Κακλαμάνου, ( ** ) από την ελευθέραν τάσιν προς ανύψωσιν εις τον αληθή ορίζοντα της Τέχνης πολλών νέων σκεπτομένων και γραφόντων, καταυγάζεται τό φώς τής Αληθείας. Εάν δεν θέλη να φωτισθή ο δασκαλισμός εξ αυτού τόσον το καλλίτερον δια την Τέχνην, την οποίαν δεν θ’ απαντήση κανείς εις τας κούφους εφημέρους φλυαρίας και την αβαθή χρονογραφίαν του τύπου, ούτε εις τα φιλολογικά προϊόντα τα χυμένα εις τα«κλισέ» της διηγηματογραφίας της λυγερής, του τσοπάνου, και των Χριστουγεννιάτικων καί Πρωτοχρονιάτικων π. χ. γραψιμάτων.
Το φως αυτό μας παρουσιάζει εν μαγικώ άπόπτω την άναγέννησιν, ή μάλλον την πραγματικήν ύπαρξιν της ελληνικής φιλολογίας. Η επικοινώνησις τού ελληνικού πνεύματος προς την παγκόσμιον φιλολογίαν, η εμβάπτισις αυτού εις τα νάματα της παγκοσμίου ανθρωπίνης διανοίας, η εκδηλωθείσα αρκετά εναργώς ήδη διανοητική επανάστασις κατά των φιλολογικών προλήψεων του τόπου μας, θ’ ανοίξη οριστικώς και τας πύλας της Αληθούς Τέχνης παρά τον βράχον της Άκροπόλεως, όπου σήμερον εξακολουθεί εκδηλουμένη μία μοιρολατρία τυφλής υποδουλώσεως προς την παράδοσιν και χονδρή αμάθεια και απεριόριστος περιφρόνησις προς ότι καινοτρόπως εκφράζεται. «Τούς μεγάλους αρτίστας, είπεν εις εν εκ των πρώτων του έργων ο Γκαίτε, κάμνει μόνον ή φύσις και όχι οι κανόνες». Οι κανόνες δηλ. των κριτικών των εφημερίδων δύναται τις να είπη σήμερον. Άνευ ενσυνειδήτου ενεργείας η σκέψις σήμερον θα κατήντα να ήτο κοινοτυπία, σήμερον, ότε τα πάντα έχουν λεχθή εις τον κόσμον. Και την ε ν σ υ ν ε ί δ η τ ο ν επενέργειαν εις την σκέψιν δεν δύναται να δώση παρά η επικοινώνησις του τεχνίτου προς την παγκόσμιον σκέψιν προς ό,τι ωραίον και καλόν εξεδηλώθη εις την κοινήν πατρίδα της τέχνης. Θαυμαστά διαυγώς εξήγησε τούτο ό Γκαίτε εις μίαν επιστολήν του γραφείσαν πέντε ημέρας προ του θανάτου του. «Όσον περισσότερον είνε μορφωμένος ό άνθρωπος, τόσον βαθύτερον μανθάνει ότι ύπάρχει μία τέχνη, ήτις θα του προμηθεύση τα μέσα να έπιτύχη την κανονικήν άνάπτυξιν των φυσικών του δυνάμεων. Ό,τι προσκτάκται δεν θά ηδύνατό ποτε να βλάψη την αρχικήν του ατομικότητα. Εξαίρετον πνεύμα είναι το αφομοιούν το παν, τό γνωρίζον να ιδιοποιήται τα πάντα άνευ βλάβης δια τον συμφυή του χαρακτήρα.»
Ευτυχώς παρήλθεν η εποχή και δια την Ελλάδα, όπου το επάγγελμα του ανθρώπου των γραμμάτων συνεχέετο με την αποστολήν του αληθούς τεχνίτου. Υπάρχουν ευτυχώς άνθρωποι ξεχωρίζοντες τα συγκεχυμένα. Σήμερον υπάρχει πληθώρα γραφόντων, ρεκλαμαριζομένων εις τα άρθρα των εφημερίδων, χειροκροτούμενων εις τα θερινά θέατρα, ανεγνωρισμένων ως ανθρώπων «εχόντων γλαφυρόν ύφος», υπάρχει πληθώρα χρονογράφων καί δημοσιογράφων, πληθώρα λογιών γεμιζόντων περιοδικά
ενθυμίζοντα τόν μακαρίτην «Έσπερον» επετηρίδας καί ημερολόγια, άλλ' η πληθώρα αύτη της φλυαρίας άφ’ ενός, της επαγγελματικής βιομηχανίας αφ’ετέρου, της ερασιτεχνίας επίσης, δεν συγχέεται μέ τούς ανθρώπους τούς αποβλέποντας εις την λατρείαν της Τέχνης εν τη απολύτω ιδέα. Και τους τεχνίτας από την πληθώραν αυτήν της γραφειοκρατίας τους χωρίζει μόνον η απόστασις του αληθούς από του ψευδούς ταλέντου, δεν τους χωρίζει το άπειρον από του ύφους των «κλισέ» έως του ύφους της χειραφετήσεως και της καινοτομίας, αλλά τους χωρίζει επίσης το χάος της μη αντιλήψεως του κοσμοπολιτικού πνεύματος εκ της Τέχνης από την αντίληψιν και λατρείαν αυτού. Εις την αντίληψιν δε ταύτην υπήρξε και θα υπάρξη πάντοτε η διαιώνισις της Τέχνης. Το παν θα είχε λεχθή εντός διακοσίων το πολύ ετών εις τας φιλολογίας της ανθρωπότητος εάν ο άνθρωπος δεν έπεκοινώνει διά του πνεύματος διά μέσου των εποχών και των τόπων και εάν δεν είχε την δύναμιν και την ιδιοφυίαν να ανανεώνη το ύφος του δια να ποικίλλωνται ούτω τα πνευματικά του προϊόντα. Η διεύθυνσις του ενός παρά του άλλου καθίσταται πλέον η μόνη αρχή των όντων εν τη φιλολογία. Πας εντοπισμός σχηματίζει έλος εις το οποίον τρέφονται οι βάτραχοι των φιλολογιών. Επικοινωνών δε τις με την κ ο σ μ ο π ο λ ι τ ι κ ή ν σ κ έ ψ ι ν και έχων ύ φ ο ς ομιλεί εν μέσω των γνωστών ήχων και των κοινών γλωσσών ιδιαιτέραν τινά διάλεκτον, μίαν και άπροσμίμητον, ομιλεί γλώσσαν αληθούς ταλέντου, ήτις είνε συγχρόνως η γλώσσα όλων και η γλώσσα ενός μόνου. Η κοσμολιτική σκέψις γεννά την πρωτοτυπίαν και την ατομιστικήν αντίληψιν, διανοίγει τους απεράντους ορίζοντας της ιδεολογίας, όσον δε έρχεται τις εις στενοτέραν αντίληψιν με τας επικοινωνησάσας με το καλόν διανοίας, τόσον νεωτέρας διευθύνσεις ευρίσκει ο νους αυτού.

Ο εντοπισμός είς τας φιλολογίας δεν δύναται παρά να οδηγή εις το περιωρισμένον και το περιωρισμένον είνε θάνατος δια την Τέχνην. 'Εντοπισμός δε φιλολογικός σημαίνει το δίδειν τον ορισμόν και τους κανόνας της Τέχνης, αλλ' όταν τεθώσιν ορισμοί ως κανόνες εις το γράφειν, έκλείπει αύτή η άποστολή του τεχνίτου. Διατί να διαφέρη τότε εν ποίημα, μία σελίς πρόζας, μία σελίς μουσικής από μίαν μέθοδον του εκμανθάνειν την γραφήν μιάς ξένης γλώσσης; Όταν θελήσωμεν να υποκαταστήσωμεν εις την φιλολογίαν την ξηράν μέθοδον του γράφειν, διατί τότε να παραδεχόμεθα, ότι ύπάρχει έμπνευσις, πρωτοτυπία, ατομιστική ενέργεια, διανοητική δύναμις; Θα ήρκει όλοι οι Έλληνες να έμάνθανον την γραμματικήν και το συντακτικόν, να εδιάβαζον από το πρωί εως το βράδυ τον Όμηρον ή τον Θουκυδίδην, τον Κοραήν ή τον Βυζάντιον και να έγραφον με δεμένους τους οφθαλμούς των διανοητικών των δυνάμεων θέματα καθ' υπαγόρευσιν. Και τότε δεν θα είχομεν ανάγκην να κάμνωμεν διάκρισιν μεταξύ πρωτοτυπίας και κοινοτυπίας, μεταξύ δημοσιογραφικού άρθρου των Μπόερς κα του «Ύμνου» του κ. Κωστή Παλαμά. Ο όδοστρωτήρ της κοινής αντιλήψεως θα επέφερε πλήρη ισοπέδωσιν γραψίματος. Τότε θα είχον την θέσιν των και οι ορισμοί και οι κανόνες του γράφειν, εις ους θέλουν να υποτάξουν τούς ελευθέρους γράφοντας οι κριτικοί των εφημερίδων, τα μεστά προλήψεων πνεύματα των πληθυθέντων ανεπτυγμένων, αι διάνοιαι αι πέραν μικρών εντάσεων αυτών θέτουσαι εν τέρμα και πάσαν πνευματικήν εκδήλωσιν πέραν αυτού αντιλαμβανόμεναι ως σκότος, οι μεν ως «μαλλιαρωσύνην», οι δε ως εξεζητημένον, οι άλλοι ως υπερβολικόν και αφύσικον οι τέταρτοι. Αλλ’ό,τι υπάρχει πέραν της κοινής, πέραν της μέτριας, πέραν της περιορισμένης αντιλήψεως ειμπορεί να εινε σπάνιον, αλλ' εινε βιώσιμον, ειμπορεί να είνε ασύνηθες, αλλ’ είνε ζωντανόν, ειμπορεί να είνε νεφελώδες άλλ’ είνε ενεργόν, ειμπορεί να είνε ασύλληπτον, αλλ’ είνε υπαρκτόν. «Πολλά λέγουν, είπεν ο Ίψεν, εννοούν ολίγον». Προσέθεσε δε ο κ. Γκουρμών αναλυτικώτερον δια την φιλολογίαν την πηγάζουσαν και πορευομένην δι’ ελεύθερα πνεύματα: «Η φιλολογία η αμέσως αρέσκουσα εις το παγκόσμιον αναγκαίως εινε μηδέν, η αληθής φιλολογία πίπτει υψηλόθεν, αναπηδά ως καταρράκτης, από λίθου είς λίθον, δια να ρεύση τέλος εις την κοιλάδα την προσιτήν εις όλους τους άνθρώπους και εις όλας τας ομάδας». Οι πρώτοι Άγγλοι ηθοποιοί, οίτινες έπαιξαν εις τας αρχάς του IX αιώνος εις το Παρίσι έργα του Σαίκσπηρ εσυρίχθησαν και ετραυματίσθησαν μάλιστα παρά του κοινού. Σήμερον εις αυτήν την Ελλάδα, όπου οι κριτικοί βιομήχανοι δημοσιογράφοι γράφουν κατά του έργου των μαλλιαρών ως σκοτεινού, ως ακαταλήπτου, ως παράφρονος, χύνουν σωρηδόν τον ενθουσιασμόν των δια τα έργα του Σαίκσπηρ. Θά έλθη εποχή, όπου πάλιν ίσως οι κριτικοί δημοσιογράφοι βιομήχανοι του μέλλοντος θά ένθουσιάζωνται από τα έργα των σημερινών μαλλιαρών και θα διαμαρτύρωνται δια τα μαλλιαρά έργα της εποχής των. «Ο θόρυβος των πληθών» παρετήρησεν ωραία ο συγγραφεύς του «Όταν αναστηθώμεν μεταξύ των νεκρών» «με τρομάζει δεν θέλω να αφήσω να ρυπάνω το ένδυμά μου εις την λάσπην της οδού· θέλω με καθαρόν ένδυμα εορτάσιμον να περιμείνω την ημέραν του μέλλοντος». Και η ήμερα αύτή του μέλλοντας εχει έλθη εκ μέρους αρκετών δια τον ποιητήν του «Μικρού Έγιολφ» και δεν θα αργήση να έλθη και εκ μέρους των πολλών. Θα έλθη και δια τον Ίψεν όπως δεν ήργησε να έλθη και δια τον Μίλτωνα τον ποιητήν του «Απολεσθέντος παραδείσου» τον όποίον εις εν των λυρικών μυθιστορημάτων του ο Άλφρέδος δε Βινύ τον φερει λέγοντα προφητικώς προς τον νεαρόν Κορνήλιον : «—Τι με νοιάζει δια την εφήμερον δόξαν ! Δέν σκέπτομαι καθόλου την επιτυχίαν. Τραγουδώ διότι αισθάνομαι τον εαυτόν μου ποιητήν· πηγαίνω όπου με σύρει η έμπνευσις, ό,τι δε παράγει αυτή είνε πάντοτε καλόν».
Δεν είνε προφητεία αί φράσεις αύται· είνε τα αιώνια λόγια της αιωνίου αληθείας, της αιωνίου τέχνης. Είνε τα λόγια που έλεγε προ ημερών η Μούσα προς τον ποιητήν, τον υπέρ τα πλήθη άνθρωπον, την υπέρ τήν κοσμικήν τύρβην ψυχήν την κοσμοπολιτικώς και ελευθέρως βλέπουσαν. εις τον τελευταίον «Ύμνον» του Παλαμά:

Ξύπνα ! δεν είσαι πλάστης αγαλμάτων,
Ξύπνα ! τραγούδια τραγουδάς·
Μεσ’ στο τραγούδι σου είνε, ώ διαλεχτέ μου,
Όλες οι σ ά ρ κ ε ς κι' όλες οι ψ υ χ έ ς,
Από τα όνειρα των κρίνων
Ως των λ α ώ ν τις δίψες. Ξύπνησε γιά ιδές


Μ π ο έ μ


( *·) Το γεγονός αυτό συνέβη προ ετών εις τι χωρίον της Πελοπόννησου.

( ** ) Όρα δύο κριτικά άρθρα μεγάλης δυνάμεως εις το «Άστυ». Εν περί της παραστάσεως τής “Νόρας” παρά της κ. Αγνής Σόρμα και έτερον περί του Γύζη.