Κυριακή 30 Μαΐου 2021

Άγνωστες πτυχές της ζωής του Κωσταντίνου Χατζόπουλου

 Εισήγησή μου (που τελικά δεν διαβάστηκε γιατί αποφάσισα να μιλήσω ελέυθερα) στην τηλεδιάσκεψη με θέμα «Κωσταντίνος Χατζόπουλος: Ο πρωτοπόρος λογοτέχνης και αστός επαναστάτης» που έγινε το Σάββατο 22 Μαΐου 2021 και ώρα 8:00μ.μ.

Η επετειακή διαδικτυακή εκδήλωση για τον Κωσταντίνο Χατζόπουλο, συνδιοργανώθηκε από το Σωματείο «Acheloos GrowUp», την Εθελοντική Ομάδα «ΕΠΠΙ-ΔΡΟΥΜΕ» και την Ένωση Ρουμελιωτών Νέας Ιωνίας Αττικής.

«Άγνωστες πτυχές της ζωής του Κωσταντίνου Χατζόπουλου» -  Ιωάννης Χατζόπουλος

Καλησπέρα σας, σας ευχαριστώ πολύ που με καλέσατε και μου δίνετε την ευκαιρία  να μιλήσω.  Άρχισα ν΄ασχολούμαι με την ιστορία της οικογένειας Χατζοπούλου τα τελευταία χρόνια, η πανδημία και το lockdown μου έδωσαν το έναυσμα και την ευχέρεια χρόνου να εντρυφήσω διεξοδικότερα και σε βάθος. Είμαι γιος του Πάνου Χατζοπούλου και εγγονός του Γιώργου Χατζόπουλου, αδελφού του Κώστα, Αλεξάνδρας, Δημήτρη, Ασπασίας και Ζαχαρία Χατζόπουλου. Ο πατριάρχης της οικογένειας ήταν ο Ιωάννης Χατζόπουλος, έμπορος από το Βάλτο.


Ο Κώστας Χατζόπουλος με  το ριζοσπαστικό και πρωτότυπο έργο του επισκίασε τους άλλους λογοτέχνες Χατζόπουλους σε σημείο που να είναι σήμερα πρακτικά άγνωστοι και παραμερισμένοι. Κι όμως άφησαν σημαντικό έργο, ιδιαίτερα ο Δημήτρης, αλλά και ο Ζαχαρίας, η Σέντα, κόρη του Κώστα , ακόμη και ο Πάνος Χατζόπουλος. Τα τελευταία χρόνια έχουν βγει βέβαια μερικά  βιβλία για το Δημήτρη Χατζόπουλο (ήταν γνωστός και με το ψευδώνυμο Μποέμ, Πεζοπόρος, Αθηναίος, κ.α.) το έργο του όμως δεν έχει ακόμη σταχυολογηθεί και είναι σε μεγάλο βαθμό παραγνωρισμένο.  Ο  Ζαχαρίας Παπαντωνίου -για να έχουμε έτσι μια ιδέα-  έγραφε (1) ότι τα πρώτα χρόνια δεν κατάφερνε να ξεχωρίσει διαβάζοντας τα γραπτά του  Κώστα από αυτά του Μήτσου Χατζόπουλου, είχανε τον ίδιο λόγο, την ίδια πνοή.

Συνοψίσω ένα σύντομο βιογραφικό του Κώστα Χατζόπουλου: γεννήθηκε στο Αγρίνιο στις 11 Μαΐου 1868 και απεβίωσε στις 20 (ή 22) Ιουλίου 1920. Πρωτοπόρος δημοτικιστής και σοσιαλιστής, ήταν ένας από μεγαλύτερους Έλληνες λογοτέχνες της εποχής του.

Η οικογένειά του ήταν συντηρητικών αρχών και αυτός, όπως και τα αδέλφια του μεγάλωσαν και γαλουχήθηκαν με τέτοια ιδανικά. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και δικηγόρησε στο Αγρίνιο για μερικά χρόνια. Αργότερα μετακόμισε στην Αθήνα όπου άρχισε ασχολείται με τη λογοτεχνία.

Το 1897 πήρε μέρος στον ατυχή πόλεμο, συγκλονίστηκε, ωρίμασε  μέσα του η πρώτη μεταστροφή, Απογοητεύτηκε από την κενή πατριδολατρία, εγκατέλειψε το μεγαλοϊδεατισμό  και την εθνικοφροσύνη. Το διήγημα «Αντάρτης» (1907)  αντικατοπτρίζει αυτή του τη μεταστροφή.

Το Νοέμβρη του 1898, με δικά του προσωπικά έξοδα άρχισε την έκδοση του περιοδικού «Τέχνη», περιοδικού που ήταν σταθμός  στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων, γραμμένο εξ΄ολοκλήρου στη δημοτική, με περιζήτητους συνεργάτες. Στην «Τέχνη» έγραψαν όλα τα μεγαλύτερα ονόματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας: Ξενόπουλος, Νιρβάνας, Θεοτόκης, Παλαμάς, Ψυχάρης, Επισκοπόπουλος, Γρυπάρης, Καρκαβίτσας, Μαλακάσης, Καμπύσης. Το ότι το περιοδικό ακολουθούσε καθαρά προοδευτική γραμμή στο γλωσσικό ζήτημα δεν πρέπει όμως να μας κάνει να πιστέψουμε ότι ήταν τέτοια και η ιδεολογική του κατεύθυνση. Σκοπός της «Τέχνης» ήταν η εισαγωγή του νιτσεϊσμού, του ελιτισμού και εκλεκτισμού στην ελληνική πραγματικότητα. Ήταν φανερός και απροκάλυπτος  ο θαυμασμός για την λυρική απολυταρχική φιλοσοφία του Νίτσε, για  το εθνικιστικό κήρυγμα του Ντανούντσιο, για τον γερμανικό αυταρχισμό - μιλιταρισμό που ήταν προπομπός του ναζισμού.

Δεν πρέπει να παραβλέψουμε σε αυτό το σημείο το γεγονός  ότι οι αδελφοί Χατζόπουλοι ήταν γερμανόφωνοι και γερμανολάτρες. Προγραμμάτισαν την σπουδή της γερμανικής γλώσσας γιατί είχαν αποφασίσει να ταξιδέψουν και ίσως να εγκατασταθούν στη Γερμανία. Ο Κώστας έμαθε τα γερμανικά σε βάθος, όταν ακόμη ήταν στο Αγρίνιο έψαχνε να βρει τις πιο απίθανες εκφράσεις για να τις μεταφράσει πιστά στα γερμανικά, κάποια φορά είχε βάλει σε δύσκολη θέση το δάσκαλό του γιατί ζητούσε να μάθει πως θα  μπορούσε να ειπωθεί «φτουσκουλικομυρμιγκότρυπα» στα γερμανικά…

Το Γενάρη του 1899 ήρθε σε περιοδεία στην Ελλάδα ο Ντανούντσιο με την Ελεονορα Ντούζε, που ήταν τότε στο μεσουράνημά της, η οποία έδωσε μερικές παραστάσεις και στην Αθήνα (2). Σημειωτέον ότι η Ντούζε μιλούσε και έπαζε μόνο στα ιταλικά, εκ τούτου οι Έλληνες θεατές δεν κατάλαβαν πολλά απ΄όσα άκουσαν. Παρόλαυτά σύσσωμοι οι συνεργάτες της «Τέχνης» έγραψαν διθυραμβικά σχόλια και κριτικές. Ο Νιρβάνας υπερέβαλε στα θυμιατά, ο Παλαμάς είδε την τέχνη που κατά τη γνώμη του δεν είχε γραφτεί για τους πορτιέρηδες και το λαουτζίκο (3), παρασύρθηκε ακόμη και ο Ξενόπουλος(4), όλοι ακολούθησαν.

Στην αρχή μόνο ο Καρκαβίτσας και ο Εφταλιώτης αντέδρασαν στον «ιμπσενογερμανισμό», όπως ονόμασε αυτή τη μόδα ο Ψυχάρης, που ανήκε βέβαια στο γαλλόφωνο-γαλλόφιλο στρατόπεδο και ήταν ενστικτωδώς αντίθετος σε οποιαδήποτε γερμανική ή βόρεια διείσδυση στην Ελληνική κουλτούρα. Σιγά σιγά οι συνεργάτες του περιοδικού διαφοροποιήθηκαν, απομακρύνθηκαν, η «Τέχνη» τελικά κατάφερε να βγάλει μόνο 12 τεύχη και να κλείσει. Όπως έγραψε ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου στην «Επιθεώρηση Τέχνης» το  1960 “…Ή «Τέχνη» είχε βάλει στο πρόγραμμά της να μην κατέβει στο επίπεδο του λαού, γι΄αυτό και εγκαταλείφθηκε και από τους συνεργάτες της και από το κοινό”.(5)

Ο Κ. Χατζόπουλος έζησε στη Γερμανία για σειρά ετών (το 1900-1901 και από το 1905 μέχρι το 1914). Η παραμονή στη Γερμανία στάθηκε καταλυτική γι΄αυτόν και για τον αδελφό του Μήτσο, οι αδελφοί Χατζόπουλοι έφυγαν από την Ελλάδα καϊζερικοί, μπισμαρκικοί, αντιδραστικοί, και γύρισαν ανατρεπτικοί, αντιμοναρχικοί και σοσιαλιστές (1).

Ο Χατζόπουλος σταδιακά εγκατέλειψε το νιτσεισμό (6),  ήρθε σε επαφή με τους γερμανικούς προοδευτικούς κύκλους, και γρήγορα προσχώρησε στο σοσιαλισμό.

Τις 28 Οκτώβρη του 1907 δημοσίεψε στο «Νουμά» με υπογραφή Πέτρος Βασιλικός  «Το Κοινωνικό μας Ζήτημα», άρθρο που ανέλυε την κατάσταση στην Ελλάδα και πρότεινε μια ριζική, επαναστατική αλλαγή προς όφελος των εργαζομένων μαζών. Σε μια σημείωση όμως διευκρίνιζε πως  “… όταν λέω επανάσταση δεν εννοώ να πάρη ο λαός τα όπλα στα χέρια. Μεταχειρίζομαι τη λέξη στη νεώτερη, κοινωνική της σημασία».

Το 1908 δημοσίεψε σε συνέχεις στην Εφημερίδα «Εργάτης» του Βόλου το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» στα ελληνικά, έγραψε πληθώρα άρθρων για το σοσιαλισμό που δημοσιεύτηκαν στον τύπο της εποχής. Το 1909 ίδρυσε στη Γερμανία τη Σοσιαλιστική Δημοτιστική Ένωση. Το 1911 του προτάθηκε να κατέβη στην Ελλάδα για να ηγηθεί του Σοσιαλιστικού Κέντρου Αθήνας αλλά αρνήθηκε, αντιπροτείνοντας τον αδελφό του Δημήτρη που τελικά έγινε ένα από τα ιδρυτικά μέλη.

Το 1914, με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου επέστρεψε στην Ελλάδα και τον πρώτο καιρό προσπάθησε ασχοληθεί ενεργά με την πολιτική.  Γρήγορα απογοητεύτηκε και σταδιακά απομακρύνθηκε από τα άμεσα σοσιαλιστικά ιδεώδη.  Σε γράμμα που έγραψε στον Ν. Γιαννιό εξηγούσε τους λόγους: «… Σκέφτηκα το πράμα καλύτερα. … Το κήρυγμα του σοσιαλισμού κατά ξένα πρότυπα είναι πρόωρο ακόμη για το ρωμιό εργάτη. Το πρώτο που του χρειάζεται είναι να μάθει να διαβάζει και να γράφει και να παίρνει μερικά ηθικά μαθήματα. Είναι η πίστη που σχημάτισα τώρα που γνώρισα από κοντά την πραγματικότητα». (7)

Πολλοί κατηγόρησαν αργότερα την κόρη του ποιητή, Σέντα, ότι αρνιόταν το ότι ο πατέρας ήταν ποτέ σοσιαλιστής.  Η Σέντα Χατζοπούλου είχε την άποψη της, που την είχε εκφράσει με σαφήνεια στο γράμμα που δημοσιεύτηκε στη «Νέα Εστία» (τεύχος 939 σελ. 1185 της 15/8/1966) «… (ο πατέρας μου) εργάστηκε με πάθος και αφοσιώθηκε με την ψυχή και το μυαλό σε μελέτες κοινωνιολογικές και η αφοσίωσή του στον παγκόσμιο σοσιαλιστικό αγώνα ήταν πεποίθησή του και ιδεαλισμός καθαρός. Γι΄αυτό και η πικρία του και η απογοήτευσή του έπειτα, ήταν η απογοήτευση ενός ανθρώπου με ιδανικά που έστεκε πάνω από προσωπικές φιλοδοξίες και συμφέροντα».

Ο Κ. Χατζόπουλος ήταν άνθρωπος ξεχωριστός αλλά και ιδιόρρυθμος, είχε παραξενιές που ξένιζαν όσους δεν τον γνώριζαν. Ο Ν. Γιαννιός μιλάει «νευρασθένεια» (7), ο Δημήτρης Γληνός για «υστερισμό» (8), πιστεύω ότι οι χαρακτηρισμοί είναι υπερβολικοί. ‘Όπως και όλοι οι Χατζόπουλοι, ήταν σίγουρα ευκολοσυγκίνητος, ανυπόμονος, και «τσαντίλας». Έπασχε από τη λεγόμενη “Ελβετική ειλικρίνεια”, δεν κατάφερνε να είναι διπλωματικός, να σωπαίνει όταν κάτι δεν τού πήγαινε. Είχε μανία με το “ ν “ στο όνομα του, απαιτούσε να γράφεται Κωσταντίνοςκαι όχι Κωνσταντίνος, είναι θρυλικοί οι τσακωμοί και διαξιφισμοί με τους τυπογράφους που από απροσεξία τολμούσαν να γράφουν λάθος το όνομά του. Το πρώτο καιρό που έπαιρνε μέρος στις συνεδριάσεις του Σοσιαλιστικού Κέντρου Αθηνών του δινόταν συνήθως η θέση του προέδρου. Σε κάποια συνεδρίαση έτυχε και οι περισσότεροι ομιλητές που δεν ήταν βέβαια άνθρωποι των γραμμάτων, ΚωΝσταντίνο τον ανέβαζαν, ΚωΝσταντίνο τον κατέβαζαν. Στην αρχή προσπάθησε να συγκρατηθεί, ζήτησε με ήπιο τόνο να μην  το προσφωνούν με το όνομά του λανθασμένο, αλλά οι αδαείς το χαβά τους, συνέχιζαν με  το «ν»… Κάποια στιγμή στα «επι της διαδικασίας» ανακοίνωσε στα σοβαρά ότι θα έπνιγε τον επόμενο που θα τον φώναζε ΚωΝσταντίνο…!. Κόκκαλο η αίθουσα…

Ειρωνεία της τύχης, μία σειρά από ιστοσελίδες όπως το  ekebi.gr, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου,  biblionet.gr, hellenicaword.com, epoxi.gr,  sansimera.gr, τον έχουν καταχωρημένο σαν “Κωνσταντίνο”…

Ευχαριστώ πολύ που με ακούσατε,

Γ. Χατζόπουλος

 

(1) Ζαχ. Παπαντωνίου “Δημ. Χατζόπουλος - Μποέμ”, Νέα Εστία 15 Οκτωβρίου 1936

(2 ) Η Ελεονόρα Ντούζε το Γενάρη του 1899 έδωσε στην Αθήνα 4 παραστάσεις, με έργα Σούντερμαν, Ίψεν και Δουμα υιού. Η απήχηση στο κοινό ήταν περιορισμένη. Ο «Παρνασσός»  οργάνωσε εσπερίδα με τον Ντανούντσιο που είχε μεγάλη επιτυχία.

(3)  Στην «Τέχνη» του Φλεβάρη 1899  ο  Κ. Παλαμάς έγραψε: “... εκείνους που χαίρονται την υψηλή τέχνη με την ολόφωτη διάνοια, και όχι με τη νοημοσύνη των πορτιέρηδων” και σε άλλο τεύχος “... ποιήματα και φιλοσοφήματα που πρώτα μίλησαν όχι στα τυφλά σκλαβωμένα πλήθη, αλλά στο διαλεχτό λαό των ελευθέρων δυνατών”.  Στο Άστυ της 22 Φεβρ. 1899 ο Π. έφτασε στο σημείο να γράψει “... εις εποχήν καθ΄ήν αι περί ι σ ό τ η τ ο ς αρχαί αναγνωρίζονται ως παιδαριώδεις χίμαροι, άγνωστοι και εις τον φυσικόν και εις τον κοινωνικόν νόμον”.

(4) Πάντα στην «Τέχνη» του Φλεβάρη 1899  Ο  Γ. Ξενόπουλος έγραψε: “…φοβηθήκαμε μήπως η μεγάλη τέχνη της Ντούζε  ήθελε κάμη καταληπτό στους χυδαίους το αριστούργημα της νεώτερης δραματικής τέχνης”,  “(τα) προνομιούχα μάτια, ... οι εκλεκτοί  ευφραίνονται  και αναπνέουν και ενθουσιάζονται και αναζούν!”.

(5) Μ. Μ. Παπαϊωάννου “Το περιοδικό «Τέχνη» και η πάλη των ιδεών στην Αθήνα στο τέλος του 19ου αιώνα”, «Επιθεώρηση Τέχνης» 63-64 Απρίλης 1960.

(6) Το 1915 δημοσίεψε το διήγημα «Υπεράνθρωπος” που σατίριζε τους νιτσεϊστές στην Ελλάδα.

(7) Ν. Γιαννιός «Ο Χατζόπουλος σοσιαλιστής», Νουμάς 696, 8 Αυγούστου 1920.

(8) Δ. Γληνός «Η ομορφιά μιας ηθικής αξίας»,  Νουμάς 696, 8 Αυγούστου 1920

 

Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Χτες μας άφησε ο Νίκος Παπαγεωργίου, σημαντικός καλλιτέχνης, δάσκαλος στον τομέα των γραφικών τεχνών και της φωτογραφίας. Γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1932, ήταν γιός της Φάνης Χατζοπούλου και του Θύμιου Παπαγεωργίου. Σπούδασε στην Αθήνα, δούλεψε και διέπρεψε στο χώρο της διαφήμισης για σχεδόν σαράντα χρόνια, στις «χρυσές» δεκαετίες του -΄60 -΄70 -΄80 και -΄90. Αμέτρητες οι επιτυχίες του, στον καθημερινό τύπο, στην τηλεόραση, στα περιοδικά, οι δουλειές του ήταν άμεσα αναγνωρίσιμες για τη φινέτσα, την πρωτοτυπία και την ιδιαίτερη καλαισθησία τους. Τον Δεκέμβρη που μας πέρασε κατάφερα να τον πείσω να κάνουμε βιβλίο ένα κείμενο που δούλευε από χρόνια, που τελικά τιτλοφορήθηκε «Τρία χρόνια με τον παππού και τη γιαγιά – κατοχή 1941-΄43» παιδικές  αναμνήσεις του από το Αγρίνιο και το Ζαπάντι τα χρόνια του πολέμου. Όποιος ενδιαφέρεται να το διαβάσει σε ηλεκτρονική μορφή (pdf) μπορεί να μου στείλει την ηλεκτρονική του διεύθυνση να του το στείλω. 

Γειά σου Νίκο, πολύ μας στενοχώρησες, θα σε θυμόμαστε και θα σε τιμούμε πάντα…


Τετάρτη 12 Μαΐου 2021

ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑ ΛΙΤΣΑ

Αθήνα 16-4-2021

Αγαπητέ μου Γιάννη,

κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας με την αδελφή μου Τσούπρου Σπανοπούλου που κατοικεί στην Χαλκίδα και την επιθυμία σου να πληροφορηθείς ιστορίες και γεγονότα συνδεδεμένα με την οικογένειά σου, αποφάσισα να σου παραθέσω τα παιδικά μου βιώματα που σχετίζονται με τη ζωή μου στο Αγρίνιο και γενικά με την οικογένεια των παππούδων σου.

Ονομάζομαι Ιουλία Παπαδοπούλου το γένος Σπανοπούλου, γεννήθηκα το 1941 και έμεινα στην πλατεία Χατζοπούλου, συγκατοικούσα στο ίδιο σπίτι πάνω-κάτω με τους παππούδες σου Γιώργο και Σοφία, τον πατέρα σου και τις αδελφές του Φανή, Ελένη, Ειρήνη, Φιφή και Μάρθα.

Εγώ και τα τέσσερα αδέρφια μου, δύο κορίτσια και τρία αγόρια, γεννηθήκαμε σε αυτό το σπίτι και ζήσαμε τα περισσότερα χρόνια της ζωής μας μία ζωή γεμάτη ανεμελιά, χαρά, παιχνίδι και άρρηκτα συνδεδεμένα με την οικογένειά του πατέρα σου. Ας ταξιδέψουμε λοιπόν στο παρελθόν και ας βρεθούμε στην πλατεία Χατζοπούλου, στο μεγάλο Αρχοντικό, στο αξέχαστο σπίτι μας, αφού στο ισόγειο έμενε η δική μου οικογένεια και στον πάνω όροφο οι παππούδες σου.

Ας ανοίξουμε λοιπόν την μεγάλη ξύλινη πόρτα που το βράδυ έκλεινε από μέσα με μία βαριά σιδερένια μπάρα, δεν νομίζω όμως να έκλεισε ποτέ καθότι οι πόρτες εκείνης της εποχής έμειναν όλο ανοιχτές μέρα-νύχτα.

Αχ Θεέ μου! ανοίγει η μεγάλη πόρτα και βρισκόμαστε σε μία -όχι μεγάλη- αλλά μιά τεράστια πλακόστρωτη αυλή, στην άκρη παρτέρια με νυχτολούλουδα και σκορπισμένες μέσα σε αυτή τρεις αποθήκες-πλυσταριά. Ένα από αυτά, το πιο καλοδιατηρημένο, υπήρξε η παιδική μας θεατρική σκηνή, το μικρό μας θέατρο. Καλλιτεχνικός διευθυντής, παραγωγός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, σκηνογράφος, ενδυματολόγος, ποιος άλλος; εγώ. Όλες οι αρμοδιότητες και εξουσίες στα χέρια μου: ηθοποιοί όλες οι μικρές μας φίλες που τα σπίτια τους ήταν γύρω γύρω από την πλατεία και είχαν επιφορτιστεί να φέρουν ότι καλό υπήρχε στα συρτάρια των σπιτιών τους, μεταξωτά υφάσματα, σεντόνια, κουρτίνες για την κατασκευή φορεσιών, εγώ στην κυριολεξία είχα αδειάσει τα συρτάρια της μητέρας μου.

Η Λίτσα Σπανοπούλου με τη "στολή της Αμαλίας"  που επιδιόρθωσαν για την παρέλαση ο πατέρας μου και η Μάνθα Χατζοπούλου.  Φωτογραφία Ξυθάλη του 1952 (υπολογισμοί δικοί μου).  

Φαντάζεσαι λοιπόν τι γινόταν όλη την ημέρα στην αυλή, πρόβες, φασαρία, τσακωμοί έως ότου έρθει η πολυπόθητη ημέρα της πρεμιέρας όλη η γειτονιά στο πόδι, που στο τέλος η γιαγιά σου δεν αντέχει άλλο έβγαζε το κεφάλι της στο παράθυρο της κουζίνας και φώναζε: “Λίτσα α α α ... πάλι μάζεψες όλη τη γειτονιά στην αυλή!”
Θεατρόφιλο κοινό ήταν οι υπόλοιποι μικροί μας φίλοι που δεν είχαν την τύχη να λάβουν μέρος στην παράσταση και ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν εισιτήριο, ίσως είχα κάποια έφεση στα καλλιτεχνικά, είχα το ίδιογονίδιο του πατέρα μου ο οποίος ήταν θεατρόφιλος και φανατικός λάτρης της κλασικής μουσικής με αγαπημένο του μουσικό τον Βέρντι. Ηθοποιός έγινε η κόρη μου, αναγνωρισμένη στην Ελλάδα.

Το πλυσταριό αυτό διαμορφωνόταν ανάλογα των περιστάσεων, πότε γινόταν χοροδιδασκαλείο και πότε διδασκόταν παραδοσιακοί χοροί: μπάλος, συρτός και λοιπά, πότε εκκλησιαστικός χώρος αφού γινόταν τελετές βαπτίσεων, αρραβώνων και γάμων με πρωταγωνιστές τα μικρά μας αδέλφια και τις μικρές μας φίλες με κουφέτα και γλυκά που αγόγγυστα ετοίμαζε η μητέρα μου.
Μόλις τελείωνε η δική μου θεατρική σεζόν ανέβαιναν τα σκηνικά του καραγκιόζη με παραγωγούς τα μικρά μας αδέλφια και σκηνικά και κατασκευή φιγούρων αποκλειστικά δική τους. Το κοινό, πάντα οι μικροί μας φίλοι: “οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ” - πλατεία Χατζοπούλου.
Μέσα σε αυτή την αυλή υπήρχε ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο σπίτι του πατέρα σου/Αρχικά υπήρχε μία μεγάλη σκεπαστή λότζα βεράντα με γλάστρες και ένα μεγάλο καναπέ που καθόταν ο παππούς σου και με είχε επιφορτίσει να το διαβάζω καθημερινά τον “Τσακιτζή” αληθινό ήρωα της Μικράς Ασίας που δημοσιευόταν σε σειρές στην εφημερίδα. Το σπίτι αυτό ήταν και δικό μας σπίτι αφού όλη την ημέρα ήμασταν πάνω-κάτω το δε μεσημέρι που όλοι κοιμόταν εμείς βρίσκαμε καταφύγιο στο μικρό καμαράκι. Εκεί μέσα ήταν ο κρυμμένος θησαυρός: μέσα από παλιά σεντούκια βγάζαμε άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες, την αλληλογραφία του ποιητή με άλλους λογοτέχνες, πολύτιμα αντικείμενα, λαϊκές ενδυμασίες καθώς και η “στολή της Αμαλίας” που την φόρεσα και εγώ μετά από ολονύχτια εργασία του πατέρα σου και της Μάρθας για να επιδιορθώσουν το φέσι που είχε χαλάσει για να το φορέσω εγώ την άλλη μέρα στην παρέλαση καθότι ήμουν παραστάτης. Τη στολή αυτή την φόρεσε και η Σέντα Χατζοπούλου, σήμερα βρίσκεται στο Εθνολογικό Μουσείο Αθηνών.

Γενικά όμως το Αγρίνιο είχε αρκετά υψηλό μορφωτικό και πνευματικό επίπεδο καθότι λειτουργούσαν δημόσιες υπηρεσίες, τράπεζες, μορφωτικοί σύλλογοι, φιλαρμονική στην οποία ήταν μέλος και ο αδερφός μου με ειδικότητα στο όργανο όμποε, σχολεία, γυμνάσιο αρρένων και θηλέων, εμπορική σχολή, ευεργετήματα των μεγάλων βιομηχανιών καπνού Παπαστράτου, γόνων Αγρινίου εξ΄ου και οδός Παπαστράτου, Παπαστράτεια εκπαιδευτήρια κλπ. Η καλλιέργεια του καπνού είχε τονώσει την οικονομία της πόλης αφού λειτουργούσαν πολλές καπναποθήκες επεξεργασίας καπνού όπου απασχολούνταν εκατοντάδες άνθρωποι καθημερινά.

Το Αγρίνιο είχε ονομαστεί η πόλις του Κροίσου”, ο καπνός καλλιεργούνταν σε ένα μικρό προάστιο, το Ζαπάντι, παλιά τουρκοκατοικημένο, έως σήμερα διασώζεται το τζαμί. Στο προάστιο αυτό υπήρχαν σπίτια εύπορων οικογενειών που διέθεταν πολλά κτήματα για την καλλιέργεια του καπνού. Μεταξύ αυτών του παππού σου και τον πατέρα μου. Εκεί περνούσαμε τα καλοκαίρια μας, το δικό μας σπίτι ήταν μία μικρή έπαυλη ακριβώς στο κέντρο του μεγάλου κτήματος, με ξύλινα στολίδια εξωτερικά και επικλινή σκεπή ήταν διώροφο με εσωτερική ξύλινη σκάλα και παράθυρα από όλα τα σημεία του ορίζοντα από όπου βλέπαμε το σπίτι του παππού σου και κάθε πρωί φωνάζοντας δυνατά τους καλημερίζαμε: “γιαγιά Σοφία α α α” “Μάρθα α α” “Ελένη η η”, άμεσα μας ανταπέδιδαν την καλημέρα.

Αυτόν τον τύπο του σπιτιού τον είδα για πρώτη φορά στα αγροκτήματα της Ιταλίας σε κάποιο ταξίδι που έκανα εκεί και αναφώνησα: “το σπίτι μου ... το σπίτι μου”!

Ο πατέρας μου μου διηγήθηκε πως όταν τελείωσε το κτίσιμο του σπιτιού ο παππούς μου μίσθωσε όλες τις άμαξες στο Αγρίνιο για να μεταφέρουν δωρεάν όσους ήθελαν να το δουν. Η φιλαρμονική παιάνιζε όλη την ημέρα, ο κόσμος έτρωγε και έπινε, τραγουδούσε και χόρευε. 'Οπως βλέπεις συμπορευτήκαμε όλη μας τη ζωή με την οικογένειά του πατέρα σου, μαζί τους χειμώνες, μαζί και τα καλοκαίρια.

Η θεία σου η Ειρήνη ήταν η καλύτερη μοδίστρα του Αγρινίου και είχαμε επιστρατευθεί εγώ και ο μεγάλος μου αδερφός να μεταφέρουμε τα έτοιμα ρούχα στα σπίτια των πελατών με αντάλλαγμα φιλοδωρήματος άλλοτε μικρού και άλλοτε μεγάλου. Πελάτισσες; η γυναίκα του δημάρχου, οι γυναίκες των βιομηχάνων αλλά και των εμπόρων καπνού που κατά καιρούς ερχόταν για την αγορά του και επέλεγαν την Ειρήνη για το ράψιμο τουαλετών που θα φορούσα στις χοροεσπερίδες. Εμένα προσωπικά η Ειρήνη μου έραψε μία ωραιότατη στολή για το γυμνάσιο αφού υποχρέωσε την μητέρα μου -η οποία βέβαια δεν είχε αντίρρηση- να αγοράσει το καλύτερο ύφασμα και έτσι και έγινε. Εγώ ήμουν πάλι περήφανη αφού όλες οι φίλες μου με ρωτούσαν ποιος μου την έφτιαξε.

Ας τελειώσουμε με ένα ευτράπελο περιστατικό. Ο παππούς σου Γιώργος ένα βράδυ δεν είχε ύπνο και ήταν και πολύ ανήσυχος. Άρχισε να χτυπάει με τη μαγκούρα δυνατά το σανιδένιο πάτωμα και να ζητάει από την γιαγιά σου να πάει στο γιατρό εκείνη την ώρα -ήταν βέβαια αργά το βράδυ- και να του φέρει φάρμακο για να κοιμηθεί. Η γιαγιά σου, γυναίκα με μεγάλη υπομονή και στωικότητα, του εξήγησε πως ήταν πολύ αργά για το γιατρό αλλά ο παππούς σου δεν άκουγε τίποτα και επέμενε. Κατέβηκε τότε στη μητέρα μου -υπήρχε εύκολη πρόσβαση στο σπίτι μας από την πόρτα της κουζίνας που έβλεπε την αυλή- και ζήτησε τη βοήθειά της. Εμείς βέβαια κάτω είχαμε ακούσει τις μαγκουριές στο ταβάνι μας και είχαμε καταλάβει. Η μητέρα μου, πολύ ευρηματική, είπε στον παππού σου να μην στεναχωριέται γιατί θα τακτοποιούσε αυτή το θέμα αμέσως. Πράγματι έβαλε το τηγάνι στη φωτιά, έριξε αλεύρι, μέλι, και δεν θυμάμαι τι άλλο και έφτιαξε μικρά στρογγυλά σουβλάκια, τα έριξε σε ένα μικρό μπουκαλάκι και ανέβηκε πάνω. Ο παππούς σου ήταν ακόμη μαινόμενος ταύρος. Τον ενημέρωσε πώς δήθεν πήγε η ίδια στο γιατρό και πήρε το φάρμακο. Του έδωσε να πιει ένα μικρό σβωλάκι και του επέστησε την προσοχή να ακολουθήσει πιστά τις οδηγίες του γιατρού. Σε λίγη ώρα ο παππούς σου είχε ηρεμήσει και διαβεβαίωσε τη μητέρα μου πως δεν θα ξεχνούσε ποτέ αυτό το καλό που του έκανε την ευχαριστούσε συνέχεια ώσπου βυθίστηκε σε ένα βαθύ παιδικό ύπνο. Καταλαβαίνεις τι έγινε τότε, γέλια, γέλια, χωρατά, το περιστατικό αυτό ήταν καθημερινή συζήτηση για μέρες στο απογευματινό καφεδάκι που η γιαγιά σου σχεδόν κάθε μέρ κατέβαινε να πάρει στο σπίτι μας.

Αγαπητέ μου Γιάννη, πιστεύω να σε ταξίδεψα νοερά όσο το δυνατόν στο παρελθόν και να γεύτηκες κάπως την ατμόσφαιρα και τη ζεστασιά του σπιτιού του πατέρα σου,

στέλνω χαιρετισμούς στην οικογένειά σου και ολόθερμες ευχές σε όλους σας για το επερχόμενο Πάσχα!

Αν χρειάζεσαι κάτι άλλο και μπορώ να βοηθήσω θα το κάνω με μεγάλη χαρά και προθυμία.

Σας φιλώ όλους με πολύ αγάπη

Ιουλία

Κυριακή 2 Μαΐου 2021

ΠΑΣΧΑΛΙΝΑΙ ΠΡΟΠΟΣΕΙΣ – ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ - 1896

 Πασχαλινό διήγημα του Μήτσου Χατζόπουλου που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Σκριπ» της 27 Μαρτίου 1896 (εκείνη τη χρονιά το Ορθόδοξο Πάσχα έπεφτε νωρίς, στις 24 Μαρτίου).

ΣΚΡΙΠ 27 ΜΑΡΤΊΟΥ 1896
ΛΗΣΜΟΝΙΜΕΝΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ
ΠΑΣΧΑΛΙΝΑΙ ΠΡΟΠΟΣΕΙΣ

Την παχυτέραν σκιάν κατείχον οι υπαξιωματικοί του τάγματος, την αραιοτέραν οι άνδρες αυτού υπό τα υψηλά δένδρα, όπου είχε στρωθή το πασχαλινόν γεύμα. Τα λευκά σύγνεφα που εσκότιζαν από το πρωϊ το γαλανόν του ουρανού, είχον διασκορπισθή, και ο ήλιος εφλόγιζε. Περασμένο μεσημέρι ήτο, ζέστη έκαμνεν. Η άνοιξη άπλονε πρασινάδας γύρω, τα σιτάρια στα χωράφια ασάλευτα και κατσουφιασμένα έστεκαν μέσα στη ζέστη. Πέρα η πόλις κάπνιζε ακόμα από τα αρνιά του Πάσχα.
Και υπό την σκιάν το τάγμα, τετρακόσιοι δηλαδή διπλαί σιαγόνες ειργάζοντο δραστηρίως προς αναμάσησιν μηρών, νεφραμιών, πλευρών, πλατών, σβέρκων, κεφαλών... Πάσχα φαιδρόν και αρειμάνιο, πάσχα ρωμαϊκόν, πάσχα στρατιωτικόν.
Υπό την πυκνήν σκιάν των δένδρων οι υπαξιωματικοί μετά δυο ανθυπασπιστών είχον στήση είδος εξέδρας δαφνοστόλιστον και κοσμημένης με μερικάς λιθογραφικάς εικόνας αυτοκρατόρων και σφαγών τούρκων υπό Ελλήνων. Εις αυτήν λοιπόν επί στρώματος εκ κλάδων ελατών είχον καθήση και εγεύοντο οι υπαξιωματικοί.

Είχαν βγάλη  τα τσαρούχια των, τα ετοποθέτησαν δύο βήματα όπισθέν των, εκάθησαν διπλοπόδι και έτρωγαν λαμβάνοντες τα τεμάχια των κρεάτων δια των χειρών, τα στοιβαγμένα εις το μέσον της τραπέζης κατά πυραμίδας, και έπιναν δεχόμενοι κάθε τόσο τα ποτηράκια πλήρη από μαύρον οίνον, από τας χείρας πέντε εν όλω στρατιωτών οινοχόων.
Αποτέρω κατά τμήματα κατάχαμα στη γη, καθισμένοι επί πετρών έκαμναν πασχαλιάν και οι στρατιώται. Όλην δε αυτήν την απλήν και αφελή  στρατιωτικήν εικόνα, εξιδανίκευε και ελάμπρυνε μια μικρούλα γαλανόλευκος πενιχρά τοποθετημένη εκεί επάνω επί της δαφνοστολίστου εξέδρας.

* * *

Και ως επίνετο αφθονώτερος ο οίνος, αι κεφαλαί των υπαξιωματικών εξήπτοντο. Μετά την καταβρόχθισιν των κρεάτων, επηκολούθησεν όλη η εποποιϊα των κλεφτών και των καπετανέων διά των δημοτικών ασμάτων, ότε είς των δύο ανθυπασπιστών, ένα ολοστρόγγυλο κατακόκκινο βουτσί, κοντόχονδρος μ΄ένα καπελάκι κοντό κοντό, με δύο τρεις τρίχες ξανθές από κάτω από μιά μύτη σαν μεγάλο αχλάδι, εσηκώθη. Εκρατήθη καλά στα πόδια του, και σήκωσε την πρώτην πρόποσιν ούτω με βροντώδη φωνήν εν μέσω θρησκευτικής σιγής.
- Πρου πίνου υπέρ της υγείας ούλων των παρόντων κι΄απόντων επαξιωματικών του τάγματους! Οι επαξιουματικοί, κύριοι, είνι η βάσις κι του πρόχουμα, ούτως ειπείν, του στρατού. Τα ξέρουμι κι τα ξέρτε τόρα ούλ΄σας, ιν τούτοις, κατά πόσουν ιπιδρώσι κι μας καβαλ΄κεύουν ιπί πάσης περίστασις κι παραγκουνιζόμεθα ημείς οι άλλοι. Εις υγείαν των επαξιωματικών, κύριοι!...
Και ως εσήκωσε γενναίως το ποτήρι του, όλοι ανεσηκώθησαν εξ ενθουσιασμού, φωνή δε μία ως κεραυνός απήντησεν εκ των στομάτων όλων:
- Βίρα, ουρέ, ζήτουσαν οι επαξιουματικοί!...
Αλλά ήδη φιλοτιμηθείς εκ της επιτυχίας του συναδέλφου τους, ο άλλος ανθυπασπιστής, υψηλός ως ρέγγα και μονότονος το ανάστημα και το ύφος, ως παλούκι, ηγέρθη και αυτός. Ξηροκατάπιε κομμάτι και έπειτα πετάξας έξω φρικωδώς τους οφθαλμούς, λαβών αγρίαν έκφρασιν, είπε:
- Ικ καρδίας κι εξ εντοσθίων προυπίνου, κι σας συγχαίρουμαι! Προυσθέτου δε κι τα εξής: Ισθάνουμι ιαυτόν υδεύμουνα διότι κι του γεύμα μιτά εξιραιτικής  χαράς ιπέτυχε κι η εουρτή μεγαλουπριπώς ιξετελέσθη. Του κρασί μουνάχα δε μ΄ φαίνιται καλό...
Και εκάθησεν εν μέσω των ζητογκραυγών.
Αλλ'  ήδη έπρεπε ν΄απαντήσουν και οι υπαξιωματικοί. Και εις την ιδέαν ταύτην όλοι εβυθίσθηκαν εις βαθείαν σκέψιν. Έπρεπε να βρεθή είς εξ αυτών, όστις αναλαμβάνων ν΄απαντήση πρώτος προς τους δύο ανωτέρους του, να τιμήση δια της προπόσεώς του το σώμα των υπαξιωματικών. Ήρχησαν μάλιστα γινόμεναι μυστικαί συνεννοήσεις προς τούτο, ότε αιφνιδίως, ωσεί ορμών εξ επιτυχούς εμπνεύσεως, είς επιλοχίας παχύς και ολόξανθος, σηκόνεται με το ποτήρι στο χέρι και με μίαν φωνήν παιδικήν εξερχομένην με κωμικοτάτην αντίθεσιν εκ του κολοσσού εκείνου, λέγει: Τούτο γιαγια του πουτηράκι, του πίνου, κι σας παρακαλού, να του πιήτε κι ΄σεις στην υγεία τουν δυό κυρίων ανθυπασπιστών μας πούνι ιένα ζευγαράκι!...
Αλλά η επιτυχής αύτη έμμετρος πρόποσις του επιλοχίου δεν εφάνη αρκούντως ικανοποιητική. Έπρεπε να απαντήση είς από τους νεώτερους και πλέον μορφωμένους υπαξιωματικούς, από τους μελετώντες μάλιστα δι΄εξετάσεις γεωμετρίαν, ορθογραφίαν. Απόλυτος δε σιγή επεκράτησεν, οπόταν είς των νεωτέρων υπαξιωματικών ηγέρθη. Όλοι τον έβλεπαν με υπερηφάνειαν, με φθόνον προσέτι. Ήτο μελαψός τις Κραβαρίτης, ξερακιανός και μαυρομούστακος, πάντοτε σύννους και αξιοπρεπής, απ΄εκείνους, π ο υ  θ α π ά ν ε  μ π ρ ο σ τ ά, όπως λέγουν εις τον στρατόν. Έστριψε  το μουστάκι του, εμειδίασεν αυτοκολακευόμενος διά την εντύπωσιν ήν έκαμε μόλις εγερθείς, και είπε με επιστημονικήν εμβρίθειαν:
- Δικαίους οι κύριοι, κύριοι των ανθυπασπιστών προέπουν υπέρ του σώματους των επαξιωματικών. Δικαίους άρα γε κι ιγώ ελαύνουμαι επί του αυτώ, κι πίνου υπέρ της υγείας των και της προόδου των. Όπως εν τη γιουμετρία δύο τρίγουνα έχουντα τας γουνίας κι τας πλιβράς αυτών ίσας, είνε κι πρους άλληλα ίσα, ούτου, δύναμαι ειπείν, ότι άνευ κεφαλής δεν υφίσταται σώμα, αλλά κι άνευ σώματος, βεβαίως ουκ υφίσταται κεφαλή, κι επαξιουματικοί άνευ ανθυπασπιστών είνι το μηδέν κι του αυτό, όπους κι ανθυπασπισταί χουρίς ημάς ου δύνανται να ποιήσουσιν υπηρεσίαν. Διά τούτω τουλμώ να προπίω εις υγείαν της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέους, της Υψηλότητος του Διαδόχου, του αξιοτίμου Υπουργού των Στρατιωτικών κι ούλης της παρέας μας!...
Εκεί απάνω εγένετο τόσος ενθουσιασμός και τόσος θόρυβος, που ενόμιζε τις πλέον ότι έφοδος εγίνετο και όχι γεύμα, πασχαλινόν μάλιστα.

Σάββατο 1 Μαΐου 2021

Karl Åke Slöör, ο πρώτος σύζυγος της Σέντας Χατζοπούλου

Στο αφιέρωμα που έκανε στον Κώστα Χατζόπουλο το περιοδικό “Ελληνική Δημιουργία” το 1952 (τεύχος 102) ο Σπύρος Μελάς έγραφε τα εξής:
“... Μεσημέρι στη Στοκχόλμη, στο φιλόξενο σπίτι της όμορφης κυρίας Σέντας Σλερ – κόρης του Χατζόπουλου, που στάθηκε η λατρεία του – παίρναμε το πρόγευμα με το σύζυγό της, έναν ευγενέστατο φιλλανδό και τη μητέρα της, τη χήρα του συγγραφέα (Σάννυ Χάγκμαν), γηραιά καλλιτέχνιδα του χρωστήρα, μιά ύπαρξη αγγελική...”
Ένας ευγενέστατος φιλλανδός... (με την τότε ορθογραφία η λέξη γραφόταν με δυο φ) η μοναδική  μνεία γι'αυτόν στο  άρθρο.
Ο Περικλής Δρίβας (ο επόμενος σύζυγος της Σέντας, που τον παντρεύτηκε όταν χήρεψε απο τον Όκε) μου έλεγε συχνά -και εμπιστευτικά- ότι ο προκάτοχός του “...ήταν ένας λαπάς”.
“Ενας ήπιος, χαμηλών τόνων άνθρωπος”, ήταν η εντύπωση που αποκόμισε γι΄αυτόν ο Δημήτρης Γιάκος, όταν τον γνώρισε  το 1956, επ΄ευκαιρία των αποκαλυπτηρίων της προτομής του Κώστα Χατζόπουλου στο Αγρίνιο.
Αυτή την εντύπωση έδινε ο Όκε σε όποιον τον γνώριζε: σοβαρός, επιφυλακτικός, μετρημένος, ευγενικός,  Σ΄αυτό πιθανώς βοηθούσε και η βόρεια καταγωγή και νοοτροπία του, ή το ότι δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου τα ελληνικά οπότε βρισκόταν μονίμως σε μια κατάσταση αναμονής με τον συνομιλητή του.
Η ιδέα που είχα εγώ για τον Όκε ήταν κάπως διαφορετκή: κάποια φορά, σχεδόν παιδί ακόμη, στην καθιερωμένη επίσκεψη στη θεία Σέντα, με καταγοήτεψε όταν με μεγάλο καμάρι μου έδειξε τη συλλογή του από σπαθάκια -φαντάζομαι του φιλανδικού στρατού-  το ένα διαφορετικό από τα άλλο, όλα τέλεια στιλβωμένα και κοφτερά, φυλαγμένα επιμελώς σε μιά πλουμιστή δερμάτινη θήκη. Εκείνη την εποχή βέβαια δεν είχα το μυαλό να αναρωτηθώ πως μπορούσε κανείς να περάσει από τα σύνορα τέτοια φονικά εργαλεία. 

Τα φαινόμενα λοιπόν απατούσαν παντελώς, ο Όκε έζησε μια ζωή περιπετειώδη και πολύπλοκη, με ορισμένες αμφιλεγόμενες και σκοτεινές πτυχές.

30 Σεπτεμβρίου 1956, ημέρα των αποκαλυπτήριων της πρώτης προτομής του Κ. Χατζόπουλου.  Από αριστερά: Η Μάνθα  Χατζοπούλου, ο Όκε Σλέερ και η Σέντα Χατζοπούλου. Φωτο από το αρχείο της Μαργαρίτας Παπαστάμου Λαχανά.

Ο Karl Åke Slöör (Καρλ Όκε Σλέερ) γεννήθηκε στο Ελσίνκι το 1898, ήταν γόνος ευκατάστατης και ισχυρής φιλανδικής οικογένειας  (ο πατέρας του ήταν διευθυντής του Κρατικού Θησαυροφυλακίου) και από νεαρότατος ακολούθησε στρατιωτική καριέρα, φοιτώντας σε τρεις στρατιωτικές σχολές, το 1930 έγινε Γενικός Επιτελικός Αξιωματικός και αργότερα υπηρέτησε για πέντε χρόνια σαν στρατιωτικός ακόλουθος σε φιλανδικές πρεσβείες σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης.  Από το 1937 έως το 1940 ήταν υπασπιστής του Προέδρου της Δημοκρατίας Kyösti Kallio και για την περίοδο 1940-41 του Πρόεδρου Risto Rytti. Το 1941, συνταγματάρχης πλέον, διορίστηκε επικεφαλής του τμήματος εξωτερικών του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Το 1944 (με τη συνθηκολόγηση της Φιλανδίας) παραιτήθηκε και εργάστηκε στον ασφαλιστικό κλάδο. Πέθανε το 1974.

Το 1922 γνώρισε σε φιλικό σπίτι την κόρη του Κώστα Χατζόπουλου, Σέντα, που μετά το θάνατο του πατέρα της ζούσε με τη μητέρα της στη Φιλανδία.  “Όταν τον είδα για πρώτη φορά” μου εκμυστηρεύτηκε η Σέντα εξήντα χρόνια αργότερα, “ένοιωσα την καρδιά μου να σταματάει, πάγωσα, σκέφτηκα μέσα μου: αυτός είναι, αυτός είναι ο άνδρας της ζωής μου...”. Με την ομορφιά της, τη μόρφωση και τους καλούς της τρόπους τον κατάκτησε αμέσως, παντρεύτηκαν την ίδια χρονιά. Το 1926 γεννήθηκε και ή άτυχη κόρη τους, Υβόννη.

 Η οικογένεια Σλέερ το 1938 στη Φιλανδία: Όκε, Σέντα και η μικρή Υβόννη. Αξιοσημείωτη η πόζα του Όκε. Από το αρχείο του Κώστα Μεντή.

Τα πρώτα χρόνια ζούσαν στο Ελσίνκι, από το 1933 όμως, όταν ο Όκε διορίστηκε στρατιωτικός ακόλουθος στην φιλανδική πρεσβεία στη Βαρσοβία  μεταφέρθηκαν εκεί, δύο χρόνια αργότερα στο Βουκουρέστι και κατόπιν στην Πράγα. Αυτά τα 4-5 χρόνια ήταν τα πιο δύσκολα αλλά και τα πιο διασκεδαστικά για τη Σέντα. Είχε την ευκαιρία να ζήσει σε διαφορετικές χώρες, να συναναστραφεί τις οικογένειες των άλλων διπλωματικών σωμάτων, να διευρύνει ακόμη περισσότερο τους ορίζοντες της. Όμως υπήρχαν και οι κίνδυνοι και οι αντιξοότητες. Θα ήταν ανοησία να πιστεύουμε ότι ο ρόλος ενός στρατιωτικού ακόλουθου σε μια ξένη χώρα ήταν – και είναι -  το πως να βρεθούν εισφορές για το ταμείο απόρου κορασίδος. Η εποχή ήταν περίοδος μεγάλων ανακατατάξεων στην Ευρώπη και τον κόσμο, μόλις είχε ανεβεί ο ναζισμός στη Γερμανία, στην Ισπανία ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος, οι χώρες της κεντρικής Ευρώπης ήταν υπό πίεση, μετά από λίγο η Αυστρία και η Τσεχοσλοβακία ενσωματώθηκαν στο Τρίτο Ράιχ, ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος ήταν προ των θυρών. Ο Όκε λοιπόν μπερδευόταν σε μυστήριες υποθέσεις, έφευγε σε αποστολή και έλειπε από το σπίτι για εβδομάδες, κάτι περίεργοι κλέφτες στην Πράγα τους έκαναν το σπίτι άνω κάτω χωρίς να πάρουν φαινομενικά τίποτε, κάποια νεοαποκτημένη οικογενειακή φίλη απελάθηκε από την χώρα γιατί μάλλον ήταν κατάσκοπος, στο τηλέφωνο έπρεπε να είναι προσεκτικοί, τέλος πάντων δεν ήταν όλα μέλι γάλα.

1941, Ελσινκι: Ο Όκε Σλέερ με τον πρόεδρο της δημοκρατίας της Φιλανδίας Risto Rytti. Φωτογραφία από την ιστοσελίδα www.europeana.eu.

Με την προαγωγή του σε υπασπιστή του Προέδρου της Δημοκρατίας η οικογένεια επέστρεψε στο Ελσίνκι, και έμειναν εκεί για όλη τη διάρκεια του πολέμου. Η ρόλος του Όκε στον πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση ήταν σημαντικός, από το 1941 μέχρι το 1944 διηύθυνε τις εξωτερικές σχέσεις στο Γενικό Επιτελείο Στρατού.
Η Φιλανδία ήταν μιά ξεχωριστή περίπτωση ανάμεσα στους συμμάχους – δορυφόρους της ναζιστικής Γερμανίας. Σε αντίθεση όλες τις άλλες χώρες του ναζιστικού στρατοπέδου και για όλη τη διάρκεια του πολέμου είχε κυβέρνηση εκλεγμένη δημοκρατικά, με κοινοβούλιο που λειτουργούσε κανονικά και κυβέρνηση συνασπισμού Αγροτικού κόμματος - Σοσιαλδημοκρατών. Δεν υπήρξε ιδιαίτερος διωγμός των εβραίων ούτε έγιναν πογκρόμ. Βέβαια το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν εκτός νόμου από το 1918, και οι δημοκρατικές διαδικασίες ήταν τέτοιες “δεδομένων των συνθηκών”, δεν νομίζω ότι μπορούμε να μιλήσουμε για ύπαρξη κράτους δικαίου όπως το εννοούμε σήμερα.  Η θειά μου η Σέντα έλεγε ότι αγνοούσε την ύπαρξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης, την εξόντωση των εβραίων στη Γερμανία και στην κατεχόμενη Ευρώπη, τα έμαθε όλα μετά το τέλος του πολέμου. Έχω μεγάλες αμφιβολίες γι΄αυτό. Τόσα χρόνια που έζησαν σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και δη σαν διπλωματικό σώμα είχαν κάθε δυνατότητα να ενημερωθούν αντικειμενικά. Υπήρξε και μιά δόση εθελοτυφλίας σε αυτή την αντιμετώπιση. Μην ξεχνάμε ότι η Σέντα είχε μεγαλώσει στη Γερμανία, είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της μιά απεριόριστη εκτίμηση, ένα νοσηρό θαυμασμό για τη γερμανική κουλτούρα που την έκανε να παραβλέπει οτιδήποτε το αρνητικό είχε να κάνει με αυτή τη χώρα.

Με το τέλος του πολέμου η οικογένεια μεταφέρθηκε στη Στοκχόλμη, μαζί με τη μητέρα της Σέντας, και ο Όκε βρήκε δουλειά στον ασφαλιστικό τομέα. Πιθανώς αυτή η επιλογή  να επιβλήθηκε από τον φόβο μήπως υπάρξουν διώξεις με τη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε, λόγω του στρατιωτικού του παρελθόντος (όπως και αν είναι πολέμησε στο πλευρό των ναζιστών και μάλιστα από υψηλή θέση) αλλά μάλλον βλέπω συνομωσίες παντού.


Πηγές

https://fi.wikipedia.org/wiki/%C3%85ke_Sl%C3%B6%C3%B6r

https://www.google.com/url?sa=i&url=https%3A%2F%2Fwww.europeana.eu%2Fit%2Fitem%2F2021009%2FM012_HK19650812_232&psig=AOvVaw08fRb6S7A6R4ZFRPetYyjI&ust=1610398616681000&source=images&cd=vfe&ved=0CA0QjhxqFwoTCLiEvcCgku4CFQAAAAAdAAAAABAI

who is who Finland 1954
http://runeberg.org/kuka/1954/0813.html