Κυριακή 21 Αυγούστου 2022

Η ΛΙΖΑ

 Με το που μπήκα στο Γυμνάσιο άλλαξαν πολλά πράγματα στη ζωή μου. Χωρίς να το καταλάβω άρχισα να βλέπω τα πράγματα με διαφορετικό μάτι, άλλαξα γούστα, συνήθειες, παρέες. Άρχισα να παραμελώ τα μαθήματα και το διάβασμα, από σπασίκλας έγινα ένας μέτριος μαθητής, η προσοχή μου μετατοπίστηκε σε νέες, πιο ενδιαφέρουσες ασχολίες. Πρώτα απ΄όλα έπαψα ν’ακούω τόσο συχνά Τρίτο Πρόγραμμα στο ράδιο. Το έναυσμα μου το έδωσε άθελά του ο ξάδερφός μου Κώστας Ζαρόκωστας. Κάποια φορά πήγαμε επίσκεψη στη θειά μου την Ελένη, μητέρα του Κώστα που ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερός μου. Στο δωμάτιο του άκουγε δίσκους 45 στροφών με τους φίλους του, ένα κομμάτι τους άρεσε τόσο πολύ που το έβαζαν ξανά και ξανά, ήταν το "No Milk Today" των Herman's Hermits. Κατάλαβα ότι υπήρχαν και άλλου είδους ενδιαφέρουσες μουσικές εκτός από την κλασσική, μουσικές που ήταν κιόλας πιο «νεανικές». Ψάχνοντας βρήκα τις εκπομπές του Γιάννη Πετρίδη στο σταθμό Ενόπλων, ανακάλυψα την ύπαρξη του ραδιοφωνικού σταθμού AFRS (του λεγόμενου «αμερικάνου») που είχε αρκετές εκπομπές με μοντέρνα μουσική στα μεσαία κύματα.

Εγώ με τη Λίζα, Ηλία Κοκκώνη 1971


Γιάννης Κατωμερής, Λίζα και Κώστας Μεντής, 1971, η μπλούζα του Μεντή είναι μπατίκ καμωμενο απο μένα 


Εγώ, η Λίζα και ο Γιάννης Κατωμερής 1969


Φωτογραφικο πειραμα του 1970, "διπλή έκθεση"


Lisa under the table...

Σιγά σιγά απομακρύνθηκα από τους φίλους του Δημοτικού, βρήκα νέες παρέες, παιδιά πιο ανεξάρτητα που αισθανόταν εντονότερα τα σκιρτήματα της εφηβείας, γνώρισα το Γιάννη Κατωμερή -που έμελλε να γίνει ένας από τους καλύτερους φίλους μου- και τον Δημήτρη Κούβαρη που ήταν και γείτονες. Από τους δύο ο πιο «περίεργος» ήταν ο Κούβαρης, λίγο τον ζηλεύαμε, ζούσε πρακτικά μόνος του, οι δικοί του ήταν χωρισμένοι και ο πατέρας του εμφανιζόταν στο σπίτι μόνο για ύπνο, οπότε είχε απόλυτη ελευθερία κινήσεων: ψώνιζε, μαγείρευε, έπλενε, συγύριζε, ένα παιδί 13 χρόνων δεν έδινε λόγο σε κανένα για να βγει έξω και να γυρίσει όποια ώρα ήθελε. Τι κάναμε τις ελεύθερες ώρες μας; Ακούγαμε μουσική ή πηγαίναμε κινηματογράφο, σχεδόν κάθε μέρα. Ο Δημήτρης είχε ένα πικάπ Dual και μερικούς δίσκους με μοντέρνα μουσική που έπαιζε όλη μέρα,  όταν βγήκε το White album των Beatles ανακάλυψε ότι βάζοντας ένα ταληράκι πάνω στην κεφαλή του πικάπ ακουγόταν καλύτερα, το πράγμα τότε με είχε εντυπωσιάσει. Κάποτε, πρέπει νάταν φθινόπωρο του 1968, βρέθηκε με ένα κουτάβι παχουλό παχουλό που αγαπήσαμε από τη πρώτη στιγμή που το είδαμε. Δεν είναι ότι δεν το αγαπούσε και ο Δημήτρης, αλλά κάπως το παραμελούσε: πότε το άφηνε μόνο του, πότε ξέχναγε να του δώσει φαΐ, τέλος πάντων μας έδινε την εντύπωση ότι δεν το ντάντευε όπως έπρεπε.  Πως έγινε δεν ξέρω, πάντως επενέβη ο Γιάννης ο Κατωμερής και η σκυλίτσα, Λίζα τ’όνομά της έγινε δική του. Η Λίζα μεγάλωσε και έγινε όμορφη, έξυπνη και αγαπιάρα, η μασκώτ μας, πάντα μαζί, συμμετείχε στις χαρές και στις λύπες μας, ο Γιάννης την περιποιήθηκε σαν παιδί. Οι καιροί ήταν τότε διαφορετικοί, στη Νέα Σμύρνη δεν κυκλοφορούσαν πολλά αυτοκίνητα, οι περισσότεροι δρόμοι ήταν χωματόδρομοι, η Λίζα με το λουράκι της πήγαινε βόλτες και μόνη της, συχνά άκουγα χαρχαλέματα στην πόρτα του κήπου, πήγαινα να δω ποιος είναι, ήταν η Λίζα πούχε έρθει να μας κάνει επίσκεψη.
Δεν ήταν βέβαια χωρίς κινδύνους αυτό το καθεστώς ελευθερίας: κάποιο απόγευμα, θάταν Νοέμβρης του 1969 πήγαινα με τον μακαρίτη το Μιχάλη Τριανταφύλλου (εξαιρετικός άνθρωπος, κρίμα που μας άφησε νωρίς) να παίξουμε μπάλα στη «Δεξαμενή» και στη διασταύρωση Αιγαίου και Αρτάκης συναντήσαμε παρκαρισμένο ένα περίεργο άσπρο φορτηγάκι, έξω ήταν δύο γλοιώδεις τύποι με το τσιγάρο στο στόμα που προσπαθούσαν να περάσουν μια θηλιά στο λαιμό στο μικροσκοπικό ασπρόμαυρο σκυλάκι της κυρίας Παπαϊωάννου, μιας φίλης της μάνας μου. Φώναξα, τους έβρισα, αυτοί γελάγανε, «μα κάνουμε τη δουλειά μας», το φορτηγάκι ήταν γεμάτο κλουβιά με δυστυχισμένους σκύλους που είχαν πιάσει στην παγανιά που είχαν βγει. Πέταξα τη μπάλα στα μούτρα ενός απ΄αυτούς, το τσιγάρο τον έκαψε και άρχισε να φωνάζει, ο Μιχάλης με κάλυψε, πήρα το σκυλάκι και το πήγα στην κυρία του, το σπίτι της ήταν δυο τετράγωνα πιο πάνω, στην Παλαιών Πατρών Γερμανού.   

Δεν ξέρω τι τέλος είχε η Λίζα, το ’75 έφυγα για την Ιταλία και λίγο αργότερα έφυγε και ο Γιάννης για την Αμερική. Με τον Κατωμερή έχουμε ακόμη επαφή, δεν έχει χάσει την αγάπη του για τα σκυλιά, τον Κούβαρη τον έχω ψάξει στο διαδίκτυο δεν κατάφερα να βρω τίποτε, στο Google maps  το σπίτι του στην Σπύρου Αλεβίζου φαίνεται ερημωμένο.
Όσο για μένα, μετά από μια εικοσαετία γατοβασιλείας βρέθηκα να έχω δύο σκυλάκια, πολυαγαπημένα και καλο
νταντεμένα, τη Λίζα δεν την ξεχνάω, για μένα είναι το πρότυπο του καλοκάγαθου σκύλου, πρότυπο ομορφιάς, εμπιστοσύνης, αθωότητας και σκυλίσιας ειλικρίνειας.

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2022

Ο ΡΙΚΟΣ

Στο πατρικό μου σπίτι για αρκετό διάστημα δεν είχαμε κατοικίδια ζώα γιατί η μάνα μου ζούσε με τον τρόμο του εχινόκοκκου, μιας αρρώστιας για την οποία δεν ακούγονται πολλά τα τελευταία χρόνια. Προς το τέλος του 1964, θάταν Νοέμβρης ή Δεκέμβρης, γυρίζοντας από το σχολείο ανακάλυψα στα σκουπίδια μερικά νεογέννητα γατάκια που κάποιος αχρείος είχε πετάξει και νιαούριζαν φοβισμένα. Τόλμησα να βάλω στην τσάντα μου το πιο ζωηρό, και χωρίς να πω τίποτε το τρύπωσα στο σπίτι, κρύβονταςτο μέσα σε ένα ντουλάπι στην κουζίνα. Η μάνα μου πέρασε όλο το απόγευμα ψάχνοντας να εντοπίσει από που προερχόταν κάτι μακρινά νιαουριτά, έως ότου αποφάσισα να αποκαλύψω την αλήθεια. Με μεγάλη μου έκπληξη οι γονείς μου δεν αντέδρασαν άσχημα, είδαν το γατάκι όμορφο και ανυπεράσπιστο και αποφάσισαν να το κρατήσουμε, ο πατέρας μου του ‘δωσε τ‘όνομα «Ρίκος», έτσι έλεγαν το γάτο ενός  χωροφλά στον Αι Στράτη, όταν ήταν εξόριστος εκεί. 

Ο Ρίκος το 1966

Ο Ρίκος μεγάλωσε με φροντίδες και αγάπη, μου είχε προφανώς μεγάλη αδυναμία και τυφλή εμπιστοσύνη, τον αγάπησα όσο δε γινόταν άλλο, παίζαμε, διαβάζαμε και κοιμόμαστε μαζί.  Με τα καμώματά και τη γατίσια του τσαχπινιά σιγά σιγά κατάκτησε -φαινομενικά- και τους γονείς μου που στην αρχή ήταν διστακτικοί. Όμως η μάνα μου δεν είχε χάσει τη μανία της καθαριότητας, κάθε φορά που μ΄έβλεπε αγκαλιά με το Ρίκο όλο γκρίνιαζε, δυσανασχετούσε, όταν δε - λόγω εποχής - ο γάτος άρχισε να αλλάζει το τρίχωμα έκανε σαν τρελή: «θα κολλήσεις αρρώστιες» «πρόσεχε τον εχινόκοκκο…» «θα το κατσιάσεις το γατί» κλπ. Ο γατούλης ήταν από τη φύση του καθαρός, πέρναγε απογεύματα ολόκληρα κάνοντας τουαλέτα, είχε μάθει κιόλας να κάνει τις ανάγκες του σ΄ένα πλαστικό κάδο στο μπάνιο και να τις σκεπάζει με χαρτί τουαλέτας!  Παρόλαυτα  η μάνα μου από τα λόγια κάποτε πέρασε και στα έργα, χωρίς να μου πει τίποτε, με το γάτο σε μια τσάντα ξεκίνησε με τον πατέρα μου μια βόλτα μέχρι τη Βούλα ή τη Βουλιαγμένη, όπου άκαρδα τον πέταξαν σε κάποιο κήπο κάπου εκεί κοντά. Μη βλέποντας το Ρίκο στο σπίτι ανησύχησα πολύ, έψαξα παντού, ρώτησα γνωστούς και αγνώστους, κανείς δεν ήξερε ή είχε δει κάτι. Οι δικοί μου έκαναν την παλαβή, «θα ψάχνει αρραβωνιάρες», «οι αρσενικοί γάτοι είναι αλανιάρηδες» μού έλεγαν.  Έκλαψα, θύμωσα, απογοητεύτηκα, τελικά άρχισα να συνηθίζω στην ιδέα ότι ο Ρίκος είχε χαθεί. Πέρασε πάνω από μήνας, και ένα πρωί, σπασίκλας καθώς ήμουνα είχα ξυπνήσει νωρίς και έκανα επανάληψη κάποιο μάθημα στην κουζίνα ετοιμάζοντας πρωινό για όλους, οπότε άκουσα κάτι να χτυπάει απαλά το παράθυρο, άνοιξα και προς μεγάλη μου έκπληξη βρώμικος και καταπονημένος έπεσε στην αγκαλιά μου ο Ρίκος! Πως κατάφερε να βρει το δρόμο για να έρθει πίσω είναι ένα μυστήριο. Όταν τον είδε η μάνα μου έκπληκτη και μετανοιωμένη αναγκάστηκε να παραδεχτεί την πλεκτάνη, της έκανα μούρη για καιρό.  Με την επιστροφή του ο Ρίκος καταξιώθηκε σαν το επίσημο κατοικίδιο του σπιτιού, που του γινόταν όλα τα χατήρια. Τόλμαγε να παρουσιαστεί όταν ερχόταν οι πελάτισσες της μητέρας μου να κάνουν πρόβα – πριν ήταν κάτι το αδιανόητο – που τον γνώριζαν και τον αποζητούσαν και ξάπλωνε πάνω στα πατρόν και στα μισοτελειωμένα ρούχα για να ξεκουραστεί δίχως κανείς να του πει τίποτε.

Τον Ιούλιο του ’65 χρειάστηκε να τον πάμε στον κτηνίατρο, η υπάλληλος στο check-in (τότε το λέγαμε εισαγωγή) στην κλινική έγραψε στην καρτέλα του «Όνομα: γαλή  Ρίκος Χατζόπουλος», το γεγονός φάνηκε πολύ διασκεδαστικό στον πατέρα μου, το ’λεγε και το επαναλάμβανε για μέρες…  Πηγαίνοντας στο κέντρο στην Αθήνα ψάχνοντας να βρούμε κολλάρο για γάτους κινδυνέψαμε να μας ξυλοφορτώσει η αστυνομία, ήταν η περίοδος των Ιουλιανών, έχω περιγράψει την περιπέτεια σε παλαιότερη ανάρτηση.

Η βασιλεία του Ρίκου δεν δυστυχώς δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ: το καλοκαίρι του ‘67 αρρώστησε από απροσδιόριστη αρρώστια, ο γιατρός μας έδωσε αντιβιοτικό που όμως δεν έκανε τίποτε… παρόλες τις προσπάθειές μας πέθανε μέσα σε λίγες μέρες.  

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2022

ΠΕΥΚΑ ΚΑΙ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ ΕΝΑ ΑΙΩΝΑ ΠΡΙΝ Επίκαιρο χρονογράφημα του Δημ. Χατζόπουλου

 Οι πυρκαγιές των τελευταίων ημερών μου έφεραν στο νου ένα κείμενο του Δημ. Χατζόπουλου γραμμένο 106 χρόνια πριν και όμως επίκαιρο, που μιλάει για την πυρκαγιά στο δάσος της Δεκέλειας το καλοκαίρι του 1916 (δάσος Τατοϊου το ονομάζουν άλλες εφημερίδες της εποχής, φαντάζομαι ότι θα ήταν πολύ πιο μεγάλο σε έκταση απ’ότι σήμερα). Το θέμα είναι ότι πέρασε πάνω από ένας αιώνας, δεκάδες κυβερνήσεις άλλαξαν, σημαντικές ανακατατάξεις έγιναν σε όλους τους τομείς, και όμως το πρόβλημα ξαναπαρουσιάζεται κάθε καλοκαίρι…
Γ.Χ.

Εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» 4 Ιουλίου 1916

ΤΟ ΠΕΥΚΟΝ

  Το πεύκον αποδεικνύεται το ακαλληλότερον δια την Ελλάδα δένδρον και όμως είνε το πλεονάζον και κατ’ εξοχήν δένδρον των δασών. Όλα σχεδόν τα δάση της Ελλάδος αποτελούνται από πεύκα. Το προτιμά η Ελληνική φύσις, το προτιμώμεν και ημείς. Τα δάση τα οποία ευρήκαμεν ήσαν από πεύκα· τα νέα τα οποία φυτεύομεν είνε από πεύκα και αυτά. Πεύκα και αιωνίως πεύκα. Νομίζει κανείς ότι η Ελληνική φύσις και οι Έλληνες δεν γνωρίζουν άλλα είδη δένδρων προς σχηματισμόν δασών.

  Και η μεν προτίμησις  της Ελληνικής γης προς το πεύκον δεν είνε εύκολον να εξερευνηθή και εξηγηθή. Η προτίμησις όμως των Ελλήνων εις δένδρον τόσον ακατάλληλον, διότι τόσον εύκολα καίεται, μόνον ως απρονοησία δύναται να εξηγηθή και ως αδυναμία να ωφεληθώμεν από τα διδάγματα των πραγμάτων.

  Κατ΄έτος  έχομεν πυρκαϊάς δασών. Τα δάση μας καίονται ως φρύγανα, άλλα μεν εξ εμπρησμών παρ΄ανθρώπων ασυνειδήτων, οίτινες ούτω θέλουν να δημιουργήσουν βοσκάς διά το επόμενον έτος, άλλα εκ τυχαίων πυρπολήσεων ή και αυτομάτων αναφλέξεων. Αι πυρκαϊαί αύται γίνονται κυρίως διότι δεν υπάρχει επιτήρησις και φύλαξις των δασών, εξ άλλου διότι τα δάση μας είνε ύλη εύφλεκτος. Και είνε εύφλέκτος ύλη, διότι αποτελούνται από ρητινώδη δένδρα, των οποίων το φύλλωμα είνε βαρύ και πέπτον δεν διασκορπίζεται υπό του ανέμου, αλλά συσσωρεύεται υπό τα δένδρα σχηματίζον παχύ στρώμα εναύσματος.

  Διατί λοιπόν εξακολουθούμεν να φυτεύωμεν νέα δάση από πεύκα, αιωνίως από πεύκα; Διά να μη παύσουν ποτέ αι πυρκαϊαί των δασών; Δια να μη παύσουν θεάματα ως εκείνο το οποίον μας έδωσε προχτές το καιόμενον δάσος της Δεκελείας;

  Κάθε δάσος από πεύκα είνε καταδικασμένον να καή  εις την Ελλάδα τουλάχιστον, όπου η ξηρασία υποβοηθή και τας αυτομάτους ακόμη αναφλέξεις. Τούτο μας διδάσκει μακροτάτη πείρα. Διατί λοιπόν επιμένωμεν εις την φύτευσιν δασών, καταδικασμένων  εις βεβαίαν πυρπόλησιν;  Διότι το πεύκον είνε το μάλλον ευδοκιμούν και ταχύτερον αναπτυσσόμενον άγριον δένδρον εις την Ελλάδα; Τι σημαίνει αν ευδοκιμή και αναπτύσσεται, αφού θα καταστραφή και αποτελεί κίνδυνον;

  Αλλά και άλλα δένδρα ευδοκιμούν εις την Ελλάδα και ιδιαιτέρως εις την Αττικήν. Αν δε αναπτύσσωνται βραδύτερα, έχουν όμως αντοχήν μεγαλειτέραν. Εις το δάσος της Δεκελείας υπήρχον και άλλα δένδρα, λεύκαι και πλάτανοι, τα οποία όχι μόνον δεν εκάησαν, αλλά και επροφύλαξαν την περιοχήν περί την οποίαν ήσαν φυτευμένα.

  Διατί δεν φυτεύονται και τοιαύτα δένδρα και όπου δεν είνε δυνατόν να σχηματισθεί δι΄αυτών ολόκληρον δάσος να χρησιμοποιούνται ως διαχωρίσματα, τα οποία να ανακόπτουν το πυρ εν περιπτώσει πυρκαϊάς; Η φύσις μας έδωσεν από παράδοξον ιδιοτροπίαν ή μοχθηρίαν το ακαταλληλότερον δια το κλίμα και την κατάστασίν  μας δένδρον· και ημείς υποτασσόμεθα, χωρίς καμμίαν προσπάθειαν αντιδράσεως του λογικού μας, εις την ιδιοτροπίαν ή την κακοβουλίαν. Και εξακολουθούμεν  και θα εξακολουθώμεν να φυτεύωμεν πεύκα και μόνον πεύκα. Εφροντίσαμεν δε και φροντίζομεν να έχομεν μίαν ημέραν και εντός των Αθηνών πυρκαϊάς δασών. Το δάσος του Λυκαβηττού και το δάσος του Παγκρατίου είνε έτοιμα διά ταύτην φωταψίαν.

ΔΙΑΒΑΤΗΣ