Το 1913, όταν η κυβέρνηση Βενιζέλου συγκρότησε το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας για την αναμόρφωση της εργατικής νομοθεσίας, έννοιες όπως συνδικαλισμός των εργαζομένων, συλλογικές συμβάσεις εργασίας, νομοθετικό πλαίσιο σχέσεων εργοδότη – εργαζόμενου, ωράριο εργασίας, θεωρούταν πράγματα πέρα από κάθε φαντασία και εξωπραγματικά. Ο Δημ. Χατζόπουλος, πνεύμα ανήσυχο, μπλεγμένος με το συνδικαλισμό ήδη από τα χρόνια της παραμονής του στη Γερμανία, δεν μπόρεσε να αφήσει να περάσει απαρατήρητος αυτός ο νεωτερισμός για την Ελληνική κοινωνία και με κάθε τρόπο προσπάθησε να πληροφορήσει τους -ως επι το πλείστον συντηρητικούς- αναγνώστες των «Καιρών» για τις καινοτομίες που κυοφορούνταν στο κοινοβούλιο. Η συζήτηση για το νομοσχέδιο που αναφέρεται στο παρόν χρονογράφημα που δημοσιεύτηκε στις 17/11/1913 έδωσε καρπούς, τον νόμο 271/1914 όπου ρυθμίστηκε ο χρόνος εργασίας στα καταστήματα, τον νόμο 281/1914 όπου ρυθμίστηκε νομοθετικά το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι των εργαζομένων και θεμελιώθηκε επίσημα ο συνδικαλισμός στην Ελλάδα. Το 1914 ψηφίστηκε επίσης ο νόμος 551 που θέσπιζε την αποζημίωση για τα εργατικά ατυχήματα.
Τα
φιλεργατικά μέτρα των κυβερνήσεων Βενιζέλου δεν οφειλόταν βέβαια στην όποια φιλολαϊκή
πολιτική του κόμματος των Φιλελευθέρων,
ήταν αποτέλεσμα της πίεσης από τα λαϊκά στρώματα που άρχιζαν να οργανώνονται και της πρόθεσης του μέρους
εκείνου της αστικής τάξης που έβλεπε τα πράγματα με μεγαλύτερη οξυδέρκεια να
προχωρήσει στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας. Τα οργανωμένα συμφέροντα
και οι συντηρητικοί πολιτικοί και της βενιζελικής και της φιλομοναρχικής παράταξης
έβαλαν κάθε είδους εμπόδιο στην ψήφιση και στην εφαρμογή των νέων νόμων, όμως
τα γεγονότα του πολέμου, του εθνικού διχασμού και της μικρασιατικής εκστρατείας
άφησαν το κοινωνικό θέμα παραμερισμένο για μια ακόμη δεκαετία.
Γ.Χ.
«ΚΑΙΡΟΙ» 17 Νοεμβρίου 1913
ΑΘΗΝΑΪΚΑΙ ΩΡΑΙ
ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΑ
Προχθές ήκουα πληροφορίας περί της νομοθετικής εργασίας,
εις την οποίαν καταγίνεται το Ανώτατον Συμβούλιον της Εργασίας. Οι άνθρωποι που
καταρτίζουν τα εργατικά νομοσχέδια εκεί μέσα είνε δύο ειδών, καθώς έλεγον. Και
τούτο είνε ευχάριστον, διότι σκεφθήτε ότι αν ημπορούσαν να ήσαν όλοι οι
άνθρωποι ενός είδους, πόσον μονοτονώτερος θα ήταν ακόμη αυτός ο κόσμος. Οι μεν ανήκουν εις τους προοδευτικούς, οι
άλλοι εις τους καθεστηκότας. Οι πρώτοι είνε οι νέοι. Εταξείδεψαν έξω, διέμειναν
εις πολιτισμένας χώρας, εσπούδασαν τους νόμους, τα ήθη, την οργάνωσιν των
εργαζομένων, παραγόντων εκεί πληθυσμών και ήλθον εις τον τόπον των με τον
δικαιολογούμενον ζήλον, την όρεξιν, την ανάγκην να ίδουν και εις την Ελλάδα
καλλιτέρους όρους ζωής και εργασίας. Επομένως είνε κατάλληλα νούμερα δια
θεατρικήν επιθεώρησιν, εν όσω δεν έχομεν εγχώριον οπερέτταν δια να γίνουν τύποι
της. «Ήλθαν από τας Γερμανίας!» Τούτο εις την αντίληψιν των συμπολιτών σημαίνει
πολλά, αλλά και ειρωνείαν. Αλλά και από το Κριεκούκιον αν έρχεται κανείς, πάλιν
δεν θα ευχαριστήση τους συμπολίτας. Αν ήρχετο από την Σελήνην; Και εις αυτόν
τον κόπον αν υπεβάλλετο, δεν θα απέφευγε την ειρωνείαν των συμπολιτών του την
επομένην της αφίξεώς του. Αλλ΄είνε και οι δεύτεροι. Και αυτοί έχουν την
ψυχολογίαν των, την ιδεολογίαν των και την φρασεολογίαν των. Να μη θιγή τίποτε.
Μη κίνει τα καλώς κείμενα. Ότι δε όλα κείνται καλώς φέρουν τον εαυτόν των ως παράδειγμα,
τον οποίον γενικεύουν εις σύνολον. Περιττεύουν λοιπόν και οι εργατικοί νόμοι.
* * *
Αλλ’ εις τας
συνεδριάσεις του Συμβουλίου της Ανωτάτης Εργασίας λαμβάνουν μέρος και αντιπρόσωποι
των εργατών. Κατά τας αυτάς πληροφορίας αυτοί είνε εξυπνότεροι, ευδιαθετώτεροι,
ενεργητικώτεροι των εργοδοτών. Παρακολουθούν με προσοχήν την σύνταξιν των
νομοσχεδίων και φέρουν καλόν υλικόν δι’ αυτά, πληροφορίας, γεγονότα, κρίσεις.
Και η νομοθετική εργασία εξακολουθεί μετ’ εμποδίων, αλλ’ εξακολουθεί. Μεταξύ
των άλλων προστατευτικών νομοσχεδίων θα κληθή η Βουλή να ψηφίση δια τους εργαζομένους
έλληνας και το δικαίωμα της προκαταγγελίας της εργασίας. Ο εργοδότης δεν θα
πετά χωρίς προειδοποίησιν και προθεσμίαν αρκετού χρονικού διαστήματος τον
εργάτην εις τον δρόμον. Το ίδιον ο κύριος τον υπηρέτην του, το γκαρσόνι του,
την υπηρέτριάν του, τον υπάλληλόν του, τον γραμματέα του, τον γραφέα του. Ούτε
ο διευθυντής εφημερίδος τον συντάκτην του. Διά τους τελευταίους, καθώς δι’
όλους τους υπαλλήλους των γραφείων έχει τεθή και η διάταξις μηνιαίας αδείας κατ’
έτος με πλήρεις αποδοχάς. Θα ψηφισθούν αυτά; Ίσως. Θα εφαρμοσθούν; Πως είνε
δυνατόν το τελευταίον χωρίς να προϋπάρξη κοινωνική οργάνωσις, εκ της οποίας η
πείρα ομιλεί, ότι εξαρτώνται όλα τα λογικά δικαιώματα της εργασίας.
Αλλ’ ένας των οπισθοδρομικών επί εβδομάδας τώρα ισχυρίζετο
εις το Συμβούλιον, προκειμένου περί των ανηλίκων παιδιών και της εργασίας των εις
τα εργοστάσια, ότι τοιούτος προστατευτικός νόμος είνε ακατανόητος, επιζήμιος. Επέμεινεν, ότι τα
ανήλικα αγοράκια και κοριτσάκια πρέπει να εργάζωνται, διότι «η εργασία τονώνει
τον οργανισμόν, τέρπει τον νουν και παρέχει υγείαν». Επί
εβδομάδας ανέπτυσσε την σοφήν γνώμην του, όταν ένα μέλος του Συμβούλίου, ο. κ.
Τριάντα, παρετήρησε τέλος: «Τότε πρέπει να προστεθή διάταξις εις τον νόμον, δια
της οποίας να υποχρεούνται οι πλούσιοι να στέλνουν τα παιδάκια των όχι εις τα
πάρκα, εις την Κηφισιάν, το Φάληρον, τα νησιά, την Ελβετίαν, αλλ΄εις τα
εργοστάσια!»
Ο Κεφαλαιούχος