Στο πατρικό μου σπίτι για αρκετό διάστημα δεν είχαμε κατοικίδια ζώα γιατί η μάνα μου ζούσε με τον τρόμο του εχινόκοκκου, μιας αρρώστιας για την οποία δεν ακούγονται πολλά τα τελευταία χρόνια. Προς το τέλος του 1964, θάταν Νοέμβρης ή Δεκέμβρης, γυρίζοντας από το σχολείο ανακάλυψα στα σκουπίδια μερικά νεογέννητα γατάκια που κάποιος αχρείος είχε πετάξει και νιαούριζαν φοβισμένα. Τόλμησα να βάλω στην τσάντα μου το πιο ζωηρό, και χωρίς να πω τίποτε το τρύπωσα στο σπίτι, κρύβονταςτο μέσα σε ένα ντουλάπι στην κουζίνα. Η μάνα μου πέρασε όλο το απόγευμα ψάχνοντας να εντοπίσει από που προερχόταν κάτι μακρινά νιαουριτά, έως ότου αποφάσισα να αποκαλύψω την αλήθεια. Με μεγάλη μου έκπληξη οι γονείς μου δεν αντέδρασαν άσχημα, είδαν το γατάκι όμορφο και ανυπεράσπιστο και αποφάσισαν να το κρατήσουμε, ο πατέρας μου του ‘δωσε τ‘όνομα «Ρίκος», έτσι έλεγαν το γάτο ενός χωροφλά στον Αι Στράτη, όταν ήταν εξόριστος εκεί.
Ο Ρίκος το 1966 |
Ο Ρίκος μεγάλωσε με φροντίδες και αγάπη, μου είχε προφανώς μεγάλη αδυναμία και τυφλή εμπιστοσύνη, τον αγάπησα όσο δε γινόταν άλλο, παίζαμε, διαβάζαμε και κοιμόμαστε μαζί. Με τα καμώματά και τη γατίσια του τσαχπινιά σιγά σιγά κατάκτησε -φαινομενικά- και τους γονείς μου που στην αρχή ήταν διστακτικοί. Όμως η μάνα μου δεν είχε χάσει τη μανία της καθαριότητας, κάθε φορά που μ΄έβλεπε αγκαλιά με το Ρίκο όλο γκρίνιαζε, δυσανασχετούσε, όταν δε - λόγω εποχής - ο γάτος άρχισε να αλλάζει το τρίχωμα έκανε σαν τρελή: «θα κολλήσεις αρρώστιες» «πρόσεχε τον εχινόκοκκο…» «θα το κατσιάσεις το γατί» κλπ. Ο γατούλης ήταν από τη φύση του καθαρός, πέρναγε απογεύματα ολόκληρα κάνοντας τουαλέτα, είχε μάθει κιόλας να κάνει τις ανάγκες του σ΄ένα πλαστικό κάδο στο μπάνιο και να τις σκεπάζει με χαρτί τουαλέτας! Παρόλαυτα η μάνα μου από τα λόγια κάποτε πέρασε και στα έργα, χωρίς να μου πει τίποτε, με το γάτο σε μια τσάντα ξεκίνησε με τον πατέρα μου μια βόλτα μέχρι τη Βούλα ή τη Βουλιαγμένη, όπου άκαρδα τον πέταξαν σε κάποιο κήπο κάπου εκεί κοντά. Μη βλέποντας το Ρίκο στο σπίτι ανησύχησα πολύ, έψαξα παντού, ρώτησα γνωστούς και αγνώστους, κανείς δεν ήξερε ή είχε δει κάτι. Οι δικοί μου έκαναν την παλαβή, «θα ψάχνει αρραβωνιάρες», «οι αρσενικοί γάτοι είναι αλανιάρηδες» μού έλεγαν. Έκλαψα, θύμωσα, απογοητεύτηκα, τελικά άρχισα να συνηθίζω στην ιδέα ότι ο Ρίκος είχε χαθεί. Πέρασε πάνω από μήνας, και ένα πρωί, σπασίκλας καθώς ήμουνα είχα ξυπνήσει νωρίς και έκανα επανάληψη κάποιο μάθημα στην κουζίνα ετοιμάζοντας πρωινό για όλους, οπότε άκουσα κάτι να χτυπάει απαλά το παράθυρο, άνοιξα και προς μεγάλη μου έκπληξη βρώμικος και καταπονημένος έπεσε στην αγκαλιά μου ο Ρίκος! Πως κατάφερε να βρει το δρόμο για να έρθει πίσω είναι ένα μυστήριο. Όταν τον είδε η μάνα μου έκπληκτη και μετανοιωμένη αναγκάστηκε να παραδεχτεί την πλεκτάνη, της έκανα μούρη για καιρό. Με την επιστροφή του ο Ρίκος καταξιώθηκε σαν το επίσημο κατοικίδιο του σπιτιού, που του γινόταν όλα τα χατήρια. Τόλμαγε να παρουσιαστεί όταν ερχόταν οι πελάτισσες της μητέρας μου να κάνουν πρόβα – πριν ήταν κάτι το αδιανόητο – που τον γνώριζαν και τον αποζητούσαν και ξάπλωνε πάνω στα πατρόν και στα μισοτελειωμένα ρούχα για να ξεκουραστεί δίχως κανείς να του πει τίποτε.
Τον Ιούλιο του ’65 χρειάστηκε να τον πάμε στον κτηνίατρο,
η υπάλληλος στο check-in (τότε το λέγαμε
εισαγωγή) στην κλινική έγραψε στην καρτέλα του «Όνομα: γαλή Ρίκος Χατζόπουλος», το γεγονός φάνηκε πολύ
διασκεδαστικό στον πατέρα μου, το ’λεγε και το επαναλάμβανε για μέρες… Πηγαίνοντας στο κέντρο στην Αθήνα ψάχνοντας
να βρούμε κολλάρο για γάτους κινδυνέψαμε να μας ξυλοφορτώσει η αστυνομία, ήταν
η περίοδος των Ιουλιανών, έχω περιγράψει την περιπέτεια σε παλαιότερη ανάρτηση.
Η βασιλεία του Ρίκου δεν δυστυχώς δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ: το καλοκαίρι του ‘67 αρρώστησε από απροσδιόριστη αρρώστια, ο γιατρός μας έδωσε αντιβιοτικό που όμως δεν έκανε τίποτε… παρόλες τις προσπάθειές μας πέθανε μέσα σε λίγες μέρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου