Διήγημα με τη μορφή χρονογραφήματος όπου ο συγγραφέας ξεκινώντας
από ένα ασήμαντο γεγονός, την εμφάνιση ενός ποντικού «στο μέρος που εργάζεται» (που
στη συνέχεια αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για ένα καφενείο) κάνει μια «εκ βαθέων» εξομολόγηση, μιλάει με
αφοπλιστικά ειλικρινή τρόπο για όλες τις
πικρίες και απογοητεύσεις της επαγγελματικής αλλά και προσωπικής ζωής του.
Αξιοπερίεργη είναι η επιμονή του Χατζόπουλου να χρησιμοποιεί προσφωνήσεις και
σχόλια στα γερμανικά, γλώσσα που βέβαια ο ίδιος γνώριζε άπταιστα, σίγουρα όμως
δεν γνώριζε το μεγαλύτερο ποσοστό από τους αναγνώστες του. Ο Καλαποθάκης,
ιδιοκτήτης του «Εμπρός» του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και τον άφηνε να γράφει
ότι θέλει, τα χρονογραφήματά του δημοσιευόταν πάντοτε στην πρώτη σελίδα της
εφημερίδας, πιθανώς αυτή η μανία να έδινε ένα διανοουμενίστικο τόνο στην ύλη
της εφημερίδας, που μάλλον άρεσε στο αναγνωστικό κοινό.
Γ.Χ.
Στη φωτογραφία η πρόσοψη της Berlin Komische Oper όπως ήταν το 1906, εποχή που ζούσε στο Βερολίνο ο συγγραφέας. Βομβαρδίστηκε και καταστράφηκε στο Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. |
Εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ»
Κυριακή 3 Ιουλίου 1922
Ο ΠΟΝΤΙΚΟΣ ΜΟΥ
Εις το μέρος που εργάζομαι συχνά με επισκέπτεται
ποντικός. Μέγας είνε. Μεγαλήτερον δεν είδα εις την ζωήν μου. Ούτε εις το
ύπαιθρον αρουραίους. Πολλούς ποντικούς του υπαίθρου ενθυμούμαι. Είναι μεγάλοι,
όχι όμως σαν τον μέγιστον περί του οποίου σας ομιλώ. Εις αρκετά κτήματα μου
έχουν αφηγηθή, ότι ποντικοί των αγρών πνίγουν πουλιά εις πτηνοτροφείον. Ο ίδιος
βλέπω τακτικά εις την Παναγίαν Ξυδού της Κηφισιάς ένα τεράστιον ποντικόν. Όταν
τον παρετήρησα δια πρώτην φοράν προβάλλοντα το κεφάλι του από την υψηλήν
θυρίδαν της νοτίας πλευράς του ναού, εφώναξα: «Μπα, μια νυφίτσα». Αλλά η
εκκλησάρισσα ήτο καλλίτερά μου πληροφορημένη. Μου είπε: «Δεν είνε νυφίτσα,
ποντικός είνε. Δεν αφίνει λάδι στα κανδήλια». Ιερός ποντικός. Μάλιστα, είνε και
ιερά ζώα. Και ερπετά επίσης. Εις τα αρκετά ενδιαφέροντα ερείπια του ποτέ
εκκλησιδίου της αγίας Κυριακής, που σας έχω αναφέρη, κάτωθεν του δάσους της
Μαγκουφάνας (1), διαιτάται τεράστιος άγιος όφις, ο οποίος φυλάττει την εικόνα,
- ταύτην δια να μη την κλέψουν την επροφύλαξαν εις το γειτονικόν περιβόλι - και
το άγιον φείδι βγαίνει και βοσκά μονάχα κάθε Σάββατον. Ένα συρτάρι παραδόσεις
αττικάς έχω, γεμάτας λαϊκήν φαντασία, αλλά δεν τας αναφέρω, όπως πολλά άλλα,
διότι μόλις συστηματοποιήσης μιαν ατομικήν εργασίαν, η οποία δι’ένα
«πραγματικόν», «αληθινόν» λόγον έχει κάποιαν επιτυχίαν, τζουπ εμφανίζονται ως
σαλιάγκοι οι αυτόκλητοι μιμηταί και κακοαντιγραφείς. Εξασφαλίσωμεν το
κουρελιασμένον σακκάκι μας, αδελφοί μου, διότι πολλοί, πάραπολλοί οι αφυείς και
άρπαγες ταυτοχρόνως. Πταρνίζεσαι, τους κάμνεις τόσην εντύπωσιν, ώστε αρχίζουν
να πταρνίζωνται, αφελέστατα δε. Ελησμονήσαμεν τον ποντικόν, που με
επισκέπτεται. Ευρύς ο χώρος. Πολλοί οι συνάνθρωποι εντός αυτού. Ομιλούν,
σκοτώνουν την ώραν των, αφηγούνται ξένας και ιδικάς των υποθέσεις. Κανένα των
συμπολιτών δεν πλησιάζει ο ευτραφής ποντίκαρος. Μονάχα την αφεντιάν μου. - Ω!
ιχ αμπε ντι Έρρε, μάϊν Μώϋσχεν. (2) Κοκοτίστικα, μπεμπεκίστιικα, τον προσφωνώ
χαμηλοφώνως, όπως τους διαβάτας αι διακόσιαι χιλιάδες Στράσσενμαντόννεν (3) του
Βερολίνου εις τα μέχρι χαραυγής ατελεύτητα ξενύχτια της βορείου κοσμοπόλεως. Τα
μάτια μου κυττάζουν το ρολόγι. Πέντε και
πέντε. Το ρολόγι είνε παληόν σαν και μένα, αλλά τέλος πάντων εργάζεται. Κάποτε
λιγάικι παράξενα, αλλά ίσως συγχωρημένοι να ήμεθα ημείς οι αρχαιότητες, τας
οποίας φευ! δεν επροθυμοποιήθη να ζητήση και χρυσώση κανείς εφοπλιστής. Πέντε
και πέντε ακριβώς, που τολμώ ακόμη να πίνω τσάϊ, με επισκέπτεται δημοσίως ο
ογκώδης ποντικός. Περνά με χαριεστάτην οφιοειδή κίνησιν, την οποίαν δεν
εγνώρισε κανέν μενουέτο των χρόνων μου, ήτοι την προ δύο-τριών αιώνων, ότε η
Νινόν ακουμπούσε το τρυφερόν μπράτσο της στο δικό μου και είχε κάτι τακουνάκια
τόσον ελαφρά, όπου ο ήχος ήταν μελωδία κοτσυφιού εις την τρελλά ώμορφην αττικήν
χαράδραν της Περατής Ρεμπιέκο, διά την οποίαν θα ήθελα να σας πω ό,τι λέγουν τα
βιολιά του Μότσαρτ εις την ουβερτούραν
των «Γάμων του Φίγκαρο». Ακούσατε ποτέ Μότσαρτ εις την «Κόμισε Όπερ» του
Βερολίνου; Φυσικά. Ήκουσα Μότσαρτ από τρεις χιλιάδας ορχήστρας 15 χρόνια, αλλά τι ήταν εκείναι αι εκτελέσεις
μιας τριετίας εις το νεωτεριστικόν φαιδρόν οικοδόμημα στο Φρείδριχστράσσεντάμ.
Σουμπρεττίτσα, Σουζαννίτσα, μου γίνεται ο ποντίκαρος με την τακτικήν
μεταμεσημβρινήν επίσκεψίν του. Δια να συννενοηθώ με τους ανθρώπους της εποχής,
λέγω ό,τι χορεύει ένα φοξ-τροτ, κομψότερον και φευγαλεώτερον και από εκείνο που
χορεύει ο νεαρός φίλος μου Ν. Κρυφά πηγαίνω και τον βλέπω εις τας θερινάς
χορευτικάς αίθουσας. Τότε πίνω μερικά ποτήρια ουίσκι εις την μυστικήν γωνίαν
μου και ευχαριστώ τον Θεόν, ότι δεν εχάθησαν εντελως οι Αλκιβιάδαι εις τον
καιρόν της λίρας και του αυτοκινήτου. Τέλος κολακεύομαι να πιστεύσω, ότι με
ηγάπησε μία ύπαρξις εις την ζωήν και εγώ τολμώ να ξαναγαπήσω τοιαύτην, - ένα
ποντικόν. Ποία ευγενής αγάπη! Δεν εξερράσθημεν ποτέ. Αρκούμεθα να βλέπωμεν ο ένας
τον άλλον. Όταν κανείς ήπιε από όλα τα ποτήρια της ζωής το πικρόν και αηδές
κατακάθι της φιλίας, της αισθητικής, της κριτικής, της στοργής όλων των
διαβαθμίσεων των παλμών και των ορμών της ανθρωπίνης καρδίας, της τέχνης, της φιλοσοφίας,
της φιλολογίας, της κοινωνιολογίας, της δράσεως και της απαθείας, ζήσας πολύ
εδώ, ολίγον εκεί, μελετήσας, ψυχολογήσας τον εαυτόν του και του πλησίον του, όταν
ικέτης έκρουσε όλας τα θύρας της ζωής προς ανεύρεσιν του ελαχίστου, - πόσον
ανόητοι είμεθα, όταν πρόκειται περί του τρισμεγίστου – να συνεννοηθή με
συνάνθρωπον του ανιδιοτελώς και ανεπιφυλάκτως και συνήντησε ξηρούς χειμάρους,
πως να αρκεσθή εις την αγνήν φιλίαν, (… δυσανάγνωστη λέξη) όστις δεν κροτεί και τον
τενεκέ των ιδανικών, που στερούνται ιδιαιτέρως όσοι ενδεχόμενο να είνε οι ίδιοι
εσώτατα ψυχικαί μούμιαι. Και θα αναφέρω κάτι συγκινητικώτερον δια τας σχέσεις
μου με τον ποντικόν. Προχθές έλειψα όλην την ημέραν. Περιττόν να είπω που. Εις
το χρηματιστήριον. Αργά την νύκτα επέρασα από το τακτικόν μου μέρος, δια να πιώ
φλυτζάνι τσάι. Όταν, μεσάνυκτα περίπου, ο αγαπημένος μου επέρασε με κομψήν,
αθόρυβον διαγραφήν προ των ποδών μου.
Εξεπλάγην ολίγον, αλλά περισσότερον το γκαρσόνι, το οποίον ανεφώνησε: «Παράξενον!
Ο πόντικας ποτέ δεν εμφανίζεται τέτοιαν ώραν!» Υπάρχει, λοιπόν, μία ύπαρξις εις
την γην, ενδιαφερομένη να με καλησπερίση, έστω και τόσον αργά, διότι δεν με
είδε την ημέραν;
Και εσκέφθην την γεροντοκόρην του Φλωμπέρ, τον ζωϊκόν εκέινον τύπον, που
αγάπησε τον παπαγάλον της. Εσυλογιζόμην ακόμη αυτά τα πράγματα, όταν είδα, ότι
μου είχαν πάρη τα χειρόγραφα εις το τυπογραφείον. Ήτο αργά δια να ξεσχίσω την
ανόητον αυτήν ιστορίαν.
ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ
1 Μαγκουφάνα
λεγόταν κάποτε η Πεύκη Αττικής.
2 «- Εχω την τιμή ποντικάκι μου».
3 Πόρνες, «Παναγίες του Δρόμου» τις λέει σκωπτικά ο
συγγραφέας.