Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

Ο ΠΟΝΤΙΚΟΣ ΜΟΥ – ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Διήγημα με τη μορφή χρονογραφήματος όπου ο συγγραφέας ξεκινώντας από ένα ασήμαντο γεγονός, την εμφάνιση ενός ποντικού «στο μέρος που εργάζεται» (που στη συνέχεια αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για ένα καφενείο)  κάνει μια «εκ βαθέων» εξομολόγηση, μιλάει με αφοπλιστικά ειλικρινή τρόπο  για όλες τις πικρίες και απογοητεύσεις της επαγγελματικής αλλά και προσωπικής ζωής του.   
Αξιοπερίεργη είναι η επιμονή του Χατζόπουλου να χρησιμοποιεί προσφωνήσεις και σχόλια στα γερμανικά, γλώσσα που βέβαια ο ίδιος γνώριζε άπταιστα, σίγουρα όμως δεν γνώριζε το μεγαλύτερο ποσοστό από τους αναγνώστες του. Ο Καλαποθάκης, ιδιοκτήτης του «Εμπρός» του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και τον άφηνε να γράφει ότι θέλει, τα χρονογραφήματά του δημοσιευόταν πάντοτε στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, πιθανώς αυτή η μανία να έδινε ένα διανοουμενίστικο τόνο στην ύλη της εφημερίδας, που μάλλον άρεσε στο αναγνωστικό κοινό.

Γ.Χ.

Στη φωτογραφία η πρόσοψη της Berlin Komische Oper όπως ήταν το 1906, εποχή που ζούσε στο Βερολίνο ο συγγραφέας. Βομβαρδίστηκε και καταστράφηκε στο Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο.

Εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ»

Κυριακή 3 Ιουλίου 1922

Ο ΠΟΝΤΙΚΟΣ ΜΟΥ

Εις το μέρος που εργάζομαι συχνά με επισκέπτεται ποντικός. Μέγας είνε. Μεγαλήτερον δεν είδα εις την ζωήν μου. Ούτε εις το ύπαιθρον αρουραίους. Πολλούς ποντικούς του υπαίθρου ενθυμούμαι. Είναι μεγάλοι, όχι όμως σαν τον μέγιστον περί του οποίου σας ομιλώ. Εις αρκετά κτήματα μου έχουν αφηγηθή, ότι ποντικοί των αγρών πνίγουν πουλιά εις πτηνοτροφείον. Ο ίδιος βλέπω τακτικά εις την Παναγίαν Ξυδού της Κηφισιάς ένα τεράστιον ποντικόν. Όταν τον παρετήρησα δια πρώτην φοράν προβάλλοντα το κεφάλι του από την υψηλήν θυρίδαν της νοτίας πλευράς του ναού, εφώναξα: «Μπα, μια νυφίτσα». Αλλά η εκκλησάρισσα ήτο καλλίτερά μου πληροφορημένη. Μου είπε: «Δεν είνε νυφίτσα, ποντικός είνε. Δεν αφίνει λάδι στα κανδήλια». Ιερός ποντικός. Μάλιστα, είνε και ιερά ζώα. Και ερπετά επίσης. Εις τα αρκετά ενδιαφέροντα ερείπια του ποτέ εκκλησιδίου της αγίας Κυριακής, που σας έχω αναφέρη, κάτωθεν του δάσους της Μαγκουφάνας (1), διαιτάται τεράστιος άγιος όφις, ο οποίος φυλάττει την εικόνα, - ταύτην δια να μη την κλέψουν την επροφύλαξαν εις το γειτονικόν περιβόλι - και το άγιον φείδι βγαίνει και βοσκά μονάχα κάθε Σάββατον. Ένα συρτάρι παραδόσεις αττικάς έχω, γεμάτας λαϊκήν φαντασία, αλλά δεν τας αναφέρω, όπως πολλά άλλα, διότι μόλις συστηματοποιήσης μιαν ατομικήν εργασίαν, η οποία δι’ένα «πραγματικόν», «αληθινόν» λόγον έχει κάποιαν επιτυχίαν, τζουπ εμφανίζονται ως σαλιάγκοι οι αυτόκλητοι μιμηταί και κακοαντιγραφείς. Εξασφαλίσωμεν το κουρελιασμένον σακκάκι μας, αδελφοί μου, διότι πολλοί, πάραπολλοί οι αφυείς και άρπαγες ταυτοχρόνως. Πταρνίζεσαι, τους κάμνεις τόσην εντύπωσιν, ώστε αρχίζουν να πταρνίζωνται, αφελέστατα δε. Ελησμονήσαμεν τον ποντικόν, που με επισκέπτεται. Ευρύς ο χώρος. Πολλοί οι συνάνθρωποι εντός αυτού. Ομιλούν, σκοτώνουν την ώραν των, αφηγούνται ξένας και ιδικάς των υποθέσεις. Κανένα των συμπολιτών δεν πλησιάζει ο ευτραφής ποντίκαρος. Μονάχα την αφεντιάν μου. - Ω! ιχ αμπε ντι Έρρε, μάϊν Μώϋσχεν. (2) Κοκοτίστικα, μπεμπεκίστιικα, τον προσφωνώ χαμηλοφώνως, όπως τους διαβάτας αι διακόσιαι χιλιάδες Στράσσενμαντόννεν (3) του Βερολίνου εις τα μέχρι χαραυγής ατελεύτητα ξενύχτια της βορείου κοσμοπόλεως. Τα μάτια  μου κυττάζουν το ρολόγι. Πέντε και πέντε. Το ρολόγι είνε παληόν σαν και μένα, αλλά τέλος πάντων εργάζεται. Κάποτε λιγάικι παράξενα, αλλά ίσως συγχωρημένοι να ήμεθα ημείς οι αρχαιότητες, τας οποίας φευ! δεν επροθυμοποιήθη να ζητήση και χρυσώση κανείς εφοπλιστής. Πέντε και πέντε ακριβώς, που τολμώ ακόμη να πίνω τσάϊ, με επισκέπτεται δημοσίως ο ογκώδης ποντικός. Περνά με χαριεστάτην οφιοειδή κίνησιν, την οποίαν δεν εγνώρισε κανέν μενουέτο των χρόνων μου, ήτοι την προ δύο-τριών αιώνων, ότε η Νινόν ακουμπούσε το τρυφερόν μπράτσο της στο δικό μου και είχε κάτι τακουνάκια τόσον ελαφρά, όπου ο ήχος ήταν μελωδία κοτσυφιού εις την τρελλά ώμορφην αττικήν χαράδραν της Περατής Ρεμπιέκο, διά την οποίαν θα ήθελα να σας πω ό,τι λέγουν τα βιολιά του Μότσαρτ εις την  ουβερτούραν των «Γάμων του Φίγκαρο». Ακούσατε ποτέ Μότσαρτ εις την «Κόμισε Όπερ» του Βερολίνου; Φυσικά. Ήκουσα Μότσαρτ από τρεις χιλιάδας ορχήστρας  15 χρόνια, αλλά τι ήταν εκείναι αι εκτελέσεις μιας τριετίας εις το νεωτεριστικόν φαιδρόν οικοδόμημα στο Φρείδριχστράσσεντάμ. Σουμπρεττίτσα, Σουζαννίτσα, μου γίνεται ο ποντίκαρος με την τακτικήν μεταμεσημβρινήν επίσκεψίν του. Δια να συννενοηθώ με τους ανθρώπους της εποχής, λέγω ό,τι χορεύει ένα φοξ-τροτ, κομψότερον και φευγαλεώτερον και από εκείνο που χορεύει ο νεαρός φίλος μου Ν. Κρυφά πηγαίνω και τον βλέπω εις τας θερινάς χορευτικάς αίθουσας. Τότε πίνω μερικά ποτήρια ουίσκι εις την μυστικήν γωνίαν μου και ευχαριστώ τον Θεόν, ότι δεν εχάθησαν εντελως οι Αλκιβιάδαι εις τον καιρόν της λίρας και του αυτοκινήτου. Τέλος κολακεύομαι να πιστεύσω, ότι με ηγάπησε μία ύπαρξις εις την ζωήν και εγώ τολμώ να ξαναγαπήσω τοιαύτην, - ένα ποντικόν. Ποία ευγενής αγάπη! Δεν εξερράσθημεν ποτέ. Αρκούμεθα να βλέπωμεν ο ένας τον άλλον. Όταν κανείς ήπιε από όλα τα ποτήρια της ζωής το πικρόν και αηδές κατακάθι της φιλίας, της αισθητικής, της κριτικής, της στοργής όλων των διαβαθμίσεων των παλμών και των ορμών της ανθρωπίνης καρδίας, της τέχνης, της φιλοσοφίας, της φιλολογίας, της κοινωνιολογίας, της δράσεως και της απαθείας, ζήσας πολύ εδώ, ολίγον εκεί, μελετήσας, ψυχολογήσας τον εαυτόν του και του πλησίον του, όταν ικέτης έκρουσε όλας τα θύρας της ζωής προς ανεύρεσιν του ελαχίστου, - πόσον ανόητοι είμεθα, όταν πρόκειται περί του τρισμεγίστου – να συνεννοηθή με συνάνθρωπον του ανιδιοτελώς και ανεπιφυλάκτως και συνήντησε ξηρούς χειμάρους, πως να αρκεσθή εις την αγνήν φιλίαν, (…  δυσανάγνωστη λέξη) όστις δεν κροτεί και τον τενεκέ των ιδανικών, που στερούνται ιδιαιτέρως όσοι ενδεχόμενο να είνε οι ίδιοι εσώτατα ψυχικαί μούμιαι. Και θα αναφέρω κάτι συγκινητικώτερον δια τας σχέσεις μου με τον ποντικόν. Προχθές έλειψα όλην την ημέραν. Περιττόν να είπω που. Εις το χρηματιστήριον. Αργά την νύκτα επέρασα από το τακτικόν μου μέρος, δια να πιώ φλυτζάνι τσάι. Όταν, μεσάνυκτα περίπου, ο αγαπημένος μου επέρασε με κομψήν, αθόρυβον διαγραφήν προ των ποδών μου.
Εξεπλάγην ολίγον, αλλά περισσότερον το γκαρσόνι, το οποίον ανεφώνησε: «Παράξενον! Ο πόντικας ποτέ δεν εμφανίζεται τέτοιαν ώραν!» Υπάρχει, λοιπόν, μία ύπαρξις εις την γην, ενδιαφερομένη να με καλησπερίση, έστω και τόσον αργά, διότι δεν με είδε την ημέραν;
Και εσκέφθην την γεροντοκόρην του Φλωμπέρ, τον ζωϊκόν εκέινον τύπον, που αγάπησε τον παπαγάλον της. Εσυλογιζόμην ακόμη αυτά τα πράγματα, όταν είδα, ότι μου είχαν πάρη τα χειρόγραφα εις το τυπογραφείον. Ήτο αργά δια να ξεσχίσω την ανόητον αυτήν ιστορίαν.

ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ

 __________

1 Μαγκουφάνα  λεγόταν κάποτε η Πεύκη Αττικής.

2 «- Εχω την τιμή ποντικάκι μου».

3 Πόρνες, «Παναγίες του Δρόμου» τις λέει σκωπτικά ο συγγραφέας.

 

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2022

… KΑΙ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ

Ο πόλεμος στην Ουκρανία που φαίνεται ατελείωτος μου’φερε στο μυαλό ένα ποίημα που ‘χει γράψει ο πατέρας μου δεκαετίες πριν. Διαβάζοντάς το με τα μάτια και τις εμπειρίες του σήμερα φαίνεται κάπως αφελές και αθώο («η νικητήρια ιαχή των νέων ανθρώπων», «η χαραυγή του νέου κόσμου» κατάληξαν άσχημα…)  θάπρεπε όμως να πάρουμε υπόψη μας ότι γράφτηκε σε μια αρκετά ευνοϊκή για το προοδευτικό κίνημα περίοδο, όταν είχαμε ήδη είκοσι χρόνια συνεχούς ειρήνης στην Ευρώπη, κατέρρεαν τα αποικιακά καθεστώτα και φαινόνταν νέοι ορίζοντας για τις υπανάπτυκτες χώρες και τους καταπιεσμένους λαούς.

Νεα Σμύρνη, 1966. Στο κέντρο της φωτογραφίας ο πατέρας μου, Πάνος Χατζόπουλος, αριστερά ο ξαδερφός μου Τάσος Πετρόπουλος, δεξιά εγω.


Στη δεκαετία του ’50 – ’60 τα νέα ιστορικά δεδομένα, ο ολοένα αυξανόμενος κίνδυνος πυρηνικής καταστροφής δημιούργησαν ένα  διάχυτο αίσθημα κατά του πολέμου, που συγκεκριμενοποιήθηκε με τη δημιουργία του Διεθνούς Κινήματος Ειρήνης, που ξεκίνησε από τις  χώρες της Ευρώπης και αργότερα έφτασε και στην Ελλάδα.

Ο πατέρας μου, αντιστασιακός με χρόνια φυλακές και εξορίες, ήταν μπλεγμένος μεταξύ των άλλων και με το κίνημα ειρήνης, συχνά τα απογεύματα καθόταν και έγραφε εισηγήσεις για συνεδριάσεις στις οποίες προφανώς συμμετείχε. Πολλές φορές ερχόταν στο σπίτι μας νεαροί Λαμπράκηδες ή άλλοι «περίεργοι» και συζητούσαν μέχρι αργά το βράδυ, η μάνα μου δεν τους ήθελε «θα μας χαρακτηρίσουν, οι γειτόνοι βλέπουν» «τι θα πει ο κύριος Τέλης» (ήταν στρατιωτικός στο επάνω πάτωμα) και τα τοιαύτα.  

Σε μια πορεία Ειρήνης, tο 1965 γνώρισε έναν Ιταλό ακτιβιστή που ανήκε σε ένα μικρό κόμμα της Αριστεράς, το PSIUP, με τον οποίο αργότερα είχε συχνή αλληλογραφία, δεν ξέρω σε ποια γλώσσα, ο οποίος μάλιστα όταν έγινε το πραξικόπημα του ΄67 τον παρακίνησε να ζητήσει πολιτικό άσυλο στην Ιταλία, σχέδιο που φυσικά δεν πραγματοποιήθηκε.

Στο σπίτι μας εκείνη την εποχή δεν έλειπε ποτέ το περιοδικό «Δρόμοι της Ειρήνης» που μου φαινόταν μεν λίγο ανιαρό, αλλά διαβάζοντας το μου άνοιξε τα μάτια για πολλά θέματα, έμαθα τι είναι η αποικιοκρατία, οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, οι  εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες.

Σε μια πορεία  πήρα μέρος κι εγώ, όχι βέβαια μόνος μου, με τον πατέρα μου, μια Κυριακή απόγευμα στα τέλη Μαΐου του 1966.  Δεν πήγαμε βέβαια στον Μαραθώνα, πούλμαν που ξεκίναγαν από τη Δάφνη ή το Νέο Κόσμο μας άφησαν κάπου στους Αμπελόκηπους, όπου μετά από βόλτες φτάσαμε στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Για μένα ήταν πράγματα πρωτόγνωρα. Κάποιοι νεολαίοι είχαν πλακάτ με συνθήματα του τύπου «Κάτω τα χέρια από την Κύπρο» «συμπαράσταση στον λαό του Βιετνάμ» «Έξω οι βάσεις», θέματα που είναι επίκαιρα και άλυτα ακόμη και σήμερα. Μου φάνηκε μια μεγάλη χαρούμενη γιορτή, μερικοί ανησυχούσαν μήπως μας επιτεθεί η αστυνομία που ήταν παρούσα πολυάριθμη και δυναμική λίγες δεκάδες μέτρα πιο πέρα, αλλά τελικά δεν έγινε τίποτε.   

Η τελική μορφή του ποιήματος γράφτηκε στο τραπέζι ενός εστιατορίου μια Κυριακή μεσημέρι το καλοκαίρι του ΄66. Είχαμε πάει εκδρομή στο Λαγονήσι, μάλλον για να βρούμε τον αδερφό την μάνας μου, και καθίσαμε να φάμε σε μια ταβέρνα με θέα. Εκεί που μιλάγαμε και περιμέναμε να έρθουν τα πιάτα ο πατέρας μου έβγαλε το μικρό σημειωματάριο πουχε πάντα μαζί του και άρχισε να γράφει και να σβήνει χωρίς να συμμετέχει στη συζήτηση. Στη συνέχεια είδα ότι ήθελε να πάρει μέρος στη συγγραφική δραστηριότητα  και η μάνα μου, του υποδείκνυε  να διορθώσει κάτι, πράγμα δημιούργησε φανερό εκνευρισμό. Τελικά μετά από πολλά αποφάσισαν να μην αφιερωθεί το ποίημα «στα παιδιά όλου του κόσμου» όπως ήθελε ο πατέρας μου αλλά «στο Γιαννάκη μου» που ήθελε η μάνα μου και όπως αρχικά ήταν γραμμένο.

(παραθέτω από το βιβλίο του Πάνου Χατζόπουλου «Αιτωλικά», 1967)

  KΑΙ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ

Στο Γιαννάκη μου

Μέσα στα μάτια σου βλέπω του κόσμου
του νέου πούρχεται τη χαραυγή.
Μεσ΄στη φωνούλα σου γροικάω φως μου,
φως μου χιλιάκριβο, την ιαχή
την νικητήρια των νέων ανθρώπων,
“Ειρήνη – Ειρήνη
πάψαν οι θρήνοι
πάνω στη Γη...”

Κι έτσι όπως σφίγγεσαι στην αγκαλιά μου
νοιώθω στα χέρια μου σα να κρατώ
τ΄αύριο πούρχεται, τα ονείρατά μου
τ' ανθρώπου το όραμα το μακρυνό,
των Αρχαγγέλων μας τ'αρχαίο τραγούδι.
“Ειρήνη – Ειρήνη
γιομίστε οι κρίνοι
γη και ουρανό...”

Άνθρωποι, αδέρφια μου, όποιοι και νάστε
κίτρινοι, κόκκινοι, μαύροι, λευκοί
το χέρι μου άπλωσα, μη με φοβάστε.
Είμαι ένα αδέρφι σας που σας μιλεί
για το παιδάκι μου, για τα παιδιά σας

“Ειρήνη – Ειρήνη
για πάντα ας γίνει
πάνω στη Γή...”

Άνθρωποι, αδέρφια μου, καινούργιους δρόμους
γιοφύρια ας φκιάξουμε στη νέα γενιά.
Θεμέλιο ας βάλουμε για νέους κόσμους
- κατάρα ο πόλεμος και απανθωπιά -
για το παιδάκι μου, για τα παιδιά σας
“Ειρήνη – Ειρήνη
μιά λέξη ας κλείνει
κάθε καρδιά...”

Μέσα στα μάτια σου βλέπω, παιδί μου
του νέου πούρχεται τη χαραυγή.
Μέσα στο γέλιο σου γροικάω ψυχή μου,
φως μου μυριάκριβο, την ιαχή
τη νικητήρια των νέων ανθρώπων.
“Ειρήνη – Ειρήνη
ανθίστε οι κρίνοι
σ'όλη τη Γη...”