περιοδικό «Παρνασσός» τεύχος 6 / 1893
ΑΓΙΑΝΝΗΣ
Από τον Απρίλη ακόμα αρχίζουν τα πανηγύρια στο Μεσολόγγι. Ο Αγιώργης του Μπουχωριού κάνει καλή αρχή. Ο σιδηρόδρομος κουβαλά ολημερίς τον κόσμο στα χαριτωμένα εκείνα μέρη της Βαράσοβας, κι΄η βοή του πανηγυριού πασχίζει να ξεπεράση τ΄αδιάκοπο ροχάλισμα του Φίδαρη (1), που κυλιέται φιδωτός ανάμεσα σε πυκνά δάση ροδοδαφνών, πέρα προς τη θάλασσα. Έπειτα έρχεται η μοναδική Αγιά Λεούσα, της Κλεισούρας με το μοναστηράκι της, και τη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας, κρεμασμένη στους αψηλούς και σαν μαχαίρι ίσιους ξερόβραχους της θαυμαστής χαράδρας. Ο Αϊθανάσης ύστερα, ένα εκκλησάκι, δέκα λεπτά μακρυά από την πόλι, πώχει τόση ιστορία ολόγυρα στα αγιασμένα από το λιβάνι της δόξας χώματά του, και παρασταίνει τόσο όμορφα ανάμεσα στα πράσινα αμπέλια. Ύστερα έχει αράδα ο Αγιάννης κατά το ρέμα, ο Αγιάννης του Νιοχωριού ύστερα πέρα από το νησί τ’ Ανατολικού, κοντά στον ποταμό τον Άσπρο, κ΄έτσι πάει λέοντας όλο και πανηγύρια όλο το Μάη, όσο που φθάνει το πανηγύρι της Κλείσοβας, στο ιστορικό νησάκι, κι’ η μεγάλη κι‘ η ασύγκριτη χαρά του Άϊ Συμιού, που την ξιστόρησε πέρυσι στο «Άστυ» τόσο γραφικά ο φίλος Πέτρος Αβράμης. Και που να τα λέμε όλα ίσια με τον Αύγουστο και παρέκει. Ολ’ αυτά τα πανηγύρια δε παραλλάζουν μεταξύ τους και πολύ. Όλα έχουν την αυτή όψι, και το καθένα έχει και μια δική του χάρι κανένα δεν έχει ξεχωριστό γνώρισμα, και το καθένα έχει και το δικό του μάγεμμα. Ίσως όλ’ αυτά τα κάνει η άνοιξι με την ξαφνική άνθησί της, ίσως τα κάνει αυτός ο τόπος, που κάθε ραχούλα του, κάθε λαγγαδιά, κάθε κάμπος μαγεύει το μάτι, και συνεπαίρνει τη ψυχή. Όλ’ αυτά δεν είνε παρά απλά, μικρούλια εξωκκλησάκια, άλλα κάπως περιποιημένα, ασβεστωμένα, με ψηλά δεντράκια, γύρω, με πράσινους θόλους, και άλλα έρημα, μαυρισμένα, ξασπρισμένα, με τη μια πλευρά τους νιοχτισμένη, με την άλλη παλαιά, απομεινάρι χρόνων βυζαντινών, με κάνα παράξενο φυτρωμένο δεντράκι αψηλά στην στέγη του ιερού, με δυό, τρία μνήματα στο πλάϊ, με καμμιά μάντρα ολόγυρα, ή με κάνα μισογκρεμνισμένο γυροβόλι. Είνε όμως και διαφορές. Η Αγία Ελεούσα έχει καλά χτίρια, κηπαρέλια κομψά, καλά κελλιά, μικρές πλατείαις καλοπεριποιημένες, απ’ το καιρό που ζούσε ο μακαρίτης Παλαμάς, ο πρώτος καλόγηρος του μοναστηριού, που το κεφάλι του στόλιζε ο καλογερικός σκούφος, και το σελάχι του κουμπούραις και γιαταγάνια (σε κάνα φυλλάδιο του «Παρνασσού» θα δώσουμε την περίεργη εικόνα του συγχωρεμένου αυτού ανθρώπου, εικόνα π’ αξίζει να στολίση σωστό μυθιστόρημα), και ο Αϊ Συμιός με το καλοχτισμένο μοναστηράκι του, και την αθάνατη ρομάντζα του. Τ’ άλλα όλα είνε αφημένα στην τύχη τους. Κοιμούνται, λες, αλάκαιρο το χρόνο σε βαθύ ύπνο. Αρηά και που να τα ξυπνήση κάποτε το μουρμούρισμα του παππά, σε καμμιά μονοεκκλησία, ή το τραγούδι καμμιάς παρέας, που ο πόθος της εξοχής την φέρνει και ξεφαντόνει στην ερημιά τους. Κοιμούνται, θαρρείς, μα σ’αυτό τον ύπνο τους, σ’ αυτή τη νάρκη τους , λες και μαζεύουν μάγια , λες κι’ αραδιάζουν στολίδια, για να ξυπνήσουν τη μέρα της γιορτής περιχυμένα από φως και ζωή, καταστολισμένα από άνθη και χηλιδονιών λαλήματα, ξαφνισμένα στον αχνό του νταουλιού, και στου ζουρνά το ξελαρύγκισμα.
Αποβραδύς ακόμα της παραμονής ξεκινά ο κόσμος από την πόλι για το πανηγύρι. Πρώτος απ’ όλους ο Επίτροπος με το γαϊδουράκι του φορτωμένο από κεριά, κι’ από χίλια δυό λογής πράγματα. Ο επίτροπος απάνω κάτω είνε ένας κοντός, κοντούτσικος ανθρωπάκος, νάνος σωστός που παίρνει μαζί του αγκομαχώντας μιάν ασήκωτη φουστανέλλα, κι’ ένα φέσι κόκκινο που ζυγίζει τ’ ολιγώτερο, το μισό ανάστημά του. Αν και είνε τοσολάκης, είν’ ακούραστος, έχει φτερά στα πόδια, και τρέχει, τρέχει ολοένα. Που τον βλέπεις, που τον χάνεις, τόρα εδώ, και τόρα εκεί. Και μήπως κάνει λίγαις δουλειαίς ο άνθρωπος!
Αυτός μονάχος θα πλύνη ταις πλάκες της εκκλησούλας, αυτός θα ξαραχνιάσει τους τοίχους, θα ξεσκονίση τα ποντικοφαγωμένα βιβλία, θα καθαρίση τα καντήλια και θα πλύνη τα μανάλια, θα σφογγίση τα κονίσματα, θα σαρώση τα στασίδια, θα βάψη με το πιο αστραφτερό χρώμα το πάγκο των επιτρόπων, θα πλέξη στεφάνια για τις πόρταις, θα συγυρίση τα ταξίματα και τα χαρίσματα των πιστών, θα βάλη τέλος τα πόδια του σ’αδιάκοπο ατμό, θα ιδρώση χίλιαις στιγμές την ώρα, θα μπαϊλίση στα ύστερα, και για όλ’αυτά θα μείνη ευχαριστημένος από τον εαυτό του, αν τα καταφέρη να ευχαριστηθή ο κόσμος, και να γίνουν όλα με ησυχία και τάξι. Είνε να τον λυπάται και να τον ζηλεύη κανείς μαζί, αυτόν τον άνθρωπο. Κατά δεύτερο λόγο έρχονται οι μεταπράτηδες, γιατί αλλοιώς δεν μπορούμε να τους πούμε. Αυτοί πάντα είνε αμαξάδες, τσαρουχάδες, κάθε καρυδιάς καρύδι, ανθρωπάκοι που πετάνε τη σκούφια τους για… πανηγύρι. Βρίσκουν από την παραμονή ένα παληάλογο το φορτόνουν με δυό-τρεις βίκαις κρασί, με λίγο συριανό, με μερικές μποτίλλιες μαστίχα και μέντα, με κάνα παλιοτενεκέ, με κάνα γκιογούμι, κ’εμπρός. Μόλις φτάσουν αραδιάζονται ο ένας στο πλάϊ του άλλου, κουλλορώνουν το εξωκκλησάκι, απλόνουν καμμιά τέντα για τον ήλιο, αραδιάζουν μπροστά τους ταις μποτίλλιαις, ζώνουνται μια μεγάλη ποδιά, από χέρια μάλιστα. Κι όμως αυτοί είνε που δίνουν ζωή στο πανηγύρι, αυτοί ‘ναι που χύνουν την όρεξι στον κόσμο, που αψόνουν το γλέντι, και δροσίζουν τα λαρύγκια, κι’ ανάβουν τα κεφάλια, και θερμαίνουν τα αίματα, και τονίζουν τα τραγούδια. Ας βάλουμε τόρα και τους βλάχους, ή τους Αμπλανήτες, που βρίσκονται εκεί ολόγυρα, και βρίσκουν τον καιρό να κάμουν τον χασάπη με καμμιά κατοχρονίτικη γίδα. Ο κόσμος όμως που θέλει να γλεντίση κάνει το κουμάντο του από την πόλι. Στα πιο μακρυνά πανηγύρια μαζεύονται παρέαις παρέιας, θηλυκοί και αρσενικοί και δυνάμει του περί ρεφενέ νόμου, φροντίζουν να μη λείψη τίποτις από τα τραπέζια. Σ’όλα αυτά όμως έχει πέρασι ο λαός και μόνο, τ’ αληθινό και δροσερό αυτό λουλούδι της χώρας, και η λεγάμενη αριστοκρατία - σαν πως κατάντησαν και τα χωριά μας σήμερα, κάνουν κ’ εκεί κοινωνική διάκρισι! - δεν παρασκοτίζεται για τέτοια ψυλλοπηδήματα. Το πολύ, πολύ μπορεί να φανερωθή ως εκεί με κάνα αμάξι. Στα όμορφα αυτά πανηγύρια, στα γλυκά αυτά ξεφαντώματα, ανάμεσα στους μεθυστικούς εκείνους τύπους, δε μπορεί παρά μόνο ο αργάτης να γλεντήση παρά μόνο ο ψαράς να χαρή. Ο αργάτης που σε συγκινεί βαθύτατα, και σε κάνει να δακρύζεις, ευλογημένο δάκρυ, σαν τον βλέπεις να γυρνά απ’ τα χωράφια το βράδυ με τ’ αγκομάχημα στο στόμα, μόλις κρατημένος στα πόδια του, κι’ ανοίγοντας όμως τα σπασμένα και χοντρά του χείλη με πρόσχαρο χαμόγελο μπροστά στη γυναικούλα του, και στη γελούμενη θωριά του μωρού του. Και πόσο συγκινητική είνε η μεγάλη εκείνη χαρά και το ξεφάντωμα του πανηγυριού!... Κάθε δεντράκι, κάθε μυρωμένος ίσκιος, κάθε δροσερό λειβαδάκι, αντηχεί από λιγυρά τραγούδια, και αργυρά γέλια. Τ’αψηλά τ’ Αγιάννη δέντρα σχηματίζουν ένα θόλο μεγάλο έναν ίσκιο πράσινο κ’ εκεί μαζεύεται ο περισσότερος κόσμος, όσο που θα αποψαλή η λειτουργία. Και ύστερα το κάθε γελαστό καλυβάκι, το κάθε ζηλευτό σπιτάκι των σταφιδιών και των αμπελιών ανοίγει τη πόρτα του, και τα παράθυρά του προς τη μεγάλη εκείνη πρασινάδα του κάμπου, που την φιλεί ερωτεμμένα χαμηλά χαμηλά η γαληνεμμένη λιμνοθάλασσα. Διαλέγουν πάντα τον καλό ίσκιο αποκάτω από θολωτά πλατάνια και σκληροτράχηλες κατάψηλαις λεύκες. Ο καπνός της φωτιάς και της ανθρακιάς σηκόνεται εκείθε στον καλοκαιρινό ουρανό διάφανος, και σχηματίζει όμορφαις κολόναις πλημμυρισμέναις από την ακτινοβολή του ηλίου. Οι άντρες παραστέκουν στων αρνιών το ψήσιμο, τα κορίτσια τα ξεπλανά η ομορφιά της γης, ο ανασασμός της άνοιξης και τρέχουν, και χάνονται ανάμεσα στα φιδωτά και θολωτά από κατάψηλαις πράσιναις καλαμιαίς μονοπάτια, πέρα στα σπαρμένα χωράφια, στα καλοδιαλεγμένα κλήματα. Και παίρνουν τόση χάρι, τόσην ομορφιά, τόση μαγνητική δύναμι, μέσα σ’εκείνη την εξοχή! Θαρρείς πως όλοι έχουν ένα κόψιμο, απόνα καλούπι πως έχουν χυθή. Γελασταίς, γελασταίς με τα γλυκύτερα χρώματα απάνω τους, με τα κομψά αναστήματά τους, τα τορνευτά μέλη τους, τα παιδικά κουνήματα, την περίσσια αμέλειά τους, ξέσκεπες, μ’ ανεμισμένα μαλλιά, με καμμιά πλεξίδα μακρυά μακρυά και καλοπλεγμένη, με κάνα λεπτό λεπτό αραχνομάντηλο στώμορφο κεφαλάκι τους, τρέχουν σαν Νεράϊδες, πετούν σαν πουλάκια, γελούν σαν αγγελούδια, Αλλοίμονο στον άνθρωπο που θα συναντηθούν τα μάτια του μαζί με τα δικά τους. Και τι μάτια!... Μάτια που κλειούν το Διάλο μέσα στις κόραις τους. Και να τα συντυχαίνης ξαφνικά ανάμεσα στ’αψηλά αστάχυα του χωραφιού, περιτριγυρισμένα από χρυσάφι, μαλλιών, κι’ από χρυσάφι ασταχιών. Και να καρφόνουνται ίσα καταπάνω σου, να σε περονιάζουν φλογισμένα, να σου χαμογελούν δαιμονικά, και να κλαίνε υγρά μέσα σταις βλεφαρίδες τους, και να γελούν μαζί με τη ξαστεριά του ουρανού, και να παίζουν μαζί με το τρελλό μαϊστραλάκι της θάλασσας…
Όμορφαις μέσα στην όμορφη εκείνη φύση!...
Μάγεμμα η φύσι κ’ όνειρο στην ομορφιά και χάρι…
Μάγεμμα, κι΄όνειρο, που άμποτε να μη ξυπνούσε κανείς από δαύτο, μέσα στου κόσμου τη πεζότητα, και στης ζωής τον σκληρό αγώνα,. Άμποτε ν’αποκοιμούσε της ψυχής του τα όνειρα στην αρμονική εκείνη ώρα, μια για πάντα, μέσα στο ατελείωτο γύρισμα του χρόνου. Εκεί δε μπορείς να κάμης ένα βήμα, να περάσης μια ρεμματιά, ν’αναβής μια ράχη του Ζυγιού, να πάρης ένα χλιαρό μονοπάτι και να μην ανοιχθή μπροστά σου και μια καινούργια εικόνα. Εδώ το χαμηλό καλύβι χωρίζει τόσο γραφικά από την πρόσχαρη όψι των εξοχικών σπιτιών, εκεί η πλεχτή φυλάχτρα του δραγάτη στην κατάψυλη κορφή της λεύκας δεν παραλλάζει τόσο από φωλιά πουλιού, παραπέρα χύνει τόση αρμονία το ακούραστο κατρακύλισμα του ρυακιού, τόρα κρυμμένο σε πυκνό δάσος από ροδοδάφναις, και τόρα φανερό κι΄ηλιοφώτιστο με τ’ ασημένια πετραδάκια του στο βυθό του, και τους ανθοσπαρμένους όχτους του στο πλάι του, παρέκει του νερόμυλου τ’αδιάκοπο βογκητό, αψηλότερα χαράδραις και λαγκαδιαίς αλλού ηλιοφώτισταις, κι’ αλλού σκοτεινές και γεμάτες μυστήριο ραχούλαις στρογγυλαίς πρασινισμέναις και φορτωμέναις πρόβατα, και γεμάτες θυμάρια, και με γλυκό αντίλαλο βελασμάτων και κουδουνιών., εδώ ερημιά ποθητή, εκεί ζωή αγαπημένη εδώ σιγαλιά βαθύτατη, κι’ εκεί φωνή γελαστή, και γέλιο ασημένιο, εδώ αηδονιού λαρυγγισμοί, βοσκού σούρισμα, βουκόλου χούγιασμα, αχός κοπαδιού, κι’ αχός φλογέρας, εκεί χελιδονιού ατέλειωτο λάλημα, τσαπιού σήκωμα στην αέρα, αγκομάχημα δουλευτού, γλυκό τραγούδι Ρούμελης, πρόσχαρη θωριά ελιοστασιού, βαθύ περιβολιού μυστήριο, κι’ ανθοσπαρμένου τόπου αναπνοή. Και πέρα στην ακροθαλασσιά το Μεσολόγγι, ένας μικρός σωρός από μικρά σπιτάκια κάτασπρα στην αντηλιά, ροδοβαμμένα στη δύσι, θαμπά στη καταχνιά της ανατολής, ένας μικρούλης φράχτης, σωτήρας της Ρωμιοσύνης, που έκαψε λιβάνι θαυμασμού στ’ όνομά του η ανθρωπότης, πάφηκε το υστερνό της ψυχής του φύσημα ο Βύρων.
Όσ’ αρχίζει ο ήλιος και κατεβαίνει προς τη δύσι του, τόσο ξεθυμαίνει και το πανηγύρι. Αγάλι’ αγάλια οι παρέαις, ύστερα από την κούρασι όλης της μέρας κατεβαίνουν στη πύλη με περίσσεια όρεξι ακόμα. Υστερνά απομένουν τα νταούλια, κ’ υστερνότεροι οι μεταπράτηδες κ’ ο … επιτροπάκος. Τ’ αμάξια ανταμόνουνται με τα φορτωμένα από σκαμνιά και πάγκους κάρρα. Αν τύχη να μη παίζη μουσική στη Τουρλίδα έρχεται πιο πολύς κόσμος από την Πύλη ίσα μ’εκεί. Ο δρόμος του Μπουχωριού γεμίζει τότες από πλήθος. Εκεί κοντά στα Ταμπακαριά σε κάνα λιοστάσι αυτοκαμωμένο βελούχι απλόνει τα σκαμνιά του κ΄όσο να πέση ο ήλιος πέρα στα βουνά του Ξηρόμερου, και να βραδυάση περπατάει εκεί ο κόσμος. Κι’ όταν ο κάμπος χαθή μέσα στο πρωτοσκόταδο, κι’ ο Ζυγός με τα μάγια του ξυπνά στα πρώτα φιλιά της νυχτερινής αύρας, ο κόσμος χύνεται στην πόλι, στη Τουρλίδα σταις γειτονιαίς, και ξαναρχίζουν τα τραγούδια, τα γέλια, οι περίπατοι, οι έρωτες, και η χαρά περ’ απ΄τα μεσάνυχτα. Έξω το ερημοκκλησάκι βουβό κι’ έρημο τόρα, κάνα τσοπανόπουλο ξεγελασμό από της νύχτας τα κάλλη και του φεγγαριού το φως γυρμένο στη μηλίτσα του σκορπά κάνα τρεμουλιαστό τραγούδι στον αέρα με τη φλογέρα του, και κάνας σκεπτικός διαβάτης, υστερνό απομεινάρι του πανηγυριού, απομένει ακόμα εκεί στην ερημιά κρατημένος από καμμιά γλυκιά ενθύμησι.
Μήτσος Χατζόπουλος
(1) Φίδαρης είναι ο Εύηνος ποταμός.