Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023

ΤΟ ΙΣΚΙΩΜΕΝΟ ΧΩΡΙΟ – ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΌΠΟΥΛΟΥ

Διήγημα από το πρώτο βιβλίο του Δημήτρη Χατζόπουλου «Αγριολούλουδα»  που κυκλοφόρησε το 1894. Ανήκει στην πρώιμη συγγραφική του περίοδο, όταν έγραφε στη δημοτική. Η δράση διαδραματίζεται στα περίχωρα του Βραχωριού, ο αφηγητής είναι, όπως συχνά συμβαίνει στις ιστορίες με στοιχειά, ένας ιερωμένος που εξιστορεί ένα γεγονός που αφορούσε το γέρο-Στάϊκο, πρόγονο των Χατζοπουλαίων.
Ο πραγματικός πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ένα «αερικό»(1) που καταφέρνει σιγά σιγά να ερημώσει ένα χωριό.
Στο εξωτερικό η λογοτεχνία τρόμου και φανταστικού ήταν διαδεδομένη και καταξιωμένη από αιώνες, το γοτθικό μυθιστόρημα, οι ιστορίες με φαντάσματα, ξωτικά, βρυκόλακες κλπ., είχαν επιτυχία και αφοσιωμένο αναγνωστικό κοινό.
Στην Ελλάδα του 1894
η λογοτεχνία υπερφυσικού μυστηρίου δεν είχε ακόμη κωδικοποιηθεί, πολλοί λόγιοι δεν την θεωρούσαν καν «σοβαρή» λογοτεχνία.
Σύντομα βέβαια τα πράγματα άλλαξαν. Ο Παπαδιαμάντης έγραψε τον «Αβασκαμό του Αγά» το 1896, τα «Δαιμόνια στο ρέμα», τις «Μάγισσες» και τη «Φαρμακολύτρια» το 1900 και το «Αερικό στο δέντρο» το 1907, ενώ
το 1903 μετάφρασε σε συνέχειες στο «Νέον Άστυ» τον «Δράκουλα» του Μπραμ Στόκερ.
Ο Αργύρης Εφταλιώτης έγραψε το θεατρικό έργο «Ο Βουρκόλακας» το 1900, ο Νικόλαος Πολίτης τις  “Παραδόσεις” το  1904,  ο Γρηγόριος Ξενόπουλος το “Φάντασμα” το 1914, ο Δημοσθένης Βουτυράς  “Το καράβι του θανάτου» το 1920.
Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι ο Μήτσος Χατζόπουλος ήταν από τους πρώτους Έλληνες συγγραφείς που πειραματίστηκαν με το λογοτεχνία του
υπερφυσικού μυστηρίου.
Γ.Χ

Λεπτομέρεια από σχέδιο των John Leech & John Tenniel για την εικονογράφηση της ποιητικής συλλογής “Puck on Pegasus” του Henry Cholmondeley-Pennell (Λονδίνο, 1868)

Από τη συλλογή διηγημάτων «Αγριολούλουδα», 1894

ΤΟ ΙΣΚΙΩΜΕΝΟ ΧΩΡΙΟ - ΜΗΤΣΟΣ ΧΑΤΖΌΠΟΥΛΟΣ

-Έτσι έ! Παπά μου; Ξέρεις καλά πως το χωριό νε ισκιωμένο και ρημώθηκε από αερικό, έ;
 Κι έπεσε το μάτι του απάνω στα γκρεμνισμένα σπίτια του έρημου χωριού, χτισμένου κατάψηλα σ’αυτή τη ράχη, καταχρυσωμένου θλιβερώτατα από τον ήλιο του Αλωνάρη που φιλούσε κάτω στα πόδια μας κάμπους και βουνά, χωριά και δάση, λίμνες και θάλασσες. Κατόμαστε με τον παπά στο γυροβόλι της Παναγίας της Βλαχέραινας, το μόνο χτίριο που απόμεινε ορθό ανάμεσα σε σωρούς από χαλάσματα, με λίγα μνημούρια και μ’ ένα δυό σταυρούς γύρω. Ο παπάς έστριψε το χοντρό τσιγάρο του, κι αναμάσησε τα λόγια του:
- Αμ τι θαρρείς, πως έτσι στα καλά καθούμενα το παράτησαν το χωριό ο κόσμος, παιδί μου; Τάδα με τα μάτια μου αυτά, φως φανάρι, πως με βλέπεις και σε βλέπω. Θάναι σαράντα χρόνια απάνω κάτω από τότε, εγώ θάμουνα δώδεκα χρονών παιδί και τα θυμάμαι σαν τόρα. Το χωριό αν ξέρης χτίστηκε στον καιρό τ’Αλήπασα. Ο γέρο Στάϊκος ο καπετάνιος ήρθε σεργιάνι ίσα με ‘δω απάνω μια μέρα, τ’άρεσε ο τόπος κι άρχισε να χτίζη. Όσοι έφευγαν τον κατατρεγμό τ’Αλήπασα από τον κάμπο, μαζεύτηκαν δω ψηλά. Ύστερα που πέρασαν κάμποσα χρόνια κ’ έγινε Ρωμαίϊκο, όσοι τούχαν να κατεβούν στον κάμπο κατέβηκαν, κι απόμεινα οι χωριανοί μονάχα στο χωριό τους…
 Αποκόφτηκε εδώ ο παπάς, έβγαλε το καλυμμαύχι του, σφογγίστηκε μ΄ένα πρεβεζιάνικο μεγάλο μαντήλι, άναψε το τσιγάρο του, και σέρνοντας με τα δάχτυλά του τα μακριά του γένεια ξανάρχισε αγάλι ‘αγάλια.
- Καθώς σου το πρωτούπα, θάνε σαράντα χρόνια που ρημώθηκε το χωριό. Ζούσε ο μακαρίτης ο γέρος μου ακόμα να, κει παν ε θαμμένος τόρα στο ξυλένιο σταυρό, κ’ εγώ  του καλοναρχούσα τα τροπάρια στην εκκλησιά – να καταλάβης, είμουνα άντρας απάνω κάτω. Είτανε μια νύχτα, τ’Άη Δημήτρη, απάνω στα πρωτοβρόχια, που ο Σωτήρης ο Φουντουκλής , Θεός σχωρές τον τον μακαρίτη, βγήκε ν’ αλλάξη τη φοράδα του στον κήπο. Τρισκόταδο πλάκονε το χωριό. Πέρα κατά τη Βελάοστα (2) χαλούσε ο Θεός τον κόσμο από τ’ άστραμμα κ’ η ρεμματιά βογκούσε κάτω. Τράβηξε ίσα στη μεριά πούχε δεμένη τη φοράδα, και ζητούσε στα ψηλαφητά τη τριχιά. Μα η τριχιά, το παλούκι κ’ η φοράδα αναφαντώθηκαν. Τραβάει παραπέρα, ξαναγυρίζει πίσω, πουθενά η φοράδα. Άξαφνα σ’ ένα άστραμμα βλέπει μπροστά το, καθώς τάπαν ύστερα, δυό αδρασκελισιές αλάργα ένα ψηλό, θεόρατο ξωτικό καββάλα στη φοράδα, και στριφογύριζε τόσο, που δε μπορούσε να καταλάνη τ’ είτανε. Παναγιά μου, Αη Βλαχαίρενα!, έκαμε το σταυρό του κ’ απομαρμαρώθηκε. Σε λίγο μια βοή κ’ ένα κακό, ένα αλλόκοτο ουρλιαχτό ακούστηκε κι ο Σωτήρης ο δυστυχισμένος αποκαρώθηκε στον τόπο του. Το πρωί τον βρήκαν εκεί καρουλιασμένον,  άλαλο, δε μπορούσε να πάρη τα ποδάρια του, και βογγούσε ολοένα, χωρίς να βγάνη μιλιά. Ίσα με το βράδι μουρμούρισε κάτι αλλόκοτα μουρμουριτά, και κατά τα μεσάνυχτα τελείωσεν. Όλο το χωριό έπεσε τότε σε μεγάλη τρομάρα, δεν άκουγες παρά μια φωνή όπου κι αν πήγαινες: τ’αερικό! τ’αερικό!. Ο γέρος μου γύριζε ολημερίς στα σπίτια διαβάζοντας και ρίχνοντας αγιασμό. Σε λίγες μέρες μια νύστα μεσάνυχτα ώρα, ένα φοβερό χαλικορρίξιμο ξύπνησε τρομασμένο όλο το χωριό στο πόδι, με τόση ανεμοζάλη και βοή, πόλεγες πως έπεφταν βουνά τόνα απάνω στάλλο. Δεν απόμεινε κεραμιδάκι γερό!...
Δυό τρία πρωτοπαλλίκαρα που τους τόλεγε η καρδιά ροβόλησαν τα καρυοφύλλια τους με ζερβό χέρι κάτω στα πλάγια του βουνού. Ένα τρομερό ούρλιασμα αντιλάλησε τότε, κ’ η βοή έπαψε. Το πρωί δε βρήκαμε τίποτε. Βαριέται ο αγέρας ποτέ!... Την ίδια μέρα τα παλλικάρια που τουφέκισαν τη νύχτα, έπεσαν στο στρώμα βαριά, και την άλλη μέρα τα θάφταμε στη Παναγιά. Ο κόσμος λιποψύχησε όλος, άνθρωπο δεν έβλεπες στο δρόμο, και τα σπίτια πέτροναν βασίλεμμα ηλιού. Που ν’ αποκοτίση κανένας να πάη στη χώρα! Ανήμερο θανατικό πλάκωσε τότε το χωριό, μέρα με την ημέρα άδειαζε, ρημόνονταν κ’ από να σπίτι. Ο μακαρίτης ο γέρος μου δεν είχε ώρα να σταθή, δεν έβγαινε στιγμή το πετραχήλι του από το λαιμό. Οι χωριανοί αποκουτιάθηκαν πιά. Όλοι με μάτια θολά, μ’ αχνή θωριά, με τρεμουλιασμένο κορμί καρτερούσαν την αράδα τους. Γέλοιο δεν άκουγες στο χωριό, νυχτοήμερα ένας θρήνος τάραζε τα φτωχικά μας, κ’ οι κουκουβάγιες φτερούγιζαν ζευγαρωτές στα κεραμίδια μας… Έτσι πάει κ’ ο γέρος μου μια βραδιά.
  Και στέναξε βαθιά ο παπάς, σέρνοντας με βία τα γένεια του με τα δάχτυλά του.    ,
- Ετσι έ! Παπά μου… και τι απέγεινε ύστερα;
- Ύστερα … ύστερα κάποιον τον φώτισε ο Θεός και κατάφερε τους χωριανούς π’ απόμειναν στη ζωή, να παρατήσουν το χωριό και να διασκορπιστούν άλλοι στη Σμόλινα (3), κ’ άλλοι στη Βελάοστα, κι αφήσαμε το χωριό κ’ έγινε βλέπεις τόρα… έρμα χαλάσματα….
  Και σήκωσε ακούνητος, με παράξενο τρόπο στην όψη του το χέρι του προς τα γκρεμνισμένα σπίτια, προς τις χαλασμένες μάντρες και προς τα λίγα λησμονημένα δέντρα. Ο ήλιος βασίλεψε τόρα και οι ύστερνές του αχτίδες χρύσοναν μόλις το κιτρινισμένο ράσο του παπά με το σηκωμένο ακόμα χέρι  προς τα χαλάσματα του ισκιωμένου χωριού.

__________

(1) Κατά τη λαϊκή παράδοση τα «αερικά» είναι κακοποιά κατά κανόνα εναέρια πνεύματα, ύπουλα και πονηρά που πειράζουν τους ανθρώπους κυρίως στον ύπνο τους αλλά και στην ύπαιθρο και μπορούν να προξενήσουν ψυχικές και σωματικές παθήσεις, ακόμη και θάνατο.
https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%B1%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BA%CF%8C&dq=

(2) Βελάουστα λεγόταν τότε το Πυργί Αγρινίου

(3) Σμόλινα, η παλιά ονομασία του  Ελαιόφυτου Αγρινίου

 

Πηγές

Ελένη Ρήγα, «Το Υπερφυσικό και ο Λαογραφικός Τρόμος στη Νεοελληνική Λογοτεχνία» Διπλωματική Εργασία, Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών, Κοινό Διαπανεπιστημιακό Μ.Π.Σ. Ε.Α.Π. & Π.Δ.Μ. «Δημιουργική Γραφή», 2021

Eleftheria A. Tsirakoglou «Edgar Allan Poe’s Presence in Greek Literature (1878-1900)», a dissertation submitted to the Department of American Literature and Culture, School of English Language and Literature, Faculty of Philosophy—Aristotle University of Thessaloniki, Greece 2016

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου