Σε μια από τις χαρακτηριστικές του μεταστροφές, λίγο καιρό αργότερα ο Χατζόπουλος απέρριψε κατηγορηματικά αυτό το είδος αφήγησης (το ηθογραφικό διήγημα) μέσα από τις στήλες του περιοδικού “Ο Διόνυσος” που εξέδωσε το 1901(*).
Γ.Χ.
“Έλληνες στρατώτες”, έργο του Ι. Μυλωνά, 1999
“ΤΟ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΜΑΣ” 14 Οκτωβρίου 1900
Η
ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΙΣ
-
Μπανιάς!
-
Τι είνι, ουρέ, ανέκραξεν ο λοχίας
στρεφόμενος με ζωηρόν
κίνημα κατά τρόπον προδόσαντα, ότι τον
αφύπνιζον από βαθείς συλλογισμούς, ενώ
εβάδιζε κατά μήκος προ του στρατώνος
μελαγχολικός.
Ο δεκανεύς του λόχου,
νέος κοντόχονδρος, με μυς σιδηρούς,
βαδίζων
καμαρωτά ως όρνις, σείων την πολύπτυχον
φουστανέλλαν του και στρίβων τον μαύρον
ως αιθάλη και πυκνόν
ως τα βρύα της λίμνης μύστακά του,
επανέλαβε την αναφώνησίν
του:
- Μπανιάς, Κυρ λουχία, πούσι;
Ο λοχίας Μπανιάς ανταπήντησε:
- Νάμι,
ουρέ, τι μι θέλ΄ς;
Εν τω μεταξύ ο
δεκανεύς επλησίασε:
- Κυρ λουχία,
είπε, πάμι να σφίξουμι γιένα.
Ο λοχίας
έκανε κίνημα αποστροφής και εξηκολούθησε
τον δρόμον του λέγων μίαν λέξιν ξηράν:
- Άκα!
Ο δεκανεύς θέλησε να επιμείνη.
-
Ορ’, ούτι γιένα τσίπρου,
κυρ λουχία;
- Ουρ’ μη μου χαλάς του
σκότ’. Σούπα, Κουντούλ, δεν τσιπρίζουμι
σήμιρα.
Και εξηκολούθησε τον δρόμον
του, με τας χείρας όπισθεν ηνωμένας,
βαίνων υψηλός ως λεβιάθαν, λιγνός ως
κάλαμος, με την κεφαλήν την φεσοφόρον
επηρμένην, προτείνων την μεγάλην ρίνα
του, ως άλλος Μπερζεράκ, και ψιθυρίζων
μεταξύ των οδόντων του:
- Γιά τσίπρου
είμι ιγώ ή για μοιρουλόημα.
Διήλθε προ ενός ομίλου ευζώνων
φερόντων μακράν ποδήρη εμπροσθέλλαν
και επιστατούντων εις το άκρον εκεί,
εις την γωνίαν του στρατώνος εις το
“μαγείρεμα”. Ο μάγειρας με ανασκουμπωμένας
τας μανίκας του υποκαμίσου του, κρατών
τεραστίον
κουτάλαν ανα χείρας, την εβύθιζεν εις
τον λέβητα ανακινών τον ζωμόν και τα
τεμάχια του κρέατος. Οι
βοηθοί του έρριπτον μεγάλους δαυλούς
εις την πυράν, τρίβοντες τους ερυθρούς
οφθαλμούς των, οι οποίοι έλαμπον
ζωηρότερον από τας φλόγας των δαυλών,
ενώ εκαθάριζον σωρούς κρομμύων. Λεπτοί
τολύπαι καπνού ανήρχοντο εκ της πυράς
παρά τον τοίχον, όπου έβραζεν ο λέβης,
και εσχημάτιζον επί του λευκού της
ασβέστου μίαν μαύρην
ευρείαν κηλίδα πυραμοειδώς ανερχομένην
προς την κορυφήν. Από μακρά η μέλαινα
αύτη επί του τοίχου στήλη εφαίνετο ως
οβελίσκος εκ μαύρου στιλπνού λίθου
καταφαγωμένου δεξιά και αριστερά από
σφαίρας.
Ο
λοχίας Μπανιάς εστάθη δύο βήματα μακράν
του λέβητος έρριψεν εν δεσποτικόν βλέμμα
επ’ αυτού και επί των μαγειρευόντων
ανδρών, εβροντοφώνησε δύο τρεις φράσεις:
“Το
νου σας, ουρέ, εις του φαί
να μη του καψ’ τι. Ρίχτι μπόλικα
κριμμυδάκια να νουστ’μίς’ του κριάς”
και εξηκολούθησε τον δρόμον του πάντοτε
κατηφής.
Πέραν του στρατώνος ηπλούτο
η πράσινος και ομαλή έκτασις των αγρών,
ως τάπης μπιλιάρδου·
ήτο άνοιξις και οι στάχεις των σιτηρών
είχον υψωθή εύχυμοι, ζωηρόχρωμοι, με
ένα βαθύ πράσινον χρωματισμόν,
επί του οποίου το φως του ηλίου προσέδιδεν
ανταυγείας σαπφειρίνους. Είκοσι βήματα
μακράν του στρατώνος διέσχιζε τους
αγρούς μικρόν ρυάκιον, εις το ύδωρ του
οποίου πλύστραι και υπηρέτριαι έπλυνον
ασπρόρουχα, υψούσαι τον κόπανον και
τύπτουσαι, τρίβουσαι
τα ρούχα με σάπωνα, διαλεγόμεναι δυνατά,
τραγωδούσαι. Αι περισσότεραι ήσαν
μεσήλικες, με κιτρινισμένα και ερρυτιδωμένα
πρόσωπα, βυθίζουσαι τας καλαμοειδείς
κνήμας των εις
το ύδωρ μέχρι
του γόνατος σχεδόν. Αλλά αι νέαι δεν
έλειπον·
κοράσια ευτραφή, με προτεταμένους υπό
το τσίτινον ένδυμα τους μαστούς, με
μηρούς φοράδων, των οποίων αι στρογγυλότητες
αναδεικνύοντο καταφανείς υπό το βρεγμένον
μέχρις οσφύος βραχύ μεσοφούστανον, το
οποίον άφινε γυμνήν την στρογγυλήν και
ροδόχρουν σάρκα των κνημών. Ο λοχίας
διήλθε προ αυτών. Τα τσαρούχια του
έτριξαν επί της ολίγης εκεί άμμου και
τα κοράσια ανύψωσαν την κεφαλήν καθώς
έκυπτον πλένοντα, αποτινάξαντα τους
μικρούς προ των κροτάφων βοστρύχους
της κόμης των. Είδον τον λοχίαν ευθαρσώς
με πονηράν έκφρασιν εις τους οφθαλμούς,
ωσαί
να
προεκάλουν
γαργαλιστικόν τινα αστεϊσμόν των ανδρών
του λόχου κατά το συνήθες. Αλλ’ ο λοχίας,
ο οποίος παρ΄όλα τα πεντήκοντα έτη του,
την ψαράν κόμην του και το ρικνόν πρόσωπον
του ηρέσκετο πολλάκις “να ρίχν’ κάνα
γλυκό λουάκ’ στα διαολοκοριστάκια”
παρήλθε προ αυτών αδιάφορος, αφηρημένος.
Μία
από τας νεάνιδας κάτι το πονηρόν θα
είπε, διότι ηκούσθη εν ανακάγχασμα
κρυσταλλώδες, αποπνιγέν εις τον κρότον
των καταπιπτόντων κοπάνων.
Ο λοχίας
εξηκολούθησε τον δρόμον του. Τόρα έβαινε
παρά την άκραν των στάχειων ενός αγρού.
Το μέρος ήτο ήσυχον. Από μακράν, από τον
λόφον εκεί κάτω ήρχοντο διακεκομμένοι,
παράτονοι ήχοι σαλπίγγων. Οι σαλπιγκταί
εγυμνάζοντο υπό τον ήλιον. Αι λευκάι
σιλουέτται των με τα κόκκινα φέσια
ανεκινούντο, ο χαλκός των σαλπίγγων
ηκτινοβόλει εις τον ήλιον. Ολίγον τι
πλησίον των σαλπιγκτών εις δεκανεύς
προεγύμναζε τρεις
ευζώνους, καθυστερήσαντες κληρωτούς
ίσως, έφθασε δε ασθενής η φωνή του: “
Γιέν, δυό, γιέν !… Γιέν στ’ αριστιρό,
γιέν είπα! Α, Μπακατσούλα, συ
μ’ τα χαλάς ιουνίους !”
Ο
λοχίας εστάθη και είδε το θέαμα·
προ των οθφαλμών του επί του μικρού
γηλόφου η δραξ εκείνη των στρατιωτών
εμεγαλύνετο. Οι στρατιώται ελάμβανον
διαστάσεις ονειρώδιυς υποστάσεως. Πέριξ
το πράσινον της εξοχής έδιδε τους
απαλωτέρους, τους ηδονικωτέρους τόνους
του·
τα χελιδόνια διέσχιζον το γλαυκόν του
ουρανού με ραγδαίας πτήσεις, οι σπίνοι
από τους κλώνους μιάς πανυψήλου λεύκης
εφλυάρουν θορυβωδώς
ως
έμπνευσις του Λιστ. Όλον αυτό το θέαμα
μετά τινας
ημέρας θα ήτο ξένον πλέον δια τον ατυχή
λοχίαν. Τον στρατόν, τους στρατιώτας,
τον λόχον, τον στρατώνα, τους προσφιλείς
αυτούς αγρούς όλα θα τα εγκατέλειπε
μεθαύριον
ο λοχίας. Και η ψυχή του επόνει. Κλαίομεν
ενίοτε τον χωρισμόν πραγμάτων, είπεν ο
Μωπασσάν,
με την αυτήν θλίψιν με την οποίαν κλαίομεν
προσφιλείς νεκρούς. Μετ’ ολίγας ημέρα
θα απεστρατεύετο.
Η υπηρεσία του ετελείωνε αυτάς τας
ημέρας. Αρκετά υπηρέτησεν
εις το στράτευμα . Τριάκοντα όλα έτη.
Μέχρι τούδε ηρίθμει τόσας ανακατατάξεις.
Διατί να ήθελε να αριθμίση μίαν ακόμη;
Είχε γηράση εις τον βαθμόν του λοχίου,
εις τον οποίον έμεινε
τόσα έτη “στάσιμους”. Η λέξις αύτη τον
έκαμνε να τρίζη τους οδόντας του.
“Στάσιμους ! ” Δεν υπήρχε δικαιοσύνη
εις το στράτευμα. Ο έχων τα περισσότερα
μέσα εξησφάλιζε το μέλλον του! Αυτός
δεν είχε ούτε φίλον βουλευτήν, ούτε
προστάτην εις το Υπουργείον να ενεργήση
υπέρ
του προβιβασμού του. Εις το Υπουργείον,
όπου, ως έλεγε παραπονούμενος πολλάκις
“στ’ιβα είνι οι ικθέσεις πιρί ικανότητους
κι ανδραγαθίας του εις τας συμπλουκάς
των συνόρων στα 86.” Αλλά ποίος θα ήθελε
να ξεσκονίση τα παλαιά αυτά χαρτιά, να
τα ίδη και ν’απονείμη το δίκαιον εις
τον γέροντα λοχίαν! “Άλλ’
όριξ’ δεν εχ΄νι οι μεγαλουγαλουνάδις
να μιριμνήσουνι πιρί του λουχίου Μπανιά
!” Αλλά παρ’ όλην την απαισιοδοξίαν
του ο λοχίας δεν ηδύνατο να εννοήση πως
οι μεγαλογαλονάδες περιεφρόνουν τας
εκθέσεις τόσων Ανωτέρων Εποπτών εις
την δικαιοδοσίαν των οποίων υπηρέτησεν
επανειλημμένως ο λοχίας. Και έλεγε
απορών: “Πως, ουρέ, δεν λαμβάνουντι
υπ’όψ’ τα χαρτιά κοτζάμ ανουτέρου ουρ’
τα χαρτιά διαλαμβάνουν ρ-η-τ-ώ-ς ου
λουχίας Μπανιάς Θιόδουρους ηνδραγάθησε
κι ιπουμένους συνιστώμιν αυτόν. Έπειτα
μη δυνάμενος να λύση την απορίαν του
κατέληγεν εις το πικρόν συμπέρασμα,
ότι αδικείται:
“Παραγκουνίζουμι,
μ’ τρώνι του δίκηο μ’το σταυρό τ’ς!
Ραδιουργίϊς θα ίνι εις τον μέσουν!| Και
εβύζανεν ισχυρώς το σιγάρον του με τα
ωχρά χείλη του όπισθεν των οποίων
εφαίνοντο οι νωδοί οδόντες του… Θα
απεστρατεύετο, λοιπόν. Τι να έκαμνεν
εις τον στρατόν με πενήντα δύο δραχμάς
τον μήνα εκτός “δα” των διαφόρων
κρατήσεων. Η μορφή του έλαβε μίαν
αποφασιστικήν έκφρασιν, θαραλλέαν, ωσεί
να είχεν αποφασίση να ριφθή εις τας
σφαίρας των εχθρών. Ετελείωσεν. Η βάσανος
αυτή, την οποίαν από μιάς εβδομάδος
υφίστατο, αν έπρεπε να φύγη από τον
στρατόν ή
όχι, έπαυσε. Τόρα
αμέσως θα επέστρεφεν εις τον
λόχον, θα παρεκάλει τον επιλοχίαν, τον
Γιδάρην, να του συνέτασσε την περί
αποστρατεύσεώς του αναφοράν. Θα
την υπέγραφε με στραθεράν χείρα. “Όχι
δα! Θα έμεινε αυτός να τον πιρνάνι για
κουρόϊδου. Αμ΄δε! Μάϊτι μέλλουν, μάϊτι
προυβιβασμός, μάϊτι προυκουπή. Το λ΄πόν
μαρς! Τα ρουχαλάκια μας κι για του
χουριό.” Οι οφθαλμοί του έλαμπον από
βαθύ αίσθημα υπερηφανείας. Μία γαλήνη
εφαίνετο αναβλύζουσα εκ της ψυχής του.
Ανέπνευσεν ελαφρώς και έκαμε μεταβολήν.
Και βραδέως βαίνων έβλεπε την επαύριον
της αποστρατεύσεώς του. Θα επέστρεφεν
εις το χωρίον του μετά απουσίαν δεκάδων
ετών. Με τας είκοσι ψωροδραχμάς της
συντάξεώς
του δεν θα ηδύνατο να ζήση και θα εζήτει
μίαν θέσιν βοσκού
από κανένα πλούσιον κτηνοτρόφον του
τόπου του. Ό,τι είχεν αφήση παιδίον, θα
το επανεύρισκε
γέρων τόρα. Έστω. Θα εφύλαττε πρόβατα
εν μέσω των ερήμων βουνών, θα έτρωγε
“μπομπότα ξερή σαν λιθάρι· πάει η σούπα
πια!”και θα έπινε μόνον νερό.
“Μάϊτι κριάς πιά, μάϊτι κρασί, μάϊτι τσίπρου.” Θα υστερείτο της παχείας, της λιπαράς σούπας, θα έχανε το ηδονικόν βραστόν του, δεν θα εμαύλιζε “του μ’δούλι” των οστών με την ιδιαιτέραν του εκείνην απόλαυσιν, δεν θα έτρωγε “το κριάς μι τα κ’κιά, μι τα κουλουκ’θάκια, μι τ’ς μπάμνις”, δεν θα έτρωγε τα ηδονικά εκείνα “κρεμμ’δάκια μι του κριάς”, από τα οποία δεν απέκαμνε καταβροχθίζων τρις, τέσσαρας καραβάνας, (βαθύς στεναγμός του εξέφυγε), “ιέστου”, δεν θα έπινε το αγαπητόν του “μπρούσκου κρασάκ’ ’ιέστου, ναι να παρ’ ου διάουλις, ιέστου, άϊτι!” Στιγμιαίον νέφος διήλθε προ του κυρτού μετώπου του, ησθάνθη δ’επί στιγμήν λεπτόν και επίμονον γαργάλισμα εις τον λάρυγγα, ο σίελος εσωρεύθη πυκνός εις το άκρον των χειλέων του. Εκρότησεν ισχυρώς την πτέρναν του τσαρουχιού του και ως ήτο η γη απαλή εσχηματίσθη επ΄αυτής μικρόν κοίλωμα. Η ανατίναξις αύτη ήρκεσε να τον αποτρέψη από τον πειρασμόν, και συνέχισε τον δρόμον του εγκαρδιωθείς, αποφασιστικός. Διήλθε προ του μικρού ρυακίου, μη καταδεχθείς να ρίψη ουδέ βλέμμα εις τας πλενούσας γυναίκας. Είχεν επανακτήση μετά πάροδον τόσων ετών την αγερωχίαν και την απάθειαν του ανθρώπου του βουνού όλην, επανεύρισκεν εις τον γέροντα λοχίαν τον άγριον, τον ιταμόν δεκαπενταετή βοσκόν. Τα κίτρινα κουμπιά της στολής του λάμποντα εις τον ήλιον τον ενώχλουν, ο κυανόχρους παλαιός μανδύας του τον εστενοχώρει, ο στρηνής θόρυβος της σκωριασμένης ξιφολόγχης του, τον οποίον έκαμνε θίγουσα το ισχύον του, το γόνα του, διεπέρνα τα νεύρα του ως βελόνη, το φέσι του με την βαρείαν του φούνταν του εβάρυνε την κεφαλήν ως μέγας ογκόλιθος επικαθήμενος επί του κρανίου του· σταγώνες ιδρώτος ανέθωρον εις το μέτωπόν του. Τόρα ήθελε να τα πετάξη όλα αυτά, «νά πάν κατά διαόλ ’ μάννα» και να . νά φορέση μίαν κάπαν μόνον, να πάρη μίαν γκλίτσαν και «τσέπ ! τσέπ !... χίουου ! ουου!.. » να βάλη την λησμονηθεΐσαν παιδικήν κραυγήν του και «να σαλαγάη κατ' του γκατήφουρου τα πρότα, πέρα στα πλάϊα μι τα χουντροπούρναρα, μι τ’ς κρύϊς βρυσούλις. Χάϊτι, ούρέ ! Πςςςςςς!...»
Είχε
φθάση εις τον στρατώνα. Δύο βήματα και
θα εισήρχετο εις τον θάλαμον του λόχου,
θα επλησίαζε τον επιλοχίαν, θα του έλεγε
την ακλόνητον απόφασίν του. “Αμί τι;
Για κουρόϊδου θα τουν πέρναγαν του
λουχία του Μπανιά!”
Καθώς
διήρχετο πλησίον των μαγειρευόντων
ανδρών αίφνης εσταμάτησεν. Ησθάνθη
είδος σκοτοδινιάσεως. Ο υψηλός, ο
προγάστωρ λέβης έβραζε κοχλάζων·
επί της επιφανείας του ανεπήδουν λιπαρά
τεμάχια βοείου κρέατος, μεγάλα, ακέραια
κρεμμύδια, γαργαλιστική δε, διαπεραστική,
οξεία, ελκυστική, ακαταμάχητος οσμή
διεχύνετο εις ακτίνα τριάκοντα μέτρων.
Ο λοχίας ήνοιξε το στόμα, τους ρώθωνας
και η οσμή εισήλασε, διεχύθη εντός του,
εις τα βάθη των εντοσθίων του, τον
ανέτρεψεν όλον, του ηλλίωσε τα
χαρακτηριστικά του προσώπου του. Ωφράνθη
ισχυρώς, έπειτα δεν ηδυνήθη να συγκρατήση
αυτόματον ηδονικόν πλατάγισμα της
γλώττης. Η θύρα του στρατώνος δυο βήματα
μακράν του ήτο ανοικτή. Εις το βάθος
εφαίνετο ο επιλοχίας Γιδάρης κεκλιμένος
επί μικράς τραπέζης εστρωμένης με φαιόν
εριούχον, γρατσουνίζων επί των σελίδων
του βιβλίου των αναφορών του· παραπλεύρως
αυτού εις παρομοίαν τράπεζαν ειργάζετο
ο σιτιστής του λόχου επί μεγάλου ογκόδους
βιβλίου, του βιβλίου της μισθοδοσίας
των ανδρών· εις το παράθυρον δε εις
κρεμανταλάς εύζωνας, “χαράκουνι ου
έρμους με τουν χάρακα ιένα φύλλουν
πουρείας”, ξύνων από καιρού εις καιρόν
την μύτην του. Ο λοχίας Μπανιάς απέστρεψε
την κεφαλήν από την θύραν. Επλησίασε
προς ένα βοηθόν του μαγείρου και του
είπε με το στρατιωτικόν ύφος, το οποίον
ταχέως επανέκτησε:
-
Κορδομπάτς’,
πιτάξ να διής που ίνι ου δεκανέας
Κουντούλ΄ς κι πες του ναρθ΄ ιδώ. Γλήουρα!.
Ιέφτυσα. Να!… Όσου να λειώσ΄ του σάλιο
μ΄θάσι φιρμένους. Άξα!…
Ο στρατιώτης
έτρεξεν.
Έπειτα
απευθυνόμενος προς τον άλλον βοηθόν ο
λοχίας είπε μειλιχίως:
– Καταρραχιά,
πιάσι μ’ μι του π’ρουν ιένα κουμματάκ’
κριάς να ιδού ιέβρασι για δεν ιέβρασι.
Ο δεκανεύς Κοντούλης επεφάνη μετά τινας
στιγμάς. Ο λοχίας Μπανιάς μασσών ακόμη
το προσφερθέν “κριάς” τον παρέλαβε:
-
Κουντούλ’ είπε, πάμι να πιούμι γιένα,
για το καλό. Αύριου θα υπουβάλου αναφουράν
ανακατατάξιους.
Μποέμ
_________________
(
* ) « […] Δεν υπάρχει δε φουστανελλοφόρον
έργον του κ. Δροσίνη, του κ. Καρκαβίτσα,
του κ. Παλαμά, του κ. Βλαχογιάννη, του κ.
Εφταλώτη που να μην έχει μεταφρασθή εις
τα λαϊκώτερα ξένα περιοδικά, τα θηρεύοντα
λαογραφικά περίεργα και εθνολογικά
αναγνώσματα υπό τύπον διηγημάτων.
Καταντά να έχωμεν ημείς οι Έλληνες
συγγραφείς, χάρις εις διαφόρους
μετριότητας που γνωρίζουν την γλώσσαν
μας, το μονοπώλιον της φιλολογίας των
ληστών και των αγροτικών εθίμων. Καταντά
η μικρά Ελλάς να παρίσταται ως κάποιο
ταπεινόν φιλολογικός ανθρωπάριον, το
οποίον δεν γνωρίζει τίποτε άλλο από τον
ψελλισμόν ολίγων ηθογραφικών μονοτόνων
εικόνων».
Μποέμ, «Ημείς και μερικοί
ξένοι», «Διόνυσος», 1901, τεύχος 2, σελ.
83-84.