Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

Ο ΝΕΑΡΟΣ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ

 Διήγημα του Δημητρίου Χατζόπουλου όπου εξιστορείται η -μηδενική- συνεισφορά του συγγραφέα στον αγώνα κατά των ληστών. Ο πραγματικός πρωταγωνιστής είναι βέβαια ο λοχίας Γεώργιος Νικολάου, πονηρός, φυγόπονος, κοιλιόδουλος, καλοπερασάκιας, όπως όλοι οι καραβανάδες της σειράς των “Λησμονημένων Στρατιωτικών”.

Το φαινόμενο της ληστείας έχει βαθιές ρίζες στον ελλαδικό και στον βαλκανικό χώρο. Επί τουρκοκρατίας οι κλέφτες και οι αρματολοί βοήθησαν ενεργά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του Έθνους διατηρώντας τον κοινωνικό τους ρόλο. Όταν δημιουργήθηκε το Ελληνικό Κράτος, οι προσδοκίες για επαγγελματική αποκατάσταση πολλών πρώην καπεταναίων έμειναν ανικανοποίητες, οπότε αναγκάστηκαν να ξαναβγούν «στο κλαρί» και να γίνουν ληστές.

Οι ληστές επιβίωναν επιτιθέμενοι σε πλούσιους αγρότες, ταξιδιώτες, εμπόρους, προύχοντες ή και πολλές φορές σε ολόκληρα χωριά. Παρόλα αυτά τα φτωχά και καταπιεσμένα στρώματα της υπαίθρου τους έβλεπαν σαν ήρωες και το κράτος και τους μηχανισμούς του σαν παρείσακτο.
Η απελευθέρωση και η προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας έδωσαν καινούρια ώθηση στην ανάπτυξη του φαινομένου της ληστείας. Το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος δεν κατάφερε να καταπολεμήσει ή να περιορίσει τις ληστρικές συμμορίες, η επιδείνωση της κοινωνικής ανισότητας, η αλληλεγγύη του πληθυσμού της υπαίθρου, η ανυπαρξία επικοινωνιακού δικτύου κατέστησαν σχεδόν αδύνατη την αντιμετώπιση αυτού του φαινόμενου.
Η αγροτική πολιτική του κράτους στήριζε τους μεγαλοτσιφλικάδες, διευκόλυνε την καταπίεση των κολίγων και συνάμα μεθόδευε την σταδιακή καταστροφή της νομαδικής κτηνοτροφίας. Στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα τα τσελιγκάτα (*) μπήκαν σε πορεία παρακμής, πράγμα που ανάγκασε ένα τμήμα των νομαδικών πληθυσμών να στραφεί στη ληστεία ή στο συνδυασμό ληστείας και κτηνοτροφίας.
Η συνεργασία με πολιτικούς, γαιοκτήμονες και κεφαλαιούχους έδωσε επίσης νέα ώθηση στη ληστεία. Σαν αποτέλεσμα σε πολλά μέρη της υπαίθρου δημιουργήθηκε ένα καθεστώς τύπου φαρ γουέστ, οι ακρότητες των ληστών που ήταν μισθοφόροι τσιφλικάδων συχνά έμεναν σκανδαλωδώς ατιμώρητες.
Το ελληνικό κράτος μην μπορώντας να καθυποτάξει τις ληστρικές συμμορίες προσπάθησε να τις χρησιμοποιήσει για ίδιους σκοπούς: με τη δικαιολογία της καταδίωξης των ληστών ελληνικά στρατεύματα έμπαιναν στο τουρκικό έδαφος για να δοκιμάσουν την ετοιμότητα του οθωμανικού στρατού. Αργότερα συγκροτήθηκαν αντάρτικες ομάδες αποτελούμενες από ληστές που παράτυπα βοήθησαν τον ελληνικό στρατό τόσο στον «ατυχή» πόλεμο του 1897 όσο και στο Μακεδονικό αγώνα.
Σιγά σιγά οι κοινωνικές- οικονομικές συνθήκες μεταβλήθηκαν, χάθηκε η ώσμωση των ληστών με τον πληθυσμό της υπαίθρου, άλλαξε η πολιτική των κυβερνήσεων και γύρω στο 1930 το φαινόμενο της ληστείας έπαψε πρακτικά να υπάρχει.
Πίσω στο διήγημα τώρα, βλέπουμε ότι ο νεαρός Χατζόπουλος δεν φαινόταν καθόλου πεισμένος για το αγαθό της κατά των ληστών δράσεως: “Έβλεπα τα φυσίγγια εκείνα με τον στιλπνόν των χάλυβα και την σφαίραν” … και “το πράσινο της εξοχής, το κυανούν της θαλάσσης πέρα και το λεπτώς γαλάζιο των βουνών απετέλουν μίαν αρμονίαν, ήτις ήρχισε να μου γεννά την ιδέαν πως ενώπιον τοιαύτης ομορφιάς φύσεως ηδύνατο να σκοτώση τις έστω και ληστάς ακόμη!…”.
Άλλη ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι ότι ο λοχίας ζητάει από δύο στρατιώτες να κλέψουν στην ουσία δύο πρόβατα (δεν γίνεται μνεία για αποζημίωση) από μιά κοντινή στάνη για να γευματίσει το απόσπασμα. Τα σπασμένα της καταδίωξης των ληστών τα πλήρωναν οι βοσκοί…
Γ.Χ.

ΣΚΡΙΠ 18 7 1896
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ
(Λησμονημένα Στρατιωτικά)
- Ε ι ι ι ! … ξύπνα τς’ μπαλάσκες ς’ κι του γκρα σ’ !…
Και ο λοχίας προχωρών ολονέν αν
ά τον ημιφώτιστον θάλαμον, πότε δεξιά, πότε αριστερά, σκουντών δια της άκρας του τσαρουχιού του τους ροχαλίζοντας άνδρας, τους αφύπνιζεν ένα, ένα.
Εκείνοι δυσθύμως εγειρόμενοι, ξαφνισμένοι από την μεταμεσονύκτιον αυτήν αφύπνισιν, ενεδύοντο απροθύμως, ωπλίζοντο ανόρεκτα.
- Ουρ’ καμ’ τι γλήουρα μη τζακίσου κανένα σας παλιουτόμαρα τ’ διαόλου! Ωρίετο από καιρού εις καιρόν ο λοχίας στηριζόμενος εις τον γκρα του, υψηλός, με μίαν αγρίαν κεφαλήν με κατσαρά μαλλιά, με στιλπνόν ηλιοκαές δέρμα και με μικρούς γοργοκινήτους μαύρους οφθαλμούς.
Οι άνδρες ητοιμάσθησαν τέλος. Μετά τινάς στιγμάς παρετάχθημεν όλοι εκτός του στρατώνος μέσα εις το σκότος, μη γνωρ
ίζοντες διατί, εις άκρον περίεργοι δια την νυκτερινήν αυτήν εκδρομήν.
- Κλίνιτι ιπί δεξιά! Ιμπρός μαρς κι μην ακούσου κουβέντα, γιατί σας τρύπ’σα μι τη ξιφουλόγχη, εβρυχήθη αυστηρώς ο λοχίας.
Και ηρχίσαμεν βαδίζοντες. Επί πολύ επορευόμεθα άφωνοι, ο είς κατόπιν του άλλου, με τον ύπνον βαρύνοντα τους οφθαλμούς μας. Διήλθομεν την πόλιν, έρημον, σκοτεινήν, κοιμησμένην· εξήλθομεν εις τους αγρούς, οι σκύλλοι μας επετίθεντο άγριοι, και ημείς ετραβούσαμεν πάντοτε εμπρός υπό την αιγλήεσσαν αρτροφεγγιάν της νυκτός. Κάποτε ο παραστάτης μου, μου εψιθύριζε:
- Που να μας παη τς’ μαύρους, κυρ’ Μητς’, που να μας παη μέσα τ’αγκάθια ! … Για κλέφτις να πάμε λες;
Είχομεν απομακρυνθή πολύ ήγη της πόλεως, και
επλησιάζαμεν προς τους βουνούς, ότε ακούσαμεν την βροντώδη φωνήν του λοχίου.
- Κλίνιτι ιπ’ αριστιρά … αλτ! … Μπαραμπ
όδα αρμ !… Ανάπαυσις ! …
Η αυγή κατέφθανεν. Η ανατολή ερρόδιζε, και ο ορίζων όλος έπλεεν εις μίαν σύγχυσιν αντικειμένων προ των οφθαλμών μας. Κρύο αεράκι εφύσα κατεπάνω μας. Και ως είμεθα κάθιδροι εκ του ιδρώτος και αν
αμμένοι εκ του δρόμου ησθανόμεθα το κρύο να μας περονιάζει ως τα κόκκαλα. Υπό το ολίγον φως της αυγής διεγράφετο παράξενη η σιλουέτα του προ ημών ισταμένου λοφίου, λαμβάνοντος τεραστίας διαστάσεις εις το ημίφως, στηρίζοντας την αριστεράν του χείρα παμμεγέθη με την φαρδειάν λευκήν μανίκαν της επί του γκρα του. Ως δε ήρχισε τότε να μας ομιλή με το επιβλητικόν ύφος του, εφαίνοντο οι δύο τεράστιοι μύστακές του ανεβοκατερχόμενοι αγρίως.
- Ακούστι τόρα καλά, ζαγαράκια, τι θα σας που. Είμεθα ιπί των ίχνουν ληστρικής συμμουρίας κι π
ρουτίθιμι να συμπλακώμεν. Μόνουν η γενναιότης κι η καλή προφύκαξις θα μας δώση την νίκην. Μη διού κανένα σας κι του στριψ’ του την άναψα από πίσου. Τουναντίον να φανώμεν παλληκάρια, να κάνουμε ουλ’ μας του μέλλου μας.
Γαλόνι κι βασιλική ηυαρέσκεια μας αναμένει. Τόρα είμαστε δώδεκα ουλ’ ούλοι. Οι μ’σοι από σας μι τουν υπουδικανέα τουν Μητρουπάνου θα πάτε λάου λάου από δω κι να πιάσετε τουν λόφον κείνον, κατάραχα ντιπ κι να κρυφτήτι μέσα τα δέντρα. Εγώ μι τους λοιπούς άνδρας θα λάβου την ιναντίαν διεύθυνσιν αντιθέτους προς ημάς, εις τρόπουν ώστε αν η συμμουρία διέλθη, ως είμι πληρουφουρημένος δια της χαράδρας ας νιφτή κι αποφάγαμε… Ιμπρός· γαλόνι κι βασιλική ηυαρέσκεια Μητρουπάνου, άξα;…
Ούτω πως διηρέθημεν εις δύο. Οι υπό τον δεκανέα άνδρες μετ’ ολίγον εχάθησαν εις το άκρον της ράχης, ημείς δε μετά του λοχίου ελάβομαν την “ιναντίαν διεύθυνσιν αντιθέτους προς αυτούς”. Όταν ανήλθομεν επί του βουνού και κατελάβομεν τας θέσεις μας εφώτιζεν εντελώς πλέον. Ο λοχίας μας ετοποθέτησεν όπισθεν τεραστίων πετρών ακροβολιστά, με τον γκρα προτεταμμένον γεμισμένον, και τα φυσίγγια της μιάς παλάσκας μας χυμένα στο χώμα παραπλεύρως μας.
Και αναμέναμεν εκεί άφωνοι, πρηνηδόν ξαπλωμένοι με τους αγκώνας γδερνομένους επί των πετρών. Έβλεπα τα φυσίγγια εκείνα με τον στιλπνόν των χάλυβα και την σφαίραν των μόλις εξέχουσαν ωοειδώς, και εσυλλογιζόμην, ότι μετ’ολίγον ίσως ενώ θα τα έθετα εντός του όπλου μου το εν κατόπιν των άλλων, και θα τα εξαπέστελλον προς τους ληστάς, θα μου έφερον την τιμήν ταύτα “του γαλονιού κι της βασιλικής ηυαρεσκείας” και εδάγκανα τα χείλη μου δια να μη γελάσω πολύ δυνατά. Η φύσις γύρω αδιάφορος εστολίζετο και εκείνην την πρωϊαν, όπως πάντοτε, με τα μύρια χρώματά της, με τους φαιδρούς τόνους της, και την απέραντον δρόσον της. Από του ύψους εκείνου ένα πρωϊνόν πανόραμα μέθυος και χάριτος ηπλούτο προ των αγρυπνισμένων οφθαλμών μας. Το πράσινο της εξοχής, το κυανούν της θαλάσσης πέρα και το λεπτώς γαλάζιο των βουνών απετέλουν μίαν αρμονίαν, ήτις ήρχισε να μου γεννά την ιδέαν πως ενώπιον τοιαύτης ομορφιάς φύσεως ηδύνατο να σκοτώση τις έστω και ληστάς ακόμη!
Εν τω μεταξύ οι λησταί δεν αφαίνοντο ούτε αριστερά, ούτε δεξιά. Ο ήλιος είχεν ανατείλη, είχεν ανέλθη υψηλά πολύ, η φλόγα του μας κατέκαιε ξαπλωμένους εκεί επί των πετρών. Αι πληροφορίαι του λοχίου δεν εφαίνοντο να ήταν βάσιμοι, και η αδημονία μας εβασάνιζε περισσότερον της ζέστης. Επί τέλους ο λοχίας αγριεμμένος τρομερά, διέταξε συνάθροισιν. Έστειλεν ένα στρατιώτην να προσέλθουν οι λοιποί άνδρες. Εν τω μεταξύ ημείς διηυθύνθημεν υπό την σκιάν γηραιών τινων πλατάνων παρά την άκραν μιάς βρύσης.
- Ιλάτι δω δυό σας, εβρυχήθη κάποτε ο λοχίας. Θα πάρτε αυτό το μονοπάτι κι θα ροβολήσιτι προς τα κατ’. Παρεκούλια απ’ τα ριζά θα βρήτε μιά στάνη. Μπαίνιτι μέσα παίρνιτι δυό ψημαδάκια (**) κι τα φέρνιτι να κάνουμε γιόμα…
Οι άνδρες έγιναν αστραπή. Ο λοχίας τότε εστράφη προς εμέ, εξάγων εκ του σακκουλίου του μίαν κόλλαν χάρτου και ένα καλαμάρι μπρούτζινο, απ’εκείνα τα παμπάλαια των δικαστικών κλητήρων.
- Έλα δω, ου λουγιώτατε, τόρα, να κάνουμι μιά αναφουρά στουν Ιπόπτη. Γράφι ημικλάστως!
- “Εκ της θέσιους Πλατάνια Προς τον Ανώτερουν Ιπόπτην του Νομού… Ου αποσπασματάρχης Γιώργιους Νικουλάου λουχίας. Περί συλλήψιους ληστών.
Συμφώνους προς την υμετέραν Διαταγήν ευρίσκουμαι μετά δώδεκα ανδρών επί των ίχνουν της γνουστής ληστοσυμμουρίας, ην την σύλληψιν κι την ιξόντουσιν προυτίθιμι, ουδέν ιπιτυχών ήδη, των ληστών μη τολμησάντων εμφανισθείν. Αναμένου τας υμετέρας διαταγάς. Ηυπειθέστατους Γιώργιος Νικολάου λουχίας”.
Τόρα ένας σας να πεταχτή μέσα ντ’ μπόλη μυτ
ά του ιγγράφου τούτου, κι να φέρη κι δύο ουκάδις κρασί, οι άλλ΄σας ν’ ανάψατ’ φουτιά για τ’ αρνιά που θάλθνι. Γλήγουρα μην τζακίσου κανένα σας και κουλαστώ… Και ξαπλωθείς επί της δροσεράς χλόης ήρχισε να τραγουδή με την βροντώδη φωνήν του:

Τα παλληκάρια τα καλά ανάπαψη δε ξέρουν. Μήτε φαγί, μήτε κρασί, μήτ’ ύπνο, μήτε σκόλη!…

Μποέμ

________

(*) τσελιγκάτο: παλαιάς μορφής κοινωνικο-οικονομική οργάνωση των τσοπάνων οι οποίοι ζούσαν νομαδικό ή ημινομαδικό βίο, μετακινούμενοι με τα κοπάδια τους, αναζητώντας βοσκοτόπια υπό την αρχηγία ενός τσέλιγκα.

(**) Δεν κατάφερα να βρω μετάφραση, προφανώς εννοεί αρνιά.

________

ΠΗΓΕΣ

https://eglima.wordpress.com/2010/01/09/davelis-1/

https://eglima.wordpress.com/2008/06/10/listes_2-2/

https://eglima.wordpress.com/2008/06/07/listes_1b/

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΛΗΣΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ( 1833-1933) (anistor.gr)

https://teteleste.wordpress.com/2011/09/25/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B1%CE%AF%CF%84%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BB%CE%B7%CF%83%CF%84%CE%B5%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1/

ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΝΟΟΤΡΟΠΙΕΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΗΣΤΡΙΚΟ ΛΑΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ (1900-1930) (ekt.gr)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου