Ακρόπολις 11 Ιουνίου 1900
ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΗΘΗ
Η ΠΡΩΤΗ ΤΟΥ ΝΥΞ
Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ (εισερχόμενο εις το δωμάτιον του ξενοδοχείου και περιεργαζόμενος αυτό υπό το φως ενός κηρίου). - Αυτό είνε το δωμάτιον;
ΤΟ ΓΚΑΡΣΟΝΙ. - Μάλιστα, κύριε. Ωραίον δωμάτιον. Τα παράθυρά του βλέπουν και απ’ αυτόν τον δρόμον και απ’ εκείνον… Θα κοιμηθήτε; Μήπως θέλετε τίποτε;
Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ (εξαπλωμένος εις μία πολυθρόναν), - Όχι… είμαι κατακουρασμένος από το ταξείδι και θα πέσω να κοιμηθώ. Τι ώρα είναι;
ΤΟ ΓΚΑΡΣΟΝΙ (κοιττάζον εν παλαιόν ωρολόγιον επί της εστίας). - Ένδεκα. Είνε ενωρίς ακόμα. Θέλετε να κλείσω το παράθυρον;
Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ. - Όχι. Άφησέ το ανοικτό· κάνει τόση ζέστη. (Χασμώμενος). Έχω μία νύστα!
ΤΟ ΓΚΑΡΣΟΝΙ, (απερχόμενον). - Το πρωί τι ώρα θέλει να ξυπνήση ο κύριος;
Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ. - Αργά, πολύ αργά, σε παρακαλώ να μη μ’ενοχλήσης γιατί θέλω να κοιμηθώ αρκετά.
ΤΟ ΓΚΑΡΣΟΝΙ. - Έννοια σας, έννοια σας, κύριε, έχομε μεγάλην ησυχίαν εις το ξενοδοχείον μας. (Εξέρχεται).
Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ (κλειδόνων την θύραν και αρχίζων να εκδύεται). - Αν δεν απατώμαι θα κοιμηθώ καλά απόψε. (Σφογγίζων τον ιδρώτα του μετώπου του.) Μα, τι ζέστη είνε αυτή. Ουφ! (Κάμνων μερικά βήματα εντός του δωματίου.) Είνε να μπαίνη κανείς μέσα στο φούρνο για να δροσισθή λιγάκι, που λέει και ο Δουμάς. (Πίπτων εις την κλίνην.) Ας σβήσουμε το κηρί και ας τον πάρουμε τόρα. (Σβήνει το κηρίον και κλείει τους οφθαλμούς του.)
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΩΝΗ, (τρέμουσα, παλλομένη εξ έρωτος, ψιθυρίζουσα λόγους παραπονετικούς διαχύνεται εντός του δωματίου.) - Ώ, σε εύρον σκληρέ άνθρωπε, μετά χωρισμόν τόσων ετών… Σε αγαπώ ακόμη, σε λατρεύω … ναι, σε αγαπώ… Σε ζητώ τόσους χρόνους τόρα θρηνούσα και οδυρομένη… Ά! Θεέ μου! Θεέ μου!
Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ, (αφυπνιζόμενος έκπληκτος.) - Τι διάβολο! Τι τρέχει; Τι σημαίνουν αυτά;
Η ΦΩΝΗ (θρηνούσα γοερώς.) - Άσπλαχνε, άκαρδε, ανάλγητε… Ελθέ, λοιπόν, εις την αγκάλην μου, ελθέ, σκληρέ.
Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ, (πηδών από την κλίνην του και περιπατών ανησύχως εντός του δωματίου του.) - Μα τι φωνή είναι αυτή; Μπας και υπάρχουν βρυκόλακες εδώ μέσα. (Ακροώμενος.) Νομίζω, πως έπαυσε … Αλλά να ήταν αλήθεια φωνή; (Διστάζων.) Μήπως ηπατήθην. (Σκεπτόμενος) Ποίος ξέρει… Η κούρασις από το ταξείδι… Τις οίδε. (Ξαναπίπτων εις την κλίνην.) Τι κουτός, που είμαι να κάθημαι να ξαγρυπνώ με τέτοια πράγματα. (Κοιμάται).
ΜΙΑ ΦΩΝΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, (τον οποίον σκοτώνουν.) -Βοήθειαν! Βοήθειαν, καλοί μου Χριστιανοί… Ά, τους δολοφόνους… Μ΄εφόνευσαν… Συλλάβετε τους αχρείους!
Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ (αναπηδών έντρομος.) - Μπα, που να πάρη ο διάβολος, τι στοιχειωμένο είνε αυτό το σπίτι.
Η ΦΩΝΗ (ρογχαλίζουσα). - Ώ, αποθνήσκω… Βοήθεια… Ιωάννη, που είσαι Ιωάννη να εκδικηθής την αδίκως χανομένην ζωήν μου.
Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ (αρχίζων να τρέμη). - Δίχως άλλο κάποιο έγκλημα θα γίνεται απόψε εις την Αθήνα. Πρώτη βραδειά, που βρίσκομαι στην Αθήνα και να πέσω μέσα εις εγκλήματα.
Η ΦΩΝΗ (σβήνουσα μέσα εις την ησυχίαν της νυκτός.) - Ιωάννη, που είσαι… Ιωάννη… αποθνήσκω...
Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ, (πλησιάζων εις το παράθυρον σιγά. Σιγά και βλέπων εις τον δρόμον.) - Περίεργον! Εις τον δρόμον δεν είνε κανείς… Ησυχία… Μα από που έρχονται αυταί αι φωναί; (Οπισθοχωρών εντός του δωματίου). Ας ανάψω το κηρί (ανάπτει το κηρίον και κυττάζων πέριξ του.) Εδώ μέσα ευτυχώς δεν είνε κανείς… (Κύπτει και κοιττάζει κάτω από την κλίνην του). Από κάτω από το κρεββάτι δεν είναι κανείς (Ακροάται.) Ησυχία… Μήπως συμβαίνει τίποτε εις το διπλανόν δωμάτιον; (Βάζει το αυτί του εις τον τοίχον). Τίποτε, τίποτε… Περίεργον (Σκεπτόμενος). Μήπως απατώμαι, βρε αδελφέ; (Κινών την κεφαλήν του). Μήπως βλέπω τίποτε άσχημα όνειρα, (χασμώμενος μόλις δυνάμενος να σταθή εις τους πόδας του από την νύσταν). Βεβαίως θα ονειρεύομαι. (Σβύνει το κηρίον και ξαναπέφτει εις την κλίνην, όπου παρ’ όλον τον τρόμο του αποκοιμάται ταχέως).
ΜΙΑ ΑΓΡΙΑ ΦΩΝΗ, (αφυπνίζουσα αυτόν εκ νέου έντρομον.) - Που έχεις τα χρήματα; Λέγε ογλήγωρα, που έχεις τα χρήματα… Φέρε το πορτοφόλι σου, εμπρός!
Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ, (αυτήν την φοράν κυλιόμενος επί του δαπέδου από την τρομεράν του αφύπνισιν.) - Αχ, που έμπλεξα απόψε...
Η ΦΩΝΗ, (εξακολουθούσα αγριώτερον.) -Ά, δεν θέλεις, λοιπόν να δώσης το πορτοφόλιόν σου, ουτιδανέ!...
Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ, (τρέχων προς τα κρεμάμενα εκ του κρεμασταριού ενδύματά του και αρχίζων να ψάχνη τα θυλάκια αυτών μέσα εις το σκότος.) - Το πορτοφόλι μου… δυστυχία μου… που είνε το πορτοφόλι μου...
Η ΦΩΝΗ, (πάντοτε αγρία.) - Θα φέρης, άθλιε, το πορτοφόλι σου...
Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ, (ψάχνων πάντοτε εις το σκότος.) - Μα… που είνε το σακκάκι μου… που να το έχω κρεμάση… Το πορτοφόλλι μου… που είνε το πορτοφόλι μου;...
Η ΦΩΝΗ, (έτι αγριωτέρα.) - Δια τελευταίαν φοράν σου λέγω, φέρε, ογλήγωρα το πορτοφόλιόν σου ή μα τον...
Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ, (τρέμων και τραυλίζων μέσα εις το σκότος αλλόφρων.) - Μα στάσου… βρε αδελφέ… να το βρω… Στάσου…
Η ΦΩΝΗ, (εν τρομερά αγανακτήσει.) - Αρνείσαι, λοιπόν, τότε λάβε, άθλιε… (Επακολουθεί μιά πιστολιά.)
Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ, (Εκβάλλων κραυγήν τρόμου.) Θεέ μου! (Πίπτει δευτέρα, τρίτη πιστολιά. Επακολουθεί θόρυβος δαιμονιώδης ανθρώπων τρεχόντων.)
ΠΟΛΛΑΙ ΦΩΝΑΙ, (ομού.) - Πιάστετον, τον δολοφόνον, πιάστε τον!
Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ. - (διευθυνόμενος προς τον ηλεκτρικόν κώδωνα και πιέζον αυτόν εν ταραχή.) Άχ! Τι νύκτα είνε αυτή!… Τι τρομερός τόπος είνε αυταί αι Αθήναι… (Ακούεται κρότος εις την θύραν).
ΤΟ ΓΚΑΡΣΟΝΙ. (φωνάζον.) - Θέλετε τίποτε, κύριε; Τι θέλετε, κύριε;
Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ. (ανάπτων το κηρίον και ανοίγων την θύραν, προς το γκαρσόνι.) - Βρε παιδί μου… (Τρέμων.) Τι συμβαίνει, εδώ μέσα;… Τι τρέχει; τι φωναί είναι αυταί, τι πιστολιές;… Πάω να χάσω το νου μου.
ΤΟ ΓΚΑΡΣΟΝΙ, (σοβαρώς.) δεν ξέρετε, κύριε;
Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ. - Τι να ξέρω; Τι τρέχει;
ΤΟ ΓΚΑΡΣΟΝΙ. - Απόψε δίδουν στο αποπίσω θέατρον μίαν ωραίαν παράστασιν (Με ύφος κριτικού.) Έβλεπα το δράμα από την ταράτσαν. Είνε αριστούργημα έργον κύριε. Έχει κάτι σκηνάς τραγικώτατας. Αύριο πρέπε να το ιδήτε και σεις, κύριε…
Μποέμ

