“Ακρόπολις” 7 Μαϊου 1900
Αθηναϊκά Ήθη
ΧΡΗΜΑ
Τον έβλεπον πάντοτε ωχρόν και κάτισχνον, πάντοτε αφηρημένον, βαδίζοντα με ανήσυχον βήμα, με την κεφαλήν κλίνουσαν μελαγχολικώς προς το έδαφος, με την δεξιάν χείρα φερομένην διαρκώς προς τον μύστακα, του οποίου το άκρον έφερεν εις τους οδόντας του δάκνων αυτό με ελαφράν ταραχήν. Από τους οφθαλμούς του, τους μικροσκοπικούς ως χάνδραι, φαιού χρώματος, τους βυθισμένους εις τας κόγχας των, λάμψις νευρικής υπερευαισθησίας διεχύνετο επί του ωοειδούς προσώπου του με το άτακτον γένειον. Από την πρώτην φοράν, που είδον την σκιάν αυτήν παρελαύνουσαν εις τους αθηναϊκούς δρόμους, βαδίζουσαν πάντοτε κολλητά εις τους τοίχους των οικειών, με το ανήσυχον και νευρικόν βήμα, ενόμισα, ότι ανήκεν αύτη εις ποιητήν πεφυσιωμένον, περιφρονούντα το πολύ κοινόν και εγκατελελειμμένον το πνεύμα του ‘ρχοντα εις της φαντασίας του τας πτήσεις, δια τούτο όταν έτυχε προ πολλών ετών να μου τον συστήσουν έσχον ζωηράν έκπληξιν.
- Ο κύριος απ’ εδώ, χρηματιστής.
Η έκπληξίς μου μετεβλήθη κατόπιν εις κάποιον θαυμασμόν προς τον άνθρωπον, όταν έμαθα την ζωήν του, ζωή βιοπαλαιστού ουδέποτε κατορθώσαντος να έχη μίαν επιτυχίαν.
- Είνε, νομίζετε, γεννημένος απ’ αυτήν την Δυστυχίαν, μου έλεγε κάποιος περί αυτού. Όποια δουλειά πιάση εις τας χείρας του θα ναυαγήση.
Πριν αρχίση τας χρηματομεσητικάς εργασίας του κανείς σχεδόν δεν ήξευρε τι έκαμνεν. Ίσως να μη έκαμνε και τίποτε. Και ερρίφθη εις τον σάλον της χρηματιστικής ζωής με τον φλογερόν εκείνον πόθον όπως εντός ενός μηνός ει δυνατόν την εκ 5,000 δραχμών χρηματικήν του κατάθεσιν να αυξήση εις εκατοντάδας χιλιάδων. Και εγνώρισαν τότε εις το χρηματιστήριον ένα των περιεργοτέρων και ελκυστικωτέρων τύπων, άνθρωπον ριψοκίνδυνον, ενεργητικόν, προνοητικόν, και προείπον οι περισσότεροι περί αυτού:
- Αυτός ο νέος θα πάη πολύ εμπρός, γλήγωρα θα βγάλη παρά.
Αλλα ταχέως αι προβλέψεις των διεψεύσθησαν. Ο νέος χρηματιστής μετά ένα μήνα κατόρθωσε να χανδακώση όλας του τας υποθέσεις· ό,τι είχε θέση εις ενέργειαν επιτυχώς εις την αρχήν, εις μίαν εβδομάδα κατρεκύλησε κατά τον οικτρότερον τρόπον· και εις ένα μήνα αι υποθέσεις του είχον κλείση με ζημίαν, το δε όνειρον της αποκτήσεως των εκατοντάδων χιλιάδων ήρχισεν αφιπτάμενον. Έπειτα ήρχισεν η αιωνία ζωή του μικροχρηματιστού το υπαλαίοντος και μοχθούντος και ουδέν κερδίζοντος, και η μελαγχολία του και η νευρικότης του κατέστη θλιβερωτέρα.
- Έ, πως πάνε αι δουλειές; του έλεγον όταν τον συνήντων.
- Ας τες να παν στο διάβολο, απήντα κινών νευρικώς την κεφαλήν. Μιά ζεστή, μιά κρύα. Κανένα κόλπο δεν πιάνει.
Εν τω μεταξύ έσχε μικράς επιτυχίας, αλλ’ αυταί ισοφαρίζοντο πάλιν εκ νέων αποτυχιών. ‘Ο,τι χαρτί έπιανεν εις το χέρι του δεν του έφερε τύχην. Είχεν ανακατευθή με όλας τας αξίας, εις όλας τας επιχειρήσεις, έπαιζε φανερά, έπαιζε κρυφά, επήγαινε πότε με τα απάνω, πότε με τα κάτω, ερριψοκινδύνευε πραγματικόν χρήμα, έπαιζεν αέρα, ανεμιγνύετο παντού και εις όλα, το ρεύμα της χρηματιστικής δίψης, της ενθυμιζούσης τόσον τον μυθολογικόν πίθον των Δαναϊδων,(*) τον συμπαρέσυρε και τον έφερεν από πάσης ευσυνειδήτου εργασίας εις πάσαν βρωμεράν επιχείρησιν, εγνώρισε και εισέδυσεν εις τας χρηματιστικάς μηχανορραφίας, εις τα τεχνητά μέσα, εις τας ψευδείς διαδόσεις, κατώρθονε πολλάκις να μανθάνη πάσαν είδησιν συνδεομένην προς το βαρόμετρον του Χρηματιστηρίου, αλλά κατά την κακήν τύχην, ήτις διείπεν όλην την ζωήν του εκτός μικροεπιτυχιών τινών, αι οποίαι ταχέως είχον καταστρεπτικά επακόλουθα, το χρήμα διωλίσθαινε των χειρών του ως υδράργυρος, τα κόλπα του απέβαινον εις οδυνηρά φιάσκα και το μόνον, που ηύξανεν ήτο η ισχνότης του και η νευρικότης του.
Αλλ’ η απογοήτευσις δεν τον κατελάμβανεν· αι συνεχείς αποτυχίαι του είχον ως συνέπειαν την καθημερινήν αναβίωσιν του μυστικού του πόθου. Πως να πλουτίση εις μίαν εβδομάδα, εις μίαν ημέραν, εις μίαν ώραν, εις τρία τέταρτα, από της ενδεκάτης της πρωίας μέχρι της δωδεκάτης παρά τέταρτον.
- Αυτή είνε η κρισιμωτέρα στιγμή του Χρηματιστηρίου, μου έλεγε καμμίαν φοράν.
Και μειδιών μειδίαμα ανθρώπου βλέποντος με βαθύ μίσος τα πέριξ του υψηλά μέγαρα, τα ανήκοντα εις άλλους, ενώ διαλογίζετο, ότι αυτός δεν έχει ουδέ μίαν καλύβην ιδιόκτητον δια να στεγασθή εις ημέρας δυστυχίας, προσέθεσε:
- Μήπως λες κ’ εσύ καμμίαν είδησιν. Αν φέρης εκείνην την ώραν, μία είδησιν “ασανσασιόν” τότε την έκαμα την τύχην μου.
Και απεμακρύνετο γελών γέλωτα, ο οποίος μου εφαίνετο, ότι έκρυπτε πικράν χολήν. Καθώς δε έβλεπα την σκιάν του απομακρυνομένην, με ένα βάδισμα νευρικόν, καθώς τον έβλεπα βαίνοντα κολλητά εις τους τοίχους των οικιών, με την κεφαλήν πάντοτε χαμαί νεύουσαν, με τους δακτύλους της δεξιάς χειρός συσφίγγοντας τας τρίχας του μύστακός του και φέροντας αυτάς εις τους οδόντας του, μου εγεννάτο άπειρος συμπάθεια προς την βιοπαλαιστικήν αυτήν ύπαρξιν την καταβάλλουσαν δεκαπλασίους μόχθους από άλλους και μη κατορθώνουσαν να επιτύχη εν μέρει, ό,τι κατά το πλείστον οι άλλοι επετύγχανον. Πολλάκις ενώ τον έβλεπα, ησθανόμην να με συνέχη ακατάληπτος συγκίνησις. Εις τους οφθαλμούς μου η επίμοχθος ζωή του προσελάμβανεν όψιν μαρτυρικήν, εξαγνιζομένη. Σχεδόν δεν διελογιζόμην τα όσα ήρχισαν να διαδίδωνται δι’ αυτόν τόσον, όσον διαδίδονται αδίκως ή δικαίως δια πολλούς από τους ριπτομένους εις τον χρηματιστικόν αυτόν αγώνα, εις την αιωνίαν αυτήν αγωνίαν του να χρηματισθώσιν εις διάστημα μιάς ώρας, δια παντός μέσου, δια παντός τεχνάσματος, δια πάσης επιχειρήσεως. Και ήρχισα να σκέπτωμαι αν θα ηδυνάμην να πράξω τι δι’ αυτόν. “Να του έδιδον μίαν είδησιν χρηματιστικήν;”
Οι λόγοι του ούτοι πολλάκις μου ήρχοντο εις τον νουν, σιγά, σιγά δε εσχημάτισα την απόφασιν, ότι έπρεπε να τον υποβοηθήσω αν ηδυνάμην. Να του δώσω μίαν είδησιν χρηματιστικήν; Αλλά αι χρηματιστικαί ειδήσεις πως ευρίσκονται; Συνηθέστερον αύται είναι ανύπαρκται, αυτοδημιουργούμεναι. Αι σοβαρώτεραι χρηματιστικαί ειδήσεις είνε ιδιοκτησία σχεδόν των ολίγων, των μάλλον μεμυημένων, οι οποίοι εις κάποιον άλλον δύνανται να τας εμπιστευθώσιν παρά εις ένα ρεπόρτερ εφημερίδος. Εν τούτοις ήξευρον μίαν χρηματιστικήν είδησιν…. Η ιδέα αυτή μου ενετυπώθη ζωηρώς. Εάν ήρχετο κατά στραβού μία χρηματιστική είδησις;… Και έπεισα τον εαυτόν μου, ότι έπρεπε να του την έδιδα.
Μίαν ημέραν προ ετών ενθυμούμαι, ότι μία τοιαύτη είδησις χρηματιστική, αρκετά σοβαρά, κατά στραβού ήλθε, κατά μοιραίαν δε σύμπτωσιν μετά δέκα βήματα απήντησα εις τον δρόμον τον ατυχή χρηματιστήν. Του την εξωμολογήθην με την μεγαλυτέραν αφέλειαν και με την μεγαλητέραν πεποίθησιν ότι θα επετύγχανε. Την απεδέχθη ευγνωμόνως, μου έθλιψε την χείρα και έφυγε βιαζόμενος.
Μετά τινας ημέρας τον συνήντησα πάλιν.
- Ξέρεις μ’εκείνην την είδησιν τι έπαθα, μου είπε. Δεν εβγήκε τίποτε· έκλεισα άσχημα.
Ησθάνθην πικράν μεταμέλειαν και ηθέλησα να δικαιολογηθώ. Αλλ’ αυτός με διέκοψε:
- Δεν πειράζει. Τι σημαίνει; Αύριον ειμπορεί να μη ζημιώσω με κανένα νέο κόλπο.
Και έφυγεν.
Έπειτα μετά τινα καιρόν τον ξαναείδα. Ήτο νευρικώτερος πλέον ή ποτέ. Ήτο η εποχή των χολερικών κρουσμάτων, τα οποία εξεδηλούντο εις τας πλησίον της Ελλάδος χώρας. Το Χρηματιστήριον ήτο ανάστατον. Εν κρούσμα χολέρας έκαμνε τας αξίας να χορεύουν καντρίλλιες. Μου έλεγε καθ’ εκάστην με ένα πυρετόν:
- Αχ, χάθηκε ένα κρούσμα χολέρας! Ας γίνη ένα κρούσμα χολέρας εις την Αλεξάνδρειαν!
- Τι θα κάμης; του έλεγον.
- Τι θα κάμω; έλεγε αναπηδών. Ας το μάθω εγώ πρώτος και βλέπεις τι γίνεται. Ένα κρούσμα χολέρας με σώζει.
Και τέλος εν κρούσμα χολέρας τον έσωσε τον δυστυχή βιοπαλαιστήν χρηματιστήν. Είχε μεταβή εις την Αίγυπτον δια μίαν εργασίαν προ ετών, προσεβλήθη εκ χολέρας και εσώθη αναπαυθείς.
Μποέμ
* Ο "πίθος των Δαναΐδων" είναι μια αρχαία ελληνική μυθολογική ιστορία και μια μεταφορική έκφραση που περιγράφει μια αιώνια, μάταιη και άσκοπη προσπάθεια που καταβάλλεται χωρίς αποτέλεσμα. Οι 50 Δαναΐδες, κόρες του Δαναού, βασιλιά του Άργους, σκότωσαν τους συζύγους τους την πρώτη νύχτα του γάμου, και γι’αυτό καταδικάστηκαν να μεταφέρουν στον Αδη νερό με ένα αγγείο γεμάτο τρύπες, το οποίο γέμιζε και άδειαζε ασταμάτητα.
