Ηθογραφικό διήγημα του είδους “φουστανέλα και τσαρούχι”,
που ήταν πολύ της μόδας στις δεκαετίες 1880 / 1890. Δημοσιεύτηκε στην “Ποικίλη
Στοά” του 1894, ένα είδος ετήσιου φιλολογικού ημερολογίου, μιά σοβαρή και
προσεγμένη έκδοση που εξέδιδε στην Αθήνα ο Ιωάννης Αρσένης από το 1881 έως το
1914. Το διήγημα συμπεριλήφθηκε και στο πρώτο βιβλίο του Δημ. Χατζόπουλου με
τίτλο “Αγριολούλουδα” που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά.
Κρίνοντας από το θέμα, η ιστορία θα μπορούσε να θεωρηθεί προπομπός της σειράς
των “Λησμονημένων Στρατιωτικών” που ο Χατζόπουλος άρχισε να δημοσιεύει το 1896
στην εφημερίδα “Σκριπ”, με τη διαφορά ότι είναι γραμμένη στη δημοτική και οι
-λιγοστοί - διάλογοι δεν είναι στα ρουμελιώτικα.
Λίγα χρόνια αργότερα ο Χατζόπουλος απέρριψε εντελώς αυτού του είδους την
αφήγηση, ιδιαίτερα στη νιτσεϊκή του φάση
- που λίγο-πολύ αντιστοιχεί με την περίοδο της έκδοσης του
περιοδικού “Διόνυσος” το 1901-02 –
επέκρινε οξύτατα τα ηθογραφήματα του Καρκαβίτσα, του Εφταλιώτη, του Παλαμά και του Δροσίνη. ( * ) Η διαμάχη
με τον Παλαμά είχε βέβαια και άλλες αιτίες, στο θέμα αυτό θα επανέλθουμε
εκτενέστερα σε προσεχή ανάρτηση.
Γ.Χ.
Φιλολογικό ημερολόγιο “Ποικίλη Στοά” του 1894
ΤΟ ΧΕΡΑΚΙ ΤΗΣ ΔΗΜΑΡΧΟΠΟΥΛΑΣ
- ΑΠΟ ΦΙΛΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ -
Είμαστε απάνω στον καφέ. Ο κυρ δήμαρχος είχε ξεχωστή
τη φουστανέλα του, ξεκούμπωσε το γελέκο του, και ξαπλώθηκε γελαστός σε μιά
πολτρόνα κάμνοντας ραχάτι. Εκεί απάνω μπαίνει ένας χωροφύλακας.
- Κυρ δήμαρχε, τουφέκι στ’αμπέλια!...
βαρέθηκαν για το νερό.
Ο κυρ δήμαρχος ανατινάχτηκε, φύσησε τα
μάγουλά του, και σέρνοντας τη φουστανέλα του, το φέσι του και τα τσαρούχια του
άρχισε να κατεβαίνη τη σκάλα. Θέλησα να πάγω μαζή του και με μπόδισε.
- Κάθησαι, αυτού που κάθεσαι, λεβέντη
μου, δεν είσαι για κακονύχτιες. Αυτό που ήθελα κι’ εγώ. Είχα φάγη και καλά
μάλιστα, είχα πιή κι’ όχι λίγο. Είχα λησμονήση και το σπαθί μου, και το καπέλο
μου και το στέμμα μου. Μόνο ο καθρέφτης αντικρύ μόδειχνε τη στολή μου με τ’
αστεράκι του ανθυπολοχαγού. Όταν έφυγεν ο κυρ δήμαρχος άρχισε να φεύγη και η
ησυχία μου. Η δημαρχοπούλα, όπως σου έλεγα και παραπάνω, δε ξέρω τι βρίσκει να
με κοιτάζη πάντα στα μάτια, ένα κοριτσάκι δεκαπέντε χρόνων, ένα μαϊμουδάκι,
μπεμπέ, παχουλό με γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά. Και με την ίδια ευχαρίστηση
άρχισε πάλι να καρφώνη τα ματάκια του το πιτσουνάκι στα δικά μου. Ανατινάχτηκα
και μαζή μου και το τραπέζι με τα απομεινάρια του γλυκού και των φρούτων. Η
δημαρχοπούλα χαμογέλασε και είπε με μια φωνή που όταν την ακούς, θαρρείς, πως
κάτι τι άλλο είναι αυτό το τριαντάφυλλο παρά κόρη ενός κυρ δημάρχου:
- Θα πάρετε, καφέ, κύριε Μιλτιάδη;
- Ευχαριστώ, δεσποινίς.
Με κοίταξε κάπως θυμωμένα. Έτσι πάντα
με κοιτάζει εδώ κι΄ένα μήνα τώρα από τον καιρό που είχα την ευτυχία να με
πετάξη ’ς αυτό το χωριό η νέα κυβέρνησις,
και να γνωριστώ με τον κυρ δήμαρχον και την κόρην του. Έτσι πάντα με
κοιτάζει με τα ματάκια της, που αγριεύουν τόσο, όσο η θάλασσα στο φύσημα του
μπάτη, όταν θελήσω να την κομπλιμεντάρω. Και χωρίς να μου μιλήση γυρίζει προς
τη Βασίλω:
- Βάσω, να σηκώσης το τραπέζι, και να
μας φέρης τον καφέ στο μπαλκόνι.
Η Βασίλω, και χαϊδευτικά η Βάσω είναι
περίεργο ζώο. Ένας κορμός ολοστρόγγυλος με δυό χέρια ολοστρόγγυλα, με δυό
ποδάρια ολοστόγγυλα, με δυό μάτια ολοστρόγγυλα, μ’ ένα κεφάλι ολοστρόγγυλο, με
μια μούρη ολοστρόγγυλη, με ένα στόμα ολοστρόγγυλο, απάνω κάτω οδοστρωτήρ, που
όπου πατήση το πόδι της όλο το αρχοντόσπιτο του κυρ δημάρχου αρχίζει να χορεύη
νευρικά.
Μας έφερε δύο καρέκλες το μπαλκόνι και
καθήσαμε. Το μπαλκόνι μαρμαρένιο, αψηλό πολύ με την πλατεία του χωριού κάτω και
με μια ακακία που ανεβαίνει από μέρα σε μέρα προς τ’απάνω πράσινη και
φουντωτή σαν ομπρέλλα, με τα σιδερένια του κάγγελα, είναι πολύ όμορφο πράμμα.
Αν σου πω πως μ’ αυτό το μπαλκόνι ειμ’ ερωτεμμένος, θα με πάρης για κάνα
γεροντάκι που τ’ αρέσει να ξαπλώνεται σε μια κώχη με τους ρευματισμούς στα
πόδια και το βιβλίο στο χέρι. Απ’ εκεί ρίχνω τη ματιά μου κάτω στη πλατεία, την
σηκόνω ύστερα προς το βράχο του βουνού,
και την αφήνω να τρέξη στην ελεύθερη θάλασσα. Να κι’ απόψε η ίδια χαρωπή,
ήσυχη, γλυκειά όψη του. Η πλατεία με τα δενδράκια της, και το καφενεδάκι της
που πίνουν τον καφέ τους και κόβονται για τα πολιτικά οι νέοι του χωριού μαζή
με τους γέρους. Η κυβέρνησις στέκει καλά· όχι η κυβέρνησις θα πέση και έτσι
πάει λέγοντας· παραπέρα η παρέα που ξεφαντόνει κάθε βράδυ, και ψάλλει για την
κόρη της χήρας του χωριού με τόσο πάθος:
σαν τι το θέλει η μάννα σου τη νύχτα το λυχνάρι … ώ!... ωχ!...
Και πιο παρέκει ένας ύπνος και
σιγαλιά μεγάλη σ’ όλα τα σπιτάκια που ξετυλίγονται κλιμακωτά στην αράδα. Και
απόμακρα η θάλασσα η πάντα αφρισμένη με τα κατάρτια των καϊκιών της, που τόσο
φαντάζουν μέσα στη νύχτα. Αποπάνω το βουνό ήσυχο με τα δεντράκια του
κρεμασμένα, λες, το εν’ απάνω στ’ άλλο. Σιγαλιά μαγεμμένη. Αν θυμάσαι, την
μεγάλη εκείνη λαγγαδιά της Πεντέλης που βαρούσαμε τα ορτύκια πέρυσι· μοιάζει
πολύ αυτή η αγκωνή της γης. Τόπος που δεν σου ανοίγει μεγάλο ορίζοντα για να
σου αναφτερόνη την καρδιά και να σου συνεπαίρνη τη σκέψη. Τόπος μικρός, γελαστός
που σε σέρνει μαζή του και σου λέει κάθησαι εδώ αιώνια, μη ζητήσης τίποτες από
τη ζωή πέρα από την ερημιά μου.
Η Βάσω έφερε τον καφέ· έβαλε μια
καρέκλα ανάμεσά μας, απίθωσε το δίσκο, κι’ έφυγε.
- Κύριε Μιλτιάδη, θα σας σερβίρω μόνη
μου, είπε η δημαρχοπούλα, και σηκώθηκε.
Ειχ’ ανάψη ένα σιγάρο και κοίταζα τη
θάλασσα σαν κουτός. Κι’ άξαφνα είδα το παχουλό της χέρι εμπρός στα μάτια μου.
Ηλεκτρισμό να είχε δε θα ξαφνιαζόμουνα τόσο. Τι όμορφο χεράκι. Ποτές μου δεν
είδα τόσο όμορφο χεράκι· παχουλό, μικρουλάκι σαν κουκλάκι, μαλακό και διάφανο
σαν κρύσταλλο, μικρό, μικρό και παχουλό – όσο άφηνε να φαίνεται η ταντέλλα του
μανικιού της. Το μαργιόλικο το κορίτσι· είδε τη φωτιά πόβγαλαν τα μάτια μου,
χαμογέλασε και τ’ άφησε το χεράκι της ακόμα μπροστά στα μάτια μου. Εγώ που δε
κυρίεψα κανένα φρούριο τούρκικο ακόμα, αλλ’ έχω κάμη αρκετές παλληκαριές,
σάστισα !. Ένα χεράκι κοριτσιού δεκαπέντε χρονών, ένα χεράκι ενός μπεμπέ
μ’έκανε απάνω κάτω. Στάθηκα αρκετά σαν κουτός, ασάλευτος, και ύστερα έπιασα το
χεράκι της δημαρχοπούλας· ανατρίχιασα όλος κι’ ένιωσα το αίμα της να βράζη μέσα
στις γαλάζιες φλεβίτσες της· πως έλαμπαν τα μάτια της από ηδονή και τι φωτιές
μ’ άναβαν. Και συλλογιζόμουνα πως ήρθε έτσι άξαφνα αυτή η φωτιά. Και άρχισα να
το χαϊδεύω αυτό το χεράκι το παχουλό και τ’απαλό σαν μετάξι. Κ’ εκεί που το
χάϊδευα το σέρνω κοντά μου και σκύβω και το δίνω ένα φιλί γλήγωρο, γλήγωρο.
Αναταράχθηκα και κοίταξα τρομασμένα τη δημαρχοπούλα. Το μαργιόλικο κορίτσι
έστεκε ατάραχο. Και είπε αγάλι’ αγάλια που μόλις τ’ άκουσα:
- Μια φορά, μονάχα !. Ξαναφίλησέ το … ξανά …
Κι έτσι χθές το βράδυ όσο να γυρίση ο
κυρ δήμαρχος από τ’ αμπέλια που βαρεθήκαν καμιά ντουζίνα για το νερό, βάρεσα
κι’ εγώ στο μπαλκόνι του κυρ δημάρχου για το καλό στο χεράκι της δημαρχοπούλας
διπλές και διπλές ντουζίνες φιλιά. Απ’ αυτές σου στέλνω και σένα μια ντουζίνα
εγώ ο τρομερός ανθυπολοχαγός και φίλος σου.
Σεπτέμβριος 1893 Αχιλλεύς Σπαθάτος
ΜΗΤΣΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ
___________
( * ) « […] Δεν υπάρχει δε φουστανελλοφόρον έργον του κ.
Δροσίνη, του κ. Καρκαβίτσα, του κ. Παλαμά, του κ. Βλαχογιάννη, του κ. Εφταλώτη
που να μην έχει μεταφρασθή εις τα λαϊκώτερα ξένα περιοδικά, τα θηρεύοντα
λαογραφικά περίεργα και εθνολογικά αναγνώσματα υπό τύπον διηγημάτων. Καταντά να
έχωμεν ημείς οι Έλληνες συγγραφείς, χάρις εις διαφόρους μετριότητας που
γνωρίζουν την γλώσσαν μας, το μονοπώλιον της φιλολογίας των ληστών και των
αγροτικών εθίμων. Καταντά η μικρά Ελλάς να παρίσταται ως κάποιο ταπεινόν
φιλολογικός ανθρωπάριον, το οποίον δεν γνωρίζει τίποτε άλλο από τον ψελλισμόν
ολίγων ηθογραφικών μονοτόνων εικόνων».
Μποέμ, «Ημείς και μερικοί ξένοι», «Διόνυσος», τεύχος 2, σελ. 83-84.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου