Tην άνοιξη του 1893 άρχισε να δημοσιεύεται στην εφημερίδα “Το Άστυ” η πρώτη σειρά συνεντεύξεων που πήρε ο Δημ. Χατζόπουλος -με το ψευδώνυμο Μποέμ- από γνωστούς και λιγότερο γνωστούς λογοτέχνες της εποχής. Ο Χατζόπουλος παρακολουθούσε τον ξένο -γαλλικό κυρίως- τύπο σε μόνιμη βάση και σίγουρα δεν του είχε διαφύγει η μόδα των entrevue που είχε διαδοθεί τότε σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πρότεινε στον διευθυντή του Άστεως αυτή τη πρωτότυπη παρουσίαση του έργου των λογοτεχνών - οι συνεντεύξεις ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για τα ελληνικά χρονικά - και ο Θεμ. Άννινος δέχτηκε.
Οι
συνεντεύξεις αυτές αποτελούν μια
μαρτυρία των καινούριων προσανατολισμών
της ελληνικής κοινωνίας και τεκμηρίωση
της νέας θέσης που άρχισαν να καταλαμβάνουν
οι εκπρόσωποι της πνευματικής ζωής της
χώρας μέσα από την κοινωνική τους
καταξίωση. Το κοινό μπορούσε πλέον να
γνωρίσει τους
δημιουργούς
όχι μόνο μέσα από τα έργα τους, αλλά
αυτούς τους ίδιους μέσα στην
ιδιωτική, καθημερινή ζωή τους, να
ενημερωθεί διαβάζοντας τις απόψεις
τους για την πνευματική και λογοτεχνική
κίνηση της εποχής.
Πάρθηκαν συνεντεύξεις
από πολύ σημαντικές προσωπικότητες της
λογοτεχνικής και πνευματικής ζωής
εκείνης της εποχής, αρχίζοντας με τον
Εμμανουήλ Ροΐδη, τον Αχιλλέα Παράσχο,
τον
Κωστή Παλαμά, το Γρηγόριο Ξενόπουλο,
τον Ιωάννη Πολέμη, τον Αλέξανδρο
Παπαδιαμάντη,
τον Κώστα
Κρυστάλλη, το
Γεώργιο
Σουρή, την Καλλιρρόη Παρρέν, τον Δημήτριο
Κορομηλά και τελειώνοντας με το Γιάννη
Ψυχάρη, τον Ανδρέα Καρκαβίτσα, τον
Αριστομένη Προβελέγγιο και τον Κωνσταντίνο
Ξένο.
Συχνά
ο Χατζόπουλος έκρυβε τη δημοσιογραφική
του ταυτότητα, ούτε έπαιρνε φανερά
σημειώσεις πριν και κατά τη διάρκεια
της συνομιλίας, πιστεύοντας αυτός ήταν
ο μοναδικός τρόπος για να αποφύγει
αρνήσεις και μη ειλικρινείς απαντήσεις.
Ήταν ακόμη νεαρότατος και σχεδόν άγνωστος
στους λογοτεχνικούς κύκλους οπότε δεν
διέτρεχε τον κίνδυνο να αναγνωρισθεί,
ούτε υπήρχαν βέβαια οι διατάξεις περί
σεβασμού της ιδιωτικής ζωής που υπάρχουν
σήμερα. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι κατά
πάσα πιθανότητα το κείμενο των περισσότερων
συνεντεύξεων έχει περάσει από το φίλτρο
της ακριβούς απομνημόνευσης και της
ευρηματικότητας του Δ. Χατζόπουλου.
Η
δημοσίευση άρχισε με το φύλλο της
21-22/3/1893 και συνεχίστηκε μέχρι το φύλλο
της 20-21/04/1893. Μία τελευταία συνέντευξη
για το 1893 πάρθηκε στις 26 Αυγούστου, όταν
ο Ψυχάρης πέρασε από την Αθήνα, και είναι
αυτή που παραθέτουμε σήμερα.
Η συνέντευξη αυτή είναι σημαντική και για ένα άλλο λόγο: αποτελεί την απαρχή μιας διαμάχης μεταξύ των δύο που από λογοτεχνική θα γίνει και προσωπική και που θα διαρκέσει για όλη τους τη ζωή (ελπίζω να βρω χρόνο για να επανέλθω εκτενέστερα σε επόμενη ανάρτηση).
Ο
Δ. Χατζόπουλος δημοσίεψε 4 κύκλους
συνεντεύξεων, που άφησαν λίγο ή πολύ
εποχή:
-
Το
1893 για την εφημερίδα
“Το
Άστυ” με τίτλο
“Σύγχρονοι
Έλληνες συγγραφείς”.
-
Το
1894
πάντα για “Το
Άστυ” με τίτλο “Ελληνικόν
Θέατρον”.
-
Το
1896
για την εφημερίδα
“Σκριπ”
με τίτλο “Οι
γράφουσες Ελληνίδες” κύκλος που ξεκίνησε
με αφορμή μιά καθόλου κολακευτική
δημοσίευση του Εμμανουήλ Ροΐδη για τη
γυναικεία συγγραφική ικανότητα και
γενικότερα το ρόλο των γυναικών στην
κοινωνία.
-
Το
1911 για την εφημερίδα
“Αθήναι”
με τίτλο “Θεατρικαί σελίδες
- Φιλολογικαί
σελίδες - Συνομιλίαι μετά λογίων”.
Εφημερίδα “Το Άστυ” 26 Αυγούστου 1893 σελ. 2
Ο
ΨΥΧΑΡΗΣ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΣ
ΜΕΤ΄ΑΥΤΟΥ
Η κομψότης του κ. Ψυχάρη.
-
Ο πρώτος ρεπόρτερ, - Ανά την
Ελλάδα.
- Αι γλωσσικαί του
ιδέαι. - Ζήτω η
δημοτική! -
Ο Ψυχάρης ως Γάλλος
μυ-
θιστοριογράφος. - Περί
πολλών και
διαφόρων.
----
Ο
κ. Ψυχάρης ταξειδεύει προ ενός μηνός
εις την Ελλάδα. Έμεινεν ένα μήνα εις την
Θεσσαλίαν, προχθές ήλθεν εις Αθήνας, αι
εφημερίδες το ανέγραψαν, ο Μποέμ το
έμαθε προ του να το αναγράψουν, και το
καθήκον του επέβαλε κατ΄αυτήν την εποχήν
μία συνέντευξιν μετά του κ. Ψυχάρη.
Ο κ. Ψυχάρης έχει πολύ συγγενολόγι εις
την Αθήνα, όπως λέγει και ο ίδιος, και
εις το ξενοδοχείον της “Βικτωρίας”,
όπου κατέλυσε, μόνον το μεσημέρι και το
βράδυ ευρίσκεται κατά τα ολίγας αυτάς
ημέρας. Εις το ξενοδοχείον λοιπόν της
“Βικτωρίας”, εις μικράν αίθουσαν
υποδοχής, πλήρη εφημερίδων και τιμολογίων
και οδηγών μ΄εδέχθη ο κ. Ψυχάρης. Ο κ.
Ψυχάρης παρουσιάζει επιβλητικόν
παράστημα, εκχειλίζουσαν ζωήν και
παρισινήν χάριν. Υψηλός, ευρύστερνος,
εύσωμος, με λευκάς γ κ έ τ α ς, με απλήν
ενδυμασίαν, χωρίς γιλέκον, με το λευκόν
υποκάμισον ανοικτόν κατά τον τελευταίον
συρμόν, με μονύελον είνε ο τύπος του
τελείου ανθρώπου του κόσμου. Η μορφή
του εκφραστικωτάτη, αι γραμμαί του
προσώπου του αδραί, έντονοι, οι οφθαλμοί
του καστανοί, μεγάλοι, πλήρεις εκφράσεως
και φλογός. “Παλληκάρι” σωστό που
έγραφε και η επαρχιακή εφημερίς “Τρίκκη”
εις μίαν στήλην εις την δημώδη γραμμένην
περί του κ. Ψυχάρη και αρχίζουσαν ούτω:
“Ήρθε από το Παρίσι ο κ. Ψυχάρης που
είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της
Γαλλίας στα ελληνικά γράμματα κ΄επήγε
κι΄έκατσε στην Πορταριά, όπου του
φανήκανε, κατά λεει του, άνθρωποι και
τόπος πολύ όμορφοι...”. Η κυρία Ψυχάρη,
κόρη του περικλεούς Ρενάν, γαλανή, κομψή,
χαριέσσα, γλυκεία Παρισινή με τα
ξενόφθογγα ρωμαίϊκά της Ο κ. Ψυχάρης
ερωτά με την αμυδρώς ξενίζουσαν προφοράν
του:
-
Είσθε ρεπόρτερ, κύριε;
- Μάλιστα.
-
Που εργάζεσθε, εις το “Άστυ”;
-
Μάλιστα.
- Προ του να με ιντρεβουριάρητε,
σεις, θα σας κάμω εγώ μιά συντέντευξη.
-
Εις τας διαταγάς σας.
- Ποιές εφημερίδες
εδώ πέρα πουλούν περισσότερα φύλλα;
-
Η “Ακρόπολις” η “Νέα Εφημερίς”, το
“Άστυ”...
- Γράφετε πολλοί σ΄ αυτό;
-
Πολλοί.
- Πως γράφετε; ο καθένας χωριστά
γράφει, ή από όλα;
- Ο καθένας χωριστά.
-
Σεις, τι γράφετε;
- Εγώ ... συνελήφθη ο
διαβόητος λωποδύτης... Ο δραστήριος
αστυνόμος κατέσχε χθες...
- Καλά... έχουμε
κ΄εμείς στη Γαλλία ρεπόρτερ. Αλλά κυρίως
πρώτοι σεις οι Έλληνες, είσθε ρεπόρτερ.
Η χειρ μου ακουσίως εφέρθη προς τον
μύστακά μου, αλλά ο κ. Ψυχάρης μου έκοψε
το... χέρι.
- Πρώτος ρεπόρτερ είτανε ο
Ηρόδοτος.
- Ο Ηρόδοτος !.
- Αμ΄ τι
ιστοριογράφος σαν κι΄αυτόν που γύριζε
από χώρα σε χώρα, τι άλλο είτανε παρά
ρεπόρτερ.
Πάλι η χειρ μου υψώθη προς
τον μύστακά μου, αφού την φοράν ταύτην
τουλάχιστον, αν δεν εξελαμβανόμην
εφευρέτης του ρ ε π ο ρ τ ά ζ, εγινόμην
όμως ίσος με τον Ηρόδοτον, αλλά ο κ.
Ψυχάρης εξηκολούθησε.
- Και τι ζητείτε
από εμένα, λέγετε·
σας λέγω κι΄εγώ ό,τι είπε μιά φορά εις
ένα συνάδελφό σας εν Γαλλία ο πενθερός
μου ο Ρενάν. “Πες τε μου με την γραμμήν
πληρόνεσθε εις την εφημερίδα που γράφετε,
ή με μισθόν, δια να κανονίσω τα λόγια
μου”;
Εθεώρησα συμφέρον μου να
απαντήσω με την γραμμήν και ο κ. Ψυχάρης
ετοποθετήθη παραπλεύρως μου μειδιών,
υπομονητικός, ευπροσήγορος.
Αι εντυπώσεις του
-
Ήρθα εδώ κ΄ένα μήνα από τη Γαλλία,
σταλμένος από τη γαλλική κυνέρνηση στη
Θεσσαλία και στα Κυκλαδικά νησιά. ¨επρεπε
να μπορέσω να σεργιανίσω όλη την Ελλάδα.
Τόρα μόνο στη Θεσσαλία επήγα και μεθαύριο
πηγαίνω στα νησιά. Ελπίζω να μείνω άλλοτε
κάνα χρόνο και να σεργιανίσω την Ελλάδα.
Πρέπει κανείς όλα να τα συνάξη, για να
βγη μιά ιστορία της γλωσσολογίας. Να
πάη στη Κρήτη. Αχ! Η Κρήτη. Στην Κύπρο,
στην Τραπεζούντα, στη Μικρά Ασία.
Στη
Θεσσαλία πολλά περίεργα πράμματα είδα.
Εκείνο το Πήλιον τι θαυμαστό που είνε.
Και τα βουνά π΄ανεβαίνουν σαν τον τοίχο.
Τα βουνά θυμίζουν τα παραμύθια, οι δράκοι
φυλάουν θησαυρούς.
Ποίηση και δέντρα.
Και ταξιδεύσαμε νύχτα. Από τις 6 με το
φεγγάρι·
τι μαγευτικό. Έχει περίεργα η Θεσσαλία.
Το βουνό και τη θάλασσα. Πουθενά δεν το
είδα. Καλός ο τόπος καλή και η φιλοξενία
του τόπου. Όταν γυρίσω τα Κυκλαδικά
νησιά, θα μείνω ένα μήνα στην Αθήνα και
θα πάω 15 μέρες στη Ρούμελη μαζί με το
Δροσίνη...
Η δημώδης
-
Για την δημώδη τι θα μου πήτε, κ. Ψυχάρη;
-
Μήπως δεν τάπαμε πολλές φορές...
- Ας
πούμε λίγα και σήμερα...
- Τι να σας
πω... αυτοί που κάθουνται μέσα στο γραφείο
των κ΄εκεί άξαφνα σας φκιάχνουν λέξεις,
άξαφνα: εργοστάσιον των πίλων, και για
όλους, για όλους τους επιστημονικούς
όρους, αυτοί που άξαφνα λένε η ο δ ό ς
της ο δ ο ύ, αφού ο λαός έχει τη λέξη δ ρ
ό μ ο ς τι σκοπόν είχαν; να τα μάθη όλος
ο λαός; δηλ. να κάμουν γλώσσα εθνική; Τι
έτυχε τόρα; έτυχε που μ΄αυτόν τον τύπο
η οδός της οδού, κατώρθωσαν δυο μεγάλα
πράμματα. Χάλασαν την αρχαία, χάλασαν
και τη δημοτική. Πως την χαλνούν την
δημοτικήν; Την χαλνούν αφού ο κανονικός
τύπος, παρατηρήσατε, που είνε αρχαίος,
ο δ ρ ό μ ο ς, του δρόμου·
όλος ο κόσμος τον ξεχάνει. Τόρα τι τύπο
μαθαίνουνε αντίς αυτού του δρόμου;
Νομίζετε, ποτέ ο ελληνικός λαός, το
ρωμαίϊκο
θα μάθη να κλίνη η ο δ ό ς, της ο δ ο ύ;
ποτέ! Γιατί τι θα πη ο Ελληνικός λαός;
Άμα φκιάσετε αυτή τη λέξη η οδός, της
οδού την κάμνετε για τον αμαξά, για το
Έθνος, βέβαια. Όλο το έθνος έχει δικαίωμα
ν΄αρπάζει τη λέξι αυτή. Τι κάμνει ο
αμαξάς, τι κάμνει ο βαρκάρης; Αυτή την
κλίση η οδός της οδού δεν μπορεί να την
μάθει και τότες τι ακούτε; Η ο δ ό ς τ η
ς ο δ ό ς! Αυτό είνε το κακό·
χαλνούν και την αρχαία η οδός – της
οδού, χαλνούν και τον δημοτικό τύπο, ο
δρόμος του δρόμου, αφού δεν τον θέλουν.
Γιατί, βλέπετε, αυτοί που φκιάνουν τη
γλώσσα με τα βιβλία, έχουν στο φωμ΄στιό
τους γραμματική, λεξικό, βιβλία ολόγυρα
στους τοίχους, αλλ΄έχουν λάθος μεγάλο!...
Δεν βγήκαν έξω στο δρόμο. Καλαμαράδες!
Δεν ξέρουν αυτοί από τίποτις· μήτε από
ουρανό, μήτε από δρόμο, μήτε από ζωή
ξέρουν.
Νομίζουν τώρα πως όλο το έθνος
θα περιπατή με τη γραμματική στο χέρι·
θα ψάχνη πως λέγετε η γενική της οδού!
Αν είνε όμως όλο το έθνος να πηγαίνη με
τη γραμματική στο χέρι δεν υπάρχει
έθνος. Μήτε αγρονομία, μήτε στρατός,
μήτε τίποτες! Γ ρ α μ μ α τ ι σ μ έ ν ο έθνος
δεν εφάνηκε ποτέ! Ο άνθρωπος μιλεί
φυσικά. Τώρα, θα ιδήτε τι θα γίνη. Ο
ουρανός να πέση, αυτός ο όμορφος ουρανός
της Αθήνας, η δημοτική θα ζήση· η δημοτική
θα ζήση· ημπορεί να μη ζήσουμε εμείς·
αυτά λέγαμε με τον Παλαμά σήμερα.
Απ΄αυτούς τους δασκάλικους τύπους ο
λαός παίρνει μερικούς και τους ξεχνά
αμέσως. Δεν είπαμε: ε ρ γ ο σ τ ά σ ι ο ν
π ί λ ω ν; ο λαός, ο αμαξάς το ξέρει αυτό;
όχι· ξεύρει κ α π ε λ ά δ ι κ ο. Είνε
γραμμένο από το δάσκαλο, αλλ΄ο λαός τα
φορτόνει στον πετεινό. Αλλ΄είνε μερικό
άλλα που δεν ξεχνά. Πεινά ο άνθρωπος!
Του βάζετε ένα πιάτο φαγητού ή ο δ ό ς
της ο δ ο ύ· πρέπει να το φάγη· να το
χωνεύση· και παρατηρήσετε, σ΄αυτό
τον τύπο:
ο
β ο υ λ ε υ τ ή ς. Πρέπει να τον μάθη όλος
ο λαός, αφού γίνη 21 ετών, άμα πάρη ψήφο,
όλος ο κόσμος δηλ. Λοιπόν, τι του κάμνετε
του χωρικού; Του μαθαίνετε μιά κατάληξη
που μπορούμε να την πούμε ξένη. Π.χ. Την
κατάληξη α ι, βουλευταί. Δεν την ξέρει·
την έχει ε ς· αι ημέραι, μέρες έγιναν·
πολύ καλά δια των αιώνων. Του βάζετε,
του λαού β ο υ λ ε υ τ α ί και το κάνει
βουλευταίοι. Τε λέι όλος ο λαός, αλλά
και οι γραμματισμένοι ακόμα σαν τους
ξεφεύγη. Το άκουσα στη Θεσσαλία. Αλλά
θα πήτε είνε χωριό. Μα αυτό δε λεέι
τίποτε! Το χωριό είνε λαός κι΄αυτός. Το
διορθόνει και το κάνει πότε βουλευταις,
πότε βουλευταίοι 'η βουλευτάδες. Γιατί
την κατάληξη α ι και την α δ ε ς την έχει
κληρονομήσει από τους αρχαίους·
οι δούλοι, οι λαμπάδες. Γιατί τόρα που
ταξειδεύω ακούω ένα πράμμα, που κάθε
που θα τ΄ακούσω, θα θυμώσω! Να πας σ΄εκείνο
το νησί, σ΄εκείνο το βουνό, σ΄εκείνο το
χωριό, λεέι ένας, γιατί εκεί θ΄ακούσης
α ρ χ α ί α γ λ ώ σ σ α! Εγώ του λέω. Άνοιξε
το στόμα σου και ό,τι πης είναι α ρ χ α ί
ο! Ό,τι κι΄αν πης είνε αρχαίο! Το δ ε ν
αρχαίο είνε· το έχει ο Όμηρος αντί ο υ
κ . Ο Όμηρος λέει για τον άριστον των
Αχαιών “ουδέν έτισεν”, κάπου. Πηγαίνουν
μερικόί στην Τραπεζούντα κι΄ακούνε
εκεί πως λένε ΄κέχω αντί ουκ έχω· Σας
λένε· εκεί είνε αρχαία γλώσσα! Μα τι
αρχαία γλώσσα; Περισσότερο του ο υ δ έ
ν αρχαίον! Τόρα πως χάθηκε σ΄αυτό τον
κόσμο έχει το λόγο του· που δεν τον
ξέρουμε εμείς κάποτε. Όλ΄αυτά έχουν τον
ιστορικό τους λόγο και την σειρά τους.
Και βλέπετε πωε μερικά τα ξεχνά ο λαός.
Σαν πως είπαμε το ε ρ γ ο σ τ ά σ ι ο ν των
π ί λ ω ν. Τ΄άλλα τα διορθόνει, και βλέπετε,
έτσι θα πάη· δεν γίνεται αλλοιώς! δεν
γίνεται αλλοιώς, δεν γίνεται αλλοιώς,
αλλοιώς!!
Γιατί δεν πρέπει να νομίζουμε και να
λέμε πως μόνον στην Ελλάδα ακολουθούμε
αυτά. Αυτά παντού ακολουθούνε, και ξέρει
ο κόσμος πως αλλάζει η γλώσσα. Όλοι το
ξέρουν·
δεν είνε κρυφό·
δεν τόκαμε κάνα μάγος· ούτε θέλει μαγική
καμμιά. Όπως είνε η αστρονομία, έτσι
είναι και η γλωσσολογία. Όπως η αστρονομία
εξετάζει πως τρέχουν και πηγαίνουν
άστρα, έτσι και η γλωσσολογία πως
πηγαίνουν, πως αλλάζουν οι γλώσσες.
Αυτό το λοιπόν που μαθαίνουμε τον λαό
να λέη ε ρ γ ο σ τ ά σ ι ο ν των π ί λ ω ν, η
ο δ ό ς, όχι μόνον δεν αξίζει, αλλ΄είνε
κακό και μεγάλο· γιατί του χαλά τη γλώσσα
του. Βλέπω εδώ κάτι μπόσικα πράμματα...
Και μου έδειξε την υπό ημερομηνίαν 24
Αυγούστου 1893 “Ακρόπολιν” εν ή περιείχετο
μία ανταπόκρισις εκ Παρισίων κάποιου
κ. Φραγκούδη.
- Δέτε την Ακρόπολι αυτή:
“Πρέπει κατά τον κ. Ψυχάρην να λέγωμεν
το δ ω μ ά τ ι αντί το δ ω μ ά τ ι ο ν”. Εγώ
ποτέ δεν είπα το δωμάτι, ούτε το δωμάτιον·
αλλά είπα κ ά μ α ρ α πάντα. Και αυτό είνε
το σωστό, γιατί το λένε· γιατί έχει την
ιστορία του· είνε πολύ αρχαίο. Το αρχαίο
είτανε κ ά μ α ρ α· το επήραν οι Λατίνοι
και τόκαμαν κ ά μ ε ρ α· απ΄εκεί το πήραμε
εμείς· γι΄αυτό είνε και παροξύτονο.
-
Και είνε σωστό κ. Ψυχάρη;
- Σωστότατο!
Ποτέ όμως δεν ρωτάνε. Παρατηρήσατε,
σ΄όλα τα μέρη του κόσμου ότι δε ρωτά ο
λαός και ο γραμματισμένος: “είναι σωστό
αυτό που θα πω; και γιατί είνε σωστό”;
αλλά το λέει επειδής το βρήκε. Μόνον
στην Ελλάδα με τη γραμματική πάντα. Με
τη γραμματική στο χέρι. “Είνε σωστό
αυτό; όχι είνε ξένο! Πως θα το πω”; Ο λαός
αυτά δεν τα προσέχει·
ούτε τα ξέρει· θα το κανονίσει αυτός
γιατί έχει μέσα του τον κανόνα, θα τα
σάξη, δε θα τα χαλάση· όπως λέει οι
βουλευταίοι, θα πη ο παθός αντί παθών.
Εμείς που γράφομεν, που κάμνομεν κάτι
ρωμάντζα, μυθιστορήματα, πρέπει να τα
συλλογιζόμαστε. Εμείς δεν είμεθα
δάσκαλοι·
εμείς περιπατούμε στο δρόμο· για τη ζωή
γράφομε· γι΄αυτό είπα κι΄εγώ και οι
άλλοι ότι από τη φιλολογία θα βγη φως!
Πρέπει ν΄ακολουθούμε το λαό, το λαό και
μόνο... Ε! Σαν παραπολλά είνε... Μα αγκαλά,
σεις γράφετε με τη γραμμή στο “Άστυ”
να σας πω κι΄άλλα· τι θέλετε;
Αισθητικαί θεωρίαι
-
Επί ποίων φιλολογικών βάσεων στηρίζεται
το νέον σας ρωμάντζο το “Δώρον του
Γάμου”; Ημπορείτε να μου ειπήτε συντόμως
την αισθητικήν σας;
- Το ζήτημα θα σας
το πω με δυό λόγια. Πρέπει να προσέχη
στην ψυχή κανείς, και όχι στον τόπο που
κάθεται. Αντίς κανείς να πάη, άξαφνα,
στη Νάξο, να καθήση σ΄ένα μέρος ψηλά σ'
ένα βουνό, να διή τη θάλασσα, τον κάμπο
και να περιγράψη·
κάθεται, κανείς, να πούμε, μέσα
στη ψυχή· κ΄έκεί κοιτάζει θάλασσα,
κάμπο, βουνά, κ΄εκείνα περιγράφει. Ξέρω
κι΄έγώ·
έτσι με φαίνεται καλό· γιατί αυτά τα
ψυχολογικά πρέπει να είνε γενικά
πράμματα· για να μπορέση κι΄ο Γάλλος,
κι΄ο Ρωμηός και ο Άγγλος, όλοι να τα
διαβάσουν. Στο Παρίσι τόρα βαρέθηκαν
τον Ζολά και τον Λωτή· γιατί περιγράφουν
πολλά. Δεν λέω πως δεν τους θαυμάζουν·
τα βαρέθηκε ο κόσμος. Τον Ονέ πειά ούτε
λέγουν τ΄όνομά του· ποιός τον λογαριάζει.
Τους βαρέθηκε ο κόσμος. Δεν τα λέω αυτά
επειδή τάχω κακά με το Ζολά εγώ· όχι!
Κι΄εγώ όπως και οι άλλοι έγραψα για τον
“Δόκτωρα Πασκάλ”· και μ΄έστειλε γράμμα
και με είπε πως μόνο εγώ έγραψα, ό,τι
έπρεπε να πουν για τον “Πασκάλ”. Είπα
στο άρθρο μου ότι ο Ζολά περιγράφει
ολιγώτερο στον “Δόκτωρα Πασκάλ”. Ο
“Δόκτωρ Πασκάλ” είνε συμβολισμός.
Πάει να πη πως σ΄ότι μέρος κι΄αν ζούσε
ο δόκτωρ Πασκάλ τα ίδια θα του τύχαιναν.
Συλλογίστηκα κι΄εγώ σωστό είνε, σωστό
δεν είνε να περιγράψη κανείς τη γεωγραφία
της ψυχής, ας το πούμε έτδι· μόνον που
η γεωγραφία η δική μου είνε ελληνική,
ρωμαίικη. Οι Ρωμηοί ζουν· είνε έθνος
λαμπρό. Αυτούς θέλουν και στο Παρίσι·
αυτούς κ΄εμείς να περιγράψουμε. Αυτό
πρέπει να γίνη· αυτό να προσπαθήσουμε·
εννοώ την ψυχή της Ρωμηοσύνης· αυτός
είνε ο κόπος, η δουλειά.
Το “Κρινάκι της Αμμουδιάς”
-
Τόρα θα γράψετε τίποτε άλλο;
- Ναι! Έχω
στο μυαλό μου πολλά·
έχω ένα· στο μυαλό μου τόγραψα τόνομα·
το έργο δεν έγραψα. Το λέω: το “Κρινάκι
της Αμμουδιάς”. Στην αμμουδιά της
Θεσσαλίας φυτρώνουν μερικά κρινάκια·
και είνε πολύ νόστιμα. Θα το κάμω έτσι
με πόθο, μ΄αρέσει ο τίτλος. Ότι κάμνει
κανείς πρέπει με πόθο, με αγάπη να το
κάνη.
- Πως θα το γράψετε;
-
Θα το γράψω ρωμαίικα και θα το μεταφράσω.
-
Ούτω γράφετε πάντοτε;
- Πάντοτε γράφω
έτσι·
άμα δυσκολεύομαι φραντζέζικα γράφω
ρωμαίικα. Γιατί από το ρωμαίικο στο
φραντζέζικο συμφέρει πολύ· κάτι το
καινούργιο θα φανή· και το ύφος το
γαλλικό κερδίζει. Αλλά με τα ρωμαίικα
αλήθεια κάνει κανείς κάτι. Να μη μεταφράση
πολύ γαλλικό· να το φέρη με τρόπο· να
έχη μυρωδιά ρωμαίικου. Κάπως ξανανοιώνει
το ύφος· γιατί τα ρωμαίικα είνε λαμπρά.
Ο Σενιέρ κάτι κατάφερε μ΄αυτό· από τα
αρχαία εκείνος· εμείς τώρα από τα
σημερινά... Τι άλλο να σας πω...
Ο βίος εν Παρισίοις
-
Ό,τι θέλετε. Πως περνάτε στο Παρίσι;
-
Στο Παρίσι λαμπρά·
είνε πατρίς μου. Και την Ελλάδα αγαπώ·
καλά είνε να ταξειδεύει κάποτε κανείς
σ΄αυτή· και ποιος δεν ταξείδευσε. Η
Γαλλία είνε πατρίς μου, την αγαπώ· είμαι
καθηγητής εκεί Γάλλος, και Γάλλος
υπήκοος. Δε θέλησα όμως να πω “έχε γειά”
στην Ελλάδα· γι΄αυτό βρήκα κι΄εγώ και
γράφω ρωμαίικα. Το πήρα για χρέος μου·
αλλ΄αυτοί εδώ το πήραν πολύ άσχημα.
-
Δημοσιογραφείτε τακτικώς, ή εκτάκτως
στο Παρίσι;
- Και τακτικά και έκτακτα·
έτσι κ'έτσι.
-
Που γράφετε;
- Στο “Ντεμπά” κάποτε·
όπως κάμη το άρθρο· όπου ταιριάξη· για
τον Καρκαβίτσα έγραψα στον “Χρόνο”.
Γράφω στο “Φιγαρώ”· στο “Βολταίρ”.
Αι φιλολογικαί συνεντεύξεις
-
Τώρα, δια τους συγχρόνους Έλληνας
συγγραφείς δεν θα μου πήτε την γνώμην
σας;
- Α! Όχι·
ό,τι είχα να πω το είπα· έστειλα γράμμα
στο “Άστυ”. Σεις δεν είσαστε ο Μποέμ;
-
Μάλιστα !
- Κάματε πολύ κακά να τα
γράψετε τα ιντερβιού έτσι. Ότι σας έλεγαν
το γράφατε·
ύστερα σεις πήγατε και κρυφά σε μερικούς·
κι΄έτσι ό,τι έχει στο κεφάλι του κανείς
και τα λέει σ΄ένα φίλο δεν τα γράφει στο
χαρτί· κάματε κακά. Εγώ μάλιστα σας
έγραψα στο γράμμα μου που μβήκε στο
“Άστυ” και για σας· τ΄όνομά σας· μα
σαν έμαθα πως τα γράφετε σεις, θύμωσα·
κ΄είπα να το σβύσω,να μη το σβήσω; ... Θα
πουν, είπα, πως τόκαμα από πάθος, και
τάφησα. Δε μ΄αρέσαν αυτά τα ιντερβιού
!. Πρέπει νάχη κανείς μέσα του λίγη
δύναμη· να βρίσκη τι γράφουν και οι
άλλοι· νέχη λίγο θαυμασμό· όχι να βρίζη·
να χτυπά· όπως οι σύγχρονοι συγγραφείς·
δεν λέω για ό,τι είπανε για μένα· πως
δεν ξέρω τη γλώσσα. Γιατί βλέπουν μερικοί
τύπους μέσα στα έργα μου· κ΄επειδής δε
τους ξέρουν, λέγουν πως δεν εινε του
λαού!. Πρέπει να χαίρεται κανείς για
ό,τι καλό γράφεται. Εγώ διαβάζω ό,τι με
στέλνουν· διαβάζω κάτι γραμμένο καλό
και λέω: Α! Αυτό καλό! Καλλίτερα που
τόγραψε αυτός και δεν τόγραψα εγώ...
Δια τας κυρίας
-
Και πως την ευρήκατε την Αθήνα;
- Όμορφη·
όμορφη !
-
Τι σας άρεσε περισσότερον;
- Όλα·
όλα· ο ουρανός, οι δρόμοι, τα σπίτια·
φτάνει που είνε κ' Ακρόπολη! Εγώ τρέχω
αυτές τις μέρες πόχει και δροσιά στους
δρόμους· μ΄αρέσει. Εδώ όμως δε διαβάζουν·
διαβάζουν ρωμάντζες;
-
Διαβάζουν σατυρικάς εφημερίδας πολύ.
-
Δεν διαβάζουν ρωμάντζες·
εμείς για τις κυρίες γράφουμε· πρέπει
εκείνες να μας διαβάζουν· δε λέω για το
λαό· δεν το λέω για μένα· το λέω για
όλους. Την Αμαρυλλίδα του Δροσίνη δεν
έπρεπε όλος ο κόσμος να την διαβάζη,
όπως κι΄όλα τα ρωμαίϊικα έργα; Για πποούς
πασχίζει, κοπιάζει κανείς; για τις
γυναίκες· οι κυρίες να διαβάζουν. Είνε
πολλές που διαβάζουν, μα κάτι περισσότερο
έπρεπε ίσως.
Στη
Γαλλία διαβάζουν·
δουλεύουν. Στη Γαλλία παίρνει κανείς
τη δουλειά κατάκαρδα· ό,τι γράψει,
στίχους, ρομάντζα, θα βάλη την ψυχή του
μέσα· θα τόχη δουλειά. Δε θα καθίση να
γράψη κανείς όλα τα μπόσικα μάνι, μάνι.
Εκεί το να γράφη κανείς τόχουν τέχνη
και δουλειά, δουλειά και τέχνη. Όλος ο
κόσμος εκεί και πολύ, πολύ. Και
για να γράψη κανείς ρομάντζα ή να κάνη
γλωσσολογικά, χρειάζεται πρώτα να
προετοιμασθή, να μάθη, να ιδρώση. Άμα
καθίση κανείς και πιάση το κονδύλι,
ξέρετε, πως πρέπει να βάλη όλα τα δυνατά
του·
όχι μισά, μισά·
βλέπετε γι΄αυτό κι΄εγώ σας λέγω·
όχι
μισά, μισά·
γιατί μισή τέχνη δεν υπάρχει, δεν υπάρχει
μισή ψυχή, δεν υπάρχει και μισή γλώσσα:...
Και ετελείωσε με την έκφρασιν ανθρώπου πεποίθησιν έχοντος εις το μέλλον, μη πτοουμένου από κατακρίσεις, αποβλέποντος μετά φιλοσοφικού τινος σκεπτικισμού προς τας επιθέσεις, με ήθος ανθρώπου ο οποίος ηξέυρει “ότι ό,τι έχει να γίνη θα γίνη” ετελείωσε, λέγων:
- Au revoir, φίλε μου.
Μποέμ
Πηγές
Για ένα "διαλεκτικόν ενσταντανέ": οι απαρχές του θεσμού της συνέντευξης με λογοτέχνες στην Ελλάδα και η συμβολή του Μήτσου Χατζόπουλου (1893-1911) - Βαλάντω Λάνδρου - Θεσσαλονίκη 2017
http://ikee.lib.auth.gr/record/295002/files/GRI-2017-20554.pdf
“Φιλολογικοί περίπατοι” του Κωστή Μπαστιά, άρθρο της Μάρης Θεοδοσοπούλου στο “Βήμα” της 24 Νοεμβρίου 2008
https://www.tovima.gr/2008/11/24/books-ideas/arwma-mesopolemoy/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου