Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΣΑΚΚΟΥΛΕ – ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Πρωτοχρονιάτικο χρονογράφημα του Δημήτρη Χατζόπουλου, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» την 1 Ιανουαρίου 1934. 

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΣΑΚΚΟΥΛΕ
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΠΟΕΜ

   Η σκηνή στη γωνία της οδού Σταδίου και πλατείας Συντάγματος, ενώ εφυσούσε παγερό αττικό βοριαδάκι. Αυτή η γωνιά του Συντάγματος είνε ο Κάβο ντ’όρος της πρωτευούσης. Την βραδειά εκείνη παραμονή Πρωτοχρονιάς συνεκρούσθην απροσδόκητα στην γωνίαν με αλησμόνητον φίλον, έναν ανεκτίμητον παλαιόν αθηναίον:
- Αϊ !
- Αϊ !
   Είχαμε ανεβασμένον τον γιακά των επανωφοριών μας, τραβηγμένην έως τ’αυτιά την ρεπούμπλικα. Τα χέρια στης τσέπες και το βήμα γοργόν. Εσταματήσαμεν ακριβώς στην γωνίαν του αλλοτινού πρώτου καφφενείου Ζαχαράτου. Ο άνεμος έκανε τα άκρα του επανωφοριού μας σημαίαν και μας επάγωνε τα λόγια στα χείλη.
- Για που; Καφφέ;
- Καφφέ Πρωτοχρονιάν; Δεν τον πίνουν ούτε ιμάμηδες.
- Δεν έχεις κανένα σχέδιον;
- Απλώς κάποιο χιλιάρικο.
- Τότε συνταυτίζεται το σχέδιό σου με το δικό μου. Έλα να φάμε πρώτα τον πρωτοχρονιάτικον γάλον.
   Βραχνή φωνή ηκούσθη δίπλα μας.
- Κι εγώ, ρε, έχω όρεξι για γάλον!
    Δεν ήταν ανάγκη να στραφώμεν. Η βραχνή εκείνη φωνή μας ήταν γνωστή όπως κι ο Παρθενών. Δεν θα υπήρχε αθηναίος που να μη την αναγνώριζε, έστω κι’ αν την άκουγε στο βαθύτερο σκοτάδι. Ο Σακκουλές δεν είχε εγκαταλείψει την προσφιλή του γωνίαν κι’ εκείνην την παγεράν χειμερινήν βραδειάν. Όσοι εμπήκαν αμέσως στο νόημα, δεν θα δυσκολευθούν στην ανάμνησιν του σχεδόν μοναδικού αυτού αθηναϊκού τύπου της πλατείας Συντάγματος. Πολλοί τύποι εδοξάσθησαν στας Αθήνας και πολλοί απετέλεσαν χαρακτηριστικόν γνώρισμα εποχών. Από τους «μάγκας του Ρολογιού» της Παληάς Αγοράς μέχρι του νεωτέρου πολιτικού και ποιητού Αρμάνδου Δελαπατρίδου, αλλ’ η φυσιογνωμία του αειμνήστου Σακκουλέ αποτελεί μίαν ανωτερώτητα στο είδος της. Πως ενεφανίσθη στην γωνίαν του προηγουμένου εκεί καφφενείου Ζαχαράτου σχεδόν δεν ήξερε κανείς, αλλά κανείς δεν τον αγνοούσε στας Αθήνας. Η φήμη του είχε φθάσει πολύ έξω από τα στενά όρια της μικρούλας Ελλάδος των προπολεμικών χρόνων. Περιηγηταί τον εφωτογραφούσαν, όπως και τον φουστανελλά Μερακλήν του Ζαππείου, ξένοι γράφοντες τον ενθυμούντο στας δημοσιευομένας εντυπώσεις των ταξειδίων στας Αθήνας. Νομίζω, ότι ετιμήθη η προσωπικότης του Σακκουλέ και με τον απαθανατισμόν της στας σελίδας της παρισινής «Ιλλουστρασιόν». Τέλος δεν εννοείτο τότε η πλατεία του Συντάγματος χωρίς την παρουσίαν του Σακκουλέ. Το στρατηγείον του ήταν η περίφημη και επικίνδυνη γωνία. Χαμηλού μάλλον αναστήματος, εύρωστος, μελαψός, αναμαλλιάρης, αιωνίως ξυπόλυτος, ακόμη κι’ όταν του εχάριζαν παπούτσια – τα επωλούσε στο Αναβρυτήριον, το δημοπρατήριον τότε – με ξεκούμπωτον το λερόν υποκάμισον, ώστε εφαίνετο κατάμαυρον το λάσιον στήθος του, στήθος τσέλιγκα των οροπεδίων της Πίνδου, εσταματούσε τον κόσμον. Κουρελής, λιγδιάς, θρασύς, απαιτητικός επρόσταζε τους διαβάτας με γοητευτικήν προπέτειαν:
- Ρε, φέρε μια δεκάρα !
   Η προσταγή του απηθύνετο ανεξαιρέτως προς όλους, διοτι εφρονούσε ο αείμνηστος ανήρ, ότι είχε αδιαμφισβήτητα δικαιώματα δεκαλέπτου φορολογίας παντός διερχομένου ενώπιόν του, είτε μικροαστός ήταν αυτός, είτε αξιωματούχος, πολιτικός, διανοούμενος, έμπορος, επαγγελματίας. Η προσταγή του απηυθύνθη πολλάκις και προς υπουργούς, πρωθυπουργούς, πρίγκηπας. Έφθασε κάποτε μέχρι των αυτιών του βασιλέως Γεωργίου Α’, καθώς κατέβαινε πεζός από τ’ Ανάκτορα για να σουλατσάρη υψηλός, λεπτός, μ’ένα μπαστουνάκι πάχους περίπου σπίρτου, στην οδόν Ερμού, περιεργαζόμενος της βιτρίνες των εμπορικών της σαν κοινός αστός. Ο Γεώργιος Α’ εχαμογέλασε και επλήρωσε τον φόρον του ως έλλην πολίτης κι’ αυτός προς τον Σακκουλέ μ’ ένα χρυσόν εικοσάδραχμον. Ο Σακκουλές αντί ευχαριστήσεως είπε μεγαλειωδέστερος αυτός, προς την φορολογηθείσαν Μεγαλειότητα ξηρά και συγκατανευτικά:
- Άτε, ρε, πήγαινε!
   Είχε  όμως και τας ισχνάς αγελάδας της η φορολογία του, σαν κάθε δυσάρεστη φορολογία σ’αυτόν τον κόσμον. Εις κάποιαν ημέραν μειώσεως των προσόδων της ωφείλετο και η επιγραμματική ρήσις του Σακκουλέ δια τους ομοεθνείς του. Είπε με μελαγχολίαν:
- Ρε, τι διόμισυ εκατομμύρια έλληνες είσθε σεις, που δεν μπορείτε να θρέψετε ένα τεμπέλην σαν και μένα!

   Η πέννα του Ιωάννου Κονδυλάκη, και του Ζαχαρία Παπαντωνίου, των δυο αθηναίων χρονογράφων περιωπής στην νεωτέραν αυτήν κομψήν ελαφρολογίαν, απησχολήθη με τον Σακκουλέ πολλάκις. Σ’ ένα ιστορικόν λεύκωμα των αθηναϊκών λαϊκών τύπων, που θα εξεδίδετο ποτέ, θα είχαν την πρώτην θέσιν παρόμοια εφήμερα αριστουργήματα, χαμένα στους κιτρινισμένους, σκονισμένους ογκώδεις τόμους εφημερίδων. Και όπως δεν άφηνε ποτέ την αγαπημένην του γωνίαν ο μεγαλειώδης τύπος μας, δεν την είχε  αφήσει και την παγωμένην εκείνην πρωτοχρονιάτικην νύκτα. Δεν την αφήκε παρά όταν αφήκε και τον πρόσκαιρον κόσμον. Υπήρξε ήρως του φορολογικού καθήκοντός του. Μίαν ημέραν άρπαξε εκεί μαζί με της τελευταίες δεκάρες των φορολογουμένων πολιτών και την πνευμονίαν. Πολλοί έχυσαν παροδικόν δάκρυ στην θλιβερήν είδησιν της ανεπανορθώτου απωλείας. Ο τύπος απησχολήθη εκτενώς με τον θάνατον του δημοφιλούς ανδρός και μάλιστα ερρίφθη η ιδέα της αναστηλώσεως χαλκής προτομής του στο Σύνταγμα! Φευ!  Δεν επετεύχθη καν αναμνηστική του πλαξ στην προσφιλή του γωνίαν της πολυετούς δράσεώς του…

  --- ---
   Η σκιά του Σακκουλέ επανέλαβε σε επιτακτικώτερον τόνον:
- Είπα, ρε, ότι έχω κι΄εγώ όρεξι για γάλον…
   Ο αλησμόνητος φίλος είχε πάντα εκδηλώσεις εκκεντρικάς. Απήντησε με την χρυσήν ενδοτικότητά του προς κάθε επιθυμίαν του πλησίον:
- Κύριε Σακκουλέ, η τιμή που μου κάνετε είνε μεγάλη. Ορίστε, παρακαλώ, να γευματίσωμεν μαζί απόψε…
   Και επέρασε τον βραχίονά του ελαφρά σαν μαρκησία των μελοδραμάτων στον βραχίονα του τρέμοντος από το ψύχος μεγάλου ανδρός, προσθέσας:
- Φίλε μου, δόσε και συ το χέρι σου στον κύριον Σακκουλέ.
   Τον επιάσαμεν και σε λίγο έκπληκτοι, σαστισμένοι οι πελάται ενός των καλλιτέρων ξενοδοχείων των Αθηνών είδαν να εισέρχεται η τριάς εκείνη α λα μπρατσέτο. Τα γκαρσόνια ωπισθοχώρησαν στην αρχήν, έπειτα, τας ιδιορρυθμίας του φίλου μου, συνιδιοκτήτου του διακεκριμένου ξενοδοχείου, έσπευσαν πρόθυμα:
- Μη κοπιάζετε, κύριοι, παρετήρησε ο φίλος. Είνε περιττόν, ο κύριος Σακκουλές δεν έχει πολλάς σχέσεις  με την γκαρνταρόμπα… Μονάχα να σερβιρισθή ένα τραπεζάκι, παρακαλώ, για τους τρεις μας στο σαλονάκι δίπλα…
   Γλυκειά θαλπωρή στο οίκημα. Κατάφωτη η μεγάλη αίθουσα του εστιατορίου, τα παράπλευρα σαλόνια.  Πεντήκοντα και πλέον κυρίαι, κύριοι εγευμάτιζαν ευχάριστα, άνετα. Τα φρακοφορούντα γκαρσόνια επηγαινοήρχοντο με αθόρυβον βήμα.
- Παρακαλώ, κύριε Σακκουλλέ, περάστε…
   Ο μέγας φορομπήχτης εφάνη στη στιγμή άξιος της τιμής, που του έγινε. Η αυτοκυριαρχία του ήταν υπέροχη, η προσαρμογή του προς το απροσδόκητον γι΄αυτόν περιβάλλον άμεσος κι’ άμεμπτος. Εβημάτισε με νωχελή αξιοπρέπειαν επάνω στα πολύτιμα χαλιά προς το σαλονάκι, γυμνόπους και κουρελής κι΄εκάθησε με αξιοπρέπειαν στο απαστράπτον τραπεζάκι με τα κρυστάλλινα ποτήρια, τ’ ασημένια μαχαιροπήρουνα. Προς χάριν του έσκυβαν οι λευκοί νάρκισσοι με μετριοφροσύνην στα χείλη του βάζου του τραπεζιού κι΄εσκορπούσαν το μεθυστικότερον άρωμά των. Το γεύμα εσερβιρίσθη τέλειον. Έως ότου να έρθη η σειρά του εορτινού γάλου προηγήθησαν πεντέξ’ εδέσματα μαγειρικής πρώτης. Ο ξένος μας δεν είπε ανακρίβειαν, ότι έιχε όρεξιν για τον γάλον. Ετίμησε τετράκις την προαναφερθείσαν πιατέλλα. Έτρωγε κι’ έπινε με λεπτότητα εκπληκτικήν. Εχρησιμοποιούσε τα μαχαιροπήρουνα τελειότερα κι από τας κυρίας γραμματέων πρεσβειών εις την παράπλευρον αίθουσαν.
- Άντε, ρε, να πιούμε ένα ακόμη, ήταν η συχνοτέρα φράσις του.
   Εφάνη και τέλειος «ντεγκουσταταίρ». Είχε επιτυχείς εκφράσεις για τα γαλλικά κρασιά, την γαλλικήν λεπτήν μπύραν. Θαυμαστότερος υπήρξε στη σαμπάνια.
- Καλή μάρκα, ρε. Πίνεται!
   Η εμφάνισις του Σακκουλέ στο εκλεκτόν αθηναϊκόν κέντρον δεν επροκάλεσε κανέν σκάνδαλον, αλλά εφάνη το φυσικώτερον των πραγμάτων. Όλαι και όλοι εγνώριζαν τας εκκεντρικότητας του συνιδιοκτήτου του ξενοδοχείου. Τους ψυθιρισμούς στην αρχήν διεδέχθησαν γέλοια, επιφωνήσεις, γενική χαρά. Κυρίαι,  δεσποινίδες, κύριοι επηγαινοέρχοντο μετά το γεύμα από το εστιατόριον στας αιθούσας, δεν εχόρταιναν την φαιδράν έκπληξιν. Προσπερνούσαν κι’ εχαιρετούσαν με φιλικήν υπόκλισιν και ο Σακκουλες μόλις κατεδέχετο να κυττάξη τον ομαδικόν θαυμασμόν προς την εξοχότητά του. Μίαν στιγμήν καν δεν έδειξε σύγχισιν, όχλησιν. Εκινούσε συγκαταβατικώς το χαλκόχρουν κεφάλι του και εσείετο η φοβερά χαίτη του αστραφτερή με το εβενώδες χρώμα της, αντανακλωμένη στους καθρέφτας γύρω. Όλα τα βρήκε εν τάξει, μονάχα στην ώραν του καφφέ εμόρφασε:
- Άτε, ρε, που είνε καφφές αυτός; Καφφέ μοναχά στου Ζαχαράτου πίνει κανείς. Μεγαλείο !...
   Εζητήσαμεν την επιηκή συγνώμην του και προς αποζημίωσιν της δυσαρεσκείας του επεράσαμεν στο χωλλ, όπου εσερβιρίσθη τεράστιος δίσκος με το ουίσκυ. Ο Σακκουλές εφάνη γνώστης και της υποθέσεως αυτής.
- Δύο δάχτυλα, ρε, σκέτο, είπε στο γκάρσόνι, χωρίς πάγο.
   Τώρα προσήλθον στο χωλλ θαυμασταί, θαυμάστριαι του. Ντιβανάκια, πολυθρόνες, καθίσματα εφορτώθησαν από ανθρώπινα σώματα. Φασαμαίν κυριών διηυθύνθησαν με αστρονομικήν δίψαν, προς την εξοχότητά του, η οποία απαθής, αξιοπρεπής, με το ένα γυμνό πόδι επάνω στο άλλο εκάπνιζε, έπινε σιγά-σιγά. Κάποιαν στιγμήν παρετήρησε επιπληκτικώς προς νεαρήν έξωμον κυρίαν,  η  οποία έσκυβε  σχεδόν επάνω του για να τον θαυμάση περισσότερον:
- Ρε συ, εδώ μέσα μου κάνεις τα γλυκά μάτια, αλλά όταν περνάς απ’ του Ζαχαράτου ξεχνάς τη δεκάρα σου σαχλαμάρα !
   Χειροκροτήματα, αναφωνήσεις:
- Ρε σεις θ’αφήστε της αναγούλες της βουλ΄ής, εφώναξε ή θα του δίνω !
   Ζωηρή ανησυχία, νοήματα, συνεννοήσεις. Να εχάνετο το πρωτοχρονιάτικο γλέντι; Επεκράτησε πλήρης επιφυλακτικότης προς τον φιλοξενούμενον, ο οποίος είπε άξαφνα:
- Ατε ρε, να σας κάνω μπάγκο! Τι πρωτοχρονιάτικη κηδεία είνε εδώ μέσα!
   Η επιθυμία του επεδοκιμάσθη. Τραπέζι  εστρώθη με πράσινην τσόχαν. Ο Σακκουλές εκάθησε στη μέσην επιβλητικός:
- Καινούργιες τράπουλες, ρε!
   Ο γυμνοπόδαρος αλήτης έδειξε και χαρτοπαικτικήν επιτηδειότητα άψογον. Άνοιξε την μπάγκα με δυο φούκτες δεκάδες, της μεγάλες χάλκινες δεκάδες του βασιλέως Γεωργίου, στης οποίες ενεφανίσθησαν και πολλές τριμμένες του Όθωνος. Αλλά δεν είχε τύχην. Το κεφάλαιόν του εσαρώθη. Το ανεννέωσε, αλλά χωρίς επανόρθωσιν.
- Δεν πειράζει, κύριε Σακκουλέ, τον παρηγορούσαν εύμορφες κυρίες. Θα κερδίζης κάπου αλλού.
- Να μην ακούω, ρε, σαχλαμάρες. Σεις θα μου πάρετε απόψε όλες της δεκάρες, που σας είχα πάρει όλο το χρόνο!
   Όταν απέχασε και το τελευταίον πολυπόθητον νόμισμά του, απεσύρθη σε μία γωνιά, εβυθίσθη σε τεραστίαν πολυθρόνα, έβαλε πάλιν το ένα γυμνόν πόδι του πάνω στο άλλο, το εκουνούσε κι’ είπε στο γκαρσόνι:
- Ψιτ, ρε συ, μιά λεμονάδα παγωμένη κι’ ένα πακέτο καπνό!

   Ό,τι ενθυμούμαι ακόμη από την φαιδρήν εκείνην πρωτοχρονιάτικην νύχτα είνε το τέρμα της. Κατά την χαραυγήν εστάθη ο Σακκουλές στο μέσον του χωλλ και είπε επιτακτικώς προς τους και τας απερχομένας με υπόκλισιν προ της εξοχότητός του:
-Άντε, ρε, κατρακυλίστε μου απόψε για το καλό του νέου χρόνου φράγκα κι όχι δεκάρες!
   Εισέπραξε ποσόν αρκετόν για να αγόραζε όψι απλά παπούτσια, αλλά πανύψηλες μπόττες κοζάκου. Και όμως ενεφανίσθη το πρωτοχρονιάτικο πρωί πάλιν ξυπόλυτος στην προσφιλή γωνίαν του με την προσταγήν προς τους φορολογουμένους υπηκόους του:
- Αντε ρε σεις, αν δεν μου δώστε διπλή δεκάρα σήμερα, κακό χρόνο νάχετε!
ΜΠΟΕΜ

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΝΑΤΑ – ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ ΜΠΟΕΜ

 Χρονογράφημα του Δημ. Χατζόπουλου, που προς το τέλος της καριέρας του άρχισε να υπογράφει ξανά με το ξευδώνυμο “Μποέμ”, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Ακρόπολις” την ημέρα των Χριστουγέννων του 1933. Μιλάει πιο πολύ για το γνωστό τραγούδι και δευτερευόντως για το άτομο και την ιστορία του μπάρμπα Γιάννη κανατά, πιθανώς γιατί οι πηγές και το διαθέσιμο τότε υλικό να ήταν λιγοστά. Προσωπική μαρτυρία δεν μπορούσε να έχει, γιατί όταν ο μπάρμπα Γιάννης ο κανατάς εξαφανίστηκε ξαφνικά από τις γειτονιές της Αθήνας γύρω στο 1880, ο Δημ. Χατζόπουλος δεν ήταν ούτε 10 χρονών. Αργότερα βρέθηκαν αρκετές μαρτυρίες και δημιουργήθηκαν πολλές εκδοχές γιά την πραγματική ταυτότητα του “φαιδρού πλανοδίου πωλητή κανατών”, το 1957 γυρίστηκε ακόμη και κινηματογραφική ταινία με τον Αυλωνίτη, το θέμα απασχόλησε λόγιους και χρονογράφους επί δεκαετίες. Στο διαδίκτυο υπάρχει πληθώρα ιστοσελίδων που ασχολούνται με την υπόθεση (*).

Γ.Χ.

Ακρόπολις”, Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 1933
ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ ΜΠΟΕΜ
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΝΑΤΑ

Οι παληοί αθηναίοι τον θυμούνται ακόμα ακριβώς τον ίδιον κι΄απαράλλακτον, όπως τον ανέσυρε από την λήθην του Χρόνου η ξανατραγουδισμένη φαιδρή, πεταχτή, δροσερή μελωδία του από το ένα άκρο στο άλλο της Ελλάδος:
Μπάρμπα Γιάννη με της στάμνες και τα κανάτια σου...


Ώστε καμμία αμφιβολία, ότι υπήρξε ιστορικόν πρόσωπον ο μπάρμπα Γιάννης ο κανατάς όπως ο μέγας Αλέξανδρος, ο μέγας Ναπολέων. Η επάνοδος του τραγουδιού του ύστερα από δεκάδες χρόνια μαρτυρεί κι΄αυτή περί της ιστορικότητος του. Πόσα και πόσα λαϊκά τραγουδάκια, που ψάλλονται παθητικά από τα χείλη χιλιάδων ανθρώπων με την επίδρασιν της μιμήσεως, χάνονται ύστερα από λίγες βδομάδες για πάντα. Λίγα ζουν πέραν ωρισμένης εποχής, αποτελούντα το απόθεμα γνωστότερων μελωδιών για κάθε διασκέδασιν, ομαδικόν γλέντι. Λιγώτερα από τα λησμονημένα επανέρχονται δυναμικά, όπως στον καιρόν των, και κατακτούν την νέαν εποχήν. Παράδειγμα και τα βιεννέζικα τραγούδια του Σούμπερτ. Αυτά είνε τ'αληθέστερα, τα περιγραφικώτερα ψυχικώς, τα ζωγραφικώτερα παραστατικώς. Ο μπάρμπα Γιάννης είνε ένα απ'αυτά. Τον τραγουδάμε εξάμηνον τώρα κι' η μελωδία του δεν μας κουράζει. Αναδροσίζεται η κάθε στροφή της με την επανάληψιν της. Κοντολογής με την έκφρασιν της λακωνικής μουσικότητός του μας ξαναεμφανίζεται ο νεκραναστηθείς αθηναϊκός λαϊκός τύπος. Και τα Χριστούγεννα, όπου θ' ανοιχθούν λαγαροί και βραχνοί λάρυγγες από το εφετεινόν κοκκινέλι, θα υμνηθή ηχηρότερα ο αναζήσας τύπος μας. Με την ίδιαν ακριβώς έντονην εξύμνησίν του, όπως στα παληά εκείνα Χριστούγεννα, όπου πρωταπήχησε στην μικράν τότε παληάν Αθήνα το τραγουδάκι του. Μιά χαριτωμένη χριστουγεννιάτικη ιστοριούλα είνε αυτή η λαϊκή μελωδία. Απάνω – κάτω ιδού πως συνέβησαν τα κατά μπάρμπα Γιάννην τον κανατάν στα περασμένα αθηναϊκά χρόνια.

Οι φαιδροί τύποι των πλανοδίων πωλητών στους αθηναϊκούς δρόμους δεν λείπουν και στην εποχήν μας, όπου η χαρά της ζωής έχει λιγοστέψει όσον και το καθαρόν και κελαδιστόν νεράκι του καϋμένου Χαράδρου στην ανατολικήν ροήν του προς τον Μαραθώνα, απ' όπου τον ηχμαλώτισε η Ούλεν με το πανύψηλον φράγμα της στη Σούριζα. Περισσότερες από άλλοτε και βροντερώτερες κραυγές δονούν τον αέρα των αθηναϊκών δρόμων σήμερον, αλλά σπανίως ν'απηχούν με εύθυμους τόνους. Αι περισσότερες είνε κουρασμένες και μελαγχολικές, ραγισμένες σαν το βάζο του μακαρίτου Σουλύ Προυντόν (**). Η μουσικότης των τωρινών κραυγών των αθηναϊκών δρόμων μιλεί κι' αυτή για το λαϊκόν ψυχικόν πένθος. Δεν έχουν την χαράν του αυθορμήτου, αφού την στερείται κι' η εποχή, στην οποίαν ανήκουν. Κάπου μιά εξαίρεσις, κάποιος ενδιάθετος, χαρωπός τόνος: “Δεν ακούτε, μικρούλες και νοστιμούλες, δεν ακούτε! Πωπω, Παναγιά μου! Ο καρβουνιάρης! Ο μικρός περνάει, ο μικρός. Δεν ακούτε!” Αλλά που η θωπευτική, βελουδένια, προκλητική φωνή, που έβγαινε από τα χείλη του μπάρμπα Γιάννη του κανατά:
- Στάμνες, κανατάκια, κυράδεεεες!

Με την ανατολήν του ηλίου ηκούετο το δροσερόν λάλημα του από τα Πιθαράδικα, όπου είχε την κατοικίαν του, έως την Ομόνοιαν και πέρα της, έως τα δρομάκια του Ψυρή και τα σκαλάκια της Πλάκας. Πιθαράδικα δεν υπάρχουν σήμερα, πολύ λιγώτερον το σπιτάκι του μπάρμπα Γιάννη. Σε μιά αυλούλα με πολλές κάμαρες γύρω της είχε την κατοικίαν του αυτός και το διάσημον γαϊδούρι του. Πως έγινε κανατάς δεν θυμάται κανείς και παραμένει θρύλος η προέλευσίς του. Εχάθη και το επώνυμόν του, το οποίον ζήτημα αν ήξερε κανείς, καμμιά πάροικός του. Τέτοιοι λαϊκοί τύποι γίνονται γνωστοί με το βαπτιστικόν των όνομα και με το επάγγελμά των, ως απαραίτητον συμπλήρωμα. Κατά πάσαν πιθανότητα η Σίφνος θα διεκδική την τιμήν της προελεύσεως του μπάρμπα Γιάννη κανατά περισσότερον από την Αίγιναν. Υπάρχει επ'αυτού ευρύ έδαφος ερεύνης για τους ιστορικούς των Αθηνών και των τύπων των. Οπωσδήποτε γεγονός είνε, ότι ήταν ο μπάρμπα Γιάννης ειδικευμένος στα εμπορεύματά του, τα οποία είχαν τας αρετάς και τα πλεονεκτήματα νησιωτικής αγγειοπλαστικής. Αλλά πως εφόρεσε το ψηλό καπέλλο; Βέβαια δεν επήγε εις τελετήν, εις επίσημον δεξίωσιν. Ούτε του συνέβη αυτή η μεταμφίεσις την Αποκρηά, καθώς αναφέρεται σχετικώς. Απλούστατα παρουσιάσθη ο μπάρμπα Γιάννης με το παραστατικόν του ένδυμα, το οποίον μας διέσωσε η δημοφιλής μελωδία του, μίαν λαμπράν ηλιόλουστον ημέραν των Χριστουγέννων. Η πρώτη εμφάνισίς του έγινε στον αυλόγυρόν του στα Πιθαράδικα. Μία από τις κυράδες, που επεκαλείτο καθημερινά η δροσερή κραυγή του στους αθηναϊκούς δρόμους, του εχάρισε το εορταστικόν του ένδυμα. Εκείνα τα χρόνια επερίσσευαν στης ντουλάπες των σπιτιών αποφώρια. Μάλιστα κάποτε απησχόλησε και την βουλήν το αποφώρι ειρωνικώς μεταξύ δύο αττικαρχών βουλευτών. Τριμμένη ρεδεγκότα, φαρδύ πανταλόνι, του οποίου η ύφαλος δεν είχε πολύ βραχώδη στερεότητα, ελαστιχά στιβάλια, τα οποία ήσαν τότε της μόδας για τα σκληρά πόδια των ανδρών και τα αβρά των γυναικών, κι' ένα μιραμπώ παρελήφθησαν σε δεματάκι από τον μεσήλικα πλανόδιον κανατάν και μετεφέρθησαν μυστηριωδώς στην καμαρούλα του. Την πρώτην έκπληξιν της μεταμορφώσεως του μπάρμπα Γιάννη εδοκίμασαν οι περίοικοι της αυλούλας του. Μετά τα Χριστούγεννα όλη η πόλις. Και προ του να ξεκινήση την καθημερινήν ο μπάρμπα Γιάννης για την μακράν περιοδείαν του στους αθηναϊκούς δρόμους, τον υπεδέχθη ορμητικός ο χαρωπός χαιρετισμός της λαϊκής μελωδίας προς την κομψήν μεταμφίεσίν του:
Κι' αν φορής ψηλό καπέλλο
και παπούτσια ελαστιχά...
Ποίος ο ποιητής, ποία η ποιήτρια του χαριτωμένου τραγουδιού; Ασφαλώς πρέπει να αναζητηθή στον κύκλον των καλών γειτόνων της αυλούλας του μπάρμπα Γιάννη. Αυτοί είδαν πρώτοι το θαύμα της μεταμφιέσεώς του, αυτοί εχάρησαν πρώτοι από την χυτήν ρεδεγκότα, που αντικατέστησε την γηρασμένην πατατούκα του, αυτοί αφαιδρύνθησαν πρωταρχικώς από το χαριτωμένον μιραμπώ του, το οποίον εξετόπισε το μαύρον μανδήλι των ψαρών μαλλιών του. Μεγάλαι πιθανότητες υπάρχουν, ότι ετόνισε κάποια τσακπινούλα γειτόνισσα του αυθορμήτως τον ύμνον του στον απογευματινόν χορόν, το ηλιόλουστον γλέντι της μάνδρας των Πιθαράδικων, ενθουσιασμένη από την εορταστικήν εμφάνισιν του μπάρμπα Γιάννη, καταλιγωμένη από τα γέλοια στην απροσδόκητον εκείνην παραστατικότητά του. Οι άλλοι, αι άλλαι υπεδέχιησαν τους περιγραφικούς εκφραστικούς στίχους με γενικήν επιδοκιμασίαν. Η μελωδία υπήρξε ροκέττα. Το ελαφρόν αεράκι της πανηγυρικής ημέρας έφερε γοργά το νέον τραγουδάκι υπέρ την μάνδραν των Πιθαράδικων προς τας άλλας συνοικίας της πόλεως, βραδύτερα προς τα κέντρα της, τα γραφεία, τα καταστήματα, τέλος και στα κομψά σαλόνια. Καληώρα μας όπως και σήμερα με το ξαναζωντάνευμά του. Στο φιλανθρωπικόν συναίσθημα μιάς αθηναίας κυράς, στην εγκαρδιακήν συμπάθειάν της, ωφείλετο η επί μήνας ευθυμία ολοκλήρου πόλεως. Στην ίδια οφείλομεν και μεις σήμερα την ευχαρίστησιν για την καλήν, δροσερήν, ελαφράν μελωδίαν. Οι ιστορικώτεροι ερευνηταί της αναφέρουν, ότι μας επανήκθε κάπως παρηλλαγμένος ο τόνος αυτής της μελωδίας. Επήραν αι στροφαί της λικνιστικωτέραν διαμόρφωσιν, θεατρικώτερον μάλιστα χαρακτήρα. Ενώ η αρχική αθηναϊκή μελωδία ήταν στρωτή, γοργοτέρα, είδος δοξαστικού εμβατηρίου, ο θριαμβευτικός ρυθμός του οποίου προσηρμόζετο προς την γοργήν κίνησιν των ελαφρών ποδιών του προσφιλούς συντρόφου, συνεργάτου και συμβιοπαλαιστού του αλησμονήτου μπάρμπα Γιάννη, του ακούραστου γαϊδουριού του. Έστω, διότι όλαι αι ανιστορήσεις, επαναφοραί, αποκαταστάσεις, παλινορθώσεις, φέρουν πάντα και τον τόνον της εποχής, την προσαρμογήν προς τας απόψεις και τας διαθέσεις των νεωτέρων. Το γεγονός όμως είνε, ότι παρ' όλα τα πολλά χρόνια, που επέρασαν, απέμεινε ακατάλυτον το συμπαθές τραγουδάκι προς ένα αγαθόν αθηναϊκόν λαϊκόν τύπον και χρησιμεύει τώρα ως πάνδημον μνημόσυνον αυτού και της εποχής του στα χείλη όλων μας. Πότε και πως ανεπαύθη ο καϋμένος βιοπαλαιστής δεν γνωρίζομεν. Εξηφανίσθησαν τα ίχνη του για πάντα. Αλλά ας παρηγορηθώμεν, ότι η τύχη του συνταυτίζεται με την τόσων άλλων ενδοξοτέρων του. Όταν σκεφθώμεν, ότι δεν γνωρίζομεν που ακριβώς ετάφη η δροσερωτέρα και αυθορμητοτέρα μουσική μεγαλοφυΐα των αιώνων, ο μέγας βασανισμένος, πονεμένος Μότσαρτ, ο νεκρός του οποίου ερρίφθη στον τάφον των πτωχών της Βιέννης, δεν πρέπει ίσως να παραξενευθώμεν, ότι αγνοούμεν και τον τάφον του μπάρμπα Γιάννη του κανατά. Επέζησε και αυτού ο τερπνός ύπνος του. Μία δόξα διόλου ευκαταφρόνητη στον μάταιον αυτόν κόσμον. Μπορεί να προσθέση κανείς, ότι εξετοπίσθη το τραγούδι του κι' η μνήμη του εκείνα τα χρόνια από μίαν από τις ώμορφες κυράδες, που τον απασχολούσαν ολημερίς ως πελάτιδές του. Το τραγουδάκι του μπάρμπα Γιάννη του κανατά διεδέχθη άλλο, ορμητικόν κι' εκείνο, ο ύμνος προς την μεταμόρφωσιν μιάς αφελούς νησιωτοπούλας εις κομψήν καμαριέραν της Αθήνας:
Χθες μας ήρθες απ' της Άνδρου τα νησιά
και μας φόρεσες τουρνούρι και παπούτσια κουμπωτά.
Έλα, έλα κι' άστα αυτά
και θυμήσου τα φιλάκια,
που μου έδινες κρυφά...
Μη τυχόν θα επαναληφθή και σήμερα ο ίδιος εκτοπισμός; Γιατί όχι; Αι μεταμορφώσεις των κοριτσιών των νήσων σε νεωτεριστικές καμαριέρες συνεχίζονται, αλλά και αι ατυχίαι των ανθρώπων μετά θάνατον. Προς το παρόν όμως η υστεροφημία του καλού μπάρμπα Γιάννη κανατά μεσουρανεί εις την πόλιν της πολυετούς δράσεώς του, αλλά και εις όλην την Ελλάδα, επομένως δεν θα έχη λόγον η κομψή σκιά του να παραπονεθή δια την τόσον συνήθη ανθρώπινην αχαριστίαν.

ΜΠΟΕΜ

__________________

(*) Μπορείτε να διαβάσετε ένα αρκετά κατατοπιστικό άρθρο που μιλάει για την ιστορία του μπάρμα Γιάννη κανατά στην παρακάτω ιστοσελίδα:
https://economico.gr/o-barba-giannis-o-kanatas-to-tragoudi-thrylos-pou-esyre-ton-epitropaki-sta-dikastiria-kai-i-mystiriodis-aigiotissa/

(**) Προφανώς εννοεί τον Γάλλο ποιητή Sully Prudhomme (1839 – 1907) έναν από τους πρώτους που τιμήθηκαν με το βραβείο Νόμπελ.