Πρωτοχρονιάτικο χρονογράφημα του Δημήτρη Χατζόπουλου, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» την 1 Ιανουαρίου 1934.
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΣΑΚΚΟΥΛΕ
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΠΟΕΜ
Η σκηνή στη
γωνία της οδού Σταδίου και πλατείας Συντάγματος, ενώ εφυσούσε παγερό αττικό
βοριαδάκι. Αυτή η γωνιά του Συντάγματος είνε ο Κάβο ντ’όρος της πρωτευούσης.
Την βραδειά εκείνη παραμονή Πρωτοχρονιάς συνεκρούσθην απροσδόκητα στην γωνίαν
με αλησμόνητον φίλον, έναν ανεκτίμητον παλαιόν αθηναίον:
- Αϊ !
- Αϊ !
Είχαμε ανεβασμένον τον γιακά των επανωφοριών
μας, τραβηγμένην έως τ’αυτιά την ρεπούμπλικα. Τα χέρια στης τσέπες και το βήμα
γοργόν. Εσταματήσαμεν ακριβώς στην γωνίαν του αλλοτινού πρώτου καφφενείου
Ζαχαράτου. Ο άνεμος έκανε τα άκρα του επανωφοριού μας σημαίαν και μας επάγωνε
τα λόγια στα χείλη.
- Για που; Καφφέ;
- Καφφέ Πρωτοχρονιάν; Δεν τον πίνουν ούτε ιμάμηδες.
- Δεν έχεις κανένα σχέδιον;
- Απλώς κάποιο χιλιάρικο.
- Τότε συνταυτίζεται το σχέδιό σου με το δικό μου. Έλα να φάμε πρώτα τον
πρωτοχρονιάτικον γάλον.
Βραχνή φωνή ηκούσθη δίπλα μας.
- Κι εγώ, ρε, έχω όρεξι για γάλον!
Δεν ήταν ανάγκη να στραφώμεν. Η βραχνή εκείνη φωνή μας ήταν γνωστή όπως
κι ο Παρθενών. Δεν θα υπήρχε αθηναίος που να μη την αναγνώριζε, έστω κι’ αν την
άκουγε στο βαθύτερο σκοτάδι. Ο Σακκουλές δεν είχε εγκαταλείψει την προσφιλή του
γωνίαν κι’ εκείνην την παγεράν χειμερινήν βραδειάν. Όσοι εμπήκαν αμέσως στο
νόημα, δεν θα δυσκολευθούν στην ανάμνησιν του σχεδόν μοναδικού αυτού αθηναϊκού
τύπου της πλατείας Συντάγματος. Πολλοί τύποι εδοξάσθησαν στας Αθήνας και πολλοί
απετέλεσαν χαρακτηριστικόν γνώρισμα εποχών. Από τους «μάγκας του Ρολογιού» της
Παληάς Αγοράς μέχρι του νεωτέρου πολιτικού και ποιητού Αρμάνδου Δελαπατρίδου,
αλλ’ η φυσιογνωμία του αειμνήστου Σακκουλέ αποτελεί μίαν ανωτερώτητα στο είδος
της. Πως ενεφανίσθη στην γωνίαν του προηγουμένου εκεί καφφενείου Ζαχαράτου
σχεδόν δεν ήξερε κανείς, αλλά κανείς δεν τον αγνοούσε στας Αθήνας. Η φήμη του
είχε φθάσει πολύ έξω από τα στενά όρια της μικρούλας Ελλάδος των προπολεμικών
χρόνων. Περιηγηταί τον εφωτογραφούσαν, όπως και τον φουστανελλά Μερακλήν του
Ζαππείου, ξένοι γράφοντες τον ενθυμούντο στας δημοσιευομένας εντυπώσεις των
ταξειδίων στας Αθήνας. Νομίζω, ότι ετιμήθη η προσωπικότης του Σακκουλέ και με
τον απαθανατισμόν της στας σελίδας της παρισινής «Ιλλουστρασιόν». Τέλος δεν
εννοείτο τότε η πλατεία του Συντάγματος χωρίς την παρουσίαν του Σακκουλέ. Το
στρατηγείον του ήταν η περίφημη και επικίνδυνη γωνία. Χαμηλού μάλλον
αναστήματος, εύρωστος, μελαψός, αναμαλλιάρης, αιωνίως ξυπόλυτος, ακόμη κι’ όταν
του εχάριζαν παπούτσια – τα επωλούσε στο Αναβρυτήριον, το δημοπρατήριον τότε –
με ξεκούμπωτον το λερόν υποκάμισον, ώστε εφαίνετο κατάμαυρον το λάσιον στήθος
του, στήθος τσέλιγκα των οροπεδίων της Πίνδου, εσταματούσε τον κόσμον.
Κουρελής, λιγδιάς, θρασύς, απαιτητικός επρόσταζε τους διαβάτας με γοητευτικήν
προπέτειαν:
- Ρε, φέρε μια δεκάρα !
Η προσταγή του απηθύνετο ανεξαιρέτως προς
όλους, διοτι εφρονούσε ο αείμνηστος ανήρ, ότι είχε αδιαμφισβήτητα δικαιώματα
δεκαλέπτου φορολογίας παντός διερχομένου ενώπιόν του, είτε μικροαστός ήταν αυτός,
είτε αξιωματούχος, πολιτικός, διανοούμενος, έμπορος, επαγγελματίας. Η προσταγή
του απηυθύνθη πολλάκις και προς υπουργούς, πρωθυπουργούς, πρίγκηπας. Έφθασε
κάποτε μέχρι των αυτιών του βασιλέως Γεωργίου Α’, καθώς κατέβαινε πεζός από τ’
Ανάκτορα για να σουλατσάρη υψηλός, λεπτός, μ’ένα μπαστουνάκι πάχους περίπου
σπίρτου, στην οδόν Ερμού, περιεργαζόμενος της βιτρίνες των εμπορικών της σαν
κοινός αστός. Ο Γεώργιος Α’ εχαμογέλασε και επλήρωσε τον φόρον του ως έλλην
πολίτης κι’ αυτός προς τον Σακκουλέ μ’ ένα χρυσόν εικοσάδραχμον. Ο Σακκουλές αντί
ευχαριστήσεως είπε μεγαλειωδέστερος αυτός, προς την φορολογηθείσαν Μεγαλειότητα
ξηρά και συγκατανευτικά:
- Άτε, ρε, πήγαινε!
Είχε
όμως και τας ισχνάς αγελάδας της η φορολογία του, σαν κάθε δυσάρεστη
φορολογία σ’αυτόν τον κόσμον. Εις κάποιαν ημέραν μειώσεως των προσόδων της
ωφείλετο και η επιγραμματική ρήσις του Σακκουλέ δια τους ομοεθνείς του. Είπε με
μελαγχολίαν:
- Ρε, τι διόμισυ εκατομμύρια έλληνες είσθε σεις, που δεν μπορείτε να θρέψετε
ένα τεμπέλην σαν και μένα!
Η πέννα του Ιωάννου
Κονδυλάκη, και του Ζαχαρία Παπαντωνίου, των δυο αθηναίων χρονογράφων περιωπής
στην νεωτέραν αυτήν κομψήν ελαφρολογίαν, απησχολήθη με τον Σακκουλέ πολλάκις.
Σ’ ένα ιστορικόν λεύκωμα των αθηναϊκών λαϊκών τύπων, που θα εξεδίδετο ποτέ, θα
είχαν την πρώτην θέσιν παρόμοια εφήμερα αριστουργήματα, χαμένα στους κιτρινισμένους,
σκονισμένους ογκώδεις τόμους εφημερίδων. Και όπως δεν άφηνε ποτέ την αγαπημένην
του γωνίαν ο μεγαλειώδης τύπος μας, δεν την είχε αφήσει και την παγωμένην εκείνην
πρωτοχρονιάτικην νύκτα. Δεν την αφήκε παρά όταν αφήκε και τον πρόσκαιρον
κόσμον. Υπήρξε ήρως του φορολογικού καθήκοντός του. Μίαν ημέραν άρπαξε εκεί
μαζί με της τελευταίες δεκάρες των φορολογουμένων πολιτών και την πνευμονίαν.
Πολλοί έχυσαν παροδικόν δάκρυ στην θλιβερήν είδησιν της ανεπανορθώτου απωλείας.
Ο τύπος απησχολήθη εκτενώς με τον θάνατον του δημοφιλούς ανδρός και μάλιστα
ερρίφθη η ιδέα της αναστηλώσεως χαλκής προτομής του στο Σύνταγμα! Φευ! Δεν επετεύχθη καν αναμνηστική του πλαξ στην
προσφιλή του γωνίαν της πολυετούς δράσεώς του…
--- ---
Η σκιά του Σακκουλέ επανέλαβε σε επιτακτικώτερον
τόνον:
- Είπα, ρε, ότι έχω κι΄εγώ όρεξι για γάλον…
Ο αλησμόνητος φίλος είχε πάντα
εκδηλώσεις εκκεντρικάς. Απήντησε με την χρυσήν ενδοτικότητά του προς κάθε
επιθυμίαν του πλησίον:
- Κύριε Σακκουλέ, η τιμή που μου κάνετε είνε μεγάλη. Ορίστε, παρακαλώ, να
γευματίσωμεν μαζί απόψε…
Και επέρασε τον βραχίονά του ελαφρά
σαν μαρκησία των μελοδραμάτων στον βραχίονα του τρέμοντος από το ψύχος μεγάλου
ανδρός, προσθέσας:
- Φίλε μου, δόσε και συ το χέρι σου στον κύριον Σακκουλέ.
Τον επιάσαμεν και σε λίγο έκπληκτοι,
σαστισμένοι οι πελάται ενός των καλλιτέρων ξενοδοχείων των Αθηνών είδαν να εισέρχεται
η τριάς εκείνη α λα μπρατσέτο. Τα γκαρσόνια ωπισθοχώρησαν στην αρχήν, έπειτα, τας
ιδιορρυθμίας του φίλου μου, συνιδιοκτήτου του διακεκριμένου ξενοδοχείου,
έσπευσαν πρόθυμα:
- Μη κοπιάζετε, κύριοι, παρετήρησε ο φίλος. Είνε περιττόν, ο κύριος Σακκουλές
δεν έχει πολλάς σχέσεις με την
γκαρνταρόμπα… Μονάχα να σερβιρισθή ένα τραπεζάκι, παρακαλώ, για τους τρεις μας στο
σαλονάκι δίπλα…
Γλυκειά θαλπωρή στο οίκημα. Κατάφωτη η
μεγάλη αίθουσα του εστιατορίου, τα παράπλευρα σαλόνια. Πεντήκοντα και πλέον κυρίαι, κύριοι εγευμάτιζαν
ευχάριστα, άνετα. Τα φρακοφορούντα γκαρσόνια επηγαινοήρχοντο με αθόρυβον βήμα.
- Παρακαλώ, κύριε Σακκουλλέ, περάστε…
Ο μέγας φορομπήχτης εφάνη στη στιγμή
άξιος της τιμής, που του έγινε. Η αυτοκυριαρχία του ήταν υπέροχη, η προσαρμογή
του προς το απροσδόκητον γι΄αυτόν περιβάλλον άμεσος κι’ άμεμπτος. Εβημάτισε με
νωχελή αξιοπρέπειαν επάνω στα πολύτιμα χαλιά προς το σαλονάκι, γυμνόπους και
κουρελής κι΄εκάθησε με αξιοπρέπειαν στο απαστράπτον τραπεζάκι με τα κρυστάλλινα
ποτήρια, τ’ ασημένια μαχαιροπήρουνα. Προς χάριν του έσκυβαν οι λευκοί νάρκισσοι
με μετριοφροσύνην στα χείλη του βάζου του τραπεζιού κι΄εσκορπούσαν το
μεθυστικότερον άρωμά των. Το γεύμα εσερβιρίσθη τέλειον. Έως ότου να έρθη η
σειρά του εορτινού γάλου προηγήθησαν πεντέξ’ εδέσματα μαγειρικής πρώτης. Ο
ξένος μας δεν είπε ανακρίβειαν, ότι έιχε όρεξιν για τον γάλον. Ετίμησε τετράκις
την προαναφερθείσαν πιατέλλα. Έτρωγε κι’ έπινε με λεπτότητα εκπληκτικήν.
Εχρησιμοποιούσε τα μαχαιροπήρουνα τελειότερα κι από τας κυρίας γραμματέων πρεσβειών
εις την παράπλευρον αίθουσαν.
- Άντε, ρε, να πιούμε ένα ακόμη, ήταν η συχνοτέρα φράσις του.
Εφάνη και τέλειος «ντεγκουσταταίρ». Είχε
επιτυχείς εκφράσεις για τα γαλλικά κρασιά, την γαλλικήν λεπτήν μπύραν.
Θαυμαστότερος υπήρξε στη σαμπάνια.
- Καλή μάρκα, ρε. Πίνεται!
Η εμφάνισις του Σακκουλέ στο εκλεκτόν
αθηναϊκόν κέντρον δεν επροκάλεσε κανέν σκάνδαλον, αλλά εφάνη το φυσικώτερον των
πραγμάτων. Όλαι και όλοι εγνώριζαν τας εκκεντρικότητας του συνιδιοκτήτου του
ξενοδοχείου. Τους ψυθιρισμούς στην αρχήν διεδέχθησαν γέλοια, επιφωνήσεις,
γενική χαρά. Κυρίαι, δεσποινίδες, κύριοι
επηγαινοέρχοντο μετά το γεύμα από το εστιατόριον στας αιθούσας, δεν εχόρταιναν
την φαιδράν έκπληξιν. Προσπερνούσαν κι’ εχαιρετούσαν με φιλικήν υπόκλισιν και ο
Σακκουλες μόλις κατεδέχετο να κυττάξη τον ομαδικόν θαυμασμόν προς την εξοχότητά
του. Μίαν στιγμήν καν δεν έδειξε σύγχισιν, όχλησιν. Εκινούσε συγκαταβατικώς το
χαλκόχρουν κεφάλι του και εσείετο η φοβερά χαίτη του αστραφτερή με το εβενώδες
χρώμα της, αντανακλωμένη στους καθρέφτας γύρω. Όλα τα βρήκε εν τάξει, μονάχα
στην ώραν του καφφέ εμόρφασε:
- Άτε, ρε, που είνε καφφές αυτός; Καφφέ μοναχά στου Ζαχαράτου πίνει κανείς. Μεγαλείο
!...
Εζητήσαμεν την επιηκή συγνώμην του και
προς αποζημίωσιν της δυσαρεσκείας του επεράσαμεν στο χωλλ, όπου εσερβιρίσθη
τεράστιος δίσκος με το ουίσκυ. Ο Σακκουλές εφάνη γνώστης και της υποθέσεως αυτής.
- Δύο δάχτυλα, ρε, σκέτο, είπε στο γκάρσόνι, χωρίς πάγο.
Τώρα προσήλθον στο χωλλ θαυμασταί,
θαυμάστριαι του. Ντιβανάκια, πολυθρόνες, καθίσματα εφορτώθησαν από ανθρώπινα
σώματα. Φασαμαίν κυριών διηυθύνθησαν με αστρονομικήν δίψαν, προς την εξοχότητά
του, η οποία απαθής, αξιοπρεπής, με το ένα γυμνό πόδι επάνω στο άλλο εκάπνιζε,
έπινε σιγά-σιγά. Κάποιαν στιγμήν παρετήρησε επιπληκτικώς προς νεαρήν έξωμον
κυρίαν, η οποία έσκυβε
σχεδόν επάνω του για να τον θαυμάση περισσότερον:
- Ρε συ, εδώ μέσα μου κάνεις τα γλυκά μάτια, αλλά όταν περνάς απ’ του Ζαχαράτου
ξεχνάς τη δεκάρα σου σαχλαμάρα !
Χειροκροτήματα, αναφωνήσεις:
- Ρε σεις θ’αφήστε της αναγούλες της βουλ΄ής, εφώναξε ή θα του δίνω !
Ζωηρή ανησυχία, νοήματα, συνεννοήσεις.
Να εχάνετο το πρωτοχρονιάτικο γλέντι; Επεκράτησε πλήρης επιφυλακτικότης προς τον
φιλοξενούμενον, ο οποίος είπε άξαφνα:
- Ατε ρε, να σας κάνω μπάγκο! Τι πρωτοχρονιάτικη κηδεία είνε εδώ μέσα!
Η επιθυμία του επεδοκιμάσθη. Τραπέζι εστρώθη με πράσινην τσόχαν. Ο Σακκουλές
εκάθησε στη μέσην επιβλητικός:
- Καινούργιες τράπουλες, ρε!
Ο γυμνοπόδαρος αλήτης έδειξε και
χαρτοπαικτικήν επιτηδειότητα άψογον. Άνοιξε την μπάγκα με δυο φούκτες δεκάδες, της
μεγάλες χάλκινες δεκάδες του βασιλέως Γεωργίου, στης οποίες ενεφανίσθησαν και πολλές
τριμμένες του Όθωνος. Αλλά δεν είχε τύχην. Το κεφάλαιόν του εσαρώθη. Το
ανεννέωσε, αλλά χωρίς επανόρθωσιν.
- Δεν πειράζει, κύριε Σακκουλέ, τον παρηγορούσαν εύμορφες κυρίες. Θα κερδίζης
κάπου αλλού.
- Να μην ακούω, ρε, σαχλαμάρες. Σεις θα μου πάρετε απόψε όλες της δεκάρες, που σας
είχα πάρει όλο το χρόνο!
Όταν απέχασε και το τελευταίον
πολυπόθητον νόμισμά του, απεσύρθη σε μία γωνιά, εβυθίσθη σε τεραστίαν
πολυθρόνα, έβαλε πάλιν το ένα γυμνόν πόδι του πάνω στο άλλο, το εκουνούσε κι’
είπε στο γκαρσόνι:
- Ψιτ, ρε συ, μιά λεμονάδα παγωμένη κι’ ένα πακέτο καπνό!
Ό,τι ενθυμούμαι ακόμη από την φαιδρήν εκείνην
πρωτοχρονιάτικην νύχτα είνε το τέρμα της. Κατά την χαραυγήν εστάθη ο Σακκουλές
στο μέσον του χωλλ και είπε επιτακτικώς προς τους και τας απερχομένας με
υπόκλισιν προ της εξοχότητός του:
-Άντε, ρε, κατρακυλίστε μου απόψε για το καλό του νέου χρόνου φράγκα κι όχι
δεκάρες!
Εισέπραξε ποσόν αρκετόν για να αγόραζε
όψι απλά παπούτσια, αλλά πανύψηλες μπόττες κοζάκου. Και όμως ενεφανίσθη το
πρωτοχρονιάτικο πρωί πάλιν ξυπόλυτος στην προσφιλή γωνίαν του με την προσταγήν προς
τους φορολογουμένους υπηκόους του:
- Αντε ρε σεις, αν δεν μου δώστε διπλή δεκάρα σήμερα, κακό χρόνο νάχετε!
ΜΠΟΕΜ