Χρονογράφημα του Δημ. Χατζόπουλου, που προς το τέλος της καριέρας του άρχισε να υπογράφει ξανά με το ξευδώνυμο “Μποέμ”, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Ακρόπολις” την ημέρα των Χριστουγέννων του 1933. Μιλάει πιο πολύ για το γνωστό τραγούδι και δευτερευόντως για το άτομο και την ιστορία του μπάρμπα Γιάννη κανατά, πιθανώς γιατί οι πηγές και το διαθέσιμο τότε υλικό να ήταν λιγοστά. Προσωπική μαρτυρία δεν μπορούσε να έχει, γιατί όταν ο μπάρμπα Γιάννης ο κανατάς εξαφανίστηκε ξαφνικά από τις γειτονιές της Αθήνας γύρω στο 1880, ο Δημ. Χατζόπουλος δεν ήταν ούτε 10 χρονών. Αργότερα βρέθηκαν αρκετές μαρτυρίες και δημιουργήθηκαν πολλές εκδοχές γιά την πραγματική ταυτότητα του “φαιδρού πλανοδίου πωλητή κανατών”, το 1957 γυρίστηκε ακόμη και κινηματογραφική ταινία με τον Αυλωνίτη, το θέμα απασχόλησε λόγιους και χρονογράφους επί δεκαετίες. Στο διαδίκτυο υπάρχει πληθώρα ιστοσελίδων που ασχολούνται με την υπόθεση (*).
Γ.Χ.
“Ακρόπολις”,
Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 1933
ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
ΤΟΥ ΜΠΟΕΜ
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ
ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΝΑΤΑ
Οι
παληοί αθηναίοι τον θυμούνται ακόμα
ακριβώς τον ίδιον κι΄απαράλλακτον, όπως
τον ανέσυρε από την λήθην του Χρόνου η
ξανατραγουδισμένη φαιδρή, πεταχτή,
δροσερή μελωδία του από το ένα άκρο στο
άλλο της Ελλάδος:
Μπάρμπα Γιάννη με
της στάμνες και τα κανάτια σου...
Ώστε καμμία αμφιβολία, ότι υπήρξε ιστορικόν πρόσωπον ο μπάρμπα Γιάννης ο κανατάς όπως ο μέγας Αλέξανδρος, ο μέγας Ναπολέων. Η επάνοδος του τραγουδιού του ύστερα από δεκάδες χρόνια μαρτυρεί κι΄αυτή περί της ιστορικότητος του. Πόσα και πόσα λαϊκά τραγουδάκια, που ψάλλονται παθητικά από τα χείλη χιλιάδων ανθρώπων με την επίδρασιν της μιμήσεως, χάνονται ύστερα από λίγες βδομάδες για πάντα. Λίγα ζουν πέραν ωρισμένης εποχής, αποτελούντα το απόθεμα γνωστότερων μελωδιών για κάθε διασκέδασιν, ομαδικόν γλέντι. Λιγώτερα από τα λησμονημένα επανέρχονται δυναμικά, όπως στον καιρόν των, και κατακτούν την νέαν εποχήν. Παράδειγμα και τα βιεννέζικα τραγούδια του Σούμπερτ. Αυτά είνε τ'αληθέστερα, τα περιγραφικώτερα ψυχικώς, τα ζωγραφικώτερα παραστατικώς. Ο μπάρμπα Γιάννης είνε ένα απ'αυτά. Τον τραγουδάμε εξάμηνον τώρα κι' η μελωδία του δεν μας κουράζει. Αναδροσίζεται η κάθε στροφή της με την επανάληψιν της. Κοντολογής με την έκφρασιν της λακωνικής μουσικότητός του μας ξαναεμφανίζεται ο νεκραναστηθείς αθηναϊκός λαϊκός τύπος. Και τα Χριστούγεννα, όπου θ' ανοιχθούν λαγαροί και βραχνοί λάρυγγες από το εφετεινόν κοκκινέλι, θα υμνηθή ηχηρότερα ο αναζήσας τύπος μας. Με την ίδιαν ακριβώς έντονην εξύμνησίν του, όπως στα παληά εκείνα Χριστούγεννα, όπου πρωταπήχησε στην μικράν τότε παληάν Αθήνα το τραγουδάκι του. Μιά χαριτωμένη χριστουγεννιάτικη ιστοριούλα είνε αυτή η λαϊκή μελωδία. Απάνω – κάτω ιδού πως συνέβησαν τα κατά μπάρμπα Γιάννην τον κανατάν στα περασμένα αθηναϊκά χρόνια.
Οι
φαιδροί τύποι των πλανοδίων πωλητών
στους αθηναϊκούς δρόμους δεν λείπουν
και στην εποχήν μας, όπου η χαρά της ζωής
έχει λιγοστέψει όσον και το καθαρόν και
κελαδιστόν νεράκι του καϋμένου Χαράδρου
στην ανατολικήν ροήν του προς τον
Μαραθώνα, απ' όπου τον ηχμαλώτισε η Ούλεν
με το πανύψηλον φράγμα της στη Σούριζα.
Περισσότερες από άλλοτε και βροντερώτερες
κραυγές δονούν τον αέρα των αθηναϊκών
δρόμων σήμερον, αλλά σπανίως ν'απηχούν
με εύθυμους τόνους. Αι περισσότερες
είνε κουρασμένες και μελαγχολικές,
ραγισμένες σαν το βάζο του μακαρίτου
Σουλύ Προυντόν (**).
Η μουσικότης των τωρινών κραυγών των
αθηναϊκών δρόμων μιλεί κι' αυτή για το
λαϊκόν ψυχικόν πένθος. Δεν έχουν την
χαράν του αυθορμήτου, αφού την στερείται
κι' η εποχή, στην οποίαν ανήκουν. Κάπου
μιά εξαίρεσις, κάποιος ενδιάθετος,
χαρωπός τόνος: “Δεν ακούτε, μικρούλες
και νοστιμούλες, δεν ακούτε! Πωπω, Παναγιά
μου! Ο καρβουνιάρης! Ο μικρός περνάει,
ο μικρός. Δεν ακούτε!” Αλλά που η
θωπευτική, βελουδένια, προκλητική φωνή,
που έβγαινε από τα χείλη του μπάρμπα
Γιάννη του κανατά:
- Στάμνες, κανατάκια,
κυράδεεεες!
Με
την ανατολήν του ηλίου ηκούετο το
δροσερόν λάλημα του από τα Πιθαράδικα,
όπου είχε την κατοικίαν του, έως την
Ομόνοιαν και πέρα της, έως τα δρομάκια
του Ψυρή και τα σκαλάκια της Πλάκας.
Πιθαράδικα δεν υπάρχουν σήμερα, πολύ
λιγώτερον το σπιτάκι του μπάρμπα Γιάννη.
Σε μιά αυλούλα με πολλές κάμαρες γύρω
της είχε την κατοικίαν του αυτός και το
διάσημον γαϊδούρι του. Πως έγινε κανατάς
δεν θυμάται κανείς και παραμένει θρύλος
η προέλευσίς του. Εχάθη και το επώνυμόν
του, το οποίον ζήτημα αν ήξερε κανείς,
καμμιά πάροικός του. Τέτοιοι λαϊκοί
τύποι γίνονται γνωστοί με το βαπτιστικόν
των όνομα και με το επάγγελμά των, ως
απαραίτητον συμπλήρωμα. Κατά πάσαν
πιθανότητα η Σίφνος θα διεκδική την
τιμήν της προελεύσεως του μπάρμπα Γιάννη
κανατά περισσότερον από την Αίγιναν.
Υπάρχει επ'αυτού ευρύ έδαφος ερεύνης
για τους ιστορικούς των Αθηνών και των
τύπων των. Οπωσδήποτε γεγονός είνε, ότι
ήταν ο μπάρμπα Γιάννης ειδικευμένος
στα εμπορεύματά του, τα οποία είχαν τας
αρετάς και τα πλεονεκτήματα νησιωτικής
αγγειοπλαστικής. Αλλά πως εφόρεσε το
ψηλό καπέλλο; Βέβαια δεν επήγε εις
τελετήν, εις επίσημον δεξίωσιν. Ούτε
του συνέβη αυτή η μεταμφίεσις την
Αποκρηά, καθώς αναφέρεται σχετικώς.
Απλούστατα παρουσιάσθη ο μπάρμπα Γιάννης
με το παραστατικόν του ένδυμα, το οποίον
μας διέσωσε η δημοφιλής μελωδία του,
μίαν λαμπράν ηλιόλουστον ημέραν των
Χριστουγέννων. Η πρώτη εμφάνισίς του
έγινε στον αυλόγυρόν του στα Πιθαράδικα.
Μία από τις κυράδες, που επεκαλείτο
καθημερινά η δροσερή κραυγή του στους
αθηναϊκούς δρόμους, του εχάρισε το
εορταστικόν του ένδυμα. Εκείνα τα χρόνια
επερίσσευαν στης ντουλάπες των σπιτιών
αποφώρια. Μάλιστα κάποτε απησχόλησε
και την βουλήν το αποφώρι ειρωνικώς
μεταξύ δύο αττικαρχών βουλευτών. Τριμμένη
ρεδεγκότα, φαρδύ πανταλόνι, του οποίου
η ύφαλος δεν είχε πολύ βραχώδη στερεότητα,
ελαστιχά στιβάλια, τα οποία ήσαν τότε
της μόδας για τα σκληρά πόδια των ανδρών
και τα αβρά των γυναικών, κι' ένα μιραμπώ
παρελήφθησαν σε δεματάκι από τον μεσήλικα
πλανόδιον κανατάν και μετεφέρθησαν
μυστηριωδώς στην καμαρούλα του. Την
πρώτην έκπληξιν της μεταμορφώσεως του
μπάρμπα Γιάννη εδοκίμασαν οι περίοικοι
της αυλούλας του. Μετά τα Χριστούγεννα
όλη η πόλις. Και προ του να ξεκινήση την
καθημερινήν ο μπάρμπα Γιάννης για την
μακράν περιοδείαν του στους αθηναϊκούς
δρόμους, τον υπεδέχθη ορμητικός ο χαρωπός
χαιρετισμός της λαϊκής μελωδίας προς
την κομψήν μεταμφίεσίν του:
Κι'
αν φορής ψηλό καπέλλο
και παπούτσια
ελαστιχά...
Ποίος ο
ποιητής, ποία η ποιήτρια του χαριτωμένου
τραγουδιού; Ασφαλώς πρέπει να αναζητηθή
στον κύκλον των καλών γειτόνων της
αυλούλας του μπάρμπα Γιάννη. Αυτοί είδαν
πρώτοι το θαύμα της μεταμφιέσεώς του,
αυτοί εχάρησαν πρώτοι από την χυτήν
ρεδεγκότα, που αντικατέστησε την
γηρασμένην πατατούκα του, αυτοί
αφαιδρύνθησαν πρωταρχικώς από το
χαριτωμένον μιραμπώ του, το οποίον
εξετόπισε το μαύρον μανδήλι των ψαρών
μαλλιών του. Μεγάλαι πιθανότητες
υπάρχουν, ότι ετόνισε κάποια τσακπινούλα
γειτόνισσα του αυθορμήτως τον ύμνον
του στον απογευματινόν χορόν, το
ηλιόλουστον γλέντι της μάνδρας των
Πιθαράδικων, ενθουσιασμένη από την
εορταστικήν εμφάνισιν του μπάρμπα
Γιάννη, καταλιγωμένη από τα γέλοια στην
απροσδόκητον εκείνην παραστατικότητά
του. Οι άλλοι, αι άλλαι υπεδέχιησαν τους
περιγραφικούς εκφραστικούς στίχους με
γενικήν επιδοκιμασίαν. Η μελωδία υπήρξε
ροκέττα. Το ελαφρόν αεράκι της πανηγυρικής
ημέρας έφερε γοργά το νέον τραγουδάκι
υπέρ την μάνδραν των Πιθαράδικων προς
τας άλλας συνοικίας της πόλεως, βραδύτερα
προς τα κέντρα της, τα γραφεία, τα
καταστήματα, τέλος και στα κομψά σαλόνια.
Καληώρα μας όπως και σήμερα με το
ξαναζωντάνευμά του. Στο φιλανθρωπικόν
συναίσθημα μιάς αθηναίας κυράς, στην
εγκαρδιακήν συμπάθειάν της, ωφείλετο
η επί μήνας ευθυμία ολοκλήρου πόλεως.
Στην ίδια οφείλομεν και μεις σήμερα την
ευχαρίστησιν για την καλήν, δροσερήν,
ελαφράν μελωδίαν. Οι ιστορικώτεροι
ερευνηταί της αναφέρουν, ότι μας επανήκθε
κάπως παρηλλαγμένος ο τόνος αυτής της
μελωδίας. Επήραν αι στροφαί της
λικνιστικωτέραν διαμόρφωσιν, θεατρικώτερον
μάλιστα χαρακτήρα. Ενώ η αρχική αθηναϊκή
μελωδία ήταν στρωτή, γοργοτέρα, είδος
δοξαστικού εμβατηρίου, ο θριαμβευτικός
ρυθμός του οποίου προσηρμόζετο προς
την γοργήν κίνησιν των ελαφρών ποδιών
του προσφιλούς συντρόφου, συνεργάτου
και συμβιοπαλαιστού του αλησμονήτου
μπάρμπα Γιάννη, του ακούραστου γαϊδουριού
του. Έστω, διότι όλαι αι ανιστορήσεις,
επαναφοραί, αποκαταστάσεις, παλινορθώσεις,
φέρουν πάντα και τον τόνον της εποχής,
την προσαρμογήν προς τας απόψεις και
τας διαθέσεις των νεωτέρων. Το γεγονός
όμως είνε, ότι παρ' όλα τα πολλά χρόνια,
που επέρασαν, απέμεινε ακατάλυτον το
συμπαθές τραγουδάκι προς ένα αγαθόν
αθηναϊκόν λαϊκόν τύπον και χρησιμεύει
τώρα ως πάνδημον μνημόσυνον αυτού και
της εποχής του στα χείλη όλων μας. Πότε
και πως ανεπαύθη ο καϋμένος βιοπαλαιστής
δεν γνωρίζομεν. Εξηφανίσθησαν τα ίχνη
του για πάντα. Αλλά ας παρηγορηθώμεν,
ότι η τύχη του συνταυτίζεται με την
τόσων άλλων ενδοξοτέρων του. Όταν
σκεφθώμεν, ότι δεν γνωρίζομεν που ακριβώς
ετάφη η δροσερωτέρα και αυθορμητοτέρα
μουσική μεγαλοφυΐα των αιώνων, ο μέγας
βασανισμένος, πονεμένος Μότσαρτ, ο
νεκρός του οποίου ερρίφθη στον τάφον
των πτωχών της Βιέννης, δεν πρέπει ίσως
να παραξενευθώμεν, ότι αγνοούμεν και
τον τάφον του μπάρμπα Γιάννη του κανατά.
Επέζησε και αυτού ο τερπνός ύπνος του.
Μία δόξα διόλου ευκαταφρόνητη στον
μάταιον αυτόν κόσμον. Μπορεί να προσθέση
κανείς, ότι εξετοπίσθη το τραγούδι του
κι' η μνήμη του εκείνα τα χρόνια από μίαν
από τις ώμορφες κυράδες, που τον
απασχολούσαν ολημερίς ως πελάτιδές
του. Το τραγουδάκι του μπάρμπα Γιάννη
του κανατά διεδέχθη άλλο, ορμητικόν κι'
εκείνο, ο ύμνος προς την μεταμόρφωσιν
μιάς αφελούς νησιωτοπούλας εις κομψήν
καμαριέραν της Αθήνας:
Χθες μας ήρθες
απ' της Άνδρου τα νησιά
και μας φόρεσες
τουρνούρι και παπούτσια κουμπωτά.
Έλα,
έλα κι' άστα αυτά
και θυμήσου τα
φιλάκια,
που μου έδινες κρυφά...
Μη
τυχόν θα επαναληφθή και σήμερα ο ίδιος
εκτοπισμός; Γιατί όχι; Αι μεταμορφώσεις
των κοριτσιών των νήσων σε νεωτεριστικές
καμαριέρες συνεχίζονται, αλλά και αι
ατυχίαι των ανθρώπων μετά θάνατον. Προς
το παρόν όμως η υστεροφημία του καλού
μπάρμπα Γιάννη κανατά μεσουρανεί εις
την πόλιν της πολυετούς δράσεώς του,
αλλά και εις όλην την Ελλάδα, επομένως
δεν θα έχη λόγον η κομψή σκιά του να
παραπονεθή δια την τόσον συνήθη ανθρώπινην
αχαριστίαν.
ΜΠΟΕΜ
__________________
(*)
Μπορείτε
να διαβάσετε ένα αρκετά κατατοπιστικό
άρθρο που μιλάει για την ιστορία του
μπάρμα Γιάννη κανατά στην παρακάτω
ιστοσελίδα:
https://economico.gr/o-barba-giannis-o-kanatas-to-tragoudi-thrylos-pou-esyre-ton-epitropaki-sta-dikastiria-kai-i-mystiriodis-aigiotissa/
(**) Προφανώς εννοεί τον Γάλλο ποιητή Sully Prudhomme (1839 – 1907) έναν από τους πρώτους που τιμήθηκαν με το βραβείο Νόμπελ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου