Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2023

“Τ' ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ” ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Από το βιβλίο “Ντόπιες Ζωγραφιές” του Δ. Χατζόπουλου που εκδόθηκε στο 1896. Ο πρωταγωνιστής, ένας άξεστος και βίαιος δεκανέας “... κοντός, με το φέσι ριγμένο μπροστά στο μέτωπο, τη μεγάλη φούντα του σκορπισμένη, την κάπα του ριγμένη στον ένα ώμο” περνάει από χωριό σε χωριό με το στρατιωτικό απόσπασμα ευζώνων και με την πειθώ αλλά και πιο πολύ με την ράβδο συλλέγει τα χρέη των χωρικών προς το δημόσιο. Η περιγραφή της κατάστασης στην ρουμελιώτικη ύπαιθρο είναι σχεδόν τραγική, πέρα απ΄την ανέχεια και την κακομοιριά οι χωρικοί πρέπει να αμυνθούν από τις αυθαιρεσίες των κρατικών λειτουργών, πράγματι ο “πάρεδρος” αντιμετωπίζει τον δεκανέα σαν οθωμανό αγά που λίγες δεκαετίες πριν έκανε την ίδια δουλειά. Το διήγημα, όπως και όλα τα άλλα διηγήματα του βιβλίου, είναι γραμμένο σε “μαλλιαρή” δημοτική, πράγμα που λίγο προβληματίζει, γιατί από χρόνια πλέον ο Δ. Χατζόπουλος δημοσιογραφούσε στην καθαρεύουσα. Ήδη από το το 1894, πέρα από τα άλλα διηγήματα και καθημερινά χρονογραφήματα, δημοσίευε στην εφημερίδα “Σκριπ” την παρεμφερή σειρά “Λησμονημένα στρατιωτικά” στην καθαρεύουσα, πιθανώς η διεύθυνση της εφημερίδας να μην επέτρεπε δημοσίευση κειμένων στη δημοτική.

Γ.Χ.

ΝΤΟΠΙΕΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ (ΜΠΟΕΜ)
ΑΘΗΝΑ 1896
ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΡΙΜΗ
Οδός Πραξιτέλους αριθ. 14

Τ' ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Καιρός τόρα και τη θυμούμαι αυτή την ιστορία. Σαββάτο βράδι είταν την ώρα που κουρνιάζουν οι κότες, π'ανάβουν τους φούρνους τους οι χωριάτισσες για το ψωμί τους, που παίζουν τις αμάδες και πηδούν τις τρεις τα χωριατόπουλα, πόρχουνται καταποσταμένοι απ' τα χωράφια τους με τ' αλέτρια τους και τα ζώα τους οι χωριάτες. Σάββατο βράδι που χόρευε ο γονιός το χοντρομπαλάτο μαξούμι του απάνω στα γόνατά του, και παρατούσε τον αργαλιό της η λιγερή, για ν' ανάψη το καντήλι της εμπρός στο κόνισμα του σπιτιού· το κόνισμα με την Παναγία και τα στέφανα των γονιών της, καπνισμένο από τόσων χρόνων καπνό, που τον είδαν ν'ανεβαίνη αγάλι' αγάλι' στα δοκάρια της στέγης, πότε χαρούμενα και πότε κλαμένα τα μάτια της φαμελιάς.
Είτανε η καλή ώρα όλου του χωριού που γύριζε στο σπίτι του ν' αλλάξη το λερωμένο μέσα στις λάσπες μια βδομάδα ντύμα του, να πάη στην εκκλησιά του το πρωί της Κυριακής, να κρεοφαγήση το μεσημέρι, να μεθοκοπήση κάμποσο τ' απόγιομα και να κοιμηθή μια νύχτα ακόμα στο σπίτι του, για να ξεκινήση θαμπά τη Δευτέρα για τα χωράφια του.
Εκεί απάνω ξεμπουκάρει τ' απόσπασμα στο χωριό. Δέκα ευζώνοι κι ο δεκανέας έντεκα. Η πανούκλα νάτανε δε θα τρόμαζε τόσο το χωριό. Φευγιό και πάλι φευγιό. Φτωχοί άνθρωποι. Μια φωνή ακούστηκε:
— Τ' απόσπασμα!
Κι έσβυσαν οι φούρνοι, βουβάθηκαν τα παιδιά, ανεμοζάλη φύσηξε.
Το μισό χωριό πήρε το λόγκο κι όπου φύγη φύγη.
Ο δεκανέας κοντός, κοντός με το φέσι ριγμένο μπροστά στο μέτωπο, τη μεγάλη φούντα του σκορπισμένη, την κάπα του ριγμένη στον ένα ώμο, τον γκρα, αναρτισμένον σέρνοντας τη ψηλή του γκλίτσα, φάνηκε πρώτος πρώτος. Ίδιοι κι απαράλλαχτοι οι από πίσω με γκράδες και γκλίτσες. Απόσπασμα χωρίς γκλίτσα δε γίνεται. Όσο πλειότερες τόσο και καλλίτερα. Με τη γκλίτσα πατούν τα κατσάβραχα, μ' αυτή βαρούν τα σκυλιά, μ' αυτή τους χωριάτες, άμα δε δουλεύει ο κόπανος του γκρα, και με την ίδια γραπόνουν καμιά ψιμαδούλα αρνάδα για το σουβλί. Έφτασαν στου κυρ πάρεδρου. Τα σκυλιά, τα μαντρόσκυλα του χωριού, χαλώντας τον κόσμο με τ' αλυχτίσματά τους, τους έκλεισαν ζουνάρι. Έν' απ' αυτά ψηλό, νευρωμένο κι άγριο άγριο, με μαλλί δασύ και σταχτερό σαν το θαμπό φως της αυγής, χύθηκε απάνω τους ίσα, ανοίγοντας τα σαγόνια του, πετώντας όξω κόκκινη φωτιά τη γλώσσα του και τα κοφτερά δόντια του. Λίγο ακόμα και το σκυλί [θα] κατάσκιζε τη χυτή και καλοκαμωμένη άντζα, με τη ρούχινη Αστακιώτικη κάλτσα, του δεκανέα.
— Τι το φυλάτε, μωρέ, και δε το σκοτόνετε, φωνάζει, κ' ένας στρατιώτης σηκόνει τον κόπανο, του καταφέρνει μια και τ' ανοίγει σε δυο το κεφάλι. Το σκυλί ξαπλώθηκε βαρειά, το αίμα του πετάχτηκε ζεστό, ζεστό. Τ' άλλα σκυλιά το ζύγωσαν βουβαμένα, το τριγύρισαν δυο τρεις φορές, κι άρχισαν να γλύφουν το αίμα του, που πότιζε τη φράχτη του κήπου του πάρεδρου. Ο στρατιώτης σφόγγισε με τη λερή φουστανέλλα του, τον ματωμένο κόπανο του όπλου του, λέγοντας:
— Μια τόχω, πάει σκαστό ντιπ!…
Ζύγωσαν κ' οι άλλοι στρατιώτες, το σκουντούσαν με τις άκρες των τσαρουχιών τους κι έλεγαν ξαφνισμένοι:
— Ορέ, τ' άτιμο, μήτε γκιχ! δεν έκαμε!…
Κανένας δεν έβγαινε όξω απ' τα σπίτια. Ο δεκανέας γύρισε κ' είπε:
— Σούρα, μπρε, ένας σας!. Τι θανατικό έπεσε σ' αυτό το διαλοχώρι!…
Σούριξε ένας στρατιώτης κι ο κυρ πάρεδρος που καθόμαστε μαζί κ' οι δυο μέσα στο σπίτι του βγήκε έξω. Ο δεκανέας είπε θυμωμένα:
— Πού είσ 'να τρυπωμένος γέροντα;
— Πού νάμουνα, παιδί μου, γέροντας άνθρωπος, βαρυακούω κι όλας…Καλώς ωρίσατε! Και τους έδοσε το χέρι του.
— Έλα, τόρα, κυρ πάρεδρε, του λόγου σου, να μας μοιράσης, τα καταλύματα, είπε ο δεκανέας. Ήρθαμε για κάτι εντάλματα και θα μείνουμε εδώ απόψε.
Ο πάρεδρος έκατσε μπροστά στη μακριά πεζούλα μπρος στο σπίτι του μαζί με τον δεκανέα και ενώ χάραζε με την άκρη της γκλίτσας του γραμμίτσες στο χώμα, είπε:
— Έντεκα είστε, ε; Του λόγου σου ναρθής στο φτωχικό μου. Έχω και του λόγου του μουσαφίρη, από δω απόψε, κ' έδειξε εμένα πούχα βγη έξω. Τόρα έχουμε άλλους δέκα. Δυο να πάνε στου Παλούκα, άλλοι δυο στου Σταύρου, άλλοι δυο στου Μάνθου, άλλοι δυο στου Μπανιά κ' οι άλλοι δυο στου Νικολού. Να! πόγιναν και τα κονάκια. Άιστε τόρα, παιδιά. Του λόγου σου, κυρ δεκανέα κόπιασε μέσα.
Το στράτεμμα σκόρπισε· οι χωριανοί άρχισαν να ξεθαρρεύουν, όσοι είχαν πληρώση τα εντάλματά τους, και ξεπετάχτηκαν. Βγήκαν κ' οι λιγερές κ' οι γυναίκες στα πηγάδια, το πήραν απάνω τους τα παιδιά, ξανάναψαν οι φούρνοι, και μέσα στο ξεθάρρεμα του χωριού, αγροικιώνταν κάπου κ' η φωνή κανενός στρατιώτη:
— Κότα πήττα, σταυρομάννα, θέλει η καρδούλα μου, κότα πήττα!…
Μπήκαμε κ' εμείς στου κυρ πάρεδρου το σπίτι. Μια μεγάλη κάμαρα όλο πέρα με τα ντουβάρια του αχύλωτα, με καπνισμένα τα δοκάρια της στέγης, που κρέμουνταν απ' αυτά καμιά εικοσαριά βαντάκια καπνού. Η γωνιά μεγάλη και χαμηλή στην άκρη· η γις χάμου είταν αλειμμένη με γλίνα και γύμνια περίσσια ολόγυρα. Μονάχα στην άκρη έν' αμπάρι μελό κι από πίσω τα ρούχα και τα σκαφίδια και τα κόσκινα, και χίλιων ειδών σιγύρια του σπιτιού.
Στη γωνιά είταν κρεμασμένο ένα λυχναράκι, κούτσουρα φλογισμένα στο βυθό της έκαιαν. Ένας γάτος μαύρος, ξαπλωμένος μέσα στη στάχτη κοιμούνταν βαθύτατα.
Η γυναίκα του κυρ πάρεδρου ήρθε και χαιρέτησε το δεκανέα, μια γυναικούλα κατασκοτωμένη απ' τη δουλειά, τέσσαρα κόκκαλα, που λένε. Χαιρέτησε το δεκανέα κ' η κόρη του, μια παχουλή, κοντούλα κοπέλλα, χωρίς να σηκώση τα μάτια της.
Ο δεκανέας πέταξε την καπότα του στο πλάι της γωνίας, έβγαλε τα τσαρούχια του και ξαπλώθηκε σα σωστός καπετάνιος.
— Ε! δε μας δίνεις κάνα ρακάκι, κυρ πάρεδρε είπε. Κόψε μας και λίγο καπνό να φκιάσουμε τσιγάρες. Συ σταυρομάννα, ξέρεις τόρα· αποσταμένος είμαι, κάνα π'λί στη σούβλα, καμιά κλούρα με τυρί και κάν' αυγό στο τηγάνι. Έλα, κυρ πάρεδρε, τι χαμπέρια στο χωριό;
— Τι χαμπέρια, παιδί μου, να μολοήσουμε μεις δω στο χωριό, του λόγου σας, είπε ο ασπρομάλης γέροντας, με την μποτίλλια με τη ρακή στο χέρι, και το σουγιά στο άλλο.
— Ε!. τι λες, θα πλερώσουν αύριο οι χωριάτες τα εντάλματα;
— Ξέρω κι εγώ;, μπρε παιδί. Τι να πω; Ξέκαμαν αυτές τις μέρες κάμποσα καλαμποκάκια, όχι και πολλά να πης.
Δε γυρεύονται τα έρμα τα γεννήματα κ' έχει ανέχεια ο κοσμάκης· τι να σου κάμη!…Κι ο πάρεδρος αφού μας τράταρε μαστίχα έκατσε χάμου. Ακούμπησε τον καπνό στα γωνολίθι κ' άρχισε να κόβη με το σουγιά του αγάλ' αγάλια χτιπ, χτιπ.
Κουβέντα με κουβέντα πέρασαν κάμποσες ώρες, όταν:
— Ε! σταυρομάννα, κοντολογάει το φαΐ; ρώτησε ο δεκανέας. Η γριά αποκρίθηκε:
— Μια ψύχα ακόμα, καπετάνε μου. Άιντε, μωρή Λιώ, να στρώσης το
σουφρά.
Η Λιώ, η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα, έβαλε το σουφρά μπρος στη γωνιά κ' άρχισε να μπαινοβγαίνη με τα σιγύρια.
Φάγαμε. Ο δρόμος της ημέρας κ' η αποσταμάρα, μας έκαμε να νυστάζουμε όλοι, να βαραίνουν σα μολύβι τα μάτια μας.
Έχωσε τη φωτιά η γριά και ξαπλωθήκαμε όλοι αραδωτά. Ο δεκανέας κοντά στο ένα γωνολίθι, στ' άλλο ο πάρεδρος με τη γριά του, δίπλα τους η Λιώ, και σε μιαν αγκωνή εγώ. Έξω βαρυχειμώνιασε· φύσηξε ένας αέρας ζεστός που μας έπνιγε η μούχλα· κ' ύστερα έπιασε ένα νερό, ένας χειμώνας που χόρευαν τα κεραμίδια του σπιτιού. Μέσα στην ανεμοζάλη με πήρε αρπαχτικά, γλυκά ο ύπνος.
Όντας ξάφνω ξύπνησα παγουδιασμένος. Άνοιξα βαρειά τα μάτια μου. Το λυχναράκι έτρεμε τόσο τρεμουλιαστά, που μόδοσε πολύ παράξενη εντύπωση. Γύρω μου ροχάλιζαν όλοι και κάτω στο βάθος το παράθυρο 'μισανοιγμένο, άφινε να μπαίνη μέσα το ανεμόβροχο και να φωτίζεται απ' τις αστραπές ένα ξερόδεντρο του κήπου, κ' ένα κομμάτι ουρανού συγνεφιασμένου, ντιπ πίσσα.
Δε κουνήθηκα, μονάχα μισόκλειστα τα μάτια μου για να ξανακοιμηθώ. Άξαφνα εκεί δίπλα μου ένιωσα αναδέμματα. Σε μια λάμψη αστραπής φάνηκε αντικρύ μου ένας μαύρος ίσκιος κοντά στη μεριά που πλάγιαζε η Λιώ η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα του πάρεδρου. Σαν πως άκουσα κάτι τι σαν ψιθύρισμα, σαν φιλί. Ανασηκώθηκα αγάλι' αγάλια.
Κάποιος φιλούσε πολύ μεθυστικά το κορίτσι, που οι τρεμουλιαστές αναλαμπές του λυχναριού, τόδειχναν αριά και που καταλιγωμένο.
Η κοπέλλα έλεε πολύ ψιθυριστά:
— Δεν έπρεπε ναρθής απόψε… Τι άνθρωπος είσαι!… Δε μπορώ να καταλάβω… Κ' έχεις πολλά εντάλματα;
Μια αντρική φωνή αποκρίθηκε σιγαλά κι αυτή:
— Τι σε νοιάζει γι αυτά. Πώς δεν έχω. Από πού να τα πλερώσω; συ τα ξέρεις τόρα. Καρτερώ να γεννήσουν τα πρότα, κι απέ. Σάματ' θα φάω γω το δημόσιο…
— Κι αν σε πιάσουν αύριο, Γιώργο μου… μου πιάνεται η καρδιά μου… γύρευε πότε θα σε δω…
Εκείνος τη φιλούσε. Ύστερα σε λίγο η φωνή της ακούστηκε πάλι:
— Δε φεύγεις τόρα… πώς φοβάμαι, είν' ώρα, μη σε πάρουν χαμπάρι….
— Σα να πούμε με διώχνεις; Κι εγώ πόχω μήνα να σε δω μ' αυτά τα κρυφτούλια… Κι άρχισε να την ξαναφιλή.
Κρατούσα την αναπνοή μου να μη με καταλάβουν πως τους παραμόνευα. Σε λίγο ο νιος σηκώθηκε μαζί με την κοπέλλα. Αδρασκέλισε το χαμηλό παραθυράκι και σε λίγο δε φαίνουνταν παρά το κεφάλι του· μι' αστραπή έλαμψε· ένα κεφάλι τσοπάνου φάνηκε μαυριδερό, λεβέντικο, όμορφο, με γλυκά μάτια. Το πήρε στα χέρια της η κόρη, τόσφιξε μέσα στα μεστωμένα στήθη της, και το φίλησε, το φίλησε παράφορα…. Ύστερα ξαπλώθηκε στη βελέντζα της μ' έναν αναστεναγμό, πνιγμένο στη βοή της ανεμοζάλης που παράδερνε έξω ακόμα φριχτά….
Θαμπά, θαμπά ξυπνήσαμε. Η αυγή ξημέρονε κρύα και καθάρια, ο ουρανός έφεγγε λαγαρός.
Ο δεκανέας μάζεψε τους στρατιώτες του, τους είπε ολονών κάτι τι κρυφά στ' αυτί και τους αμόλησε δεξιά κι αριστερά. Αυτός έκατσε μαζί μας σ' ένα μαγαζάκι του χωριού, παίζοντας σκαμπίλι μ' ένα κοντόχοντρο χωριάτη, τρώγοντας λουκούμι και πίνοντας ρακί.Ίσα με το γιόμα οι στρατιώτες πλάκωσαν. Το κυνήγι τους δε πήγε χαμένο. Έφεραν καμιά δεκαριά χρεοφειλέτες, άλλους αμολυτούς κι άλλους λιταριασμένους. Ο δεκανέας τους δέχτηκε χαρούμενος. Ύστερα από καμιά ώρα έφτασε κι ο εισπράχτορας που γύριζε τα χωριά για εισπράξεις καβάλλα σ' ένα μουλάρι μαζί με τα εντάλματα του δημόσιου στο σακκούλι. Παράξενο εκείνη τη μέρα όλοι οι χρεοφειλέτες έλυσαν τα κομποδέματά τους, έβγαλαν απ' το σελάχι τους και πλήρωσαν το δημόσιο. Μονάχα ένας δεν είχε να πληρώση. Χρωστούσε ο δυστυχισμένος τα μαλλοκέφαλά του, και δήλωσε πως δεν είχε πεντάρα. Ο δεκανέας τον έδεσε πιστάγκωνα, τον έβαλε στη μέση τ' ασκεριού του και τ' απόσπασμα ξεκίνησε, ενώ τα σκυλιά τους αλύχτιζαν για ύστερη φορά.
Πέρασαν μπροστά απ' το σπίτι του κυρ πάρεδρου που καθόμαστε αυτός κι εγώ έξω στην πεζούλα του σπιτιού, και μας χαιρέτησαν. Όταν είδα τον χρεοφειλέτη στη μέση ανατρίχιασα. Είχε τα ίδια γλυκά μάτια, το ίδιο μαυριδερό, λεβέντικο κεφάλι, που κρατούσε ανάμεσα στα μεστωμένα στήθη της, τη νύχτα η Λιώ, η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα που κει που άπλονε τα ρούχα πούχε πλύνη πρωί, πρωί, σαν τον είδε κιτρίνησε. Τον κοίταξε ίσα με που χάθηκε αυτός και τ' απόσπασμα, κ' ύστερα κάθησε στη ρίζα μιας συκιάς κι άρχισε να κλαίη κρυφά και σιγαλά τον πόνο της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου