Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

“Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΕΝΟΣ ΑΝΘΥΠΑΣΠΙΣΤΟΥ” ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ


Μέγα Σπήλαιον Dodwell «Views in Greece from drawings», 1801-1806

Διήγημα από τη σειρά “Τα Λησμονημένα Στρατιωτικά” γραμμένο λίγο πριν από τον ατυχή πόλεμο του 1897. Αποθέωση του είδους “στριφτός μύσταξ και λερωμένη φουστανέλα” έχει για μία ακόμη φορά πρωταγωνιστή ένα χαμηλόβαθμο καραβανά, τον “καπετάνο” όπως το λένε οι μοναχοί της της μονής Μεγάλου Σπηλαίου. Παρόλο που ο Χατζόπουλος τον περιγράφει σαν στενοκέφαλο, κουτοπόνηρο, φιλοπερίεργο, φαίνεται να του έχει ιδιαίτερη συμπάθεια, μοιάζει γοητευμένος από την αυθόρμητη αξεσιά, από τους αδέξιους, χοντροκομμένους τρόπους του ανωτέρου του. Η αναφορά που γίνεται στο κείμενο για τον Τρικούπη και τον Συγγρό δεν είναι τυχαία, πράγματι στις 10 Δεκεμβρίου του 1893 ο τότε πρωθυπουργός Χ. Τρικούπης κήρυξε χρεοστάσιο. Ο δανεισμός και τα εθνικά χρέη προς τους «διεθνείς προστάτες» δεν είναι κάτι καινούργιο στον ελληνικό βίο, από τότε που ιδρύθηκε το Ελληνικό κράτος η ιστορία μας είναι ταυτισμένη με τα χρέη προς τους ξένους, την αναχρηματοδότηση των δανείων και την απειλή της χρεοκοπίας. Ουδέποτε υπήρξε περίοδος που η χώρα να μην ήταν καταχρεωμένη. Η δύσκολη περίοδος που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια δεν είναι πρωτόγνωρη, καθώς πάντοτε ήμασταν «μόνιμοι οφειλέτες» των ξένων οικονομικών δυνάμεων. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τα δάνεια που πάρθηκαν το 1893 για να πληρωθούν οι τόκοι των προηγουμένων δανείων, εξοφλήθηκαν το 1978! (*)

Η ανάγνωση και η κατανόηση του μονόλογου του ανθυπασπιστή μπορεί να φανεί προβληματική για όσους δεν έχουν κάποια επαφή με τον ρουμελιώτικο τρόπο ομιλίας. Διατήρησα την αυθεντική ορθογραφία του κειμένου, αλλάζοντας μόνο το πολυτονικό σε μονοτονικό.

Γ.Χ.

Εφημερίδα “Σκριπ” 7 Ιανουαρίου 1896

ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΕΝΟΣ ΑΝΘΥΠΑΣΠΙΣΤΟΥ

Ακριβώς διατί είχαμεν ευρεθή εις τα ύψη του Μεγάλου Σπηλαίου δεν ενθυμούμαι τόρα, το ζήτημα ήτο, μαζί με τον αρειμάνιον ανθυπασπιστήν ακόλουθος του οποίου ήμην, δεν έμεινα καθόλου δυσηρεστημένος επί πέντε ημέρας εις ένα παράδοξον δροσερώτατον κελί, τρώγων θαυμασίως, πίνων οίνον εξαίσιον και νερό βουνίσιο εντός της τεραστίας εκείνης χαράδρας της πλουσίας από βράχους, καλογήρους και έλατα.
Το βράδυ οπόταν ο ήλιος ενωρίς εκρύπτετο στο απέναντι του μεγάλου Μοναστηρίου βουνό ο κυρ ανθυπασπιστής ο κ α π ε τ ά ν ο ς, ως τον έλεγαν όλοι οι μοναχοί, μ’ έσερνε πάντοτε μακράν του Σπηλαίου προς το μικρόν Νεκροταφείον αφίνων την σακαράκα του να κροτή στα στουρνάρια του βουνού:
- Άιτε ορ’ πιδί να πάμε μιά στάλα πιρίπατου ίσα μι τα κιφαλουτήρια…
Θα ήτο άνω των 45 ετών. Παλαιός υπαξιωματικός κολλήσας στον βαθμόν του ανθυπασπιστού τόσα έτη μετά πικρίας έβλεπε το μέλλον του διατηρών πάντοτε το αγέρωχον του τσομπάνου που ήτο πριν να καταταχθή στο στρατό και την στρατιωτικήν υπερηφάνειαν ήν απέκτησε εις αυτόν. Ξανθός, υψηλός, οστεώδης, μ’ένα καπελάκι κοντό εμπρός, λίγο ψηλό οπίσω, από τα παλιά εκείνα στρατιωτικά καπέλα, με μία μαύρη καταλιγδωμένη στολή, με ξεθωριασμένας κυανάς περισκελίδας και με καμαρωτά … τσαρούχια. Στενοκέφαλος, κουτοπόνηρος, φιλοπερίεργος κ α π ι τ ά ν ο υ ς τέλος από τους διάγοντας όλην την ζωήν των εις την μεταβατικήν υπηρεσίαν…
Όταν εφθάναμεν εις τον μικρόν περίβολον της Οστεοθήκης και του μικρού εξωκλησίου με τα σκιερά δένδρα ολόγυρα, εκάθητο αυτός πρώτα επί τινος πλακός και:
- Έλα κάτσι κι συ τώρα. Για που ήρθαμι κι απ’οψε στα κιφαλουτύρια!…
Και τεντώνων τους ξανθούς μύστακάς του προσήλωσε τους γλαυκούς μικροσκοπικούς οφθαλμούς προς τα υποφαινόμενα δια των παραθύρων κρανία των εις τον Κύριον αναπαυθέντων μοναχών του Σπηλαίου, ροδιζόμενα πενθίμως υπό των τελευταίων ακτίνων του δύοντος ηλίου. Και γυρίζων έπειτα προς εμέ μου επανελάμβανεν επί πέντε εσπέρας ήδη τον στερεότυπον αστεϊσμόν του :
- Κιφαλουτύρια για κασκαβάλια τα λες, μπρε παιδί;
Και επειδη είτε η ώρα, είτε οι περιστάσεις, είτε δεν ξεύρω τι μ’άφινον πάντοτε μελαγχολικόν και σιωπηλόν τας ώρας εκείνας εντός των τεραστίων ολόγυρά μου βράχων, και δεν είχα τίποτε να του απαντήσω, εκείνος πολύλογος ως ήτο, ανελάμβανε την θέσιν του ανωτέρω και ήρχιζε:
- Κρίνε ντε κι συ μιά στάλα άραχλε! Σε σούπα να δ’λεύη, κουμμάτι του μυαλό σ’. Του κιφάλι τ’ανθρώπ’ θελ’ δούλεμα. Να ντου κ’νας του κιφάλι σ’ να πααίνη πέρα δώθε του μυαλό σ’, να μη στέκιτι σ’ν’ ίδια μιριά ουλουένα, άραχλε, κι κουτιάζ’ς.
Κ’εν όσω τον έβλεπα μ΄ένα βλέμμα που δεν εξέφραζε τίποτε, ερεθιζομένη η πολυλογία του, εξεχύνετο εις μίαν τόσον απαράμιλλον ασυναρτησίαν και πρωτοτυπίαν, και ανέπτυσσε γοητευτικήν φιλοσοφίαν, ώστε έπρεπε να δαγκάνω διαρκώς τη γλώσσα μου δια να κρατώ τα γέλοια.
- Να κ’νέσαι ντε κι συ κακουμοίρη. Ούλο σκεφτικός σκιφτικός. Του φιλόσοφου κάν’ς δε μπουρού να καταλάβου. Κι τι θα καταλάβ’ς σ’αυτόν τον κόσμον του μάτιου κακουμοίρ’ Χατζόπλι. Κιφαλουτύρια, κασκαβάλια, να! Έτς’ γιαγιαγιά θα γίνουμ’ ούλ’ μας. Ματιότης ματιουτήτουν τα μπάντα ματιότης… καπνός ην κι διηρράγηκι κι μόνον ευτοί οι καλόγηροι ξέρ’νει να ζήσ΄νε. Σύρι συ πιδέψ’ στουν κόσμο, αφωσιόσου εις την τήρησιν της τάξιως, βάλτα μι τς’ φυγοδίκους, καταδίουξουν του Τσουλή, φαγ’ως’ μι τη μπουλιτική κι να σι μιταθέτνε από τον Τούρναβο εις τον νουμόν Αχαϊονήλιδος, να σι καθυστερώσι του μηνιαίου σου, να σ΄ακυρών΄νε αδίκους κι εκ προθέσιους τας εξιτάσεις σου, να πιριέρχισι ανά τα χουρία και τας κουμοπόλεις εμπνέουν μεν τουν τρόμουν ανά τα κακουποιά στοιχεία, παραγκουνιζόμινους ιξ αντιθέτου από τας ικθέσεις τουν ανουτέρουν σου, περιφρουρούμενος ως επί του πλείστουν εκ μέρους των χουρικών … όρα κι σταθμάρχην Διακοφτού που μ’ άφ΄κε ιπρουχτές να σταλάξου σαν πρόβατου απ’ μνιά αγραπιδέαν μη έχουντος ποίαν τινα αβρουφροσύνην κι μοι προσφέρουν ένα μαξηλάρ, αναξιουπαθών ιν γένει, σήμερον μεν περιερχομένου ιμού τας κοιλάδας κι τα όρη και αύριον να μουλιάζου μέσα σ’ Μπάτρα κι να βλέπου του Μπαπαγιάννη κι του Φραγκόπουλου μι τα ικατουμύρια ιφ’ αμάξης διαρκώς βροχθιζουμίνους παγουτά κι να βλέπου κατόπι να σκούζουν κι να ουρλιάζουν για τη μπαρακράτησιν πιρίπου πιρί τους είκοσι χρηματιστάς ινώ κι να ψηφιστή η μπαρακράτησι είμι πιπισμένους, ότι ουδιμιάς ουφιλίας θα τύχουσιν οι χουρικοί.

Μας έφαγαν τ’αυτιά μ’ αυτήν την μπαρακράτησι μήνες τόρα, έ! Κι να καταίβν’ κάμπος’ τσουλι’αδις απ’ πάνου απ’ του Λιδουρίκι κι να μπούνε μες’ σ’ Μπάτρα να ς’ αλωνίς’ νι και σένα τουν κρυπτόμινουν υπέρ της παρακτατήσιους κι τουν άλλουν, κι τουν άλλουν , ολνούς. Διότι συμβαίνει έτιρουν τι πιρίεργουν από πινταϊτίας. Ιουνίους ου Μουριάς αναστατόνιται μη ερωτουμένης κι της Ρούμιλης. Κι όμως η Ρούμιλη παραγκουνίζιτι από τας Κυβερνήσεις. Ουδείς Κυβερνήτης ηρώτησι πουτέ κι κείνουν του φουκαρά του Ρουμιλιώτη πόσον π’λάει τουν τυρόν του και ποία τιμή προσφέρουν δια του βούτυρουν. Είμιθα κράτους ιν κράτει κι θα πάμε χαμένοι… Ούλ’ ενα πράμμα είμιθα. Κι γω που τοιουτουτρόπους σ’ομιλού. Αχόρταγοι είμεθα. Διότι σι περικαλού, προκειμένου περί ιμού σήμιρον. Είδες που είπε ου ηγούμινους να φκιάσ’ ν’ απόψε πιλάφι, καπαμά κι ψητό. Ιγώ προυσέθησα κι τις κιφτέδες. Τι τις ήθελα; Αλαίμαργους βλέπ’ς. Βρε δε σι φτάνει ου καπαμάς, του πιλάφ’ και του ψητό χώρια η σαλάτα, τ’λόγου ς’ θέλεις κι κιφτέδις! Και μι σάλτσα μάλιστα. Κι η σάλτσα να είνε ξ’νουτσ’κη, έτς’ μ’ αρές! Τι είμιθα ουρέ! Τα μάτια τ’ανθρώπ’ είν’ αχόρταγα. Φατι μάτια ψάρια κι κοιλιά περίδρουμου. Κι καταντούμι μιά μέρα έτς’ γιαγιά κιφαλουτύρια για κασκαβάλια όπους θέλ’ς. Ματιότης ματιουτήτουν τα μπάντα ματιότις κι φιρόμεθα προς τουν κρημνόν. Μετά ‘ξηκουνταϊτή ελεύθερουν πουλιτικόν βίουν χριουκουπήσαμε κι ως έθνος κι ως άτουμα. Κι δε γίνετι κι ου συμβιβασμός εξ άλλου. Εν τη προυκειμένη περιπτώσει φταίει κι η Τρικούπης. Ηδύνατο να πραξ’ τους δανειστάς κι να τσ’πη πόσα έχου να σας δώσου. Οπ’ κιερατάδις, καμ’ τι καλά, δέκα, είκους’ τς’ ικατό. Τι θα εποίουν οι κιερατάδις; Ου συμβιβασμός θα γίνουνταν κι θα μας βασάνιζι σήμιρα ου χρυσός. Αλλ’ ου Τρικούπ’ς τα είχε πλακάκια μιτά του Τσιγγρού κι πάμε μεις οι άλλοι χαμένοι, κακουμοίρη μ’. Ιδίους οι πλέουν αδικούμινοι είμιθα μεις οι ανθυπασπισταί. Μήτι προυβιβασμοί… Κουλήσαμι κι θα δούμι αν θα πάρουμι κι τη σύνταξί μας όπως καταντήσαμι.
Εν δυσίν λόγοις μας κατέπνιξαν οι Λεβαντίνοι κι οι σταφιδέμποροι. Συλλαλητήρια, συλλαλητήρια κιρατάδες; Παρακράτησις, παρακράτησις, Να ψηφισθή κι στην τρίτην ανάγνουσι κι δω είμαστι. Τίπουτι, τίπουτι δεν θα γίνη. Ματιότης ματιουτίτουν τα μπάντα ματιότης… Άϊντε πάμε τόρα γιατί σουτούπουσι…

Κι ενώ κατερχόμεθα προς τον πυλώνα του μοναστηρίου, συναντώμενοι προς τους δια την εσπερινήν ακολουθίαν σπεύδοντας μοναχούς, και η αύρα του βουνού εφυσούσε τόσο δροσερή και πάναγνος, φέρουσα ελαφράς ευωδίας ελατών και κέδρων, και αι βρύσες εν τη επερχομένη σκοτία άφιναν μυστηριώδη απήχησιν ανά τους βράχους, και απήχει δαιμονίως κάτω εις την χαράδραν το σφύριγμα του διερχομένου σιδηροδρόμου, και ήναπτον τα κυρία των και τα κανδήλια όλα τα πανύψηλα κελία τα ερριζωμένα φανταστικώς εις τα υψηλά πλάγια του παμμεγέθους βράχου, και ο βαρύς κώδων έχυνε μελωδίαν βαρείαν και κάπως αγρίαν, ο κύριος ανθυπασπιστής, ο περίεργος κ α π ι τ ά ν ι ο υ ς εν των μοναστηρίω μου εψιθύρισε στ’ αυτί:
- Κύτταξι αύριου μπουνόρα που θα φύγουμι να πης του ηγούμενου εκ μέρους μου πως ου καπιτάνους θέλει κανένα ασκακι τυρί και δυο τρία βάζα ρουδουζάχαρ’ !...

Μ.Χ.

___________

(*) Βλέπε:

https://www.candiadoc.gr/2021/12/10/10-dekemvrioy-1893-chreokopia-trikoypi/








Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2024

Ο ΞΕΜΥΑΛΙΣΤΡΑΣ

 Το 1970 στάθηκε χρονιά σημαδιακή για την εφηβική μου ζωή. Το ξεμυάλισμα -που είχε αρχίσει να διαγράφεται ήδη από τον προηγούμενο χρόνο- πήρε μεγάλες διαστάσεις κι έγινε η νέα μου καθημερινότητα. Δεν είχα πλέον κανένα ενδιαφέρον για διάβασμα, μαθήματα, αθλητισμό, πειθαρχία, ζωή του “καλού μαθητή”.

Φυσικά είχα κόψει από καιρό κατηχητικά, χριστιανικές ομάδες, και στον προσκοπισμό πήγαινα όσο το δυνατόν λιγότερο. Οι παρέες μου ήταν τα “ξύπνια” παιδιά της γειτονιάς, περισσότερο ο Γιάννης ο Κατωμερής, αλλά και ο Μιχάλης Τριανταφύλλου, ο Δημήτρης Κούβαρης και ο Νάσος ο Χατζηγεωργίου. Μεγάλο μέρος της ημέρας το πέρναγα στα σφαιριστήρια, σε μπαρ, κινηματογράφους και, ελλείψει άλλου, στο δρόμο. Οι γονείς μου δεν ήξεραν πως να διαχειριστούν αυτή μου την αλλαγή. Μιά από τις φαιανές ιδέες της μάνας μου ήταν να με βάλει να πηγαίνω σε ψυχολόγο, καμουφλάροντας αυτές τις επισκέψεις σαν “μαθήματα επαγγελματικού προσανατολισμού”. Που να φανταζόταν η δύστυχη τι κουτί της Πανδώρας είχε ανοίξει. Λοιπόν η ψυχολόγος -μια μακρινή μας συγγενής- δεχόταν κάπου στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, και όταν το “μάθημα” τελείωνε πήγαινα φυσέκι στο σπίτι του ξαδέρφου μου Κώστα Μεντή στην πλατεία Γκύζη. Η θειά μου η Φιφή μου είχε αδυναμία και από πάντα επεδίωκε να κάνουμε παρέα ο γιος της κι’εγώ. Στο σπίτι των Μενταίων υπήρχε ένας σημαντικός νεωτερισμός. Ο γέρο Μεντής είχε μόλις αγοράσει ένα στερεοφωνικό σύστημα με πικαπ, κασετόφωνο ντεκ, ενισχυτή και ηχεία. Είχαμε ήδη αρχίσει ν’αγοράζουμε βινύλια με μοντέρνα μουσική της εποχής και καθόμασταν ν’απολαύσουμε με τις ώρες. Η παρέα του Κώστα εκείνη την περίοδο ήταν ο Νίκος ο Κούνας, ο Λάκης ο Μπουκλής και ο Βασίλης ο “Πινόκιο” όπως τον λέγαμε. Όμως η συναναστροφή με τον ξάδερφο δεν περιοριζόταν σε αυτές τις επισκέψεις. Συχνά βρισκόμασταν στο κέντρο για να πάμε μαζί σινεμά, σιγά σιγά όμως δημιουργήθηκε και μιά συνήθεια που έβαλε σε κίνδυνο το μέλλον των σπουδών μου. Πολλές φορές τα πρωινά, καθόμασταν τότε στην Νεα Σμύρνη στην οδό Ηλία Κοκκώνη, βγαίνοντας αμέριμνος από το σπίτι και κατευθυνόμενος προς το σχολείο, λίγο πριν από τη γωνία με την οδό Αιγαίου, από μιά αλάνα υπερυψωμένη σε σύγκριση με το δρόμο ερχόταν μια απόμακρη, σχεδόν σκωπτική φωνή:

- Γιαννάκη, γιαννάκη…

Ήταν ο Μεντής, που ερχόταν με το λεωφορείο από του Γκύζη και με περίμενε εκεί. Η πρόθεση ήταν φανερή: εκείνη τη μέρα θα κάναμε κοπάνα. Αν δεν πηγαίναμε να τη βγάλουμε στο Σινεάκ στην Πανεπιστημίου στο κέντρο της Αθήνας που είχε πολύωρο πρόγραμμα από το πρωί, ο άλλος προορισμός ήταν σχεδόν μονόδρομος: Άγιος Κοσμάς. Στον Άγιο Κοσμά υπήρχαν αθλοπαιδιές, ήταν ο προορισμός των απανταχού κοπανατζήδων Αθηνών και Πειραιώς και περιχώρων. Εκεί γνωρίζαμε άλλα παιδιά, κάναμε πλάκα, παίζαμε αυτοσχέδιες παρτίδες βόλεϊ ή μπάσκετ, κάναμε “μπούγιο”, όπως λέγαμε τότε. Όταν βαριόμασταν πηγαίναμε στη μαρίνα να χαζέψουμε τα πλεούμενα, φανταζόμαστε και καταστρώναμε περιπέτειες με τα πλεούμενα που θα αγοράζαμε όταν θα γινόμασταν πλούσιοι. Με τις απουσίες που αναγκαστικά καταγραφόταν είχα βρει μια βολική λύση: λόγω Πανιωνίου ήμουν φίλος με τον καθηγητή της γυμναστικής και με τη δικαιολογία των -ανύπαρκτων- προπονήσεων λίγο ή πολύ οι περισσότερες απουσίες μου σβηνόταν...

Η ιστορία αυτή διήρκησε για αρκετούς  μήνες και όπως ήταν προβλεπόμενο είχε ένα αρκετά τραγικό τέλος.

Κάποιο πρωί Απριλίου, ο καιρός ήταν θαυμάσιος, βγήκα από το σπίτι μου χωρίς καμιά διάθεση να πάω για μάθημα. Σα να είχαμε συνεννοηθεί τηλεπαθητικά, στη γωνία με περίμενε ο Μεντής. Κρύψαμε τα βιβλία μας κάτω από κάτι θάμνους στην αλάνα και κατευθυνθήκαμε στη λεωφόρο Συγγρού για να πάρουμε το λεωφορείο για Άγιο Κοσμά. Περάσαμε ανέμελα όλο το πρωί και ανυποψίαστοι κατά το μεσημέρι κατευθυνθήκαμε στην αλάνα για να πάρουμε τα βιβλία. Ψάξε εδώ, ψάξε εκεί τα βιβλία είχανε γίνει καπνός. Δεν θυμάμαι πως έσωσε την κατάσταση ο ξαδερφός μου. Εγώ, χωρίς να χάσω την ψυχραιμία μου πήγα στο σπίτι του φίλου μου του Κατωμερή και του ζήτησα δανεικά μερικά βιβλία και τετράδια για να μην εμφανιστώ με άδεια χέρια στο σπίτι. Όταν μπήκα στο σπίτι η μάνα μου με υποδέχτηκε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο.

Μήπως έχασες τίποτα παιδί μου;

Κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ την έκταση της χαλάστρας που είχε γίνει.

- Βρε αλήτη που ήσουνα που μ’έκανες ρεζίλι, δεν ντρέπεσαι, πήρανε τηλέφωνο από το σχολείο και αύριο πρέπει να παρουσιαστείς με τον κηδεμόνα σου, μιά κυρία σας είδε από το μπαλκόνι και πήγε και πήρε τα βιβλία και τα πήγε στη γραμματεία στο σχολείο, τι κακό με βρήκε, πως θα αντικρίσω τον Λυκειάρχη, εσύ θα με πεθάνεις κλπ.

Την άλλη μέρα με τ’αυτιά κατεβασμένα παρουσιάστηκα “μετά του κηδεμόνος μου”, έφαγα μιά ψυχρολουσία από τον Διευθυντή, που παρόλα αυτά δεν φάνηκε νάναι τόσο αυστηρός στην κρίση του, είπε ότι για ένα τέτοιο παράπτωμα η σωστή τιμωρία ήταν τρεις μέρες αποβολή. Για μεγάλη μου ατυχία εμφανίστηκε εκείνη τη στιγμή ένας από τους υποδιευθυντές, κέρατο βερνικωμένο, θιασώτης της 21ης Απριλίου, έκανε αιφνιδιαστικές εφόδους στις διάφορες τάξεις και έψαχνε για τσιγάρα, “Μάσκες” και άλλα απαγορευμένα περιοδικά στις σάκες των μαθητών, αλλά το χειρότερο είχε στην τσέπη του ένα υποδεκάμετρο και μέτραγε φαβορίτες και μήκος μαλλιών δεξιά κι αριστερά. Μόλις μπήκε στο γραφείο και κατάλαβε τι γινόταν έβγαλε το υποδεκάμετρο και άρχισε να μετράει τις φαβορίτες μου. Ήταν μέρες που δεν ξυριζόμουνα και είχα αρκετά εμφανή και ακατάστατα γένια.

- Πολύ ωραία, πάμε ν’ αφήσωμεν και μούσι, τι κατάστασις είναι αυτή; που θα καταλήξωμεν κύριε Διευθυντά με αυτούς τους αλήτες, έπειτα τι βλέπω, φοράμε και μπλου τζην, που είμεθα εις το Τέξας ή το Φαρ Γουέστ;

- Είναι μπλε παντελόνια, εγώ τα έχω ράψει, πήγε να με υπερασπιστεί η μάνα μου...

- Κύριε Διεθυντά εισηγούμαι διήμερον επιπρόσθετον αποβολήν δι’ αυτόν τον χίπην καθώς και εν χρω κουρά, όχι αστειευόμεθα...

Την εν χρω κουρά τη γλύτωσα αλλά έφαγα πέντε μέρες αποβολή που σήμαινε μια βδομάδα εις κατ’ οίκον περιορισμό, με συνεχή γκρίνια και φοβέρες. Ο γέρο Μεντής, όπως έκανε πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις είπε ότι είχε έτοιμα τα κασελάκια για να πάμε να γυαλίζουμε παπούτσια στην Ομόνοια, μόνο γι’αυτό είμασταν ικανοί. Οι μανάδες μας συμφώνησαν να μας απαγορέψουν τη συναναστροφή “μέχρι νεωτέρας διαταγής”, αλλά φυσικά αυτή η απαγόρευση διάρκεσε για μερικές μέρες, ήδη για το Πάσχα πήγα με τους Μενταίους εκδρομή στον ‘Οσιο Λουκά.

- Ο Κώστας (Μεντής) και ο Γιάννης (Κατωμερής) είναι ξεμυαλίστρες, πρέπει να κάνεις παρέα τα παιδιά του κατηχητικού, μου λεγε κάθε μέρα η μάνα μου, ευτυχώς δεν την άκουσα.

Βέβαια στο τέλος της σχολικής χρονιάς με κόψανε σε μία σειρά μαθήματα, μου΄βαλαν και διαγωγή “καλή”, οπότε δε γινόταν να συνεχίσω στην Ευαγγελική Σχολή. Δια μέσου γνωριμιών της μάνας μου με δέχτηκαν τελικά στο Λύκειο της Πλάκας και εκεί άρχισε ένα καινούργιο κεφάλαιο της ζωής μου.