Το 1970 στάθηκε χρονιά
σημαδιακή για την εφηβική μου ζωή. Το
ξεμυάλισμα -που είχε αρχίσει να διαγράφεται
ήδη από τον προηγούμενο χρόνο- πήρε
μεγάλες διαστάσεις κι έγινε η νέα μου
καθημερινότητα. Δεν είχα πλέον κανένα
ενδιαφέρον για διάβασμα, μαθήματα,
αθλητισμό, πειθαρχία, ζωή του “καλού
μαθητή”.
Φυσικά
είχα κόψει από καιρό κατηχητικά,
χριστιανικές ομάδες, και στον προσκοπισμό
πήγαινα όσο το δυνατόν λιγότερο. Οι
παρέες μου ήταν τα “ξύπνια” παιδιά της
γειτονιάς, περισσότερο ο Γιάννης ο
Κατωμερής, αλλά και ο Μιχάλης Τριανταφύλλου,
ο Δημήτρης Κούβαρης και ο Νάσος ο
Χατζηγεωργίου. Μεγάλο μέρος της ημέρας
το πέρναγα στα σφαιριστήρια, σε μπαρ,
κινηματογράφους και, ελλείψει άλλου,
στο δρόμο. Οι γονείς μου δεν ήξεραν πως
να διαχειριστούν αυτή μου την αλλαγή.
Μιά από τις φαιανές ιδέες της μάνας μου
ήταν να με βάλει να πηγαίνω σε ψυχολόγο,
καμουφλάροντας αυτές τις επισκέψεις
σαν “μαθήματα επαγγελματικού
προσανατολισμού”. Που να φανταζόταν η
δύστυχη τι κουτί της Πανδώρας είχε
ανοίξει. Λοιπόν η ψυχολόγος -μια μακρινή
μας συγγενής- δεχόταν κάπου στη λεωφόρο
Αλεξάνδρας, και όταν το “μάθημα”
τελείωνε πήγαινα φυσέκι στο σπίτι του
ξαδέρφου μου Κώστα Μεντή στην πλατεία
Γκύζη. Η θειά μου η Φιφή μου είχε αδυναμία
και από πάντα επεδίωκε να κάνουμε παρέα
ο γιος της κι’εγώ. Στο σπίτι των Μενταίων
υπήρχε ένας σημαντικός νεωτερισμός. Ο
γέρο Μεντής είχε μόλις αγοράσει ένα
στερεοφωνικό σύστημα με πικαπ, κασετόφωνο
ντεκ, ενισχυτή και ηχεία. Είχαμε ήδη
αρχίσει ν’αγοράζουμε βινύλια με μοντέρνα
μουσική της εποχής και καθόμασταν
ν’απολαύσουμε με τις ώρες. Η παρέα του
Κώστα εκείνη την περίοδο ήταν ο Νίκος
ο Κούνας, ο Λάκης ο Μπουκλής και ο Βασίλης
ο “Πινόκιο” όπως τον λέγαμε. Όμως η
συναναστροφή με τον ξάδερφο δεν
περιοριζόταν σε αυτές τις επισκέψεις.
Συχνά βρισκόμασταν στο κέντρο για να
πάμε μαζί σινεμά, σιγά σιγά όμως
δημιουργήθηκε και μιά συνήθεια που
έβαλε σε κίνδυνο το μέλλον των σπουδών
μου. Πολλές φορές τα πρωινά, καθόμασταν
τότε στην Νεα Σμύρνη στην οδό Ηλία
Κοκκώνη, βγαίνοντας αμέριμνος από το
σπίτι και κατευθυνόμενος προς το σχολείο,
λίγο πριν από τη γωνία με την οδό Αιγαίου,
από μιά αλάνα υπερυψωμένη σε σύγκριση
με το δρόμο ερχόταν μια απόμακρη, σχεδόν
σκωπτική φωνή:
-
Γιαννάκη, γιαννάκη…
Ήταν
ο Μεντής, που ερχόταν με το λεωφορείο
από του Γκύζη και με περίμενε εκεί. Η
πρόθεση ήταν φανερή: εκείνη τη μέρα θα
κάναμε κοπάνα. Αν δεν πηγαίναμε να τη
βγάλουμε στο Σινεάκ στην Πανεπιστημίου
στο κέντρο της Αθήνας που
είχε πολύωρο πρόγραμμα από το πρωί, ο
άλλος προορισμός ήταν σχεδόν μονόδρομος:
Άγιος Κοσμάς. Στον Άγιο Κοσμά υπήρχαν
αθλοπαιδιές, ήταν ο προορισμός των
απανταχού κοπανατζήδων Αθηνών και
Πειραιώς και περιχώρων. Εκεί γνωρίζαμε
άλλα παιδιά, κάναμε πλάκα, παίζαμε
αυτοσχέδιες παρτίδες βόλεϊ ή μπάσκετ,
κάναμε “μπούγιο”, όπως λέγαμε τότε.
Όταν βαριόμασταν πηγαίναμε στη μαρίνα
να χαζέψουμε τα πλεούμενα, φανταζόμαστε
και καταστρώναμε περιπέτειες με τα
πλεούμενα που θα αγοράζαμε όταν θα
γινόμασταν πλούσιοι. Με τις απουσίες
που αναγκαστικά καταγραφόταν είχα βρει
μια βολική λύση: λόγω Πανιωνίου ήμουν
φίλος με τον καθηγητή της γυμναστικής
και με τη δικαιολογία των -ανύπαρκτων-
προπονήσεων λίγο ή πολύ οι περισσότερες
απουσίες μου σβηνόταν...
Η
ιστορία αυτή διήρκησε για αρκετούς μήνες και όπως ήταν προβλεπόμενο
είχε ένα αρκετά τραγικό τέλος.
Κάποιο
πρωί Απριλίου, ο καιρός ήταν θαυμάσιος,
βγήκα από το σπίτι μου χωρίς καμιά
διάθεση να πάω για μάθημα. Σα να είχαμε
συνεννοηθεί τηλεπαθητικά, στη γωνία με
περίμενε ο Μεντής. Κρύψαμε τα βιβλία
μας κάτω από κάτι θάμνους στην αλάνα
και κατευθυνθήκαμε στη λεωφόρο Συγγρού
για να πάρουμε το λεωφορείο για Άγιο
Κοσμά. Περάσαμε ανέμελα όλο το πρωί και
ανυποψίαστοι κατά το μεσημέρι
κατευθυνθήκαμε στην αλάνα για να πάρουμε
τα βιβλία. Ψάξε εδώ, ψάξε εκεί τα βιβλία
είχανε γίνει καπνός. Δεν θυμάμαι πως
έσωσε την κατάσταση ο ξαδερφός μου. Εγώ,
χωρίς να χάσω την ψυχραιμία μου πήγα
στο σπίτι του φίλου μου του Κατωμερή
και του ζήτησα δανεικά μερικά βιβλία
και τετράδια για να μην εμφανιστώ με
άδεια χέρια στο σπίτι. Όταν μπήκα στο
σπίτι η μάνα μου με υποδέχτηκε με ένα
σαρδόνιο χαμόγελο.
–
Μήπως έχασες τίποτα
παιδί μου;
Κατάλαβα
ότι κάτι δεν πήγαινε καλά αλλά δεν
μπορούσα να φανταστώ την έκταση της
χαλάστρας που είχε γίνει.
-
Βρε αλήτη που ήσουνα που μ’έκανες
ρεζίλι, δεν ντρέπεσαι, πήρανε τηλέφωνο
από το σχολείο και αύριο πρέπει να
παρουσιαστείς με τον κηδεμόνα σου, μιά
κυρία σας είδε από το μπαλκόνι και πήγε
και πήρε τα βιβλία και τα πήγε στη
γραμματεία στο σχολείο, τι κακό με βρήκε,
πως θα αντικρίσω τον Λυκειάρχη, εσύ θα
με πεθάνεις κλπ.
Την
άλλη μέρα με τ’αυτιά κατεβασμένα
παρουσιάστηκα “μετά του κηδεμόνος
μου”, έφαγα μιά ψυχρολουσία από τον
Διευθυντή, που παρόλα αυτά δεν φάνηκε
νάναι τόσο αυστηρός στην κρίση του, είπε
ότι για ένα τέτοιο παράπτωμα η σωστή
τιμωρία ήταν τρεις μέρες αποβολή. Για
μεγάλη μου ατυχία εμφανίστηκε εκείνη
τη στιγμή ένας από τους υποδιευθυντές,
κέρατο βερνικωμένο, θιασώτης της 21ης
Απριλίου, έκανε αιφνιδιαστικές εφόδους
στις διάφορες τάξεις και έψαχνε για
τσιγάρα, “Μάσκες” και άλλα απαγορευμένα
περιοδικά στις σάκες των μαθητών, αλλά
το χειρότερο είχε στην τσέπη του ένα
υποδεκάμετρο και μέτραγε φαβορίτες και
μήκος μαλλιών δεξιά κι αριστερά. Μόλις
μπήκε στο γραφείο και κατάλαβε τι γινόταν
έβγαλε το υποδεκάμετρο και άρχισε να
μετράει τις φαβορίτες μου. Ήταν μέρες
που δεν ξυριζόμουνα και είχα αρκετά
εμφανή και ακατάστατα γένια.
-
Πολύ ωραία, πάμε ν’ αφήσωμεν και μούσι,
τι κατάστασις είναι αυτή; που θα
καταλήξωμεν κύριε Διευθυντά με αυτούς
τους αλήτες, έπειτα τι βλέπω, φοράμε και
μπλου τζην, που είμεθα εις το Τέξας ή το
Φαρ Γουέστ;
-
Είναι μπλε παντελόνια, εγώ τα έχω ράψει,
πήγε να με υπερασπιστεί η μάνα μου...
-
Κύριε Διεθυντά εισηγούμαι διήμερον
επιπρόσθετον αποβολήν δι’ αυτόν τον
χίπην καθώς και εν χρω κουρά, όχι
αστειευόμεθα...
Την
εν χρω κουρά τη γλύτωσα αλλά έφαγα πέντε
μέρες αποβολή που σήμαινε μια βδομάδα
εις κατ’ οίκον περιορισμό, με συνεχή
γκρίνια και φοβέρες. Ο γέρο Μεντής, όπως
έκανε πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις
είπε ότι είχε έτοιμα τα κασελάκια για
να πάμε να γυαλίζουμε παπούτσια στην
Ομόνοια, μόνο γι’αυτό είμασταν ικανοί.
Οι μανάδες μας συμφώνησαν να μας
απαγορέψουν τη συναναστροφή “μέχρι
νεωτέρας διαταγής”, αλλά φυσικά αυτή
η απαγόρευση διάρκεσε για μερικές μέρες,
ήδη για το Πάσχα πήγα με τους Μενταίους
εκδρομή στον ‘Οσιο Λουκά.
-
Ο Κώστας (Μεντής) και ο Γιάννης (Κατωμερής)
είναι ξεμυαλίστρες, πρέπει να κάνεις
παρέα τα παιδιά του κατηχητικού, μου
λεγε κάθε μέρα η μάνα μου, ευτυχώς δεν
την άκουσα.
Βέβαια
στο τέλος της σχολικής χρονιάς με κόψανε
σε μία σειρά μαθήματα, μου΄βαλαν και
διαγωγή “καλή”, οπότε δε γινόταν να
συνεχίσω στην Ευαγγελική Σχολή. Δια
μέσου γνωριμιών της μάνας μου με δέχτηκαν
τελικά στο Λύκειο της Πλάκας και εκεί
άρχισε ένα καινούργιο κεφάλαιο της ζωής
μου.