|
Μέγα Σπήλαιον Dodwell «Views in Greece from drawings», 1801-1806 |
Διήγημα
από τη σειρά “Τα Λησμονημένα Στρατιωτικά”
γραμμένο λίγο
πριν από τον
ατυχή πόλεμο του 1897. Αποθέωση του είδους
“στριφτός μύσταξ και λερωμένη φουστανέλα”
έχει για μία ακόμη φορά πρωταγωνιστή
ένα χαμηλόβαθμο καραβανά, τον “καπετάνο”
όπως το λένε οι μοναχοί της της
μονής Μεγάλου Σπηλαίου. Παρόλο
που ο Χατζόπουλος τον περιγράφει σαν
στενοκέφαλο,
κουτοπόνηρο, φιλοπερίεργο,
φαίνεται να του έχει ιδιαίτερη συμπάθεια,
μοιάζει γοητευμένος από την αυθόρμητη
αξεσιά, από τους αδέξιους, χοντροκομμένους
τρόπους του ανωτέρου του. Η αναφορά που
γίνεται στο κείμενο για τον Τρικούπη
και τον Συγγρό δεν είναι τυχαία, πράγματι
στις 10 Δεκεμβρίου του 1893 ο τότε
πρωθυπουργός Χ. Τρικούπης κήρυξε
χρεοστάσιο. Ο
δανεισμός και τα εθνικά χρέη προς τους
«διεθνείς προστάτες» δεν είναι κάτι
καινούργιο στον ελληνικό βίο, από τότε
που ιδρύθηκε το Ελληνικό κράτος η
ιστορία μας είναι ταυτισμένη με τα χρέη
προς τους ξένους, την αναχρηματοδότηση
των δανείων και την απειλή της χρεοκοπίας.
Ουδέποτε υπήρξε περίοδος που η χώρα να
μην ήταν καταχρεωμένη. Η δύσκολη περίοδος
που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια δεν
είναι πρωτόγνωρη, καθώς πάντοτε
ήμασταν «μόνιμοι οφειλέτες» των ξένων
οικονομικών δυνάμεων. Χαρακτηριστικό
είναι το γεγονός ότι τα δάνεια που
πάρθηκαν το 1893 για να πληρωθούν οι τόκοι
των προηγουμένων δανείων, εξοφλήθηκαν
το 1978! (*)
Η
ανάγνωση και η κατανόηση του
μονόλογου του ανθυπασπιστή μπορεί
να φανεί προβληματική για όσους δεν
έχουν κάποια επαφή με τον ρουμελιώτικο
τρόπο ομιλίας. Διατήρησα την
αυθεντική ορθογραφία του κειμένου,
αλλάζοντας μόνο το
πολυτονικό σε μονοτονικό.
Γ.Χ.
Εφημερίδα
“Σκριπ” 7 Ιανουαρίου 1896
ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΕΝΟΣ
ΑΝΘΥΠΑΣΠΙΣΤΟΥ
Ακριβώς
διατί είχαμεν ευρεθή εις τα ύψη του
Μεγάλου Σπηλαίου δεν ενθυμούμαι τόρα,
το ζήτημα ήτο, μαζί με τον αρειμάνιον
ανθυπασπιστήν
ακόλουθος του οποίου ήμην, δεν έμεινα
καθόλου δυσηρεστημένος επί πέντε ημέρας
εις ένα παράδοξον δροσερώτατον κελί,
τρώγων θαυμασίως, πίνων οίνον εξαίσιον
και νερό βουνίσιο εντός της τεραστίας
εκείνης χαράδρας της πλουσίας από
βράχους, καλογήρους και έλατα.
Το
βράδυ οπόταν ο ήλιος ενωρίς εκρύπτετο
στο απέναντι του μεγάλου Μοναστηρίου
βουνό ο κυρ ανθυπασπιστής ο κ α π ε τ ά
ν ο ς, ως τον έλεγαν όλοι οι μοναχοί, μ’
έσερνε πάντοτε μακράν του Σπηλαίου προς
το μικρόν Νεκροταφείον αφίνων την
σακαράκα του να κροτή στα στουρνάρια
του βουνού:
- Άιτε ορ’
πιδί να πάμε μιά στάλα πιρίπατου ίσα μι
τα κιφαλουτήρια…
Θα
ήτο άνω των 45 ετών. Παλαιός υπαξιωματικός
κολλήσας στον βαθμόν του ανθυπασπιστού
τόσα έτη μετά πικρίας έβλεπε το μέλλον
του διατηρών πάντοτε το αγέρωχον του
τσομπάνου που ήτο πριν να καταταχθή στο
στρατό και την στρατιωτικήν υπερηφάνειαν
ήν απέκτησε εις αυτόν. Ξανθός, υψηλός,
οστεώδης, μ’ένα καπελάκι κοντό εμπρός,
λίγο ψηλό οπίσω, από τα παλιά εκείνα
στρατιωτικά καπέλα, με μία μαύρη
καταλιγδωμένη στολή, με ξεθωριασμένας
κυανάς περισκελίδας και με καμαρωτά …
τσαρούχια. Στενοκέφαλος, κουτοπόνηρος,
φιλοπερίεργος κ α π ι τ ά ν ο υ ς τέλος
από τους διάγοντας όλην την ζωήν των
εις την μεταβατικήν υπηρεσίαν…
Όταν
εφθάναμεν εις τον μικρόν περίβολον της
Οστεοθήκης και του μικρού εξωκλησίου
με τα σκιερά δένδρα ολόγυρα, εκάθητο
αυτός πρώτα επί τινος πλακός και:
-
Έλα κάτσι κι συ τώρα. Για που ήρθαμι κι
απ’οψε στα κιφαλουτύρια!…
Και
τεντώνων τους ξανθούς μύστακάς του
προσήλωσε τους γλαυκούς μικροσκοπικούς
οφθαλμούς προς τα υποφαινόμενα δια των
παραθύρων κρανία των εις τον Κύριον
αναπαυθέντων μοναχών του Σπηλαίου,
ροδιζόμενα πενθίμως υπό των τελευταίων
ακτίνων του δύοντος ηλίου. Και γυρίζων
έπειτα προς εμέ μου επανελάμβανεν επί
πέντε εσπέρας ήδη τον στερεότυπον
αστεϊσμόν του :
- Κιφαλουτύρια για
κασκαβάλια τα λες, μπρε παιδί;
Και
επειδη είτε
η ώρα, είτε οι περιστάσεις, είτε δεν
ξεύρω τι μ’άφινον πάντοτε μελαγχολικόν
και σιωπηλόν τας ώρας εκείνας εντός των
τεραστίων ολόγυρά μου βράχων, και δεν
είχα τίποτε να του απαντήσω, εκείνος
πολύλογος ως ήτο, ανελάμβανε την θέσιν
του ανωτέρω και ήρχιζε:
- Κρίνε
ντε κι συ μιά στάλα άραχλε!
Σε σούπα να δ’λεύη, κουμμάτι του μυαλό
σ’. Του κιφάλι τ’ανθρώπ’ θελ’
δούλεμα. Να ντου κ’νας του κιφάλι σ’
να πααίνη πέρα δώθε του μυαλό σ’, να μη
στέκιτι σ’ν’ ίδια μιριά ουλουένα,
άραχλε, κι κουτιάζ’ς.
Κ’εν όσω τον
έβλεπα μ΄ένα βλέμμα που δεν εξέφραζε
τίποτε, ερεθιζομένη η πολυλογία του,
εξεχύνετο εις μίαν τόσον απαράμιλλον
ασυναρτησίαν και πρωτοτυπίαν, και
ανέπτυσσε γοητευτικήν φιλοσοφίαν, ώστε
έπρεπε να δαγκάνω διαρκώς τη γλώσσα μου
δια να κρατώ τα γέλοια.
-
Να κ’νέσαι
ντε κι συ κακουμοίρη. Ούλο σκεφτικός
σκιφτικός. Του φιλόσοφου κάν’ς δε
μπουρού να καταλάβου. Κι τι θα καταλάβ’ς
σ’αυτόν τον κόσμον του μάτιου κακουμοίρ’
Χατζόπλι. Κιφαλουτύρια,
κασκαβάλια, να! Έτς’ γιαγιαγιά θα γίνουμ’
ούλ’ μας. Ματιότης ματιουτήτουν τα
μπάντα ματιότης… καπνός ην κι διηρράγηκι
κι μόνον ευτοί οι καλόγηροι
ξέρ’νει να ζήσ΄νε. Σύρι συ πιδέψ’ στουν
κόσμο, αφωσιόσου εις την τήρησιν της
τάξιως, βάλτα μι τς’ φυγοδίκους,
καταδίουξουν του Τσουλή, φαγ’ως’ μι
τη μπουλιτική κι να σι μιταθέτνε από
τον Τούρναβο εις τον νουμόν Αχαϊονήλιδος,
να σι καθυστερώσι του μηνιαίου σου, να
σ΄ακυρών΄νε αδίκους κι εκ προθέσιους
τας εξιτάσεις σου, να
πιριέρχισι ανά τα χουρία και τας
κουμοπόλεις εμπνέουν μεν τουν τρόμουν
ανά τα κακουποιά
στοιχεία, παραγκουνιζόμινους ιξ αντιθέτου
από τας ικθέσεις τουν ανουτέρουν σου,
περιφρουρούμενος ως επί του πλείστουν
εκ μέρους των χουρικών … όρα κι σταθμάρχην
Διακοφτού που μ’ άφ΄κε ιπρουχτές να
σταλάξου σαν πρόβατου απ’ μνιά αγραπιδέαν
μη έχουντος ποίαν τινα αβρουφροσύνην
κι μοι προσφέρουν ένα μαξηλάρ, αναξιουπαθών
ιν γένει, σήμερον μεν περιερχομένου
ιμού τας κοιλάδας κι τα όρη και αύριον
να μουλιάζου μέσα
σ’ Μπάτρα κι να βλέπου
του Μπαπαγιάννη κι του Φραγκόπουλου μι
τα ικατουμύρια ιφ’ αμάξης διαρκώς
βροχθιζουμίνους παγουτά κι να βλέπου
κατόπι να σκούζουν κι να ουρλιάζουν για
τη μπαρακράτησιν πιρίπου πιρί τους
είκοσι χρηματιστάς ινώ κι να ψηφιστή η
μπαρακράτησι είμι πιπισμένους, ότι
ουδιμιάς ουφιλίας θα τύχουσιν οι
χουρικοί.
Μας
έφαγαν τ’αυτιά μ’ αυτήν την μπαρακράτησι
μήνες τόρα, έ! Κι να καταίβν’
κάμπος’ τσουλι’αδις απ’ πάνου απ’
του Λιδουρίκι κι να μπούνε μες’ σ’
Μπάτρα να ς’ αλωνίς’ νι και σένα τουν
κρυπτόμινουν υπέρ της παρακτατήσιους
κι τουν άλλουν, κι τουν άλλουν , ολνούς.
Διότι συμβαίνει έτιρουν τι πιρίεργουν
από πινταϊτίας. Ιουνίους ου Μουριάς
αναστατόνιται μη ερωτουμένης κι της
Ρούμιλης. Κι όμως η Ρούμιλη παραγκουνίζιτι
από τας Κυβερνήσεις. Ουδείς Κυβερνήτης
ηρώτησι πουτέ κι κείνουν του φουκαρά
του Ρουμιλιώτη πόσον π’λάει τουν τυρόν
του και ποία τιμή προσφέρουν δια του
βούτυρουν. Είμιθα κράτους ιν κράτει κι
θα πάμε χαμένοι… Ούλ’ ενα πράμμα είμιθα.
Κι γω που τοιουτουτρόπους
σ’ομιλού. Αχόρταγοι είμεθα. Διότι σι
περικαλού, προκειμένου περί ιμού σήμιρον.
Είδες που είπε ου ηγούμινους να φκιάσ’
ν’ απόψε πιλάφι, καπαμά κι ψητό. Ιγώ
προυσέθησα κι τις κιφτέδες. Τι τις ήθελα;
Αλαίμαργους βλέπ’ς. Βρε δε σι φτάνει
ου καπαμάς, του πιλάφ’ και του ψητό
χώρια η σαλάτα, τ’λόγου ς’ θέλεις κι
κιφτέδις! Και μι σάλτσα
μάλιστα. Κι η σάλτσα να είνε ξ’νουτσ’κη,
έτς’ μ’ αρές! Τι είμιθα ουρέ! Τα μάτια
τ’ανθρώπ’ είν’ αχόρταγα. Φατι μάτια
ψάρια κι κοιλιά περίδρουμου. Κι καταντούμι
μιά μέρα έτς’ γιαγιά κιφαλουτύρια για
κασκαβάλια όπους θέλ’ς. Ματιότης
ματιουτήτουν τα μπάντα ματιότις κι
φιρόμεθα προς τουν κρημνόν. Μετά
‘ξηκουνταϊτή ελεύθερουν πουλιτικόν
βίουν χριουκουπήσαμε κι ως έθνος κι ως
άτουμα. Κι δε γίνετι κι ου συμβιβασμός
εξ άλλου. Εν τη προυκειμένη περιπτώσει
φταίει κι η Τρικούπης. Ηδύνατο να πραξ’
τους δανειστάς κι να τσ’πη πόσα έχου
να σας δώσου. Οπ’ κιερατάδις,
καμ’ τι καλά, δέκα, είκους’
τς’ ικατό. Τι θα εποίουν οι κιερατάδις;
Ου συμβιβασμός θα γίνουνταν κι θα μας
βασάνιζι σήμιρα ου χρυσός. Αλλ’ ου
Τρικούπ’ς τα είχε πλακάκια μιτά του
Τσιγγρού κι πάμε μεις οι άλλοι χαμένοι,
κακουμοίρη μ’. Ιδίους οι πλέουν
αδικούμινοι είμιθα μεις οι ανθυπασπισταί.
Μήτι προυβιβασμοί… Κουλήσαμι κι θα
δούμι αν θα πάρουμι κι τη σύνταξί μας
όπως καταντήσαμι.
Εν δυσίν λόγοις
μας κατέπνιξαν οι Λεβαντίνοι κι οι
σταφιδέμποροι. Συλλαλητήρια, συλλαλητήρια
κιρατάδες; Παρακράτησις, παρακράτησις,
Να ψηφισθή κι στην τρίτην ανάγνουσι κι
δω είμαστι. Τίπουτι, τίπουτι δεν θα γίνη.
Ματιότης ματιουτίτουν τα μπάντα ματιότης…
Άϊντε πάμε τόρα γιατί σουτούπουσι…
Κι
ενώ κατερχόμεθα προς τον πυλώνα του
μοναστηρίου, συναντώμενοι προς τους
δια την εσπερινήν ακολουθίαν σπεύδοντας
μοναχούς, και η αύρα του βουνού εφυσούσε
τόσο δροσερή και πάναγνος, φέρουσα
ελαφράς ευωδίας ελατών και κέδρων, και
αι βρύσες εν τη επερχομένη σκοτία άφιναν
μυστηριώδη απήχησιν ανά τους βράχους,
και απήχει δαιμονίως κάτω εις την
χαράδραν το σφύριγμα του διερχομένου
σιδηροδρόμου, και ήναπτον τα κυρία των
και τα κανδήλια όλα τα πανύψηλα κελία
τα ερριζωμένα φανταστικώς εις τα υψηλά
πλάγια του παμμεγέθους βράχου, και ο
βαρύς κώδων έχυνε μελωδίαν βαρείαν και
κάπως αγρίαν, ο κύριος ανθυπασπιστής,
ο περίεργος κ α π ι τ ά ν ι ο υ ς εν των
μοναστηρίω μου εψιθύρισε στ’ αυτί:
-
Κύτταξι αύριου μπουνόρα
που θα φύγουμι να πης του ηγούμενου εκ
μέρους μου πως ου καπιτάνους θέλει
κανένα ασκακι τυρί και δυο τρία βάζα
ρουδουζάχαρ’ !...
Μ.Χ.
___________
(*)
Βλέπε:
https://www.candiadoc.gr/2021/12/10/10-dekemvrioy-1893-chreokopia-trikoypi/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου