Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

Ο ΝΕΑΡΟΣ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ

 Διήγημα του Δημητρίου Χατζόπουλου όπου εξιστορείται η -μηδενική- συνεισφορά του συγγραφέα στον αγώνα κατά των ληστών. Ο πραγματικός πρωταγωνιστής είναι βέβαια ο λοχίας Γεώργιος Νικολάου, πονηρός, φυγόπονος, κοιλιόδουλος, καλοπερασάκιας, όπως όλοι οι καραβανάδες της σειράς των “Λησμονημένων Στρατιωτικών”.

Το φαινόμενο της ληστείας έχει βαθιές ρίζες στον ελλαδικό και στον βαλκανικό χώρο. Επί τουρκοκρατίας οι κλέφτες και οι αρματολοί βοήθησαν ενεργά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του Έθνους διατηρώντας τον κοινωνικό τους ρόλο. Όταν δημιουργήθηκε το Ελληνικό Κράτος, οι προσδοκίες για επαγγελματική αποκατάσταση πολλών πρώην καπεταναίων έμειναν ανικανοποίητες, οπότε αναγκάστηκαν να ξαναβγούν «στο κλαρί» και να γίνουν ληστές.

Οι ληστές επιβίωναν επιτιθέμενοι σε πλούσιους αγρότες, ταξιδιώτες, εμπόρους, προύχοντες ή και πολλές φορές σε ολόκληρα χωριά. Παρόλα αυτά τα φτωχά και καταπιεσμένα στρώματα της υπαίθρου τους έβλεπαν σαν ήρωες και το κράτος και τους μηχανισμούς του σαν παρείσακτο.
Η απελευθέρωση και η προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας έδωσαν καινούρια ώθηση στην ανάπτυξη του φαινομένου της ληστείας. Το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος δεν κατάφερε να καταπολεμήσει ή να περιορίσει τις ληστρικές συμμορίες, η επιδείνωση της κοινωνικής ανισότητας, η αλληλεγγύη του πληθυσμού της υπαίθρου, η ανυπαρξία επικοινωνιακού δικτύου κατέστησαν σχεδόν αδύνατη την αντιμετώπιση αυτού του φαινόμενου.
Η αγροτική πολιτική του κράτους στήριζε τους μεγαλοτσιφλικάδες, διευκόλυνε την καταπίεση των κολίγων και συνάμα μεθόδευε την σταδιακή καταστροφή της νομαδικής κτηνοτροφίας. Στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα τα τσελιγκάτα (*) μπήκαν σε πορεία παρακμής, πράγμα που ανάγκασε ένα τμήμα των νομαδικών πληθυσμών να στραφεί στη ληστεία ή στο συνδυασμό ληστείας και κτηνοτροφίας.
Η συνεργασία με πολιτικούς, γαιοκτήμονες και κεφαλαιούχους έδωσε επίσης νέα ώθηση στη ληστεία. Σαν αποτέλεσμα σε πολλά μέρη της υπαίθρου δημιουργήθηκε ένα καθεστώς τύπου φαρ γουέστ, οι ακρότητες των ληστών που ήταν μισθοφόροι τσιφλικάδων συχνά έμεναν σκανδαλωδώς ατιμώρητες.
Το ελληνικό κράτος μην μπορώντας να καθυποτάξει τις ληστρικές συμμορίες προσπάθησε να τις χρησιμοποιήσει για ίδιους σκοπούς: με τη δικαιολογία της καταδίωξης των ληστών ελληνικά στρατεύματα έμπαιναν στο τουρκικό έδαφος για να δοκιμάσουν την ετοιμότητα του οθωμανικού στρατού. Αργότερα συγκροτήθηκαν αντάρτικες ομάδες αποτελούμενες από ληστές που παράτυπα βοήθησαν τον ελληνικό στρατό τόσο στον «ατυχή» πόλεμο του 1897 όσο και στο Μακεδονικό αγώνα.
Σιγά σιγά οι κοινωνικές- οικονομικές συνθήκες μεταβλήθηκαν, χάθηκε η ώσμωση των ληστών με τον πληθυσμό της υπαίθρου, άλλαξε η πολιτική των κυβερνήσεων και γύρω στο 1930 το φαινόμενο της ληστείας έπαψε πρακτικά να υπάρχει.
Πίσω στο διήγημα τώρα, βλέπουμε ότι ο νεαρός Χατζόπουλος δεν φαινόταν καθόλου πεισμένος για το αγαθό της κατά των ληστών δράσεως: “Έβλεπα τα φυσίγγια εκείνα με τον στιλπνόν των χάλυβα και την σφαίραν” … και “το πράσινο της εξοχής, το κυανούν της θαλάσσης πέρα και το λεπτώς γαλάζιο των βουνών απετέλουν μίαν αρμονίαν, ήτις ήρχισε να μου γεννά την ιδέαν πως ενώπιον τοιαύτης ομορφιάς φύσεως ηδύνατο να σκοτώση τις έστω και ληστάς ακόμη!…”.
Άλλη ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι ότι ο λοχίας ζητάει από δύο στρατιώτες να κλέψουν στην ουσία δύο πρόβατα (δεν γίνεται μνεία για αποζημίωση) από μιά κοντινή στάνη για να γευματίσει το απόσπασμα. Τα σπασμένα της καταδίωξης των ληστών τα πλήρωναν οι βοσκοί…
Γ.Χ.

ΣΚΡΙΠ 18 7 1896
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ
(Λησμονημένα Στρατιωτικά)
- Ε ι ι ι ! … ξύπνα τς’ μπαλάσκες ς’ κι του γκρα σ’ !…
Και ο λοχίας προχωρών ολονέν αν
ά τον ημιφώτιστον θάλαμον, πότε δεξιά, πότε αριστερά, σκουντών δια της άκρας του τσαρουχιού του τους ροχαλίζοντας άνδρας, τους αφύπνιζεν ένα, ένα.
Εκείνοι δυσθύμως εγειρόμενοι, ξαφνισμένοι από την μεταμεσονύκτιον αυτήν αφύπνισιν, ενεδύοντο απροθύμως, ωπλίζοντο ανόρεκτα.
- Ουρ’ καμ’ τι γλήουρα μη τζακίσου κανένα σας παλιουτόμαρα τ’ διαόλου! Ωρίετο από καιρού εις καιρόν ο λοχίας στηριζόμενος εις τον γκρα του, υψηλός, με μίαν αγρίαν κεφαλήν με κατσαρά μαλλιά, με στιλπνόν ηλιοκαές δέρμα και με μικρούς γοργοκινήτους μαύρους οφθαλμούς.
Οι άνδρες ητοιμάσθησαν τέλος. Μετά τινάς στιγμάς παρετάχθημεν όλοι εκτός του στρατώνος μέσα εις το σκότος, μη γνωρ
ίζοντες διατί, εις άκρον περίεργοι δια την νυκτερινήν αυτήν εκδρομήν.
- Κλίνιτι ιπί δεξιά! Ιμπρός μαρς κι μην ακούσου κουβέντα, γιατί σας τρύπ’σα μι τη ξιφουλόγχη, εβρυχήθη αυστηρώς ο λοχίας.
Και ηρχίσαμεν βαδίζοντες. Επί πολύ επορευόμεθα άφωνοι, ο είς κατόπιν του άλλου, με τον ύπνον βαρύνοντα τους οφθαλμούς μας. Διήλθομεν την πόλιν, έρημον, σκοτεινήν, κοιμησμένην· εξήλθομεν εις τους αγρούς, οι σκύλλοι μας επετίθεντο άγριοι, και ημείς ετραβούσαμεν πάντοτε εμπρός υπό την αιγλήεσσαν αρτροφεγγιάν της νυκτός. Κάποτε ο παραστάτης μου, μου εψιθύριζε:
- Που να μας παη τς’ μαύρους, κυρ’ Μητς’, που να μας παη μέσα τ’αγκάθια ! … Για κλέφτις να πάμε λες;
Είχομεν απομακρυνθή πολύ ήγη της πόλεως, και
επλησιάζαμεν προς τους βουνούς, ότε ακούσαμεν την βροντώδη φωνήν του λοχίου.
- Κλίνιτι ιπ’ αριστιρά … αλτ! … Μπαραμπ
όδα αρμ !… Ανάπαυσις ! …
Η αυγή κατέφθανεν. Η ανατολή ερρόδιζε, και ο ορίζων όλος έπλεεν εις μίαν σύγχυσιν αντικειμένων προ των οφθαλμών μας. Κρύο αεράκι εφύσα κατεπάνω μας. Και ως είμεθα κάθιδροι εκ του ιδρώτος και αν
αμμένοι εκ του δρόμου ησθανόμεθα το κρύο να μας περονιάζει ως τα κόκκαλα. Υπό το ολίγον φως της αυγής διεγράφετο παράξενη η σιλουέτα του προ ημών ισταμένου λοφίου, λαμβάνοντος τεραστίας διαστάσεις εις το ημίφως, στηρίζοντας την αριστεράν του χείρα παμμεγέθη με την φαρδειάν λευκήν μανίκαν της επί του γκρα του. Ως δε ήρχισε τότε να μας ομιλή με το επιβλητικόν ύφος του, εφαίνοντο οι δύο τεράστιοι μύστακές του ανεβοκατερχόμενοι αγρίως.
- Ακούστι τόρα καλά, ζαγαράκια, τι θα σας που. Είμεθα ιπί των ίχνουν ληστρικής συμμουρίας κι π
ρουτίθιμι να συμπλακώμεν. Μόνουν η γενναιότης κι η καλή προφύκαξις θα μας δώση την νίκην. Μη διού κανένα σας κι του στριψ’ του την άναψα από πίσου. Τουναντίον να φανώμεν παλληκάρια, να κάνουμε ουλ’ μας του μέλλου μας.
Γαλόνι κι βασιλική ηυαρέσκεια μας αναμένει. Τόρα είμαστε δώδεκα ουλ’ ούλοι. Οι μ’σοι από σας μι τουν υπουδικανέα τουν Μητρουπάνου θα πάτε λάου λάου από δω κι να πιάσετε τουν λόφον κείνον, κατάραχα ντιπ κι να κρυφτήτι μέσα τα δέντρα. Εγώ μι τους λοιπούς άνδρας θα λάβου την ιναντίαν διεύθυνσιν αντιθέτους προς ημάς, εις τρόπουν ώστε αν η συμμουρία διέλθη, ως είμι πληρουφουρημένος δια της χαράδρας ας νιφτή κι αποφάγαμε… Ιμπρός· γαλόνι κι βασιλική ηυαρέσκεια Μητρουπάνου, άξα;…
Ούτω πως διηρέθημεν εις δύο. Οι υπό τον δεκανέα άνδρες μετ’ ολίγον εχάθησαν εις το άκρον της ράχης, ημείς δε μετά του λοχίου ελάβομαν την “ιναντίαν διεύθυνσιν αντιθέτους προς αυτούς”. Όταν ανήλθομεν επί του βουνού και κατελάβομεν τας θέσεις μας εφώτιζεν εντελώς πλέον. Ο λοχίας μας ετοποθέτησεν όπισθεν τεραστίων πετρών ακροβολιστά, με τον γκρα προτεταμμένον γεμισμένον, και τα φυσίγγια της μιάς παλάσκας μας χυμένα στο χώμα παραπλεύρως μας.
Και αναμέναμεν εκεί άφωνοι, πρηνηδόν ξαπλωμένοι με τους αγκώνας γδερνομένους επί των πετρών. Έβλεπα τα φυσίγγια εκείνα με τον στιλπνόν των χάλυβα και την σφαίραν των μόλις εξέχουσαν ωοειδώς, και εσυλλογιζόμην, ότι μετ’ολίγον ίσως ενώ θα τα έθετα εντός του όπλου μου το εν κατόπιν των άλλων, και θα τα εξαπέστελλον προς τους ληστάς, θα μου έφερον την τιμήν ταύτα “του γαλονιού κι της βασιλικής ηυαρεσκείας” και εδάγκανα τα χείλη μου δια να μη γελάσω πολύ δυνατά. Η φύσις γύρω αδιάφορος εστολίζετο και εκείνην την πρωϊαν, όπως πάντοτε, με τα μύρια χρώματά της, με τους φαιδρούς τόνους της, και την απέραντον δρόσον της. Από του ύψους εκείνου ένα πρωϊνόν πανόραμα μέθυος και χάριτος ηπλούτο προ των αγρυπνισμένων οφθαλμών μας. Το πράσινο της εξοχής, το κυανούν της θαλάσσης πέρα και το λεπτώς γαλάζιο των βουνών απετέλουν μίαν αρμονίαν, ήτις ήρχισε να μου γεννά την ιδέαν πως ενώπιον τοιαύτης ομορφιάς φύσεως ηδύνατο να σκοτώση τις έστω και ληστάς ακόμη!
Εν τω μεταξύ οι λησταί δεν αφαίνοντο ούτε αριστερά, ούτε δεξιά. Ο ήλιος είχεν ανατείλη, είχεν ανέλθη υψηλά πολύ, η φλόγα του μας κατέκαιε ξαπλωμένους εκεί επί των πετρών. Αι πληροφορίαι του λοχίου δεν εφαίνοντο να ήταν βάσιμοι, και η αδημονία μας εβασάνιζε περισσότερον της ζέστης. Επί τέλους ο λοχίας αγριεμμένος τρομερά, διέταξε συνάθροισιν. Έστειλεν ένα στρατιώτην να προσέλθουν οι λοιποί άνδρες. Εν τω μεταξύ ημείς διηυθύνθημεν υπό την σκιάν γηραιών τινων πλατάνων παρά την άκραν μιάς βρύσης.
- Ιλάτι δω δυό σας, εβρυχήθη κάποτε ο λοχίας. Θα πάρτε αυτό το μονοπάτι κι θα ροβολήσιτι προς τα κατ’. Παρεκούλια απ’ τα ριζά θα βρήτε μιά στάνη. Μπαίνιτι μέσα παίρνιτι δυό ψημαδάκια (**) κι τα φέρνιτι να κάνουμε γιόμα…
Οι άνδρες έγιναν αστραπή. Ο λοχίας τότε εστράφη προς εμέ, εξάγων εκ του σακκουλίου του μίαν κόλλαν χάρτου και ένα καλαμάρι μπρούτζινο, απ’εκείνα τα παμπάλαια των δικαστικών κλητήρων.
- Έλα δω, ου λουγιώτατε, τόρα, να κάνουμι μιά αναφουρά στουν Ιπόπτη. Γράφι ημικλάστως!
- “Εκ της θέσιους Πλατάνια Προς τον Ανώτερουν Ιπόπτην του Νομού… Ου αποσπασματάρχης Γιώργιους Νικουλάου λουχίας. Περί συλλήψιους ληστών.
Συμφώνους προς την υμετέραν Διαταγήν ευρίσκουμαι μετά δώδεκα ανδρών επί των ίχνουν της γνουστής ληστοσυμμουρίας, ην την σύλληψιν κι την ιξόντουσιν προυτίθιμι, ουδέν ιπιτυχών ήδη, των ληστών μη τολμησάντων εμφανισθείν. Αναμένου τας υμετέρας διαταγάς. Ηυπειθέστατους Γιώργιος Νικολάου λουχίας”.
Τόρα ένας σας να πεταχτή μέσα ντ’ μπόλη μυτ
ά του ιγγράφου τούτου, κι να φέρη κι δύο ουκάδις κρασί, οι άλλ΄σας ν’ ανάψατ’ φουτιά για τ’ αρνιά που θάλθνι. Γλήγουρα μην τζακίσου κανένα σας και κουλαστώ… Και ξαπλωθείς επί της δροσεράς χλόης ήρχισε να τραγουδή με την βροντώδη φωνήν του:

Τα παλληκάρια τα καλά ανάπαψη δε ξέρουν. Μήτε φαγί, μήτε κρασί, μήτ’ ύπνο, μήτε σκόλη!…

Μποέμ

________

(*) τσελιγκάτο: παλαιάς μορφής κοινωνικο-οικονομική οργάνωση των τσοπάνων οι οποίοι ζούσαν νομαδικό ή ημινομαδικό βίο, μετακινούμενοι με τα κοπάδια τους, αναζητώντας βοσκοτόπια υπό την αρχηγία ενός τσέλιγκα.

(**) Δεν κατάφερα να βρω μετάφραση, προφανώς εννοεί αρνιά.

________

ΠΗΓΕΣ

https://eglima.wordpress.com/2010/01/09/davelis-1/

https://eglima.wordpress.com/2008/06/10/listes_2-2/

https://eglima.wordpress.com/2008/06/07/listes_1b/

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΛΗΣΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ( 1833-1933) (anistor.gr)

https://teteleste.wordpress.com/2011/09/25/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B1%CE%AF%CF%84%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BB%CE%B7%CF%83%CF%84%CE%B5%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1/

ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΝΟΟΤΡΟΠΙΕΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΗΣΤΡΙΚΟ ΛΑΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ (1900-1930) (ekt.gr)



Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2024

❞ 𝚶… 𝚬𝚽𝚶𝚷𝚲𝚰𝚺𝚻𝚮𝚺❞ 𝚻𝚶𝚼 𝚫𝚮𝚳𝚮𝚻𝚸𝚰𝚶𝚼 𝚾𝚨𝚻𝚭𝚶𝚷𝚶𝚼𝚲𝚶𝚼

 Χιουμοριστικό χρονογράφημα όπου ο Δημήτριος Χατζόπουλος ονειρεύεται – κυριολεκτικά και μεταφορικά – να γίνει… εφοπλιστής. Δεν θα πρέπει να μας φαίνεται παράξενη τέτοια επιθυμία, τότε, όπως και τώρα, οι εφοπλιστές ήταν ως επί το πλείστον πάμπλουτοι κροίσοι και η εμπορική ναυτιλία ήταν ένα θέμα πάντοτε επίκαιρο για τα ελληνικά χρονικά.

Οι Έλληνες πλοιοκτήτες, παρά το μονίμως δύσκολο οικονομικό περιβάλλον, διατήρησαν διαχρονικά θετική πορεία ώστε να φέρουν σιγά σιγά την ελληνική ναυτιλία στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης. Ο ελληνόκτητος στόλος το 2016 έλεγχε το 30,14% του παγκόσμιου στόλου δεξαμενοπλοίων, το 21,18% του παγκόσμιου στόλου φορτηγών πλοίων και το 16,61% του παγκόσμιου στόλου πλοίων μεταφοράς χημικών και παράγωγων προϊόντων πετρελαίου.

Παρόλο που η Ελλάδα περνά βαθιά οικονομική κρίση τα τελευταία χρόνια, οι Έλληνες εφοπλιστές βελτίωσαν ακόμα περισσότερο τη θέση τους στις διεθνείς αγορές, αφού κανείς άλλος δεν κάνει τόσες παραγγελίες σε ναυπηγεία όπως οι ναυτιλιακές εταιρείες της Ελλάδας. Οι Έλληνες πλοιοκτήτες όχι μόνο διατηρούν τη πρώτη θέση παγκοσμίως, αλλά διευρύνουν και την απόσταση που τους χωρίζει από την Ιαπωνία, τη Κίνα, τη Γερμανία και την Σιγκαπούρη, που ακολουθούν στις επόμενες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης. Βέβαια, η φορολόγηση στην οποία υπόκεινται οι Έλληνες εφοπλιστές είναι παραδοσιακά χαμηλή, ώστε η ίδια η Ελληνική οικονομία συνολικά να μην επωφελείται σε ανάλογο βαθμό με τα ιδιωτικά συμφέροντα που αναπτύσσονται. (βλέπε κείμενο Αφροδίτης Χρυσικού στις πηγές).

Τα πάντα ξεκίνησαν στις αρχές του 20ου αιώνα, μιά περίοδο που θεωρείται “χρυσή” για την Ελληνική ναυτιλία. Τότε έκαναν την εμφανισή τους διάφοροι Έλληνες εφοπλιστές, είτε με καταγωγή από παραδοσιακές εφοπλιστικές οικογένειες είτε ως αυτοδημιούργητοι, που από καραβοκύρηδες τρίτης επιλογής έγιναν σοβαροί εφοπλιστές, εκμοντέρνησαν έγκαιρα το στόλο τους αγοράζοντας ατμοκίνητα καράβια και πήραν στα χέρια τους μεγάλο μέρος του διεθνούς εμπορίου όταν υπήρξε ιδιαίτερη ανάγκη με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Όπως διαβάζουμε στην ιστοσελίδα Greek shipping miracle (Διαδικτυακό μουσείο που δημιουργήθηκε από διακεκριμένα μέλη της ελληνικής ναυτιλιακής οικογένειας) “… Η εκρηκτική άνοδος των ναύλων λόγω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου επέφερε τεράστια κέρδη στους εφοπλιστές. Ωστόσο η συνεπαγόμενη αύξηση του μεταφορικού κόστους επηρέασε υπέρμετρα τις τιμές των εισαγόμενων αγαθών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία για πρώτη φορά αρνητικού κλίματος για τους Έλληνες εφοπλιστές στην ίδια τους την πατρίδα. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην ωρίμανση της ιδέας για τη σύσταση οργάνου με σκοπό τη συλλογική αντιμετώπιση των ζητημάτων που αφορούσαν την ναυτιλία. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1916 ιδρύθηκε στον Πειραιά η “Ένωσις Ελλήνων Εφοπλιστών” με πρώτο πρόεδρο τον ανδριώτη Λεωνίδα Α. Εμπειρίκο. Παρά τη ζοφερή εικόνα οι Έλληνες εφοπλιστές είχαν αποκομίσει εξαιρετικά κέρδη από πωλήσεις, αποζημιώσεις (στη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου βυθίστηκαν 143 πλοία), αλλά και από την εκμετάλλευση των ατμοπλοίων στη διάρκεια του Πολέμου, ιδιαίτερα την περίοδο της ελληνικής ουδετερότητας κατά τα έτη 1915 και ιδίως 1916. …”.
Στην περίοδο αυτή η αλματώδης αύξηση των ναύλων, που επήλθε από τη μεγάλη ζήτηση πλοίων για μεταφορές κάρβουνου από την Αμερική στην Αγγλία και Γαλλία, όπως και για τη μεταφορά σιτηρών από την Αργεντινή στα λιμάνια της Ευρώπης και της Μεσογείου, επέφερε ασύλληπτα κέρδη.

Η πειραϊκή εφημερίδα «Σφαίρα» κάνοντας μια ανασκόπηση του 1915 έγραφε, χαρακτηριστικά, ότι «τα κέρδη της υπερωκεανίου ελληνικής ναυτιλίας κατά το λήξαν έτος υπήρξαν κολοσσιαία, υπολογιζομένα εις το διπλάσιον περίπου της αξίας των υπερωκεανίων σκαφών»!
Οι εφοπλιστές επωφελήθηκαν επίσης από την αύξηση των τιμών των προϊόντων που παράγονταν στην Ελλάδα, όπως οι σταφίδες, τα αμύγδαλα και το ελαιόλαδο καθώς οι συμμάχοι αναζητούσαν εναλλακτικές πηγές προμηθειών λόγω του πολέμου.
Οι υψηλοί ναύλοι στα ποντοπόρα πλοία συνεχίστηκαν και το 1916 και στο πρώτο εξάμηνο υπολογιζόταν ότι «τα κέρδη υπερωκεανίου εμπορικής ναυτιλίας εις τας διαφόρους γραμμάς μεταξύ Ελλάδος, Ευρώπης και Αμερικής ανέρχονται εις 104.417.000 γαλλικά φράγκα». (βλέπε άρθρο του Σταύρου Μαλαγκονιάρη στις πηγές).
Η ιστορία επαναλήφθηκε το 1935 με την εισβολή της Αιθιοπίας, το 1936 με τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, το 1939-45 με τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1956 με την κρίση στο Σουέζ, και με όλες τις επόμενες πολεμικές συγκρούσεις, φτάνοντας μέχρι σήμερα, με τον πόλεμο της Ουκρανίας.
Γ. Χ.

Από την διπλωματική εργασία της Αφροδίτης Χρυσικού “Ανάλυση ελληνικής και διεθνούς ναυτιλιακής πολιτικής υπό το πρίσμα της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας” Αθήνα 2017

Εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ” 12 Αυγούστου 1916

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

ΕΦΟΠΛΙΣΤΗΣ

Από προχθές ευρίσκομαι εις μίαν ψυχικήν κατάστασιν, διότι κατέφυγα εις τον Μικρόν και τον Μέγαν Ονειροκρίτην, ζητών μίαν λέξιν και δεν την ευρήκα. Είδα καθ’ύπνον ότι ήμουν εφοπλιστής και το όνειρον μου έκανε τόσον βαθείαν εντύπωσιν, ώστε μόλις εξύπνησα ηθέλησα επιμόνως να μάθω την σημασίαν του ονείρου μου. Αλλ’ οι ονειροκρίται τους οποίους εφυλλομέτρησα εις τα βιβλιοπωλεία δεν περιέχουν την λέξιν εφοπλιστής ή αλλην ανάλογον. Δεν υπήρχον τάχα εφοπλισταί όταν ο γέρων Περίδης, ο συμπατριώτης μου, συνέταξε τον ονειροκρίτην του;
Απελπισθείς από τους ονειροκρίτας, κατέφυγα εις διαφόρους γνωστούς και αγνώστους· παρετήρησα δε ότι οι περισσότεροι σήμερον δεν πιστεύουν και δεν δίδουν σημασίαν εις τα όνειρα.
- Ωχ, αδελφέ, όνειρα μας λες;Μορφωμένος άνθρωπος και δίδεις προσοχήν εις τα όνειρα;
- Μα δεν ήταν όνειρον σαν τάλλα· ήτο εξαιρετικόν όνειρον. Είδα ότι ήμουν εφοπλιστής· καταλαβαίνετε; Εφοπλιστής !!! Δεν μπορεί να είνε χωρίς σημασίαν ένα τοιούτον όνειρον.
Και όπως τον πτωχόν σκυτοτόμον του Λουκιανού, με αφύπνησεν η φωνή ενός πετεινού και εις μίαν στιγμήν εξηφάνησε μεγαλοπρεπή εφοπλιστικά γραφεία, πελώρια χρηματοκιβώτια, υπαλλήλων σμήνος και ατμόπλοια αγκυροβολούντα εις τον λιμένα του Πειραιώς, εκφορτόνοντα και φορτόνοντα, σφυρίζοντα και πληρούντα θορύβου τον αέρα. Αλλά δεν ωργίσθηκα κατά του πετεινού και δεν τον αναθεμάτισα διότι μου διέλυσε το χρυσούν όνειρον. Διότι και εις το
όνειρον ακόμη διετήρουν μίαν παράδοξον αμφιβολίαν, η οποία δεν μ΄αφήκε να παρασυρθώ εντελώς εις τον φανταστικόν πλούτον.
Τα εφοπλιστικά μου γραφεία ευρίσκοντο εις μέρος από το οποίον εφαίνετο ολόκληρος ο λιμήν του Πειραιώς. Εν μέσω δε των πολυαρίθμων υπαλλήλων, μεσιτών και άλλων προσώπων τα οποία με περιεστόιχουν, ευρησκόμην εις μίαν παραζάλην, η οποία δεν διέφερε πολύ από μέθην, Και ενώ οι περί εμέ μου ωμί
λουν δια τα πλοία μου, δια φορτώσεις και εκφορτώσεις, εγώ διεμαρτυρόμην:
- Μα βρε παιδιά, έλεγα, ποιά καράβια μου; Που τα βρήκα τα καράβια;
- Αυτά όλα που είναι αραγμένα στην Τρούμπα δεν είνε δικά σου;
- Μα εγώ, ένας μισθωτός δημοσιογράφος, που τα βρήκα τα καράβια;
- Δημοσιογράφος; επανελάμβανον οι περί εμέ και αλληλοπαετηρούντο με λαθραία μειδιάματα.
Εννόησα δε ότι μ’ εθεώρουν τρελλόν και εφοβούμουν ότι δεν είχαν άδικον. Μήπως είχα τρελλαθή από την αιφνιδίαν μεταβολήν της καταστάσεώς μου; Αλλά τέλος πάντων πως έγινεν αυτή η μεταβολή, χωρίς να ενθυμούμαι;
- Μα τι λέτε καλέ; μου έλεγεν εις εκ των υπαλλήλων μου. Σεις είσθε ο εφοπλιστής Στεργιανός.
- Στεργιανός!
- Βέβαια· λησμονείτε το όνομά σας ή θέλετε να αστειευθήτε.
- Μα δεν είμαι εγώ ο Κ. ;
-
Περίεργον πως σας πέρασε αυτή η ιδέα!
- Ώστε αυτά τα καράβια; . . .
- Είνε δικά σας.
- Βρε παιδιά, μήπως είμαι τρελλός; Δεν μπορώ να πιστεύσω ότι εγώ δεν είμαι εγώ.
- Μα πως δεν είσθε σείς; Είνε ο εφοπλιστής Στεργιανόπουλος.
- Και έχω εκατομμύρια;
- Πολλά.
- Περίεργον να μην αισθάνομαι καμμίαν μεταβολήν! Και συ δεν μου λες ποιός είσαι;
- Υπάλληλος σας.
- Αυτό το βλέπω. Αλλά το όνομά σου;
Μου είπε το όνομα ενός εκ των γνωστοτέρων εφοπλιστών.
- Ώστε είσαι συ ο Χ. Και είσαι υπάλληλός μου. Βρε παιδιά είσθε καλά ή εγώ δεν είμαι καλά;
- Μα κύριε! … είπεν ο εκατομμυριούχος υπάλληλός μου συμπλέκων εις ικεσίαν τα χέρια του.
- Καλά, καλά, σας πιστεύω. Είμαι ο εφοπλιστής … πως τον είπες;
- Στεργιανόπουλος.
- Στεργιανόπουλος. Είμαι ο Στεργιανόπουλος και έχω καράβια και εκατομμύρια.
- Πολλά, επανέλαβεν ο υπάλληλος μου. Δεν βλέπετε; Αυτήν την στιγμήν εισπλέει η “Ελενίτσα”.
- Η Ελενίτσα!
- Το καινούργιο σας πλοίο ντε, που το αγοράσατε 400 χιλ. Λίρες. Κυττάχτε το με τι μεγαλοπρέπεια μπαίνει!
- Μα δεν μου λες; Τι ιδέα μου ήλθε να το ονομάσω “Ελενίτσα”;
- Εγώ να σας το πω; είπε μειδιών ο υπάλληλος. Εσείς το ξέρετε. Κάποιο τρυφερό αίσθημα ίσως…
- Μα
για Ελενίτσα είνε πολύ μεγάλη, Χριστιανέ μου. Αυτό γέμισε το λιμάνι. Μα τι κάνει αυτός ο πλοίαρχος; ανεφώνησα. Έξω πάει να το ρίξη;
Αλλ’ η Ελενίτσα, αντι να εξοκείλη, ήλθε κ’εδιπλάρωσεν υπό τα παράθυρα των γραφείων μου. Αλλ’εγώ είχα μίαν ανησυχίαν, η οποία δεν μ’άφηνε ν’απολαύσω το μεγαλοπρεπές θέαμα.
- Καιρός να πάω πάνω, στην Αθήνα, είπα προς τον υπάλληλον.
- Να κάμετε τι;
- Να γράψω το χρονογράφημά μου.
Ο υπάλληλος έκαμε κίνημα απελπισίας.
- Μα κύριε! … γιατί επιμένετε να νομίζετε ότι είσθε δημοσιογράφος;
-
Δεν σου φαίνεται περίεργον; … Κι΄εμένα. Δεν μπορώ να συνηθίσω εις την ιδέαν…
- Μα δεν είνε ιδέα. Είνε πραγματικότης.
- Μήπως τυχόν είσαι ο ταμίας μου;
- Έχω την τιμήν.
- Λοιπόν σε διατάσσω να μου φέρης ένα εκατομμύριον. Έχω ανάγκην να κάμω ολίγα λουτρά εις το Λουτράκι.
Αλλά επάνω εις αυτά έκραξε ο πετεινός από την γειτονικήν μάνδραν και μ’ επανέφερεν εις τον εαυτόν μου.

ΔΙΑΒΑΤΗΣ

___________

Πηγές

Αφροδίτη Χρυσικού “Ανάλυση ελληνικής και διεθνούς ναυτιλιακής πολιτικής υπό το πρίσμα της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας” Διπλωματική εργασία
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΡΙΣΤΕΙΑΣ JEAN MONNET
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 2017

https://jmce.gr/portal/wp-content/uploads/2017/04/Chrisikou-Analysi-ellinikis-kai-diethous-nayt.-politikis-1.pdf


Μικρό αφιέρωμα για την λεηλασία του ΝΑΤ …”
23 Αυγούστου 2023 by Stefenson
https://stefenson.gr/2023/08/ena-mikro-afieroma-sto-naftiko-apomachiko-tameio-diachroniki-i-leilasia-apo-to-kefalaio-kai-tis-kyverniseis-tou/


Μυλωνόπουλος Δημήτριος, “Ναυτιλία”, Εκδόσεις Σταμούλη Α.Ε, Αθήνα, 2004


Σταύρος Μαλαγκονιάρης Η πολεμική αρετή των Ελλήνων... εφοπλιστών”
Απόψεις ΕΦΣΥΝ 18.04 22
https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/340440_i-polemiki-areti-ton-ellinon-efopliston


Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: Οι δύο μεγάλες μάχες του 1918” από το Huffington Post .
https://www.huffingtonpost.gr/entry/oi-deo-meyales-maches-toe-ellenikoe-stratoe-kata-ton-proto-paykosmio-polemo_gr_5be57206e4b0e8438896b894


Greek shipping miracle
https://greekshippingmiracle.org/istoria/%CE%BD%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BB%CE%AF%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%80%CF%8C%CE%BB%CE%B5%CE%BC%CE%BF%CE%B9-1912-1918/