Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΟ ΤΙΡOΛΟ, ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 

Εφημερίδα Εμπρός” 28 Αυγούστου 1923
ΤΟ “ΕΜΠΡΟΣ” ΑΝΑ ΤΗΝ ΕΥΡΏΠΗΝ
ΑΙ ΧΑΡΑΙ ΤΟΥ ΤΙΡΟΛΟΥ Α’

Τιρολέζικες φορεσιές (https://it.pinterest.com/risdpc/)

Ευρισκόμεθα εις το χαρούμενον Τιρόλον, όπου πανύψηλα βουνά, βαθείαι πράσιναι κοιλάδες, ορμητικοί ποταμοί, ακμαιότατοι δρόμοι, άλυωτα χιόνια, αιώνιοι παγετώνες, σιδηρόδρομοι ορειβατικοί, δρόμοι μαγευτικοί, πορείαι ηδονικαί, ορειβασίαι γεμάται από συγκίνησιν. Άνδρες, γυναίκες, φορτωμένοι τον οδοιπορικόν σάκκον εις την πλάτην βαδίζουν εις κοιλάδας , και αναρριχώνται εις βουνά. Όλαι αι ώραι του έτους γοητεύουσαι. Άνεμα, σκιερά, καλοκαίρια, αλλά και με συχνόν άφθονον ήλιον, ηδύτατα φθινόπωρα, λευκoί χειμώνες, ανθοπλημμυρισμέναι ανοίξεις. Και πόσα βουνά, πόσοι δρόμοι, πόσα δάση, πόσαι παλαιαί, πολιτισμέναι, γραφικώταται πόλεις, πόσα ανάκτορα ερημικά και πύργοι τοποθετημένοι εις μυστικάς φάραγγας, εις κορυφάς λόφων, εις χαράδρας φοβερών, αλλά ωραιοτάτων βουνών. Δεν με χωρεί, φυσικά, το μαγευτικώτατον Ίννσμπρουκ, του οποίου θα δώσω περιγραφήν, και εις βουνά τρέχω. Ο πεζοπόρος έχει τας μεγαλυτέρας ευκολίας με την διακλάδωσιν τόσων πολλών μέσων συγκοινωνίας, ώστε να εκτινάσσεται από το ένα μέρος εις το άλλο, οπόθεν δύναται εντός ολίγων ωρών να κάμνη πολλαπλάς μεθυστικάς ορειβασίας. Ευρισκόμεθα εις την καρδίαν του Τιρόλου, με τον παλαιόν γερμανικόν χαρακτήρα του. Ενταύθα ο πόλεμος δεν μετέβαλλε απολύτως τίποτε. Τοπία και άνθρωποι, συνήθειαι και τρόποι ζωής, είναι αι αυταί, όπως πάντοτε. Χαρά ορεινού βίου. Και εις ένα χωριό, - ούτε πόλιν δεν έχομεν ημείς όπως ένα χωριό του Τιρόλου, - εις την καρδίαν τούτου, αναπαύομαι ύστερα από πολυδρομίας. Τι και αν έχη όνομα; Άλλ λέγεται, αλλά οπωσδήποτε άλλως και αν ελέγετο δεν θα είχε καμμίαν σημασίαν. 7,000 κάτοικοι και τόσον ώμορφα και καλοπεριποιημένα όλα, καθώς εις μία αρίστην συνοικίαν μεγαλουπόλεως, η οποία θα είχε αγροτικόν χαρακτήρα. Ακούομεν τιρολέζικα τραγούδια και βλέπομεν τιρολέζικους χορούς. Μονάχα εις την πηγήν των αυτά τα πράγματα έχουν την γνησίαν αισθητικήν των αξίαν. Οκταφωνία από τας αρμονικωτέρας, που δύναται να ακουσθούν εις τον ευρύ αυτόν κόσμον. Τέσσαρες γυναίκες και τέσσαρες άνδρες. Φορούν τα εγχώρια κοστούμια. Οι άνδρες με γυμνά τα γόνατα, τας κορδελλένιας καλτσοδέτας, με τα σταυρωτά τιράντα εις τα στήθη, το πράσινον καπελλάκι με το πτερόν εις το κεφάλι, αι γυναίκες με το χρωματιστόν κοντοφούστανον, την ανθοστόλιστον καμιζόλαν, το πλατύγυρον καπέλλο με τας κρεμμαστάς ταινίας. Το πτερόν απαραίτητον. Τσίτερ πάιζει. Κάποτε συμμετέχει και η κιθάρα. Εις ποίον ωδείον εσπούδασαν αυτοί οι χωρικοί και αι χωρικαί και έχουν τόσην τελειότητα φωνητικής γνώσεως; Είνε φωναί εκεί πρίμας και κοντράλτο, των οποίων τους λαρυγγισμούς αδύνατον να φθάση η πλέον γυμνασμένη καλλιτέχνις. Το αυθόρμητον η τέχνη των, αλλά ένα αυθόρμητον υποκείμενον εις μακράν διδασκαλίαν από την ζωήν. Το βουνό, η ηχώ του, τα ποτάμια και οι καταρράκται, τα δάση και τα πουλιά είνε οι διδάσκαλοι των μελωδιών αυτών, μεθυστικωτέρας των οποίων ίσως να μη δυνάμεθα να ακούσωμεν πουθενά αλλού. Μελωδίαι περιγραφικαί, αφηγηματικαί, μελωδίαι περιπαθείας ψυχικής, μελωδίαι ελαφρώς μελαγχολικαί και συνηθέστερα χιουμοριστικαί. Δι’ αυτών εκφράζεται η ιστορία ενός ορεινού πληθυσμού, με τας μακράς παραδόσεις του, με τον ενδιαφέροντα πολιτισμόν του, με τους ηρωϊκούς άθλους του, με τον αγροτικόν χαρακτήρα του. Το τραγούδι των ανδρών και των γυνακών είνε η πιστοτέρα εικών του βίου των. Εις αυτό ακούομεν τους παλμούς της ωραίας φύσεως και των ανθρώπων, οι οποίοι ζουν εις αυτήν. Ούρια ! Ούρια ! Ί ί ί ί ! … Είνε η λαρυγγώδης κραυγή του ποιμένος καλούντος την ποιμενίδα από την μίαν χιονισμένην κορυφήν εις την άλλη, είνε η ερωτική πρόσκλησις του πουλιού, είνε το σπινθηροβόλημα του ερυθρού κρασιού εις τα μουκαλάκια των αγροτικών τραπεζιών, είνε ο αφρώδης καταρράκτης του όρους, το στρώμα των πολυχρώμων αγριολουλουφιών εις τας κλιτύς του, η ποίησις των αιχμών των κωδωνοστασίων προς τα νέφη, του αλγεινού θανάτου του Εσταυρωμένου, που στολίζει δρόμους πόλεων, χωρίων, ερημιών, είνε αι αναστάσεις των δανδελλωτών κορυφών προς τον γαλανόν ουρανόν, η χαρά των τρυφερών πρασίνων κοιλάδων και η ρέμβη των ογκωδών ορέων, είνε η ηδύτης της μεγάλης πηλίνης θερμάστρας και η δροσιά των παγετώνων των ορέων. Ρομάντσες βαθείαι ως τα φαράγγια της χώρας, ηρέμα εξελισσόμεναι με σοβαρόν μοτίβο, όπως οι πολύχρωμοι δύσεις ανάμεσα των κλεισωρειών, βουκολικαί πολυφωνίαι, εις τας οποίας απηχούν μυκηθμοί αγελάδων, βελάσματα αιγών, κελαρίσματα ρυάκων, ήχοι φλογερών, τυμπανισμοί βροχής επί πολυδένδρων τοπίων, βαμβακένιοι ψιθυρισμοί πτώσεως πυκνής χιόνος, ακκόρδα πουλιών, θροΐσματα και ρίγη φυλλωμάτων, πάταγοι ποταμών, των οποίων τα ορμητικά ύδατα ανασυγκρατούνται υπό των βάθρων μεγάλων, μικρών γεφυρών και είνε τόννοι τροκάνας, βάδισμα ποιμνίων, φίλημα ζευγαριών βοσκών, στεναγμός των γλύκας και πόνου. Ο λαός αυτός έθεσε εις το τραγούδι του όλα τα κύτταρα της ζωής του. Ό,τι ζη και ό,τι αισθάνεται το έκαμε μέλος. Εξωράϊσε τέλος την αποδοχήν της ζωής με την παράστασίν της ως μελωδίαν.
ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ

Εμπρός” 30 Αυγούστου 1923
ΤΟ “ΕΜΠΡΟΣ” ΑΝΑ ΤΗΝ ΕΥΡΏΠΗΝ
ΑΙ ΧΑΡΑΙ ΤΟΥ ΤΙΡΟΛΟΥ Β

Καρτ ποστάλ, Τιρόλο, γύρω στο 1920 . Η λεζάντα λέει (πάνω κάτω):
Κανένας βράχος δεν είναι πολύ ψηλός, κανένα χάσμα δεν είναι πολύ πλατύ γι’ αυτόν, είναι τόσο χαρούμενος, γιατί δεν είναι μακριά από τον στόχο του. Για την αγάπη του χαρωπά κόβει ένα λουλούδι, ένα Εντελβάις των Άλπεων, το Μη με λησμόνει”.

Foto: https://it.pinterest.com/pin/69876231692757601/

Ο όμιλος, του οποίου ακούομεν κάθε βράδυ τα τραγούδια, αποτελείται από νέους και γέρους. Ωραία, δυνατά, παραστατικά αγόρια, συμπαθή κορίτσια, καλοδεμένα, ευμελή, ηλικιωμένοι άνδρες, μεστοί, με αδρά χαρακτηριστικά και με γένειον, το οποίον δεν ελεύκανε ακόμη ο χρόνος. Είναι αρκετά τα άλυωτα χιόνια εις τας κορυφάς των βουνών. Γλυκειά η εσπερινή ατμοσφαίρα και δέχεται, θα έλεγε κανείς, με ευχαρίστησιν τους βραδείς ύμνους, τα σκερτζόζικα γοργά τραγουδάκια με τους υγιείς υπαινιγμούς των, τας φαιδράς μελωδίας, που προδίδουν λαϊκήν ψυχήν αδιαπτώτως ευδιάθετον, τας ελαφρώς αισθηματολογικάς ρομαντσας, τους κωμικούς τόνους και τας φιλοπαίγμονας στροφάς. Είνε εκεί το ηθογραφικόν άσμα, παραμένον δροσερόν και άσβεστον δια μέσου μακρών αιώνων, συνεχιζόμενον εις την ζωήν από την ερωτικήν περίπτυξιν των ορεσίβιων, από την διαιώνισιν των παλμών των και των μόχθων των, των τέρψεων των και των θλίψεών των δια μέσου του χρόνου. Και έχομεν εις την έκφρασίν του απτήν την αναπαράστασιν του αρχαίου χορού της τραγωδίας και της κωμωδίας. Ούτως εξεδηλούτο ο κοινωνικός βίος επί της σκηνής των παναρχαίων θεάτρων. Ο χορός συχνά συνοδεύει τας ιδιοτύπους αυτάς μελωδίας, αι οποίαι προσλαμβάνουν την τεχνικήν διατύπωσιν των συγχρόνων διαθέσεων, προσαρμοζόμεναι προς τας εκάστοτε εποχάς, χωρίς να χάνεται η κεντρική έννοιά των. Μη λησμονώμεν, ότι ένας Λάννερ και εις Στράους εγοήτευσαν και γοητεύουν ακόμη τας αυστριακάς χώρας επί γενεάς. Αι μελωδίαι των επέδρασαν και εις τας καρδίας των κατοίκων του Τιρόλου, επομένως και εις το τραγούδι των, πιθανόν δε γλυκύτερα να μη τραγουδή κανείς άλλος ένα Βάλτσερ του Στράους όσον οι χωρικοί αυτοί εις τας πανηγύρεις των, εις τα παλκοσένικα των κοσμικών συγκεντρώσεων, όπου εμφανίζονται ως άρτιοι ωδικοί θίασοι με το εύρος και το βάθος τόσων ποικίλων τραγουδιών, τόσων ενδιαφερουσών εκτελέσεων δια του Τσίτερ, το οποίον δεν είνε τίποτε άλλο από το ακάλυπτον πιάνο, τόσων γραφικωτάτων ορχήσεων. Όταν χορεύει ένα ζεύγος βλέπει τις όλον το βαθύ ποίημα της ερωτικής επικοινωνίας των δύο φύλων, την μέθην του άρρενος εκ του ελκυστικού κάλλους, την φιλάρεσκον προκλητικότητα του θήλεως, ενισχυομένην εκ της υπεροχής της χάριτος και της γοητείας. Η χαρά της ζωής εις την εκδήλωσίν της με τα τοπικά στοιχεία. Και η όρχησις, όπως η μελωδία, έχει τον ιδιάζοντα χαρακτήρα της “Άϊματκουνστ”(*). Η γυναίκα στριφογυρίζει με μικρά, γοργά, ελαφρά βηματάκια και ανεμίζουν αι κεντημέναι κορδέλλες της κομμώσεώς της με τας πλεξίδας, σχηματίζουσας στεφάνην φειδιών εις το ωραίον κεφάλι, με την κοντήν φούσταν της ανακολπουμένην και παρέχουσαν την εντύπωσιν κώδωνος, υπό τον οποίον λευκάζει η δαντέλλα του πανταλονιού. Γυρίζει, ελίσσεται, κάμπτεται, λυγίζει, διολισθαίνει προ του ορχουμένου ανδρός, εξερεθιζομένου ολονέν περισσότερον, τύπτοντος αρμονικά τα χέρια εις τα γόνατα και τα πόδια, λαρυγγίζοντος, μυκωμένου, παμφλάζοντος, εχυνομένου εις βρασμόν πάθους. Μία από τας ειδυλλιακωτέρας εικόνας του αγροτικού βίου και ηδυτάτη η αισθητική του απόλαυσις. Η κατάκτησις επέρχεται διά της πτώσεως του θηλέως εις την αγκάλην του άρρενος. Τότε το τσίτερ ευρίσκει του μεταλλικωτέρους τόνους του όπως εκφράση την νίκην του έρωτος και τον ορχούμενον ζεύγος έχει πλέον αηδονιών λαρυγγισμούς εις την έκκρηξιν της αναισίμου θυσίας των προς τον θρίαμβον της ζωής.
ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ

________________
(*) Heimatkunst: Στις γερμανόφωνες χώρες, κάθε είδος τέχνης που προέρχεται από την αίσθηση της αγάπης και προσκόλλησης στην ιδέα της πατρίδας. Στο χώρο της λογοτεχνίας, η έννοια τέτοιου είδους τέχνης διαδόθηκε γύρω στο 1900 από τους Adolf Bartels, August Julius Langbehn, Arthur Moeller van den Bruck και F. Lienhard. Αυτοί οι συγγραφείς υποστήριξαν την ανάγκη για τη δημιουργία μιας λογοτεχνίας βαθειά ριζωμένης στην ψυχή και στις λαϊκές παραδόσεις του γερμανόφωνου κόσμου, σε πλήρη αντίθεση με την αριστοκρατική τέχνη των νεορομαντικών και την παρακμιακή τέχνη του ιμπρεσιονιστικού κινήματος. Η επιθυμία για μια πιο γνήσια γερμανικότητα, η αγάπη για το (γερμανικό) αίμα, για την καθαρότητα της φυλής και η προσκόλληση σε μια περιοριστική έννοια του λαϊκού πνεύματος έβαλαν τα θεμέλια για τη γέννεση του άκρατου, βίαιου εθνικισμού και του χιτλερικού ρατσισμού που επακολούθησε. Το Heimatkunst είναι βέβαια συνυφασμένο και με μια πλούσια τοπική ανέμελη και ρουστίκ λογοτεχνία που έχει τις ρίζες της στον ποιητικό ρεαλισμό και τον νατουραλισμό του δέκατου ένατου αιώνα. Μερικοί συγγραφείς που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε είναι οι H. Stehr, G. Frenssen, L. Thoma, L. Ganghofer, R. H. Bartsch, κ.α. (Σημ. δική μου)

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

“ΤΙΡΟΛΟ” ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Εφημερίδα “Εμπρός” 26 Αυγούστου 1923

ΤΟ “ΕΜΠΡΟΣ” ΑΝΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗΝ
ΕΙΣ ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΟΥ ΤΥΡΟΛΟΥ
Α’

Foto: https://www.planber.it/en/location/panoramic-points/

Ολιγοήμερος βουνοθεραπεία. Πρώτα ες το Ζέεφελδ, έπειτα εις το ηδύτατον Ίγκλς. Φύσις αγρία εις το πρώτον. Ο σιδηρόδρομος ανεβαίνει ελικοειδώς εις το οροπέδιον, ύψους 1180 μέτρων. Εκ του ξενοδοχείου “Ποστ” ενός από τα εις υψηλότερον σημείον κειμένου ξενοδοχείου του Τυρόλου, - εις τας κοευφάς των ορέων του είναι μόνον καλύβαι, καταφύγια των ορειβατών, - έχει τις την θέαν τρομερών κρημνών κάτω και χιονισμένων κορυφών υπέρθεν. Μεγάλη η θερινή συγκέντρωσις εκεί απάνω και οι αλπινισταί πηγαινοέρχονται εις τας αγρίας κορυφάς. Ηρεμωτέρα η φύσις εις το Ίγκλς, το εγγύτερον του Ίννσμπουργκ. Κείται πολύ πλησίοντου Λάνσερζεε, του οποίου είνε σχεδόν συνέχεια, εις ύψος 900 μέτρων. Σιδηροδρομάκος ατμοκίνητος ανεβαίνει έως εκεί και αι επαύλεις, τα ξενοδοχεία, αι πανσιόνες έχουν καλοκαίρι χειμώνα ενοίκους. Τον χειμώνα εις την λιμνίτσαν του Λάνσερζέε, εις όλην την περιοχήν του Ίγκλς, ακμάζει ζωηρώτατος ο αθλητισμός του πάγου. Εις τον σταθμόν επί πινακίδος έχουν κολληθεί αι φωτογραφίαι των ενοικιαζομένων επαύλεων με δήλωσιν του ενοικίου των. Τόξα και επιγραφαί εις τους δρόμους και τας ατραπούς δεικνύουν τας κατευθύνσεις προς ξενοδοχεία, προς πανσιόνας, προς διαφόρους τοποθεσίας. Καταλύω εις την πλέον απομακρυσμένην πανσιόναν προς το βουνό και έχω εις αυτήν δωμάτιον υψηλόν, όπως φωληά πελαργού. Από το παράθυρόν μου όλαι αι χαρακτηριστικωτέραι απόψεις του ορεινού Τυρόλου. Βουνά δασώδη, γυμνοί απόκρημνοι βράχοι ύπερθέν των, κοιλάδες καταπράσιναι, αγροί ολανθισμένοι, χωριουδάκια εδώ κι εκεί, γαληναία κωδωνοστάσια. Εις το απόβροχον τα χρώματα είνε αδρότατα. Δια μέσου των κορμών και των κλάδων των θεοράτων ελατών τα βουνά παρουσιάζουν βαθύτατον ιώδες και τα νέφη, αι ομίχλαι, εις τας χαράδρας χρυσίζονται από τον ήλιον. Ακτινοστέφανοι αργυρόφαιοι στέφουν τας οξύτατας κορυφάς και καθέτως των πλαγιών γιγαντιαίοι πέπλοι αργυροΰφαντοι καταπίπτουν από άνω έως κάτω. Ξαπλώνομαι εις τον εξώστην με τα άνθη και με τη γλυκείαν Μαντόννα εις το υπέρθυρον, τρυφερά αγκαλιάζουσαν το θείον βρέφος. Αντίκρύ μου εις τον κήπον βόσκει λευκή αγελάς. Επί ώρας έχει χαμηλωμένην την κεφαλήν εις το παχύ δροσερόν χόρτον και ακούω τον ήχον των κινουμένων μασσελών της. Είνε ο μόνος ήχος. Τόση γαλήνη εις το μέρος. Έπειτα γεύομαι την τελειοτέραν σιγήν εις τα μεγάλα πυκνά δάση, όπου πλανώμαι πρωίας και απογεύματα. Γίγαντες του φυτικού κόσμου τα θυσσανωτά έλατα, τα οποία εκτείνουν μακροτάτους τους κλάδους των ως εις ευλαβή δέησιν προς τον ουρανόν. Υψηλότερα τα ευθυτενή έλατα και αγριόπευκα, τα αποτελούντα πυκνοτάτους δρυμούς. Υψούνται το ένα παρά το άλλο, έχοντα παχυτάτους κορμούς. Αναστρέφει τις την κεφαλήν δια να ίδη την κορυφήν των, χανομένην εις τον πυκνόν θόλον των. Κόκκινον είνε το έδαφος από το ελαφρόν στρώμα των ξηρών βελονών των και τόσον μαλακόν, όπου ο διαβάτης δεν ακούει τον κρότον του βήματός του. Καθ’ όσον προχωρώ προς το βάθος του δάσους μυστηριωδέστερον γίνεται το μέρος. Ούτε ένα έντομον δεν πετά, δεν βουϊζει εις το βαθύ ημίφως. Οι πανύψηλοι ευθύγραμμοι κορμοί φαίνονται ως γοτθικοί κίονες και εις τινα μέρη, όπου υπάρχουν συμπλέγματα τούτων, έξ – επτά μαζύ κορμοί, η θέα των παρουσιάζει άποψιν πυλώνος γοτθικής εκκλησίας. Εισέρχομαι δι’ αυτού και εισδύω εις βαθύτερον σημείον. Προς στιγμήν μπορεί κανείς να έχη παραδόξως οφθαλμαπάτας. Δύναται να ίδη την Σιγήν του δάσους, εις το μονοκέρατον πλαστικόν αγρίμι του πίνακος του Μπαίκλιν. Μετά ώραν φθάνω εις τας υπωρείας όρους. Πολλά τα χωματοβούνια του Τυρόλου και η ανάβασις τότε εις αυτά γίνεται εύκολα. Δρομίσκοι και ατραποί φέρουν με κομψοτάτους ελιγμούς εις μύρια μέρη, το ένα ωραιότερο του άλλου. Ώρας περπατώ και δεν έχω συναίσθησίν των. Αργά επιστρέφω εις τη έπαυλιν και αποθέτω εις το τραπέζι άφθονον φαιοχρωμίαν από Εντελβάϊς. Αλλά πάντοτε μου λείπουν αρκετά. Πηγαίνουν να στολίσουν την λευκήν μπλουζίτσαν της κόρης του σπιτιού. Έχει την ωραιότητα του βουνού. Γερόν, πλαστικόν σώμα και πολλά χρώματα εις το φόρεμά της, εις την ποδηάν της. Έχουν τόσην αγάπην αι γυναίκες του Τυρόλου προς τα χρώματα, όπου από μακρυά όμιλοί των εις τα πράσινα λειβάδια φαίνονται σαν αγριολούλουδα. Στέκεται η κόρη εις το μεγάλον πλαίσιον της εξωστοθύρας και γαλανόν φόντο του πορτραίτου της είνε η σγουρή από την πυκνήν βλάστησιν υψηλή πλαγιά του βουνού. Αι ακμαίαι πλεξίδες της, ξανθομελιτώδης μέταξα, δένονται εις πυκνόν στεφάνι εις την κεφαλήν και ελεύθερος ο λευκός λαιμός της. Ο καλός Θεός να τον ευλογή, διότι είνε λευκότερος από την αφρόκρεμαν των γλυκισμάτων και των φρούτων, που μου σερβίρει πρωί, μεσημέρι και απόγευμα. Και κάποτε πηγαίνομεν μαζί εις το μακρυνόν βουστάσιον του δάσους δια να αρμέξωμεν αγελάδα. Κρατεί τον τενεκεδάκον απο αλουμίνιον και ελαφρά βαδίζει υπό τα πανύψηλα δένδρα. “Πως κοιττάτε έτσι, κύριε το δάσος;” - “Ευρίσκετε;” - “Θαρρώ πως είσθε ζωγράφος.” - “Υστερα από τόσας ωμορφιάς που βλέπει τις ζωγραφισμένας εις τους τοίχους των σπιτιών σας, δεσποινίς, τι ζωγράφος μπορεί να είνε;” - ¨Σας αρέσουν όλα αυτά;” - “Κάθε επιδοκιμασία θα ήτο κοινοτυπία, κόρη μου.” - “Και όμως θα φύγετε…” - “Μου συμβαίνει να φεύγω πάντοτε εις την αθλίαν ζωήν μου.” - “Δεν θα ξαναρθήτε;” - Τι μπορώ να ξέρει κανείς. Ίσως το χειμώνα. Σας αρέσει το Σλίττεν (1), δεσποινίς;” - “Τρελλαίνομαι” – “Κάποτε επαγοδρομούσα πολύ” - “Τότε σας περιμένομεν”.
ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ

Εφημερίδα “Εμπρός” 27 Αυγούστου 1923
ΤΟ “ΕΜΠΡΟΣ” ΑΝΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗΝ
ΕΙΣ ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΟΥ ΤΥΡΟΛΟΥ Β
Πλατειά προβάλλει η θύρα Μολκεράϊ (2) εις το άνοιγμα πρασίνου λειβαδιού. Ήρεμα είνε όλα εκεί μέσα. Από τας αγελάδας έως τους ανθρώπους. Μιά κανελλιά αγελάς, η “Μίτσερλ”, είνε η αγαπημένη της. Η νεάνις την θωπεύει, την φιλεί, την αρμέγει με χάριν Ζεννερίνας. Έ, βέβαια, έπρεπε να ήταν κανείς ολίγον ζωγράφος. Και τον δρόμον προς το Πατς παίρνω συχνά. Είνε στενός, όπως όλοι οι δρόμοι του Τυρόλου, από δάση και αγροικίας περνά και προς το εξαίσιον πανόραμα των παγετώνων φέρει. Κάθημαι πολλάς ώρας εκεί και βλέπω υψηλά την βαθείαν γαλήνην του ψυχρού θεάματος. Έως αργά το βράδυ μένω και – αχ – τι δυνατήν ευωδίαν που έχουν τα νοτισμένα έλατα. Τετράδιπλα αναπνέει τις και πλατύ γίνεται το στήθος του, άκακος η σκέψις του. Που και που εις κοιλάδας και λαγκάδια φώτα ανάβουν. Έχουν ζωηράν λάμψιν, διότι το ηλεκτρικόν ρεύμα πηγαίνει παντού με την διακλάδωσιν των συρμάτων. Το ιδικόν του ασημένιο φως, εκχύει το φεγγαράκι εις τα βουνά και τας φάραγγας. Τότε πλέον συμβαίνουν εις την παράδοξον φύσιν μυστήρια. Είνε σαν να κατεβαίνη το χιόνι ως διαφανής πέπλος από τας κορυφάς εις τας κοιλότητας. Σιωπήσωμεν προ του υπερόχου οράματος.
Ενίοτε πηγαίνω εις το χωρίο. Έχει σπιτάκια και μαγαζιά με ζωγραφιές. Ωραιότατα μενταγιόν με μορφάς Μαντόννας, αγίων, σκύλων, ελάφων, ζαρκαδιών, είνε εις τους τοίχους. Γλυπταί μορφαί αγίων εις σηκούς. Και εις τας βρυσούλας των αι ξύλιναι στήλαι έχουν εις την κορυφήν γλυπτήν κεφαλήν νέου, νεανίδος. Εις τα ξενοδοχεία, πανδοχεία, εκδρομείς πίνουν καφέ με λευκήν αφρόκρεμαν, ξανθήν μπύραν, κόκκινον κρασί. Την Κυριακήν είνε περισσότεροι, αλλά χωρίς να παρουσιάζεται καμμία βαρβαρότης υπερσυνωστισμού. Το Τυρόλον έχει απειρίαν εξοχικών μερών και ο πληθυσμός κατανέμεται εις αυτάς. Χθες Κυριακήν είχαν μεγάλην εορτήν εις το παρακείμενον Γκιργλ, όπου και το Κουρχάους.
(3) Ωραιότατα δάση και εις το μέρος εκείνο, θαυμασταί δε απόψεις προς τα πανύψηλα βουνά. Λαϊκή ορεινή πανήγυρις. Ο φασουλάκος εις το παράπηγμά του, παιγνιδάκια εις τραπεζάκια, αλογάκια, τόμπολα, χαρτοπόλεμος, ανθοπόλεμος, ασκήσεις ωραίων εφήβων εις το μονόζυγον, φουτ-μπωλλ εις πράσινο λειβάδι. Παραπλεύρως εις το τέννις έπαιζαν άγγλοι και αγγλίδες, παραθερίζουσαι εις την περιοχήν. Εις το κιόσκι του δάσους εκάθηντο οι μουσικοί με το πράσινον πτεροφόρον καπελλάκι και με τα χάλκινα όργανά των διεκήρυσσαν την αθανασίαν των μελωδιών του Στράους. Επί του κιγκλιδώματος του περιπτέρου ήσαν τα ποτήρια των μπύρας και παρά το πλευρόν του αρχιμουσικού ογκώδες βαρέλι. Επ’ αυτού τα τετράδια μουσικής. Πόσον αφελώς παιδιά ήσαν όλα αυτά εις τον καθαρόν αέρα του βουνού. Έπειτα εις την μεγάλην αίθουσαν του απλουστάτου Κουρχάους, όπου λειτουργεί και ρουλέτα με άμεμπτον χωροφύλακα ανοίγοντα την θύραν προς τους επισκέπτας της, έγινε χορός το βράδυ και επηκολούθησε διαγωνισμός καλλονών. Χιλίας κορώνας το κόκκινον χαρτάκι του δημοψηφίσματος. “Τι συλλογήν από δελτία κάνετε και σκορπίζετε τας κορώνας σας, κύριε;” ακούω δροσεράν φωνήν. Είνε η δεσποινίς της πανσιόνας. Φορεί κόκκινον καπέλλο και λαμπρά λουστρίνια δια το παρκέτο της αιθούσης. “Ναι, ευρίσκω τόσον κομψά αυτά τα ροζ χαρτάκια”. Είνε βραδειά δροσερή, αλλά με ανοικτά παράθυρα χορεύουν εις την αίθουσαν. Ελαφρόν το κρασάκι του Τυρόλου. Θα είνε περί τα 25 ζεύγη. Παραθερίζοντες, ολίγοι ξένοι. Θεέ μου! Πόσον ασημένιος ο μακρύς τεράστιος πύργος των υπερδισχιλίων μέτρων υψηλών βουνών της Νορντκέτε απέναντι. Το φεγγαράκι του χαρίζει τόσον πλούτον “Αλλά δεν χορεύετε λοιπόν;” Πάλιν η δροσερή φωνίτσα. Οι μουσικοί της ορχήστρας ψάλλουν φαιδρά: “Αι όου του μπη!” Τολμώ να υπάρχω επίσης. Πρέπει να χορεύει τις; Δεν ξέρω τίποτε. Οπωσδήποτε εις το τέλος έμαθα, ότι το πρώτον βραβείον της καλλονής έλαβε η δεσποινίς με το κόκκινον καππέλλο και τα λαμπρά λουστρίνια. Παίρνομεν το λευκόν μονοπάτι δια να γυρίσωμεν εις την έπαυλιν. Από πυκνά δάση και ανοικτά δάση περνά. Μόλις έχει τώρα ολίγον φεγγαράκι. Γλυκά αναπνέουν τα δισεκατομμύρια των δένδρων. Ψυχρούλα. Περίπου 9 βαθμούς εδείκνυε το θερμόμετρον του Κούρχάους. Βαδίζομεν με σιγανόν βήμα. “Και θα φύγετε, λοιπόν, αύριον;” - “Αύριον όχι, διότι έχω να μαζεύσω μερικά ακόμη. Εντελβάϊσσες”. Το φεγγαράκι εχάθη εις το μεγάλο φαράγγι. “Ώστε θα φύγετε μεθαύριον…;”
Αλλά τι μένει, λοιπόν εις αυτόν τον αχόρταστον κόσμον, όπου όλα φεύγουν ως ατμός; Επάνω εις το τραπέζι εις το δωμάτιον ήταν άφθονη αφρόκρεμα. Σιγά – σιγά έσβυσαν οι λευκοί αφροί της.
ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ

(1) Schlitten: έλκηθρο
(2) Molkerei: γαλακτοκομείο.
(3) Kurhaus: καζίνο, λέσχη χαρτοπαιξίας.