Εφημερίδα
“Εμπρός” 28 Αυγούστου
1923
ΤΟ “ΕΜΠΡΟΣ” ΑΝΑ ΤΗΝ ΕΥΡΏΠΗΝ
ΑΙ
ΧΑΡΑΙ ΤΟΥ ΤΙΡΟΛΟΥ Α’
Τιρολέζικες φορεσιές (https://it.pinterest.com/risdpc/)
Ευρισκόμεθα
εις το χαρούμενον Τιρόλον, όπου πανύψηλα
βουνά, βαθείαι πράσιναι κοιλάδες,
ορμητικοί ποταμοί, ακμαιότατοι δρόμοι,
άλυωτα χιόνια, αιώνιοι παγετώνες,
σιδηρόδρομοι ορειβατικοί, δρόμοι
μαγευτικοί, πορείαι ηδονικαί, ορειβασίαι
γεμάται από συγκίνησιν. Άνδρες, γυναίκες,
φορτωμένοι τον οδοιπορικόν σάκκον εις
την πλάτην βαδίζουν εις κοιλάδας ,
και αναρριχώνται εις βουνά. Όλαι αι
ώραι του έτους γοητεύουσαι. Άνεμα,
σκιερά, καλοκαίρια, αλλά και με συχνόν
άφθονον ήλιον, ηδύτατα φθινόπωρα, λευκoί
χειμώνες, ανθοπλημμυρισμέναι ανοίξεις.
Και πόσα βουνά, πόσοι δρόμοι, πόσα δάση,
πόσαι παλαιαί, πολιτισμέναι, γραφικώταται
πόλεις, πόσα ανάκτορα ερημικά και πύργοι
τοποθετημένοι εις μυστικάς φάραγγας,
εις κορυφάς λόφων, εις χαράδρας φοβερών,
αλλά ωραιοτάτων βουνών. Δεν με χωρεί,
φυσικά, το μαγευτικώτατον Ίννσμπρουκ,
του οποίου θα δώσω περιγραφήν, και εις
βουνά τρέχω. Ο πεζοπόρος έχει τας
μεγαλυτέρας ευκολίας με την διακλάδωσιν
τόσων πολλών μέσων συγκοινωνίας, ώστε
να εκτινάσσεται από το ένα μέρος εις το
άλλο, οπόθεν δύναται εντός ολίγων ωρών
να κάμνη πολλαπλάς μεθυστικάς ορειβασίας.
Ευρισκόμεθα εις την καρδίαν του Τιρόλου,
με τον παλαιόν γερμανικόν χαρακτήρα
του. Ενταύθα ο πόλεμος δεν μετέβαλλε
απολύτως τίποτε. Τοπία και άνθρωποι,
συνήθειαι και τρόποι ζωής, είναι αι
αυταί, όπως πάντοτε. Χαρά ορεινού βίου.
Και εις ένα χωριό, - ούτε πόλιν δεν έχομεν
ημείς όπως ένα χωριό του Τιρόλου, - εις
την καρδίαν τούτου, αναπαύομαι ύστερα
από πολυδρομίας. Τι και αν έχη όνομα;
Άλλ λέγεται, αλλά οπωσδήποτε άλλως και
αν ελέγετο δεν θα είχε καμμίαν σημασίαν.
7,000 κάτοικοι και τόσον ώμορφα και
καλοπεριποιημένα όλα, καθώς εις μία
αρίστην συνοικίαν μεγαλουπόλεως, η
οποία θα είχε αγροτικόν χαρακτήρα.
Ακούομεν τιρολέζικα τραγούδια και
βλέπομεν τιρολέζικους χορούς. Μονάχα
εις την πηγήν των αυτά τα πράγματα έχουν
την γνησίαν αισθητικήν των αξίαν.
Οκταφωνία από τας αρμονικωτέρας, που
δύναται να ακουσθούν εις τον ευρύ αυτόν
κόσμον. Τέσσαρες γυναίκες και τέσσαρες
άνδρες. Φορούν τα εγχώρια κοστούμια. Οι
άνδρες με γυμνά τα γόνατα, τας κορδελλένιας
καλτσοδέτας, με τα σταυρωτά τιράντα εις
τα στήθη, το πράσινον καπελλάκι με το
πτερόν εις το κεφάλι, αι γυναίκες με το
χρωματιστόν κοντοφούστανον, την
ανθοστόλιστον καμιζόλαν, το πλατύγυρον
καπέλλο με τας κρεμμαστάς ταινίας. Το
πτερόν απαραίτητον. Τσίτερ πάιζει.
Κάποτε συμμετέχει και η κιθάρα. Εις
ποίον ωδείον εσπούδασαν αυτοί οι χωρικοί
και αι χωρικαί και έχουν τόσην τελειότητα
φωνητικής γνώσεως; Είνε φωναί εκεί
πρίμας και κοντράλτο, των οποίων τους
λαρυγγισμούς αδύνατον να φθάση η πλέον
γυμνασμένη καλλιτέχνις. Το αυθόρμητον
η τέχνη των, αλλά ένα αυθόρμητον
υποκείμενον εις μακράν διδασκαλίαν από
την ζωήν. Το βουνό, η ηχώ του, τα ποτάμια
και οι καταρράκται, τα δάση και τα πουλιά
είνε οι διδάσκαλοι των μελωδιών αυτών,
μεθυστικωτέρας των οποίων ίσως να μη
δυνάμεθα να ακούσωμεν πουθενά αλλού.
Μελωδίαι περιγραφικαί, αφηγηματικαί,
μελωδίαι περιπαθείας ψυχικής, μελωδίαι
ελαφρώς μελαγχολικαί και συνηθέστερα
χιουμοριστικαί. Δι’ αυτών εκφράζεται
η ιστορία ενός ορεινού πληθυσμού, με
τας μακράς παραδόσεις του, με τον
ενδιαφέροντα πολιτισμόν του, με τους
ηρωϊκούς άθλους του, με τον αγροτικόν
χαρακτήρα του. Το τραγούδι των ανδρών
και των γυνακών είνε η πιστοτέρα εικών
του βίου των. Εις αυτό ακούομεν τους
παλμούς της ωραίας φύσεως και των
ανθρώπων, οι οποίοι ζουν εις αυτήν. Ούρια
! Ούρια ! Ί ί ί ί ! … Είνε η λαρυγγώδης
κραυγή του ποιμένος καλούντος την
ποιμενίδα από την μίαν χιονισμένην
κορυφήν εις την άλλη, είνε η ερωτική
πρόσκλησις του πουλιού, είνε το
σπινθηροβόλημα του ερυθρού κρασιού εις
τα μουκαλάκια των αγροτικών τραπεζιών,
είνε ο αφρώδης καταρράκτης του όρους,
το στρώμα των πολυχρώμων αγριολουλουφιών
εις τας κλιτύς του, η ποίησις των αιχμών
των κωδωνοστασίων προς τα νέφη, του
αλγεινού θανάτου του Εσταυρωμένου, που
στολίζει δρόμους πόλεων, χωρίων, ερημιών,
είνε αι αναστάσεις των δανδελλωτών
κορυφών προς τον γαλανόν ουρανόν, η χαρά
των τρυφερών πρασίνων κοιλάδων και η
ρέμβη των ογκωδών ορέων, είνε η ηδύτης
της μεγάλης πηλίνης θερμάστρας και η
δροσιά των παγετώνων των ορέων. Ρομάντσες
βαθείαι ως τα φαράγγια της χώρας, ηρέμα
εξελισσόμεναι με σοβαρόν μοτίβο, όπως
οι πολύχρωμοι δύσεις ανάμεσα των
κλεισωρειών, βουκολικαί πολυφωνίαι,
εις τας οποίας απηχούν μυκηθμοί αγελάδων,
βελάσματα αιγών, κελαρίσματα ρυάκων,
ήχοι φλογερών, τυμπανισμοί βροχής επί
πολυδένδρων τοπίων, βαμβακένιοι
ψιθυρισμοί πτώσεως πυκνής χιόνος,
ακκόρδα πουλιών, θροΐσματα και ρίγη
φυλλωμάτων, πάταγοι ποταμών, των οποίων
τα ορμητικά ύδατα ανασυγκρατούνται υπό
των βάθρων μεγάλων, μικρών γεφυρών και
είνε τόννοι τροκάνας, βάδισμα ποιμνίων,
φίλημα ζευγαριών βοσκών, στεναγμός των
γλύκας και πόνου. Ο λαός αυτός έθεσε εις
το τραγούδι του όλα τα κύτταρα της ζωής
του. Ό,τι ζη και ό,τι αισθάνεται το έκαμε
μέλος. Εξωράϊσε τέλος την αποδοχήν της
ζωής με την παράστασίν της ως
μελωδίαν.
ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ
“Εμπρός”
30 Αυγούστου 1923
ΤΟ “ΕΜΠΡΟΣ” ΑΝΑ ΤΗΝ
ΕΥΡΏΠΗΝ
ΑΙ ΧΑΡΑΙ ΤΟΥ
ΤΙΡΟΛΟΥ Β’
Καρτ
ποστάλ, Τιρόλο, γύρω
στο 1920 . Η λεζάντα λέει (πάνω
κάτω):
“Κανένας
βράχος δεν είναι πολύ ψηλός, κανένα
χάσμα δεν είναι πολύ πλατύ γι’ αυτόν,
είναι
τόσο χαρούμενος,
γιατί δεν είναι μακριά από τον στόχο
του. Για την αγάπη του
χαρωπά
κόβει
ένα λουλούδι, ένα Εντελβάις των
Άλπεων,
το Μη με λησμόνει”.
Foto: https://it.pinterest.com/pin/69876231692757601/ |
Ο
όμιλος, του οποίου ακούομεν κάθε βράδυ
τα τραγούδια, αποτελείται από νέους και
γέρους. Ωραία, δυνατά, παραστατικά
αγόρια, συμπαθή κορίτσια, καλοδεμένα,
ευμελή, ηλικιωμένοι άνδρες, μεστοί, με
αδρά χαρακτηριστικά και με γένειον, το
οποίον δεν ελεύκανε ακόμη ο χρόνος.
Είναι αρκετά τα άλυωτα χιόνια εις τας
κορυφάς των βουνών. Γλυκειά η εσπερινή
ατμοσφαίρα και δέχεται, θα έλεγε κανείς,
με ευχαρίστησιν τους βραδείς ύμνους,
τα σκερτζόζικα γοργά τραγουδάκια με
τους υγιείς υπαινιγμούς των, τας φαιδράς
μελωδίας, που προδίδουν λαϊκήν ψυχήν
αδιαπτώτως ευδιάθετον, τας ελαφρώς
αισθηματολογικάς ρομαντσας, τους
κωμικούς τόνους και τας φιλοπαίγμονας
στροφάς. Είνε εκεί το ηθογραφικόν άσμα,
παραμένον δροσερόν και άσβεστον δια
μέσου μακρών αιώνων, συνεχιζόμενον εις
την ζωήν από την ερωτικήν περίπτυξιν
των ορεσίβιων, από την διαιώνισιν των
παλμών των και των μόχθων των, των τέρψεων
των και των θλίψεών των δια μέσου του
χρόνου. Και έχομεν εις την έκφρασίν του
απτήν την αναπαράστασιν του αρχαίου
χορού της τραγωδίας και της κωμωδίας.
Ούτως εξεδηλούτο ο κοινωνικός βίος επί
της σκηνής των παναρχαίων θεάτρων. Ο
χορός συχνά συνοδεύει τας ιδιοτύπους
αυτάς μελωδίας, αι οποίαι προσλαμβάνουν
την τεχνικήν διατύπωσιν των συγχρόνων
διαθέσεων, προσαρμοζόμεναι προς τας
εκάστοτε εποχάς, χωρίς να χάνεται η
κεντρική έννοιά των. Μη λησμονώμεν, ότι
ένας Λάννερ και εις Στράους εγοήτευσαν
και γοητεύουν ακόμη τας αυστριακάς
χώρας επί γενεάς. Αι μελωδίαι των
επέδρασαν και εις τας καρδίας των
κατοίκων του Τιρόλου, επομένως και εις
το τραγούδι των, πιθανόν δε γλυκύτερα
να μη τραγουδή κανείς άλλος ένα Βάλτσερ
του Στράους όσον οι χωρικοί αυτοί εις
τας πανηγύρεις των, εις τα παλκοσένικα
των κοσμικών συγκεντρώσεων, όπου
εμφανίζονται ως άρτιοι ωδικοί θίασοι
με το εύρος και το βάθος τόσων ποικίλων
τραγουδιών, τόσων ενδιαφερουσών
εκτελέσεων δια του Τσίτερ, το οποίον
δεν είνε τίποτε άλλο από το ακάλυπτον
πιάνο, τόσων γραφικωτάτων ορχήσεων.
Όταν χορεύει ένα ζεύγος βλέπει τις όλον
το βαθύ ποίημα της ερωτικής επικοινωνίας
των δύο φύλων, την μέθην του άρρενος εκ
του ελκυστικού κάλλους, την φιλάρεσκον
προκλητικότητα του θήλεως, ενισχυομένην
εκ της υπεροχής της χάριτος και της
γοητείας. Η χαρά της ζωής εις την εκδήλωσίν
της με τα τοπικά στοιχεία. Και η όρχησις,
όπως η μελωδία, έχει τον ιδιάζοντα
χαρακτήρα της “Άϊματκουνστ”(*).
Η γυναίκα στριφογυρίζει με μικρά, γοργά,
ελαφρά βηματάκια και ανεμίζουν αι
κεντημέναι κορδέλλες της κομμώσεώς της
με τας πλεξίδας, σχηματίζουσας στεφάνην
φειδιών εις το ωραίον κεφάλι, με την
κοντήν φούσταν της ανακολπουμένην και
παρέχουσαν την εντύπωσιν κώδωνος, υπό
τον οποίον λευκάζει η δαντέλλα του
πανταλονιού. Γυρίζει, ελίσσεται,
κάμπτεται, λυγίζει, διολισθαίνει προ
του ορχουμένου ανδρός, εξερεθιζομένου
ολονέν περισσότερον, τύπτοντος αρμονικά
τα χέρια εις τα γόνατα και τα πόδια,
λαρυγγίζοντος, μυκωμένου, παμφλάζοντος,
εχυνομένου εις βρασμόν πάθους. Μία από
τας ειδυλλιακωτέρας εικόνας του αγροτικού
βίου και ηδυτάτη η αισθητική του
απόλαυσις. Η κατάκτησις επέρχεται διά
της πτώσεως του θηλέως εις την αγκάλην
του άρρενος. Τότε το τσίτερ ευρίσκει
του μεταλλικωτέρους τόνους του όπως
εκφράση την νίκην του έρωτος και τον
ορχούμενον ζεύγος έχει πλέον αηδονιών
λαρυγγισμούς εις την έκκρηξιν της
αναισίμου θυσίας των προς τον θρίαμβον
της ζωής.
ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ
________________
(*)
Heimatkunst:
Στις
γερμανόφωνες χώρες, κάθε είδος τέχνης
που προέρχεται από την αίσθηση της
αγάπης
και προσκόλλησης στην ιδέα της πατρίδας.
Στο χώρο της λογοτεχνίας, η
έννοια τέτοιου
είδους τέχνης διαδόθηκε
γύρω στο 1900 από τους Adolf
Bartels, August Julius Langbehn,
Arthur
Moeller van den Bruck
και F. Lienhard. Αυτοί
οι συγγραφείς υποστήριξαν
την ανάγκη για τη
δημιουργία μιας λογοτεχνίας
βαθειά
ριζωμένης
στην
ψυχή και στις λαϊκές παραδόσεις του
γερμανόφωνου κόσμου, σε πλήρη αντίθεση
με
την
αριστοκρατική
τέχνη των νεορομαντικών και την παρακμιακή
τέχνη του ιμπρεσιονιστικού κινήματος.
Η
επιθυμία
για μια πιο γνήσια γερμανικότητα, η
αγάπη για το (γερμανικό)
αίμα, για
την
καθαρότητα της φυλής και η προσκόλληση
σε μια περιοριστική έννοια του λαϊκού
πνεύματος
έβαλαν
τα θεμέλια για
τη γέννεση του
άκρατου,
βίαιου
εθνικισμού
και
του
χιτλερικού ρατσισμού που
επακολούθησε.
Το Heimatkunst είναι
βέβαια συνυφασμένο και με μια
πλούσια
τοπική ανέμελη
και
ρουστίκ λογοτεχνία που έχει τις ρίζες
της στον ποιητικό ρεαλισμό και τον
νατουραλισμό του δέκατου ένατου αιώνα.
Μερικοί
συγγραφείς που θα
μπορούσαμε να
αναφέρουμε είναι οι
H. Stehr, G. Frenssen, L. Thoma, L. Ganghofer, R. H. Bartsch, κ.α.
(Σημ.
δική μου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου