Εφημερίδα “Σκριπ” 19.12.1896
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
ΤΟ ΒΡΑΧΙΟΛΙ
(Από τις “Ιστορίες ενός ρεπόρτερ”
Βρέχει μουντά, μουρμουριστά έξω. Τα ριντώ είνε κατεβασμένα, απλωμένα ως κάτω, κι ο θόρυβος της βροχής που χτυπά τα τζάμια ακούεται μέσα στο δωμάτιο ασθενής, κουραστικός, εκνευρισμένος. Τα κηριά φωτίζουν θαμπά, και το δωμάτιο είνε γεμάτο σκιές παρά φως. Η χειμωνιάτικη εκείνη θλίψη που μπαίνει μέσα στα σπίτια, τα χωρίς οικογενειακή χαρά, η χειμωνιάτικη θλίψη που την βρίσκει κανείς περισσότερη από κάθε αλλού σε μερικά σπίτια όλως διόλου ιδιαιτέρως, βαρύνει ολόκληρη την κάμαρα. Όλα τ’ αντικείμενα εκεί μέσα φαίνονται ποτισμένα από μιά υγρή μελαγχολία, από μιά νοτερή θλίψη, θάλεγε κανείς που αναδίδεται από τους τοίχους, από τις δυο μεγάλες κινέζικες βεντάγιες τις καρφωμένες βιζαβί τη μιά της άλλης, από τα κινέζικα τραπεζάκια, από τις πολτρόνες, από τις καρέκλες, από το κλειστό πιάνο, από τα σκορπισμένα μουσικά τετράδια από το κομψό ταμπουρέ, από τα βαζάκια, από τις ζωγραφιές, από τις εικονίτσες, από το κάθε λογής μπιμπελό, από το κάθε κόσμημα, από το κάθε σκεύος, και τον τριγυρίζει, και του περνά τους πόρους των ενδυμάτων του, τους πόρους του σώματός του, και του ποτίζει το αίμα, τα σπλάχνα του. Είνε ξαπλωμένος σ’ένα κοκκινόμαυρο ραβδωτό διβανάκι, με τα χέρια στις τσέπες, με τόνα πόδι απάνω στ’ άλλο, με τον κορμό γυρισμένο προς τα πίσω, με το κεφάλι ακουμπισμένο λίγο δεξιά σ’ ένα μεταξωτό προσκεφαλάκι, και καπνίζει ασυνείδητα, χωρίς κέφι ένα πούρο. Δεν έχει βγάλει το παρντεσσού του και μαζεμμένος εκεί στο διβανάκι, ποτισμένος ολόκληρος από την υγρή εκείνη μελαγχολία της βραδειάς, την ακούει, να του μιλά…
Ψηλή, αμαζών τέλεια, με τα ξανθά μαλλιά της χτενισμένα προς τ’ απάνω πίσω, ριγμένα σγουρά μπροστά στους κροτάφους, με το ωχρό πρόσωπο μόλις πουδραρισμένο, με τα μικρά χείλη, τα σουφρωμένα αιώνια, σαν χοντζες που δεν τον είδε ποτέ ο ήλιος, βαμμένα ανάλαφρα, ελκυστικά, χτυπώντας ίσια τις αισθήσεις και φέρνοντας ένα ρίγος ελαφρό στις φλέβες, του μισοκλείνει τα μάτια και ακουμπισμένη στο κάθισμά της, στηρίζονατς τον δεξιό της αγκώνα απάνω στο τραπέζι, πούνε εκεί κοντά της, φλυαρεί.
Έχει κέφια απόψε και λέει, λέει ακούραστη με τη συνειθισμένη της αφροντισία, και μέσα στα λόγια της αυτά, που εξαιρετικώς του τα εμπιστεύεται έτσι από ένα παράξενο γυναικείο καπρίτσιο, ζωγραφίζεται όλη η ματαιοδοξία της γυναίκας, όλη η απληστία της, η απονιά της, η απόλαυσή της, η ειρωνεία της, το συμφέρον, το τρομερό εκείνο συμφέρον των γυναικών του είδους της, που προξενεί τη φρίκη και την αηδία.
Μπροστά της εκεί, απάνω στο τραπέζι είνε ανοιχτό ένα μικρό τετράγωνο με ατλαζωτό ροζ ύφασμα σκεπασμένο κουτάκι. Και με το αριστερό της χέρι βγάζει από κεί μέσα με νωχελικά κινήματα ένα, ένα τα μπιζού της και του τα δείχνει με κάποια υπερηφάνεια, με κάποια άγρια χαρά ψιθυρίζοντας με σαρκαστικό πάντα γέλοιο:
- Αυτά τα σκουλαρίκια είνε δώρο ενός γέρο ραμμολή. Μ’ άφησε χρόνους τόρα… Τον γνώρισα στην Οντέσσα...
- Αυτή τη διαμαντένια εδώ καρφίτσα μου τη χάρισε ένας τραπεζίτης που γνώρισα στην Αλεξάνδρεια...
Και το λευκό, το κάτασπρο χέρι, το μακρουλό, το αφροπλασμένο με λεπτά μακρυά δάχτυλα και τριανταφυλλένια νύχια βγάζει πάντα ένα, ένα από το κουτί τα κοσμήματα, τα σηκώνει λίγο προς το φως των κηριών, τα γυρίζει τόρα απ’αυτό, ύστερα απ’ εκείνο το μέρος, τα κάνει να λαμποκοπούν στο φως, και έπειτα τ’αδειάζει απάνω στο τραπέζι τόνα κοντά στο άλλο με την αιώνια εκείνη σαρκαστική της έκφραση.
Εκείνος την έβλεπε, την άκουε με κάποιο αίσθημα αηδίας, αλλά με κάποια περιέργεια μαζί. Έξαφνα το χέρι έβγαλε έξω από το κουτί ένα βραχιόλι, ένα βραχιόλι μεγάλης αξίας, ένα βραχιόλι πολύτιμο, σκαλισμένο με τέχνη, φορτωμένο με πέτρες. Όταν το σήκωσε προς το φως, την είδε τότε να κοιτάζη αυτό το κόσμημα αυτή τη φορά βουβή, κάπως πικραμένη ξαφνικά. Και τα μάτια της έχασαν όλη τη σαρκαστική της ειρωνία, και τα χείλη εκείνα τα σουφρωμένα, τα κοκκινοβαμμένα σφίχτηκαν πιό πολύ σαν από πόνο ξαφνικής θλιβερής σκέψεως. Το κρατούσε ακόμα μέσα στα δάχτυλά της εκεί μπροστά στο φως, και ψιθύρισε σβυσμένα:
- Αυτό είνε το πρώτο, και το σκληρότερο δώρο της ζωής μου, είπε με λυπημένο τόννο.
- Ά! Κάποια ξεχωριστή, κάποια τρυφερή ενθύμηση, είπε εκείνος με μιά χαιρεκάκεια, που δεν κρυβόταν.
- Τίποτε απ’ όλα αυτά. Μονάχα μου φέρνει μιά πικρή ενθύμηση, μουρμούρισε, κοιτάζοντας το κόσμημα σαν αφηρημένη.
- Έτσι, λοιπόν, υπήρξες ποτέ και συ ερωτευμένη, είπε εκείνος θριαμβευτικώς.
-Ερωτευμένη όχι, αλλά το βραχιόλι αυτό μου ενθυμίζει μιά πολύ θλιβερή ιστορία που έπαιξα ρόλο φονιά, είπε τόρα εκείνη με ξερή φωνή, και το πρόσωπό της έγινε πιό χλωμό, πραγματικώς από ψυχική δόνηση χλωμό αυτή τη φορά.
Μιά ανατριχίλα περόνιασε το κορμί του και την έβλεπε μ’ανοιχτά φοβισμένα μάτια.
- Θα σου τα πω όλα, ξακολούθησε εκείνη. Είνε μιά ιστορία, παιδική, μιά πολύ θλιβερή, η μόνη αληθινά τόσο θλιβερή ιστορία της ζωής μου… Και την άκουσε για πρώτη φορά της ν’αναστενάζη με πόνο.
- Είμουνα, θυμούμαι, δεκάξη ετών. Είμουνα κόρη, είμουνα όμορφη, είχα την οικογένειά μου, τον πατέρα μου και τη μάννα μου. Η οικογένειά μας, λαϊκή οικογένεια, έβγαζε έντιμα το ψωμί της. Ο πατέρα είταν διανομεύς στο ταχυδρομείο, η μητέρα μου μοδίστρα ασπρόρουχων, εγώ τρελλοκόριτσο. Είχα μιά φίλη τότε της ηλικίας μου, κόρη ενος υπαλλήλου. Οικονομικώς η οικογένειά της είταν σε καλύτερη θέση από μας και μ’ όλη την αγάπη που της είχα την ζήλευα πολύ γιατί μπορούσε να κάνη καινούργιες τουαλέττες συχνά. Και οι δυό μας είμαστε τρελλές για τις μόδες, προ παντός για τα κοσμήματα. Θυμούμαι πως μας συνώδευε πάντα βράδυ, βράδυ στον περίπατο στα εμπορικά και τις δυό ο αδερφός της ένα ψηλό, αδύνατο, καχεκτικό παιδί δέκα εννιά χρόνων. Πηγαίναμε πάντα στα χρυσοχοεία και στεκόμαστε εμπρός στις βιτρίνες και θαυμάζαμε αφηρημένες και οι δυό τα κοσμήματα, ενώ ο καβαλλιέρος μας γυρισμένος πάντα προς το πλάϊ μου κρυφαναστέναζε. Μ’ είχε ερωτευθή τρελλά, μ’ ένα έρωτα παιδιάστικο, αλλά φλογερό, έξω φρενών. Και μ’ έκανε να γελώ πάντα, το μυξιάρικο… Ένα από τα πολλά κοσμήματα που βλέπαμε στις βιτρίνες εγώ και η αδερφή του, είταν κι αυτό το βραχιόλι εδώ, που βλέπεις τόρα. Σε μιά βδομάδα είχαμε ερωτευθή και οι δυό αυτό το βραχιόλι. Οι μέρες, οι μήνες περνούσαν ύστερα και μεις κάθε βράδυ στεκόμαστε εκεί στο τροττσάρ και λιγουδεύαμε το βραχιόλι. Μας είχε γίνει πάθος αυτό το θέαμα. Και οι δυό μας ωνειροπολούσαμε η κάθε μιά χωριστά, πως να το αποκτήσουμε. Εγώ όσο σκεπτόμουνα πως είταν αδύνατο να γίνη δικό μου αυτό το βραχιόλι, έλυωνα από ζήλεια, από μανία. Όταν ένα απόγευμα που πήγα στο σπίτι της φίλης μου, να τη συγχαρώ για τη γιορτή της που εώρταζε, βλέπω άξαφνα το βραχιόλι εκείνο στο χέρι της.
- Τι χαρά, μου λέει. Ο θείος μου μου το αγόρασε το βραχιόλι...
Ένιωσα σα να μου έκοβαν μέσα μου τ’αντερά μου, σχεδόν θα λιποθυμούσα. Δεν είπα τίποτε, κρατήθηκα, και κάθησα σε μιά καρέκλα όλο το απόγευμα καταλυπημένη. Ήρθε ο αδερφός της προς το βράδυ. Κάθησε κοντά μου και όλο κρυφά αναστέναζε. Άξαφνα σηκόνομαι, χαιρετώ τη φίλη μου, τους δικούς της, και παρακαλώ το παιδί τους να με συνοδεύση εις το σπίτι μου. Πήγε να τρελλαθή από τη χαρά του. Μέναμε μόνοι μας τόσο σπάνια, ώστε είχε δίκιο να είταν τόσο χαρούμενο. Στο δρόμο γυρίζω και του λέω έξαφνα, πιάνοντας το χέρι του:
- Μ’ αγαπάς;
Εκείνο θέλησε να μου σφίξη το χέρι, και ψιθύρισε ξαφνιασμένο:
- ‘Ω, αν σ’αγαπώ, πεθαίνω για σένα!...
- Τότε θέλω να μου κάμης μιά χάρη…
- Ό,τι θέλεις.
- Μα θα μου την κάμης…
- Λέγε, διάταξε, τη ζωή μου δίνω για σένα, αρκεί να μ’ ευσπλαχνισθής.
- Θα είμαι δική σου, του είπα, όταν μ’αποχαιρετούσε τρέμοντας σχεδόν, στην πόρτα μου, αν κλέψης το βραχιόλι της αδερφής σου που της χάρισε ο θειός σας σήμερα…
Και έφυγα κλείνοντας την πόρτα.
Την άλλη μέρα το βράδυ καθόμουνα μόνη μου στο σπίτι – η μητέρα μου έλειπε κάπου – και είμουνα καταλυπημένη πάντα, ακούω βήματα βιαστικά στη σκάλα και βλέπω τον αδερφό της φίλης μου να μπαίνη μέσα στην κάμαρα κατακίτρινος σαν το φλωρί, λαχανιάζοντας, τρέμοντας, και να μου πετά στην ποδιά μου το βραχιόλι.
- Να!… πάρτο!… δικό σου είναι, αλλά τόρα κι εγώ είμαι δικός σου… Μάθε όμως πως σκότωσα … την αδερφή μου!...
- Τι; του είπα χωρίς να καταλάβω τι έλεγε.
- Ναι! … την σκότωσα! … Με κατάλαβε πως το πήρα κ’ έτρεξε να μου το πάρη… Την έσπρωξα… με κυνήγησε φωνάζοντας “θέλει να το πουλήση! θέλη να το πουλήση!”. Από κάμαρα σε κάμαρα φθάσαμε με το κυνήγι στην κουζίνα… εκεί μ’έπιασε από το λαιμό… δε ξέρω τότε τι έκανα… ένα μαχαίρι είταν απάνω στο τραπέζι… το πήρα… τόχωσα στα στήθη της κ’ έφυγα… Τόρα το βραχιόλι είνε δικό σου… κι εγώ είμαι δικός σου…
Και εκείνη σιώπησε. Ένας λυγμός ακούστηκε και έκρυψε το κεφάλι της μέσα στα χέρια της. Έξω η βροχή έπεφτε μουρμουριστά, μελαγχολικά πάντα…
Κ’ εκείνος βουβός, με τα μάτια γεμάτα από φρίκη, πήρε το καπέλλο του, κι αγάλια’ αγάλια, πατώντας στα νύχια, βαδίζοντας με την πλάτη προς την πόρτα, βγήκε και κατέβηκε τις σκάλες γλήγωρα, γλήγωρα με πηδήματα παράφρονος…
Μποέμ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου