“ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ” 9 Ιανουαρίου 1900
ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΗΘΗ
Ο ΛΙΜΑΔΟΡΟΣ
{Εις τον δρόμον εις Κύριος ζητεί να αποφύγη άλλον Κύριον ερχόμενον κατ’ ευθείαν κατ’ επάνω του, αν και δεν το κατορθώνει.}
Ο ΚΥΡΙΟΣ (σπέυδων προς αυτόν και σφίγγον το χέρι του ζωηρώς(. - Καλή ημέρα σας, καλή ημέρα σας. Τι νέα έχουμε σήμερα;
Ο ΑΛΛΟΣ (καθ’εαυτόν). - Πάλι με εγράπωσε, δυστυχία μου. (Προς τον κύριον μειδιών φιλοφρόνως). - Καλά, ευχαριστώ. Χαίρω που σας βλέπω καλά.
Ο ΚΥΡΙΟΣ (ημιαφίνων το χέρι του κυρίου και έτοιμος να κρατήση σφικτά εις πρώτον κίνημα απομακρύνσεως εκείνου). - Ε πως τα βλέπεις τα πράγματα;
Ο ΑΛΛΟΣ (ημικλείων τους οφθαλμούς και σφίγγων τα χείλη ωσεί να κατέπιε κινίνην). - Δεν ξέρω τίποτε σήμερα. (Κάμνων κίνημα δια να αναχωρήση). Με συγχωρείτε, έχω μίαν υπόθεσιν κατεπείγουσαν.
Ο ΚΥΡΙΟΣ (κτυπών εις τον ώμον) - Τι διάβολο, όλο υποθέσεις σπουδαίας και κατεπείγουσας έχεις εσύ… Στάσου βρε αδερφέ, να πούμε τίποτε.
Ο ΑΛΛΟΣ – Μα ξέρεις...
Ο ΚΥΡΙΟΣ (διακόπτων αυτόν βιαίως.) - Μωρέ, εδιάβασες σήμερα την “Ακρόπολην”. Είδες, κύριε, την νέαν εξέλιξιν των αστυνομικών σκανδάλων. (Πιάνων την μύτην του). Τι βρώμα! Τι δυσωδία! (Εξαπτόμενος και κάμνων χειρονομίαν αγανακτήσεως.( Τελείωσε, πρέπει να απαλλαγώμεν απ΄αυτό το άθλιον αστυνομικόν σύστημα. Η στρατιωτική αστυνομία απεδείχθη, ότι κατέστρεψε αντί να ενισχύση την δημοσίαν ασφάλειαν. Πρέπει να καταργηθή.
Ο ΑΛΛΟΣ (καταπνίγων ένα στεναγμόν και ψιθυρίζων μηχανικώς). - - Βέβαια πρέπει να καταργηθή.
Ο ΚΥΡΙΟΣ (κάμνων δυο βήματα αντιθέτως προς το μέρος, όπου διηυθύνετο ο άλλος και συμπαρασύρων αυτόν.) - Πάμε, ολίγο παρακάτω… Έχεις ώρα να τελειώσης τη δουλειά σου. Πρέπει, λοιπόν, να καταργηθή η στρατιωτική αστυνομία.
Ο ΑΛΛΟΣ (εξάγων το ωρολόγιόν του και παρατηρών μετά στενοχώριας την ώραν). - Μα είνε δέκα παρά πέντε, δεν ειμπορώ. Εις τας δέκα ακριβώς πρέπει να είμαι εις ένα ραντεβού.
Ο ΚΥΡΙΟΣ (κρατών τόρα αυτόν σφικτά από τον βραχίονα.) - Δεν πειράζει. Προφθαίνεις. Στάσου, λοιπόν να ιδής μιά στιγμή. Να καταργηθή είπομεν η στρατιωτική αστυνομία, αλλά δεν ενθυμίσαι προ εξ ετών με πόσον ενθουσιασμόν όλοι μας και η κοινωνία και ο τύπος και η πολιτεία απεδέχθημεν τον θεσμόν αυτόν. Όλοι μας ελέγομεν, ότι εις την στρατιωτικήν αστυνομίαν στηρίζομεν όλας τας ελπίδας μας όπως αναστηλώση την καταπεσούσαν δημοσίαν τάξιν.
Ο ΑΛΛΟΣ (εν στενοχωρία.) - Απελπισία!
Ο ΚΥΡΙΟΣ - Δεν λες κάτι χειρότερον. Πλήρης μαρασμός και απογοήτευσις (Αξιωματικώς.) Πάμε κατά διαόλου μάννα. (Εξαπτόμενος.) Σαπίλα! Αποσύνθεσις, βρώμα παντού. Τι θα γίνη δεν ειμπορώ να καταλάβω.
Ο ΑΛΛΟΣ (νεύων δυσθύμως χαμαί). - Τι θα γίνη αλήθεια...
Ο ΚΥΡΙΟΣ (συμπαρασύρων με την φλυαρίαν του τον άλλον δέκα ακόμη βήματα.) - Δεν έχεις, βρε αδερφέ, που να στηρίξης τας ελπίδας σου. Όπου και να στραφής θα σε πνίξη η δυσοσμία της διαφθοράς.
Ο ΑΛΛΟΣ. (εξάγων το ωρολόγιόν του). - Αχ. Έχασα το ραντεβού μου. Δέκα και τέταρτον.
Ο ΚΥΡΙΟΣ – Δεν πειράζει, βρε αδερφέ. Πας άλλη ώρα… (τραβών αυτόν από την κουμπότρυπαν του ενδύματός του(. -Που λες, φίλε μου, άνω κάτω διαφθορά. Κλεψιά κλεψιά! Δεν είδεν πάλιν ο κ. Μερκούρης τι χάλια ανεκάλυψεν εις τον δήμον Αθηναίων, εις τον πρώτον δήμον του Κράτους.
Ο ΑΛΛΟΣ – Όχι δα;
Ο ΚΥΡΙΟΣ - Βέβαια. Τα αρχικά χρέη του δήμου ήσαν πεντακόσιαι χιλιάδες, αριθμός 500.000, φίλε μου και δια της μεθόδου των τόκων πόσον παρακαλώ;
Ο ΑΛΛΟΣ – Ξέρω κ’εγώ;
Ο ΚΥΡΙΟΣ - Πες ένα αριθμόν. Να ζήσης
Ο ΑΛΛΟΣ – Εις ένα εκατομμύριον.
Ο ΚΥΡΙΟΣ (γελών νευρικώς). - Εις εν εκατομμύριον; Μα, που ζης, σε παρακαλώ, εις το Τρανσβάαλ. (Αποφθεγματικώς). Δια της μεθόδου των τόκων αι πεντακόσιαι χιλιάδες ανήλθον εις ένδεκα ολόκληρα εκατομμύρια. (Κάμνων αγρίαν χειρονομίαν). Και ο δήμος Αθηναίων κινδυνεύη να χρεωκοπήση! Τ’ ακούς αυτά. Ένδεκα, έν-δε-κα εκα-τομ-μύ-ρι-α!
Ο ΑΛΛΟΣ (εξάγων το ωρολόγιόν του). - Ένδεκα και τέταρτον! Πωπό! Εσύ μου έφαγες με τα λόγια μιά μιση ώρα τόρα.
Ο ΚΥΡΙΟΣ - Καλά, βρε αδερφέ, με την ώραν σου και συ. Λοιπόν, τι να γίνη με τέτοια χάλια εις τον πρώτον δήμον Αθηναίων.
Ο ΑΛΛΟΣ – Ε΄, πρέπει να ληφθώσι μέτρα εγκαίρως.
Ο ΚΥΡΙΟΣ (σταυρώνων τας χείρας του όπισθεν και προτείνων το στήθος του και την κεφαλήν, ενώ ημικλείει τους οφθαλμούς). - Και ποίος είνε αυτός που πρέπη να λάβη μέτρα, σας παρακαλώ;
Ο ΑΛΛΟΣ (δυσθύμως πάντοτε). - Ο δήμος, η κυβέρνησις...
Ο ΚΥΡΙΟΣ (κρεμών τρεις πήχεις τα μούτρα του και και κινών την κεφαλήν του απελπιστικώς). - Ποία Κυβέρνησις; Μα έχομεν Κυβέρνησιν; Δεν εδιάβασες, λοιπόν εις τας εφημερίδας ότι η Κυβέρνησις διαλύεται;
Ο ΑΛΛΟΣ - Ωχ αδερφέ, δεν θα είνε ακριβή τα γραφέντα.
Ο ΚΥΡΙΟΣ – Ποιός σου τάπε, φιλαράκο μου (Πιάνων αυτόν με τας δύο χείρας του από τον ώμον και κινών αύτον ζωηρώς, ενώ τον βλέπει εις τους οφθαλμούς ασκαρδαμυκτεί). Για δες με καλά μέσα στα μάτια.
Ο ΑΛΛΟΣ (βλέπων αυτόν εις τα μάτια) - Ε΄ σε βλέπω. Τι τρέχει;
Ο ΚΥΡΙΟΣ – Πές μου, ένα πράγμα. Με ξέρεις εμένα να λέγω ψέματα ποτέ;
Ο ΑΛΛΟΣ - Όχι, βρε αδερφέ, δεν λες ψέμματα. Ποιός σου είπε πως λες ψέμματα;
Ο ΚΥΡΙΟΣ (παραιτών αυτόν) – Λέω κ’εγώ! Λοιπόν άκου τώρα, (του λέγει ψιθυριστά εις το αυτί.) Ένας έμπιστος φίλος του Σιμόπουλου, μου είπεν, ότι η Κυβέρνησις δεν στέκει καλά. Εγώ δεν επείσθην εις αυτό, αλλ’ έτρεξα και εύρηκα ένα έμπιστον φίλον του κ. Θεοτόκη και τον ηρώτησα τι τρέχει, βρε αδερφέ, πες μου. Είνε αλήθεια αυτά που διαδίδονται;
Ο ΑΛΛΟΣ (κοιττάζων το ωρολόγιόν του) -Δώδεκα παρά δύο! (Έκπληκτος.) Δώδεκα παρά δύο! Α! Φίλε μου. Δεν ειμπορώ. Σ’αφίνω. Εις τας δώδεκα ακριβώς είμαι προσκεκλημένος εις ένα γεύμα. Μου είπαν δε πως δώδεκα και ένα δεν με περιμένουν και θα μου κρεμάσουν το κουτάλι!
Ο ΚΥΡΙΟΣ (αφελώς(. - Ωχ, αδερφέ, προφθαίνεις. Πέρνεις το τραμ. Εν ανάγκη παίρνεις και ένα αμάξι. Το κάτω, Κάτω της γραφής, εγώ το πληρώνω.
Ο ΑΛΛΟΣ – Λέγε λοιπόν...
Ο ΚΥΡΙΟΣ (ψυθυριστά προς το αυτί του άλλου). - Λοιπόν, ο έμπιστος φίλος του Θεοτόκη μου λέγει ιδιαιτέρως πάντοτε, σε παρακαλώ δε, να μη κάμης χρήσιν αυτών, που θα σου είπω… Μου λέγει λοιπόν, (τον συμπαρασύρη άλλα εκατόν βήματα σιγά, σιγά,) ότι υπουργική κρίσις επίκειται. Αλλά μη ειπής σε κανέναν, βρε αδερφέ, ακούς;
Ο ΑΛΛΟΣ – Καλά ντε!, δεν τα λέγω εις κανένα.
Ο ΚΥΡΙΟΣ – Μπράβο! Μου είπε λοιπόν ο φίλος του Θεοτόκη, ότι η ρήξις επίκειται, διότι Σιμόπουλος και Θεοτόκης επιάσθησαν για καλά και θα παραιτηθούν και οι δύο.
Ο ΑΛΛΟΣ – Έτσι, έ;
Ο ΚΥΡΙΟΣ – Βέβαια, πρώτα θα παραιτηθή ο Σιμόπουλος και ύστερα ο Θεοτόκης με τους άλλους υπουργούς.
Ο ΑΛΛΟΣ – Περίεργον! (Εξάγων το ωρολόγιόν του). Μα, δεν υποφέρεσαι. Δώδεκα και είκοσιπέντε. Πάει, έχασα το γεύμα. Να όψεσαι.
Ο ΚΥΡΙΟΣ – Δεν πειράζει. Να που την εφάγαμε την Κυβέρνησιν.
Ο ΑΛΛΟΣ (εν αγανακτήσει.) - Πολύ καλά, αλλά να δούμε τι θα φάγω κ’εγώ, τώρα, που έχασα το γεύμα μου;
Ο ΚΥΡΙΟΣ (παρασύρων αυτόν πάντοτε μαζί του.) -Βρε, αθιμοταξίας τόρα, κάθησε και κρατείς. Να πάμε εδώ εις το ξενοδοχείον να φάμε μαζί, μου κάνεις το τραπέζι και έτσι, θα σου αναπτύξω τι θα γίνη κατόπιν της υπουργικής κρίσεως!
ΜΠΟΕΜ

 
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου