Κυριακή 24 Αυγούστου 2025

"Η ΒΑΡΩΝΙΣΚΗ" ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Ακρόπολις, 30/1/1900.

ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΗΘΗ

Η ΒΑΡΩΝΙΣΚΗ

Την ενθυμούμαι όπως ήτο εις την εποχήν της ακμής της, του θριάμβου της, της δόξης της. Εν από τα ωραιότερα κορίτσια των Αθηνών. Ανήκε εις μίαν οικογένειαν της μεσαίας τάξεως, οικογένειαν, ης όλα τα μέλη έρρεπον προς την κοσμικήν ζωήν, προς τον θόρυβον, προς τους χορούς και τας συναναστροφάς, προς τους περιπάτους και την κίνησιν, προς τα θεάτρα και τας συναυλίας. Όπου και αν επηγαίνατε, μεταξύ των πλέον στερεοτύπων φοιτητών των κοσμικών συγκεντρώσεων θα εβλέπατε, απαρεγκλίτως, στερεοτύπως και τα μέλη της οικογενείας ταύτης. Δεν εγίνετο μία συνάθροισις, μία διασκέδασις χωρίς να λείπη η οικογένεια αύτη, η απουσία της θα εσημείωνε έλλειψιν, ιδίως η απουσία της κόρης ταύτης, ήτις ήτο περιζήτητος εις όλα τα σαλόνια, όπου χορεύουν και διασκεδάζουν, όπου χαρτοπαίζουν και “κάμνουν μουσικήν” ή κάμνουν απαγγελίαν, - τότε μάλιστα, ότε προ δεκαετίας η απαγγελία είχε γίνη πολύ της μόδας εις τα σπίτια. Την κόρην ταύτην την έβλεπον και την παρετήρουν πολύ και εις τας συναναστροφάς και εις τον περίπατον, εις τα Φάληρα και εις την Κηφισσιάν. Ήτο εις από τους τύπους εκείνους των δεσποινίδων μας, δια την οποίαν λέγουν όλοι συνήθως: “-Δεν είνε ωραία, όμορφην δεν ειμπορεί να την πη κανείς αλλά αρέσει διότι είνε “ε ξ ζ α ν τ ρ ί κ”.

Και ως τοιούτον τύπον την παρετήρουν πάντοτε μετά προσοχής. Μετρίου αναστήματος, λεπτή, ευκίνητος πάντοτε χαρίεσσα, πάντοτε ενδεδυμένη μετ’ εξαιρετικού γούστου, υπερήφανος, αγέρωχος, έχουσα πάντοτε προτιμήσεις δι’όλα, από τα ασήμαντα έως τα σοβαρώτερα, από τα εκκεντρικά καπέλλα της, έως τα χρωματιστά μισοφόρια της, κτενιζομένη με απροσδιόριστον χάριν, φορούσα τουαλέττας απ’ευθείας από το Παρίσι ερχομένας, της τελευταίας ώρας της Παρισινής μόδας τουαλέττας, ακατάδεχτη διά τους πολλούς, μυστηριώδης και πολυσύνθετος δια τους ολίγους, γελώσα, ελκυστική και δεικνυομένη, διαχυτική εις όσους ξένους διπλωμάτας ή αξιωματικούς του ναυτικού ή και απλούς περιηγητάς, όσους εγνώριζε, σοβαρά ξηρά ως περγαμηνή, ψυχρά και επιφυλακτική δι’ όλους τους νέους των Αθηνών τους οποίους έβλεπεν εις τον περίπατον, ή εις τας απογευματινάς, ή εις τους μεγάλους χορούς. Δεν ενθυμούμαι να την είδον ποτέ συνοδευομένην εις τον δρόμον από ένα Αθηναίον νέον, ενώ την έβλεπον ουχί σπανίως βαδίζουσαν παρά το πλευρόν ξένου τινός μισοτρίβου ή νέου, φορούντος ενδύματα κομμένα και ραμμένα εις την Ευρώπην, σιδηρωμένα της στιγμής, φέροντα γκέττες, ασυνήθους χρωματισμού λαιμοδέτην και γάντια μοναδικής καθαρότητος.

Και εγέλα και εθορύβει παρά το πλευρόν ενός τοιούτου συνοδού της, αφοσιωμένη διαρκώς εις αυτόν, μη προσέχουσα σχεδόν καθόλου εις την πάντοτε συνοδεύουσαν αυτήν με το βραδύ και συρόμενο βήμα μαμά της, μη καταδεχομένη να ρίψη εν καν βλέμμα εις τους διαβάτας, προς τους οποίους εφαίνετο λέγουσα η υπερήφανος διέλευσίς της: “Ουφ! Τι πρόστυχοι, που είσθε!” Εις τας χορευτικάς απογευματινάς ή εσπερίδας, όσοι την έβλεπον, ενθυμούντο, ότι μόλις άπαξ εχόρευε με τινα νέον φίλον της οικογενείας της, εισερχομένη εις την αγκάλην του με μεγάλην επιφυλακτικότητα, δεικνυομένη άκαμπτος, ψυχρά, αποκρουστική, περιφρονούσα και τον χορευτήν, και τα άλλα χορεύοντα ζεύγη, και τους λοιπούς εν τη αιθούση τους ορώντας τους ορχουμένους. Μόνον, όταν εχόρευε με ξένον τινά, ή γραμματέα ή ακόλουθον πρεσβείας ή ξένον αξιωματικόν ή ξένον οποιονδήποτε τέλος, παρεπιδημούντα εις τας Αθήνας, μετεμψυχούτο όλη δια μιάς, ήλλαζεν έκφρασιν μορφής και κίνησιν σώματος και κεφαλής, και ποδών. Μετεβάλλετο τότε εις Σειρήνα, εις χαριτωμένην σιλουέτταν γυναικός πλήρους θελγήτρων και ηδονής. Έκλινεν απαλώς την μικράν και χαρίεσσαν κεφαλήν με την αβράν και λαμπράν κόμμωσιν επί του ώμου του καβαλιέρου της, στηρίζουσα την αριστεράν χείρα επίσης επί του ώμου του και περιεστρέφετο και εδονείτο μεθύουσα εξ αγαλλιάσεως, εξ απολαύσεως απείρου, ήτις εζωγραφείτο εις τους κυανούς οφθαλμούς της φωτίζοντας την συνήθως κέρινον όψιν της με λάμψιν τελείας ευδαιμονίας.

Αι άλλαι, οι άλλοι την εζήλευον τότε, σχεδόν την εφθόνουν εψιθύριζον δε σκάνοντες: “Αν δεν πάρη διπλωμάτην αυτή η κόρη δεν θα ησυχάση”. Και ως διαρκώς έκαμνε τον γύρον της μία τοιαύτη φράσις, η ηχώ από όλα τα στόματα εις την αίθουσαν απήντα με την συνήθη αθηναϊκήν κακεντρεχή ευχαρίστησιν: “Ποιά, η βαρωνίσκη αυτή;” Την απεκάλουν δε συνήθως βαρωνίσκην, εκδικούμενοι διά της λέξεως ταύτης την ακαταδεξίαν της και την υπερηφάνειάν της προς όλους και όλας. Εκείνο το οποίον δεν ηδυνάμην να εννοήσω από τον περίεργον αυτόν αθηναϊκόν τύπον ήτο, αν φύσει ήτο εκκεντρική, εσκέπτετο, ησθάνετο και συμπεριφέρετο παραδόξως προς εαυτήν και τους άλλους ή παν ό,τι έπρατε και παν ό,τι έπρατε και παν ό,τι έλεγε προήρχετο εκ τεχνικωτάτης επιτηδεύσεως. Οι περισσότεροι σχεδόν όλοι έλεγον απροκαλύπτως, ότι το παν της ήτο επιτηδευμένον και προσποιητόν.

Πολλάκις ηρχόμην να πιστεύω την γενικήν αυτήν κρίσιν του κόσμου, αλλά πάντοτε δεν ειξεύρω διατί ησθανόμην δυσπιστίαν προς την καθολικήν αυτήν πεποίθησιν. Και μου ήρεσε πάντοτε να βλέπω ως περίεργον όλως φυσιογνωμίαν την αλαζόνα ταύτην κόρην, την ιπταμένην υπεράνω των οικογενειακών της παραδόσεων, των υλικών της μέσων ακόμη και φερομένην πάντοτε εις ονειρώδη και ασύλληπτον κόσμον, περιφρονούσαν όλους και όλας τας περί εαυτήν, αδιαφορούσαν προς τα λεγόμενα δι’ αυτήν αυτήν και αγωνιζομένην αποκρύφως πως να κατορθώση να πραγματώση ίσως τα ίδιά της όνειρα, τας ιδιαιτέρας της επιθυμίας, χωρίς δυστυχώς να τα επιτυγχάνη. Ήτο δε λάτρης της ποιήσεως και της μουσικής, κατά περίεργον επίσης τρόπον εκδηλούσα την καλλιτεχνικήν της ταύτην ροπήν. Έπαιζε πιάνο, - το συνειθισμένον παίξιμον των περισσοτέρων δεσποινίδων, - γνωρίζουσα να εκτελή εκτός των βαλς των οπερεττών και μερικά δύσκολα μουσικά τεμάχια, εις των οποίων την εκτέλεσιν εδείκνυε περισσοτέραν φορτικότητα και ταραχήν, νομίζουσα, ότι επροτοτύπει ούτω, από φυσικότητα και αλήθειαν συμφωνούσαν προς την ιδέαν του συνθέτου. Ηγάπα επίσης την ποίησιν, και απήγγελλεν εις σπανίας περιστάσεις, ιδίως όταν ήτο μόνη, ή μεταξύ ξένων μελαγχολικούς στίχους του Μυσσέ, κανέν ειδύλλιον ή ελεγείον του Σενιέ, κανέν φιλοσοφικόν ποιήμα του Μπανβίλ, μερικούς στίχους του Γωτιέ, - αφ’όσα εδιάβαζεν εδω κ’εκεί και αφ’ όσα ενθυμείτο.

Αι κακαί γλώσσαι έλεγον δι’αυτην, ότι ήτο ποιήτρια και ότι μάλιστα έγραφε ποιήματα εις γαλλικήν γλώσσαν, τα οποία έστελλε προς δημοσίευσιν από καιρού εις καιρόν εις γαλλικά περιοδικά χωρίς ποτέ να λαμβάνουν ταύτα την τιμήν της δημοσιεύσεως. Εις το σπίτι της, εις τους επισκεπτομένους αυτήν ξένους - με τους εντοπίους σπανίως αντήλλασσεν επισκέψεις – εφέρετο με παραδόξους τρόπους. Διηγούντο, ότι κάποτε παρουσιάσθη εις το σαλόνι της ενώπιον ξένων με πολύ βραχύ οπωσούν φόρεμα, χωρίς να φορή περικνημίδας και με μεταξωτάς σκοτεινού χρώματος γόβας, προφασιζομένη, ότι ήτο πολύ “σικ” εις ένα σαλόνι να εμφανίζεται μία δεσποινίς με γυμνούς πόδας, λευκούς, λευκοτάτους. Το γεγονός αυτό είχε κάμη μέγαν θόρυβον τότε, αλλ’αυτή, καιτοι έφθασαν οι ψιθυρισμοί μέχρι των ώτων της, δεν έδωσε καμμίαν προσοχήν εις αυτούς. Ήτο η πρώτη κόρη, ήτις προ ετών ανέβη άλλοτε επί ποδηλάτου με κοντήν εσθήτα, τότε, ότε προ τινων ετών ήτο πολύ της μόδας δια την αριστοκρατίαν το ποδήλατον και δεν είχε γίνη τούτο κτήμα και των “προστύχων” όπως λέγουν σήμερον οι φορούντες μονύελον και φαιόχρους γκαίτας.

Εις την ακτήν του Φαλήρου εθεάτο πολλάκις περιπλέουσα εις τα ανδρικά λουτρά χωρίς να ρίπτη βλέμμα δεξιά ή αριστερά της, κλείουσα τα ώτα της εις όσους υπαινιγμούς έβαλον κατ’ αυτής οι λουόμενοι άνδρες, οι τόσον ξιπαζόμενοι εκ του θεάματος αυτού… Και αιφνιδίως μίαν ημέραν η κόρη αύτη έγινεν άφαντος από τας κοσμικάς συναθροίσεις. Η εξαφάνισίς της αύτη εσχολιάσθη ζωηρώς. Αι κακαί γλώσσαι εύρον νέαν αφορμήν να εκδικηθώσι. Πολλά ελέχθησαν. Εν ειδύλλιον ήλθεν εις το μέσον, ειδύλλιον, το οποίον είχε πολύ πεζήν λύσιν. Ελέχθη, ότι η νεάνις προσεκολλήθη, ως χρυσαλλίς ελκυσθείσα από το φως, εις ξένον τινά και ότι αφού εκάησαν τα πτερά της εκ της προσκολλήσεως ταύτης ο ξένος έφυγε και αφήκε την κόρην… Έπειτα, ύστερα από καιρόν, αφού εξεθύμαναν αι διαδόσεις αύται, μίαν ημέραν επανείδον την νεανίδα εις τον δρόμον.

Είχε παραλλάξη πολύ. Είχε παχύνη, τα χαρακτηριστικά της είχον εκτραχυνθή, εν τούτοις διατήρει εντελώς την παλαιάν ιδιόρρυθμον έκφρασίν της. Μίαν στιγμήν την είδον, μόλις την παρετήρησα… Μετά πολύν πάλιν καιρόν εγνώσθη, ότι η νέα υπανδρεύθη φευ ουχί διπλωμάτην ή ξένον αξιωματικόν, αλλά κάποιον έμπορον, εμπορευόμενον εις τας επαρχίας και τον Πειραιά. Προχθές εκαθήμην εις μίαν μπύραν, ότε ενώ η μικρά ορχήστρα της αιθούσης έπαιζε μίαν τρελλήν “γκαβότταν” μ’ ενοχλούσε μία φωνή μισοτρίβου τινός γυναικός λεγούσης με ύφος επιστημονικόν προς την άλλην μισότριβον κυρίαν:

- Παίρνεις, κυρά μου, δεκαέξ αυγά και κτυπάς τους κροκούς των με διακόσια δράμια ζάχαρι, τα δουλεύεις και αφού ασπρίσουν καλά ρίχνεις μέσα εκατό δράμια αλεύρι και τέσσαρες γαλέτες κοπανισμένες ψηλά και περασμένες από μία σίτα. Ύστερα κτυπάς εις άλλο αγγείον τα ασπράδια για να γίνουν μαρέγγα, τα ενώνεις όλα μαζύ, αλείφεις την φόρμα βούτυρο και τα ρίχνεις μέσα και τα στέλνεις εις τον φούρνον. Το παντεσπάνι αυτό για βούτημα είνε ωραίο, αρκεί να το φουσκώση καλά ο φούρνος….

Εστράφην και είδα την μισότριβον οικοκυράν. Ήτο η δυστυχής βαρωνίσκη της άλλοτε.

Μποέμ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου