“Ακρόπολις”, 23 Ιανουαρίου 1900
Αθηναϊκά Ήθη
Η ΜΝΗΣΤΕΙΑ
[ Εις εν από τα πρώτα ξενοδοχεία των Αθηνών. Μικρόν δωμάτιον βλέπον προς την πλατείαν του Συντάγματος, πλουσίως εστολισμένον. Εις κύριος, κάμενι την πρωϊνήν τουαλέτταν του. Εις την θύραν ακούεται κτύπος. ]
Ο ΚΥΡΙΟΣ, (κάμνων την χωρίστραν του προ του καθρέπτου.) - Αντρέ...
ΕΙΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ, (εισέρχεται τείνων αργυρούν δίσκον επί του οποίου υπάρχουν δέκα επιστολαί) – Κύριε, σας έφερα τα γράμματά σας. (Αποθέτει τον δίσκον επί της τραπέζης).
Ο ΚΥΡΙΟΣ, (λαμβάνων τας επιστολάς ανά χείρας και ρίπτων βλέμματα επί των γραμματοσήμων.) - Περίεργον! Όλαι προέρχονται από τας Αθήνας (Προς τον υπηρέτην) Καλά πήγαινε. (Σταματών την τουαλέτταν του προς στιγμήν.) Τι διάβολο εγώ δεν έχω παρά τρεις ημέρας εις τας Αθήνας, τι γράμματα είνε αυτά; Ποίος μου τα στέλλει; (Μειδιών ενώ στρίβει τον μύστακά του προ του καθρέπτου.) Ά, ηννόησα. Φαίνεται οι συγγενείς των γνωστών μου θα μου γράφουν και θα με συγχαίρουν δια τους αρραβώνας μου (Μειδιών περισσότερον ενώ κτενίζεται με προσοχήν.) Πρέπει να κάμω γλήγωρα δια να πηγαίνω εις της μνηστής μου. Τι όμορφη που είναι η Λιλίκα μου, σήμερα με το φόρεμα, που έκαμε χθες. Έχω τρεις ημέρας που την εγνώρισα και μου φαίνεται πως από τότε ήρχισα να ευρίσκω την ευτυχίαν μου. Σεμνό κορίτσι, μελαχρινούλα, κομψή. Αυτές αι Ατθίδες είνε τα πιό χαριτωμένα όντα. Καλά μου έλεγεν ο θείος μου εις την Πόλιν: “πήγαινε στην Αθήνα, να την ιδής πρώτα και αν δεν σου αρέση, γύρισε μονάχος σου στην Πόλι, αλλέως έρχεσαι μαζί της”. Περίεργον αλήθεια συνοικέσιον. Ο γαμβρός στέλλεται επί συστάσει εις την νύμφην, την βλέπει, του αρέσει, της αρέσει, αρραβωνίζονται εις μίαν ημέραν. Αλλά πρέπει να τελειώνουμε με αυτό το κτένισμα. Θα υπάγω σπήτι της για να βγούμε μαζί το μεσημέρι περίπατον εις την Δενδροστοιχίαν (Αίφνης βλέπει την σωρείαν των επιστολών επί της τραπέζης.) Αλήθεια για να ιδούμε από ποίους είνε αυτά τα γράμματα και τι λέγουν. (Λαμβάνει μίαν επιστολήν, σχίζει τον φάκελλον αυτής και αναγιγνώσκει): «Αγαπητέ κύριε, δεν με γνωρίζετε, ούτε σας γνωρίζω, αλλά θεωρώ καθήκον μου να σας ειδοποιήσω, ότι η νέα, την οποία ηραβωνίσθητε, είνε αισχρόν εστι και λέγειν. Πριν υπανδρευθήτε αυτήν, ζητήσατε πληροφορίας καλλιτέρας. Είς, όστις πράττει το καθήκον του». (Ο Κύριος αρχίζει να βηματίζη ανησύχως εντός του δωματίου). Τι θα πουν αυτά; Η Λιλίκα, αισχρόν εστι και λέγειν… (Κυττάζων την υπογραφήν της επιστολής) «Είς όστις πράττει το καθήκον του». Να είνε κανείς φίλος της οικογενείας μου, ο οποίος να με πληροφορή αληθή πράγματα ή πρόκειται περί συκοφαντίας; (Λαμβάνει δευτέραν επιστολήν και ανοίγει αυτήν). «Κύριε σπεύσατε να διαλύσητε το συνοικέσιόν σας. Η κόρη την οποίαν θέλετε να νυμφευθήτε, υπήρξεν ερωμένη μου επί δύο έτη. Είς που σας εγνώρισεν άλλοτε». (Ο κύριος υψώνει τους ώμους, μορφάζων, έπειτα ανοίγει την τρίτην επιστολήν και αναγιγνώσκει): «Αξιότιμε κύριε, μη με εκλάβητε, ως μοχθηρόν, αλλά ως άνθρωπον αναγκασμένον να λέγη την αλήθειαν ανωνύμως δια να σας σώση. Η δεσποινίς μνηστή σας είνε φθισική. Η νόσος αυτή είνε οικογενειακή δια την ατυχή κόρην. Ώστε, διαλύσατε τον αρραβώνα σας. Ένας φίλος σας» (Ο Κύριος αρχίζει τόρα να μειδιά, ενώ ανοίγει την τετάρτην επιστολήν, ην αναγιγνώσκει): «Αξιότιμε κύριε. Γνωρίζω ότι η ανωνυμογραφία είνε τι ατιμωτικόν, αλλά δεν δύναμαι να πράξω αλλέως όπως σας παράσχω εκδούλευσιν, της οποίας ελπίζω να ενοήσετε δεόντως την σημασίαν. Πρόκειται περί της μνηστής σας. Σας είπεν η οικογένειά της ότι θα σας δώσουν εκατόν είκοσι χιλιάδας δραχ. προίκα. Μάθετε, αγαπητέ κύριε, ότι ο πατήρ της νύμφης έχει χρεωκοπήση τρεις φοράς και να είσθε βέβαιος ότι δεν θα πάρητε πεντάραν. Φυλαχθήτε. Είς αγαπών σας». (Ο Κύριος αρχίζει να γελά τόρα, έπειτα ψιθυρίζει, ωσεί φοβούμενος μην τον ακούση τις). Τι ευγενής κόσμος εδώ εις τας Αθήνας. (Ανοίγει πέμπτην επιστολήν και αναγιγνώσκει): “Κύριε. Επέσατε οικτρόν θύμα της αγνοίας σας. Θέλετε να νυμφευθήτε μίαν νέαν, η οποία έχει γίνη δις μέχρι τούδε μήτηρ. Προς Θεού, σπεύσατε να διαλύσητε τους αρραβώνας σας. Είς εκτιμών σας”. (Ο Κύριος κάμνει κίνημα υψίστης αηδίας, μεθ’ό ανοίγει την έκτην επιστολήν και αναγιγνώσκει:) “ Κύριε, είσθε ξένος και δι’ αυτό δεν είσθε αξιοκατάκριτος, που θέλετε να πάρετε ένα διευθαρμένον ον, οίον είνε η μνηστή σας, αφού δεν γνωρίζετε το παρελθόν της. Δεν γνωρίζετε την αθηναϊκήν κοινωνίαν και δεν σας αδικώ, γνωρίσατέ την όμως και θα μάθητε πολλά, θα γνωρίσητε δε και πολύ καθώς πρέπει κορίτσια, ανώτερα πολύ της βρωμερής γυναικός, ην ζητείτε να υπανδρευθήτε. Μία ηθική νέα.” (Ο Κύριος γελά ηχηρώς τώρα.) Μου φαίνεται, ότι αρκετά την εγνώρισα την αθηναϊκήν κοινωνίαν. (Ανοίγει την έβδομην επιστολήν και αναγιγνώσκει:) “ Κύριε, Σας συγχαιρόμεθα δια την εκλογήν σας. Ήλθατε να μας πάρητε την ανηθικωτέραν δεσποινίδα της πόλεώς μας, η οποία δεν έχει αφήση άνθρωπον με τον οποίον να μη έκαμε κόρτε. Είσθε και πάλιν άξιος συγχαρητηρίων. Υμέτερος… “ (Ο Κύριος ανάπτει εν σιγάρο ροφών ηδονικώς αυτό, έπειτα ανοίγει με απόλυτον ηρεμίαν την εννατην επιστολήν και αναγινώσκει:) “Η νέα, την οποίαν εμνηστεύθητε, πάσχει από φοβεράν ασθένειαν του στόματος. Αυτάς τας ημέρας οι γονείς της της δίδουν διάφορα ιατρικά, δια να μη εννοήσετε την βρώμαν του στόματός της. Μου τα είπεν αυτά ο ιατρός της οικογενείας της. Εις εκτιμών σας.” (Ο Κύριος θωπεύων τον μύστακά του.) Γλυκύτερον φίλημα από της Λιλίκας δύναται να γίνη; Νομίζω, πως ακόμη από χθες μένει εις τα χείλη μου το άρωμα του φιλήματό της. (Λαμβάνει την τελευταίαν επιστολήν ανά χείρας και την ανοίγει). “Αξιότιμε κύριε. Άσχημα την εμπλέξατε, με τον αρραβώνα σας. Η μνηστή σας Λιλίκα δεν είνε κόρη από ετών τώρα. Μεθ’ υπολήψεως μία κυρία.”
Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ, (κτυπά εις την θύραν).
Ο ΚΥΡΙΟΣ. —Ορίστε.
Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ, (εισερχόμενος και κομίζων επί νέου δίσκου μίαν δεσμίδα νέων επιστολών). —Αυτά τα γράμματα τα έφερε για σας, κύριε, ένας άλλος διανομεύς.
Ο ΚΥΡΙΟΣ. —Πολύ καλά. Άφησέ τα εκεί. (Ο υπηρέτης εξέρχεται. Ο κύριος παίρνει τας νέας επιστολάς και χωρίς να τας ανοίξη ξεκολλά τα γραμματόσημά των. Το αυτό κάμνει και εις τας πρώτας επιστολάς, έπειτα τας συνθλίβει όλας ομού εις την χείρα του και τας ρίπτει εις την σόμπαν). Θα κάμω ένα ωραίον δώρον εις την μνηστήν μου σήμερα. Θα της χαρίσω είκοσι γραμματόσημα, από τα οποία κάμνει συλλογήν. (Εξέρχεται ενώ θέτει εις την μικράν τσέπην του γελέκου του μετά προσοχής τα γραμματόσημα).
Μποέμ

 





