Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΟ ΤΙΡOΛΟ, ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 

Εφημερίδα Εμπρός” 28 Αυγούστου 1923
ΤΟ “ΕΜΠΡΟΣ” ΑΝΑ ΤΗΝ ΕΥΡΏΠΗΝ
ΑΙ ΧΑΡΑΙ ΤΟΥ ΤΙΡΟΛΟΥ Α’

Τιρολέζικες φορεσιές (https://it.pinterest.com/risdpc/)

Ευρισκόμεθα εις το χαρούμενον Τιρόλον, όπου πανύψηλα βουνά, βαθείαι πράσιναι κοιλάδες, ορμητικοί ποταμοί, ακμαιότατοι δρόμοι, άλυωτα χιόνια, αιώνιοι παγετώνες, σιδηρόδρομοι ορειβατικοί, δρόμοι μαγευτικοί, πορείαι ηδονικαί, ορειβασίαι γεμάται από συγκίνησιν. Άνδρες, γυναίκες, φορτωμένοι τον οδοιπορικόν σάκκον εις την πλάτην βαδίζουν εις κοιλάδας , και αναρριχώνται εις βουνά. Όλαι αι ώραι του έτους γοητεύουσαι. Άνεμα, σκιερά, καλοκαίρια, αλλά και με συχνόν άφθονον ήλιον, ηδύτατα φθινόπωρα, λευκoί χειμώνες, ανθοπλημμυρισμέναι ανοίξεις. Και πόσα βουνά, πόσοι δρόμοι, πόσα δάση, πόσαι παλαιαί, πολιτισμέναι, γραφικώταται πόλεις, πόσα ανάκτορα ερημικά και πύργοι τοποθετημένοι εις μυστικάς φάραγγας, εις κορυφάς λόφων, εις χαράδρας φοβερών, αλλά ωραιοτάτων βουνών. Δεν με χωρεί, φυσικά, το μαγευτικώτατον Ίννσμπρουκ, του οποίου θα δώσω περιγραφήν, και εις βουνά τρέχω. Ο πεζοπόρος έχει τας μεγαλυτέρας ευκολίας με την διακλάδωσιν τόσων πολλών μέσων συγκοινωνίας, ώστε να εκτινάσσεται από το ένα μέρος εις το άλλο, οπόθεν δύναται εντός ολίγων ωρών να κάμνη πολλαπλάς μεθυστικάς ορειβασίας. Ευρισκόμεθα εις την καρδίαν του Τιρόλου, με τον παλαιόν γερμανικόν χαρακτήρα του. Ενταύθα ο πόλεμος δεν μετέβαλλε απολύτως τίποτε. Τοπία και άνθρωποι, συνήθειαι και τρόποι ζωής, είναι αι αυταί, όπως πάντοτε. Χαρά ορεινού βίου. Και εις ένα χωριό, - ούτε πόλιν δεν έχομεν ημείς όπως ένα χωριό του Τιρόλου, - εις την καρδίαν τούτου, αναπαύομαι ύστερα από πολυδρομίας. Τι και αν έχη όνομα; Άλλ λέγεται, αλλά οπωσδήποτε άλλως και αν ελέγετο δεν θα είχε καμμίαν σημασίαν. 7,000 κάτοικοι και τόσον ώμορφα και καλοπεριποιημένα όλα, καθώς εις μία αρίστην συνοικίαν μεγαλουπόλεως, η οποία θα είχε αγροτικόν χαρακτήρα. Ακούομεν τιρολέζικα τραγούδια και βλέπομεν τιρολέζικους χορούς. Μονάχα εις την πηγήν των αυτά τα πράγματα έχουν την γνησίαν αισθητικήν των αξίαν. Οκταφωνία από τας αρμονικωτέρας, που δύναται να ακουσθούν εις τον ευρύ αυτόν κόσμον. Τέσσαρες γυναίκες και τέσσαρες άνδρες. Φορούν τα εγχώρια κοστούμια. Οι άνδρες με γυμνά τα γόνατα, τας κορδελλένιας καλτσοδέτας, με τα σταυρωτά τιράντα εις τα στήθη, το πράσινον καπελλάκι με το πτερόν εις το κεφάλι, αι γυναίκες με το χρωματιστόν κοντοφούστανον, την ανθοστόλιστον καμιζόλαν, το πλατύγυρον καπέλλο με τας κρεμμαστάς ταινίας. Το πτερόν απαραίτητον. Τσίτερ πάιζει. Κάποτε συμμετέχει και η κιθάρα. Εις ποίον ωδείον εσπούδασαν αυτοί οι χωρικοί και αι χωρικαί και έχουν τόσην τελειότητα φωνητικής γνώσεως; Είνε φωναί εκεί πρίμας και κοντράλτο, των οποίων τους λαρυγγισμούς αδύνατον να φθάση η πλέον γυμνασμένη καλλιτέχνις. Το αυθόρμητον η τέχνη των, αλλά ένα αυθόρμητον υποκείμενον εις μακράν διδασκαλίαν από την ζωήν. Το βουνό, η ηχώ του, τα ποτάμια και οι καταρράκται, τα δάση και τα πουλιά είνε οι διδάσκαλοι των μελωδιών αυτών, μεθυστικωτέρας των οποίων ίσως να μη δυνάμεθα να ακούσωμεν πουθενά αλλού. Μελωδίαι περιγραφικαί, αφηγηματικαί, μελωδίαι περιπαθείας ψυχικής, μελωδίαι ελαφρώς μελαγχολικαί και συνηθέστερα χιουμοριστικαί. Δι’ αυτών εκφράζεται η ιστορία ενός ορεινού πληθυσμού, με τας μακράς παραδόσεις του, με τον ενδιαφέροντα πολιτισμόν του, με τους ηρωϊκούς άθλους του, με τον αγροτικόν χαρακτήρα του. Το τραγούδι των ανδρών και των γυνακών είνε η πιστοτέρα εικών του βίου των. Εις αυτό ακούομεν τους παλμούς της ωραίας φύσεως και των ανθρώπων, οι οποίοι ζουν εις αυτήν. Ούρια ! Ούρια ! Ί ί ί ί ! … Είνε η λαρυγγώδης κραυγή του ποιμένος καλούντος την ποιμενίδα από την μίαν χιονισμένην κορυφήν εις την άλλη, είνε η ερωτική πρόσκλησις του πουλιού, είνε το σπινθηροβόλημα του ερυθρού κρασιού εις τα μουκαλάκια των αγροτικών τραπεζιών, είνε ο αφρώδης καταρράκτης του όρους, το στρώμα των πολυχρώμων αγριολουλουφιών εις τας κλιτύς του, η ποίησις των αιχμών των κωδωνοστασίων προς τα νέφη, του αλγεινού θανάτου του Εσταυρωμένου, που στολίζει δρόμους πόλεων, χωρίων, ερημιών, είνε αι αναστάσεις των δανδελλωτών κορυφών προς τον γαλανόν ουρανόν, η χαρά των τρυφερών πρασίνων κοιλάδων και η ρέμβη των ογκωδών ορέων, είνε η ηδύτης της μεγάλης πηλίνης θερμάστρας και η δροσιά των παγετώνων των ορέων. Ρομάντσες βαθείαι ως τα φαράγγια της χώρας, ηρέμα εξελισσόμεναι με σοβαρόν μοτίβο, όπως οι πολύχρωμοι δύσεις ανάμεσα των κλεισωρειών, βουκολικαί πολυφωνίαι, εις τας οποίας απηχούν μυκηθμοί αγελάδων, βελάσματα αιγών, κελαρίσματα ρυάκων, ήχοι φλογερών, τυμπανισμοί βροχής επί πολυδένδρων τοπίων, βαμβακένιοι ψιθυρισμοί πτώσεως πυκνής χιόνος, ακκόρδα πουλιών, θροΐσματα και ρίγη φυλλωμάτων, πάταγοι ποταμών, των οποίων τα ορμητικά ύδατα ανασυγκρατούνται υπό των βάθρων μεγάλων, μικρών γεφυρών και είνε τόννοι τροκάνας, βάδισμα ποιμνίων, φίλημα ζευγαριών βοσκών, στεναγμός των γλύκας και πόνου. Ο λαός αυτός έθεσε εις το τραγούδι του όλα τα κύτταρα της ζωής του. Ό,τι ζη και ό,τι αισθάνεται το έκαμε μέλος. Εξωράϊσε τέλος την αποδοχήν της ζωής με την παράστασίν της ως μελωδίαν.
ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ

Εμπρός” 30 Αυγούστου 1923
ΤΟ “ΕΜΠΡΟΣ” ΑΝΑ ΤΗΝ ΕΥΡΏΠΗΝ
ΑΙ ΧΑΡΑΙ ΤΟΥ ΤΙΡΟΛΟΥ Β

Καρτ ποστάλ, Τιρόλο, γύρω στο 1920 . Η λεζάντα λέει (πάνω κάτω):
Κανένας βράχος δεν είναι πολύ ψηλός, κανένα χάσμα δεν είναι πολύ πλατύ γι’ αυτόν, είναι τόσο χαρούμενος, γιατί δεν είναι μακριά από τον στόχο του. Για την αγάπη του χαρωπά κόβει ένα λουλούδι, ένα Εντελβάις των Άλπεων, το Μη με λησμόνει”.

Foto: https://it.pinterest.com/pin/69876231692757601/

Ο όμιλος, του οποίου ακούομεν κάθε βράδυ τα τραγούδια, αποτελείται από νέους και γέρους. Ωραία, δυνατά, παραστατικά αγόρια, συμπαθή κορίτσια, καλοδεμένα, ευμελή, ηλικιωμένοι άνδρες, μεστοί, με αδρά χαρακτηριστικά και με γένειον, το οποίον δεν ελεύκανε ακόμη ο χρόνος. Είναι αρκετά τα άλυωτα χιόνια εις τας κορυφάς των βουνών. Γλυκειά η εσπερινή ατμοσφαίρα και δέχεται, θα έλεγε κανείς, με ευχαρίστησιν τους βραδείς ύμνους, τα σκερτζόζικα γοργά τραγουδάκια με τους υγιείς υπαινιγμούς των, τας φαιδράς μελωδίας, που προδίδουν λαϊκήν ψυχήν αδιαπτώτως ευδιάθετον, τας ελαφρώς αισθηματολογικάς ρομαντσας, τους κωμικούς τόνους και τας φιλοπαίγμονας στροφάς. Είνε εκεί το ηθογραφικόν άσμα, παραμένον δροσερόν και άσβεστον δια μέσου μακρών αιώνων, συνεχιζόμενον εις την ζωήν από την ερωτικήν περίπτυξιν των ορεσίβιων, από την διαιώνισιν των παλμών των και των μόχθων των, των τέρψεων των και των θλίψεών των δια μέσου του χρόνου. Και έχομεν εις την έκφρασίν του απτήν την αναπαράστασιν του αρχαίου χορού της τραγωδίας και της κωμωδίας. Ούτως εξεδηλούτο ο κοινωνικός βίος επί της σκηνής των παναρχαίων θεάτρων. Ο χορός συχνά συνοδεύει τας ιδιοτύπους αυτάς μελωδίας, αι οποίαι προσλαμβάνουν την τεχνικήν διατύπωσιν των συγχρόνων διαθέσεων, προσαρμοζόμεναι προς τας εκάστοτε εποχάς, χωρίς να χάνεται η κεντρική έννοιά των. Μη λησμονώμεν, ότι ένας Λάννερ και εις Στράους εγοήτευσαν και γοητεύουν ακόμη τας αυστριακάς χώρας επί γενεάς. Αι μελωδίαι των επέδρασαν και εις τας καρδίας των κατοίκων του Τιρόλου, επομένως και εις το τραγούδι των, πιθανόν δε γλυκύτερα να μη τραγουδή κανείς άλλος ένα Βάλτσερ του Στράους όσον οι χωρικοί αυτοί εις τας πανηγύρεις των, εις τα παλκοσένικα των κοσμικών συγκεντρώσεων, όπου εμφανίζονται ως άρτιοι ωδικοί θίασοι με το εύρος και το βάθος τόσων ποικίλων τραγουδιών, τόσων ενδιαφερουσών εκτελέσεων δια του Τσίτερ, το οποίον δεν είνε τίποτε άλλο από το ακάλυπτον πιάνο, τόσων γραφικωτάτων ορχήσεων. Όταν χορεύει ένα ζεύγος βλέπει τις όλον το βαθύ ποίημα της ερωτικής επικοινωνίας των δύο φύλων, την μέθην του άρρενος εκ του ελκυστικού κάλλους, την φιλάρεσκον προκλητικότητα του θήλεως, ενισχυομένην εκ της υπεροχής της χάριτος και της γοητείας. Η χαρά της ζωής εις την εκδήλωσίν της με τα τοπικά στοιχεία. Και η όρχησις, όπως η μελωδία, έχει τον ιδιάζοντα χαρακτήρα της “Άϊματκουνστ”(*). Η γυναίκα στριφογυρίζει με μικρά, γοργά, ελαφρά βηματάκια και ανεμίζουν αι κεντημέναι κορδέλλες της κομμώσεώς της με τας πλεξίδας, σχηματίζουσας στεφάνην φειδιών εις το ωραίον κεφάλι, με την κοντήν φούσταν της ανακολπουμένην και παρέχουσαν την εντύπωσιν κώδωνος, υπό τον οποίον λευκάζει η δαντέλλα του πανταλονιού. Γυρίζει, ελίσσεται, κάμπτεται, λυγίζει, διολισθαίνει προ του ορχουμένου ανδρός, εξερεθιζομένου ολονέν περισσότερον, τύπτοντος αρμονικά τα χέρια εις τα γόνατα και τα πόδια, λαρυγγίζοντος, μυκωμένου, παμφλάζοντος, εχυνομένου εις βρασμόν πάθους. Μία από τας ειδυλλιακωτέρας εικόνας του αγροτικού βίου και ηδυτάτη η αισθητική του απόλαυσις. Η κατάκτησις επέρχεται διά της πτώσεως του θηλέως εις την αγκάλην του άρρενος. Τότε το τσίτερ ευρίσκει του μεταλλικωτέρους τόνους του όπως εκφράση την νίκην του έρωτος και τον ορχούμενον ζεύγος έχει πλέον αηδονιών λαρυγγισμούς εις την έκκρηξιν της αναισίμου θυσίας των προς τον θρίαμβον της ζωής.
ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ

________________
(*) Heimatkunst: Στις γερμανόφωνες χώρες, κάθε είδος τέχνης που προέρχεται από την αίσθηση της αγάπης και προσκόλλησης στην ιδέα της πατρίδας. Στο χώρο της λογοτεχνίας, η έννοια τέτοιου είδους τέχνης διαδόθηκε γύρω στο 1900 από τους Adolf Bartels, August Julius Langbehn, Arthur Moeller van den Bruck και F. Lienhard. Αυτοί οι συγγραφείς υποστήριξαν την ανάγκη για τη δημιουργία μιας λογοτεχνίας βαθειά ριζωμένης στην ψυχή και στις λαϊκές παραδόσεις του γερμανόφωνου κόσμου, σε πλήρη αντίθεση με την αριστοκρατική τέχνη των νεορομαντικών και την παρακμιακή τέχνη του ιμπρεσιονιστικού κινήματος. Η επιθυμία για μια πιο γνήσια γερμανικότητα, η αγάπη για το (γερμανικό) αίμα, για την καθαρότητα της φυλής και η προσκόλληση σε μια περιοριστική έννοια του λαϊκού πνεύματος έβαλαν τα θεμέλια για τη γέννεση του άκρατου, βίαιου εθνικισμού και του χιτλερικού ρατσισμού που επακολούθησε. Το Heimatkunst είναι βέβαια συνυφασμένο και με μια πλούσια τοπική ανέμελη και ρουστίκ λογοτεχνία που έχει τις ρίζες της στον ποιητικό ρεαλισμό και τον νατουραλισμό του δέκατου ένατου αιώνα. Μερικοί συγγραφείς που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε είναι οι H. Stehr, G. Frenssen, L. Thoma, L. Ganghofer, R. H. Bartsch, κ.α. (Σημ. δική μου)

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

“ΤΙΡΟΛΟ” ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Εφημερίδα “Εμπρός” 26 Αυγούστου 1923

ΤΟ “ΕΜΠΡΟΣ” ΑΝΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗΝ
ΕΙΣ ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΟΥ ΤΥΡΟΛΟΥ
Α’

Foto: https://www.planber.it/en/location/panoramic-points/

Ολιγοήμερος βουνοθεραπεία. Πρώτα ες το Ζέεφελδ, έπειτα εις το ηδύτατον Ίγκλς. Φύσις αγρία εις το πρώτον. Ο σιδηρόδρομος ανεβαίνει ελικοειδώς εις το οροπέδιον, ύψους 1180 μέτρων. Εκ του ξενοδοχείου “Ποστ” ενός από τα εις υψηλότερον σημείον κειμένου ξενοδοχείου του Τυρόλου, - εις τας κοευφάς των ορέων του είναι μόνον καλύβαι, καταφύγια των ορειβατών, - έχει τις την θέαν τρομερών κρημνών κάτω και χιονισμένων κορυφών υπέρθεν. Μεγάλη η θερινή συγκέντρωσις εκεί απάνω και οι αλπινισταί πηγαινοέρχονται εις τας αγρίας κορυφάς. Ηρεμωτέρα η φύσις εις το Ίγκλς, το εγγύτερον του Ίννσμπουργκ. Κείται πολύ πλησίοντου Λάνσερζεε, του οποίου είνε σχεδόν συνέχεια, εις ύψος 900 μέτρων. Σιδηροδρομάκος ατμοκίνητος ανεβαίνει έως εκεί και αι επαύλεις, τα ξενοδοχεία, αι πανσιόνες έχουν καλοκαίρι χειμώνα ενοίκους. Τον χειμώνα εις την λιμνίτσαν του Λάνσερζέε, εις όλην την περιοχήν του Ίγκλς, ακμάζει ζωηρώτατος ο αθλητισμός του πάγου. Εις τον σταθμόν επί πινακίδος έχουν κολληθεί αι φωτογραφίαι των ενοικιαζομένων επαύλεων με δήλωσιν του ενοικίου των. Τόξα και επιγραφαί εις τους δρόμους και τας ατραπούς δεικνύουν τας κατευθύνσεις προς ξενοδοχεία, προς πανσιόνας, προς διαφόρους τοποθεσίας. Καταλύω εις την πλέον απομακρυσμένην πανσιόναν προς το βουνό και έχω εις αυτήν δωμάτιον υψηλόν, όπως φωληά πελαργού. Από το παράθυρόν μου όλαι αι χαρακτηριστικωτέραι απόψεις του ορεινού Τυρόλου. Βουνά δασώδη, γυμνοί απόκρημνοι βράχοι ύπερθέν των, κοιλάδες καταπράσιναι, αγροί ολανθισμένοι, χωριουδάκια εδώ κι εκεί, γαληναία κωδωνοστάσια. Εις το απόβροχον τα χρώματα είνε αδρότατα. Δια μέσου των κορμών και των κλάδων των θεοράτων ελατών τα βουνά παρουσιάζουν βαθύτατον ιώδες και τα νέφη, αι ομίχλαι, εις τας χαράδρας χρυσίζονται από τον ήλιον. Ακτινοστέφανοι αργυρόφαιοι στέφουν τας οξύτατας κορυφάς και καθέτως των πλαγιών γιγαντιαίοι πέπλοι αργυροΰφαντοι καταπίπτουν από άνω έως κάτω. Ξαπλώνομαι εις τον εξώστην με τα άνθη και με τη γλυκείαν Μαντόννα εις το υπέρθυρον, τρυφερά αγκαλιάζουσαν το θείον βρέφος. Αντίκρύ μου εις τον κήπον βόσκει λευκή αγελάς. Επί ώρας έχει χαμηλωμένην την κεφαλήν εις το παχύ δροσερόν χόρτον και ακούω τον ήχον των κινουμένων μασσελών της. Είνε ο μόνος ήχος. Τόση γαλήνη εις το μέρος. Έπειτα γεύομαι την τελειοτέραν σιγήν εις τα μεγάλα πυκνά δάση, όπου πλανώμαι πρωίας και απογεύματα. Γίγαντες του φυτικού κόσμου τα θυσσανωτά έλατα, τα οποία εκτείνουν μακροτάτους τους κλάδους των ως εις ευλαβή δέησιν προς τον ουρανόν. Υψηλότερα τα ευθυτενή έλατα και αγριόπευκα, τα αποτελούντα πυκνοτάτους δρυμούς. Υψούνται το ένα παρά το άλλο, έχοντα παχυτάτους κορμούς. Αναστρέφει τις την κεφαλήν δια να ίδη την κορυφήν των, χανομένην εις τον πυκνόν θόλον των. Κόκκινον είνε το έδαφος από το ελαφρόν στρώμα των ξηρών βελονών των και τόσον μαλακόν, όπου ο διαβάτης δεν ακούει τον κρότον του βήματός του. Καθ’ όσον προχωρώ προς το βάθος του δάσους μυστηριωδέστερον γίνεται το μέρος. Ούτε ένα έντομον δεν πετά, δεν βουϊζει εις το βαθύ ημίφως. Οι πανύψηλοι ευθύγραμμοι κορμοί φαίνονται ως γοτθικοί κίονες και εις τινα μέρη, όπου υπάρχουν συμπλέγματα τούτων, έξ – επτά μαζύ κορμοί, η θέα των παρουσιάζει άποψιν πυλώνος γοτθικής εκκλησίας. Εισέρχομαι δι’ αυτού και εισδύω εις βαθύτερον σημείον. Προς στιγμήν μπορεί κανείς να έχη παραδόξως οφθαλμαπάτας. Δύναται να ίδη την Σιγήν του δάσους, εις το μονοκέρατον πλαστικόν αγρίμι του πίνακος του Μπαίκλιν. Μετά ώραν φθάνω εις τας υπωρείας όρους. Πολλά τα χωματοβούνια του Τυρόλου και η ανάβασις τότε εις αυτά γίνεται εύκολα. Δρομίσκοι και ατραποί φέρουν με κομψοτάτους ελιγμούς εις μύρια μέρη, το ένα ωραιότερο του άλλου. Ώρας περπατώ και δεν έχω συναίσθησίν των. Αργά επιστρέφω εις τη έπαυλιν και αποθέτω εις το τραπέζι άφθονον φαιοχρωμίαν από Εντελβάϊς. Αλλά πάντοτε μου λείπουν αρκετά. Πηγαίνουν να στολίσουν την λευκήν μπλουζίτσαν της κόρης του σπιτιού. Έχει την ωραιότητα του βουνού. Γερόν, πλαστικόν σώμα και πολλά χρώματα εις το φόρεμά της, εις την ποδηάν της. Έχουν τόσην αγάπην αι γυναίκες του Τυρόλου προς τα χρώματα, όπου από μακρυά όμιλοί των εις τα πράσινα λειβάδια φαίνονται σαν αγριολούλουδα. Στέκεται η κόρη εις το μεγάλον πλαίσιον της εξωστοθύρας και γαλανόν φόντο του πορτραίτου της είνε η σγουρή από την πυκνήν βλάστησιν υψηλή πλαγιά του βουνού. Αι ακμαίαι πλεξίδες της, ξανθομελιτώδης μέταξα, δένονται εις πυκνόν στεφάνι εις την κεφαλήν και ελεύθερος ο λευκός λαιμός της. Ο καλός Θεός να τον ευλογή, διότι είνε λευκότερος από την αφρόκρεμαν των γλυκισμάτων και των φρούτων, που μου σερβίρει πρωί, μεσημέρι και απόγευμα. Και κάποτε πηγαίνομεν μαζί εις το μακρυνόν βουστάσιον του δάσους δια να αρμέξωμεν αγελάδα. Κρατεί τον τενεκεδάκον απο αλουμίνιον και ελαφρά βαδίζει υπό τα πανύψηλα δένδρα. “Πως κοιττάτε έτσι, κύριε το δάσος;” - “Ευρίσκετε;” - “Θαρρώ πως είσθε ζωγράφος.” - “Υστερα από τόσας ωμορφιάς που βλέπει τις ζωγραφισμένας εις τους τοίχους των σπιτιών σας, δεσποινίς, τι ζωγράφος μπορεί να είνε;” - ¨Σας αρέσουν όλα αυτά;” - “Κάθε επιδοκιμασία θα ήτο κοινοτυπία, κόρη μου.” - “Και όμως θα φύγετε…” - “Μου συμβαίνει να φεύγω πάντοτε εις την αθλίαν ζωήν μου.” - “Δεν θα ξαναρθήτε;” - Τι μπορώ να ξέρει κανείς. Ίσως το χειμώνα. Σας αρέσει το Σλίττεν (1), δεσποινίς;” - “Τρελλαίνομαι” – “Κάποτε επαγοδρομούσα πολύ” - “Τότε σας περιμένομεν”.
ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ

Εφημερίδα “Εμπρός” 27 Αυγούστου 1923
ΤΟ “ΕΜΠΡΟΣ” ΑΝΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗΝ
ΕΙΣ ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΟΥ ΤΥΡΟΛΟΥ Β
Πλατειά προβάλλει η θύρα Μολκεράϊ (2) εις το άνοιγμα πρασίνου λειβαδιού. Ήρεμα είνε όλα εκεί μέσα. Από τας αγελάδας έως τους ανθρώπους. Μιά κανελλιά αγελάς, η “Μίτσερλ”, είνε η αγαπημένη της. Η νεάνις την θωπεύει, την φιλεί, την αρμέγει με χάριν Ζεννερίνας. Έ, βέβαια, έπρεπε να ήταν κανείς ολίγον ζωγράφος. Και τον δρόμον προς το Πατς παίρνω συχνά. Είνε στενός, όπως όλοι οι δρόμοι του Τυρόλου, από δάση και αγροικίας περνά και προς το εξαίσιον πανόραμα των παγετώνων φέρει. Κάθημαι πολλάς ώρας εκεί και βλέπω υψηλά την βαθείαν γαλήνην του ψυχρού θεάματος. Έως αργά το βράδυ μένω και – αχ – τι δυνατήν ευωδίαν που έχουν τα νοτισμένα έλατα. Τετράδιπλα αναπνέει τις και πλατύ γίνεται το στήθος του, άκακος η σκέψις του. Που και που εις κοιλάδας και λαγκάδια φώτα ανάβουν. Έχουν ζωηράν λάμψιν, διότι το ηλεκτρικόν ρεύμα πηγαίνει παντού με την διακλάδωσιν των συρμάτων. Το ιδικόν του ασημένιο φως, εκχύει το φεγγαράκι εις τα βουνά και τας φάραγγας. Τότε πλέον συμβαίνουν εις την παράδοξον φύσιν μυστήρια. Είνε σαν να κατεβαίνη το χιόνι ως διαφανής πέπλος από τας κορυφάς εις τας κοιλότητας. Σιωπήσωμεν προ του υπερόχου οράματος.
Ενίοτε πηγαίνω εις το χωρίο. Έχει σπιτάκια και μαγαζιά με ζωγραφιές. Ωραιότατα μενταγιόν με μορφάς Μαντόννας, αγίων, σκύλων, ελάφων, ζαρκαδιών, είνε εις τους τοίχους. Γλυπταί μορφαί αγίων εις σηκούς. Και εις τας βρυσούλας των αι ξύλιναι στήλαι έχουν εις την κορυφήν γλυπτήν κεφαλήν νέου, νεανίδος. Εις τα ξενοδοχεία, πανδοχεία, εκδρομείς πίνουν καφέ με λευκήν αφρόκρεμαν, ξανθήν μπύραν, κόκκινον κρασί. Την Κυριακήν είνε περισσότεροι, αλλά χωρίς να παρουσιάζεται καμμία βαρβαρότης υπερσυνωστισμού. Το Τυρόλον έχει απειρίαν εξοχικών μερών και ο πληθυσμός κατανέμεται εις αυτάς. Χθες Κυριακήν είχαν μεγάλην εορτήν εις το παρακείμενον Γκιργλ, όπου και το Κουρχάους.
(3) Ωραιότατα δάση και εις το μέρος εκείνο, θαυμασταί δε απόψεις προς τα πανύψηλα βουνά. Λαϊκή ορεινή πανήγυρις. Ο φασουλάκος εις το παράπηγμά του, παιγνιδάκια εις τραπεζάκια, αλογάκια, τόμπολα, χαρτοπόλεμος, ανθοπόλεμος, ασκήσεις ωραίων εφήβων εις το μονόζυγον, φουτ-μπωλλ εις πράσινο λειβάδι. Παραπλεύρως εις το τέννις έπαιζαν άγγλοι και αγγλίδες, παραθερίζουσαι εις την περιοχήν. Εις το κιόσκι του δάσους εκάθηντο οι μουσικοί με το πράσινον πτεροφόρον καπελλάκι και με τα χάλκινα όργανά των διεκήρυσσαν την αθανασίαν των μελωδιών του Στράους. Επί του κιγκλιδώματος του περιπτέρου ήσαν τα ποτήρια των μπύρας και παρά το πλευρόν του αρχιμουσικού ογκώδες βαρέλι. Επ’ αυτού τα τετράδια μουσικής. Πόσον αφελώς παιδιά ήσαν όλα αυτά εις τον καθαρόν αέρα του βουνού. Έπειτα εις την μεγάλην αίθουσαν του απλουστάτου Κουρχάους, όπου λειτουργεί και ρουλέτα με άμεμπτον χωροφύλακα ανοίγοντα την θύραν προς τους επισκέπτας της, έγινε χορός το βράδυ και επηκολούθησε διαγωνισμός καλλονών. Χιλίας κορώνας το κόκκινον χαρτάκι του δημοψηφίσματος. “Τι συλλογήν από δελτία κάνετε και σκορπίζετε τας κορώνας σας, κύριε;” ακούω δροσεράν φωνήν. Είνε η δεσποινίς της πανσιόνας. Φορεί κόκκινον καπέλλο και λαμπρά λουστρίνια δια το παρκέτο της αιθούσης. “Ναι, ευρίσκω τόσον κομψά αυτά τα ροζ χαρτάκια”. Είνε βραδειά δροσερή, αλλά με ανοικτά παράθυρα χορεύουν εις την αίθουσαν. Ελαφρόν το κρασάκι του Τυρόλου. Θα είνε περί τα 25 ζεύγη. Παραθερίζοντες, ολίγοι ξένοι. Θεέ μου! Πόσον ασημένιος ο μακρύς τεράστιος πύργος των υπερδισχιλίων μέτρων υψηλών βουνών της Νορντκέτε απέναντι. Το φεγγαράκι του χαρίζει τόσον πλούτον “Αλλά δεν χορεύετε λοιπόν;” Πάλιν η δροσερή φωνίτσα. Οι μουσικοί της ορχήστρας ψάλλουν φαιδρά: “Αι όου του μπη!” Τολμώ να υπάρχω επίσης. Πρέπει να χορεύει τις; Δεν ξέρω τίποτε. Οπωσδήποτε εις το τέλος έμαθα, ότι το πρώτον βραβείον της καλλονής έλαβε η δεσποινίς με το κόκκινον καππέλλο και τα λαμπρά λουστρίνια. Παίρνομεν το λευκόν μονοπάτι δια να γυρίσωμεν εις την έπαυλιν. Από πυκνά δάση και ανοικτά δάση περνά. Μόλις έχει τώρα ολίγον φεγγαράκι. Γλυκά αναπνέουν τα δισεκατομμύρια των δένδρων. Ψυχρούλα. Περίπου 9 βαθμούς εδείκνυε το θερμόμετρον του Κούρχάους. Βαδίζομεν με σιγανόν βήμα. “Και θα φύγετε, λοιπόν, αύριον;” - “Αύριον όχι, διότι έχω να μαζεύσω μερικά ακόμη. Εντελβάϊσσες”. Το φεγγαράκι εχάθη εις το μεγάλο φαράγγι. “Ώστε θα φύγετε μεθαύριον…;”
Αλλά τι μένει, λοιπόν εις αυτόν τον αχόρταστον κόσμον, όπου όλα φεύγουν ως ατμός; Επάνω εις το τραπέζι εις το δωμάτιον ήταν άφθονη αφρόκρεμα. Σιγά – σιγά έσβυσαν οι λευκοί αφροί της.
ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ

(1) Schlitten: έλκηθρο
(2) Molkerei: γαλακτοκομείο.
(3) Kurhaus: καζίνο, λέσχη χαρτοπαιξίας. 




Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

“ΜΕΡΑΝΟ” ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ 8.9.1923

ΤΟ “ΕΜΠΡΟΣ” ΑΝΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗΝ

ΜΕΡΑΝΟ

Πόλις δια τους κουρασμένους από την ζωήν. Ίνα επανευρίσκουν την υγείαν του σώματος, της ψυχής. Πόλις; Όχι, αλλά πολίχνη. Πολίχνη; Όχι, αλλά ησυχία και ανάπαυσις. Αλλά και όλαι αι ανέσεις μιάς μεγαλουπόλεως, - το Μεράν. Μόλις θα έχη 25.000 κατοίκους μαζί με τα προάστειά του. Ορίστε να είπωμεν μία ένωσις του Λιόπεσι, του Κορωπιού, του Μαρκόπουλο. Όχι περισσότερον. Και όμως ένα αριστούργημα όχι μόνο φύσεως, αλλά και ανθρώπων. Κηπούπολις. Τα νέα του σπίτια, όπως εις την ωραίαν Γκαίτεστράσσε, έχουν προκήπους και η δενδροστοιχία της οδού θεόρατα πλατάνια και τόσον πλατυφύλλους φιλύρας, όπως δεν υπάρχουν πουθενά αλλού. Το ποτάμι Πασσάϊερ, πλατύ και καλλικέλαδον, περνά μέσα από την πόλιν και την νανουρίζει διαρκώς με την δροσεράν βοήν του. Ωραίαι αι γέφυραι, έξοχα τα μπουλβάρ καθέτως των οχθών του ποταμού. Ό,τι χαρμοσυνότερον. Δένδρα άλλα παντοειδή. Και άφθονα της μεσημβρίας δένδρα. Ακόμη και ισχυρά φοινικοειδή. Κουρπρομενάδεν λέγεται το κεντρικόν εκείνο μέρος της πόλεως, όπου παίζει εις το κιόσκι καλή μπάντα το πρωί, απόγευμα, νύκτα. Εκεί εις το Κουρχάους. μακρύ και ευρύχωρον οικοδόμημα με καφενεία και ρεστωράν επί του μπουλβάρ. Χλιαραί, ευφρόσυνοι μεσημβριναί νύκτες. Όλα τα καθίσματα γεμάτα. Ελαφρά ψιθυρίζουν τα φυλλώματα των παναρχαίων λευκών και κελαρίζει το ποτάμι.

Μεράνο,γύρω στο 1928-29*

Ούτε ίχνος υγρασίας. Πολλή από την ωμορφιάν του Πηλίου, αλλά κλίμα υπέρτερον. Δεν έχει την υγρασίαν εκείνου και όταν στερείται τον ήλιον. Σπανίως όμως τον στερείται, διότι το Μεράνο είνε κατά το πλείστον ηλιόλουστον. Πολλάκις τον χειμώνα το θερμόμετρον δεικνύει 25 βαθμούς γλυκυτάτης θαλπωρής, ενώ άνωθεν του τα βουνά είνε καταχιονισμένα. Αυτός ο ήλιος του και αι εγγύς χιονοαπολαύσεις το καθιστούν πολυζήτητον κέντρον αναπαύσεως και θεραπείας. Από τα πέρατα του κόσμου έρχονται εις αυτό εξηντλημένοι άνθρωποι, όπως εύρουν ανακούφισιν και ενίσχυσιν εις την μυριοθέλγητρον ταύτην γωνίαν των τυρολικών Άλπεων. Εις το Κουρχάους είνε αναπαυτικαί αίθουσαι καφενίου, ρεστωράν, χορού, μιά καλή ροτόντα, κ.τ.λ. Τέτοια καλά πράγματα είνε τα ολιγώτερα, διότι αι εξανθρωπιστικαί ανέσεις του Μεράνου είνε πολυαριθμότεραι. Τα ξενοδοχεία του, ανερχόμενα εις δεκάδας, θα ηδύναντο να τα ζηλεύσουν πολλαί μεγαλουπόλεις. Δύο Μενίδια μαζί και πολυτελέστατα, ευρυχωρότατα ξενοδοχεία με 300, 250, 200, 150 δωμάτια έκαστον. Ένα καν από τα ξενοδοχεία ταύτα δεν έχουν αι Αθήναι και ο Πειραιεύς με το ένα εκατομμύριον των κατοίκους. Και το πως έπρεπε να ήσαν τα Φάληρά μας, η Κηφισιά μας, μας δεικνύει η μικρούλα αυτή γερμανική εξ ολοκλήρου πόλις, την οποίαν μια άδικος συνθήκη παρεχώρησε εις την Ιταλίαν. Και εδώ βλέπομεν πόσον ανώτερος είνε ο αυστριακός πολιτισμός. Ένα παληό χωριό το έκαμε αριστούργημα θερινής, εαρινής, φθινοπωρινής, χειμερινής διαμονής. Ξενοδοχεία με γιγαντιαία χωλ, σεμνότατα, αναπαυτικώτατα. Αναγνωστήρια, γραφεία, σαλόνια, καφενεία, εστιατόρια κάθε ξενοδοχείου καταλαμβάνουν τόσον πολύν χώρον, όσον δεν κατέχει η πλατεία του Συντάγματος. Χαίρεσαι να μένης εκεί μέσα. Και πόση ησυχία, με όλην την κίνησιν περιηγητών. Θεραπεία της ψυχής η ησυχία, η υπερτέρα ωμορφιά της ζωής, η επιφύλαξις προς την ησυχίαν του άλλου, ο σεβασμός προς την ανάπαυσίν του, την σκέψιν του, την ρέμβην του, την λύπην του. Και ποία δωμάτια. Ποιήματα ευμαρείας κατά τον πλέον απλούν τρόπον. Ο κισσός φθάνει έως τα παράθυρά των και τα πλαισιώνει. Δωμάτια τεράστια, καλοεπιπλωμένα, με μεγάλα παράθυρα, κομψούς εξώστας. Ποία δε λευκότης σινδονιών, κουβερτών, προσκεφάλων, πετσετών. Ό,τι η αφρόκρεμα του Τυρόλου. Νερόν αφθονώτατον. Βόρειος Σουηδία και Νορβηγία περίπου, ήτοι η ιδανικωτέρα ανθρωπίνη καθαριότης, που ανεπτύχθη εις την Γην. Λουτήρες,τους οποίους λυπήσαι να αφήσης. Ανοίγεις τα παράθυρά σου και σε χαιρετούν αι Άλπεις. Κάτω από τα παράθυρα αγροτικοί κήποι, άνθη, κηπουροί, πουλιά, καταφορτωμένες δε η μηλιές και αι αχλαδιές από τους θαυμαστούς καρπούς των. Και το αμπελόκλημα παντού. Εις τον κάμπον, εις τους λόφους, εις τα βουνά, αμφιθεατρικώς παρατεταγμένον. Αμπελοκαλλιέργεια υπερθαυμαστή. Υψηλαί αι κορυφαί των Άλπεων αντίκρυ σου, άλλαι καλυμμέναι έως επάνω από πλουσιώτατα έλατα και άλλαι γυμναί, βραχώδεις, δαντελλένιες. Όπου και αν γυρίσης το βλέμμα σου η μεγαλοπρέπεια του βουνού. Καμαρριέρες λευκαί, ευπρεπέστατοι καμαρριέροι καλοανατεθραμμένοι, προσέρχονται με πουπουλένιον βάδισμα δια να σε υπηρετήσουν με το “παρακαλώ πολύ” εις τα χείλη. Μεγάλη η ξενοδοχειακή τέχνη της διατηρήσεως της ευδιαθεσίας του πελάτου. Η τροφή αυθονωτάτη, εκλετή – αδύνατον να αποτελειώσης μίαν μόνο τεραστίαν μερίδα – η μπείρα από τας καλυτέρας του Τυρόλου, περίφημα δε τα κρασιά του. Με 50 λιρέττες την ημέραν περνάτε ηγεμονικά εις το λαμπρότερον ξενοδοχείον. Αλλαχού πολύ ευθυνότερα. Ορίστε αι εξοχαί με τα πολυαριθμότερα ξενοδοχεία των, τας πλεοναζούσας πανσιόνας των, τας διασκορπισμένας επαύλεις των εις προάστεια, αμπέλια, δάση, λαγκάδια, βουνά. Πάμφθηνη τρισευχάριστος θερινή διαμονή. Και τα χωρικά σπίτια εις τας κοιλάδας και τα βουνά καθαρώτατα. Παντού ενοικιάζουν ευθηνότατα δωμάτια. Έπειτα τα τρισχαριτωμένα εκείνα τυρολέζικα σαλέ. Ενοικιάζετε ένα ολόκληρον το καλοκαίρι και ζήτε την ζωήν πουλιού, άνθους. Παίρνετε και τα παιδιά σας μαζί και τα αφήνετε εις το δάσος ολημερής. Οι πνεύμονές των δυναμώνουν, τα μάγουλά των κοκκινίζουν, η ψυχούλα των δροσίζεται. Γάλα, βούτυρον, κρέας, λαχανικά, φρούτα, εις υπεραφθονίαν. Νοστιμώτατα μήλα, ευχυμότατα ροδάκινα, δροσερώτατα αχλάδια, θαυμαστά σταφύλια, χάριν των οποίων περί τας 30.000 άνθρωποι έρχονται εις το Μεράνο δια σταφυλοθεραπείαν. Η σαιζόν της σταφυλοθεραπείας μόλις ήρχισε τώρα. Διαρκή ολόκληρον τον Σεπτέμβριον, τον Οκτώβριον, και μεγάλη χαρά εις τας ευρείας ταύτας υπωρείας των Άλπεων με τον τρυγητόν. Η σαιζόν του Μεράνο δια την συρροήν ξένων αρχίζει από τον Σεπτέμβριον και τελειώνει τον Ιούνιον. Ο χειμώνας γλυκύτατος. Λείπουν οι ψυχροί άνεμοι. Αλλά και το καλοκαίρι δεν είνε δυσάρεστον εντός της πόλεως, διότι αν και λείπουν αι συχναί βροχαί, εν τούτοις αι ημέραι κατά το πλείστον είνε δροσεραί, αι δε νύκτες θείαι. Με φεγγάρι μάλιστα μαγικόν το θέαμα των Άλπεων. Αδύνατον να κοιμηθώ με την ωμορφιάν του. Τα αμάξια με θεόρατα ευμελή άλογα σας πηγαίνουν εις δεκάδας εξοχών επί των βουνών. Ταύτα καλυμμένα από βλάστησιν, δάση, αμπέλια, επαύλεις και πολλούς παλαιούς πύργους. Οι πολυαριθμότεροι αρχαίοι πύργοι του Τυρόλου εις το μέρος τούτο. Τα αυτοκίνητα σας οδηγούν εις πανύψηλα ξενοδοχεία, κείμενα εις ύψος 1000 έως 1600 μέτρων. Περνούν από αγριώτατα τοπία, από τούνελ, από βραχώδη στενά, από οδούς χαραγμένας εις κρημνούς. Χιόνων και παγετώνων απόψεις έχουν τα παράθυρα και αι ταράτσες των ορεινών ξενοδοχείων. Περνάτε εκεί καλοκαίρι αλησμόνητον, ευμαρέστατον αντί μηνιαίας δαπάνης 2.000 δραχμών. Δεν σας αρέσει; Φάτε την σκόνην των ελληνικών βρωμοεξοχών με δεκαπλασίως μεγαλητέραν δαπάνην. Παντού έντυπαι οδηγίαι, εικόνες, φωτογραφίαι, επιγραφαί, τέλειον δίκτυον συγκοινωνίας, ευκολίαι. Με συρματοσιδηροδρόμους κρεμαστούς ανεβαίνετε εντός τετάρτου εις υπερχίλια μέτρα. Μυριοθέλγητρα οροπέδια. Είσθε ορειβάτης; Πλείσται αι ευκαιρίαι και αι κατευθύνσεις δια να πάτε να επικοινωνήσετε με τους παγετώνας, τας χιόνας, τα νέφη. Αυτοκίνητα ή σιδηρόδρομοι σας φέρουν έως ένα σημείον υψηλόν και εκείθεν χαρά εις το βήμα σας, τα στερεά αλπινιστικά παπούτσια σας. Υπάρχουν κορυφαί υψών 2500 – 3500 μέτρων. Άλλαι εύκολοι και άλλαι δύσχερείς εις ανάβασιν. Αι κορυφαί Δολομίτι πυργωτοί βράχοι, αι του Γκραίδεν Μετέωρα συμπυκνωμένα εις ύψος 3000. Ιδού μερικαί άλλα: Τσείλσπίτσε 3558, όπου εις ύψος 1500 μέτρων (αυτοκίνητον εντός μιάς ώρας) θαυμάσιον ξενοδοχείον, το Τροφόϊ Οτέλ, αι Μάντατςσπίτσεν 3432. Ιδού αι κορυφαί Σιμιλάουν 3680, Βενέντιγκερ 3680 μ. Την μεγαλοπρέπειαν τούτων θαυμάζετε αντικρύ σας, καταχιονισμένην, ανεβαίνοντες με τέλειον κρεμαστόν σιδηρόδρομον εις το Φιγκιλιόχ παρά το Μεράν, εις ύψος 1500 μέτρων. Υπάρχει εις το νότιον Τυρόλον και μιά κορυφή με ελληνικόν όνομα η του “Δόκτορος Χρηστομάνου”. Επ’ αυτής μνημείον. Ωραίος χάλκινος αητός. Και ποίαν ορεινήν μαγευτικότητα να πρωτοαναφέρη κανείς. Είνε βουνά, τα οποία ανεβαίνετε χωρίς οδηγόν. Τα σερπαντινοειδή μονοπάτια με τας επιγραφάς των σας οδηγούν παντού ομαλώς. Την ράβδον σας και την καλήν σας καρδίαν και ιδικός σας ο υπέροχος αέρας του ορεινού Τυρόλου. Σπληνικοί, υποχονδριακοί, ρευματικοί, στομαχικοί, νευρασθενείς, καρδιακοί, στηθικοί, έρχονται εδώ όλας τας εποχάς του έτους, αναρρωνύοντες επίσης. Άνθρωποι κατακουρασμένοι από την βιοπάλην των πόλεων με διαμονήν ολίγων εβδομάδων εντός του Μεράν και με μικράς εκδρομάς ή με ξάπλωμα εις τον ήλιον, την σκιάν, αναζωογονούνται. Ο Θεός έδοσε παρόμοια μέρη και οι άνθρωποι τα επεριποιήθησαν δια να αναλαμβάνουν δυνάμεις ασθενείς και μοχθούντες εργαζόμενοι. Υπό την έποψην ταύτην ημείς, οι οποίοι έχομεν επίσης λαμπράν φύσιν, καθυστερούμεν εις εύκολον χρησιμοποίησιν ταύτης δια τους βιοπαλειστάς, όσον η χελώνα από τον σιδηρόδρομον. Μία Παρνης, ένας Υμηττός, ένα Πεντελικόν, θα έπρεπε να είχαν τους κρεμαστούς σιδηροδρόμους των και εις κάθε πηγήν ξενοδοχεία, επαύλεις σαλέ δι’ όλην την κοινωνίαν. Ορίστε, κύριοι έλληνες πολυεκατομμυριούχοι, με τον βαρύν, οπισθοδρομικόν σας πλούτον, τσιγκούνηδες, ανεξέλικτοι, στενοκέφαλοι, ακαλλιέργητοι πνευματικώς, στείροι αισθητικώς, αδρανείς και ασυγκίνητοι προς τον εκπολιτισμό του τόπου μας, ορίστε, κύριοί μου μεγαλοπορτοφολλάδες, οι μικροσυνοικισμοί αυτοί του Τυρόλου, υπέρτεροί σας κατά παρασάγγας. Το κεφάλαιον εδώ – το απείρως μικρότερον από τα τεράστια ελληνικά πλούτη - ποθεί τον πολιτισμόν και εργάζεται δι’ αυτόν. Συνδυάζει την εργασίαν με την επιστήμην. Ωθεί τους μορφωμένους, τους επιστήμονας, τους καλλιτέχνας να εργάζονται. Δημιουργεί εταιρίας, εξωραϊστικούς συλλόγους, καλεί τους αρχιτέκτονας, τους μηχανικούς, τους καλλιτέχνας, τους επιστήμονας, τους ξενοδόχους, τους γεωργούς, τους κτηματίας και δια της κοινής συνεργασίας ποιεί θαύματα. Ούτως η Αυστρία μετέβαλε το ορεινόν Τυρόλον της εις παράδεισον και μέγα τμήμα τούτου ευρήκε έτοιμον εις πολιτισμόν η Ιταλία και το εγράπωσε. Η αρχή των εθνοτήτων! Και πόσον υπέρτερος εδείχθη αυτός ο αυστριακός πολιτισμός κατά τον πόλεμον. Δεν κατέστρεψε ούτε μίαν τρίχαν εκ των θαυμαστών έργων του, τα οποία παρέδοσε εις τους εχθρούς του. Τα αφήκε όλα άθικτα και υπεχώρησε ευγενέστατα. Από την Βοσνίαν και την Ερζεγοβίνην έως την καρδίαν του Τυρόλου – η Ιταλία έφθασε εις απόστασιν πέντε ωρών σιδηροδρομικώς από το Μόναχον ! (Η αρχή των εθνοτήτων!) - εξεπολίτισε χώρας και χώρας κατά τον πόλεμον, κατά την μοιραίαν υποχώρησιν, δεν έβλαψε το παραμικρότερον. Ωραία, ανθρωπινά, άνετα, χαρούμενα, τέλεια εποίησα τα πάντα, κύριοί μου. Λάβετε, φάγετε τας σάρκας μου τας υγιείς. Η σειρά σας τώρα. Χθες ήτο η ιδική μου. Αλλά η ιστορία θα μαρτυρήση ότι υπήρξα ένα κράτος πολιτισμένον. Επολέμησα ηρωϊκά, αλλά παληανθρωπιά δεν υπήρξα.

ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ 

* Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο μου Γ.Χ.

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

ΜΟΝΑΧΟ 1923 ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ – ΜΕΡΟΣ B’

 “Εμπρός” 7 Σεπτεμβρίου 1923

ΤΟ “ΕΜΠΡΟΣ” ΑΝΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗΝ
ΜΟΝΑΧΟΝ
B

 Η φημισμένη Hofbräuhaus στο Μόναχο.

Εις το κυριώτερον μπουλβάρ της πόλεως και την πλατείαν του Καρόλου, βλέπει τις εις την πρόσοψιν των οικοδομημάτων, όπως και εις την των βερολιναίας Ούντερ ντεν Λίντεν, τα ίχνη της τελευταίας επαναστάσεως, οπάς σφαιρών επί των τοίχων. Ανορθογραφίαι εις την καλλιγραφίαν της πόλεως, η οποία άλλως τε διατηρεί πάντοτε τον φιλήσυχον τύπον της. Τούτον θα ίδωμεν και εις το παλαιόν ζυθοποιείον, το “Όφμπρωϋχάους” (Hofbräuhaus), διατηρήσαν ομοίως τον αυλικόν του τίτλον, παρ’όλην την δημοκρατίαν. Βαρέλια επί βαρελίων κυλίονται εις τους διαδρόμους και την αυλήν, αδειάζονται ταχύτερον από τον πίθον των Δαναΐδων. Εις τας μακράς θολωτάς αίθουσας του με τας βαρείας παλαιάς θύρας και πύλας, εις τας ανοικτάς στοάς της αυλής πυκνότατοι οι όμιλοι ζυθοποτών. Κάθηνται εις μεγάλα χονδρά ξύλινα, ασκεπή τραπέζια και γευματίζουν, ζυθοποτούν υπό το αμυδρόν φως των παλαιού τύπου φανών. Οι περισσότεροιπελάται φέρουν μαζί το φαγητόν των, το οποίον πολλάκις είνε μαύρον άθλιον ψωμί και ογκώδες λευκόν ραπάνι, όταν δεν είνε το “Μπελέκτες Μπραϊτχεν” (*), το δεινοπαθούν σήμερα εις την Γερμανίαν όχι λιγώτερον από καθετί άλλο. Περίφημος δε δια την βαυαρικήν ανοστιάν η κουζίνα του μεγάλου καταστήματος, αλλά εξαίρετος η μελαχροινή μπείρα, παρεχομένη εις ογκώδη ποτήρια, τα οποία με δυσκολίαν κατορθώνει ο ασυνήθιστος να αδειάζη. Πλείστοι πελάται λαμβάνουν μόνοι των τα ποτήρια από τον μπουφφέ, κατά παλαιάν συνήθειαν, ίσως δια να εξελέγχουν το κολλάρο των ποτηρίων. Πρόθυμοι όμως πάντοτε αι Κελλνερίνες δια να σας υπηρετήσουν. Φοβερόν το θέαμά των, όσον και ο σεισμικός όλεθρος της Ιαπωνίας. Θα τας ελέγατε θωρικτά του παλαιού τύπου. Εταζέρας με θήκας έχουν εις τα στήθη των και εις ταύτας θέτουν τας πορτοφόλλας των με τους λόφους των σημερινών καταρρακτοειδών χαρτονομισμάτων, το μπλοκ των, τα μολύβια των, τον σουγιά των, επιπροσθέτως δε φέρουν επί του αριστερού μαστού ιδιαίτερον ενάριθμον πέταλον. Περεταίρω ο αξιόλογος εξοπλισμός των αποτελείται από ζώνην έχουσαν, υπό την μαύρην ποδηάν, άλλην εταζέραν, της οποίας σχεδόν ακατάληκτον το περιεχόμενον. Εις την θέαν της επαναβλέπει τις την τρομεράν Σιδηράν παρθένον της Μπουργ της Νυρεμβέργης με 12 ποτήρια εις τα χέρια. Ολιγώτερον ιδιότυποι δεν είνε οι πελάται, δεινότατοι ζυθοπόται, έχοντες μακράς πίπας, συχνά δε μακροτέρας γενειάδας. Εις κάθε μικρόν ή μακρύτερον τραπέζι τύποι ανόμοιοι. Εκάστη ανθρωπίνη μορφή με ιδιάζουσαν παράδοξον έκφρασιν. Εκεί όλαι αι σελίδες των “Εξετώντων φύλλων” του Μονάχου. Αλλά μίαν χαρακτηριστικήν έχει το παλαιόν ιστορικόν οικοδόμημα με τα εμβλήματα του ΗΒ (αυλικόν ζυθοποιείον) εις τα πιάτα, τα ποτήρια. Γυρλάντες κυανόλευκοι είνε ο ζωγραφικός διάκοσμος των θόλων των αιθουσών του, ενώ ο του μεγάλου χωλλ του κοσμείται με ωραία συμπλέγματα πρασίνων φύλλων. Όψιν μοναστηρίου έχει το τεράστιον οικοδόμημα. Πελώριαι, αρχαίαι πήλινες σόμπες το θερμαίνουν το χειμώνα, αν και ο ζύθος είνε το καλύτερον θερμαντικόν δια τους πελάτας του. Εν τω μεταξύ τα ζυθόφειδια ταύτα όσον και αν πίουν, δεν κάμνουν ποτέ επεισόδεια. Έχουν νικήση το αλκοόλ. Τόση η σωματική ισχύς των. Απέναντι του “Αυλικού ζυθοποιείου” κατάμεστον επίσης κάθε βράδτ είνε άλλο Λοκάλ, το “Πλατσλ”, κέντρον διασκεδάσεως με τα τιρολέζικα τραγούδια και τα αστεία του Νταχάου, τα τόσον αγαπητά εις την νότιον Γερμανίαν και τα πόλεις του Τιρόλου. Εις παρομοίας αιθούσας με είσοδον επικρατεί τόσος συνωστισμός, τον οποίον δεν εγνώρισαν ούτε οι κλασσικοί ελληνικοί σιδηρόδρομοι.

Πρέπει δε να έχη κανείς την προδιάθεσιν αυτής της μουσικής, των τραγουδιών και του ευθύμου χαρακτήρος των, δια να δικαιολογήση την συρροήν τόσων ανθρώπων. Εν τούτοις δεν λείπουν και άλλα κέντρα τέρψεως εις το Μόναχον. Πλεονάζουν αι μεγάλαι άιθουσαι άλλων ενδιαφερόντων ζυθοποιείων, όπου δεν ξέρει τις αν τα βαρέλια είνε ευρυχωρότερα των κοιλιών των πελατών. Αλλά και καμπαρέ υπάρχουν, την θύραν των οποίων φρουρεί σπιθαμιαίον πίκολο, αξιοπρεπέστατον εις την βαθυκύανον στολήν του. Καταδεκτικόν υπωσούν είνε προς τους προσερχομένους, ενώ ανοίγει την θύραν με την υποχρεωτικήν φράσιν: “Ορίστε, κύριε, εις το κ α π α ρ έ”.

ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ


____________________

(*) σάντουιτς



fotο Η φημισμένη Hofbräuhaus στο Μόναχο.

https://www.viator.com/de-AT/Munich-attractions/Hofbrauhaus/overview/d487-a615

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

ΜΟΝΑΧΟ 1923 ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ – ΜΕΡΟΣ Α’

 

Χρονογράφημα από την ταξιδιωτική σειρά “Το Εμπρός ανά την Ευρώπην” περιοδεία στη Βόρεια κυρίως Ευρώπη που έκανε ο Δημ. Χατζόπουλος το καλοκαίρι του 1923. Ο Χατζόπουλος γνώριζε καλά τα κατατόπια, για μιά δεκαετία είχε γυρίσει σχεδόν όλη τη Γερμανία, στο Μόναχο άλλωστε είχε εγκατασταθεί παλιότερα και ο αδελφός του Κώστας. Ξενίζει τον σημερινό αναγνώστη η φράση “ότε δεν την είχε κατακτήση ο εβραϊσμός (τη Γερμανία)”. Είμασταν ακόμη στο 1923, ο ναζισμός βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα, ο αντισημιτισμός όμως στο γερμανικό κοινό αίσθημα ήταν ήδη σημαντικά διαδεδομένος. Ο Χατζόπουλος ήταν παιδί της εποχής του, τυφλά ερωτευμένος με την γερμανική κουλτούρα (το ημερολόγιο που κρατούσε το’γραφε στα γερμανικά, θα επανέλθω σ΄αυτό) ήταν επόμενο να επηρεαστεί από τον γερμανικό τρόπο σκέψης της εποχής που απέδιδε την ήττα στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο σε εβραϊκή συνωμοσία. Αλλά ας μην πάμε μακριά, και στην Ελλάδα με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το ελληνικό στοιχείο είδε με άσχημο μάτι την εβραϊκή κοινότητα της πόλης. Ακόμη και “προοδευτικοί” πολιτικοί όπως ο Ν. Γιαννιός, από τους πρωτεργάτες του σοσιαλισμού στην Ελλάδα πολέμησε με πάθος και αντιστάθηκε με όλα τα μέσα στην αναγνώριση της θεσσαλονικιάς εβραϊκής “Φεντερασιόν” στους κόλπους του ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος.

Γ.Χ.

Εμπρός” 6 Σεπτεμβρίου 1923
ΤΟ “ΕΜΠΡΟΣ” ΑΝΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗΝ
ΜΟΝΑΧΟΝ
Α’

Ολίγαι πόλεις όπως το Μόναχον έχουν να επιδείξουν τον πλούτον της αρχιτεκτονικής διακοσμήσεως του. Το κυριώτερον τμήμα του, ήτοι περίπου όλη η πόλις, είνε συνεχές καλλιτέχνημα. Το ένα λαμπρόν αρχιτεκτόνημα διαδέχεται το άλλο και δεν υπάρχει ίδρυμα δημόσιον, δημοτικόν, ιδιωτικόν μη εγκατεστημένον εις θαυμαστόν κτίριον. Όλοι δε οι ρυθμοί κοσμούν την πόλιν, από τον ελληνικόν έως τον νεογερμανικόν. Ασχημίαν δεν έχει καμμία γωνία της. Και αύτη η πελωρία Μπαβάρια, πληθωρική εις την χαλκίνην αναπαράστασιν της, παρά το πεδίον της οκτωβριανής εορτής του ζύθου, εντός της κεφαλής της οποίας ανέτως χωρεί δεκάς ανθρώπων, είνε καλά τοποθετημένη. Διά τον συμμετρικόν διάκοσμον του Μονάχου ειργάσθησαν βασιλείς, πολιτικοί, δημοτικοί άρχοντες, αρχιτέκτονες, καλλιτέχναι, επιστήμονες και παρέδωσαν εις τον λαόν πόλιν ωραίαν, αριστουργηματικήν.

Το ογκώδες δεν βαρύνει, ούτε εις τα μεγαλοπρεπέστερα ιδρύματά της. Τόσον ελαφρά η αρχιτεκτονική γραμμή. Αναλόγως προς την καλλιτεχνικήν διάθεσιν του κράτους, του δήμου, υπήρξε η των πολιτών. Εφιλοτέχνησαν αρχιτεκτονικάς επιτυχίας. Τμήματα του Μονάχου παρέχουν την εντύπωσιν, ότι οι οικοδομήσαντες εις αυτά ήσαν εμπνευσμένοι ποιηταί και όχι κοινοί θνητοί. Ορίστε το οικοδόμημα ακόμη της εφημερίδος των “Νεωτάτων Ειδήσεων του Μονάχου”. Μέγαρον μεγαλοπρεπείας. Τι άλλο δύναται να επιθυμίση αύτη η πόλις, η τα πάντα έχουσα περίλαμπρα και συμμετρικά; Την περεταίρω ανάπτυξίν της; Εις ταύτην ακολουθεί τας νεωτέρας τάσεις της βερολιναίας αρχιτεκτονικής, η οποία επεβλήθη καθ’όλην την κεντρικήν Ευρώπην, υπερέβη δε την Βαλτικήν, κατακτήσασα αρκετά και την Σκανδιναυίαν. Ο απηλλαγμένος της ψυχρότητος του κλασσικισμού, της κουράσεως της Αναγεννήσεως, της πλησμονής του γοήτρου, της βαρύτητος του μπαρόκ, της καταχρήσεως του ροκοκό νεογερμανικός ρυθμός, ο τείνων προς την απλότητα με νέα ήρεμα διακοσμητικά μοτίβα, κατά τρόπον ώστε να μην ενοχλήται ο οφθαλμός εις την ενατένισιν μακροτάτων μπουλβάρ, επικρατεί και εις τας νεωτέρας οικοδομάς του Μονάχου. Και έχει παρομοίως την επιτυχίαν του εις τας νέας επάυλεις των προαστείων. Εξοχικόν όραμα γίνεται εκεί η πόλις, εις τον ευρύν ορίζοντα με το πολύ φως και τους λευκούς κήπους, τας μοναχικάς κυπαρισσολεύκας. Ευχάριστα περιπατεί κανείς εις τα εξωτερικά μπουλβάρ προς την Νύμφενμπουργ και την Ρόμανστράσσε. Εις το τέρμα παραμένει αμετάβλητον το παλαιόν προάστειον με τα μικρά χαμηλά σπίτια, τα οποία έχουν να αφηγηθούν δια μίαν πολύ καλλιτέραν Γερμανίαν, την του απωτέρω παρελθόντος, ότε δεν την είχε κατακτήση ο εβραϊσμός. Παμμέγιστον μπουλβάρ υπάρχει εκεί, ευρυχωρώτατον, σκιαζόμενον υπό τετραπλής δενδροστοιχίας γηραιών φιλυρών και έχον εις το μέσον του την δροσιάν πλατειού καναλιού. Εις το βάθος του λευκάζει το ανάκτορον του Νύμφενμπουργ, αντικρύζον εις το αντίθετον, μακρυνόν άκρον του το ορφανοτροφείον. Αι Βερσαλίαι του Μονάχου ή Νύμφενμπουργ. Μικραί δεξαμεναί, λιμνίτσες περιβαλλόμεναι υπό χλοερών επιπέδων, αποτελούν τον μοναδικόν προ των ανακτόρων διάκοσμον. Επί μικρών βάσεων λίθινοι ερωτιδείς κρατούν το βαυαρικόν στέμμα, το οποίον δεν κατόρθωσε να εκτοπίση εκείθεν η σοσιαλδημοκρατία των μεταβατικών τούτων ημερών, προς τα έργα των οποίων κανείς δεν πιστεύει. Το λευκόν ανάκτορον με τας μακράς πτέρυγας του έχει το σχήμα τετραγώνου Ω. Είνε τόσο απλούν, όσον αφελέστερον δεν θα ηδύνατο να γίνη. Περνά τις υπό την στοάν του δια να μεταβή εις τον όπισθεν μεγάλον, ανοικτόν κήπον. Άνθη έχουν τα παρτέρρ του, δροσερά η χλόη και ο μεγάλος πίδαξ εις το μέσον εκτινάσσει εις αρκετόν ύψος την λευκήν στήλην του. Κατά μήκος των παρτέρρ αγάλματα βασιλέων και συμβολικών μορφών, τα οποία δεν είνε εντελως ανεπιτυχή. Απόμακρα εκατέρωθεν μεγάλαι σκιεραί δενδροστοιχίαι από πανυψήλους καστανέας, η ετέρα των οποίων γειτονεύει με τον βαθύσκιον Βοτανικόν κήπον. Ελάχιστοι περιπατηταί απαντώνται εις το μέρος και περισσότεροι δεν είνε οι επισκέπται των ανακτόρων, εις τας αίθουσας των οποίων βλέπει τις αντικείμενα της εκλειψάσης δυναστείας, ο βίος της οποίας έγινε και εδώ μουσείον με τους μελαγχολικούς φύλακας. Εκείθεν των ανακτόρων, προς το μικρόν προάστειον εκτείνεται το μακρόν τοξοειδές λευκόν οικοδόμημα του εργοστασίου πορσελάνης, το οποίον είνε επίσης κλειστόν. Αι ανήσυχοι ημέραι μας δεν γνωρίζουν τας λεπτότητας της τέχνης. Ανοικτόν μένει εις την αρχήν του μεγάλου μπουλβάρ το μικρόν καφενείον, όπου κελλνερίνες προσφέρουν την αένναον μπείραν υπό την σκιάν δένδρων. Πλησίον εγκατάστασις υπαιθρίων λουτρών ανδρών και γυναικών εις μικράν δεξαμενήν. Η σεμνοτέρα ίσως γωνία του Μονάχου με τον καλόν, ήρεμον χαρακτήρα της.

ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ


foto

https://www.ungeekenmunich.com/que-ver-en-munich/nymphenburg/

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

Ο ΑΤΙΜΑΣΜΕΝΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ – ΕΙΣ ΤΟ ΠΤΑΙΣΜΑΤΟΔΙΚΕΙΟΝ του ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Ο αγώνας των γυναικών για χειραφέτηση μέσα από τα χρονογραφήματα του Μήτσου Χατζόπουλου Μέρος Β’

Παραθέτω σήμερα δύο χρονογραφήματα του Μήτσου Χατζόπουλου που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα “Το Έθνος” το Γενάρη του 1926. Το πρώτο, προφανώς υπαγορευμένο από τη διεύθυνση της εφημερίδας και ως εκ τούτου χοντροκομμένο, προσπαθεί με εξοργιστικό τρόπο να δικαιολογήσει το μαχαίρωμα μιάς δεκαπεντάχρονης από τον αδελφό της “για λόγους τιμής”, ενώ το δεύτερο, που δημοσιεύτηκε την επόμενη μέρα, αναιρεί όσα γράφτηκαν την προηγούμενη εξιστορώντας πως καταδικάστηκε στο πταισματοδικείο ένας “άντρακλας” που έδερνε τις γυναίκες.

Το “Εθνος” θεωρούνταν “προοδευτική” εφημερίδα, δημοκρατικών αρχών, υπό τη διεύθυνση του Σπυρίδωνα Νικολόπουλου στάθηκε πάντα στο πλευρό της βενιζελικής παράταξης. Στην ουσία όμως η βενιζελική και η φιλομοναρχική παράταξη είχαν τις ίδιες απόψεις όσον αφορά τα κοινωνικά δικαιώματα, και ιδίως αυτά των γυναικών. Η εποχή δεν ήταν πρόσφορη για το γυναικείο κίνημα, η ελληνική κοινωνία ήταν ακόμη κλειστή και σθεναρά ανδροκρατούμενη, οι χειραφετημένες και ανεξάρτητες γυναίκες ενέπνεαν υποψία και αντιπάθεια. Ο Χατζόπουλος στο δεύτερο κείμενο, “Εις το Πταισματοδικείον” δειλά δειλά περνάει την άποψη ότι ο βίαιος μόρτης δεν αξίζει τη συμπάθειά μας, παρόλο που το κοινό είναι φανερά με το μέρος του. Ας δούμε τα δυο χρονογραφήματα.

Η πλατεία Ομονείας το 1927  (ΕΛΙΑ) 

Εθνος” 1926.01.10

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ

Το κακόμοιρον κατασφαγιασθέν κοράσιον προχθές. Μόλις ηρίθμει 16 Μαϊους και περίπου τόσα πλήγματα εδέχθη εκ της αδελφικής μαχαίρας. Κακούργος ο αδελφός; Μία λέξις, τόσον εύκολος εις την κοινήν χρήσιν. Εν τούτοις πολλοί ερωτούν:

- Πάρα πολλοί αδελφοί σφάζουν τας αδελφάς των. Συνεπώς η Ελλάς κατοικείται υπό κακούργων και μάλιστα κακούργων αδελφών;

Πρέπει να προσέξωμεν το ερώτημα. Είνε σοβαρώτατον. Κακούργος ο εις αδελφός, κακούργος ο άλλος, κακούργος ο τρίτος, κακούργος ο εκατοστός, κακούργος ο χιλιοστός; Διότι αυτά τα αδελφικά δράματα τιμής δεν τελειώνουν, δεν θέλουν να τελειώσουν. Συνεχίζονται κατά τον τραγικώτερον τρόπον. Άρα ενυπάρχει βαθύτερον αίτιον εις αυτά. Μη τυχόν το αίσθημα της τιμής; Δεν θέλομεν να το σκεφθώμεν, εφ’όσον έχομεν πρόχειρον τον χαρακτηρισμόν των: Κακούργος.

- Αγαπητή αδελφή, δεν είνε πράγματα αυτά. Σκέψου, ότι η κακή διαγωγή σου προσβάλλει και την οικογένειαν, εις την οποίαν ανήκεις. Δεν ειμπορώ να ακούω να ομιλούν γύρω μου με τόσην περιφρόνησιν, με τόσον εξευτελισμόν, δια το όνομά μας, δια το ονομά μου. Πρέπει να αλλάξεις διαγωγήν.

Το δεκαπενταετές οντάριον φόρα μίαν τρισπηχυαίαν γλωσσάραν: (Χειραφέτησις, καλέ).

- Και τι σε νοιάζει εσένα; Κλείσε τα μάτια σου και βούλωσε τα αυτιά σου. Ότι κάμνω αφορά εμέ. Είμαι ελευθέρα να κάμνω ό,τι θέλω και δεν έχω να δώσω λογαριασμόν εις κανένα.

Αδύνατος ο συμβιβασμός, εκτός αν ο αδελφός δεχθή, ότι η αδελφή του είνε ελευθέρα να τον ατιμάζη. Δεν το δέχεται και τιμωρεί. Κακούργος! Έστω. Αλλά ολίγον τι ή περισσότερον κακούργα δεν είναι και η άμυαλος αυτή αδελφή; Και δεν είνε διόλου κακούργος και εκείνος, όστις την ωθεί εις την ατιμίαν; Μόνη της δεν οδηγήθη προς αυτήν. Κάποιος θα είνε ο συνεργός, ο συνυπεύθυνος. Με δέκα μαχαιρίας εις το σώμα το πτωχόν κοράσιον αφηγήθη την ατυχίαν του. Ο τάδε, ο τάδε, ο τάδε υπήρξαν οι διαφθορείς της. Ο αρχικός, κάποιος ιερεύς της Τερψιχόρης, την ενάρκωσε δια να την διαφθείρη. Δυνάμεθα να πιστεύσωμεν ως αληθώς λέγουσαν κόρην 15 ετών, την οποίαν διεκδικεί ο θάνατος. Κακούργος, λοιπόν, ο αδελφός, διόλου δε κακούργος ο πραγματικός αίτιος του κακουργήματος;

Η κοινωνία, ήτις έχει εύκολον τον χαρακτηρισμόν δια τον τιμωρόν αδελφόν, διατί δεν τον έχει και δια τον πραγματικόν υπαίτιον του κακουργήματος; Τας περισσοτέρας φοράς, σχεδόν πάντοτε κατά κανόνα, ουδένα λόγον δίδει του εγκληματός του ο κυριώτερος ένοχος. Εις το τέλος απολογούμενος δύναται να ισχυρισθή και αυτός, ότι ευρέθη προ διαφθαρθείσης. Άνθρωποι, εις την κοινωνίαν ανήκοντες, είνε όλοι αυτοί οι διαφθορείς, των οποίων τα θύματα καταλήγουν εις την οικτροτέραν ανθρωπίνην κατάπτωσιν, οπότε δεν ειξεύρει τις αν δεν είνε αληθής απολύτρωσις δι’ αυτά η κακούργος τιμωρία του αδελφού. Αλλά τι πρέπει να να γίνη τέλος πάντων με τα ατελεύτητα ταύτα δράματα τιμής, τα οποία καταντούν συνέχεια άνευ τέλους; Να τα δεχθώμεν ως την βροχήν, ήτις είνε αναπόφευκτος; Συνήθως ζητείται η αυστηροτάτη τιμωρία του κακούργου αδελφού; Διατί; Γίνεται φονεύς εκ τέρψεως; Αλλά και αν τον τιμωρήσωμεν, ιδού την επομένην άλλος, διότι υπάρχει η αδελφή, διότι υπάρχει ο διαφθορεύς. Ενταύθα έχει λόγον ευρυτάτης δράσεως η προκομμένη γυναικεία χειραφέτησις αφ’ ενός, αλλά και το κράτος εξ’ άλλου. Τούτο οφείλει να επιβάλη ειδικόν νόμον προνοούντα περί της αυστηροτάτης τιμωρίας παντός διαφθορέως. Ίσως δεν πρέπει να υπάρξη σήμερον εις την Ελλάδα βαρυτέρα ποινή από την προς τον διαφθορέα, διότι ομολογούμεν την οικτράν έκλυσιν των ηθών, προερχομένην υπό των διαφθορέων. Παραπλεύρως χρειαζόμεθα την γυναικείαν δράσιν προς περισυλλογήν όλων, των παρασυρομένων νεαρών υπάρξεων εις την διαφθοράν. Να ιδρύσουν οι γυναικείοι σύλλογοι άσυλα, σωφρονιστήρια, υπό την κρατικήν προστασίαν, εις τα οποία να εγκλείωνται παρόμοιαι δυστυχούσαι υπάρξεις, όπως δια της εργασίας και της μεταμελείας επανευρίσκουν εις εαυτάς τον ενάρετον άνθρωπον. Τότε θα μειωθεί ο αριθμός των διαφθορέων και των διαφθειρομένων, αλλά και των δυστυχών κακούργων αδελφών.

ΕΙΣ


Εθνος” 1926.01.11

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

ΕΙΣ ΤΟ ΠΤΑΙΣΜΑΤΟΔΙΚΕΙΟΝ

Έλεγε πολίτης:

- Ουδέποτε μετέβην έως την ώραν εις το πταισματοδικείον, διότι δεν μου συνέβη να παραβώ αστυνομικήν διάταξιν. Κάποτε είνε κανείς τυχηρός. Αλλά προχθές την νύκτα μετέβην χωρίς να το θέλω ως αυτεπάγγελτος μάρτυς.

- Εφίλησε κανείς κάποιαν; τον ηρώτησαν οι ακροαταί του.

- Δεν ήτο τόσον ευγενής, καίτοι επρόκειτο και εις την περίπτωσιν ταύτην περί γυναικός. Διηρχόμην εκ της οδού Πειραιώς παρά την Ομόνοιαν, όταν είδον μόρτην αγορεύοντα υπεροπτικώς. Αστυφύλαξ τον ανέκρινε και εκείνος ηγόρευε. Ήσαν και τρεις γυναίκες, δια τας οποίας μετεχειρίζετο τας βαρβαροτέρας και βαναυσοτέρας εκφράσεις. Μάτην ο αστυφύλαξ του παρετήρει ευγενικώς ως να είχε να κάμη με μαρκήσιον το ολιγώτερον, ότι ώφειλε να παύση υβρίζων. Εξ όσων ηδυνήθην να αντιληφθώ, ιδού περί τίνος επρόκειτο. Ο νεαρός εκείνος συμπολίτης μας είχε πίη ένα ποτηράκι, αλλά η βαναυσολογία του δεν προήρχετο εκ του καταπληκτικού αυτού γεγονότος, διότι επί τέλους όλοι οι άνθρωποι πίνουν ένα ποτηράκι.

Ήθελε να κάμη τον αντάμην, τον βλάμην, τον παλληκαράν. Να τεθή υπεράνω όλων. Λοιπόν επετέθη κατά μίας γυνακός. Εκείνη τον απέκρουσε και την ερράπισε. Έφυγε η γυναίκα, αλλά την καταδίωξε και παρακάτω εσήκωσε το χέρι του δια να την ξαναρραπίση. Τον συνεκράτησε διερχόμενος πολίτης. Όλα αυτά ήθελε να ανατρέψη ο ταραξίας δια του ύφους του, των φωνών του, της υπεροχής του. Υπηρέτησε την πατρίς και αυτός το έχει υψηλά, το οποίον, τι θέλουν, ρε, αυταί αι παληογυναίκες; Τέτοιες δεν είνε; Ο αστυφύλαξ ήκουσε πάντα ταύτα ηρέμως. Τέλος είπε:

- Ορίστε εις το πταισματοδικείον, παρακαλώ.

- Μπράβο, το οποίον με την προθυμίαν, απήντησε ο μόρτης.

- Κανείς μάρτυς, παρακαλώ;

Ηκολούθησαν δύο, ο επεμβάς πολίτης και εις άλλος, τον οποίον επεκαλέσθη ο μόρτης προς υπεράσπισίν του. Ηκολούθησαν δε η ραπισθείσα γυνή και δύο άλλαι φίλαι της. Εκ περιεργίας μετέσχον εις την συνοδείαν. Εις το πταισματοδικείον τα πράγματα ήσαν ήρεμα, μόνος δε ανήσυχος και θορυβοποιός ήτο ο μόρτης. Επιγραφή εις τον τοίχον έλεγε: “Μη θορυβείτε”. Ταύτην, όπως και την σύστασιν του αστυφύλακος, δεν ήθελε να λάβη υπ’ όψιν του ο μόρτης, όστις ύβριζε, εφώναζε, το οποίον θα γίνη θυσία, διότι υπηρέτησε την πατρίς και συ, μωρή, μη βγάνης λέξιν, διότι θα σε περάσω από την σούβλαν.

Με την ιδίαν αυθάδειαν ωμίλει και κατά την σύντομον διαδικασίαν προ του δικαστηρίου, ενόμιζε δε κανείς, ότι διηύθυνε εκείνος την δίκην, έχων πάντοτε τον λόγον. Εθαύμασα την υπομονήν του δημοσίου κατηγόρου και την του πταισματοδίκου, ομολογώ δε, ότι αν ήμην εις τη θέσιν των θα του έβαζα φίμωτρον. Τέλος εκ των καταθέσεων απεδείχθη, ότι ουδείς είδε τον μόρτην ραπίσαντα την γυναίκα την πρώτην φοράν. Την δευτέραν τον συνεκράτησε ο διερχόμενος πολίτης. Ο μάρτυς της υπερασπίσεως εδήλωσε, ότι δεν είδε τίποτε. Θριαμβευτής τότε ο κατηγορούμενος ανέκραξε:

- Να ορκισθώ και εγώ. Το οποίον μηδέν, όθεν διατί, περικαλώ;

Τότε επροχώρησα προς το δικαστήριον και αφηγήθην το τι είδον και ήκουσα, χαρακτηρίσας τον κύριον βλαμάκην όστις και εις τον διάδρομον του δικαστηρίου ακόμη εξύβριζε τας γυναίκας χυδαιότατα, μίαν δε ηπείλησε, ότι θα επερνούσε εις την σούβλαν, καίτοι απέχομεν αρκετά από το Πάσχα. Προσέθεσα:

- Νομίζω ότι επιβάλλεται αυστηροτάτη η τιμωρία των τύπων τούτων, διότι πρέπει να αποκτήση τέλος πάντων αυτή η δυστυχισμένη πόλις κάποιαν τάξιν, ευπρέπειαν.

Ο δημόσιος κατήγορος επρότεινε την τιμωρίαν του κατηγορουμένου εις 100 δρ. πρόστιμον. Αλλά το δικαστήριον του επέβαλε την ποινήν 150 δραχμών και τριημέρου κρατήσεως.

- Επήρες εις τον λαιμόν σου τον άνθρωπον, παρετήρησε εις των ακροατών του αφηγουμένου.

- Ναι, απήντησε εκείνος, το σκέπτομαι και εγώ αυτό, αλλά έχω μίαν δικαιολογίαν, νομίζω. Ήτο “άνθρωπος”, είνε “άνθρωποι” παρόμοιοι τύποι, εις πολιτισμένην τέλος πάντων κοινωνίαν;

ΕΙΣ


(έπεται συνέχεια)

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

ΤΟ ΒΟΡΕΙΟΤΕΡΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Ο Μήτσος Χατζόπουλος το καλοκάιρι του 1923 άρχισε για λογαριασμό της εφημερίδας “Εμπρός” ένα ταξίδι στη Ευρώπη, Ιταλία, Αυστρία, Γερμανία και Σκανδιναβία, μέρη που γνώριζε καλά γιατί είχε περάσει τα νεανικά του χρόνια εκεί. Το αναγνωστικό κοινό της εποχής είχε ανάγκη από τέτοιου είδους αναγνώσματα, οι μνήμες της μικρασιατικής καταστροφής ήταν νωπές, οι εφημερίδες πρόσφεραν εύκολη φυγή από τη ζοφερή πραγματικότητα σε χαμηλή τιμή.
Το άρθρο αυτό αναφέρεται στην ολιγόωρη στάση που έκαναν με το καράβι στις αρχές Αυγούστου στην πόλη Vardø της Νορβηγίας, που βρίσκεται στο βορειότερο μέρος της χώρας, στον 70° παράλληλο, μέρος όπου το καλοκαίρι ο ήλιος δεν δύει σχεδόν ποτέ.

 Vardø σε μια φωτογραφία του 1920 (από το αρχείο μου)

Hedda Gabler είναι η πρωταγωνίστρια του ομώνυμου θεατρικού έργου του νορβηγού δραματουργού Henrik Ibsen που γράφτηκε το 1890. Ο Χατζόπουλος είχε ασχοληθεί εμπεριστατωμένα με τα έργα του Ίψεν πολλά χρόνια πριν, στο περιοδικό “Διόνυσος” που εξέδωσε το 1901 είχε δημοσιεύσει πολλές μεταφράσεις και άρθρα για το νορβηγό συγγραφέα.
Δεν είναι τυχαία η εμμονή του Χατζόπουλου στα λευκά δόντια της “Εδδας Γκάμπλερ”, εκείνη την εποχή μια υγιής οδοντοστοιχία
ήταν ένδειξη καλοζωίας, οικονομικής ευχέρειας, ο μέσος Έλληνας δεν είχε εύκολη πρόσβαση σε οδοντιατρικές φροντίδες…
* Πορτβίν είναι βέβαια το κρασί Πόρτο.

Εφημερίδα “Εμπρός” 3 Αυγούστου 1923
ΤΟ ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗΝ

ΕΙΣ ΕΝΑ ΛΙΜΑΝΙ

Εις τους δρόμους της σπουδαιοτέρας πόλεως της Φινμαρκίας Βάρδαι (Vardø Finnmark) κατά την δευτέραν πολύωρον διαμονήν μας εις αυτήν. Περασμένα μεσάνυκτα. Το πλοίον εδιπλάρωσε εις την μεγάλην ξύλινην αποβάθραν και μας απελευθέρωσε. Γυρίζομεν εις την υπερβόρειον νορβηγικήν πόλιν, κοιμωμένην υπό τον λάμποντα νυκτερινόν ήλιον. Η θάλασσα έχει βαθείας ιώδεις ανταυγείας, τόσον εντόνους, όπου μενεξεδένιοι βάφονται και οι λευκοί γλάροι, πετώντες κατά χιλιάδας εις τον λιμένα, εις την πόλιν, εις την ακρογιαλιάν, μέχρι της οποίας φθάνει ο καταπράσινος εαρινός τάπης της χλόης. Ησυχία. Ψυχρίτσα κάμνει και ποθούμεν ολίγον ζεστόν καφέ, τσάϊ, αλλά όλα είνε κατάκλειστα. Εις αναπεπταμένον πράσινο χώρον βλέπομεν καλόν ξύλινον οίκον και εις τον ηλεκτρικόν γλόμπον του προ της θύρας διαβάζομεν Οτέλ. Ανεβαίνομεν την σκαλίτσαν. Κλειστή η θύρα. Ητοιμαζόμεθα να απέλθωμεν, όταν άνοιξε και εις το πλαίσιόν της ενεφανίσθη νεαρά γυναίκα. Εφορούσε μεγάλον ψάθινον καπέλλο ιόχρωμον, όπως τα νερά του λιμένος, αδιακόσμητον όπως οι γυμνοί γήλοφοι της πόλεως. Κυανούν ήτο το κοντόν φόρεμά της. Εφαίνετο, ότι επρόκειτο να εξέλθη. Αν μπορούσαμε να είχαμε καφέ; Πολύ παρακαλούσε. Και υπεχώρησε εις την είσοδον. Εισήλθομεν και ηκούσαμεν τόνους μουσικής. Πιάνο, βιολί. Μας ήνοιξε την θύραν του σαλονιού. Ο νορβηγικός χαρακτήρ. Ευρεία αίθουσα με γκρενά τοίχους ξύλινους και λευκήν λακέ χαμηλήν οροφήν. Άσπρα παραπετάσματα εις τα παράθυρα και μακρά σειρά γλαστρών· από ωραιωτάτας πορσελάνας. Τριανταφυλλιές, γαρουφαλιές, τουλίπαι, άλλα ζωηρόχρωμα άνθη. Τα κάδρα επλαισίωναν βόρεια χιονισμένα τοπία, ευμελείς αγελάδας βοσκούσας εις πράσινα λειβάδια, νορβηγίδας με τα κόκκινα κοστούμια. Εις το πιάνο έπαιζε μελαχροινός νέος 22 ετών, πλησίον του δε υψηλός ανήρ εστήριζε εις τα γόνατά του βιολί, το άκρον του οποίου εκρατούσε με τον λαιμόν του και το έπαιζε ως βιολοντσέλλο. Βραδεία, λυπητερή ήτο η μουσική. Η “μαρς φυνέμπρ” του Σωπέν. Εχαιρετίσαμεν σιγά και εκαθήσαμεν εις τον καναπέ. Η γυναίκα εσήμανε. Ελαφρά ήνοιξε η θύρα του βάθους και ενεφανίσθη νεαρά υπηρέτρια καλοβαλμένη. Κάτι της εψιθύρισε η κυρία. Έπειτα επήγε και εστάθη εις το βάθος παραθύρου και εκύτταζε έξω την πράσινην χλόην, τους μενεξέδες των νερών, τον χρυσόν νυκτερινόν ήλιον, ακίνητη, ρεμβώδης. Έδδα Γκάμπλερ; Η μουσική επροχώρησε βραδεία, πένθιμος και μελαγχολικά ακκόρδα επροξενούσαν αλλόκοτην εντύπωσιν εις το κλειστόν σαλόνι με τον ήλιον της νύκτας έξω. Η υπηρέτρια εκόμισε τον καφέν με σωρόν γλυκισμάτων, ελαφρά ως πεταλούδα. Έφυγε και ανεπήχητα ήσαν τα υψηλά τακούνια της εις το λινέλαιον του πατώματος. Κάποτε ετελείωσε ο Σωπέν. Ανεπνεύσαμεν. Οι δύο μουσικοί επεξετάθησαν εις φαιδρότερα πράγματα. Τέλος κατέληξαν εις το φοξ τροτ. Ο υψηλός ξανθός κύριος μας είπε εις αγγλικήν γλώσσαν: “Παρακαλώ, δεν χορεύετε με την κυρίαν;” Εχορεύσαμεν. Εκείνη είπε δύο λέξεις με αόριστον μειδίαμα, έπειτα επήγε πάλιν εις το παράθυρον και εκύτταζε έξω την πράσιμην χλόην, τους μενεξέδες των νερών του λιμανιού, τον χρυσόν νυκτερινόν ήλιον.

Καφετοποτούμεν. Οι δύο άνδρες σηκώνονται. Μας κοιτάζουν, τους κοιτάζομεν. Διακεκομμέναι φράσεις εις την νορβηγικήν, την αγγλικήν, την σουηδικήν, την γερμανικήν, την γαλλικήν. Ταξιδεύομεν; Ά, για σο … Μπορούμε να μη βιασθώμεν. Το πλοίο θα φύγη πολύ αργά. Αλλά παρισινοί, λοιπόν, είμεθα και ομιλούμεν τόσον τελείως την γαλλικήν; “ολως διόλου”. Τι τέλος πάντων; Νοτιοχωρίται. Ώ, για, σο… Και πως από εδώ; Να, έτσι. Κάποιος μικρός περίπατος. Η Έδδα Γκάμπλερ αφήνει το παράθυρον, πλησιάζει εις το τραπέζι. Κάτι λέγει και μειδιά, ίσως δια να δείξη τα λευκά δόντια της. “Η κυρία μου”, συνιστά ο υψηλός ξανθός ανήρ, ο και ξενοδόχος, και φορεί τώρα τα γάντια του. Η Έδδα Γκάμπλερ κυρία ξενοδόχου; Συμπληρώνονται αι συστάσεις και πληροφορούμεθα, ότι ο νεαρός μελαχροινός κύριος είνε καταγωγής σκωτικής, εγεννήθη εις την Ρωσσίαν, έζησε εις το Παρίσι, όπου εσπούδασε μουσικήν κατόπιν περιεπλέχθη εις εμπορικάς υποθέσεις και μίαν ημέραν ήλθε εδώ δια δύο εβδομάδας, δια κάποια φορτία ψαριών και έμεινε οκτώ μήνας. Ο κ. ξενοδόχος επιβεβαιοί, η Έδδα Γκάμπλερ μειδιά. Έξω οξείας λαλιάς έχουν τα σμήνη των λευκών γλάρων. Μερικοί έρχονται εις τα παράθυρα του σπιτιού.

- Αλλά πρέπει να πιούμε μίαν μπουκάλαν Πορτβίν, λέγει ο ξενοδόχος και σηκώνεται.
Μετά πέντε λεπτά επανέρχεται φέρων πελώριαν κρυσταλλένιαν φιάλην με αργυράν βάσιν. Το κόκκινον κρασί σπινθηροβολεί εις τα μικρά ποτήρια με τον υψηλόν λαιμόν. Ιεροτελεστία η πρόποσις, κατά την συνήθειαν των βορείων. Ύψωμα του ποτηριού προ του προσώπου, ενατένισις ζωηρά κατά πρόσωπον, φωνή: “Σκολ!” Πίνομεν μία, δύο, τρεις φιάλας και αι λευκαί νυκτεριναί ώραι ατελεύτητοι “Σκολ!” Λαμβάνομεν την τιμήν να πίωμεν υπέρ της ευημερίας του ξενοδοχειακού οίκου και της κυρίας Έδδας Γκάμπλερ, η οποία δεν παύει να δεικνύη τους λευκούς οδόντας της. Φλυαρούμεν. Μη τυχόν εσφύριξε το βαπόρι; Α, όχι ακόμη. Έχομεν απέραντον καιρόν. “Σκολ!” Τα πράγματα καθίστανται ενδιαφέροντα. Ο κ. ξενοδόχος αφηγείται ανέκδοτα, ο νεαρός αγγλορωσσογάλλος κύριος έχει χιούμορ, η Έδδα Γκάμπλερ πίνει μαζί μας και μας κοιττάζει όλους με κάποιαν ειρωνικήν υπεροψίαν. Αλλά κάποτε πρέπει να πηγαίνωμεν. Έξω εις την χλόην φωτογραφούμεθα εις τον ήλιον, τυλιγμένοι εις τα παλτά μας. Παγερά φυσά το αεράκι από τα χιόνια πέρα. Το πλοίον σφυρίζει. Μας συνεδεύουν εις την προκυμαίαν. Εισερχόμεθα εις το σκάφος. Πρέπει να πιούμεν ολίγον Πορτβίν ακόμη, μονάχα μίαν φιάλην για τον καλόν αποχαιρετισμόν. Σημαίνομεν εις το σαλονι του πλοίου και προσέρχεται η Μάργκιτ. Υψηλή, λευκή την επιδερμίδα, την εμπροσθέλλαν, αλλά σκληρόν το βέτο της. Τέτοιαν ώραν Πορτβίν; Το μπουφφέ είναι κλειστόν. Επεμβαίνει ο ξενοδόχος και η άρνησις της Μάργκιτ κάμπτεται. Τι διάβολο, πρόκειται περί αποχαιρετισμού καλών φίλων. Ολίγον ακόμη και θα έλεγε στενών φίλων. Γεμίζονται τα ποτηράκια γοργά, το πλοίον συνταράσσεται από την εις κίνησιν θετομένην μηχανήν. “Σκολ!” Ένα ποτηράκι ακόμη. Δεν πειράζει έχετε καιρόν, προσθέτομεν ημείς τώρα. Εις την άκρην του πλοίου βιαστικοί αποχαιρετισμοί. Λέγω προς τον νεαρόν κύριον: “Και πότε με το καλό θα τελειώσετε το φόρτωμα των ψαριών;” - “Τι μπορώ να ξέρω, φίλε μου;” Η Έδδα Γκάμπλερ χαμογελά,. Βέβαια δια να δείξη τα λευκά της δόντια δια τελευταίαν φορά. Πηδούν εις την προκυμαίαν.
Επί τέταρτον εβλέπαμεν εις αυτήν κινούμενα τα καπέλλα των δύο κυρίων και το μανδήλι της Έδδας Γκάμπλερ. Έπειτα δεν εβλέπαμεν παρά την απέραντον παγωμένην θάλασσαν ενώπιόν μας.

ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ