Κυριακή 27 Ιουλίου 2025

"ΑΝΘΡΩΠΙΝΑΙ ΔΥΣΤΥΧΙΑΙ" ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 “Ακρόπολις”, 16/1/1900

ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΗΘΗ

ΑΝΘΡΩΠΙΝΑΙ ΔΥΣΤΥΧΙΑΙ

[Ενδεκάτη ώρα της νυκτός. Εις την πλατείαν της «Ομονοίας». Υπό τα μικρά δένδρα. Είς κύριος διέρχεται με υψωμένον το περιλαίμιον του επανωφορίου του, με τας χείρας χωμένας εις τα θυλάκια].

ΜΙΑ ΣΚΙΑ, (εξερχομένη εκ της εξέδρας, εις ην παιανίζει η στρατιωτική μουσική και ανακόπτουσα τον δρόμον του κυρίου). —Κύριε, με το παρντόν

Ο ΚΥΡΙΟΣ, (στρέφων την μύτην του προς την σκιάν). —Ε, τι τρέχει;

Η ΣΚΙΑ. —Με συγχωρείτε, κύριε, ειμπορώ να σας απασχολήσω μίαν στιγμήν;

Ο ΚΥΡΙΟΣ, (αδημονών). —Λέγε, λοιπόν, τι θέλετε;

Η ΣΚΙΑ. —Αι περιστάσεις, κύριε, με έφεραν εις την θέσιν ώστε να ανακόπτω τον δρόμον των καλών διαβατών.

Ο ΚΥΡΙΟΣ, (υψών τους ώμους και ετοιμαζόμενος να προχωρήση). —Ούφ!...

Η ΣΚΙΑ, (με εκλιπαριστικόν τόνον). —Με συγχωρείτε, κύριε, δια την διαγωγήν μου, αλλά και εγώ ανήκω εις οικογένειαν, εις πολύ καλήν οικογένειαν, αλλ’ αι περιστάσεις, βλέπετε…

Ο ΚΥΡΙΟΣ, (σταματών το βήμα του). —Και λοιπόν;

Η ΣΚΙΑ, (προχωρούσα ήδη προς το φως). —Η ιστορία μου, κύριέ μου, είναι οδυνηρά, ιστορία δυστυχούς οικογενειάρχου.

Ο ΚΥΡΙΟΣ, (κυττάζων εις το φως μετά προσοχής την σκιάν και βλέπων ένα άνθρωπον υψηλόν, με γένειον, με ευπρεπές οπωσούν ένδυμα, με παλτόν ερριμμένον αμελώς επί των ώμων του). —Ποίος είσαι, κύριε;

Η ΣΚΙΑ. —Εγώ είμαι νησιώτης. Ονομάζομαι Διονύσιος Ατυχόπουλος. Είμαι της γνωστής οικογενείας των Ατυχοπούλων.

Ο ΚΥΡΙΟΣ, (εξάγων την σιγαροθήκην του και ανάπτων έν σιγάρον). —Χαίρω πολύ. (Προσφέρει εις την σκιάν σιγάρον). —Παίρνεις ένα σιγάρο;

Η ΣΚΙΑ, (λαμβάνουσα έν σιγάρον και ανάπτουσα αυτό από το σιγάρον του κυρίου κάμνει τεμενάν). —Ευχαριστώ, κύριέ μου, ευχαριστώ. Η αγαθή τύχη του Θεού, φαίνεται, με έκαμε να συναντήσω ένα χρυσόνε άνθρωπον, ε… που λες, αφέντη, εγώ είμαι ο Διονύσιος Ατυχόπουλος. Εις το νησί μας η οικογένειά μας ήτανε από τις πρώτες. Εις την Αθήνα έχω συγγενείς πολλούς. Τον κόντε, την ευγενή δέσποιναν. Ετούτοι είνε οι προστάτες μου, αλλ’ έλα, που σήμερα λείπουν σε ταξείδι και με λησμονήσανε. Αν ήτανε αυτοί εδώ, αφέντη, δεν θα σε ενωχλούσα απόψε, σου το ορκίζομαι εις τον Άγιο.

Ο ΚΥΡΙΟΣ, (αρχίζων να ακούη μετά προσοχής την σκιάν). —Δεν καταλαβαίνω, φίλε μου, τι θέλεις να πης.

Η ΣΚΙΑ, (με γοργήν φλυαρίαν). —Θα σου τα εξηγήσω όλα στο μενούτο, αφέντη μου. Εγώ ήμουνα εις τους Γεωργικούς Σταθμούς, που καταργηθήκανε. Είχα καλή θέσι και εζούσα κ’ εγώ κι’ η οικογένειά μου με ευτυχίαν. Αι εθνικαί περιστάσεις κατόπιν, βλέπετε, με έκαμαν να δυστυχήσω. Ήλθεν ο πόλεμος, πριχού καταργηθήκανε οι Γεωργικοί Σταθμοί και έτσι έμεινα κ’ εγώ χωρίς θέση σήμερα. Αλλά, σου είπα, ας είνε καλά ο κόντες, η ευγενής δέσποινα που με υποστηρίζουνε εμένα και τη γυναίκα μου και τα παιδάκια μου.

Ο ΚΥΡΙΟΣ. —Ώστε και συ από τον πόλεμον κατεστράφης;

Η ΣΚΙΑ. —Από τον πόλεμον κ’ εδώθε, αφέντη. Ναίσκε! Κακό πράγμα ο πόλεμος.

Ο ΚΥΡΙΟΣ. - Και επήγες και συ εις τον πόλεμον;

Η ΣΚΙΑ. - Αν επήγα, αφέντη. Και δεν επολέμησα εις τα Πέντε Πηγάδια με τον Λουμουνδούρο. Δεν έτυχε να διαβάσης την εφημερίδα, αφέντη, που έλεγε πως ο Διονύσιος Ατυχόπουλος επληγώθηκε εις την πλάτην;

Ο ΚΥΡΙΟΣ. - Α, επληγώθηκες εις την πλάτην; Πως συνέβη αυτό!

Η ΣΚΙΑ. -Εσυνέβηκε εις την υποχώρησιν. (Σταυροκοπούμενος). Μα τον Άγιο εσυνέβηκε εις την υποχώρισι ετούτο που σου λέγω, έ...

Ο ΚΥΡΙΟΣ. - Ώστε εσύ, υπέφερες πολλά;

Η ΣΚΙΑ. -Αμ υπέφερα πολλά, ρωτάς, αφέντη; Ετούτο είνε, που είνε. Ένα μήνα έκαμα σις το Σοκομείο εις το Κομπότι τση Άρτας. Ύστερα μου εδόσανε αναρρωτική άδεια και επήγα εις τον τόπο μου. Κατόπι εδυστύχησα και ήλθα εις την Αθήνα χωρίς θέσι και χωρίς τσεντέζιμο. Ας είνε καλά πάλι ο κόντες και η ευγενής δέσποινα, που με περιποιηθήκανε, ε ...

Ο ΚΥΡΙΟΣ. - Και είνε συγγενείς σου αυτοί;

Η ΣΚΙΑ. - Συγγενείς αν είνε; Δεν λες στενοί συγγενείς μου. Μου εβαφτήσανε τα δυό παιδάκια μου.

Ο ΚΥΡΙΟΣ. - Α, είσαι πανδρεμμένος…

Η ΣΚΙΑ. - Σου τώπα, αφέντη.

Ο ΚΥΡΙΟΣ. (ημικλείων τους οφθαλμούς) – Και είνε όμορφη η γυναίκα σου;

Η ΣΚΙΑ. (με πρόθυμον ύφος) – Α! Είναι ούνο άτζουλο, αφέντη, η Τζοβάνα μου.

Ο ΚΥΡΙΟΣ. - Έτσι, ε; Και τα παιδάκια σου;

Η ΣΚΙΑ. - Δυο αγγελούδια. Η Παυλίνα μου και η Ρόζα μου… Δυο παιδιά τρέλλα, αφέντη.

Ο ΚΥΡΙΟΣ. - Και είνε μεγάλης ηλικίας τα παιδάκια σου;

Η ΣΚΙΑ. -Α, όσκε. Εχτές ήταν, που τα ενέγραψε με δικά του έξοδα ο κόντες *** εις το Αρσάκειο. Και είχαμε μιά χαρά εγώ και η Τζοβάνα μου, αφέντη. Ξέρεις , τι θα πη να τα βάλουμε εις το Αρσάκειο, ε; Να γίνουν μορφωμένα και καλά κορίτσια. Να πάρουνε μιά ημέρα το δίπλωμά τους. Έ, τότε είνε, που πάλι ο κόντες και η ευγενής δέσποινα *** που θα φροντίσουν να τα διορίσουνε σε καμμιά θέσι. Ά, να σου είπω αφέντη, εγώ θέλω να τα διορίσω δασκάλες μέσα στην Αθήνα, εβαρέθηκα τόσα χρόνια τη ζωή τση επαρχιώνε. Και τώπα του Κόντε *** και τση τώπα της κοντέσσας *** πως άμα τελειώσουνε το Αρσάκειο, η Παυλίνα μου και η Ρόζα θέλω να μου τση διορίσουνε δασκάλες στην Αθήνα μέσα ή εδά πα στο Μαρούσι ή στα Πατήσια. Και μου είπανε, έννοια σου. (Αλλάζων αίφνης το αφηγητικόν και διαχυτικόν ύφος του.) Έ, τόρα είνε, αφέντη, που θέλω και τη δική σου βοήθεια.

Ο ΚΥΡΙΟΣ. ( θέτων μετά δυσκολίας την χείρα του εις την τσέπην του πανταλονιού του). - Μα φίλε μου, πρέπει να ξέρης ότι εγώ δεν είμαι ούτε κόντες ούτε κοντέσσα. Δεν δύναμαι να σου φανώ χρήσιμος...

Η ΣΚΙΑ. (διακόπτουσα αυτόν ταχέως,) - Α, αφέντη, δεν έχω ανάγκη απόψε από μεγάλα πράγματα. Ήθελα αύριο το πρωί, που θα ξυπνήσουνε η Παυλίνα και η Ρόζα μου, πριχού να πάνε στον Αρσάκειο να βρούνε έτοιμο το γάλα τους!

Ο ΚΥΡΙΟΣ. (μειδιών δίδει εν εικοσάλεπτον νίκελ εις την σκιάν και απομακρύνεται) … ...

Η ΣΚΙΑ. (βλέπουσα μετά προσοχής το εικοσάλεπτον νίκελ εις το φως, μεθ’ ό τρέχουσα και πιάνουσα από το μανίκι του παλτού τον κύριον). - Αφέντη, ένα μομέντο αφέντη...

Ο ΚΥΡΙΟΣ. (στρεφόμενος) – Τι τρέχει πάλιν, κύριε Ατυχόπουλε;

Η ΣΚΙΑ. -Αφέντη, ήθελα να μου έδινες ακόμη δύο όβολα για να έπαιρνα αύριο το πρωί και από ένα παξιμάδι για το γάλα τση Παυλίνας μου και τση Ρόζας μου!

ΜΠΟΕΜ

Κυριακή 20 Ιουλίου 2025

"Ο ΛΙΜΑΔΟΡΟΣ" ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ” 9 Ιανουαρίου 1900

ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΗΘΗ

Ο ΛΙΜΑΔΟΡΟΣ

{Εις τον δρόμον εις Κύριος ζητεί να αποφύγη άλλον Κύριον ερχόμενον κατ’ ευθείαν κατ’ επάνω του, αν και δεν το κατορθώνει.}

Ο ΚΥΡΙΟΣ (σπέυδων προς αυτόν και σφίγγον το χέρι του ζωηρώς(. - Καλή ημέρα σας, καλή ημέρα σας. Τι νέα έχουμε σήμερα;

Ο ΑΛΛΟΣ (καθ’εαυτόν). - Πάλι με εγράπωσε, δυστυχία μου. (Προς τον κύριον μειδιών φιλοφρόνως). - Καλά, ευχαριστώ. Χαίρω που σας βλέπω καλά.

Ο ΚΥΡΙΟΣ (ημιαφίνων το χέρι του κυρίου και έτοιμος να κρατήση σφικτά εις πρώτον κίνημα απομακρύνσεως εκείνου). - Ε πως τα βλέπεις τα πράγματα;

Ο ΑΛΛΟΣ (ημικλείων τους οφθαλμούς και σφίγγων τα χείλη ωσεί να κατέπιε κινίνην). - Δεν ξέρω τίποτε σήμερα. (Κάμνων κίνημα δια να αναχωρήση). Με συγχωρείτε, έχω μίαν υπόθεσιν κατεπείγουσαν.

Ο ΚΥΡΙΟΣ (κτυπών εις τον ώμον) - Τι διάβολο, όλο υποθέσεις σπουδαίας και κατεπείγουσας έχεις εσύ… Στάσου βρε αδερφέ, να πούμε τίποτε.

Ο ΑΛΛΟΣ – Μα ξέρεις...

Ο ΚΥΡΙΟΣ (διακόπτων αυτόν βιαίως.) - Μωρέ, εδιάβασες σήμερα την “Ακρόπολην”. Είδες, κύριε, την νέαν εξέλιξιν των αστυνομικών σκανδάλων. (Πιάνων την μύτην του). Τι βρώμα! Τι δυσωδία! (Εξαπτόμενος και κάμνων χειρονομίαν αγανακτήσεως.( Τελείωσε, πρέπει να απαλλαγώμεν απ΄αυτό το άθλιον αστυνομικόν σύστημα. Η στρατιωτική αστυνομία απεδείχθη, ότι κατέστρεψε αντί να ενισχύση την δημοσίαν ασφάλειαν. Πρέπει να καταργηθή.

Ο ΑΛΛΟΣ (καταπνίγων ένα στεναγμόν και ψιθυρίζων μηχανικώς). - - Βέβαια πρέπει να καταργηθή.

Ο ΚΥΡΙΟΣ (κάμνων δυο βήματα αντιθέτως προς το μέρος, όπου διηυθύνετο ο άλλος και συμπαρασύρων αυτόν.) - Πάμε, ολίγο παρακάτω… Έχεις ώρα να τελειώσης τη δουλειά σου. Πρέπει, λοιπόν, να καταργηθή η στρατιωτική αστυνομία.

Ο ΑΛΛΟΣ (εξάγων το ωρολόγιόν του και παρατηρών μετά στενοχώριας την ώραν). - Μα είνε δέκα παρά πέντε, δεν ειμπορώ. Εις τας δέκα ακριβώς πρέπει να είμαι εις ένα ραντεβού.

Ο ΚΥΡΙΟΣ (κρατών τόρα αυτόν σφικτά από τον βραχίονα.) - Δεν πειράζει. Προφθαίνεις. Στάσου, λοιπόν να ιδής μιά στιγμή. Να καταργηθή είπομεν η στρατιωτική αστυνομία, αλλά δεν ενθυμίσαι προ εξ ετών με πόσον ενθουσιασμόν όλοι μας και η κοινωνία και ο τύπος και η πολιτεία απεδέχθημεν τον θεσμόν αυτόν. Όλοι μας ελέγομεν, ότι εις την στρατιωτικήν αστυνομίαν στηρίζομεν όλας τας ελπίδας μας όπως αναστηλώση την καταπεσούσαν δημοσίαν τάξιν.

Ο ΑΛΛΟΣ (εν στενοχωρία.) - Απελπισία!

Ο ΚΥΡΙΟΣ - Δεν λες κάτι χειρότερον. Πλήρης μαρασμός και απογοήτευσις (Αξιωματικώς.) Πάμε κατά διαόλου μάννα. (Εξαπτόμενος.) Σαπίλα! Αποσύνθεσις, βρώμα παντού. Τι θα γίνη δεν ειμπορώ να καταλάβω.

Ο ΑΛΛΟΣ (νεύων δυσθύμως χαμαί). - Τι θα γίνη αλήθεια...

Ο ΚΥΡΙΟΣ (συμπαρασύρων με την φλυαρίαν του τον άλλον δέκα ακόμη βήματα.) - Δεν έχεις, βρε αδερφέ, που να στηρίξης τας ελπίδας σου. Όπου και να στραφής θα σε πνίξη η δυσοσμία της διαφθοράς.

Ο ΑΛΛΟΣ. (εξάγων το ωρολόγιόν του). - Αχ. Έχασα το ραντεβού μου. Δέκα και τέταρτον.

Ο ΚΥΡΙΟΣ – Δεν πειράζει, βρε αδερφέ. Πας άλλη ώρα… (τραβών αυτόν από την κουμπότρυπαν του ενδύματός του(. -Που λες, φίλε μου, άνω κάτω διαφθορά. Κλεψιά κλεψιά! Δεν είδεν πάλιν ο κ. Μερκούρης τι χάλια ανεκάλυψεν εις τον δήμον Αθηναίων, εις τον πρώτον δήμον του Κράτους.

Ο ΑΛΛΟΣ – Όχι δα;

Ο ΚΥΡΙΟΣ - Βέβαια. Τα αρχικά χρέη του δήμου ήσαν πεντακόσιαι χιλιάδες, αριθμός 500.000, φίλε μου και δια της μεθόδου των τόκων πόσον παρακαλώ;

Ο ΑΛΛΟΣ – Ξέρω κ’εγώ;

Ο ΚΥΡΙΟΣ - Πες ένα αριθμόν. Να ζήσης

Ο ΑΛΛΟΣ – Εις ένα εκατομμύριον.

Ο ΚΥΡΙΟΣ (γελών νευρικώς). - Εις εν εκατομμύριον; Μα, που ζης, σε παρακαλώ, εις το Τρανσβάαλ. (Αποφθεγματικώς). Δια της μεθόδου των τόκων αι πεντακόσιαι χιλιάδες ανήλθον εις ένδεκα ολόκληρα εκατομμύρια. (Κάμνων αγρίαν χειρονομίαν). Και ο δήμος Αθηναίων κινδυνεύη να χρεωκοπήση! Τ’ ακούς αυτά. Ένδεκα, έν-δε-κα εκα-τομ-μύ-ρι-α!

Ο ΑΛΛΟΣ (εξάγων το ωρολόγιόν του). - Ένδεκα και τέταρτον! Πωπό! Εσύ μου έφαγες με τα λόγια μιά μιση ώρα τόρα.

Ο ΚΥΡΙΟΣ - Καλά, βρε αδερφέ, με την ώραν σου και συ. Λοιπόν, τι να γίνη με τέτοια χάλια εις τον πρώτον δήμον Αθηναίων.

Ο ΑΛΛΟΣ – Ε΄, πρέπει να ληφθώσι μέτρα εγκαίρως.

Ο ΚΥΡΙΟΣ (σταυρώνων τας χείρας του όπισθεν και προτείνων το στήθος του και την κεφαλήν, ενώ ημικλείει τους οφθαλμούς). - Και ποίος είνε αυτός που πρέπη να λάβη μέτρα, σας παρακαλώ;

Ο ΑΛΛΟΣ (δυσθύμως πάντοτε). - Ο δήμος, η κυβέρνησις...

Ο ΚΥΡΙΟΣ (κρεμών τρεις πήχεις τα μούτρα του και και κινών την κεφαλήν του απελπιστικώς). - Ποία Κυβέρνησις; Μα έχομεν Κυβέρνησιν; Δεν εδιάβασες, λοιπόν εις τας εφημερίδας ότι η Κυβέρνησις διαλύεται;

Ο ΑΛΛΟΣ - Ωχ αδερφέ, δεν θα είνε ακριβή τα γραφέντα.

Ο ΚΥΡΙΟΣ – Ποιός σου τάπε, φιλαράκο μου (Πιάνων αυτόν με τας δύο χείρας του από τον ώμον και κινών αύτον ζωηρώς, ενώ τον βλέπει εις τους οφθαλμούς ασκαρδαμυκτεί). Για δες με καλά μέσα στα μάτια.

Ο ΑΛΛΟΣ (βλέπων αυτόν εις τα μάτια) - Ε΄ σε βλέπω. Τι τρέχει;

Ο ΚΥΡΙΟΣ – Πές μου, ένα πράγμα. Με ξέρεις εμένα να λέγω ψέματα ποτέ;

Ο ΑΛΛΟΣ - Όχι, βρε αδερφέ, δεν λες ψέμματα. Ποιός σου είπε πως λες ψέμματα;

Ο ΚΥΡΙΟΣ (παραιτών αυτόν) – Λέω κ’εγώ! Λοιπόν άκου τώρα, (του λέγει ψιθυριστά εις το αυτί.) Ένας έμπιστος φίλος του Σιμόπουλου, μου είπεν, ότι η Κυβέρνησις δεν στέκει καλά. Εγώ δεν επείσθην εις αυτό, αλλ’ έτρεξα και εύρηκα ένα έμπιστον φίλον του κ. Θεοτόκη και τον ηρώτησα τι τρέχει, βρε αδερφέ, πες μου. Είνε αλήθεια αυτά που διαδίδονται;

Ο ΑΛΛΟΣ (κοιττάζων το ωρολόγιόν του) -Δώδεκα παρά δύο! (Έκπληκτος.) Δώδεκα παρά δύο! Α! Φίλε μου. Δεν ειμπορώ. Σ’αφίνω. Εις τας δώδεκα ακριβώς είμαι προσκεκλημένος εις ένα γεύμα. Μου είπαν δε πως δώδεκα και ένα δεν με περιμένουν και θα μου κρεμάσουν το κουτάλι!

Ο ΚΥΡΙΟΣ (αφελώς(. - Ωχ, αδερφέ, προφθαίνεις. Πέρνεις το τραμ. Εν ανάγκη παίρνεις και ένα αμάξι. Το κάτω, Κάτω της γραφής, εγώ το πληρώνω.

Ο ΑΛΛΟΣ – Λέγε λοιπόν...

Ο ΚΥΡΙΟΣ (ψυθυριστά προς το αυτί του άλλου). - Λοιπόν, ο έμπιστος φίλος του Θεοτόκη μου λέγει ιδιαιτέρως πάντοτε, σε παρακαλώ δε, να μη κάμης χρήσιν αυτών, που θα σου είπω… Μου λέγει λοιπόν, (τον συμπαρασύρη άλλα εκατόν βήματα σιγά, σιγά,) ότι υπουργική κρίσις επίκειται. Αλλά μη ειπής σε κανέναν, βρε αδερφέ, ακούς;

Ο ΑΛΛΟΣ – Καλά ντε!, δεν τα λέγω εις κανένα.

Ο ΚΥΡΙΟΣ – Μπράβο! Μου είπε λοιπόν ο φίλος του Θεοτόκη, ότι η ρήξις επίκειται, διότι Σιμόπουλος και Θεοτόκης επιάσθησαν για καλά και θα παραιτηθούν και οι δύο.

Ο ΑΛΛΟΣ – Έτσι, έ;

Ο ΚΥΡΙΟΣ – Βέβαια, πρώτα θα παραιτηθή ο Σιμόπουλος και ύστερα ο Θεοτόκης με τους άλλους υπουργούς.

Ο ΑΛΛΟΣ – Περίεργον! (Εξάγων το ωρολόγιόν του). Μα, δεν υποφέρεσαι. Δώδεκα και είκοσιπέντε. Πάει, έχασα το γεύμα. Να όψεσαι.

Ο ΚΥΡΙΟΣ – Δεν πειράζει. Να που την εφάγαμε την Κυβέρνησιν.

Ο ΑΛΛΟΣ (εν αγανακτήσει.) - Πολύ καλά, αλλά να δούμε τι θα φάγω κ’εγώ, τώρα, που έχασα το γεύμα μου;

Ο ΚΥΡΙΟΣ (παρασύρων αυτόν πάντοτε μαζί του.) -Βρε, αθιμοταξίας τόρα, κάθησε και κρατείς. Να πάμε εδώ εις το ξενοδοχείον να φάμε μαζί, μου κάνεις το τραπέζι και έτσι, θα σου αναπτύξω τι θα γίνη κατόπιν της υπουργικής κρίσεως!

ΜΠΟΕΜ

Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

ΤΑ “ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΗΘΗ” ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΌΠΟΥΛΟΥ

 Από τα πρώτα χρόνια που άρχισε να γράφει τα -ας τα πούμε- πρώιμα διηγήματα του ο Δημ. Χατζόπουλος επιχείρησε μια άκρως αναπαραστατική καταγραφή βασικά του ρουμελιώτικου αγροτικού βίου. Οι αφηγήσεις του δεν περιορίζονταν σε μιά επιφανειακή περιγραφή, αλλά εμβάθυναν στην καθημερινότητα και, ιδιαιτέρως, στην συναισθηματική ζωή των κατοίκων της υπαίθρου. Ο Χατζόπουλος αναδείκνυε τις εσωτερικές συγκρούσεις που διατάρασσαν τον ψυχισμό του αγρότη: από τη μιά τα φυσικά ένστικτα και από την άλλη οι κυρίαρχες προλήψεις, οι δεισιδαιμονίες, η μοιρολατρία, καθώς και οι μικρές ή μεγάλες ζήλιες ή κακίες που χαρακτήριζαν την τότε κοινωνία. Αυτή η έλλειψη ιδεολογικής διάστασης υποδηλώνει μια καθαρά παρατηρητική, σχεδόν εθνογραφική, προσέγγιση της αγροτικής ζωής από τον συγγραφέα.

Μετά από τις συλλογές διηγημάτων «Αγριολούλουδα» (1894), «Ντόπιες ζωγραφιές» (1896), που εκδόθηκαν σε βιβλίο και τα "Λησμονημένα στρατιωτικά" (1895) που δημοσιεύτηκαν στον καθημερινό τύπο της εποχής,  με τη σειρά "Ιστορίες ενός ρεπόρτερ" (1896, 1897) και ακόμη περισσότερο με τα “Αθηναϊκά ήθη” (1900) ο Χατζόπουλος μεταστράφηκε προς την απεικόνιση του άστεως, τη λεγόμενη τότε αθηναιογραφία. Το ενδιαφέρον του συγγραφέα επικεντρώθηκε στην ψυχολογία των χαρακτήρων και στη ζωή των αστών και μικροαστών της Αθήνας. Η μεταλλαγή αυτή του Χατζόπουλου σηματοδότησε μια βαθύτερη εμβάθυνση στην αστική πραγματικότητα, αποκαλύπτοντας την ικανότητα του να αντλεί υλικό από την προσωπική του εμπειρία και να το μεταπλάθει σε εύγλωττη λογοτεχνική ύλη. Η επιλογή αυτή οφείλεται πιθανώς σε μια σειρά από λόγους:

α. Στην προσωπική του αποστασιοποίηση από την επιφανειακή ηθογραφία της υπαίθρου (που έγινε ακόμη πιο ριζοσπαστική με την έκδοση του περιοδικού “Διόνυσος” λίγο αργότερα)

β. Στην επιρροή ευρωπαϊκών ρευμάτων όπως ο νατουραλισμός και ο ψυχολογικός ρεαλισμός με έμφαση στο κοινωνικό περιβάλλον, τη μιζέρια, και τον ντετερμινισμό

γ. Στην επιθυμία του να αποτυπώσει τις ηθικές και υπαρξιακές συγκρούσεις της νεοσύστατης αστικής τάξης

Η επιλογή του αυτή δεν ήταν τυχαία, ήταν μια συνειδητή καλλιτεχνική κατεύθυνση. Παρά τις αντιφάσεις, τις διαρκείς αναζητήσεις, τις αρνήσεις και μεταστροφές που χαρακτήρισαν τη ζωή και το έργο του συγγραφέα η στροφή του προς την αθηναιογραφία εκφράζει μια αυθεντική καλλιτεχνική αναζήτηση και μια επιτακτική ανάγκη για την αποτύπωση του αστικού τοπίου και των ηθών του. Η επιλογή του δε να στραφεί στην Αθήνα, υποδηλώνει την αναγνώριση της μοναδικότητας και της λογοτεχνικής αξίας της πρωτεύουσας.

Γ.Χ.

°ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΜΑΣ° 31.10.1900

Τα Αθηναϊκά Ήθη

ΑΤΘΙΣ

Μετά τον Γύρον ανήλθομεν εις την δενδροστοιχίαν. Εβαδίζομεν πάντοτε εμπρός, αυτή και εγώ, οπίσω δε η μαμά και η θεία της. Ο κόσμος ήρχετο εκ της πόλεως ν’αναπνεύση, φερόμενος προς την ανοικτήν έκτασιν του Ζαππείου. Εβαδίζομεν βραδέως. Το λυκόφως επήρχετο και διά μέσου του απαλού πέπλου που διεκρίνομεν εις τους περιπατητάς πολλάς φυσιογνωμίας γνωστάς, εχαιρετούσαμεν δε η σύνοδός μου και εγώ. Η ανιαροτέρα των συνηθειών ο χαιρετισμός των περιπατητών. Κλίσεις κεφαλών, μειδιάματα, απ’ εκείνα τα οποία τόσον παραστατικά εζωγράφισε εις εν διηγημά του ο Σούδερμαν, ενίοτε δε και χειραψίαι προς ιδρωμένας χείρας. Η σύνοδός μου ήτο ωραία νεάνις, έφερε μαύρην τουαλέτταν καίτοι δεν είχε πένθος, αψηφούσε την μόδαν, ήτις δια τας δεσποινίδας καταδικάζει τους μαύρους χρωματισμούς άνευ πολλών διατυπώσεων και με τόσην σκληρότητα, όσην καταδικάζει το Στρατοδικείον στρατιώτην απολέσαντα το κομβίον της χλαίνης του. Η εξαιρετική αυτή κλίσις της νεάνιδος προς τον μαύρον χρωματισμόν του ενδύματος δια τους πολλούς ήτο ανεξήγητος, δια τους ευνοούντας την φιλαρέσκειαν της γυναικός είχε τον λόγον, όν λόγον είχε και ο Καλβίνος φέρων παντοτε μαύρον ένδυμα δια να εξαίρη διά της αντιθέσεως τας λευκάς γραμμάς του προσώπου του. Και η επιδερμίς της νεάνιδος ήτο τόσον λευκή. Έβαινε με σεμνόν ύφος, ανασύρουσα ίσως υπέρ το δέον τον ποδόγυρον της δια να δεικνύη κατά την αιωνίαν μέθοδον των φιλαρέσκων γυναικών την κνήμην της, φιλαρέσκειαν, την οποίαν ανήγαγεν εις όρον απαράβατον η Αικατερίνη των Μεδίκων, - διότι η ωραία γυνή, όταν έχη ωραίαν κνήμην δεν οφείλει να την κρύπτη από τα όμματα του κόσμου, αφού το ωραίον δεν είναι κτήμα του ατόμου, αλλά παντός έχοντος οφθαλμούς. Επί της μορφής της εδεικνύετο ουρανία γαλήνη, όλαι αι λεπταί γραμμαί του προσώπου της απέπνεον αβρότητα, παρθενικήν ηδύτητα. Ο Ρουσσώ δεν θα εύρισκεν ωραιότερον τύπον δια να πλάση την Ελοϊζαν του, η Μαντάμ δε Στάελ την ιδεώδη Κορίνναν της, ο Λαματρίνος την εξιδανικευθείσαν Ελβίραν του, ο Γκαίτε την Μαργαρίταν του, ο Μωπασσάν την Ιωάνναν του, ο Σιένγκιεβιτς την Αγγελικήν του. Ενώ εχαιρέτησα μία μικράν ασχημομουρίτσαν η ωραία κόρη μου είπεν αίφνης:

- Την γνωρίζεις αυτήν;

- Ναι.

Και χωρίς να αναμείνη την απάντησίν μου:

- Πως δεν ειμπορώ να βλέπω άσχημες γυναίκες!

Ετόλμησα να παρατηρήσω, ότι εάν δεν υπήρχον τα άσχημα πρόσωπα δεν θα είχομεν την ευτυχή αντίθεσιν των ωραίων προσώπων.

Ανύψωσε τους ώμους.

Ηθέλησα να προχωρήσω ακόμη δια τας ασχήμους γυναίκας και της ανεπόλησα τον γυναικοζωγράφον Ολιβιέ του Μωπασσάν, ο οποίος όταν ήθέλησε να ζωγραφίση την Ονειροπόλον του εδίσταζε τόσον εάν έπρεπε να την κάμη ωραίαν ή άσχημον. Ωραία θα κατέθελγε περισσότερον, θα εσκόρπιζε περισσότερον θέλγητρον, θα ήρεσε καλλίτερον εις τους πολλούς, ενώ άσχημος θα είχε χαρακτήρα, θα εξήγειρε περισσότερον την σκέψιν, θα συνεκίνει πλειότερον, θα είχε βαθυτέραν φιλοσοφίαν.

Εγέλασε και δεικνύουσα τους μαργαρίτας, ους έκρυβε εις τα χείλη, είπε:

- Μα επί τέλους ειμπορεί να συγκινούν τους καλλιτέχνας αι άσχημαι, προς Θεού όμως να μη έχουν και αξιώσεις φιλαρεσκείας!

- Και έχει αξιώσεις αυτή η μικρά;

- Ου! Σαν δαιμονισμένη κάνει εις τα σαλόνια, σας βεβαιώ.

Έπειτα ενώ εχαιρέτα μίαν υψηλήν θελκτικήν νεάνιδα με τον προσηνέστερον τρόπον, έλεγε:

- Αυτή πάλιν τι σου λέγει; Δεν έχει αφήση νέον, που να μη έκαμε κόρτε μαζί του.

Ζωηρόν χρώμα έβαφε τας παρειάς της, εβάδιζε τόρα ελαφρότερον, πνοή βαθείας αγαλλιάσεως κατήρχετο επί του αιγλήεντος προσώπου της. Είχεν υποστεί αιφνιδίαν μεταμόρφωσιν. Ησθανόμην, ότι ο ιδανικός της αβρότητος τύπος, όν ενόμισα προς στιγμήν, ότι διέβλεπον εις αυτήν, διελύετο ως ελαφρόν νεφίδιον και η κοινωνική αύρα πνεύσασα απεκάλυπτε προ των ομμάτων το πραγματικόν βάθος της ψυχής της ενοικούσης εντός των θελκτικών μεσοφορίων, εντός διεγερτικού ποδογύρου. Το είδωλον της Κορίννας μετεβάλλετο εις κακολόγον επαρχιώτην μεσήλικον, η ποιητική Ελβίρα των ρωμαντικών στίχων των “Ποιητικών Αρμονιών” εγίνετο η Κυρά-Κώσταινα του κήπου των Μουσών, η ποιητική Ελοϊζα η καμωμένη από καρδίαν και αισθήματα μόνον, εξελίσσετο εις την πλύστραν της συνοικίας φέρουσαν τα άπλυτα των πελατών της από την σκάφην της εις τον δρόμον.

Και ο Καλβίνος εφόρει μαύρον πάντοτε ένδυμα δια να αναδεικνύη προ των οφθαλμών των μαθητών του επιβλητικωτέραν την μορφήν του, είχεν εν ωραίον ιδεώδες αγωνιζόμενος υπέρ της θρησκευτικής μεταρρυθμίσεως του κόσμου, αλλ΄η ψυχή του ησθάνετο την μεγαλειτέραν χαράν εν τω ερημητηρίω του της Γενεύης, όταν εμάνθανε τας σφαγάς των οπαδών του. Δια των σφαγών και της καταδιώξεως θ’ ανυψούτο το δόγμα του. Δια των μαρτυρίων και των διωγμών μήπως δεν ιδρύθη ο χριστιανισμός; Δια των διωγμών κατά των ομοφύλων των ζητούν ν’ ανέλθουν εις την συνείδησιν των άλλων και αι γυναίκες σήμερον. Η παρέλασις των γνωστών και αγνώστων μας την ενεψύχωνε πάντοτε εις ένα προπετές και ανερυθρίαστον κατηγορητήριον.

- Την ξέρεις την ***άδου! Μάνα και κόρες του δρόμου.

Πάσα διαμαρτυρία ήτο περιττή. “Αι ***ίδου ήσαν διεφθαρμέναι μέχρι μυελού οστέων, αι ***πούλου χθες ακόμη έκαμαν νέον σκάνδαλον. Η ***άκη. Ας την αυτήν. Τόρα τα τουαλέττας της της τας κάμνει ο τάδε χρηματιστής. Η ***ίδου, άλλο τσανάκι αυτή. Κάθε ημέρα πηγαίνει εις το σπίτι του τάδε. Άλλοτε επήγαινεν εις άλλον. Η ωραία ***πούλου τόρα. Τι, δεν ήξευρα τα προχθεσινά; Που έζων λοιπόν; Το σκάνδαλον της αμάξης, την οποίαν εσταμάτησεν ο αστυφύλαξ. Να και αυτό το μικροκαμωμένο, ο μικρομέγας αυτός ποδόγυρος. Προκλητικώτατον. Δέτε την ***άλλη. Αυτός που τη συνοδεύει και με τον οποίον χαριεντίζεται δεν έχει καμμίαν συγγένειαν. Τι θράσος αυτή η ***” ετόλμησεν ακόμη να είπη δια μίαν νεανίδα, θεωρουμένην ως προσωποποίησιν της ηθικής και της αξιοπρεπείας.

- Αλλ’ αυτή; διέκοψα.

- Τι αυτή δεν τα ξέρετε της Κηφισσιάς;

Εχει βοήξη ο κόσμος. Μόνον σεις δεν τα ξέρετε...

Και διηγήθη νέας ιστορίας, όσον νέα πρόσωπα αντιπαρήρχοντο με ύφος πολύ ζωηρόν. Έπειτα καθώς επηγαίναμεν εις του Γιαννάκη (*) δια το βραδυνόν παγωτόν, εστέναζε ελαφρώς και είπε:

- Πως θα ήθελα να έγραφα! Σεις δεν ξέρετε όλοι σας να γράψετε. Διαβάζω τόσα πράγματα, κανέν αληθές, κανέν κοινωνικόν γράψιμον τίποτε δεν είνε βγαλμένο από την αληθή αθηναϊκήν ζωήν. Γράφετε δια τας Αθήνας ωσεί να έχετε προ των οφθαλμών σας πέπλον. Ήθελα να έγραφα σαν τον Πρεβό, Διαβάζετε Πεβό; Πόσας Μωδ, πόσας Ζακελίνας, πόσους τύπους Μαγδαληνής, Δόρας, Μάρθας, Ιουλιέττας θ’ ανεύρισκα εις την Κηφισσιάν, εις το Φάληρον, εις τς Αθήνας, εις τον Πειραιά. Θα έγραφα ωραία, πολύ ωραία πράγματα. Τι λέτε, μου είπε προσηλούσα την σασαμαίν της επί των αγγελικών οφθαλμών της και βλέπουσα αναιδώς εις τα πέριξ τραπεζάκια:

- Λέγω, ότι θα είχατε ωραίαν γ λ ώ σ σ α ν, της είπα προσφέρων εν κάθισμα.

Μποέμ

_______

* Στη γωνία των οδών Κριεζιώτου και Πανεπιστημίου που λόγω στενότητος οι αθηναίοι ονόμαζαν “τα Δαρδανέλια” υπήρχαν τότε δύο ονομαστά ζαχαροπλαστεία, το ένα απέναντι από το άλλο, το ”Ντορέ” και του “Γιαννάκη”.

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΗΡΑΙΟ

 Μου ήρθε στο μυαλό μιά ιστορία που διαδραματίστηκε δεκαετίες πριν, όταν ήμασταν νέοι, στις πρώτες μας εμπειρίες, γεμάτοι ενθουσιασμό και εμπιστοσύνη στο μέλλον. Μόλις είχα τελειώσει το λύκειο, είχα μπει σε κάποιο ΤΕΙ στη Θεσσαλονίκη και ακόμη δεν είχα αποφασίσει να ξενιτευτώ εις αλλοδαπήν. Βλεπόμουνα κάθε μέρα με την φλόγα μου εκείνης της εποχής, τη Μάρθα, και βέβαια έκανα παρέα με τον αγαπημένο μου ξάδερφο, τον Κώστα.

Κάποια μέρα του Ιουλίου αποφασίσαμε να κάνουμε μια πολυήμερη εκδρομή, μία από τις πρώτες με το νέο αυτοκίνητο που είχε αγοράσει ο πατέρας του Κώστα, ένα Mazda 1600 GT. Για να μην το παρακάνουμε με μακρινές αποστάσεις διαλέξαμε ένα σχεδόν άγνωστο μέρος κοντά στην Αττική, το Ηραίο. Είχα αγοράσει μιά πολυτελή σκηνή θεωρητικά για τέσσερα άτομα, που διπλωμένη χώραγε σε ένα μίνι σακβουαγιάζ και ήμουνα περήφανος για την επιλογή μου.

Όπως γινόταν πολύ συχνά εκείνη την περίοδο η επίσημη αρραβωνιάρα του Κωστάκη έκανε νερά, πότε έλεγε ότι θαρθεί, πότε δεν μπορούσε, πότε η μητέρα της είχε κάτι, τελικά προκειμένου νάναι μόνος του σκέφτηκε ν’ αποτανθεί σε μία κοπέλα που κάναμε παρέα εκείνη την εποχή, μιά φίλη της αρραβωνιάρας του που για πλάκα την λέγαμε “δεσποινίδα Παπαπαπά”. Η δεσποινίς Παπαπαπά, της οποίας το πραγματικό όνομα δυστυχώς μου διαφεύγει, ήταν μιά συμπαθής και όμορφη κοπέλα που είχε αδυναμία στον Κώστα αλλά δεν τολμούσε να εκδηλωθεί για μην τα τσουγκρίσει με τη φίλη της. Είχε κάποιες παραξενιές που μπορεί να οφείλονταν σε κάποια δύσκολη οικογενειακή κατάσταση, π.χ. στην τσάντα της είχε πάντα μαζί σαμπουάν και αφρόλουτρο και πολύ συχνά σε φιλικά σπίτια ζητούσε αν “μπορεί να ξεβγάλει μιά στιγμή τα μαλλιά της” ή “να κάνει ένα ντους στο τσάκα τσάκα”, άλλες φορές πάλι αν μύριζε φαΐ χωνόταν στην κουζίνα και δεν έβγαινε χωρίς να έχει τσιμπήσει κάτι απ’ότι εύρισκε έτοιμο. Εμείς το διασκεδάζαμε γιατί έδειχνε ένα βαθμό οικειότητας και εμπιστοσύνης. Η μητέρα μου στην αρχή δεν την συμπαθούσε, την έλεγε “καβλοράπανο”, αργότερα, όταν είδε ότι η κοπέλα ήταν νοικοκυρά και ήξερε να μαγειρεύει, άλλαξε γνώμη. Τέλος πάντων ένα Σάββατο μεσημέρι η δεσποινίς Παπαπαπά εμφανίστηκε με ένα σακίδιο και αφού πήγαμε να πάρουμε τη Μάρθα ξεκινήσαμε όλοι μαζί για το Ηραίο.

Με τα λεφτά που μου είχε εμπιστευτεί ο πατέρας μου για ν’αγοράσω τη Missa Solemnis του Beethoven σε δίσκο της Deutsche Grammophon -μυαλό και αυτός- εγώ πήρα ένα άλμπουμ των Fleetwood Mac της πρώτης περιόδου και όλο το απόγευμα ακούγαμε αυτή τη μουσική.

Στη διάρκεια της διαδρομής ο Κώστας είχε όλο μυστικά, νάζια και γελάκια με την κοπέλα, αλλά προς μεγάλη μας έκπληξη δεσποινίς Παπαπαπά γύρισε προς εμάς που καθόμασταν πίσω και σοβαρά σοβαρά δήλωσε ότι όσο ο Κωστάκης ήταν έστω και τυπικά δεσμευμένος με τη φίλη της δεν επρόκειτο να έχει πίτσι πίτσι ούτε φίκι φίκι μαζί της. Μετά από πολλά φτάσαμε σε ένα μέρος κοντά στο ναό, σε ένα ίσιωμα που μας φάνηκε ¨στρατηγικό” και τελικά καταφέραμε -δηλαδή εγώ- να στήσουμε τσάτρα πάτρα τη σκηνή.

Δεν γνωρίζω πως είναι τα πράγματα σήμερα, εκείνη την εποχή η πρόσβαση στην παραλία ήταν ελεύθερη και το μπάνιο γινόταν σε μικρή απόσταση από τον αρχαιολογικό χώρο, οπότε ριχτήκαμε στη θάλασσα για ένα ανακουφιστικό μπάνιο. Εγώ και η δεσποινίς Παπαπαπά απομακρυνθήκαμε αρκετά από την ακτή, χωρίς να το καταλάβουμε ένα ρεύμα μας οδηγούσε προς το ακρωτήρι εκεί κοντά, προσπαθήσαμε να γυρίσουμε προς τα ρηχά αλλά το ρεύμα μας απομάκρυνε ακόμη πιο πολύ. Παλέψαμε ουκ ολίγον για να καταφέρουμε να επιστρέψουμε στην ακτή.

Το βράσυ πήγαμε για φαϊ σε μια ταβέρνα στα πέριξ, ο ταβερνιάρης ήταν ένας περίεργος τύπος που κακομεταχειριζόταν τους πελάτες, τους έβριζε, τους λοιδορούσε αλλά κανείς δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά. Τα φαγητά, ως επί το πλείστον κρεατικά της ώρας τα σέρβιρε σε μιά λαδόκολλα χωρίς πιάτο, που πέταγε αεροπλανικά από αρκετά επικίνδυνη απόσταση στο τραπέζι συνοδεύοντας με μιά σειρά από ακατονόμαστες βρισιές. Φάγαμε και ήπιαμε το σκασμό, στο γυρισμό χάσαμε τον προσανατολισμό και δεν βρίσκαμε το μέρος που είχαμε στήσει τη σκηνή. Όταν επί τέλους φτάσαμε και ανοίξαμε τη σκηνή συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν φύσει αδύνατον να μπορέσουμε να κοιμηθούμε τέσσερα άτομα εκεί μέσα. Έκανε αφόρητη ζέστη, αποφασίσαμε να κοιμηθούμε μπροστά στην πρόσοψη της σκηνής. Όταν μετά από πολλά καταφέραμε να ξαπλωθούμε αποκοιμηθήκαμε σχεδόν αμέσως, θες η κούραση, θες το που ήπιαμε μερικά κιλά κρασί, τέλος πάντων στον καταυλισμό έπεσε ησυχία. Μες στον ύπνο μου κάτι μ’ενοχλούσε, πότε πίστευα ότι ήταν η Μάρθα που ήταν ιδιότροπη και παραπονιόταν για τις πέτρες κάτω από το στρωσίδι, πότε πίστευα ότι ήταν ο Κώστας που προσπαθούσε να με γαργαλήσει από μακριά με ένα καλάμι που είχε κόψει το απόγευμα. Στην αρχή δεν έδωσα μεγάλη σημασία, δεν είχα καμία όρεξη να ξυπνήσω για τα καλά. Η ιστορία όμως δεν έλεγε να τελειώσει, πότε κάτι σαν ελαφροπόδαρο έτρεχε στην πλάτη μου, πότε άκουγα κάτι τσικ τσικ να προέρχονται από τη σκηνή εκεί δίπλα, πότε μου φαινόταν ότι άκουγα κάτι να τρέχει με θροΐσματα κοντά μου. Επειδή ήμουν συνηθισμένος στα αστεία του Κώστα μεσ’στον ύπνο μουρμούριζα “Κώστα κόφτο” και σαν απάντηση άκουγα πνιχτά γέλια. Κάποια στιγμή άπλωσα τα μπράτσα μου σε μιά προσπάθεια να τεντωθώ καλύτερα και αποκόμισα την εντύπωση ότι είχα ακουμπήσει κάτι το… μαλλιαρό! Τινάχτηκα επάνω και άρχισα να φωνάζω, ανάψαμε τους φακούς αλλά δεν βρήκαμε κάτι το επιλήψιμο. Πέρασα το υπόλοιπο της νύχτας με το ένα μάτι ανοιχτό, οι άλλοι με κορόιδευαν.

Το άλλο πρωί διηγηθήκαμε την περιπέτειά μας στους θαμώνες ενός καφενέ στην Περαχώρα, ένα χωριό εκεί κοντά, και μας πήραν στο ψιλό.

- Μα που πήγατε, το μέρος είναι γεμάτο φίδια και ποντίκια.

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025

“ΤΟ ΒΡΑΧΙΟΛΙ” ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Εφημερίδα “Σκριπ” 19.12.1896

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

ΤΟ ΒΡΑΧΙΟΛΙ

(Από τις “Ιστορίες ενός ρεπόρτερ”

Βρέχει μουντά, μουρμουριστά έξω. Τα ριντώ είνε κατεβασμένα, απλωμένα ως κάτω, κι ο θόρυβος της βροχής που χτυπά τα τζάμια ακούεται μέσα στο δωμάτιο ασθενής, κουραστικός, εκνευρισμένος. Τα κηριά φωτίζουν θαμπά, και το δωμάτιο είνε γεμάτο σκιές παρά φως. Η χειμωνιάτικη εκείνη θλίψη που μπαίνει μέσα στα σπίτια, τα χωρίς οικογενειακή χαρά, η χειμωνιάτικη θλίψη που την βρίσκει κανείς περισσότερη από κάθε αλλού σε μερικά σπίτια όλως διόλου ιδιαιτέρως, βαρύνει ολόκληρη την κάμαρα. Όλα τ’ αντικείμενα εκεί μέσα φαίνονται ποτισμένα από μιά υγρή μελαγχολία, από μιά νοτερή θλίψη, θάλεγε κανείς που αναδίδεται από τους τοίχους, από τις δυο μεγάλες κινέζικες βεντάγιες τις καρφωμένες βιζαβί τη μιά της άλλης, από τα κινέζικα τραπεζάκια, από τις πολτρόνες, από τις καρέκλες, από το κλειστό πιάνο, από τα σκορπισμένα μουσικά τετράδια από το κομψό ταμπουρέ, από τα βαζάκια, από τις ζωγραφιές, από τις εικονίτσες, από το κάθε λογής μπιμπελό, από το κάθε κόσμημα, από το κάθε σκεύος, και τον τριγυρίζει, και του περνά τους πόρους των ενδυμάτων του, τους πόρους του σώματός του, και του ποτίζει το αίμα, τα σπλάχνα του. Είνε ξαπλωμένος σ’ένα κοκκινόμαυρο ραβδωτό διβανάκι, με τα χέρια στις τσέπες, με τόνα πόδι απάνω στ’ άλλο, με τον κορμό γυρισμένο προς τα πίσω, με το κεφάλι ακουμπισμένο λίγο δεξιά σ’ ένα μεταξωτό προσκεφαλάκι, και καπνίζει ασυνείδητα, χωρίς κέφι ένα πούρο. Δεν έχει βγάλει το παρντεσσού του και μαζεμμένος εκεί στο διβανάκι, ποτισμένος ολόκληρος από την υγρή εκείνη μελαγχολία της βραδειάς, την ακούει, να του μιλά…

Ψηλή, αμαζών τέλεια, με τα ξανθά μαλλιά της χτενισμένα προς τ’ απάνω πίσω, ριγμένα σγουρά μπροστά στους κροτάφους, με το ωχρό πρόσωπο μόλις πουδραρισμένο, με τα μικρά χείλη, τα σουφρωμένα αιώνια, σαν χοντζες που δεν τον είδε ποτέ ο ήλιος, βαμμένα ανάλαφρα, ελκυστικά, χτυπώντας ίσια τις αισθήσεις και φέρνοντας ένα ρίγος ελαφρό στις φλέβες, του μισοκλείνει τα μάτια και ακουμπισμένη στο κάθισμά της, στηρίζονατς τον δεξιό της αγκώνα απάνω στο τραπέζι, πούνε εκεί κοντά της, φλυαρεί.

Έχει κέφια απόψε και λέει, λέει ακούραστη με τη συνειθισμένη της αφροντισία, και μέσα στα λόγια της αυτά, που εξαιρετικώς του τα εμπιστεύεται έτσι από ένα παράξενο γυναικείο καπρίτσιο, ζωγραφίζεται όλη η ματαιοδοξία της γυναίκας, όλη η απληστία της, η απονιά της, η απόλαυσή της, η ειρωνεία της, το συμφέρον, το τρομερό εκείνο συμφέρον των γυναικών του είδους της, που προξενεί τη φρίκη και την αηδία.

Μπροστά της εκεί, απάνω στο τραπέζι είνε ανοιχτό ένα μικρό τετράγωνο με ατλαζωτό ροζ ύφασμα σκεπασμένο κουτάκι. Και με το αριστερό της χέρι βγάζει από κεί μέσα με νωχελικά κινήματα ένα, ένα τα μπιζού της και του τα δείχνει με κάποια υπερηφάνεια, με κάποια άγρια χαρά ψιθυρίζοντας με σαρκαστικό πάντα γέλοιο:

- Αυτά τα σκουλαρίκια είνε δώρο ενός γέρο ραμμολή. Μ’ άφησε χρόνους τόρα… Τον γνώρισα στην Οντέσσα...

- Αυτή τη διαμαντένια εδώ καρφίτσα μου τη χάρισε ένας τραπεζίτης που γνώρισα στην Αλεξάνδρεια...

Και το λευκό, το κάτασπρο χέρι, το μακρουλό, το αφροπλασμένο με λεπτά μακρυά δάχτυλα και τριανταφυλλένια νύχια βγάζει πάντα ένα, ένα από το κουτί τα κοσμήματα, τα σηκώνει λίγο προς το φως των κηριών, τα γυρίζει τόρα απ’αυτό, ύστερα απ’ εκείνο το μέρος, τα κάνει να λαμποκοπούν στο φως, και έπειτα τ’αδειάζει απάνω στο τραπέζι τόνα κοντά στο άλλο με την αιώνια εκείνη σαρκαστική της έκφραση.

Εκείνος την έβλεπε, την άκουε με κάποιο αίσθημα αηδίας, αλλά με κάποια περιέργεια μαζί. Έξαφνα το χέρι έβγαλε έξω από το κουτί ένα βραχιόλι, ένα βραχιόλι μεγάλης αξίας, ένα βραχιόλι πολύτιμο, σκαλισμένο με τέχνη, φορτωμένο με πέτρες. Όταν το σήκωσε προς το φως, την είδε τότε να κοιτάζη αυτό το κόσμημα αυτή τη φορά βουβή, κάπως πικραμένη ξαφνικά. Και τα μάτια της έχασαν όλη τη σαρκαστική της ειρωνία, και τα χείλη εκείνα τα σουφρωμένα, τα κοκκινοβαμμένα σφίχτηκαν πιό πολύ σαν από πόνο ξαφνικής θλιβερής σκέψεως. Το κρατούσε ακόμα μέσα στα δάχτυλά της εκεί μπροστά στο φως, και ψιθύρισε σβυσμένα:

- Αυτό είνε το πρώτο, και το σκληρότερο δώρο της ζωής μου, είπε με λυπημένο τόννο.

- Ά! Κάποια ξεχωριστή, κάποια τρυφερή ενθύμηση, είπε εκείνος με μιά χαιρεκάκεια, που δεν κρυβόταν.

- Τίποτε απ’ όλα αυτά. Μονάχα μου φέρνει μιά πικρή ενθύμηση, μουρμούρισε, κοιτάζοντας το κόσμημα σαν αφηρημένη.

- Έτσι, λοιπόν, υπήρξες ποτέ και συ ερωτευμένη, είπε εκείνος θριαμβευτικώς.

-Ερωτευμένη όχι, αλλά το βραχιόλι αυτό μου ενθυμίζει μιά πολύ θλιβερή ιστορία που έπαιξα ρόλο φονιά, είπε τόρα εκείνη με ξερή φωνή, και το πρόσωπό της έγινε πιό χλωμό, πραγματικώς από ψυχική δόνηση χλωμό αυτή τη φορά.

Μιά ανατριχίλα περόνιασε το κορμί του και την έβλεπε μ’ανοιχτά φοβισμένα μάτια.

- Θα σου τα πω όλα, ξακολούθησε εκείνη. Είνε μιά ιστορία, παιδική, μιά πολύ θλιβερή, η μόνη αληθινά τόσο θλιβερή ιστορία της ζωής μου… Και την άκουσε για πρώτη φορά της ν’αναστενάζη με πόνο.

- Είμουνα, θυμούμαι, δεκάξη ετών. Είμουνα κόρη, είμουνα όμορφη, είχα την οικογένειά μου, τον πατέρα μου και τη μάννα μου. Η οικογένειά μας, λαϊκή οικογένεια, έβγαζε έντιμα το ψωμί της. Ο πατέρα είταν διανομεύς στο ταχυδρομείο, η μητέρα μου μοδίστρα ασπρόρουχων, εγώ τρελλοκόριτσο. Είχα μιά φίλη τότε της ηλικίας μου, κόρη ενος υπαλλήλου. Οικονομικώς η οικογένειά της είταν σε καλύτερη θέση από μας και μ’ όλη την αγάπη που της είχα την ζήλευα πολύ γιατί μπορούσε να κάνη καινούργιες τουαλέττες συχνά. Και οι δυό μας είμαστε τρελλές για τις μόδες, προ παντός για τα κοσμήματα. Θυμούμαι πως μας συνώδευε πάντα βράδυ, βράδυ στον περίπατο στα εμπορικά και τις δυό ο αδερφός της ένα ψηλό, αδύνατο, καχεκτικό παιδί δέκα εννιά χρόνων. Πηγαίναμε πάντα στα χρυσοχοεία και στεκόμαστε εμπρός στις βιτρίνες και θαυμάζαμε αφηρημένες και οι δυό τα κοσμήματα, ενώ ο καβαλλιέρος μας γυρισμένος πάντα προς το πλάϊ μου κρυφαναστέναζε. Μ’ είχε ερωτευθή τρελλά, μ’ ένα έρωτα παιδιάστικο, αλλά φλογερό, έξω φρενών. Και μ’ έκανε να γελώ πάντα, το μυξιάρικο… Ένα από τα πολλά κοσμήματα που βλέπαμε στις βιτρίνες εγώ και η αδερφή του, είταν κι αυτό το βραχιόλι εδώ, που βλέπεις τόρα. Σε μιά βδομάδα είχαμε ερωτευθή και οι δυό αυτό το βραχιόλι. Οι μέρες, οι μήνες περνούσαν ύστερα και μεις κάθε βράδυ στεκόμαστε εκεί στο τροττσάρ και λιγουδεύαμε το βραχιόλι. Μας είχε γίνει πάθος αυτό το θέαμα. Και οι δυό μας ωνειροπολούσαμε η κάθε μιά χωριστά, πως να το αποκτήσουμε. Εγώ όσο σκεπτόμουνα πως είταν αδύνατο να γίνη δικό μου αυτό το βραχιόλι, έλυωνα από ζήλεια, από μανία. Όταν ένα απόγευμα που πήγα στο σπίτι της φίλης μου, να τη συγχαρώ για τη γιορτή της που εώρταζε, βλέπω άξαφνα το βραχιόλι εκείνο στο χέρι της.

- Τι χαρά, μου λέει. Ο θείος μου μου το αγόρασε το βραχιόλι...

Ένιωσα σα να μου έκοβαν μέσα μου τ’αντερά μου, σχεδόν θα λιποθυμούσα. Δεν είπα τίποτε, κρατήθηκα, και κάθησα σε μιά καρέκλα όλο το απόγευμα καταλυπημένη. Ήρθε ο αδερφός της προς το βράδυ. Κάθησε κοντά μου και όλο κρυφά αναστέναζε. Άξαφνα σηκόνομαι, χαιρετώ τη φίλη μου, τους δικούς της, και παρακαλώ το παιδί τους να με συνοδεύση εις το σπίτι μου. Πήγε να τρελλαθή από τη χαρά του. Μέναμε μόνοι μας τόσο σπάνια, ώστε είχε δίκιο να είταν τόσο χαρούμενο. Στο δρόμο γυρίζω και του λέω έξαφνα, πιάνοντας το χέρι του:

- Μ’ αγαπάς;

Εκείνο θέλησε να μου σφίξη το χέρι, και ψιθύρισε ξαφνιασμένο:

- ‘Ω, αν σ’αγαπώ, πεθαίνω για σένα!...

- Τότε θέλω να μου κάμης μιά χάρη…

- Ό,τι θέλεις.

- Μα θα μου την κάμης…

- Λέγε, διάταξε, τη ζωή μου δίνω για σένα, αρκεί να μ’ ευσπλαχνισθής.

- Θα είμαι δική σου, του είπα, όταν μ’αποχαιρετούσε τρέμοντας σχεδόν, στην πόρτα μου, αν κλέψης το βραχιόλι της αδερφής σου που της χάρισε ο θειός σας σήμερα…

Και έφυγα κλείνοντας την πόρτα.

Την άλλη μέρα το βράδυ καθόμουνα μόνη μου στο σπίτι – η μητέρα μου έλειπε κάπου – και είμουνα καταλυπημένη πάντα, ακούω βήματα βιαστικά στη σκάλα και βλέπω τον αδερφό της φίλης μου να μπαίνη μέσα στην κάμαρα κατακίτρινος σαν το φλωρί, λαχανιάζοντας, τρέμοντας, και να μου πετά στην ποδιά μου το βραχιόλι.

- Να!… πάρτο!… δικό σου είναι, αλλά τόρα κι εγώ είμαι δικός σου… Μάθε όμως πως σκότωσα … την αδερφή μου!...

- Τι; του είπα χωρίς να καταλάβω τι έλεγε.

- Ναι! … την σκότωσα! … Με κατάλαβε πως το πήρα κ’ έτρεξε να μου το πάρη… Την έσπρωξα… με κυνήγησε φωνάζοντας “θέλει να το πουλήση! θέλη να το πουλήση!”. Από κάμαρα σε κάμαρα φθάσαμε με το κυνήγι στην κουζίνα… εκεί μ’έπιασε από το λαιμό… δε ξέρω τότε τι έκανα… ένα μαχαίρι είταν απάνω στο τραπέζι… το πήρα… τόχωσα στα στήθη της κ’ έφυγα… Τόρα το βραχιόλι είνε δικό σου… κι εγώ είμαι δικός σου…

Και εκείνη σιώπησε. Ένας λυγμός ακούστηκε και έκρυψε το κεφάλι της μέσα στα χέρια της. Έξω η βροχή έπεφτε μουρμουριστά, μελαγχολικά πάντα…

Κ’ εκείνος βουβός, με τα μάτια γεμάτα από φρίκη, πήρε το καπέλλο του, κι αγάλια’ αγάλια, πατώντας στα νύχια, βαδίζοντας με την πλάτη προς την πόρτα, βγήκε και κατέβηκε τις σκάλες γλήγωρα, γλήγωρα με πηδήματα παράφρονος…

Μποέμ

Σάββατο 31 Μαΐου 2025

Ο ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ /2

Εφημερίδα “ΣΚΡΙΠ” 25. 10. 1896

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Η ΤΡΕΛΛΟΥΤΣΙΚΗ

(Από τις “Ιστορίες ενός Ρεπόρτερ”)



Την ακολούθησε με τρυφερή ματιά να φεύγη. Πόσο ήταν ευτυχισμένος, κατάψυχα ευχαριστημένος εκείνο το πρωί από τον εαυτό του, από την αγάπη του, απ’ αυτή την ίδια. Πράγμα πολύ σπάνιο. Είχαν δη μαζί τον ήλιο να βασιλεύη, όπως τον είχαν ιδή πάλι αντάμα εδώ και λίγες στιγμές τόρα ν’ ανατέλλη. Είχαν περάση ολόκληρη νύχτα αχώριστοι, αγαπημένα, ευτυχισμένα. Και τόρα εφευγε και τον άφηνε ήσυχο, χωρίς καμμιά ψυχική τρικυμία, χωρίς καμμιά ηθική ταραχή. Χαμογελούσε πλέοντας σε γλυκειά συγκίνηση, που την έβλεπε να χάνεται εκεί στην άκρη του δρόμου με το γοργό, με το παιδικό εκείνο βάδισμά της, ενώ το κεφαλάκι της γυρισμένο ως την τελευταία στιγμή προς αυτόν – το χλωμό από την αϋπνία και τη μέθη εκείνο κεφαλάκι, με τα μαλλιά μπερδεμμένα και τα μάτια κομμένα, μελανά γύρω γύρω – του έστελνε ως τη ψυχή του μέσα γλυκειά, τρυφερή γαλήνη, αγάπης, αφοσιώσεως. Πόσο είταν αληθινά ευτυχισμένος. Και σα χάθηκε εντελώς απ΄τα μάτια του ετράβηξε αγάλι’ αγάλια το δρόμο του με τα μάτια καρφωμένα χάμου, μη κοιτάζοντας τίποτε γύρω του, ούτε τους διαβάτες που έτρεχαν στη δουλειά τους μέσα στην πρωϊνή ομίχλη, ούτε τη ζωή που άρχιζε στην πόλη με κάποια ραθυμία, μ’ένα βαρύ μαχμουρλίκι. Τίποτε, τίποτε. Όλος ο νους του, όλη η ψυχή του, τα μάτια του είχαν αφοσιωθή στην ευτυχισμένη εκείνη νύχτα και ροφούσε ακόμα την απόλαυσή της με τη νωθρή ενθύμηση της, με το πυκνό της άρωμα, που του είχε αφήση εκείνη απάνω του, στα ρούχα του, στο κορμί του, στη ψυχή του μέσα.

Και τι γρήγορα είχε περάσει μιά ολόκληρη νύχτα, πως είχαν κάμη φτερά οι ώρες αυτές οι μεγάλες, οι ατελείωτες, οι μεθυστικές, οι χρυσές. Και ξανάβλέπε μπροστά του όλα τα μικρά εκείνα επεισόδια, και αναπαραστούσε μυστικά όλη τη μέθη, την τρέλλα, τη γλύκα, την παραφορά αυτής της νύχτας με κάποια ζήλεια, ρίχνοντας ανήσυχες ματιές γύρω του μ’ένα φόβο μήπως μαντεύσουν οι διαβάτες την ευτυχία του, τις σκέψεις του, τις ενθυμισές του, τα πολύτιμα μυστικά του. Μέσα στον έρωτα του αυτόν τον απόκρυφο, μέσα στον έρωτά του αυτόν τον καταραμένο, που τον πότιζε κάθε μέρα το φαρμάκι της ζήλειας, που τον έλυωνε ο καημός του πόθου, που τον βασάνιζε το μαρτύριο της επιθυμίας, του πάθους, η τύχη θέλησε να του δώση μιά ολόκληρη νύχτα χαράς, ευθυμίας, αγάπης, καλοσύνης. Και η θερμή του φαντασία μεγάλονε τον έρωτά του! Και σαν τον χαρτοπαίχτη, που ξημερόνεται μια μέρα ανέλπιστα, ύστερα από καθημερινή χασούρα, μ’ένα μεγάλο ποσό στην τσέπη του, και πλέει όλος σε όνειρα, και νομίζει πως η τύχη αρχίζει να του χαμογελά, και να του δείχνη το δρόμο της επιτυχίας, του κέρδους, και της χαράς, και σφίγγει με λαχτάρα, με παραφορά τα χρήματα του στην τσέπη του, έτσι και αυτός κρατούσε, θάλεγε κανείς αυτή την αναπνοή του μήπως ξεφύγη από μέσα του αυτή η ευτυχία που φούσκωνε τα στήθη του, που του έπνιγε το λαρύγκι. Ποιός ξέρει αν δεν πέταξαν πια όλες οι μεγάλες, οι τρομερές εκείνες λύπες, όλος ο πόνο ο αδιάκοπος, όλο το μαρτύριο το καθημερινό; Και θ΄αρχίση τόρα η ζωή να του φαίνεται έτσι ρόδινη πάντα, έτσι όμορφη, κι’ εκείνη θα του σκορπά πάντα την απόλυτη ευτυχία, και θα λείψουν όλα τα βάσανα, και όλα τα φρικιά εκείνα φαντάσματα που έρχονταν και του απορροφούσαν και τη πιό μικρή χαρά ως τα τόρα του έρωτά του, και του στράγγιζαν και τη πιό ασήμαντη απόλαυσή του, και του άφιναν αιώνια το σκοτάδι μέσα στη ψυχή του της πίκρας, της ζήλειας, της αμφιβολίας, της δυστυχίας, του πόνου, και μονάχα του αιώνιου πόνου;

Ποιός ξέρει αν θα γείνη από σήμερα, πάντα παιδί εύπιστο, χαρούμενο, ήσυχο, όπως έγεινε όλη τη νύχτα απόψε, και τίποτε δεν θα τον τρομάζη, και τίποτε δε θα τον λυπή, και τίποτε δε θα τον κάνη ν’αμφιβάλλη; Ποιός ξέρει αν το μέλλον του, αν η ζωή του ολόκληρη δε θάνε πια ένα γλυκό όνειρο, όπως ήταν γλυκό όνειρο, ολόκληρη αυτή η νύχτα;

Αυτή η νύχτα ! Τι ευτυχία, τι αληθινός παράδεισος! Ποτέ άλλοτε δε το είχε ποτίση τόσο από ηρεμία ψυχής, ηρεμία μυαλού, ηρεμία καρδιάς, ηρεμία νεύρων η τρελλή.

· Από τη στιγμή που του είπε, κοκκινίζοντας ανάλαφρα, πως θα έμενε μαζί του απόψε, ως τη στιγμή που τον αφήκε, ένα σύγνεφο δεν ήρθε να σκεπάση το φως της ευτυχίας του. Και πηδούν τόρα μπροστά του, ολόκληρες εκείνες οι χρυσές στιγμές οι πολύτιμες ώρες και τον βαυκαλίζουν ακόμα ήρεμα, ήσυχα. Πόσο ήταν όμορφη, περίσσια όμορφη απόψε. Πως έγινε παιδί, παιδάκι, αγοράκι τρελλούτσικο, τη στιγμή που πέταξε το καπέλλο της, τα γάντια της και κάθησε κοντά του εκεί στην άκρη τη μυστική, τη σκοτεινή, την απόκρυφη του κήπου. Και πήρε τη γελαστή εκείνη όψη της, και μιλούσε τρυφερά, χαριτωμένα, γλήγορα, γλήγορα, γιατ’ είχε να πη πολλά πάρα πολλά η τρελλούτσικη, η θεότρελλη, όπως στις πιό καλές στιγμές της. Και πως του άφηνε ολόγλυκα την απαλή μουσική της φωνής της να λούζη τη ψυχή του σε κρουσταλλένια γλύκα, ενώ ακουμπούσε το σγουρό της κεφαλάκι στον ώμο του.

Και τι δεν είπε εκείνο το βράδυ. Όλα τα γνωστά, τα απόκρυφα της ζωής της, πολλά ακόμα που δεν του τα είχε πη ποτέ, όλες τις θλίψες της, τις χαρές της,τα παιδικά της τα παλιά της, τα τορινά της. Ακόμα του είπε και το χρώμα της πρώτης χειμωνιάτικης τουαλέττας της, που έκανε τόρα, το σχήμα του τελευταίου καπέλλου της που παρήγγειλε, των τελευταίων μποττινιών της που θα φορούσε. Όλα, όλα. Του είπε ακόμα γιατί φορεί τέσσερες μονάχα τυρκουάζ και γιατί άλλοτε φορούσε πέντε στα μικρά, στ’αστεία εκείνα δάκτυλά της, του είπε ακόμα την τρελλή μασκαράτα της που είχε κάμη πέρυσι στα καρναβάλλια… πως της αρέσει, τρελλαίνεται να πιάνη πάντα τα κουμπιά του πουκαμισιού του… πως το πρωί έχασε, καημένε, ένα φιγαρώ κ’ είταν τόσο λυπημένη… πως χθες το βράδυ άρχισε ξαφνικά τα κλάμματα γιατί θυμήθηκε τα πικρά του λόγια που της είπε προτού να την αφήση… Και τι δεν είπε με την ατελείωτη, τη χρυσή φλυαρία της που ξέχασε να βάλη μιά μπουκιά καν στο στοματάκι της ν’αγγίξη το ποτήρι στα χείλη της, και άφησε ως τα μεσάνυχτα άγγιχτο το πιάτο της, τη πετσέτα της η τρελλούτσικη…

Κι όταν κουράστηκε κομμάτι, έγειρε πιό λυπημένα στον ώμο του το κεφαλάκι της και φέρνοντας κοντά στα μάτια του τα μάτια της, που έλαμπαν φωτεινά μέσα στη σκοτεινή, την απόκρυφη άκρη του κήπου τον ρώτησε τρεμουλιαστά για χιλιοστή ίσως φορά, αλλά μ’ ένα καινούργιο πάλι γι’ αυτόν παραπονιάρικο τόνο· “Μ’ αγαπάς; … Ώ! Θεέ μου! Δε μ’ αγαπάς, όσο σ’ αγαπώ… Α! Είνε αμαρτία είνε κρίμα… δε μ’ αγαπάς! … Είμαι δυστυχισμένη … λυπήσουμε !” Κι άρχισε να μουρμουρίζη τότε πικρά, αλλά τρυφερά αλλά χαριτωμένα. Και είταν τότε πιο όμορφη, πιο λιγωμένη, πιο τρυφερή από κάθε φορά…

Και σ’ αυτή την ενθύμηση του πλέει όλος σε καινούργια πάλι ευτυχία. Κι’ ο νους του φέρνει πάντα μπροστά του τόρα άλλες στιγμές πιό γλυκές, πιό μεθυστικές. Όλο το κατάγλυκο εκείνο μυστήριο που ποτίστηκε η ψυχή του, η αίσθησή του, η σάρκα του, όλη η μέθη. Η παραφορά, η απόλαυση μέσα στο μισοφώτισμα της κάμαρας, μέσα στην απόλυτη ησυχία της νύχτας, όλη η τρέλλα της, που φάνηκε πιό καινούργια, πιο χαριτωμένη, πιό ολόδροση, πιό αχόρταγη από κάθε φορά, όλοι οι θερμοί της όρκοι ότι θα τον αγαπά, θα τον λατρεύη αιωνίως, τον μεθούν με την ίδια δύναμη τους και τόρα, ενώ αυτή είνε μακρυά του, ενώ δεν έμεινε απάνω του απ’ αυτή παρά ένα λεπτό, λεπτότατο άρωμα, που η ομίχλη της αυγής το ξατμίζει, το απορροφά…

Άξαφνα εκεί που περπατούσε τόσες ώρες στους δρόμους ασυνείδητα, με τη ψυχή του γεμάτη απ’αυτή, με το νου του πλημμυρισμένο απ’εκείνη, στάθηκε απότομα στη μέση απ’το πεζοδρόμιο.

Δυό τρεις διαβάτες γύρισαν και τον είδαν περίεργα, και έπειτα τράβηξαν το δρόμο τους. Αυτός είχε κολλήση τα μάτια του απάνω στις πλάκες και χλωμός, με ξαφνικό πυρετό έβλεπε χάμου αλλόκοτα, ενώ ένα πικρό χαμόγελο έλαμπε στα χείλη του. Τι είχε πάθη ξαφνικά;

Και όσο κοίταζε τις πλάκες, τις χρυσισμένες από τον πρωϊνό ήλιο, που είχε σχίση την ομίχλη, και έλαμπε κατάχρυσος, κάτι σαν τρόμος τον έπιασε, ανατριχίλα τον κλόνισε σύσσωμο. Ώ! Γιατί να βρεθή έτσι σ’ αυτή τη θέση μέσα στην πλέον ευτυχισμένη ώρα του; Εκεί απάνω στις πλάκες αυτές, στην ίδια αυτή θέση θυμήθηκε πως μιά μέρα, μιά φορά ενώ περνούσε απ’ εκεί αμέριμνα, είδε ξαπλωμένο, χάμου με τα μυαλά σκορπισμένα έξω απ’ το κρανίο ένα νέο παιδί, πλέοντας στο αίμα του, ενώ μιά γυναίκα σαν τρελλή, έτρεχε μέσα στον κύκλο των περιέργων, μαδώντας τα μαλλιά της - η δυστυχισμένη μάννα. Και όλη η θλιβερή εκείνη περασμένη ιστορία αναγεννιέται τόρα τρομερά εμπρός του.

Το φτωχό παιδί είχε αυτοκτονήση για μιά γυναίκα, για μιά γυναίκα μικροκαμωμένη, τρελλή, τρελλούτσικη, χαριτωμένη. Του είχε ορκισθή, ότι θα τον αγαπά αιωνίως, το είχε κλείση μέρες, μήνες, χρόνο στην αγκαλιά της, τόχε ποτίση από έρωτα, από μέθη, από παραφορά, από μανία. Και ύστερα ήρθε μιά στιγμή, που άξαφνα δεν ένοιωσε τίποτε, απολύτως τίποτε γι’ αυτό… Μιά σφαίρα ρεβόλβερ τότε και το παιδί ξαπλώθηκε εκεί στο δρόμο νεκρό, καταματωμένο…

Και στη ξαφνική αυτή ενθύμηση, που τόσο σκληρά ήρθε εκεί μέσα στο δρόμο, μέσα στη πιό ευτυχισμένη του στιγμή να του διαλύση όλο το μεθύσι του, ο φτωχός άνθρωπος νιώθει να χάνεται για μιάς όλη η θεία ευδαιμονία του, κ’ ενώ τραβά λυπημένα το δρόμο του, η μαύρη και πικρή αμφιβολία του, το αιώνιο αυτό μαρτύριο της καρδιάς του, έρχεται πάλι και του απλόνει σκοτάδι απελπισιάς στα μάτια του, στο νου του, στη ψυχή του μιά φορά ακόμα πιό φριχτά για το φτωχό έρωτά του…

Μποέμ


Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Ο ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ

 Εφημερίδα “Σκριπ” 25.7.1896

ΣΤΗΝ ΤΑΡΑΤΣΑ

(Από τις “Ιστορίες ενός Ρεπόρτερ”)

Έπαιρνε το τσάϊ της με τις, ωραίες αυτές λιακάδες απάνω στη ταράτσα της το απόγευμα. Ένας από τους πολλούς φίλους της της έκανε συντροφιά όλο το απομεσήμερο, όταν δεν είχε βίζιτες. Κι’είχε τόσες λίγες, αφού η κυρία δέχουνταν την Πέμπτη μονάχα.

Η Sarah Bernard, πρωτότυπο μοιραίας γυναίκας, το 1891. Φωτογραφία του Henry Walter Barnett.

Εκεί απάνω στ’ ολόξανθο ηλιοπλημμύρισμα του Γεννάρη είταν ευτυχισμένη η όμορφη. Καθισμένη στην άκρη μιάς μεγάλης πολυθρόνας, πάρα πολύ, πολύ μεγάλης για το μικροσκοπικό εκείνο σωματάκι, με σταυρωμένα τα χεράκια της απάνω στα γόνατά της, όταν δε κάπνιζε τ’ αρωματισμένα αιγυπτιακά σιγαρέτα, απόμεινε χαμογελώντας, κουβεντιάζοντας, φλιρτάροντας με τον επισκέπτη της, ευτυχισμένη γιατί ζούσε, γιατί είταν όμορφη, γιατί ούτε η λύπη, ούτε η φτώχια, ούτε τε πάθη μπορούσαν να ταράξουν την ήσυχη ζωή της λεπτοκαμωμένης.

Είταν από τις γυναίκες εκείνες, που ανάβουν πάθη με μιά ματιά τους, χωρίς να αισθάνουνται ποτέ την παραμικρή ταραχή. Από τις γυναίκες εκείνες, που δεν μπορείς με τη λέξη όμορφες να τις χαρακτηρίσης, από τις γυναίκες εκείνες που είναι τόσο φρουφρουδένιες, τόσο πουπουλένιες, τόσο μεταξωτές, ελαφρές, ελαφρές που μόνο ένα όνειρο ενός ποιητού μπορεί να τις αναπαραστήση. Από τις γυναικούλες εκείνες, που δύσκολα τις βρίσκεις στη ζωή, που κάνεις ημέρες, μήνες, χρόνια να τις δης έτσι τέλειες, αριστουργηματάκια σάρκας και ντουαλέττας. Από τις γυναίκες εκείνες, που δεν τις βλέπεις στο δρόμο, στα θέατρα, στους χορούς κάθε στιγμή, κάθε μέρα. Διαβαίνεις στο δρόμο και περνούν μπροστά σου χιλιάδες γυναίκες, όμορφες γυναίκες, κοκέττες, μαργιόλικες, μικροκαμωμένες, ψηλές, περήφανες, ζαχαροπλασμένες και δε σου κάνουν καμμιά εντύπωση, δε σου λένε περισσότερο αφ’ ό, τι σου λένε όλες μαζί. Όταν μιά φορά το πολύ στη ζωή σου διαβαίνη μπροστά σου μιά απ’ αυτές τις γυναικούλες, που δε ξέρεις καλά, καλά πως φάνηκε μπροστά σου, και σε πλημμυρίζει από την αριστοτεχνική τελειότη της, σου σκορπά μιά μυρουδιά ως στην καρδιά σου, σου περιχύνει ολόκληρο τον οργανισμό σου από ένα μεθύσι αλλιώτικο, παράξενο, και σου γεννά ένα δυνατό όσο και γλυκό, και τρυφερό όνειρο να πεθάνης σιγά σιγά, να σβύσης αγάλι’ αγάλια, γλυκά, ήσυχα, απαλά, σαν αφρός, σαν κεράκι, σαν χιονάκι, σαν κύμα από ηδονή απέραντη, από ηδονή αχόρταγη, από ηδονή και μονάχα ηδονή μέσα στην μεταξένια, στην απαλή. Την αλαβάστρινη αγκαλιά της, την αγκαλιά που μαζί με την απόλαυση της σάρκας σμίγει και του λεπτότατου ονείρου η φλόγα, που μαζί με τα φιλιά της σάρκας σμίγει και τα φιλιά της ψυχής…

Η ηλιοπλημμύρα η πλούσια, απέραντη χρυσίσει την μικρή ταράτσα. Τα μάρμαρά της αφήνουν φωτεινές σπιθίτσες, τα πουλάκια τριγυρίζουν στις στέγες γύρω, πέρα, πιο πέρα ακόμα, ως τον ορίζοντα κάτου. Μουρμουρίζει απάνω στο τραπεζάκι το σαμοβάρι αποκοιμιστικά κ’ εκείνος την κοιτά και την ακούει μαγεμμένος. Ο ήλιος αγκαλιάζει την Αθήνα ολάκερη, ο κόσμος στέλνει τη βοή του ανάμιχτη από κάτω από τους δρόμους ως εκεί απάνω. Ζέστη γλυκειά, ζέστη απαλή, ζέστη μυρωμένη από ανάλαφρο αεράκι, χρωματισμένη από το γαλανό του ουρανού και το ολόχρυσο του ήλιου πλημμυρίζει τη γη. Λάμπουν τα κεραμίδια γύρω των σπιτιών, η θάλασσα η απέραντη των στεγών της Αθήνας απλόνεται ηλιοπλημμυρισμένη σε ατελείωτα κύματα λευκαίνοντας από θαμπωτική λάμψη τα μάρμαρα των μπαλκονιών, των τοίχων. Θεόρατη σηκώνεται στον ουρανό κάτω εκεί η Μητρόπολη όλη λάμψη και μαγεία, τ’ Ανάκτορα τεράστια και περίβλεπτα απλώνουν τ-άχαρα και μονότονα ντουβάρια τους στο φως αυτό το αθάνατο, λαμποκοπούν τα μέγαρα όλα της οδού Κηφισσιάς σα μαγικά παλάτια. Και οι κήποι με τις ολίγες πρασινάδες του, τις καθαρές, τις βαθειά πράσινες, τις πλυμένες από τη βροχή πρασινάδες, με τα πανύψηλα κυπαρίσσια τους και τα φουντωτά πεύκα τους δίνουν τόνους φαιδρούς και μαγικούς στην απέραντη αυτή ασπράδα του ήλιου, ασπράδα παράξενα γαλανή κι’ ολόχρυση μαζί. Οι λόφοι γύρω με τα συντρίμματα του αρχαίου κόσμου παράξενες υψώνουν τις σιλλουέτες τους, κι ο κάμπος ο πράσινος, ο κάμπος ο σκούρος με το μεγάλο ελαιώνα του, κ’ η θάλασσα κάτου η καταγάλανη, κ’ οι ανακατεμμένοι σωροί των σπιτιών του Φαλήρου και του Πειραιώς, και τα βουνά γύρω, με τον Υμητό τον σκεπασμένον ανάλαφρα από τεράστιο χρυσογάλανο πέπλο, με τον Πάρνηθα μισοχιονισμένο, με την Πεντέλη καμαρωτή κι ολογέλαστη. - κι’όλος αυτός ο μαγικός κι αθάνατος ορίζοντας απ’ τις παραμικρές γραμμές του, ως το ολάκερο πανόραμμά του σκορπά στα μάτια της λεπτοκαμωμένης μιάν αρμονία ονειρευτή, μιά μέθη πρωτοφανέρωτη.

Μουρμουρίζει απάνω στο τραπεζάκι το σαμοβάρι αποκοιμιστικά, σκανδαλιάρικα. Κι όσο περνά η ώρα, κι όσο την περιχύνει με τη χαϊδευτική φλόγα του το πλημμύρισμα του ήλιου, που ψιθυρίζει στ’ αυτάκια της τρελλά λογάκια, του γαργαλάει ελαφρά, σαν πούπουλο το μεταξένιο δέρμα της, κι ανάβει τα μαγουλάκια της τα τριανταφυλλένια, και τρις ζωντανεύει το κορμάκι της το αριστοτεχνικό, και χρωματίζει πιό έντονα το μωβ φορεματάκι της, και γλυστρά από το ντεκολτέ της μέσα βαθειά στων στηθειών της τους μαρμαρένιους κόσμους, και αναδεύει με τη δύναμή του, θάλεγες, τα ξετρελλαίνοντα καστανά μαλλάκια της, και ζωγραφίζει με μεγάλου καλλιτέχνου τέχνη με αρμονία και με λεπτότη άλλους κόσμους επιθυμιάς και μέθης χαμηλά κάτω στην άκρη της φούστας της, στο μεταξένιο μεσοφοράκι της, που μόλις αφήνει να φαίνεται τόση δα από ολομέταξη ταντελλίτσα – κι όσο την περιχύνει ο ήλιος ο αθάνατος με τη χρυσοβολή του, γλυκειά, μεθυστική την πιάνει αποκαμομάρα του κορμιού, της ψυχής. Λάμπουν τα μάτια της τα ολόμαυρα, λάμπουν τα δοντάκια της τα φιλντισένια, λάμπουν τα χεράκια της τα κρινοπλασμένα, λάμπει το κορμί της το τέλειο, λάμπει το λουστρίνι των γοβιών της με το μαύρο μεταξωτό φιογκάκι του. Λάμπει η ψυχή της ολάκερη.

Καπνίζει αγάλ’ αγάλια σα χανούμισα, γαλανές τουλουπίτσες καπνού αφίνει το στοματάκι της, π’ ανοιγοκλείνει σα πρωταπριλιάτικο τριανταφυλλάκι. Ένα κρυφό, τρελλό γαργάλισμα την παραδέρνει όλη. Στην πτέρνα της τη ροδαλή του δεξιού ποδιού της νιώθει ένα γοργό, γοργότατο ανατρίχιασμα, που ανεβαίνει πιο γρήγωρο σ’ όλες τις φλέβες της, σ’ όλο το σώμα της, που παραδέρνει τη σπονδυλική της στήλη, που ανακατεύει μεθυστικά το κεφαλάκι της, που χτυπά δυνατά τα στήθη της τα μαρμαρένια. Τρέλλα γλυκειά την παρασύρει, τρέλλα λεπτή κι αρμονική, και θεία σαν τη τρελλή αυτή φλόγα του ήλιου του αθάνατου. Και μισοκλείνει με μαργιολιά τα μάτια τα ολόμαυρα.

Εκείνος λιγωμένος μένει αντίκρυ της περιμένοντας. Του νεύει τότε απαλά, χαριτωμένα. Και με το πρωτ’ αγκάλιασμά της απάνω εκεί στης πανύψηλης ταράτσα τον πάναγνο αέρα, αφίνει η μικρούλ’ αυτή, και λεπτοκαμωμένη γυναικούλα, το κομψοτεχνηματάκι αυτό το πουπουλένιο, αυτή η φρουφρουδένια κ’ η ολομεταξένια, μιάν αρμονία έρωτα και αγάπης έτσι θεία και τέλεια, σκορπίζει μιά ζωή ολόκληρη κι αυτή εδώ στη γη κάτω έτσι θαυμαστή και ηδονική σαν την αρμονία, σαν τη ζωή που αφίνει απ΄τα ζαφειρένια τ’ουρανού ο ήλιος αυτός εκεί απάνω…

Μποέμ