Κυριακή 25 Απριλίου 2021

Ο ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ – ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ (ΜΠΟΕΜ)

Διήγημα του Δημητρίου Χατζόπουλου απ' το βιβλίο του “Ντόπιες Ζωγραφιές” που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1896. Όπως έγραψε κι ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου*, διαβάζοντας το κείμενο με δυσκολία καταφέρνουμε να ξεχωρίσουμε το ύφος και τη γλώσσα απ΄αυτή του αδελφού του, Κώστα Χατζόπουλου. Το διήγημα αφιερώνεται “στον φίλον Σπύρον Τσαγγάρην”, που με τις γνωριμίες του τον είχε βοηθήσει να μπει νεαρότατος στο χώρο της δημοσιογραφίας. Ο Σπύρος Τσαγγάρης ίδρυσε το 1877 το “Κεντρικό Πρακτορείο Εφημερίδων”, συγκεντρώνοντας τους εφημεριδοπώλες της πρωτεύουσας. Μέσω αυτού του πρακτορείου, οι αθηναϊκές εφημερίδες διακινούνταν αποτελεσματικότερα σε όλη την ελληνική επικράτεια.** Η ιστορία διαδραματίζεται στη Μονή της Παναγίας της Προυσιώτισσας, η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο, το γεγονός που περιγράφεται κατά πάσα πιθανότητα είναι αληθινή ιστορία που άκουσε ο συγγραφέας στις νεανικές περιηγήσεις του στην Ευρυτανία. Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου.

* “Δημ. Χατζόπουλος-Μποεμ” Ζαχ. Παπαντωνίου, Νέα Εστία 15.10.1936

** Μάγερ, Κώστας, Ιστορία του ελληνικού Τύπου, Αθήνα: Α. Δημόπουλος, 1957, τόμ. 1-2. Βλέπε μεταπτυχιακή εργασία Αναστασίας Δήμητρας Ζολώτα στις πηγές.

Η Μονή Παναγίας Προυσού όπως ήταν πριν καεί από τους Γερμανούς το 1944. Φωτ. William J. Woodhouse

στον φίλον Σπύρον Τσαγγάρην

Ο ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ

Όντας βγήκαμε από τη βραδινή ακολουθία στη μεγάλη πέτρινη αυλή του μοναστηριού, είχε ξαστερώση. Οι καλόγεροι με τον ηγούμενό τους, έναν παχύ, ψηλόν, καλοθρεμμένον πανιερώτατον, ήρθαν κ' έκατσαν μαζί μου στα λιθαρένια πεζούλια, στο πλάι της μαρμαρένιας βρύσης, που έτρεχε ακούραστη στο πλάι μας. Ο λίγος ουρανός, απλόνουνταν καταγάλαζος, σπαρμένος από μικρουλάκια κοκκινόξανθα συγνεφάκια, απάνω στο κεφάλι μας, τριγύρω στους άγριους και κατάψηλους βράχους, που μας τριγύριζαν. Κι' η χινοπωριάτικη βραδιά, γλυκειά και δροσερή, ύστερα από τη βροχή του δειλινού, σκορπούσε στο άγριο εκείνο στένωμα των βράχων με τα σκίνα και τ' αγριοπουρνάρια, που στα πλευρά τους υψόνουνταν σαν τεράστιοι, χοντροκαμωμένοι πύργοι, τ' αμέτρητα κελιά του μοναστηριού, κ' η σκαμμένη κατάβαθα στη σπηλιά τους παλιά Μονή, με τη θαυματουργό εικόνα της, όλη τη θρησκευτική εκείνη γλύκα της μοναξιάς, της ησυχίας, της προσευχής και των ονείρων, που τον πιστόν τον φέρνει στενώτερα στην έννοια του Θεού, και τον άπιστο τον συγκεντρώνει περισσότερο στον εαυτό του. Απ' τη μικρούλα πόρτα της Μονής, το λιβάνι, που οι καλόγεροι σκόρπισαν άφθονο στους νοτερούς θόλους της σπηλιάς, ξατμίζουνταν στην αυλή, κι η μυρουδιά του, περίχυνε τ' άγριο εκείνο στένωμα από απαλότη και γαλήνη. Περαστικά πουλιά, που ταξείδευαν σ' άλλες χώρες, φεύγοντας την ψύχρα του χινόπωρου, περνούσαν κοπαδιαστά, του ψήλου, έσκιζαν τον αέρα μ' ένα γοργό, ξερό φτερούγισμα, όπως κάνη το μετάξι που σχίζεται, και χάνουνταν πίσω απ' τις κορφές άλλων βράχων, κι άλλων βουνών. Η κάνουλα της μαρμαρένιας βρύσης ξερνούσε ασταμάτηστη το βουνήσιο νεράκι της, δούλευαν ακούραστα τα κομπολόγια των καλογέρων τριγύρω μου, τσικ, τσικ, τσικ. Ένα παιδάκι με το δίσκο γεμάτο ποτηράκια και τη μπουκάλα με το βουνήσιο μουρόρακο, μας φίλευε αραδωτά. Οι καλόγεροι αποσταμένοι, άλλοι από την ορθοστασία της ακολουθίας, άλλοι από τον κάματο της ημέρας που έρχουνταν ολοένα απ' τα χωράφια τους, δίπλοναν τα ποτηράκια. Και με το δίπλωμα, η κουβέντα δούλευε. Ο ηγούμενος στο πλάι μου, μου ιστορούσε τα θαύματα της Εικόνας, της Παναγίας της Μονής, που απ' τον καιρό της εικονομαχίας, έφυγε από τη Προύσσα κι ήρθε και κρύφτηκε σ' αυτούς τούς βράχους. Γι αυτό και το χωριό αντίκρυ, βαφτίστηκε Προυσσός. Ακόμα φαίνεται από το δρόμο πούρθατε, μούλεγε, το Τ ύ π ω μ α, το βουνό, που έσκισε ψηλά η Χάρη της, όντας πέρασε για δω. Αράδιασε πολλά από τα θαύματά της, ο ηγούμενος, είπε και για τα νταραβέρια του μοναστηριού, μου μέτρησε τους καλογέρους του και καλός, χαμογελώντας, γλυκός και καλοΐσκιοτος μ' όλο το πάχος του, μου ζωγράφιζε με χάρη τη ζωή του μοναστηριού, της ερημιάς και του βουνού. Απάνω κάτου, έλεε, καλοπερνούμε, οι χριστιανοί απ' όλο τον κόσμο λατρεύουν τη Χάρη της, το μοναστήρι έχει μπόλικα μετόχια, εσοδεύει αρκετά, αλλά μας σακατεύουν τα έξοδα. Το μοναστήρι, να καταλάβης, εδώ είνε ένα είδος ξενώνας. Δε μας λείπουν τη βραδιά δέκα είκοσι διαβάτες. Απώ δω περνούν όλοι, εδώ τρων, εδώ κοιμούνται. Πού να βρεθή χάνι εδώ πέρα, και τι να πρωτοκάμη κανένα κουτσομάγαζο απάνω στο χωριό. Βλέπεις, πολίτης και στρατιώτης, εδώ ξεπέφτει. Αν δεν βρίσκουνταν κι αυτό το μοναστήρι αλλοίμονο στον κοσμάκη. Το χειμώνα παραδέ με τις βροχές, με τα χιόνια, με τον αποκλεισμό, έχουμε σωστό ξενοδοχείο στο μοναστήρι. Το χειμώνα δύσκολη η βουνήσια ζωή, χιόνι πάρα πολύ, το κρύο είνε ανυπόφορο, ο δρόμος άσωτος, όπου και κακοτοπιά αποκλειέται, μαρτυράει ο κοσμάκης.

Ένας καλόγερος κοντόχοντρος, κατακόκκινος, με κατάμαυρα γένεια, με χοντρά πλεχτά ράσα και μυτερό σκούφο, μ' ένα σωρό κλειδιά στο ζωνάρι του, μας ζύγωσε:

Ευλογείτε, πάτερ, τι καθόμαστε, δεν είν' ώρα για το τραπέζι;
Είμαι ντιπ ρέμμα!

Ακόμα, πάτερ Συμεών, είπε ο ηγούμενος, περιμένουμε απ' το
χωριό τον αστυνόμο.

Τον αστυνόμο!, αα, τι τρέχει;

Δεν τάμαθες!

Είμουνα κάτου στ' αμπελάκια σήμερα, τόρα γιαγιά ήρθα, χαμπάρι δεν έχω.

Είχαμε φασαρίες σήμερα το γιόμα. Μας έκλεψαν, πάτερ Συμεών.

Κι ο ηγούμενος χαμογέλασε.

Μας έκλεψαν, τι;, πώς;, πότε;. Μας έκλεψαν!…

Κι ο Συμεών, αγριεμμένος, ταραγμένος, απόμεινε μ' ανοιχτό στόμα, κάμνοντας το σταυρό του.

Μας έκλεψαν και δε μας έκλεψαν, πες… Ας είνε. Ας τ' ακούση και του λόγου του από δω, δεν πειράζει. Εκείνοι οι δυο χωριάτες απάνω απ' το Καψί, που πλάγιασαν εδώ χτες νύχτα, έκατσαν ίσα με το γιόμα. Ο ένας έκανε τον ανήμπορο. Το φέρνουν από δω, απ' εκεί, μπαίνουν στη Μονή, γδαίνουν τη Χάρη της, δεν άφηκαν από σκεύος κι ανάθημα, φορτόνουνται τις καπότες τους και ξεκλέβουνται, απάνω που γιοματίζαμε. Προσκυνούμε όμως τη Χάρη της, έκαμε το θάμμα της, κι απάνω που δρασκέλαγαν την οξόπορτα, πιάστηκε μιανού η καπότα απόνα πουρναράκι, του φεύγει το σακκούλι του, βροντούν τ' ασημικά, κυλάει το κατάχρυσο καντήλι της Χάρης της, απάνω που περνούσε κι ο Γιώργης, το παιδί, πούρχονταν να ποτίση τα μουλάρια. Βάνει τις φωνές, πετιώμαστε, τους πιάσαμε απάνου που τα μάζευαν.

Ύπαγε οπίσω μου, Αμελέτητε, ύπαγε οπίσω μου!… έκανε σαστισμένος ο Συμεών.

Τόρα τους έχουμε πλάι στο κελί μου, πάτερ Συμεών, κλειδωμένους. Εγώ είπα να τους απολύσουμε, να παν στην ευκή του Χριστού και της Παναγίας, κι' ας το βρουν απ' το Θεό μια μέρα, δεν μ' άφησαν όμως οι πατέρες, και στείλαμε για τον αστυνόμο στο χωριό.

Χίλια χρόνια τόρα σε τέτοια αμαρτία δεν έπεσε το μοναστήρι, έκανε ακόμα ο πάτηρ Συμεών, χίλια χρόνια. Ύπαγε οπίσω μου, ύπαγε οπίσω μου!… Να τους φάη η κίσσα η κακιά, να τους φάη!…

Ύστερα από λίγη ώρα έφτασε απ' το χωριό κι ο αστυνόμος. Ένας ψηλός ανθυπολοχαγός του πεζικού, με το χρυσό του κορδονάκι μαυρισμένο στο καπέλλο, την πρασινισμένη στολή του, τη σακαράκα του, το στριμμένο του μουστάκι, και την πολλή του περηφάνεια. Ο ηγούμενος, οι καλόγεροι όλοι, ζύγωσαν, τον χαιρέτησαν, και του είπαν την κλεψιά. Αγρίεψε, έστριψε το μουστάκι του, γούρλωσε τα μάτια του, ξερόβηξε, βρόντηξε τη σακαράκα του, και κατέβασε δυο τρία μουρόρακα τόνα κοντά στ' άλλο. Ζήτησε να του φέρουν μπροστά του αυτούς τους δύο ι ε ρ ό σ υ λ ο υ ς, θέλησε να στείλη για δύναμη στο χωριό, για να τους κλείση την αστυνομία, για να τους στείλη νύχτα στην εισαγγελία, αλλ' ο ηγούμενος τον μπόδισε.

Τόρα νύχτωσε, κυρ αστυνόμε. Κάθησε να φάμε απόψε, με τους πατέρες, πλαγιάζεις μάλιστα εδώ απόψε, κι αύριο μπονορούλια τους παίρνεις.

Έτσι κι έγινε. Ο ηγούμενος διέταξε να περιποιηθούν καλά τους ταξειδιώτας χωρικούς, που έρχουνταν μπλούκια μπλούκια να κονέψουν στο μοναστήρι, κάμνοντας το σταυρό τους, σαν περνούσαν την αυλόπορτα κι αντίκρυζαν τη Μονή, και μεις όλοι, ο κυρ αστυνόμος, ο ηγούμενος, κ' οι πατέρες ανεβήκαμε στην τραπεζαρία. Ντουβάρια άσπρα, γυμνά και αστόλιστα, ξύλινο καπνισμένο ταβάνι, μακριά τραπέζια και μακριά ξύλινα σκαμνιά — η καλογερική τραπεζαρία. Από μια χαμηλή πόρτα η μυρουδιά κι ο καπνός της κουζίνας, έρχουνταν μαζί με τους σερβιτόρους, δυο ασπροκόκκινα χωριατόπουλα.

Ο ηγούμενος ευλόγησε, και το δείπνον άρχισε. Όσο έρχουνταν κι έφευγαν τα χοντρά πήλινα πιάτα, τόσο καταλάβαινα, πόσο δίκιο είχε ο ηγούμενος να παραπονιέται για τα έξοδα της Μονής. Η ξεχειλισμένη υγεία και το πάχος των πατέρων, έδειχνε πως η μαγειρική εκείνης της νύχτας είταν συνηθισμένο πράμμα. Και το δείπνο εκείνο με την ξεχωριστή καλογερική μαγειρική, το κερασένιο σουτλό κρασί, που το μέραζαν μπουκάλες μπουκάλες, με τους παχιούς εκείνους ρασοφόρους, με τον πολυλογά αστυνόμο, μέσα στην παράξενη εκείνη τραπεζαρία, ανάμεσα στους άγριους εκείνους βράχους με την αγιασμένη σπηλιά της Μονής, με την ευτυχισμένη ερημιά και τη ζωή αντάμα ενός βουνήσιου ξενοδοχείου, μόδιναν μια παράξενη κι ασυνήθιστη εντύπωση εκείνη τη νύχτα. Οι μπουκάλες έρχουνταν γεμάτες κ' έφευγαν αδειανές, η κουβέντα δεν κόβουνταν, ο ηγούμενος χαμογελούσε ακουμπώντας στην έδρα του, και παίζοντας το κομπολόγι του, και η κοσμική ζωή, έρριχνε μέσα στην καλογερική εκείνη τραπεζαρία ένα πιστότατο αντίλαλο, που παραξενεύουνταν κανείς, πώς οι καλόγεροι ήξεραν τόσα πράμματα της ημέρας, όσα δε θα μάθαινε κανείς διαβάζοντας μια αθηναϊκή εφημερίδα. Αργά, νυσταγμένοι σηκωθήκαμε απ' το τραπέζι. Καθένας πήρε το κελί του. Ο ηγούμενος με πήγε ίσια με το κελί που θα περνούσα τη νύχτα μου, με ρώτησε αν ήθελα κι άλλες βελέντζες για σκέπασμα κ' έφυγε:

Καλή νύχτα, κι εγώ τόρα θα πλαγιάσω εδώ κοντά, πλάι-πλάι έχουμε τα κελιά μας απόψε. Καλό ξημέρωμά σας…

Έκλεισα τη σαρακοφαγωμένη πόρτα και ξαπλώθηκα στο ξύλινο κρεββάτι. Ένα αναμμένο αγιοκέρι απάνω στο τραπέζι, μόλις φώτιζε το μεγάλο κελί, σα στρατώνα. Ίσκιοι μισοσκοτεινοί απλόνουνταν ολόγυρα στα μαυριδερά ντουβάρια και στο ταβάνι, το αγιοκέρι έκαιε πάντα, στάζοντας απάνω στ' ανοιχτά κιτρινισμένα φύλλα ενός Μεγάλου Ωρωλογίου, που τα κόκκινα με τα μαύρα γράμματά του, φαίνουνταν σα να με κοίταζαν αλλόκοτα, ανάμεσα στη σιγαλιά του κελιού. Άνοιξα το παλιό παράθυρο κι ακούμπησα στα σάπια ξύλα του. Όμορφη φεγγαροστολισμένη νύχτα με χτύπησε κατάμματα. Το στένωμα των κατακόκκινων και ψηλών εκείνων βράχων ακτινοβολούσε ολάκερο. Κοίταξα προς τα κάτου κι ανατρίχιασα. Τα κελιά είταν χτισμένα σύρριζα σε κατάψηλο βράχο, που ξέφευγε ίσος σα μαχαίρι κάτω βαθειά στη λαγκαδιά, που μόλις τη φώτιζε το φεγγάρι. Αγνάντια μου ένα εκκλησιδάκι κατάκορφα στον αντικρυνό βράχο, άσπριζε φανταστικά, κι ο μετάλλινος σταυρός του ψηλά, άσπριζε φανταστικώτερα στο φως του φεγγαριού. Κι ανάμεσα στ' άγριο εκείνο στένωμα των βράχων και των σπηλιών σιγαλιά θανάτου κι ανυπαρξίας, κι ύπνου βαθύτατου.

Καμμιά πνοή, καμμιά ανάσα, καμμιά ζωή ολόγυρα, μονάχα ένας γρύλλος τρυπωμένος εκεί κοντά μου, έτριζε ακούραστα και μονότονα. Κι ενώ τον άκουα, συλλογιζόμουνα πόσες φορές στη ζωή μου, σε πόσες ευτυχισμένες και σε πόσες θλιμμένες νύχτες, ο ίδιος πάντα, χωρίς να βλέπω από πού έχυνε τριγύρω μου το ίδιο τ' απαράλλαχτο και μονότονο τραγούδι του, χωρίς να τον νοιάζη και να πολυσκοτίζεται με την ζωή που τον τριγυρίζει, με την φύση που την νανουρίζει απαλά, με την ευτυχία και με τη δυστυχία γύρω στη μικροσκοπική εξοχότη του. Περίεργο ως τόσο ζωύφιο ένας γρύλλος εκεί!

Μια στιγμή στο πλαγινό μου κελί, απ' τ' άλλο μέρος απ' το κελί του ηγούμενου, αγροίκησα κάποιο θόρυβο σιγαλής κουβέντας κι ανάλαφρα πατήματα. Μια μικρή ξύλινη πόρτα αντάμονε το κελί μου με τ' άλλο που άκουα το θόρυβο. Χωρίς να θέλω την σίμωσα και κοίταξα από μια χαραμάδα. Στην αρχή δεν καλόβλεπα τίποτε, μόλις χάραζε λίγο φως. Κοίταξα ακόμα. Έν' αγιόκερι κι εκεί σαν το δικό μου, απάνω σ' ένα τραπεζάκι, φώτιζε το κελί απαράλλαχτο σαν το δικό μου. Κατάχαμα στις σανίδες είταν ξαπλωμένοι δυο χωριάτες, κουρελλιοντυμένοι, ξερακιανοί κι αδύνατοι, χωρίς να κουνιώνται. Τους πρόσεξα καλά κι είδα πως είταν πιστάγκωνα δεμένοι. Δύο βήματα μπροστά τους γνώρισα τον ηγούμενο, πόστεκε ορθός, τυλιγμένος μ' ένα μαύρο σάλι, με το κομπολόγι στα χέρια, σοβαρός, αυστηρός, χωρίς το χαμόγελό του αυτή τη φορά. Τα χείλη του και τα πυκνά του γένεια αναδεύουνταν, κάτι έλεε. Δεν άκουα τίποτε, αλλ' η φωνή του σε λίγο έγινε δυνατώτερη.

Αυτό που κάματε, παιδιά μου, είνε μεγάλη αμαρτία…

Εκείνοι μουρμούριζαν κι οι δυο:

Φτώχεια μεγάλη, δέσποτά μου. Εμείς χαραμήδες δεν είμαστε. Να που μας έβαλε, βλέπεις, ο Τρισκατάρατος.. Η φτώχεια…..

Ο ηγούμενος τους απόκοψε αυστηρός:

Όποιος είνε φτωχός δε κλέβει. Και τη φτώχεια ο Θεός την έδωσε. Κατακολαστήκατε σήμερα, κι ο Θεός να σας συχωρέση…..

Κι απόμεινε σκεφτικός. Ύστερα τους ζύγωσε και τους έλυσε τους αγκώνας.

Ο Θεός να σας συχωρέση μ' ό,τι κάματε, πολυέλαιος και πολυεύσπλαχνος είνε. Τόρα πάρτε αυτό το πλαστάρι το ψωμί, που σας άφησα εκεί στο κρεββάτι, νάτε κι αυτά τα δυο τάλληρα, κι αγάλι' αγάλια χωρίς να βροντήσετε και σας καταλάβουν και τραβάτε.
Ν' αφήσετε μονάχα την πόρτα ανοιχτή, κι ότι έκαμα για σας να μη βγη από το στόμα σας. Άιστε κι ο θεός να σας συχωρέση……. Όμορφα να μη σας καταλάβουν………

Και τ' αγιοκέρι που μόλις έφεγγε στο μεγάλο σα στρατώνα κελί, φώτισε τους δυο χωρικούς, που άλαλοι και σαστισμένοι, φίλησαν αρπαχτικά το χέρι του ηγούμενου, έβγαλαν τα τσαρούχια τους, τα πήραν στα χέρια τους, και πατώντας στα νύχια, χάθηκαν σαν ίσκιοι από την πόρτα, ενώ ο ηγούμενος έσβυνε φυσώντας με τα χείλη του τ' αγιοκέρι.

Ο γρύλλος ως τόσο, τρυπωμένος εκεί κοντά στο παράθυρο, έχυνε μέσα στην έρημη νύχτα ακόμα το ίδιο ακούραστο και μονότονο τραγούδι του.


Πηγές

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%BF%CE%BD%CE%AE_%CE%A0%CF%81%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%BF%CF%8D

https://www.anexitilo.net/2017/09/19.html

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΔΗΜΗΤΡΑ ΖΟΛΩΤΑ
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (ΤΕΛΗ 19ου ΑΡΧΕΣ 20ού ΑΙΩΝΑ)
Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΩΝ
Μεταπτυχιακή εργασία - Θεσσαλονίκη 2009
http://ikee.lib.auth.gr/record/113808/files/fr.pdf







Κυριακή 18 Απριλίου 2021

Η ΚΟΥΛΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΑΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ – ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ - 1891

Ένα ακόμη από τα πρώτα διηγήματα του Δημ. (Μήτσου) Χατζόπουλου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εκλεκτά μυθιστορήματα» το 1891, όταν ο συγγραφέας ήταν μόλις 19 ετών. Σε αντίθεση με τα “Άχαρα λόγια” ο Χατζόπουλος εδώ χρησιμοποιεί μια ανάλαφρη καθαρεύουσα. Υπάρχουν ήδη όλα τα συστατικά που θα χρησιμοποιήσει χρόνια αργότερα στα οδοιπορικά χρονογραφήματα της περιόδου του “Πεζοπορου”: γλαφυρή περιγραφή του τοπίου, ιστορικές αναφορές, ενδιαφέρον για άγνωστες πτυχές, αναζήτηση αγνώστων λεπτομερειών.
Διατήρησα την ορθογραφία του αυθεντικού κειμένου, αλλάζονταςτο μόνο από πολυτονικό σε μονοτονικό
.

ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
Η ΚΟΥΛΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΑΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ

Ήτο ψυχρά, συννεφώδης η δευτέρα ημέρα των Χριστουγέννων, καθ΄ην ο καχεκτικός πορθμεύς του Ασπροποτάμου, μας διεπόρθμευσε με την περαταριάν του εκ της Αιτωλικής εις την αντίπεραν όχθην του χωρίου της Κατοχής. Η νυξ είχε προηγηθεί βροχερά, και το έδαφος ανέδιδε βαρείας αναθυμιάσεις, υπό την υγράν του επιφάνειαν. Εγγύς σχεδόν των χειλέων του αργυροδίνου Αχελώου είνε εμπεπηγμέναι αι πρώται καλύβαι του χωρίου, εκτισμένου ανωφερώς επί πετρώδους λόφου. Από μακράν ακόμη το βλέμμα προσπίπτει επί ερειπιωμένου τινός κτιρίου, δεσπόζοντος όλων των άλλων οικιών επί της κορυφής βράχου. Η ερυθρωπή και πένθιμος άποψις του μοι έφερεν εις τον νουν τους φανταστικούς εκείνους πύργους του μεσαίωνος, και η πυκνή ομίχλη της χειμερινής πρωϊας, ήτις εκάλυπτε δια του μυστηριώδους πέπλου της ολόκληρον το χωρίον, και τα μεγάλα βαθύχρωμα σύννεφα, άτινα κατήρχοντο πενθίμως επί των πέριξ λόφων, επέτειναν επί τα μείζω την πρώτην σκέψιν μου, και ο νους μου όλος, απορροφηθείς υπό της ιδέας ταύτης, αφηρπάσθη προς τας ζοφεράς εκείνας πτήσεις, ας εμπνέουσιν οι μυστηριώδεις χρόνοι των σταυροφοριών. Αλλ΄αι πρώται γοηραί υλακαί των μολοσσών του χωρίου, οίτινες έτρεξαν πρώτοι προς υπάντησίν μας, με ηνάγκασαν, μιμούμενος τον σύντροφόν μου, ν΄αφήσω τας σκέψεις μου ταύτας εις την τύχην των, και να λάβω κ΄εγώ προφυλακτικά μέτρα, αμύνης μέτρα, κατά της ουχί πολύ φιλοξένου υποδοχής των κυνών του χωρίου, αποσπών εγκαίρως σοβαρόν πάσσαλον εκ παρατυχούσης τινός εκεί αιμασιάς. Το χωρίον κατ΄εκείνην την ώραν ησχολείτο εις τας Χριστουγεννιάτικας ευωχίας του. Ηκούοντο συνεχώς οι οξείς, παρατεταμένοι γρυλλισμοί των σφαζομένων χοίρων, του ιδιαιτέρου αυτού θύματος κατά τας ημέρας εκείνας, καθ΄όλας τας διευθύνσεις. Πυκνοί δε καπνοί ανελίσσοντο εκ των στεγών των καλυβών χαρμοσύνως προς τον σκυθρωπόν ουρανόν. Τα δένδρα των κήπων και των αγρών, εξέτεινον γυμνούς, σκελετώδεις τους κλάδους των πέριξ. Μόνον πρώϊμοί τινές αμυγδαλιές, ήπλωνον δροσοστόλιστον την ολόλευκον στολήν των προς τους φαιδρούς πτερυγισμούς των μικρών σπίνων. Χωρικαί τινες πελιδναί, με καταπονημένην όψιν, γυμνόποδες, με τας στάμνας επί της κεφαλής κατερχόμεναι προς άρδευσιν ύδατος εκ του ποταμού, μας έδοσαν τας πρώτας πληροφορίας περί του οικήματος, εν ώ εμέλλομεν να διέλθωμεν την νύκτα.

Η κούλια της κυρά Βασιλικής όπως είναι σήμερα, φωτογραφία από http://katochinews.blogspot.com/2014/06/blog-post_3332.html

Μετ΄ου πολύ εκαθήμεθα ροφώντας τον απαραίτητον καφέ, επί των ξυλίνων σκαμνίων καφενείου τινός εις την πλατείαν του χωρίου, εκτεινομένην επί της υψηλοτέρας κορυφής του λόφου. Η μικρά πλατεία κατά την στιγμήν εκείνην παρουσίαζε θελκτικήν εορτάσιμον όψιν, πράγμα πολύ σπάνιον εις τα χωρία, ένθα ο συνεχής και μονότονος εργατικός βίος, σπανίως επιτρέπει να εμφανισθή η ποιητική όψις των πανηγύρεων. Ζωηροί όμιλοι καθαροντυμένων φουστανελλοφόρων διεσταυρούντο εν τοις πέριξ μαγαζείοις, πίνοντες για το καλό της ΄μέρας. Παρεκεί δε παρά τον περίβολον του Αγίου Δημητρίου, εις το ευρύ άπλωμα του ισοστρώτου χοροστασίου, οι λεβέντες κ΄αι λυγεραί του χωρίου ερρύθμιζον τας χαριέσσας κινήσεις του δημοτικού χορού των, υπό τας οξείας απηχήσεις των ζουρνάδων, και τον βαρύν δούπον του νταουλίου. Και εκυμάτιζον ολόγυρα εις τον αέρα αι πράσιναι, αι ερυθραί, αι πολύχρωμοι ποδιές των λυγερών, και αι χιονώδεις φουστανέλλαι των λεβέντων, και τα μελανά μανδήλια των μητέρων, και των γραϊδίων, παρακολουθούντων ακινήτων, σοβαρών, μ΄ένα αόρατον μειδίαμα επί των χειλέων, με το εταστικόν βλέμμα εις τους οφθαλμούς, τους συχνούς ελιγμούς και τας συχνοτέρας κύψεις εις τα τεχνικά τσακίσματα των χορευτών, και ανακινούντων κατόπιν μεταξύ των, με το σοβαρόν ύφος της ιδίας πείρας, τας επ΄αυτών διαφόρους κρίσεις και γνώμας των... Αλλά την αρκετά διασκεδαστικήν ταύτην σκηνήν διέλυσε μετ΄ολίγον ορμητική βροχή.

Κατά την εσπέραν, ότε ο ουρανός ανέδειξεν επί τινας στιγμάς την γαλανήν στολήν του, και ότε ο ήλιος, κλίνων προς την δύσιν του, προς τα βουνά της αναδυομένης κάτω εις το βάθος του ορίζοντος Ιθάκης, εχρύσωνε δια της ασθενούς, ατόνου λάμψεως του, τας υγράς στέγας των καλυβών και των οικημάτων του χωρίου, επήραμεν την δυτικήν κατωφέρειαν του χωρίου, και δια μικράς κλίσεως ανήλθομεν την κορυφήν κυρτής τινος ράχεως χάριν περιπάτου. Καθ'όλον το βραχύ διάστημα της ημέρας έπληττον φοβερά. Είχα εκδράμη έως εκεί, ακολουθήσας τον σύντροφόν μου, με την ελπίδα να ξεσκάσω ολίγον, αλλ΄απροσδοκήτως η βροχερά ημέρα διέψευσε τας προσδοκίας μου. Αφού εχασμήθην αρκετά επί των σάκκων παντοπωλείου τινός, εν΄ώ είχον συναθροισθή πολλοί χωρικοί συζητούντες και κουτσοπίνοντες, αφού περιήλθον τας αγυιάς του χωρίου, ασυνειδήτως ακολουθών τους συντρόφους μου, και σκονδάπτων ανά παν βήμα επί των εξεχόντων κοπτερών λίθων, αφού ήκουσα αρκετά “καλώς ωρίσατε” εκ των φιλοξένων χωρικών, αφού εσυστήθην τέλος και εις τον ιατρόν του χωρίου, όστις εξήρχετο την ώραν εκείνην με πλήρη κυνηγεσίου ενδυμασίαν, με το δίκανον υπό μάλης, και με δύο φοβερά ματοϋάλια ανά μέσω δύο μακρών παραγναθίδων, πηγαίνων ούτω, να κτυπήση μπεκάτσες ΄ς το καρτέρι, ησθάνθην τέλος μεγάλην ανακούφισιν ευρεθείς αίφνης επί του υψώματος εκείνου, περιλουσμένου όλου υπό της ροδοχρόου λάμψεως της δύσεως. Αι μακραί ολόγυρα λοφοσυραί, και αι ανά μέσω αυτών σχηματιζόμεναι ευρείαι λεκάναι πεδιάδων, είχον τι το μαγευτικόν κατ΄εκείνην την στιγμήν. Ενώ αι εντός διαφανών συννέφων υποκρυπτόμεναι κορυφαί των Αραποκεφάλων ορέων, αναφαινομένων όπισθεν της μακράς σειράς των Αιτωλικών ορέων, και του Αρακύθνου, και των καταφύτων σειρών του Κατσά, και παραπέρα η αγριωπή Βαράσοβα έκλειον την σκηνήν του πανοράματος δια της ευρείας εισβολής της λιμνοθαλάσσης του Μεσολογγίου. Όπισθεν δε ο ποιητικός Τρίκαρδος, αι οδοντωταί προεξοχαί των γραχωδών νήσων των Οξειών, και αι γαλαναί αποχρώσεις του γυμνού και φαλακρού Κάπρου της Κεφαλληνίας εξέτεινον ευρύ κύκλον περιζωννύοντα τερπνώς τον ορίζοντα. Παρά τα λιμνάζοντα ύδατα μικράς κοιλάδος, λευκόμορφον ποίμνιον εποτίζετο, διαχύνον εις τον αέρα ολόχαρα βελάσματα, εις ά ανταπεκρίνοντο τα ερωτικά μυκήματα βοσκούσης εκεί που αγελάδος. Ησθάνθην την ανάγκην να ομολογήσω καθ΄εαυτόν, ότι κατά την εποχήν της ανοίξεως, η ζωή εις την ευχάριστον εκείνην ερημίαν θα έρρεε θελκτική, ωραία, γοργή, ως ο ευρύς ρούς του Αχελώου, κατερχομένου κάτω προς τας εκβολάς του, ως τεράστιος αργυρούς όφις.

Εκαθήσαμεν παρά την βάσιν κρημνισμένης παλαιάς εκκλησίας, ή μάλλον μοναστηρίου τινός επί των χρόνων της επαναστάσεως, του οποίου οι ημίκρημνοι τοίχοι περιεβάλλοντο υπό του πενθίμου μανδύου του άλλοτε, του οποίου η θλιβερά ενατένισις και η θλιβερωτέρα ανάμνησις πιέζει τόσον πικρώς την καρδίαν μας. Εκεί πλησίον επί της κορυφής του λόφου, υψούτο μικρός όγκος χώματος, πλήρης πετρών. Ήτο το μνήμα ατυχούς τινός νέου, ευρόντος σκληρόν θάνατον εις τας αργυράς δίνας του ποταμού, προ πολλών ετών. Δεν ηξεύρω, διατί εις την θέαν του λησμονημένου εκείνου μνήματος, και εις το εγκαταλελειμμένος εκείνο οικοδόμημα, ησθάνθην προς στιγμήν την καρδίαν μου καταθλιβομένην εις τα στήθη μου, ενώ ο νους μου ανελογίζετο ακουσίως εαυτού τους στίχους του ποιητή των Ερειπίων:

Εκεί που ήταν άλλοτε μαρμάρινο παλάτι
ή πύργος σιδερόφρακτος, ή εκκλησιά αγιασμένη,
διάβηκε ο Χάρος κ΄έρριψε το βάσκανό του μάτι
και τόρα άλλο δεν μένει
παρά νεκρά χαλάσματα, οι γκρεμισμένοι τοίχοι.

Μες ΄ς τη καρδιά μου που η χαρά την είχε σαν παλάτι
και λειτουργούσε ο έρωτας σαν σ΄εκκλησι΄αγιασμένη,
διάβηκε η λύπη κι΄έρριξε το βάσκανό της μάτι
και τόρα άλλο δεν μένει
παρά νεκρά χαλάσματα, οι θλιβεροί μου στίχοι.

Α! ποιηταί! Εκ της ερειπιωμένης καρδίας σας απομένει τουλάχιστον κάτι, απομένουσιν οι ωραίοι, οι θλιβεροί σας στίχοι, ενώ εκ της σβεσθείσης εκείνης νεότητος, εκεί, εντός του ερήμου εκείνου μνήματος, άνευ ενός σταυρού, ενός κηρίου, τι απέμεινεν;...
Οι σύντροφοί μου, ευτυχέστεροι ίσως εμού, μακράν του ν΄απαγγέλλωσι στίχους – έστω και καθ΄εαυτούς - ηλεκτρίσθησαν ίσως εκ των λαρυγγισμών των
ζουρνάδων, ηχούντων εισέτι εις το χωρίον, κ΄ήρχισαν ευθύμως άδοντες ένα Ξερομερίτικο τραγούδι, οτ΄εξαπίνης, ο έτερος εξ αυτών, ανυψώσας την χείρα προς το υπερέχον ερυθρωπόν οικοδόμημα ανά μέσω του χωρίου, όπερ την πρωϊαν τοσούτον μου εκίνησε την περιέργειαν με την φανταστικήν άποψίν του, ερυθρότρον τόρα υπό τας ακτίνας του δύοντος ηλίου, ανεφώνησεν αφελώς:

- Να! κ΄η Κούλια της κυράς Βασιλικής!...

Η Κούλια της κυράς Βασιλικής! Δεν ήλπιζα ν΄ακούσω την ποιητικήν ταύτην απήχησιν, ην εγκλείει το όνομα της διασήμου του σατράπου των Ιωαννίνων συζύγου, κατ'εκείνην την στιγμήν. Είχα ακούση, είχα διαβάση κάπου, άλλοτε, ότι η κυρά Βασιλική απέθανε εις τα πέριξ του Αιτωλικού, αλλά δεν είχον καμμίαν σαφή ιδέαν περί των τελευταίων ετών του ατυχούς τέρματος της ισχυράς ταύτης γυναικός παρά τη τίγριδι των Ιωαννίνων, και διά τούτο επλησίασα σιμότερα τον σύντροφόν μου, όστις, καθ΄ό κάτοικος του χωρίου, θα εγνώριζέ τινας λεπτομερείας περί αυτής, υποκεντήσας την ομιλίαν επ΄αυτού του θέματος. Αλλ΄ατυχώς δεν έμαθα ουδέν έτερον αξιοσημείωτον περί αυτής, ειμή ότι εν τω ημικρήμνω εκείνω οικοδομήμαματι, εν ώ απεχώρησε μετά την αιχμαλωσία της εις Κωνσταντινούπολιν και την εις Προύσαν εξορίαν της, κατεμέτρησε το ζην εν πότοις, αφού επάντρευσε μετά τινος παρθένου του χωρίου, τον ένα αδελφόν της, τον Βέην Ζίμον, του οποίου ο τάφος υπάρχει ακόμη εν τω παρακειμένω της Κούλιας ναώ του αγίου Δημητρίου, κ΄έκλαψε τον άλλον, τον ανδρείον οπλαρχηγόν της Πλεσσοβίτσας, γενόμενον έξαφνα άφαντον. Όταν επανήλθομεν εις το χωρίον, ο ήλιος είχε πέση πλέον, και τα σύννεφα επεσωρεύοντο εξωγκωμένα, καταδιώκοντα το εν το άλλο εις τον αιθέρα. Το σκότος επήρχετο ταχύ, κ΄αι πρώται χονδραί ψεκάδες της επικειμένης να εκραγή θυέλλης εμάστιζον τον πίλον μου. Άφησα τον σύντροφόν μου να παρακαθήση παρά την φιλόξενον εστίαν, της οποίας διατηρώ ακόμη την γλυκείαν ανάμνησιν, κ΄επλησίασα προς την Κούλιαν. Το οικοδόμημα είχε κτισθεί άλλοτε, προ τετρακοσίων περίπου ετών υπό των τότε κατακτητών των μερών εκείνων Βενετών, εχρησίμευσε δε αργότερα ως τουρκικός στρατών, μεθ΄ό μετερρυθμίσθη κατά τουρκικόν ρυθμόν εις απλούν οίκημα, υπό της τελευταίας οικήτορός του. Σώζεται ακόμη ολόγυρα ο ευρύς οχυρός περίβολός του, εκτισμένος καθέτως επί του βράχου, με τας πυκνάς τουφεκίθρας του, εν τω μέσω δε αυτού υψούται αρκετά υψηλός οικίσκος, με ημιπεπταμένην στέγην, αλγεινώς προς τον ουρανόν, και με κενά, πενθίμως ατενίζοντα τον διαβάτην παράθυρα. Ο χρόνος, όστις εξετόξευσεν εναντίον του όλα τα βέλη της βασκανείας του, δεν υστέρησεν ίσως να τον ψαύση και δια των φλογών του πυρός· διότι εις την ασθενή λάμψιν της εκπνεούσης ημέρας παρετήρησα τους εσωτερικώς δι΄ασβέστου κεχρισμένους τοίχους του, φέροντας εισέτι τα ίχνη διελθούσης ποτέ φλογός και καπνού εκείθεν. Κ΄ενώ τον έβλεπα εν μέσω του θάμβους της ώρας εκείνης, έρημον, ηκρωτηριασμένος, απομεμονωμένον επί του υψηλού εκείνου βράχου, προσφιλές καταφύγιον των κρωζόντων πενθίμως επί των ρηγμάτων των νυκτεροβίων γλαυκών, με τα κρημνισμένα παράθυρά του, τους οικτρώς ηνεωγμένους αυτούς οφθαλμούς του προς τον πλαταγούντα ποταμόν, ήλθα να πιστεύσω, ότι απομένει εκεί, ως σκελετός λησμονηθείσης υπάρξεως εν τη σωρεία των χρόνων, στένων και οδυρόμενος θλιβερώς την τύχην της παλαιάς φίλης του και την τύχην της ιδίας εγκαταλείψεως, τύχην οδυνηράν, πιστώς παρομοιαζομένην προς τον παραρρέοντα του ποταμού ρουν, τον μάρτυρα αυτόν των σκληρών αναμνήσεων του, φεύγοντα, κυλιόμενον, ως απατηλόν όνειρον, πέραν προς τον κάμπον, και την ευρείαν θάλασσαν...

Εν Μεσολογγίω.


Πηγές

http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/eklekta_myth
Η Πλειάς αποτελεί σήμερα την βασική Ψηφιακή Συλλογή ιστορικών Ελληνικών περιοδικών της Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του Πανεπιστημίου Πατρών (ΒΚΠ)

http://katochinews.blogspot.com/2014/06/blog-post_3332.html



Κυριακή 4 Απριλίου 2021

ΑΓΡΙΝΙΟ: ΤΟ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ

Πολλοί διάβασαν τη χτεσινή μου ανάρτηση που μίλαγε για τον παππού μου που το 1950 έπαιρνε το αεροπλάνο για να πάει από το Αγρίνιο στην Αθήνα και πίστεψαν ότι έγραψα υπερβολές. Κι όμως το αεροδρόμιο υπήρξε και λειτούργησε για δεκαετίες. Βρίσκεται στην περιοχή Δοκίμι, δεν προσγειώνονται επιβατικά αεροπλάνα από το 1977 και σύμφωνα με την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας η λειτουργία του είναι υπό αναστολή. Χρησιμοποιείται πλέον αποκλειστικά από την Αερολέσχη Αγρινίου, που έχει την έδρα της εκεί από το 1980. Από το 2008 λειτουργεί το Εκπαιδευτικό Κέντρο ΥΠΑΜ της Αερολέσχης. Στην ιστοσελίδα της Αερολέσχης Αγρινίου αναφέρεται ότι από Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021 ο διάδρομος αποπροσγειώσεως δεν είναι διαθέσιμος λόγω εργασιών επισκευής του.

Σαν πολιτικό αεροδρόμιο άρχισε να λειτουργεί το 1931  με πτήσεις της Ελληνικής Εταιρίας Εναερίων Συγκοινωνιών (Ε.Ε.Ε.Σ.). Τα δρομολόγια σταμάτησαν το 1941 με τον πόλεμο. Από το 1946 ξανάρχισαν να εκτελούν δρομολόγια οι Ελληνικαί Αεροπορικαί Συγκοινωνίαι και κατόπιν οι  Ολυμπιακές Αερογραμμές   από και προς Αθήνα και Ιωάννινα, χρησιμοποιώντας τα πρώτα χρόνια το Αγρίνιο σαν ενδιάμεσο σταθμό.  Το Αεροδρόμιο σταμάτησε να δέχεται επιβατικά δρομολόγια το 1977 και έκτοτε έπεσε στη λήθη και την αφάνεια.

 


https://goo.gl/maps/tTZGjXQ5QonqzUZr5

 

Πηγές

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82_%CE%91%CE%B5%CF%81%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CF%82_%CE%91%CE%B3%CF%81%CE%B9%CE%BD%CE%AF%CE%BF%CF%85

http://www.ypa.gr/our-airports/kratikos-aerolimenas-agrinioy-kaag-leitoyrgia-aerolimena-ypo-anastolh

https://www.mybites.gr/post/to-lismonimeno-aerodromio-toy-agrinioy-poy-stamatise-na-leitoyrgei-to-1977

https://westmylove.gr/index.php/component/k2/item/1147-aerodromio-agriniou-1932-i-kyria-me-tin-omprela-gia-ton-ilio-kai-stin-pista-o-astynomos-kavala-sto-alogo

https://www.agrinionews.gr/1921-proti-diethnis-ptisi-meso-agrinioy/

http://agriniomemories.gr/articles.php?cid=52&id=276

https://www.alag.gr/index.php/component/k2/item/304-mi-diathesimos-gia-apoprosgeioseis-o-diadromos-tis-aerolesxis-agriniou-logo-ergasion-episkevis-tou

 

Σάββατο 3 Απριλίου 2021

Γεώργιος Ιωάννη Χατζόπουλος 1874 - 1953

Ο Γιώργος (Γεώργιος) Χατζόπουλος γεννήθηκε και έζησε στο Αγρίνο. Σε αντίθεση με τα πιό γνωστά του αδέλφια Κώστα, Μήτσο και Ζαχαρία Χατζόπουλου δεν ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Παρόλο που δεν είχε τη φήμη και την αίγλη των αδελφών του, στο Αγρίνιο ήταν μιά προσωπικότητα. Σπούδασε, έβγαλε το γυμνάσιο και άρχισε να ασχολείται με την καπνοκαλλιέργεια. Τα νεανικά του χρόνια τα πέρασε ανέμελα, με ταξίδια, φλερτ και ζωή χωρίς πολλές έγνοιες, μιά και τη διαχείριση των οικονομικών την είχε ο πατέρας του Ιωάννης. Αργότερα σοβαρεύτηκε, παντρεύτηκε αρκετά μεγάλος για τα δεδομένα της εποχής, από έρωτα και ενάντια στη θέληση των δικών του με μιά πολύ πιό νέα κοπέλα, τη Σοφία Γραβάλου. Η ζωή του σημαδεύτηκε και άλλαξε όταν το 1928 αυτοκτόνησε σε ηλικία 16 ετών ο πρωτότοκος γιός του Γιάννης.

Ο Γεώργιος Χατζόπουλος σε μιά φωτογραφία τραβηγμένη γύρω στο 1920

Όπως όλοι σχεδόν οι Χατζοπουλαίοι ήταν λίγο περίεργος, ιδιόρρυθμος τύπος. Σε αντίθεση με την υπόλοιπη οικογένεια ήταν ενεργά φιλοβασιλικός, στα κρίσιμα χρόνια του εθνικού διχασμού, από το 1916 έως το 1920, διατέλεσε επίστρατος. Μπόρεσε να εκμεταλλευτεί αυτή του την επιλογή πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο γιός του Πάνος καταδικάστηκε και καταδιώχτηκε από τα εμφυλιοπολεμικά δικαστήρια, οπότε οι γνωριμίες στον υψηλά ιστάμενο φιλοβασιλικό χώρο φάνηκαν ιδιαίτερα χρήσιμες. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του – παρόλο που στην πραγματικότητα δεν ήταν ποτέ φανατικός – αυτές του οι πεποιθήσεις μετεξελίχθηκαν σε ένα εντελώς προσωπικό -και αρνητικό - τρόπο αντιμετώπισης της εξουσίας και των οργάνων της.
Χαρακτηριστική είναι η καθημερινή διαμάχη του στα χρόνια του εμφυλίου με ένα χωροφύλακα που επιτηρούσε την τάξη γυροφέρνοντας στην πλατεία Χατζοπούλου. Ο μπάρμπα Γιώργος, όπως τον έλεγαν πλέον όλοι, χωρίς να λέει τίποτε καθόταν σε ένα μπαλκόνι που έβλεπε στο δρόμο στον πρώτο όροφο του σπιτιού του και ρέμβαζε καπνίζοντας. Κάθε φορά που περνούσε από κάτω ο χωροφύλακας, αυτός τίναζε επιδεικτικά το τσιγάρο του ώστε οι στάχτες να πέφτουν στο πρόσωπο του χωροφλά. Η ιστορία πήρε διαστάσεις αλλά ο Χατζόπουλος το χαβά του. Μία, δυό, τρεις, κάποτε αντί για στάχτη έπεσε όλη η κάφτρα του τσιγάρου πάνω στο καπέλο του οργάνου της τάξεως που περπατούσε καμαρωτός από κάτω. Ο Χατζόπουλος δεν είπε τίποτε, το καπέλο άρχισε να παίρνει φωτιά χωρίς ο ενδιαφερόμενος να το παίρνει είδηση, τον είδαν κάτι περαστικοί, φώναξαν, του΄βγαλαν το καπέλο και τελικά δεν κάηκε το κεφάλι του. Η ιστορία περιέργως δεν είχε συνέχεια.
Μιά άλλη του παραξενιά -που έγινε μανία- ήταν η απόλυτη του δυσπιστία στους γιατρούς του Αγρινίου. Με το πέρασμα του χρόνου άρχισε να έχει διάφορα προβλήματα, ιδιαίτερα με τα πόδια του, όποτε άρχισε να χρησιμοποιεί μπαστούνι, κάτι το πολύ κοινό εκείνα τα χρόνια. Στην αρχή πήγαινε στην Πάτρα, σε αναζήτηση του γιατρού που θα τον καταλάβαινε και θα έδινε τη σωστή προσοχή στις αρρώστιες που τον τυραννούσαν. Άρχισε να κάνει εξετάσεις αίματος, κοπράνων και ούρων σε μηνιαία βάση, χωρίς να το έχει ζητήσει γιατρός. Αλλά και οι γιατροί της Πάτρας δεν τον ικανοποιούσαν, οπότε άρχισε να πηγαίνει στην Αθήνα, με το αεροπλάνο. Μάλιστα! στο Αγρίνιο τότε υπήρχε αεροδρόμιο και ταχτική σύνδεση με Αθήνα και Γιάννενα. Κάποια μέρα επέστρεψε στο σπίτι βρωμισμένος, με τα ρούχα στραπατσαρισμένα, ακατάστατος, φουρκισμένος, τάχε με κάποιον, τον έβριζε, αλλά δεν ήθελε να πει τι του είχε συμβεί. Όταν τελικά ηρέμησε, διηγήθηκε ότι εκείνη τη μέρα είχε κλείσει θέση για να πάει αεροπορικά στην Αθήνα, και είχε πάρει μαζί του μιά γυάλινη φιάλη με ούρα και ένα κουτάκι με κόπρανα για να τα πάει σε μικροβιολογικό εργαστήριο για εξετάσεις. Στο αεροδρόμιο ένας χαμάλης πέρασε με ορμή μπροστά του και τον έκανε να πέσει, η φιάλη και το κουτάκι έσπασαν, το περιεχόμενο τους χύθηκε έξω και ο μπάρμπα Γιώργος πέρα που λερώθηκε έγινε και ρεζίλι μπροστά σε τόσο κόσμο.
Η δυσπιστία του αυτή προς τους άλλους με το πέρασμα των χρόνων μεγάλωσε, άρχισε να πιστεύει ότι η αιτία που δεν αισθανόταν καλά στις δυνάμεις του ήταν το ότι το γάλα και το κρασί που έπινε ήταν νερωμένο, και τα φαγητά που έκανε η γυναίκα του δεν ήταν περιεκτικά.
Η συντοπίτισσα Ελένη Σπανοπούλου Τσιούπρου που πολύ ευχαριστώ, μου ανέφερε το ακόλουθο ανέκδοτο που μεταφέρω: κάποια περίοδο η γυναίκα του μπάρμπα Γιώργη πήγε στην Αθήνα και έλειψε για ένα διάστημα. Η μητέρα της Ελένης, Ντίνα Σπανοπούλου κατοικούσε στο ισόγειο της οικίας Χατζοπούλου, οπότε ο μπάρμπα Γιώργος απευθυνόταν σ΄αυτήν για να παραπονεθεί ότι δεν αισθανόταν τις δυνάμεις του, ότι ήταν άρρωστος και δεν τον παίρναν στα σοβαρά κλπ.
- Αυτό ήταν και δεν μου το΄λεγες τόσο καιρό! του απάντησε η κ. Ντίνα. - Τώρα θα σου δώσω το θαυματουργό χάπι που είναι πανάκεια, κάνει πέρα όλα τα κακά!...
Και με νερό και αλεύρι έπλασε κάτι σαν χαπάκια, τ΄αφησε να στεγνώσουν και έδωσε μερικά στον κατά φαντασίαν ασθενή. Ο μπάρμπα Γιώργος τα πήρε για μερικές μέρες, κατόπιν έσπευσε να ευχαριστήσει την ευσπλαχνική γειτόνισσα:
- Να σ΄έχει ο Θεός καλά, Ντίνα μου, μ΄ έσωσες, ξανάνοιωσα, έγινα άλλος άνθρωπος, σε ευχαριστώ από βάθους καρδίας...

Αυτός ήταν ο μπάρμα Γιώργος, ο παππούς μου, που δεν πρόλαβα να γνωρίσω γιατί πέθανε ένα χρόνο πριν γεννηθώ.