Ένα
ακόμη από τα πρώτα διηγήματα του Δημ.
(Μήτσου) Χατζόπουλου που δημοσιεύτηκε
στο περιοδικό «Εκλεκτά μυθιστορήματα»
το 1891, όταν ο συγγραφέας ήταν μόλις 19
ετών. Σε αντίθεση με τα “Άχαρα λόγια”
ο Χατζόπουλος εδώ χρησιμοποιεί μια
ανάλαφρη καθαρεύουσα. Υπάρχουν ήδη όλα
τα συστατικά που θα χρησιμοποιήσει
χρόνια αργότερα στα οδοιπορικά
χρονογραφήματα της περιόδου του
“Πεζοπορου”: γλαφυρή περιγραφή του
τοπίου, ιστορικές αναφορές, ενδιαφέρον
για άγνωστες πτυχές, αναζήτηση αγνώστων
λεπτομερειών.
Διατήρησα την ορθογραφία
του αυθεντικού κειμένου, αλλάζονταςτο
μόνο από πολυτονικό σε μονοτονικό.
ΜΗΤΣΟΥ
ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
Η ΚΟΥΛΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΑΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ
Ήτο ψυχρά, συννεφώδης η δευτέρα ημέρα των Χριστουγέννων, καθ΄ην ο καχεκτικός πορθμεύς του Ασπροποτάμου, μας διεπόρθμευσε με την περαταριάν του εκ της Αιτωλικής εις την αντίπεραν όχθην του χωρίου της Κατοχής. Η νυξ είχε προηγηθεί βροχερά, και το έδαφος ανέδιδε βαρείας αναθυμιάσεις, υπό την υγράν του επιφάνειαν. Εγγύς σχεδόν των χειλέων του αργυροδίνου Αχελώου είνε εμπεπηγμέναι αι πρώται καλύβαι του χωρίου, εκτισμένου ανωφερώς επί πετρώδους λόφου. Από μακράν ακόμη το βλέμμα προσπίπτει επί ερειπιωμένου τινός κτιρίου, δεσπόζοντος όλων των άλλων οικιών επί της κορυφής βράχου. Η ερυθρωπή και πένθιμος άποψις του μοι έφερεν εις τον νουν τους φανταστικούς εκείνους πύργους του μεσαίωνος, και η πυκνή ομίχλη της χειμερινής πρωϊας, ήτις εκάλυπτε δια του μυστηριώδους πέπλου της ολόκληρον το χωρίον, και τα μεγάλα βαθύχρωμα σύννεφα, άτινα κατήρχοντο πενθίμως επί των πέριξ λόφων, επέτειναν επί τα μείζω την πρώτην σκέψιν μου, και ο νους μου όλος, απορροφηθείς υπό της ιδέας ταύτης, αφηρπάσθη προς τας ζοφεράς εκείνας πτήσεις, ας εμπνέουσιν οι μυστηριώδεις χρόνοι των σταυροφοριών. Αλλ΄αι πρώται γοηραί υλακαί των μολοσσών του χωρίου, οίτινες έτρεξαν πρώτοι προς υπάντησίν μας, με ηνάγκασαν, μιμούμενος τον σύντροφόν μου, ν΄αφήσω τας σκέψεις μου ταύτας εις την τύχην των, και να λάβω κ΄εγώ προφυλακτικά μέτρα, αμύνης μέτρα, κατά της ουχί πολύ φιλοξένου υποδοχής των κυνών του χωρίου, αποσπών εγκαίρως σοβαρόν πάσσαλον εκ παρατυχούσης τινός εκεί αιμασιάς. Το χωρίον κατ΄εκείνην την ώραν ησχολείτο εις τας Χριστουγεννιάτικας ευωχίας του. Ηκούοντο συνεχώς οι οξείς, παρατεταμένοι γρυλλισμοί των σφαζομένων χοίρων, του ιδιαιτέρου αυτού θύματος κατά τας ημέρας εκείνας, καθ΄όλας τας διευθύνσεις. Πυκνοί δε καπνοί ανελίσσοντο εκ των στεγών των καλυβών χαρμοσύνως προς τον σκυθρωπόν ουρανόν. Τα δένδρα των κήπων και των αγρών, εξέτεινον γυμνούς, σκελετώδεις τους κλάδους των πέριξ. Μόνον πρώϊμοί τινές αμυγδαλιές, ήπλωνον δροσοστόλιστον την ολόλευκον στολήν των προς τους φαιδρούς πτερυγισμούς των μικρών σπίνων. Χωρικαί τινες πελιδναί, με καταπονημένην όψιν, γυμνόποδες, με τας στάμνας επί της κεφαλής κατερχόμεναι προς άρδευσιν ύδατος εκ του ποταμού, μας έδοσαν τας πρώτας πληροφορίας περί του οικήματος, εν ώ εμέλλομεν να διέλθωμεν την νύκτα.
Η κούλια της κυρά Βασιλικής όπως είναι σήμερα, φωτογραφία από http://katochinews.blogspot.com/2014/06/blog-post_3332.html
Μετ΄ου πολύ εκαθήμεθα ροφώντας τον απαραίτητον καφέ, επί των ξυλίνων σκαμνίων καφενείου τινός εις την πλατείαν του χωρίου, εκτεινομένην επί της υψηλοτέρας κορυφής του λόφου. Η μικρά πλατεία κατά την στιγμήν εκείνην παρουσίαζε θελκτικήν εορτάσιμον όψιν, πράγμα πολύ σπάνιον εις τα χωρία, ένθα ο συνεχής και μονότονος εργατικός βίος, σπανίως επιτρέπει να εμφανισθή η ποιητική όψις των πανηγύρεων. Ζωηροί όμιλοι καθαροντυμένων φουστανελλοφόρων διεσταυρούντο εν τοις πέριξ μαγαζείοις, πίνοντες για το καλό της ΄μέρας. Παρεκεί δε παρά τον περίβολον του Αγίου Δημητρίου, εις το ευρύ άπλωμα του ισοστρώτου χοροστασίου, οι λεβέντες κ΄αι λυγεραί του χωρίου ερρύθμιζον τας χαριέσσας κινήσεις του δημοτικού χορού των, υπό τας οξείας απηχήσεις των ζουρνάδων, και τον βαρύν δούπον του νταουλίου. Και εκυμάτιζον ολόγυρα εις τον αέρα αι πράσιναι, αι ερυθραί, αι πολύχρωμοι ποδιές των λυγερών, και αι χιονώδεις φουστανέλλαι των λεβέντων, και τα μελανά μανδήλια των μητέρων, και των γραϊδίων, παρακολουθούντων ακινήτων, σοβαρών, μ΄ένα αόρατον μειδίαμα επί των χειλέων, με το εταστικόν βλέμμα εις τους οφθαλμούς, τους συχνούς ελιγμούς και τας συχνοτέρας κύψεις εις τα τεχνικά τσακίσματα των χορευτών, και ανακινούντων κατόπιν μεταξύ των, με το σοβαρόν ύφος της ιδίας πείρας, τας επ΄αυτών διαφόρους κρίσεις και γνώμας των... Αλλά την αρκετά διασκεδαστικήν ταύτην σκηνήν διέλυσε μετ΄ολίγον ορμητική βροχή.
Κατά την εσπέραν, ότε ο ουρανός ανέδειξεν επί τινας στιγμάς την γαλανήν στολήν του, και ότε ο ήλιος, κλίνων προς την δύσιν του, προς τα βουνά της αναδυομένης κάτω εις το βάθος του ορίζοντος Ιθάκης, εχρύσωνε δια της ασθενούς, ατόνου λάμψεως του, τας υγράς στέγας των καλυβών και των οικημάτων του χωρίου, επήραμεν την δυτικήν κατωφέρειαν του χωρίου, και δια μικράς κλίσεως ανήλθομεν την κορυφήν κυρτής τινος ράχεως χάριν περιπάτου. Καθ'όλον το βραχύ διάστημα της ημέρας έπληττον φοβερά. Είχα εκδράμη έως εκεί, ακολουθήσας τον σύντροφόν μου, με την ελπίδα να ξεσκάσω ολίγον, αλλ΄απροσδοκήτως η βροχερά ημέρα διέψευσε τας προσδοκίας μου. Αφού εχασμήθην αρκετά επί των σάκκων παντοπωλείου τινός, εν΄ώ είχον συναθροισθή πολλοί χωρικοί συζητούντες και κουτσοπίνοντες, αφού περιήλθον τας αγυιάς του χωρίου, ασυνειδήτως ακολουθών τους συντρόφους μου, και σκονδάπτων ανά παν βήμα επί των εξεχόντων κοπτερών λίθων, αφού ήκουσα αρκετά “καλώς ωρίσατε” εκ των φιλοξένων χωρικών, αφού εσυστήθην τέλος και εις τον ιατρόν του χωρίου, όστις εξήρχετο την ώραν εκείνην με πλήρη κυνηγεσίου ενδυμασίαν, με το δίκανον υπό μάλης, και με δύο φοβερά ματοϋάλια ανά μέσω δύο μακρών παραγναθίδων, πηγαίνων ούτω, να κτυπήση μπεκάτσες ΄ς το καρτέρι, ησθάνθην τέλος μεγάλην ανακούφισιν ευρεθείς αίφνης επί του υψώματος εκείνου, περιλουσμένου όλου υπό της ροδοχρόου λάμψεως της δύσεως. Αι μακραί ολόγυρα λοφοσυραί, και αι ανά μέσω αυτών σχηματιζόμεναι ευρείαι λεκάναι πεδιάδων, είχον τι το μαγευτικόν κατ΄εκείνην την στιγμήν. Ενώ αι εντός διαφανών συννέφων υποκρυπτόμεναι κορυφαί των Αραποκεφάλων ορέων, αναφαινομένων όπισθεν της μακράς σειράς των Αιτωλικών ορέων, και του Αρακύθνου, και των καταφύτων σειρών του Κατσά, και παραπέρα η αγριωπή Βαράσοβα έκλειον την σκηνήν του πανοράματος δια της ευρείας εισβολής της λιμνοθαλάσσης του Μεσολογγίου. Όπισθεν δε ο ποιητικός Τρίκαρδος, αι οδοντωταί προεξοχαί των γραχωδών νήσων των Οξειών, και αι γαλαναί αποχρώσεις του γυμνού και φαλακρού Κάπρου της Κεφαλληνίας εξέτεινον ευρύ κύκλον περιζωννύοντα τερπνώς τον ορίζοντα. Παρά τα λιμνάζοντα ύδατα μικράς κοιλάδος, λευκόμορφον ποίμνιον εποτίζετο, διαχύνον εις τον αέρα ολόχαρα βελάσματα, εις ά ανταπεκρίνοντο τα ερωτικά μυκήματα βοσκούσης εκεί που αγελάδος. Ησθάνθην την ανάγκην να ομολογήσω καθ΄εαυτόν, ότι κατά την εποχήν της ανοίξεως, η ζωή εις την ευχάριστον εκείνην ερημίαν θα έρρεε θελκτική, ωραία, γοργή, ως ο ευρύς ρούς του Αχελώου, κατερχομένου κάτω προς τας εκβολάς του, ως τεράστιος αργυρούς όφις.
Εκαθήσαμεν παρά την βάσιν κρημνισμένης παλαιάς εκκλησίας, ή μάλλον μοναστηρίου τινός επί των χρόνων της επαναστάσεως, του οποίου οι ημίκρημνοι τοίχοι περιεβάλλοντο υπό του πενθίμου μανδύου του άλλοτε, του οποίου η θλιβερά ενατένισις και η θλιβερωτέρα ανάμνησις πιέζει τόσον πικρώς την καρδίαν μας. Εκεί πλησίον επί της κορυφής του λόφου, υψούτο μικρός όγκος χώματος, πλήρης πετρών. Ήτο το μνήμα ατυχούς τινός νέου, ευρόντος σκληρόν θάνατον εις τας αργυράς δίνας του ποταμού, προ πολλών ετών. Δεν ηξεύρω, διατί εις την θέαν του λησμονημένου εκείνου μνήματος, και εις το εγκαταλελειμμένος εκείνο οικοδόμημα, ησθάνθην προς στιγμήν την καρδίαν μου καταθλιβομένην εις τα στήθη μου, ενώ ο νους μου ανελογίζετο ακουσίως εαυτού τους στίχους του ποιητή των Ερειπίων:
Εκεί
που ήταν άλλοτε μαρμάρινο παλάτι
ή
πύργος σιδερόφρακτος, ή εκκλησιά
αγιασμένη,
διάβηκε ο Χάρος κ΄έρριψε
το βάσκανό του μάτι
και τόρα άλλο δεν
μένει
παρά νεκρά χαλάσματα, οι
γκρεμισμένοι τοίχοι.
Μες
΄ς τη καρδιά μου που η χαρά την είχε σαν
παλάτι
και λειτουργούσε ο έρωτας σαν
σ΄εκκλησι΄αγιασμένη,
διάβηκε η λύπη
κι΄έρριξε το βάσκανό της μάτι
και τόρα
άλλο δεν μένει
παρά νεκρά χαλάσματα,
οι θλιβεροί μου στίχοι.
Α!
ποιηταί! Εκ της ερειπιωμένης καρδίας
σας απομένει τουλάχιστον κάτι, απομένουσιν
οι ωραίοι, οι θλιβεροί σας στίχοι, ενώ
εκ της σβεσθείσης εκείνης νεότητος,
εκεί, εντός του ερήμου εκείνου μνήματος,
άνευ ενός σταυρού, ενός κηρίου, τι
απέμεινεν;...
Οι σύντροφοί μου,
ευτυχέστεροι ίσως εμού, μακράν του
ν΄απαγγέλλωσι στίχους – έστω και
καθ΄εαυτούς - ηλεκτρίσθησαν ίσως εκ
των λαρυγγισμών των ζουρνάδων,
ηχούντων εισέτι εις το χωρίον, κ΄ήρχισαν
ευθύμως άδοντες ένα Ξερομερίτικο
τραγούδι, οτ΄εξαπίνης, ο έτερος εξ αυτών,
ανυψώσας την χείρα προς το υπερέχον
ερυθρωπόν οικοδόμημα ανά μέσω του
χωρίου, όπερ την πρωϊαν τοσούτον μου
εκίνησε την περιέργειαν με την φανταστικήν
άποψίν του, ερυθρότρον τόρα υπό τας
ακτίνας του δύοντος ηλίου, ανεφώνησεν
αφελώς:
- Να! κ΄η Κούλια της κυράς Βασιλικής!...
Η Κούλια της κυράς Βασιλικής! Δεν ήλπιζα ν΄ακούσω την ποιητικήν ταύτην απήχησιν, ην εγκλείει το όνομα της διασήμου του σατράπου των Ιωαννίνων συζύγου, κατ'εκείνην την στιγμήν. Είχα ακούση, είχα διαβάση κάπου, άλλοτε, ότι η κυρά Βασιλική απέθανε εις τα πέριξ του Αιτωλικού, αλλά δεν είχον καμμίαν σαφή ιδέαν περί των τελευταίων ετών του ατυχούς τέρματος της ισχυράς ταύτης γυναικός παρά τη τίγριδι των Ιωαννίνων, και διά τούτο επλησίασα σιμότερα τον σύντροφόν μου, όστις, καθ΄ό κάτοικος του χωρίου, θα εγνώριζέ τινας λεπτομερείας περί αυτής, υποκεντήσας την ομιλίαν επ΄αυτού του θέματος. Αλλ΄ατυχώς δεν έμαθα ουδέν έτερον αξιοσημείωτον περί αυτής, ειμή ότι εν τω ημικρήμνω εκείνω οικοδομήμαματι, εν ώ απεχώρησε μετά την αιχμαλωσία της εις Κωνσταντινούπολιν και την εις Προύσαν εξορίαν της, κατεμέτρησε το ζην εν πότοις, αφού επάντρευσε μετά τινος παρθένου του χωρίου, τον ένα αδελφόν της, τον Βέην Ζίμον, του οποίου ο τάφος υπάρχει ακόμη εν τω παρακειμένω της Κούλιας ναώ του αγίου Δημητρίου, κ΄έκλαψε τον άλλον, τον ανδρείον οπλαρχηγόν της Πλεσσοβίτσας, γενόμενον έξαφνα άφαντον. Όταν επανήλθομεν εις το χωρίον, ο ήλιος είχε πέση πλέον, και τα σύννεφα επεσωρεύοντο εξωγκωμένα, καταδιώκοντα το εν το άλλο εις τον αιθέρα. Το σκότος επήρχετο ταχύ, κ΄αι πρώται χονδραί ψεκάδες της επικειμένης να εκραγή θυέλλης εμάστιζον τον πίλον μου. Άφησα τον σύντροφόν μου να παρακαθήση παρά την φιλόξενον εστίαν, της οποίας διατηρώ ακόμη την γλυκείαν ανάμνησιν, κ΄επλησίασα προς την Κούλιαν. Το οικοδόμημα είχε κτισθεί άλλοτε, προ τετρακοσίων περίπου ετών υπό των τότε κατακτητών των μερών εκείνων Βενετών, εχρησίμευσε δε αργότερα ως τουρκικός στρατών, μεθ΄ό μετερρυθμίσθη κατά τουρκικόν ρυθμόν εις απλούν οίκημα, υπό της τελευταίας οικήτορός του. Σώζεται ακόμη ολόγυρα ο ευρύς οχυρός περίβολός του, εκτισμένος καθέτως επί του βράχου, με τας πυκνάς τουφεκίθρας του, εν τω μέσω δε αυτού υψούται αρκετά υψηλός οικίσκος, με ημιπεπταμένην στέγην, αλγεινώς προς τον ουρανόν, και με κενά, πενθίμως ατενίζοντα τον διαβάτην παράθυρα. Ο χρόνος, όστις εξετόξευσεν εναντίον του όλα τα βέλη της βασκανείας του, δεν υστέρησεν ίσως να τον ψαύση και δια των φλογών του πυρός· διότι εις την ασθενή λάμψιν της εκπνεούσης ημέρας παρετήρησα τους εσωτερικώς δι΄ασβέστου κεχρισμένους τοίχους του, φέροντας εισέτι τα ίχνη διελθούσης ποτέ φλογός και καπνού εκείθεν. Κ΄ενώ τον έβλεπα εν μέσω του θάμβους της ώρας εκείνης, έρημον, ηκρωτηριασμένος, απομεμονωμένον επί του υψηλού εκείνου βράχου, προσφιλές καταφύγιον των κρωζόντων πενθίμως επί των ρηγμάτων των νυκτεροβίων γλαυκών, με τα κρημνισμένα παράθυρά του, τους οικτρώς ηνεωγμένους αυτούς οφθαλμούς του προς τον πλαταγούντα ποταμόν, ήλθα να πιστεύσω, ότι απομένει εκεί, ως σκελετός λησμονηθείσης υπάρξεως εν τη σωρεία των χρόνων, στένων και οδυρόμενος θλιβερώς την τύχην της παλαιάς φίλης του και την τύχην της ιδίας εγκαταλείψεως, τύχην οδυνηράν, πιστώς παρομοιαζομένην προς τον παραρρέοντα του ποταμού ρουν, τον μάρτυρα αυτόν των σκληρών αναμνήσεων του, φεύγοντα, κυλιόμενον, ως απατηλόν όνειρον, πέραν προς τον κάμπον, και την ευρείαν θάλασσαν...
Εν Μεσολογγίω.
Πηγές
http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/eklekta_myth
Η
Πλειάς αποτελεί σήμερα την βασική
Ψηφιακή Συλλογή ιστορικών Ελληνικών
περιοδικών της Βιβλιοθήκης και Κέντρου
Πληροφόρησης του Πανεπιστημίου Πατρών
(ΒΚΠ)
http://katochinews.blogspot.com/2014/06/blog-post_3332.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου