Σάββατο 3 Απριλίου 2021

Γεώργιος Ιωάννη Χατζόπουλος 1874 - 1953

Ο Γιώργος (Γεώργιος) Χατζόπουλος γεννήθηκε και έζησε στο Αγρίνο. Σε αντίθεση με τα πιό γνωστά του αδέλφια Κώστα, Μήτσο και Ζαχαρία Χατζόπουλου δεν ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Παρόλο που δεν είχε τη φήμη και την αίγλη των αδελφών του, στο Αγρίνιο ήταν μιά προσωπικότητα. Σπούδασε, έβγαλε το γυμνάσιο και άρχισε να ασχολείται με την καπνοκαλλιέργεια. Τα νεανικά του χρόνια τα πέρασε ανέμελα, με ταξίδια, φλερτ και ζωή χωρίς πολλές έγνοιες, μιά και τη διαχείριση των οικονομικών την είχε ο πατέρας του Ιωάννης. Αργότερα σοβαρεύτηκε, παντρεύτηκε αρκετά μεγάλος για τα δεδομένα της εποχής, από έρωτα και ενάντια στη θέληση των δικών του με μιά πολύ πιό νέα κοπέλα, τη Σοφία Γραβάλου. Η ζωή του σημαδεύτηκε και άλλαξε όταν το 1928 αυτοκτόνησε σε ηλικία 16 ετών ο πρωτότοκος γιός του Γιάννης.

Ο Γεώργιος Χατζόπουλος σε μιά φωτογραφία τραβηγμένη γύρω στο 1920

Όπως όλοι σχεδόν οι Χατζοπουλαίοι ήταν λίγο περίεργος, ιδιόρρυθμος τύπος. Σε αντίθεση με την υπόλοιπη οικογένεια ήταν ενεργά φιλοβασιλικός, στα κρίσιμα χρόνια του εθνικού διχασμού, από το 1916 έως το 1920, διατέλεσε επίστρατος. Μπόρεσε να εκμεταλλευτεί αυτή του την επιλογή πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο γιός του Πάνος καταδικάστηκε και καταδιώχτηκε από τα εμφυλιοπολεμικά δικαστήρια, οπότε οι γνωριμίες στον υψηλά ιστάμενο φιλοβασιλικό χώρο φάνηκαν ιδιαίτερα χρήσιμες. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του – παρόλο που στην πραγματικότητα δεν ήταν ποτέ φανατικός – αυτές του οι πεποιθήσεις μετεξελίχθηκαν σε ένα εντελώς προσωπικό -και αρνητικό - τρόπο αντιμετώπισης της εξουσίας και των οργάνων της.
Χαρακτηριστική είναι η καθημερινή διαμάχη του στα χρόνια του εμφυλίου με ένα χωροφύλακα που επιτηρούσε την τάξη γυροφέρνοντας στην πλατεία Χατζοπούλου. Ο μπάρμπα Γιώργος, όπως τον έλεγαν πλέον όλοι, χωρίς να λέει τίποτε καθόταν σε ένα μπαλκόνι που έβλεπε στο δρόμο στον πρώτο όροφο του σπιτιού του και ρέμβαζε καπνίζοντας. Κάθε φορά που περνούσε από κάτω ο χωροφύλακας, αυτός τίναζε επιδεικτικά το τσιγάρο του ώστε οι στάχτες να πέφτουν στο πρόσωπο του χωροφλά. Η ιστορία πήρε διαστάσεις αλλά ο Χατζόπουλος το χαβά του. Μία, δυό, τρεις, κάποτε αντί για στάχτη έπεσε όλη η κάφτρα του τσιγάρου πάνω στο καπέλο του οργάνου της τάξεως που περπατούσε καμαρωτός από κάτω. Ο Χατζόπουλος δεν είπε τίποτε, το καπέλο άρχισε να παίρνει φωτιά χωρίς ο ενδιαφερόμενος να το παίρνει είδηση, τον είδαν κάτι περαστικοί, φώναξαν, του΄βγαλαν το καπέλο και τελικά δεν κάηκε το κεφάλι του. Η ιστορία περιέργως δεν είχε συνέχεια.
Μιά άλλη του παραξενιά -που έγινε μανία- ήταν η απόλυτη του δυσπιστία στους γιατρούς του Αγρινίου. Με το πέρασμα του χρόνου άρχισε να έχει διάφορα προβλήματα, ιδιαίτερα με τα πόδια του, όποτε άρχισε να χρησιμοποιεί μπαστούνι, κάτι το πολύ κοινό εκείνα τα χρόνια. Στην αρχή πήγαινε στην Πάτρα, σε αναζήτηση του γιατρού που θα τον καταλάβαινε και θα έδινε τη σωστή προσοχή στις αρρώστιες που τον τυραννούσαν. Άρχισε να κάνει εξετάσεις αίματος, κοπράνων και ούρων σε μηνιαία βάση, χωρίς να το έχει ζητήσει γιατρός. Αλλά και οι γιατροί της Πάτρας δεν τον ικανοποιούσαν, οπότε άρχισε να πηγαίνει στην Αθήνα, με το αεροπλάνο. Μάλιστα! στο Αγρίνιο τότε υπήρχε αεροδρόμιο και ταχτική σύνδεση με Αθήνα και Γιάννενα. Κάποια μέρα επέστρεψε στο σπίτι βρωμισμένος, με τα ρούχα στραπατσαρισμένα, ακατάστατος, φουρκισμένος, τάχε με κάποιον, τον έβριζε, αλλά δεν ήθελε να πει τι του είχε συμβεί. Όταν τελικά ηρέμησε, διηγήθηκε ότι εκείνη τη μέρα είχε κλείσει θέση για να πάει αεροπορικά στην Αθήνα, και είχε πάρει μαζί του μιά γυάλινη φιάλη με ούρα και ένα κουτάκι με κόπρανα για να τα πάει σε μικροβιολογικό εργαστήριο για εξετάσεις. Στο αεροδρόμιο ένας χαμάλης πέρασε με ορμή μπροστά του και τον έκανε να πέσει, η φιάλη και το κουτάκι έσπασαν, το περιεχόμενο τους χύθηκε έξω και ο μπάρμπα Γιώργος πέρα που λερώθηκε έγινε και ρεζίλι μπροστά σε τόσο κόσμο.
Η δυσπιστία του αυτή προς τους άλλους με το πέρασμα των χρόνων μεγάλωσε, άρχισε να πιστεύει ότι η αιτία που δεν αισθανόταν καλά στις δυνάμεις του ήταν το ότι το γάλα και το κρασί που έπινε ήταν νερωμένο, και τα φαγητά που έκανε η γυναίκα του δεν ήταν περιεκτικά.
Η συντοπίτισσα Ελένη Σπανοπούλου Τσιούπρου που πολύ ευχαριστώ, μου ανέφερε το ακόλουθο ανέκδοτο που μεταφέρω: κάποια περίοδο η γυναίκα του μπάρμπα Γιώργη πήγε στην Αθήνα και έλειψε για ένα διάστημα. Η μητέρα της Ελένης, Ντίνα Σπανοπούλου κατοικούσε στο ισόγειο της οικίας Χατζοπούλου, οπότε ο μπάρμπα Γιώργος απευθυνόταν σ΄αυτήν για να παραπονεθεί ότι δεν αισθανόταν τις δυνάμεις του, ότι ήταν άρρωστος και δεν τον παίρναν στα σοβαρά κλπ.
- Αυτό ήταν και δεν μου το΄λεγες τόσο καιρό! του απάντησε η κ. Ντίνα. - Τώρα θα σου δώσω το θαυματουργό χάπι που είναι πανάκεια, κάνει πέρα όλα τα κακά!...
Και με νερό και αλεύρι έπλασε κάτι σαν χαπάκια, τ΄αφησε να στεγνώσουν και έδωσε μερικά στον κατά φαντασίαν ασθενή. Ο μπάρμπα Γιώργος τα πήρε για μερικές μέρες, κατόπιν έσπευσε να ευχαριστήσει την ευσπλαχνική γειτόνισσα:
- Να σ΄έχει ο Θεός καλά, Ντίνα μου, μ΄ έσωσες, ξανάνοιωσα, έγινα άλλος άνθρωπος, σε ευχαριστώ από βάθους καρδίας...

Αυτός ήταν ο μπάρμα Γιώργος, ο παππούς μου, που δεν πρόλαβα να γνωρίσω γιατί πέθανε ένα χρόνο πριν γεννηθώ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου