Αθήνα 16-4-2021
Αγαπητέ μου Γιάννη,
κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας με την αδελφή μου Τσούπρου Σπανοπούλου που κατοικεί στην Χαλκίδα και την επιθυμία σου να πληροφορηθείς ιστορίες και γεγονότα συνδεδεμένα με την οικογένειά σου, αποφάσισα να σου παραθέσω τα παιδικά μου βιώματα που σχετίζονται με τη ζωή μου στο Αγρίνιο και γενικά με την οικογένεια των παππούδων σου.
Ονομάζομαι Ιουλία Παπαδοπούλου το γένος Σπανοπούλου, γεννήθηκα το 1941 και έμεινα στην πλατεία Χατζοπούλου, συγκατοικούσα στο ίδιο σπίτι πάνω-κάτω με τους παππούδες σου Γιώργο και Σοφία, τον πατέρα σου και τις αδελφές του Φανή, Ελένη, Ειρήνη, Φιφή και Μάρθα.
Εγώ και τα τέσσερα αδέρφια μου, δύο κορίτσια και τρία αγόρια, γεννηθήκαμε σε αυτό το σπίτι και ζήσαμε τα περισσότερα χρόνια της ζωής μας μία ζωή γεμάτη ανεμελιά, χαρά, παιχνίδι και άρρηκτα συνδεδεμένα με την οικογένειά του πατέρα σου. Ας ταξιδέψουμε λοιπόν στο παρελθόν και ας βρεθούμε στην πλατεία Χατζοπούλου, στο μεγάλο Αρχοντικό, στο αξέχαστο σπίτι μας, αφού στο ισόγειο έμενε η δική μου οικογένεια και στον πάνω όροφο οι παππούδες σου.
Ας ανοίξουμε λοιπόν την μεγάλη ξύλινη πόρτα που το βράδυ έκλεινε από μέσα με μία βαριά σιδερένια μπάρα, δεν νομίζω όμως να έκλεισε ποτέ καθότι οι πόρτες εκείνης της εποχής έμειναν όλο ανοιχτές μέρα-νύχτα.
Αχ Θεέ μου! ανοίγει η μεγάλη πόρτα και βρισκόμαστε σε μία -όχι μεγάλη- αλλά μιά τεράστια πλακόστρωτη αυλή, στην άκρη παρτέρια με νυχτολούλουδα και σκορπισμένες μέσα σε αυτή τρεις αποθήκες-πλυσταριά. Ένα από αυτά, το πιο καλοδιατηρημένο, υπήρξε η παιδική μας θεατρική σκηνή, το μικρό μας θέατρο. Καλλιτεχνικός διευθυντής, παραγωγός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, σκηνογράφος, ενδυματολόγος, ποιος άλλος; εγώ. Όλες οι αρμοδιότητες και εξουσίες στα χέρια μου: ηθοποιοί όλες οι μικρές μας φίλες που τα σπίτια τους ήταν γύρω γύρω από την πλατεία και είχαν επιφορτιστεί να φέρουν ότι καλό υπήρχε στα συρτάρια των σπιτιών τους, μεταξωτά υφάσματα, σεντόνια, κουρτίνες για την κατασκευή φορεσιών, εγώ στην κυριολεξία είχα αδειάσει τα συρτάρια της μητέρας μου.
Η Λίτσα Σπανοπούλου με τη "στολή της Αμαλίας" που επιδιόρθωσαν για την παρέλαση ο πατέρας μου και η Μάνθα Χατζοπούλου. Φωτογραφία Ξυθάλη του 1952 (υπολογισμοί δικοί μου). |
Φαντάζεσαι
λοιπόν τι γινόταν όλη την ημέρα στην
αυλή, πρόβες, φασαρία, τσακωμοί έως ότου
έρθει η πολυπόθητη ημέρα της πρεμιέρας
όλη η γειτονιά στο πόδι, που στο τέλος
η γιαγιά σου δεν αντέχει άλλο έβγαζε το
κεφάλι της στο παράθυρο της κουζίνας
και φώναζε: “Λίτσα α α α ... πάλι μάζεψες
όλη τη γειτονιά στην αυλή!”
Θεατρόφιλο
κοινό ήταν οι υπόλοιποι μικροί μας φίλοι
που δεν είχαν την τύχη να λάβουν μέρος
στην παράσταση και ήταν υποχρεωμένοι
να πληρώσουν εισιτήριο, ίσως είχα κάποια
έφεση στα καλλιτεχνικά, είχα το ίδιογονίδιο
του πατέρα μου ο οποίος ήταν θεατρόφιλος
και φανατικός λάτρης της κλασικής
μουσικής με αγαπημένο του μουσικό τον
Βέρντι. Ηθοποιός
έγινε η κόρη μου, αναγνωρισμένη στην
Ελλάδα.
Το
πλυσταριό αυτό διαμορφωνόταν ανάλογα
των περιστάσεων, πότε γινόταν
χοροδιδασκαλείο και πότε διδασκόταν
παραδοσιακοί χοροί: μπάλος, συρτός και
λοιπά, πότε εκκλησιαστικός χώρος αφού
γινόταν τελετές βαπτίσεων, αρραβώνων
και γάμων με πρωταγωνιστές τα μικρά μας
αδέλφια και τις μικρές μας φίλες με
κουφέτα και γλυκά που αγόγγυστα ετοίμαζε
η μητέρα μου.
Μόλις
τελείωνε η δική μου θεατρική σεζόν
ανέβαιναν τα σκηνικά του καραγκιόζη με
παραγωγούς τα μικρά μας αδέλφια και
σκηνικά και κατασκευή φιγούρων
αποκλειστικά δική τους. Το κοινό, πάντα
οι μικροί μας φίλοι: “οι παροικούντες
την Ιερουσαλήμ” - πλατεία Χατζοπούλου.
Μέσα
σε αυτή την αυλή υπήρχε ξύλινη σκάλα
που οδηγούσε στο σπίτι του πατέρα
σου/Αρχικά υπήρχε μία μεγάλη σκεπαστή
λότζα βεράντα με γλάστρες και ένα μεγάλο
καναπέ που καθόταν ο παππούς σου και με
είχε επιφορτίσει να το διαβάζω καθημερινά
τον “Τσακιτζή” αληθινό ήρωα της Μικράς
Ασίας που δημοσιευόταν σε σειρές στην
εφημερίδα. Το σπίτι αυτό ήταν και δικό
μας σπίτι αφού όλη την ημέρα ήμασταν
πάνω-κάτω το δε μεσημέρι που όλοι κοιμόταν
εμείς βρίσκαμε καταφύγιο στο μικρό
καμαράκι. Εκεί μέσα ήταν ο κρυμμένος
θησαυρός: μέσα από παλιά σεντούκια
βγάζαμε άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες,
την αλληλογραφία του ποιητή με άλλους
λογοτέχνες, πολύτιμα αντικείμενα, λαϊκές
ενδυμασίες καθώς και η “στολή της
Αμαλίας” που την φόρεσα και εγώ μετά
από ολονύχτια εργασία του πατέρα σου
και της Μάρθας για να επιδιορθώσουν το
φέσι που είχε χαλάσει για να το φορέσω
εγώ την άλλη μέρα στην παρέλαση καθότι
ήμουν παραστάτης. Τη στολή αυτή την
φόρεσε και η Σέντα Χατζοπούλου, σήμερα
βρίσκεται στο Εθνολογικό Μουσείο Αθηνών.
Γενικά όμως το Αγρίνιο είχε αρκετά υψηλό μορφωτικό και πνευματικό επίπεδο καθότι λειτουργούσαν δημόσιες υπηρεσίες, τράπεζες, μορφωτικοί σύλλογοι, φιλαρμονική στην οποία ήταν μέλος και ο αδερφός μου με ειδικότητα στο όργανο όμποε, σχολεία, γυμνάσιο αρρένων και θηλέων, εμπορική σχολή, ευεργετήματα των μεγάλων βιομηχανιών καπνού Παπαστράτου, γόνων Αγρινίου εξ΄ου και οδός Παπαστράτου, Παπαστράτεια εκπαιδευτήρια κλπ. Η καλλιέργεια του καπνού είχε τονώσει την οικονομία της πόλης αφού λειτουργούσαν πολλές καπναποθήκες επεξεργασίας καπνού όπου απασχολούνταν εκατοντάδες άνθρωποι καθημερινά.
Το Αγρίνιο είχε ονομαστεί “η πόλις του Κροίσου”, ο καπνός καλλιεργούνταν σε ένα μικρό προάστιο, το Ζαπάντι, παλιά τουρκοκατοικημένο, έως σήμερα διασώζεται το τζαμί. Στο προάστιο αυτό υπήρχαν σπίτια εύπορων οικογενειών που διέθεταν πολλά κτήματα για την καλλιέργεια του καπνού. Μεταξύ αυτών του παππού σου και τον πατέρα μου. Εκεί περνούσαμε τα καλοκαίρια μας, το δικό μας σπίτι ήταν μία μικρή έπαυλη ακριβώς στο κέντρο του μεγάλου κτήματος, με ξύλινα στολίδια εξωτερικά και επικλινή σκεπή ήταν διώροφο με εσωτερική ξύλινη σκάλα και παράθυρα από όλα τα σημεία του ορίζοντα από όπου βλέπαμε το σπίτι του παππού σου και κάθε πρωί φωνάζοντας δυνατά τους καλημερίζαμε: “γιαγιά Σοφία α α α” “Μάρθα α α” “Ελένη η η”, άμεσα μας ανταπέδιδαν την καλημέρα.
Αυτόν τον τύπο του σπιτιού τον είδα για πρώτη φορά στα αγροκτήματα της Ιταλίας σε κάποιο ταξίδι που έκανα εκεί και αναφώνησα: “το σπίτι μου ... το σπίτι μου”!
Ο πατέρας μου μου διηγήθηκε πως όταν τελείωσε το κτίσιμο του σπιτιού ο παππούς μου μίσθωσε όλες τις άμαξες στο Αγρίνιο για να μεταφέρουν δωρεάν όσους ήθελαν να το δουν. Η φιλαρμονική παιάνιζε όλη την ημέρα, ο κόσμος έτρωγε και έπινε, τραγουδούσε και χόρευε. 'Οπως βλέπεις συμπορευτήκαμε όλη μας τη ζωή με την οικογένειά του πατέρα σου, μαζί τους χειμώνες, μαζί και τα καλοκαίρια.
Η θεία σου η Ειρήνη ήταν η καλύτερη μοδίστρα του Αγρινίου και είχαμε επιστρατευθεί εγώ και ο μεγάλος μου αδερφός να μεταφέρουμε τα έτοιμα ρούχα στα σπίτια των πελατών με αντάλλαγμα φιλοδωρήματος άλλοτε μικρού και άλλοτε μεγάλου. Πελάτισσες; η γυναίκα του δημάρχου, οι γυναίκες των βιομηχάνων αλλά και των εμπόρων καπνού που κατά καιρούς ερχόταν για την αγορά του και επέλεγαν την Ειρήνη για το ράψιμο τουαλετών που θα φορούσα στις χοροεσπερίδες. Εμένα προσωπικά η Ειρήνη μου έραψε μία ωραιότατη στολή για το γυμνάσιο αφού υποχρέωσε την μητέρα μου -η οποία βέβαια δεν είχε αντίρρηση- να αγοράσει το καλύτερο ύφασμα και έτσι και έγινε. Εγώ ήμουν πάλι περήφανη αφού όλες οι φίλες μου με ρωτούσαν ποιος μου την έφτιαξε.
Ας τελειώσουμε με ένα ευτράπελο περιστατικό. Ο παππούς σου Γιώργος ένα βράδυ δεν είχε ύπνο και ήταν και πολύ ανήσυχος. Άρχισε να χτυπάει με τη μαγκούρα δυνατά το σανιδένιο πάτωμα και να ζητάει από την γιαγιά σου να πάει στο γιατρό εκείνη την ώρα -ήταν βέβαια αργά το βράδυ- και να του φέρει φάρμακο για να κοιμηθεί. Η γιαγιά σου, γυναίκα με μεγάλη υπομονή και στωικότητα, του εξήγησε πως ήταν πολύ αργά για το γιατρό αλλά ο παππούς σου δεν άκουγε τίποτα και επέμενε. Κατέβηκε τότε στη μητέρα μου -υπήρχε εύκολη πρόσβαση στο σπίτι μας από την πόρτα της κουζίνας που έβλεπε την αυλή- και ζήτησε τη βοήθειά της. Εμείς βέβαια κάτω είχαμε ακούσει τις μαγκουριές στο ταβάνι μας και είχαμε καταλάβει. Η μητέρα μου, πολύ ευρηματική, είπε στον παππού σου να μην στεναχωριέται γιατί θα τακτοποιούσε αυτή το θέμα αμέσως. Πράγματι έβαλε το τηγάνι στη φωτιά, έριξε αλεύρι, μέλι, και δεν θυμάμαι τι άλλο και έφτιαξε μικρά στρογγυλά σουβλάκια, τα έριξε σε ένα μικρό μπουκαλάκι και ανέβηκε πάνω. Ο παππούς σου ήταν ακόμη μαινόμενος ταύρος. Τον ενημέρωσε πώς δήθεν πήγε η ίδια στο γιατρό και πήρε το φάρμακο. Του έδωσε να πιει ένα μικρό σβωλάκι και του επέστησε την προσοχή να ακολουθήσει πιστά τις οδηγίες του γιατρού. Σε λίγη ώρα ο παππούς σου είχε ηρεμήσει και διαβεβαίωσε τη μητέρα μου πως δεν θα ξεχνούσε ποτέ αυτό το καλό που του έκανε την ευχαριστούσε συνέχεια ώσπου βυθίστηκε σε ένα βαθύ παιδικό ύπνο. Καταλαβαίνεις τι έγινε τότε, γέλια, γέλια, χωρατά, το περιστατικό αυτό ήταν καθημερινή συζήτηση για μέρες στο απογευματινό καφεδάκι που η γιαγιά σου σχεδόν κάθε μέρ κατέβαινε να πάρει στο σπίτι μας.
Αγαπητέ μου Γιάννη, πιστεύω να σε ταξίδεψα νοερά όσο το δυνατόν στο παρελθόν και να γεύτηκες κάπως την ατμόσφαιρα και τη ζεστασιά του σπιτιού του πατέρα σου,
στέλνω χαιρετισμούς στην οικογένειά σου και ολόθερμες ευχές σε όλους σας για το επερχόμενο Πάσχα!
Αν χρειάζεσαι κάτι άλλο και μπορώ να βοηθήσω θα το κάνω με μεγάλη χαρά και προθυμία.
Σας φιλώ όλους με πολύ αγάπη
Ιουλία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου