Κυριακή 6 Ιουνίου 2021

ΤΟ ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΙΚΟΝ ΠΝΕΥΜΑ – ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Άρθρο του Δημήτρη Χατζόπουλου (εδώ υπογράφει “Μποέμ”) που δημοσιεύτηκε στο “Περιοδικό μας” της 31.12.1900. Ανήκει στην νιτσεϊκή περίοδό του, ακόμη δεν έχει αρχίσει την περιπέτεια του “Διόνυσου”, πέρα από τις πομπώδεις εκφράσεις και το εξεζητημένο του ύφους   ο λόγος του Δ. Χατζόπουλου είναι μεστός και πυκνός. Δεν πρέπει να μας ξενίζει η χρήση της καθαρεύουσας, ο “Μποέμ” χρονογραφούσε τότε σε μία σειρά εφημερίδες όπου η χρήση της καθαρεύουσας ήταν υποχρεωτική, οπότε λογικά ο συγγραφέας αποφάσισε να χρησιμοποιήσει μιά ομοιόμορφη γλώσσα.

Το Περιοδικό μας” 31.12.1900

ΤΟ ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΙΚΟΝ ΠΝΕΥΜΑ
ΥΠΟ ΜΠΟΕΜ

Όταν αναγινώσκω αφορισμούς υπό τύπον κριτικής κατά των Ελλήνων συγγραφέων των στελλόντων τον νουν και την ψυχήν των πέραν των στενών ορίων τής μικράς γωνίας τής πατρίδος ενθυμούμαι τον επαρχιώτην εκείνον όστις όταν πρωτοείδε την λοκομοτίβαν τού σιδηροδρόμου να διέρχηται της κωμοπόλεώς του διηυθύνθη εις το κωδωνοστάσιον τής εκκλησίας του χωρίου και ήρχισε κρούων τον κώδωνα, προσκαλών τους συμπολίτας του εις κοινήν συνάθροισιν όπως λάβωσι μέτρα κατά του τρομερού επήλυδος, του ερχομένου να διαταράξη τα πατροπαράδοτα των χωρικών έθιμα ( * ). Μου συμβαίνει δε να ενθυμούμαι συχνά τον πτωχόν επαρχιώτην εις τον κόσμον των γραφόντων, διότι δεν παρέρχεται ευκαιρία καθ' ήν να μη διαλαλήται, ότι αξίαν έχουν τα γραφόμενα παρά των ανθρώπων οι οποίοι περιορίζουν την πνευματικήν των εργασίαν εντός των ορίων της πατρίδος και ότι πάσα τάσις προς απελευθέρωσιν πνευματικήν και ξενικήν επικοινώνησιν διακηρύσσεται παρά των πολυαρίθμων αυτών «σωβέν» ως υποδούλωσις εις ξένας φιλολογίας, ως μίμησις ξένου πνεύματος, ως επηρεασμός εχθρικών προς τα ελληνικά γράμματα διανοιών. Τα πολυάριθμα αυτά στοιχεία τού φιλολογικού σωβινισμού δεν είνε παρά απόρροια τού δασκαλικού πνεύματος, το όποιον απαντάται πολύ περισσότερον αφ’όσον νομίζομεν εκτός των τοίχων των σχολείων παρά εντός αυτών. Ό δασκαλισμός με την στενοκεφαλιάν του και την περιωρισμένην αντίληψίν του αναφαίνεται εκεί όπου θα εζήτει κανείς αέρα ελευθερίας, ορίζοντα διαυγή και απεριόριστον, σκέψιν ειλικρινή και χειραφετημένην, παντελή έλλειψιν διανοητικών προλήψεων, εις τας τάξεις των ανεπτυγμένων. Δασκαλισμός εις τον περιοδικόν τύπον, δασκαλισμός εις τους ζητούντας τα σκήπτρα φιλολογικών κλικών, δασκαλισμός εις τους αφωσιωμένους εις τα γράμματα κάποτε εξ αληθούς ορμήσεως και εις τούς προσπαθούντας να πείσουν τον εαυτόν των, ότι εγεννήθησαν ποιηταί και συγγραφείς και εξασκούντας βιομηχανικώς την ιδέαν τής Τέχνης. Οί τελευταίοι μάλιστα είνε οι περισσότερον απαντώμενοι εις την μικράν πατρίδα μας σήμερον, αυταπατώμενοι αυτοί φιλόλογοι, οι όποιοι ενθυμίζουν τους αύτονομιζομένους καλλιτέχνας του Μυρζέ, του βαπτίζοντος εις τα έργα του και εις την εποχήν του ποιητάς, ζωγράφους και συνθέτας νέους ανικάνους καν να έργασθώσι, των οποίων αι σκέψεις, η ευθυμία, η ζωή των ήρμοζον προς την ζωήν εμποροϋπαλλήλων παρά προς την του καλλιτέχνου, όλην την σωρείαν των Μποέμ εκείνων, ήτις χάρις εις την μουσικήν του Πουτσίνι ζητεί σκόμη να μας κάμη να γελάσωμεν με το γεύμα του υπερώου και να κλαύσωμεν με την δυστυχή Μιμήν αποθνήσκουσαν κατά την αυτήν μέθοδον της ξεβαμμένης ηρωιδος του Δουμά υιού.

Το φως έχει και την σκιάν του πάντοτε. Σκιάν δε αποτελεί το πνεύμα του δασκαλισμού και της στενοκεφαλιάς εις τον πνευματικόν ορίζοντα τής Ελλάδος απέναντι του φωτός της λεπτής και ευρείας αντιλήψεως, του φωτός διανοήσεως υψηλοτέρας. Από την συνθετικήν ποίησιν του κ. Κ. Παλαμά του ποιητού των «Χαιρετισμών της Ηλιογέννητης», από τον ωραίον λυρισμόν του κ. Ν. Έπισκοποπούλου του ποιητού του «Άσματος των ’Ασμάτων», από την θλιβερώς σκοτεινήν σκέψιν του κ. I.Καμπύση, από την βαθείαν διείσδυσιν της κριτικής διανοίας του κ. Δ. Κακλαμάνου, ( ** ) από την ελευθέραν τάσιν προς ανύψωσιν εις τον αληθή ορίζοντα της Τέχνης πολλών νέων σκεπτομένων και γραφόντων, καταυγάζεται τό φώς τής Αληθείας. Εάν δεν θέλη να φωτισθή ο δασκαλισμός εξ αυτού τόσον το καλλίτερον δια την Τέχνην, την οποίαν δεν θ’ απαντήση κανείς εις τας κούφους εφημέρους φλυαρίας και την αβαθή χρονογραφίαν του τύπου, ούτε εις τα φιλολογικά προϊόντα τα χυμένα εις τα«κλισέ» της διηγηματογραφίας της λυγερής, του τσοπάνου, και των Χριστουγεννιάτικων καί Πρωτοχρονιάτικων π. χ. γραψιμάτων.
Το φως αυτό μας παρουσιάζει εν μαγικώ άπόπτω την άναγέννησιν, ή μάλλον την πραγματικήν ύπαρξιν της ελληνικής φιλολογίας. Η επικοινώνησις τού ελληνικού πνεύματος προς την παγκόσμιον φιλολογίαν, η εμβάπτισις αυτού εις τα νάματα της παγκοσμίου ανθρωπίνης διανοίας, η εκδηλωθείσα αρκετά εναργώς ήδη διανοητική επανάστασις κατά των φιλολογικών προλήψεων του τόπου μας, θ’ ανοίξη οριστικώς και τας πύλας της Αληθούς Τέχνης παρά τον βράχον της Άκροπόλεως, όπου σήμερον εξακολουθεί εκδηλουμένη μία μοιρολατρία τυφλής υποδουλώσεως προς την παράδοσιν και χονδρή αμάθεια και απεριόριστος περιφρόνησις προς ότι καινοτρόπως εκφράζεται. «Τούς μεγάλους αρτίστας, είπεν εις εν εκ των πρώτων του έργων ο Γκαίτε, κάμνει μόνον ή φύσις και όχι οι κανόνες». Οι κανόνες δηλ. των κριτικών των εφημερίδων δύναται τις να είπη σήμερον. Άνευ ενσυνειδήτου ενεργείας η σκέψις σήμερον θα κατήντα να ήτο κοινοτυπία, σήμερον, ότε τα πάντα έχουν λεχθή εις τον κόσμον. Και την ε ν σ υ ν ε ί δ η τ ο ν επενέργειαν εις την σκέψιν δεν δύναται να δώση παρά η επικοινώνησις του τεχνίτου προς την παγκόσμιον σκέψιν προς ό,τι ωραίον και καλόν εξεδηλώθη εις την κοινήν πατρίδα της τέχνης. Θαυμαστά διαυγώς εξήγησε τούτο ό Γκαίτε εις μίαν επιστολήν του γραφείσαν πέντε ημέρας προ του θανάτου του. «Όσον περισσότερον είνε μορφωμένος ό άνθρωπος, τόσον βαθύτερον μανθάνει ότι ύπάρχει μία τέχνη, ήτις θα του προμηθεύση τα μέσα να έπιτύχη την κανονικήν άνάπτυξιν των φυσικών του δυνάμεων. Ό,τι προσκτάκται δεν θά ηδύνατό ποτε να βλάψη την αρχικήν του ατομικότητα. Εξαίρετον πνεύμα είναι το αφομοιούν το παν, τό γνωρίζον να ιδιοποιήται τα πάντα άνευ βλάβης δια τον συμφυή του χαρακτήρα.»
Ευτυχώς παρήλθεν η εποχή και δια την Ελλάδα, όπου το επάγγελμα του ανθρώπου των γραμμάτων συνεχέετο με την αποστολήν του αληθούς τεχνίτου. Υπάρχουν ευτυχώς άνθρωποι ξεχωρίζοντες τα συγκεχυμένα. Σήμερον υπάρχει πληθώρα γραφόντων, ρεκλαμαριζομένων εις τα άρθρα των εφημερίδων, χειροκροτούμενων εις τα θερινά θέατρα, ανεγνωρισμένων ως ανθρώπων «εχόντων γλαφυρόν ύφος», υπάρχει πληθώρα χρονογράφων καί δημοσιογράφων, πληθώρα λογιών γεμιζόντων περιοδικά
ενθυμίζοντα τόν μακαρίτην «Έσπερον» επετηρίδας καί ημερολόγια, άλλ' η πληθώρα αύτη της φλυαρίας άφ’ ενός, της επαγγελματικής βιομηχανίας αφ’ετέρου, της ερασιτεχνίας επίσης, δεν συγχέεται μέ τούς ανθρώπους τούς αποβλέποντας εις την λατρείαν της Τέχνης εν τη απολύτω ιδέα. Και τους τεχνίτας από την πληθώραν αυτήν της γραφειοκρατίας τους χωρίζει μόνον η απόστασις του αληθούς από του ψευδούς ταλέντου, δεν τους χωρίζει το άπειρον από του ύφους των «κλισέ» έως του ύφους της χειραφετήσεως και της καινοτομίας, αλλά τους χωρίζει επίσης το χάος της μη αντιλήψεως του κοσμοπολιτικού πνεύματος εκ της Τέχνης από την αντίληψιν και λατρείαν αυτού. Εις την αντίληψιν δε ταύτην υπήρξε και θα υπάρξη πάντοτε η διαιώνισις της Τέχνης. Το παν θα είχε λεχθή εντός διακοσίων το πολύ ετών εις τας φιλολογίας της ανθρωπότητος εάν ο άνθρωπος δεν έπεκοινώνει διά του πνεύματος διά μέσου των εποχών και των τόπων και εάν δεν είχε την δύναμιν και την ιδιοφυίαν να ανανεώνη το ύφος του δια να ποικίλλωνται ούτω τα πνευματικά του προϊόντα. Η διεύθυνσις του ενός παρά του άλλου καθίσταται πλέον η μόνη αρχή των όντων εν τη φιλολογία. Πας εντοπισμός σχηματίζει έλος εις το οποίον τρέφονται οι βάτραχοι των φιλολογιών. Επικοινωνών δε τις με την κ ο σ μ ο π ο λ ι τ ι κ ή ν σ κ έ ψ ι ν και έχων ύ φ ο ς ομιλεί εν μέσω των γνωστών ήχων και των κοινών γλωσσών ιδιαιτέραν τινά διάλεκτον, μίαν και άπροσμίμητον, ομιλεί γλώσσαν αληθούς ταλέντου, ήτις είνε συγχρόνως η γλώσσα όλων και η γλώσσα ενός μόνου. Η κοσμολιτική σκέψις γεννά την πρωτοτυπίαν και την ατομιστικήν αντίληψιν, διανοίγει τους απεράντους ορίζοντας της ιδεολογίας, όσον δε έρχεται τις εις στενοτέραν αντίληψιν με τας επικοινωνησάσας με το καλόν διανοίας, τόσον νεωτέρας διευθύνσεις ευρίσκει ο νους αυτού.

Ο εντοπισμός είς τας φιλολογίας δεν δύναται παρά να οδηγή εις το περιωρισμένον και το περιωρισμένον είνε θάνατος δια την Τέχνην. 'Εντοπισμός δε φιλολογικός σημαίνει το δίδειν τον ορισμόν και τους κανόνας της Τέχνης, αλλ' όταν τεθώσιν ορισμοί ως κανόνες εις το γράφειν, έκλείπει αύτή η άποστολή του τεχνίτου. Διατί να διαφέρη τότε εν ποίημα, μία σελίς πρόζας, μία σελίς μουσικής από μίαν μέθοδον του εκμανθάνειν την γραφήν μιάς ξένης γλώσσης; Όταν θελήσωμεν να υποκαταστήσωμεν εις την φιλολογίαν την ξηράν μέθοδον του γράφειν, διατί τότε να παραδεχόμεθα, ότι ύπάρχει έμπνευσις, πρωτοτυπία, ατομιστική ενέργεια, διανοητική δύναμις; Θα ήρκει όλοι οι Έλληνες να έμάνθανον την γραμματικήν και το συντακτικόν, να εδιάβαζον από το πρωί εως το βράδυ τον Όμηρον ή τον Θουκυδίδην, τον Κοραήν ή τον Βυζάντιον και να έγραφον με δεμένους τους οφθαλμούς των διανοητικών των δυνάμεων θέματα καθ' υπαγόρευσιν. Και τότε δεν θα είχομεν ανάγκην να κάμνωμεν διάκρισιν μεταξύ πρωτοτυπίας και κοινοτυπίας, μεταξύ δημοσιογραφικού άρθρου των Μπόερς κα του «Ύμνου» του κ. Κωστή Παλαμά. Ο όδοστρωτήρ της κοινής αντιλήψεως θα επέφερε πλήρη ισοπέδωσιν γραψίματος. Τότε θα είχον την θέσιν των και οι ορισμοί και οι κανόνες του γράφειν, εις ους θέλουν να υποτάξουν τούς ελευθέρους γράφοντας οι κριτικοί των εφημερίδων, τα μεστά προλήψεων πνεύματα των πληθυθέντων ανεπτυγμένων, αι διάνοιαι αι πέραν μικρών εντάσεων αυτών θέτουσαι εν τέρμα και πάσαν πνευματικήν εκδήλωσιν πέραν αυτού αντιλαμβανόμεναι ως σκότος, οι μεν ως «μαλλιαρωσύνην», οι δε ως εξεζητημένον, οι άλλοι ως υπερβολικόν και αφύσικον οι τέταρτοι. Αλλ’ό,τι υπάρχει πέραν της κοινής, πέραν της μέτριας, πέραν της περιορισμένης αντιλήψεως ειμπορεί να εινε σπάνιον, αλλ' εινε βιώσιμον, ειμπορεί να είνε ασύνηθες, αλλ’ είνε ζωντανόν, ειμπορεί να είνε νεφελώδες άλλ’ είνε ενεργόν, ειμπορεί να είνε ασύλληπτον, αλλ’ είνε υπαρκτόν. «Πολλά λέγουν, είπεν ο Ίψεν, εννοούν ολίγον». Προσέθεσε δε ο κ. Γκουρμών αναλυτικώτερον δια την φιλολογίαν την πηγάζουσαν και πορευομένην δι’ ελεύθερα πνεύματα: «Η φιλολογία η αμέσως αρέσκουσα εις το παγκόσμιον αναγκαίως εινε μηδέν, η αληθής φιλολογία πίπτει υψηλόθεν, αναπηδά ως καταρράκτης, από λίθου είς λίθον, δια να ρεύση τέλος εις την κοιλάδα την προσιτήν εις όλους τους άνθρώπους και εις όλας τας ομάδας». Οι πρώτοι Άγγλοι ηθοποιοί, οίτινες έπαιξαν εις τας αρχάς του IX αιώνος εις το Παρίσι έργα του Σαίκσπηρ εσυρίχθησαν και ετραυματίσθησαν μάλιστα παρά του κοινού. Σήμερον εις αυτήν την Ελλάδα, όπου οι κριτικοί βιομήχανοι δημοσιογράφοι γράφουν κατά του έργου των μαλλιαρών ως σκοτεινού, ως ακαταλήπτου, ως παράφρονος, χύνουν σωρηδόν τον ενθουσιασμόν των δια τα έργα του Σαίκσπηρ. Θά έλθη εποχή, όπου πάλιν ίσως οι κριτικοί δημοσιογράφοι βιομήχανοι του μέλλοντος θά ένθουσιάζωνται από τα έργα των σημερινών μαλλιαρών και θα διαμαρτύρωνται δια τα μαλλιαρά έργα της εποχής των. «Ο θόρυβος των πληθών» παρετήρησεν ωραία ο συγγραφεύς του «Όταν αναστηθώμεν μεταξύ των νεκρών» «με τρομάζει δεν θέλω να αφήσω να ρυπάνω το ένδυμά μου εις την λάσπην της οδού· θέλω με καθαρόν ένδυμα εορτάσιμον να περιμείνω την ημέραν του μέλλοντος». Και η ήμερα αύτή του μέλλοντας εχει έλθη εκ μέρους αρκετών δια τον ποιητήν του «Μικρού Έγιολφ» και δεν θα αργήση να έλθη και εκ μέρους των πολλών. Θα έλθη και δια τον Ίψεν όπως δεν ήργησε να έλθη και δια τον Μίλτωνα τον ποιητήν του «Απολεσθέντος παραδείσου» τον όποίον εις εν των λυρικών μυθιστορημάτων του ο Άλφρέδος δε Βινύ τον φερει λέγοντα προφητικώς προς τον νεαρόν Κορνήλιον : «—Τι με νοιάζει δια την εφήμερον δόξαν ! Δέν σκέπτομαι καθόλου την επιτυχίαν. Τραγουδώ διότι αισθάνομαι τον εαυτόν μου ποιητήν· πηγαίνω όπου με σύρει η έμπνευσις, ό,τι δε παράγει αυτή είνε πάντοτε καλόν».
Δεν είνε προφητεία αί φράσεις αύται· είνε τα αιώνια λόγια της αιωνίου αληθείας, της αιωνίου τέχνης. Είνε τα λόγια που έλεγε προ ημερών η Μούσα προς τον ποιητήν, τον υπέρ τα πλήθη άνθρωπον, την υπέρ τήν κοσμικήν τύρβην ψυχήν την κοσμοπολιτικώς και ελευθέρως βλέπουσαν. εις τον τελευταίον «Ύμνον» του Παλαμά:

Ξύπνα ! δεν είσαι πλάστης αγαλμάτων,
Ξύπνα ! τραγούδια τραγουδάς·
Μεσ’ στο τραγούδι σου είνε, ώ διαλεχτέ μου,
Όλες οι σ ά ρ κ ε ς κι' όλες οι ψ υ χ έ ς,
Από τα όνειρα των κρίνων
Ως των λ α ώ ν τις δίψες. Ξύπνησε γιά ιδές


Μ π ο έ μ


( *·) Το γεγονός αυτό συνέβη προ ετών εις τι χωρίον της Πελοπόννησου.

( ** ) Όρα δύο κριτικά άρθρα μεγάλης δυνάμεως εις το «Άστυ». Εν περί της παραστάσεως τής “Νόρας” παρά της κ. Αγνής Σόρμα και έτερον περί του Γύζη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου