Στα τέλη της δεκαετίας του 1890 το σαλόνι του Κ. Παλαμά ήταν πόλος έλξης φτασμένων και εκκολαπτόμενων λογοτεχνών και διανοουμένων. Στο ιστορικό σπίτι της οδού Ασκληπιού, σχεδόν κάθε βράδυ συγκεντρώνονταν, συζητούσαν και διάβαζαν έργα τους σημαντικοί λογοτέχνες της εποχής, ο Α.Καρκαβίτσας, ο Γ. Βλαχογιάννης, ο Π. Νιρβάνας, ο Γ. Δροσίνης, ο Μ. Μαλακάσης, ο Γ. Καμπύσης, ο νεοελληνιστής Κ. Dieterich καθώς και ο Στεφ. Μαρτζώκης, ο Γ. Γρυπάρης, ο Λ. Πορφύρας, και βέβαια ο Κ. Χατζόπουλος.
Σε μία τέτοια σύναξη ο νεαρός τότε Χατζόπουλος, μόλις απολυθείς από το στρατό όπου υπηρέτησε σαν υπολοχαγός στον ατυχή πόλεμο του 1897, ανάγγειλε την απόφαση του να εκδώσει ένα φιλολογικό περιοδικό “με πυγμή” (έκφραση της μόδας εκείνη την περίοδο), που “δεν θα έμοιαζε με κανένα απ΄όσα υπήρχαν έως τότε” (1).
Το Νοέμβρη του 1898 κυκλοφόρησε λοιπόν το πρώτο τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού “Τέχνη”. Το περιοδικό ήταν γραμμένο αποκλειστικά στη δημοτική, πράγμα πρωτοφανές για την εποχή, σκοπός της έκδοσης ήταν η διάδοση της δημοτικής γραπτής γλώσσας και η εξοικείωση του ελληνικού επαϊοντος κοινού με τα σύγχρονα -τότε- λογοτεχνικά ευρωπαϊκά ρεύματα. Διευθυντής και εκδότης του περιοδικού ήταν ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος.
Στο περιοδικό έγραψαν τρανταχτά ονόματα, ο Πέτρος Βασιλικός (ψευδώνυμο του Κ. Χατζόπουλου), ο Κ. Παλαμάς, ο Ι. Γρυπάρης, ο Ν. Επισκοπόπουλος, ο Κ. Θεοτόκης, ο Γ. Καμπύσης, ο Α. Καρκαβίτσας, ο Μ. Μαλακάσης, ο Κ. Μάνος, ο Γ. Ξενόπουλος, ο Σ. Ραμάς, ο Α. Πάλλης, ο Α. Παπαδιαμάντης, οι αδελφοί Κ. και Σ. Πασαγιάνης, ο Λ. Πορφύρας, ενώ δημοσιέυτηκαν μεταφρασμένα έργα γερμανών και σκανδιναβών ως επί το πλείστον λογοτεχνών.
Με
τα σημερινά μέτρα σύγκρισης μπορούμε
να πούμε ότι η “Τέχνη” υπήρξε πρωτοποριακό,
προοδευτικό (στο γλωσσικό τομέα),
νεωτεριστικό περιοδικό, αποτέλεσε
σταθμό στην ιστορία των ελληνικών
γραμμάτων, άνοιξε δρόμους προς τις
σύγχρονες ευρωπαϊκές λογοτεχνίες,
τάραξε την πνευματική ακινησία του
τόπου, όταν όμως βγήκε αντιμετωπίστηκε
εντελώς αρνητικά από την ελληνική
κοινωνία. Ο τύπος, εφημερίδες και
περιοδικά, το καταδίκασαν χωρίς καμία
σχεδόν εξαίρεση, βασικά γιατί ήταν
γραμμένο στη δημοτική. Αλλά και το
στρατόπεδο των δημοτικιστών εμφανίστηκε
διαιρεμένο, εξαιτίας βασικά του
“βορειόφιλου” προσανατολισμού του
περιοδικού. Στη διάρκεια της έκδοσης
οι συνεργάτες του άρχισαν σιγά σιγά να
διαφοροποιούνται, πολλοί αποχώρησαν,
κυκλοφόρησαν συνολικά 12 τεύχη και το
περιοδικό τελικά έκλεισε τον Οκτώβρη
του 1899.(1) (9)
Αυτή η “βορειομανία” στον
προσανατολισμό του περιοδικού δεν είχε
πέσει από τον ουρανό, ήταν μιά τάση που
είχε αρχίσει να έχει απήχηση σε σημαντική
μερίδα των ελλήνων λογοτεχνών της
εποχής. Για μια μερίδα των δημοτικιστών,
οι βορινοί συγγραφείς αποτελούσαν
έκφραση της ανάγκης ανανέωσης και
διεύρυνσης των πνευματικών οριζόντων
και η μετάφραση των έργων τους στη
δημοτική χρησιμοποιήθηκε σαν όχημα στο
γλωσσικό ζήτημα.
Δημιουργήθηκε έτσι
ο όρος ‘ιψενογερμανισμός’ (8) που
αναφέρεται στην τάση που είχε σαν σημεία
αναφοράς τη γερμανική φιλοσοφία του
Nietzsche και την σκανδιναβική λογοτεχνία
με δεσπόζουσα μορφή τον Ibsen, τάση που
εκφράστηκε αρχικά μέσα από το περιοδικό
“Τέχνη” και αργότερα από το “Διόνυσο”
και σε μικρότερο βαθμό από το “Περιοδικό
μας”.
Η βαριά σκιά της ήττας του 1897
και η μετέπειτα κρίση έσπρωξαν πολλούς
διανοούμενους της εποχής να πιστέψουν
ότι θα μπορούσαν να δημιουργηθούν νέα
εθνικά και πνευματικά δεδομένα με την
αποδοχή του αυταρχικού - απολυταρχικού
κηρύγματος του Νίτσε και την απομίμηση
των γερμανών μιλιταριστών. Η “Τέχνη”,
παρόλο που είχε σαν σκοπό της τη διάδοση
της γλώσσας του λαού, χάραξε αριστοκρατική,
αντιδραστική γραμμή και έκανε ότι
μπορούσε για να χωρίσει την τέχνη από
το κοινό της, το λαό. Η άποψη ότι η «υψηλή
Τέχνη» προορίζεται για τους λίγους,
όπως και ο απροκάλυπτος αισθητισμός, η
στείρα ωραιολατρεία των συνεργατών
της, συσκότισαν περισσότερο παρά βοήθησαν
στην υποδοχή των νέων πρωτοποριών,
προκαλώντας τελικά νέες διαφωνίες στο
στρατόπεδο των δημοτικιστών.
Ο
Γ. Κορδάτος είδε την “Τέχνη” απλά σαν
ένα έντυπο που «θέλησε να χτυπήσει τη
γαλλική επίδραση στα νεοελληνικά
γράμματα». (2)
Αντίθετα ο Αιμ. Χουρμούζιος
, έγραψε ότι και “τίποτε αν δεν είχε
προσφέρει ο Χατζόπουλος στα γράμματα,
με την ΄Τέχνη΄ και μόνο εξασφαλίζει την
παρουσία του στο πάνθεον των ελλήνων
λογοτεχνών”. (3)
Επικεφαλής
του επιτελείου των τακτικών συνεργατών
που συνέβαλαν δυναμικά στη χάραξη
βασικών παραμέτρων καθοριστικών για
την πορεία πλεύσης της Τέχνης, ήταν ο
Κωστής Παλαμάς, ο οποίος έδωσε και το
μεγαλύτερο αριθμό κειμένων και σφράγισε
έντονα το περιοδικό με τη συνεχή παρουσία
του, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο
φύλλο.
Απο το πρώτο τεύχος, το κοινό
αντιμετωπίστηκε επιτιμητικά και με
σκληρότητα, η οποία στα επόμενα φύλλα
έφτασε μέχρι την πλήρη απόρριψη.
Απροκάλυπτα επίσης υποστηρίχτηκε ότι
μερίδιο στην απόλαυση ενός έργου τέχνης
έχουν μόνο οι εκλεκτοί.
Ο Α. Καρκαβίτσας ήταν στενός φίλος του Κ. Χατζόπουλου και ένας απο τους πρώτους που αποδέχθηκαν την πρόσκληση, πιστεύοντας οτι μπορούσε κι αυτός να συμβάλει στην εφαρμογή του προγράμματος της Τέχνης, και ασφαλώς θα συγκαταλέγονταν στο στενό κύκλο των συνεργατών. Η εικόνα όμως που έδειξε από το πρώτο κιόλας τεύχος το περιοδικό προβάλλοντας μέσω του Κ. Παλαμά ως μόνη επιδίωξη του καλλιτέχνη την “αποκλειστική αναζήτηση της Ομορφιάς και της Αλήθειας” (σ.21), προσιτής στους εκλεκτούς, τους “...λίγους, μετρημένους, κεφάλια φωτεινά, της Αρμονίας μυσταγωγούς” (σ.3) που είναι “προωρισμένοι” (σ.22) να την εννοήσουν, και διαχωρίζοντας τους υπόλοιπους σε “χαύνο πλήθος, το λεγόμενο κοινόν” (σ.3) ή “αναρμόδιους” (σ.22), τον προβλημάτισε, αφού ο ίδιος είχε εντελώς διαφορετική ιδέα για τον προορισμό της τέχνης και του δημιουργού, αποσκοπώντας στην κοινωνική αποστολή της και στο λαϊκό χαρακτήρα της. Αργότερα θα εκφράσει την αποδοκιμασία του και θ' αποχωρήσει από τη σύνταξη, μετά τη δημοσίευση δυο κειμένων – ένα του Παλαμά και ένα του Ξενόπουλου - στο τέταρτο τεύχος.
Ο
πατριάρχης του δημοτικισμού Γ. Ψυχάρης
αρχικά πήρε αδιάφορη θέση απέναντι στην
“Τέχνη”, όταν το περιοδικό
είχε ήδη κλείσει (αλλά έβγαινε το
“Περιοδικό μας” και σε
συνέχεια ο “Διόνυσος”) στον Πρόλογο
στο “Για το Ρωμαίϊκο θέατρο” έκανε
δριμύτατη πολεμική ενάντια στο γερμανικό
πολιτισμό των ημερών του, τη Γερμανία
και τον Κάιζερ γενικότερα, καθώς και τη
“βορειομανία” και γερμανολατρεία στην
Ελλάδα. Χαρακτηριστικά έγραψε: “ ... στην
Αθήνα, που διαβάζουνε Νίτσε και στα
σοκάκια, που βρέθηκε μάλιστα και
περιοδικό, ύστερις απο το 1897, νάχη και
να φωνάζη δέφτερή του πατρίδα τη Γερμανία,
... μπορεί λέω μερικοί λιγόμυαλοι
μαλλιαράδες να τα βλέπουν αλλιώς τα
πράμματα. Μπορεί και το νου τους να
σκοτώνουνε για να βγούν άξαφνα ίδιοι
τους Νίτσιδες, Ιπσενέοι και ότι άλλο
θέλεις” από όπου και η περίφημη
αποστροφή: «Μήτε Νίτσηδες γνωρίζω, μήτε
Ιμπσένηδες μήτε διαβόλους».(4) (5)
Αλλά
και ο Αργύρης Εφταλιώτης
δεν στάθηκε φειδωλός στις
κριτικές του. Στο “Άστυ” της 21 Ιουλίου
1899, στο άρθρο του «Αληθινή και ψεύτικη
τέχνη», καταδικάζει ουσιαστικά την
προσπάθεια της “Τέχνης” ως ένα χαμένο
στοίχημα: «Μεγάλο κι
ασυχώρητο κρίμα, ναρχίζη ένα περιοδικό
με την εθνική τη γλώσσα, κι αντίς να μας
γενή περιβόλι ρωμαίικο, να κάθεται και
ναρμηνεύη ξένες Βαβυλωνίες». (6)
Αφού ξέσπασε η διαμάχη
του Καρκαβίτσα με
τον Παλαμά και τον Ξενόπουλο, ο Π.
Νιρβάνας θεώρησε σκόπιμο
να γράψει μιά σειρά επεξηγήσεις και
τελικά μιά απολογία, ο
Επισκοπόπουλος άρχισε να
εκφράζει αμφισβητήσεις, ο Ξενόπουλος
λίγο αργότερα διαφοροποιήθηκε,
ενώ ακόμα και ο Μποέμ, ο Δημ.
Χατζόπουλος, αδελφός του εκδότη,
κράτησε τις αποστάσεις
του από το περιοδικό. (7)
Ο
Π. Νιρβάνας έγραψε ότι η “Τέχνη”
έκλεισε γιατί δε σήκωνε ο τόπος και ο
καιρός περιοδικό που να γράφεται
αποκλειστικά στη δημοτική (1).
Ο
Μ.Μ. Παπαϊωάννου αντίθετα υποστήριξε
ότι η “Τέχνη”, (σε αντίθεση με το
“Νουμά”), είχε βάλει στο πρόγραμμα της
να μην κατέβει στο επίπεδο του λαού,
γι΄αυτό και εγκαταλείφτηκε από τους
συνεργάτες της και από το κοινό. (1)
Αξίζει να σημειώσουμε ότι κλείσιμο της “Τέχνης” στάθηκε γεγονός σωτήριο και σημείο καμπής στην προσωπική ζωή του Κ. Χατζόπουλου, μετά από λίγους μήνες αποφάσισε να πραγματοποιήσει την πρώτη του περιήγηση στη Γερμανία, όπου γνώρισε τη μέλλουσα γυναίκα του, ήρθε σε επαφή με την εκεί πραγματικότητα, άλλαξαν ριζικά οι ιδεολογικοί του προσανατολισμοί, βρήκε την έμπνευση για να γράψει τα πιό ώριμα και γνωστά του έργα.
Μπορέιτε
να διαβάσετε το πρώτο τεύχος του
περιοδικού “Τέχνη”
εδώ:
http://eliaserver.elia.org.gr:8080/lselia/rec.aspx?id=490684
_________
01. “Το περιοδικό Τέχνη και η πάλη των ιδεών στην Αθήνα στο τέλος του 19ου αιώνα” του Μ.Μ Παπαϊωάννου, Επιθεώρηση Τέχνης 4/1960, αρ. 63-64.
02. Γιάνης Κορδάτος, “Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας” τόμος Α'. Αθήνα 1983, σ.416.
03. Αιμ. Χουρμούζιος, Η συμβολή της “Τέχνης”. Νέα Εστία, 1940, ΚΗ', τ. 332, σ.1286.
04. Γιάννης Ψυχάρης, Πρόλογος στο “Για το Ρωμαίϊκο θέατρο”, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1901.
05. Β. Πούχνερ, «Ο πρόλογος Για το ρωμαίικο θέατρο (1900) του Ψυχάρη. Ένα ιδιότυπο μανιφέστο του θεάτρου των ιδεών» στο Φιλολογικά και θεατρολογικά ανάλεκτα, Καστανιώτης, Αθήνα 1995
06. Αργύρης Εφταλιώτης «Αληθινή και ψεύτικη τέχνη», Άστυ, 21 Ιουλίου 1899.
07.
Σχετικά με τις έριδες που δημιουργήθηκαν
γύρω από την “Τέχνη” βλ. Μαρία
Αντωνίου-Τίλιου,
“Το περιοδικό «Η Τέχνη» (1898-1899). Συμβολή
στη μελέτη της Ιστορίας της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας”, Διδακτορική Διατριβή,
Τμήμα Φιλολογίας – Φιλοσοφική Σχολή
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα 1989,
σ. 136-168.
Το κείμενο της
Αντωνίου-Τίλιου για την “Τέχνη” είναι
το πιό εμπεριστατωμένο και διεξοδικό
που μπόρεσα να βρω.
08.
Άννα Ταμπάκη - Ουρανία Πολυκανδριώτη
(επιμ.), "Ελληνικότητα και ετερότητα:
Πολιτισμικές διαμεσολαβήσεις και
‘εθνικός χαρακτήρας’ στον 19ο αιώνα".
Πρακτικά Συμποσίου (Εθνικό Ίδρυμα
Ερευνών, 14-17 Μαΐου 2015), τόμ. Α΄, Αθήνα
2016:
Μαρία
Σεχοπούλου “Αναζητώντας νέους ορίζοντες:
Η ‘βορειομανία’, ο ‘ιψενογερμανισμός’
και η σύνδεσή τους με τον δημοτικισμό
στα τέλη του 19ου αιώνα”.
09. Τωµαδάκης Βασίλειος, «Νεοελληνική Βιβλιογραφία. Τα περιοδικά Τέχνη και Διόνυσος», ΕΕΦΣΠΑ 20, (1969-1970).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου