Το 1907 κυκλοφόρησε το βιβλίο “Το Κοινωνικόν μας ζήτημα”
του Γεωργίου Σκληρού, ένα από τα πρώτα “σοβαρά” κείμενα που, με συγκροτημένο
τρόπο, συνόψιζε για το ελληνικό κοινό την κλασσική μαρξιστική θεωρία όπως είχε
επεξεργαστεί από τους γερμανούς θεωρητικούς του SPD και ανέλυε την ιστορία και
την κατάσταση στην Ελλάδα από μαρξιστική μεριά. Στο βιβλίο διαπιστωνόταν πως η
Ελλάδα ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που δεν είχε λύσει το κοινωνικό της ζήτημα
και ότι ο μόνος τρόπος για να υπάρξει κοινωνική πρόοδος ήταν μέσα από την πάλη
των τάξεων. Ανάμεσα στ’άλλα στο βιβλίο ο Σκληρός απευθυνόταν στους δημοτικιστές
και ζητούσε να στρέψουν το γλωσσικό τους κήρυγμα στις λαϊκές μάζες ώστε να
γίνουν πρωτοπόροι του ταξικού αγώνα που θα έδινε νέα πνοή σε ολόκληρη την
ελληνική κοινωνία.
Ήταν ακόμη νωπές οι μνήμες των διενέξεων που είχαν δημιουργηθεί στο
δημοτικιστικό στρατόπεδο μερικά χρόνια πριν, διαφορές που οξύνθηκαν με την
έκδοση από τον Κ. Χατζόπουλο του περιοδικού «Η Τέχνη» το 1898 και αργότερα του
περιοδικού «Διόνυσος» από τον Δ.Χατζόπουλο και τον Γ. Καμπύση το 1900, όπου
βέβαια συνεργάστηκε και ο Κ. Χατζόπουλος. Στο εντωμεταξύ όμως ορισμένα πράγματα
είχαν αλλάξει: το 1900 ο Κώστας Χατζόπουλος ταξίδεψε στην Γερμανία όπου έμεινε
για ένα χρόνο, και αργότερα εγκαταστάθηκε εκεί από το 1905 έως το 1914.
Στη Γερμανία ο Κωσταντίνος ήρθε σε επαφή με μία άλλη κοινωνική πραγματικότητα,
που τον επηρέασε βαθιά. Από ένθερμος οπαδός του συμβολισμού και του αισθητισμού
άρχισε να προσεγγίζει τον ρεαλισμό και την κοινωνική θεματολογία. Εγκατέλειψε
τις ελιτίστικες-νιτσεϊκές ιδέες, διάβασε τα έργα των δύο ιερών τεράτων της
μαρξιστικής σκέψης, του Γκεόργκι Πλεχάνοφ και του Καρλ Κάουτσκυ, άρχισε να
συχνάζει «αριστερά» στέκια, γνώρισε τη συνδικαλιστική δράση, παρακολούθησε τη
ζωή του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Το 1906 γνώρισε τον Γ. Σκληρό
και τον Αλ. Δελμούζο που ήταν τότε στη Γερμανία και μυήθηκε στον επιστημονικό
σοσιαλισμό. Η γενικότερη θεωρητική του
κατάρτιση και η επίπονη και σε βάθος μελέτη του επέτρεψαν να γίνει γνώστης της
μαρξιστικής σκέψης και φιλοσοφίας σε μικρό σχετικά χρονικό διάστημα. Βέβαια,
διαβάζοντας με προσοχή το σημερινό κείμενο βλέπουμε ότι ορισμένες «έμμονες
ιδέες» του παρελθόντος του είχαν μείνει και μετά την μεταστροφή του στο
μαρξισμό. Την ανθρωπότητα δεν θα τη έσωζαν πλέον οι λίγοι, οι δυνατοί, οι
εκλεκτοί, αλλά θα την απελευθέρωνε από τα δεσμά της η ηγεσία των σκλάβων, του
όχλου, του προλεταριάτου, ένα νιτσεϊκό σχήμα ανεστραμμένο.
Τον Αύγουστο του 1907 ο Α. Ντέλος (Αλέξανδρος Δελμούζιος) παρουσιάσε στο
περιοδικό «Ο Νουμάς» το βιβλίο του Σκληρού, προσκαλώντας τους δημοτικιστές να
πάρουν θέση. Πρώτος απάντησε ο Στέφανος Ραμάς (Μάρκος Τσιριμώκος), μετά ο Μ.
Ζαβιτζιάνος και στο τεύχος της
28/10/1907 ο Πέτρος Βασιλικός (Κώστας Χατζόπουλος). Αργότερα πήραν μέρος στη
συζήτηση ο Ιδας (Ίων Δραγούμης), ο Γ. Σκληρός, ο Π. Βλαστός, ο Ν. Γιαννιός, ο
Φώτης Πολίτης, κ.α. Δημιουργήθηκαν βασικά δύο στρατόπεδα, των σοσιαλιστών και
των εθνικιστών, η διένεξη, σε πολιτισμένο πάντα επίπεδο, συνεχίστηκε για δύο
χρόνια κι έληξε με τις εξελίξεις του κινήματος στου Γουδή.
Το κείμενο που παραθέτουμε σήμερα είναι η πρώτη δημόσια μαρτυρία της
προσχώρησης του Κώστα Χατζόπουλου στο σοσιαλισμό, γι΄αυτό και το θεωρούμε
σημαντικό. Η ανάλυση του Χατζόπουλου αντικατοπτρίζει τη συνολικότερη στάση απέναντι
στην κοινωνική αλλαγή που ακολουθούσε τότε η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, η
οποία εξαιτίας των ιδιαίτερων συνθηκών της ανάπτυξής της είχε προσανατολιστεί
οριστικά στη νόμιμη δράση μετατοπίζοντας σε ένα αόριστο μέλλον την επαναστατική
ανατροπή. Άξια προσοχής η τρίτη σημείωση όπου ο Χ. υπενθυμίζει ότι … « όταν λέω
επανάσταση, δεν εννοώ να πάρη ο λαός τα όπλα στα χέρια. Μεταχειρίζομαι τη λέξη
στη νεώτερη κοινωνική της σημασία».
Γ. Χ.
|
Στη
φωτογραφία ο Κώστας Χατζόπουλος στο γραφείο του, έργο της συζύγου του Sanny
Häggman, από το αρχείο μου. |
Ο ΝΟΥΜΑΣ 28 Οκτωβρίου 1907
ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΑΣ ΖΗΤΗΜΑ
Είναι νόμοι κοινοί σε όλα τα
επαναστατικά κινήματα, που σηκώνονται κατά σάπιων καθεστώτων και προσβάλλουν
αποκτημένα συμφέροντα, να παραπονούνται από τους αντίθετους, να διαστρέφονται,
και να συκοφαντούται. Παράδειγμα το γλωσσικό μας ζήτημα. Το πολύ ή λίγο κοινό,
που είχε πάρει μια φορά είδηση από το περιοδικό «Τέχνη», ενόμιζε με τα σωστά
πως ο πραγματικός τίτλος του είταν το «Μαστοροσύνη», καθώς βαφτίστηκε
χλευαστικά από τον καθημερινό τύπο. Και υπάρχουν ακόμα άνθρωποι, σοβαροί και
σεβαστοί κατά τ’άλλα, που πιστεύουν πως στη μετάφραση της Ιλιάδας του Πάλλη
βρίσκονται πράγματι οι εκφράσεις οι παραστημένες από κακόβουλους πολέμιους της
δημοτικής γλώσσας. Παρόμοιο θύμα έπεσε, μου φαίνεται, κι΄ο φίλος μου Στέφανος
Ραμάς στο άρθρο του, που δημοσίευσε σ΄αυτές τις στήλες για το βιβλίο του
Σκληρού «Το κοινωνικό μας ζήτημα». Δεν είναι το πρώτο ούτε το μόνο θύμα. Όποιος
θελήση ν’ αντιληφθή το πνεύμα του σοσιαλιστικού κινήματος και να γνωρίση την
αληθινή, ηθική και πρακτική βάση του από τον αστικό ευρωπαϊκό τύπο, ή από
κοινωνιολόγους της ίδιας τάξης, θα το υποπτευθή, θα το φοβηθή, θα το
αποτροπιασθή φυσικά χάρις στην αντίθετη όψη, στην παραμόρφωση που του δίνουν
στενές οπισθοδρομικές αντιλήψεις και προπαντός αντίθετα συμφέροντα.
Μια από τις αντιρρήσεις, που φέρει του
Σκληρού ο επικριτής του, είναι η αμφιβολία του – δανεισμένη από τα βιβλία ως
ομολογεί – αν εξέλιξη και πρόοδο είναι το ίδιο πράγμα, όπως τη εννοεί ο Σκληρός. Παραξενεύομαι
αληθινά πως μπορεί δημοτικιστής να εκφράση παρόμοια αμφιβολία. Ας μου επιτρέψει
μια ερώτηση: Που στηρίζομε εμείς οι δημοτικισταί τη γλωσσική μας επανάσταση;
Όχι αλλού, θαρρώ, από το νόμο της εξέλιξης. Τι μας κατηγορούν οι αντίθετοι; Πως
καταστρέφουμε τον εκπολιτισμένο προγονικό θησαυρό μας, τη γλώσσα του Αισχύλου
και του Πλάτωνος. Όσο είναι βάσιμη η κατηγορία αυτή των πολέμιών μας, άλλο τόσο
βάσιμες είναι και οι γνώμες, που φέρνει ως επιχείρημα ο φίλος μου, πως δήθεν «η
πάλη των τάξεων οδηγεί στο χαμό του τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.» Και τον ρωτώ πάλι: Φαντάζεται πως μπορεί να μπη φραγμός κανένας
στην επικράτηση της ζωντανής μας γλώσσας, πως τα αντίθετα συμφέροντα των λίγων
καθαρευουσιάνων κι ο αταβιστικός φανατισμός των πολλών υπνωτισμένων απ’ αυτούς,
θα μπορέσουν να νικήσουν το φυσικό νόμο της εξέλιξης της γλώσσας; Έτσι και με
την κοινωνική επανάσταση του καιρού μας. Νόμος φυσικός· οι κοινωνικές μορφές
είναι υποκείμενες σε αδιάκοπη μεταβολή. Το φεουδαλικό καθεστώς άλλαξε κατ’ ανάγκη
σε αστικό. Από τον ίδιο αμετάτρεπτο φυσικό νόμο, τούτο τείνει πάλι ν’ αλλάξη σε
νέα μορφή. Ποια θα είναι αυτή, δεν το ξέρομε· αφότου ο σοσιαλισμός, από
ουτοπικός που ήταν πριν του Μαρξ, έγινε πλέον καθαρά πρακτικός, κανένας σοβαρός
μαχητής του δε σκοτίζεται για τη μέλλουσα κοινωνική όψη. Για την ανατροπή, για
την αλλαγή πολεμά, αφίνοντας στην εξέλιξη να ορίση τη μορφή της. Έτσι εξέλιξη
και πρόοδος καταντάν ένα και το αυτό. Όπως και με τη γλώσσα έτσι και με το
κοινωνικό καθεστώς. Κάθε εποχή έχει ή πολεμά να λάβη τη γλωσσική και κοινωνική
μορφή που της χρειάζεται. Από την αναπόδραστη φυσική ανάγκη της αλλαγής πηγάζει η πάλι, το όργανο, με το οποίο
γίνεται η εξέλιξη. Το αντίθετό της ταυτόσημο με τη στασιμότητα· μούχλα,
βαρβαρότητα, κινεζισμός, πάτριοι και καθαρεύουσα. Απορώ πράγματι πως ο
επαναστάτης στο ένα ζήτημα, το γλωσσικό, μεταμορφώνεται άξαφνα στο άλλο, δίχως
να φαντάζεται, σε οπισθοδρομικό και ζητά να βάλη φραγμό σ’ ένα νόμο της ζωής,
από το δισταγμό μήπως αυτός τραβά στην καταστροφή.
* * *
Ο Ραμάς, μη θέλοντας να επεκτείνη
και στην κοινωνία την ισχύ του νόμου στον οποίο στηρίζεται ως γλωσσικός
επαναστάτης, χάνει την επιστημονική βάση, που θέλει να στέκη πάντα, και
κατηγορεί το βιβλίο του Σκληρού πως δεν έχει τοπικό χαρακτήρα. Αν και μπορώ να
το βεβαιώσω πως δεν είναι βάσιμες οι πληροφορίες του, πως ο συγγραφεύς του
«Κοινωνικού μας ζητήματος» δεν πάτησε ποτέ το πόδι του στην Ελλάδα, εν τούτοις,
και αληθινό αν ήταν αυτό, είναι τόσο άσχετο με την επιστημονική έρευνα του
κοινωνικού ζητήματος, όσο και το ότι ο Ψυχάρης δε ζη στην Ελλάδα και δεν ξέρει
δήθεν τη γλώσσα, όπως του λεν οι αντίθετοι, με την ίδια έποψη του γλωσσικού.
Για έναν παρατηρητή και κριτή, που έχει
βάση τη μαρξιστική υλιστική αντίληψη της ιστορίας, η χώρα μας δεν αποτελεί
γωνία γης αποκομμένη από τον άλλο κόσμο και υπαγόμενη σε ιδιαίτερους νόμους
κοινωνικής εξέλιξης. Τους λόγους, που αυτή μένει πίσω από άλλες ευρωπαϊκές
κοινωνίες, μας τους έδωσε ο Σκληρός στο βιβλίο του με σαφήνεια και μέθοδο που
δεν ξέφυγαν την εκτίμηση του Ραμά. Για το Σκληρό, ως και για κάθε μαρξιστή, το
έθνος μας, σα νεώτερο αστικό κράτος, υπόκειται αναγκαία στο νόμο της εξέλιξης,
που τραβούν όλες οι νεώτερες αστικές κοινωνίες. Όσο η ελληνική κοινωνία
αναπτύσσεται κάτω από συνθήκες ανάλογες με τις όμοιες της ευρωπαϊκές, όσο τα
παραγωγικά της μέσα τείνουν να εξομοιωθούν με τα ίδια μέσα των πολιτισμένων
κρατών, με τα οποία έρχεται ολοένα σε στενότερη επικοινωνία, είναι νόμοι
φυσικοί να τραβήξη κι αυτή παρόμοιο δρόμο εξέλιξης, όσο μάλιστα οι
κληματολογικές, γεωγραφικές και γεωλογικές συνθήκες της δεν είνε τέτιες, ώστε
νάποκλείσουν την εφαρμογή του ίδιου
νόμου και σ΄αυτή. Αυτή είναι η μαρξιστική θεωρία, η ανυπέρβλητη ως την ώρα
πολιτικοοικονομική αλήθεια, εξορισμένη βέβαια από τα πανεπιστήμια ( * ), όπως
κ΄η ζωντανή γλώσσα από το δικό μας, όμως κυρούμενη από τη ζωή την ίδια, από τη
μεταμόρφωση που συντελείται μπρος στα μάτια μας στον κόσμο. Όταν ο Μαρξ
εδημοσίευσε, προ 40 χρόνων, τον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» του, η Γερμανία
βρισκόταν ακόμη στο γεωργικό της στάδιο κ’ η βιομηχανία της Αμερικής είταν στα
πρώτα βήματά της. Τώρα η πρώτη συναγωνίζεται και η τελευταία επροσπέρασε την
Αγγλία, όπου ο μεγάλος επαναστάτης της πολιτικής οικονομίας εσπούδασε τη δύναμη
του κεφαλαίου και αποκάλυψε τους νόμους του. Σύμφωνα μ’ αυτούς νέα Αγγλία
ανασταίνεται στις μέρες μας στη μακρυνή Ανατολή, το παλιό κοινωνικό καθεστώς
ανατρέπεται στη Ρωσία, η βιομηχανία απλώνεται κι ανθεί απ΄άκρη σ΄άκρη στους
γιαλούς του Δούναβη και ξαναγυρνώντας στην Ιταλία την ξανανιώνει. Η Αίγυπτος,
το Αλγέρι, το Κόγκο, η Νοτ. Αφρική προσκυνάν το «Κεφάλαιο», το Μαρόκο
διαφεντεύεται απ΄ αυτό μ΄αίμα και σίδερο, κ’ η Περσία του κάκου πολεμά να του
αντισταθή. Ο νόμος του βασιλεύει στον
Καναδά και στο Μεξικό και φοβερίζει να βάλη χέρι και στο οικονομικό έρπιο της
Κίνας. Σέρνει τους πολωνούς αγρότες στη σιδηροβιομηχανία της Βεστφαλίας, τους
Σλοβάκους στ΄ανθρακορυχεία της Πενσυλβανίας, τους κούλι της Κίνας στα
χρυσωρυχεία της Νότιας Αφρικής, ξυπνά σε ζωή καινούργια ένα σωρό έθνη και πλήθη
εργαζόμενα και υποφέροντα τα κάνει ν΄ανανοούνται, να ρίχνωνται μοιραία κι
ακράτητα στον αγώνα των τάξεων που συνταράζει τον πολιτισμένο κόσμο.
Κατ΄αυτά λοιπόν, ένας επιστημονικός
παρατηρητής μπορεί και από τα πρώτα συμπτώματα
μιάς καπιταλιστικής επίδρασης σ’ έναν τόπο, προοδευμένο κοινωνικώς
λιγότερο ακόμα κι από την Ελλάδα, να προβλέψη πως αργά ή γρήγορα η πάλη των
τάξεων θα ξεσπάση σ΄αυτόν, ως αναγκαία συνέπεια της πίεσης που εξασκεί το
κεφάλαιο στην εργαζόμενη τάξη, στην κυρίως δηλ. παραγωγική δύναμη.
Σ΄αυτά απάνω στηριζόμενος κι ο Σκληρός
έρχεται και μας λέει: Άλλος τρόπος να κινηθούν τα στεκούμενα νερά της
ρωμιοσύνης δεν υπάρχει από το ξύπνημα της εργαζόμενης τάξης. Έτσι μόνο το
ελληνικό έθνος μπορεί ν΄αναλάβη τον αληθινό αγώνα της ζωής, μπορεί να μπη στο
δρόμο του εκπολιτισμού και να συμβαδίση με τα προοδευμένα κράτη της Ευρώπης. Ο
Σκληρός φαντάζεται τον πολιτισμό όχι σαν κάτι πάγιο, αμετάλλαχτο, στάσιμο.
Καθένας που γνώρισε, εννοώ που είδε κάτω από τα φαινόμενα, μια προαγμένη
ευρωπαϊκή κοινωνία, είναι πεισμένος πιά πως η ευημερία κ η πρόοδος των εθνών
δεν προέρχεται από την καλή θέληση μιάς άρχουσας τάξης, αλλ΄απ΄το φώτισμα του
πλήθους του λαού, απ΄ τη προσπάθεια του να μην αφίνεται να το διοική αυτή η
τάξη σύμφωνα με τα συμφέροντά της μόνο, αλλά με τον όγκο, με την αξαίνουσα
ολοένα δύναμη του να της επιβάλη την αναγνώριση των δικαιωμάτων, που έχει κι
αυτός στη ζωή και στην απόλαυσή της, ως εργαζόμενη τάξη, ως κύριο παραγωγικό
στοιχείο.
Απάνω εδώ γελιέται ο φίλος Ραμάς. Ενώ
απ’ τόνα μέρος βλέπει πως η Γερμανία το μεγαλείο της το χρωστά στη βιομηχανία
της και δε φαντάζεται, όπως άλλοι, πως μόνο η καλή θέληση του Κάϊζερ είν’ αφορμή
του, απ’ τάλλο τ ο λ μ ά να πη τη γνώμη πως ο Κάϊζερ και η κυνέρνησή του θα
φρόντιζαν για την εργατική τάξη κι αν ακόμα δεν είχε αυτή οργανωθεί σε τέτοια
πολιτική δύναμη με τέτοιο αρχηγό, ως ο Μπέμπελ.
«Με λύπη έρχομαι να βεβαιώσω πως καμμιά
από τας απαιτήσεις της Φραγκφούρτης δεν υιοθετήθηκε από την κυβέρνηση, δεν
έγινε νόμος του κράτους.»
Είναι λόγια που τα είπε προχθές στον
υπουργό του Κάϊζερ όχι κανένας γερμανός σοσιαλ-δημοκράτης, μα ο Μπέρενς,
αντιπρόσωπος του κόμματος των
χριστιανικά οργανωμένων εργατών. Έτσι φροντίζει ο Κάϊζερ κ’ οι υπουργοί του,
όταν τους παρακαλούν μόνο χριστιανικά, όπως θα φροντίση κι ο δικός μας υπουργός
για τους απεργούς του Πειραιώς, που του φιλούσαν προχτές τα πόδια, αν δεν
ξανανταριασθούνε. Πως τους θέλει τους εργάτες και το λαό του εν γένει ο Κάϊζερ,
μας το δείχνουν οι νόμοι του που βγάζει. Κι αν η Γερμανία τραβούσε το δρόμο που
θέλει ο Κάϊζερ κ’οι φεουδάλοι γιούνκερ, αν η αντίδραση των φιλελευθέρων και της
σοσιαλιστικής δημοκρατίας δεν επηρέαζαν την πολιτική και την κοινωνική ανάπτυξή
της, θα κινδύνευε, αργά ή γρήγορα, να σημειώση στην ιστορία της δεύτερη
καταστροφή σαν της Γένας προ εκατό ετών, ή σαν της Γαλλίας στα 70. Τη σαπίλα
της Πρωσσικής μοναρχίας σύντριψε το σπαθί του Ναπολέοντος στη Γένα, τη
μοναρχική εξαχρείωση του Λουδοβικού Βοναπάρτη οι πρωσσικές μπαγιονέτες στο
Σεδάν, την ίδια διαφθορά της ρωσσικής αυτοκρατορίας οι Ιάπωνες στη Ματζουρία.
Όχι τους λαούς τους ίδιους. Αυτούς ο εξωτερικός εχθρός, χτυπώντας τον εσωτερικό
εχθρό τους, τους ξαναγέννησε. Εμείς μονάχα δεν το νοιώσαμε προ δέκα χρόνων.
Γιατί; Ρωτώ το φίλο μου Ραμά και καρτερώ απάντησή του από τη δική του άποψη.
* * *
Αυτά μας λέει η ιστορία κ’ η μελέτη
της χωρίς προλήψεις. Ζωή είναι η κίνηση και κίνηση η εξέλιξή της. Όχι συντήρηση
του σάπιου καθεστώτος, αλλ’έφεση προς αλλαγή, πάλη συνειδητή γι’αυτή, θάρρος
και σθένος, αψηφισιά κινδύνων και θυσίας.
Το αντίθετο κινεζισμός, πάτρια,
καθαρεύουσα. Ή μη θαρρείτε πως απέχομε πολύ στη γενική αντίληψη της ζωής απ’
τους κινέζους; Μην αφήνετε, αν μπορείτε, το σωβινισμό να θολώση την κρίση σας,
ρίξετε γύρω μια ματιά στο έσωθε της κοινωνίας μας, στο πνεύμα της, όχι στο
εξωτερικό της λούστρο, βάλτε το χέρι στην καρδιά και πέστε. Τους
υπνωτισμένους, τους ησυχαστάς, που
βλέπουν συνέχεια του αρχαίου πολιτισμού στο σημερινό ρεζιλίκι, που κοκετάρουν
με τ’ αρχαία δράματα στο Στάδιο, ή παρωδούν γελοία και θλιβερά τους Δημοσθένεις
στα μπαλκόνια και στο βήμα της βουλής, ούτε τους λογαριάζω. Στους λίγους
τίμιους μιλώ, στους δουλευτές για τον πολιτισμό, στους δημοτικιστές
επαναστάτες.
Ναι, ναι , δεν είμαστε πολύ μπροστά
από τους Κινέζους. Κανένας άλλος ευρωπαϊκός λαός δεν εξελίχθηκε κοινωνικώς
λιγότερο από το δικό μας. Οι γείτονές μας στα Βαλκάνια μας προσπέρασαν πολύ. Το
ξέρω τι θα μου απαντήση ο Ραμάς; Η γλώσσα. Οι βούργαροι και οι ρωμούνοι έχουν
γλώσσα· μορφώνονται πιο ανθρωπινά· δεν πνίγουν το πνεύμα και τη δροσιά της
νιότης στους κανόνες μιάς νεκρής γραμματικής. Βέβαια κι αυτό, αλλ’ όχι αυτό
μονάχα. Ο βούργαρος, ο σέρβος, ο ρουμάνος δεν τρέμει τη ζωή, την κίνηση, την
αλλαγή. Δέστε τα βουλευτήριά τους. Ριζοσπάστες, προοδευτικοί, σοσιαλδημοκράτες.
Εβγάτε στα πανεπιστήμια, στα πολυτεχνεία, στα κονσερβατόρια της Ευρώπης. Πόσες
βουργάρες, ρουμανίδες και σερβίδες θαύρητε να σπουδάζουν; Εκατοντάδες. Και οι
ελληνίδες; Δεν ξέρω αν θα χρειασθής και των δυό χεριών τα δάχτυλα να τις
μετρήσης. Και το απελπιστικώτερο: με συνοδεία της μάννας πάντα! Αυτός ο φόβος
της ζωής, στ’άτομα και στο σύνολο. Παρόμοιο παράδειγμα νέου ανέφερε τις
προάλλες στο «Νουμά» ο Α. Ντέλος. Ο φόβος κι ο τρόμος της ζωής παντού· μα με
τέτοια ένστιχτα μεσαιωνικά αυτή μπροστά δεν πάσει. Ο πολιτισμός σε μια κοινωνία
δεν έρχεται χωρίς αυθυπαρξία, αυτοσυντήρηση και αυτοπεποίθηση του ατόμου.
Υλικοί όροι και ανάγκη θα συντελέσουν βέβαια σ’αυτό κατά πρώτο λόγο και αυτά
δεν αναπτύχθηκαν ακόμα στην Ελλάδα σε βαθμό ώστε να ξεσπάσουν αναπόδραστα, όπως
και σ’ άλλες κοινωνίες. Με το στανιό βέβαια κανείς δε θέλει, ούτε θα μπορέση να
τα φέρη, όμως όπου χαράζουν τέτια σημάδια εξέλιξης, ανατροπής, προόδου, εκείνος
που αγαπά την πρόοδο οφείλει να τα προστατεύση, να τ’ αγκαλιάση.
Όπου βλέπετε επανάσταση, ώ επαναστάτες,
απ’ αυτή αδραχθήτε, βοηθάτε τη, γιατί αυτή και μόνο θα βοηθήση και το δικό σας
σκοπό, θα σας φέρη τη νίκη. Αυτό θέλησε να πη ο Σκληρός στους Δημοτικιστάς.
* * *
Όταν βλέπω ξέσπασμα, φίλε μου Ραμά,
δεν κάθουμαι να ψιλοκοσκινίζω αν είναι αληθινή ή ψεύτικη η αιτία. Για να
ξεσπάση κατιτί, θα πη ότι πιέζεται. Τι λεν οι καλλίτεροι του τόπου μας δεν με
κόβει: Οι καλλίτεροι λένε και για τη γλώσσα, που έκαμες σύλλογο συ να την
ξαπλώσης, πως είναι ψεύτικη, εφεύρεση και κατασκεύασμα του Ψυχάρη και λίγων
αιρετικών ή πληρωμένων με ρούβλια.
Η ελληνική βιομηχανία είναι ψεύτικη, μη
βιώσιμη και καλλίτερα, κατά τους καλλίτερους, να μην υπάρχη. Πάντα το τι έπρεπε
και τι θα ήταν το καλλίτερο κι όχι το τι υπάρχει, το δοσμένο, το πραγματικό, εκείνο που μου
έφερε η ζωή, ο δρόμος των πραγμάτων. Για με το γεγονός είνε πως, αληθινή ή
ψεύτικη, αυτή η βιομηχανία μου έφερε μια σειρά απεργίες, σύμπτωμα αλάνθαστο το
πως πιέζονται συμφέροντα τάξης εργαζόμενης, διαμαρτύρηση της εργασίας της
ίδιας, βεβαίωση της θεωρίας, της αλήθειας, του νόμου, κατά το οποίον
εξελίσσεται κάθε αστική νεώτερη κοινωνία.
«Απεργία, στάση, κατάλυση των
νόμων!» φωνάζει ο συντηρητικός, ο οπισθοδρομικός, που τρέμει τη ζωή, την
αλλαγή, ή ζημιώνονται από την τελευταία τ’ αποχτημένα του συμφέροντα. «Κίνηση,
αλλαγή, ζωή! Κάτω ο νόμος ο θετός, που θέλει την κατάλυση του ακατάλυτου
φυσικού νόμου: πως οι θετοί νόμοι είναι για την εποχή που τους υπαγόρευε μονάχα
κι όχι για τον αιώνα το άπαντα», του απαντά ο προοδευτικός, έχοντας με τη γνώμη
του κ’ έναν απ’ τους χειρότερους, μήτε τους μικρότερους, τον Γκαίτε. «Νόμοι και
δίκαιο κληρονομιούνται σαν αιώνια αρρώστεια· σέρνονται από γενιά σε γενιά κι
από τόπο σε τόπο· η λογική καταντά παραλογισμός, η ευεργεσία μάστιγα. Αλοί σου
ότι είσαι απόγονος!» σαρκάζει ο Μεφιστόφελης και ο καθηγητής Κρουμπάχερ
επιγράφει το ρητό στην πραγματεία του για τη δημοτική μας γλώσσα.
Η διαμαρτύρηση μ’ ενδιαφέρει εμέ
λοιπόν, η κίνηση κι όχι τι λεν τα σκουριασμένα, τα βυζαντινά κεφάλια των
καλλίτερων. Ως οιωνό τη χαιρετώ, σαν πρώτο γλυκοχάραμα ενός ζωτικού αγώνα, που
προφυλάει από τη στασιμότητα όλα τα έθνη όπου τελείται. Αντίθετα με το φίλο μου
Ραμά, εγώ δε φοβάμαι πως θα μας ρίξη σε μαλλώματα ή δεινά χειρότερα από τα
σημερινά, μα εξεναντίας ελπίζω, είμαι βέβαιος πως όταν γίνη σ υ ν ε ι δ η τ
ή αυτή η πάλη, όπως και στ’ άλλα έθνη,
θα δώση τέλος στ’άγονο αλληλογάγωμα του λαού για ξ έ ν α συμφέροντα, στο άκαρπο κι ανώφελο χύσιμο
αίματος για το Μερκούρη και τον Κατραούρα, θα οδηγήση τον αγώνα του στο αληθινό
κι αντάξιο δρόμο: στον πόλεμο κατά της σπείρας των πλουτοκρατών που
εκμεταλλεύεται ως τώρα το α π ο κ ά ρ ω μ ά του. Όποιος φοβάται το αντίθετο, θα
πη ότι δεν ξέρει την ηθική και λογική βάση αυτής της πάλης, τα ειρηνικά και
εκπολιτιστικά μέσα και το σκοπό της, που μόνον τα κεφάλια θέλει να φωτίση, την
εργασία και το δίκιο της να προστατεύση. Όσοι φαντάζονται τ’ αντίθετα και άλλα
φοβερά και τρομερά, γελιούνται, όπως και με τους μαλλιαρούς οι υπνωτισμένοι κ’
οι ψευτοπατριώτες.
* * *
Αν η χώρα μας έχει τα στοιχεία να
γίνη μ ε γ ά λ ο κέντρο βιομηχανίας ή όχι, ξεφεύγει από την ειδικότητά μου να
το προφητέψω. Πρώτες ύλες, μας λείπουν, λέει ο Ραμάς. Ως τόσο εγώ διαβάζω στην
«Ακρόπολι» (29 Σβρ. 07) σε μιά μελέτη του μηχανικού Α. Κουσίδη για τη
σιδηρομηχανία στην Ελλάδα, πως η χώρα μας έβγαλε τον περασμένο χρόνο 800 χιλ.
τόνους μεταλλεύματα σιδήρου, το μισό δηλ. ποσό απ’ ότι βγάζει η Ελβετία, για
την οποία η σιδηροβιομηχανία είνε ένας από τους σπουδαιότερους πλουτολογικούς
παράγοντες. Κατά τη γνώμη του ίδιου ειδικού, όλη η ανατολική Ελλάδα είναι
γεμάτη σίδερο και περιμένει τον επιχειρηματία να την εκμεταλλευθή. Έπειτα, πως
ο τόπος μα ς έχει ορυκτά μεταλλεύματα, είναι γνώμη που πολλοί, ειδικοί και μη,
την έχουν και τόσες δηλώσεις και παραχωρήσεις μεταλλείων απ’ το κράτος δεν
πιστεύω να είναι όλες γέννημα φαντασίας, σαν του συνταγματάρχη πεθερού του
δραματικού ήρωα του Νιρβάνα.
Και τ’ ανθρακωρυχεία, της Κύμης λ.χ.,
έχουν στα έγκατά τους μόνο το κάρβουνο που βγάζουν σήμερα, ή η παραγωγή του
βαμβακιού στην Κωπαϊδα θα μένη τόση πάντα και δεν μπορεί να επεκταθή κι αλλού,
όταν κι ο ρωμιός συνηθίση να κινητοποιή τα μικρά ή μεγάλα κεφάλαια κι όταν, με
την πυκνούμενη ολοένα επικοινωνία με την Ευρώπη, έμπουν κατ’ανάγκη ξένα τέτια
πιο πολλά στον τόπο; Και οι βιωτικές ανάγκες μας μη θα μας λείψουν; Απεναντίας
η πρόοδος στον πολιτισμό θα μας γεννά νέες πάντοτε και το κεφάλαιο, που νόμος
του είναι να ζητά το κέρδος κ’ έδαφος γι’ αυτό γυρεύει, θα μας αναπτύσση διαρκώς
όλο και νέες. Παράδειγμα η κατάκτηση της μπίρας στην Αθήνα. Η λογική λοιπόν κ’
η αντικειμενική εξέταση των πραγμάτων μας λέει πως η βιομηχανία, μικρή μεγάλη,
θα αναπτύσσεται ολοένα στην Ελλάδα.
Αλλά η γνώμη των καλλίτερων είναι να
λείψη η βιομηχανία. Ορίστε ! Ας εμπόδιζαν τον Κλωναρίδη να μας μπάση τη μπίρα.
Οι οινωπαραγωγοί ταράχθηκαν· με το δίκιο τους. Μα ποιος τους ακούει; Όσο τους ακούν
και στη Γαλλία, που επαναστάτησαν για τον ίδιο λόγο. Κακό, μα γεγονός· η φορά
των πραγμάτων δεν ξέρει φραγμούς, τους σπάζει. Κ’ εμείς ενώ απ’ τόνα μέρος πασχίζομε
να συγκοινωνήσωμε και σιδηροδρομικώς με την Ευρώπη, απ’ τάλλο θέλομε ν’αντισταθούμε
στην εξέλιξη, που θα μας φέρη κατ’ ανάγκη η στενότερη συνάφειά μας με τον
πολιτισμό της. Τότε κόψτε την Ελλάδα απ’ τον άλλο κόσμο, αν θέλετε κι αν μπορήτε.
Κινέζικη τακτική, όμως μόνο μ’ αυτή θ’ αποφύγετε το νόμο που φοβάστε, την
κυριαρχία δηλ. του κεφαλαίου, το σημερινό πολιτισμό της Ευρώπης, τον οποίο
φοβάστε πάλι απ’ τάλλο μέρος πως ο σοσιαλισμός θα το οδηγήση στο χαμό του. Ο
πολιτισμός αυτός, θέλοντας ή μη, θα σας κατακτήση. Αν σας αρέσει, γιατί τον
τρέμετε; Αν όχι, βοηθήστε τότε το σοσιαλισμό να τον αλλάξη. Μόνον αυτός χτυπά
το κακό στη ρίζα.
* * *
Να καλέσωμε, αν είναι δυνατόν, πληθυσμούς από τις πόλεις στους αγρούς!
Ποιος λέει όχι; βρέστε μοναχά τον τρόπο. Με ευχές και λόγια τους καλούν ολοένα
οι γαιοκτήμονες και στη Γαλλία και στη Γερμανία. Μα λογαριάζουν δίχως το
κεφάλαιο. Αυτό μαζεύεται όπου κέρδος πιο πολύ και τόκος. Κι αυτά τα βρίσκει ευκολώτερα
στη βιομηχανία. Το κεφάλαιο είναι που τραβά τους εργάτες των αγρών στις πόλεις.
Κι οι δικοί μας αγροί είναι, αλήθεια, δίχως χέρια. Αλλά ποιος μπορεί να τα
κρατήση να μη φύγουν στην Αμερική τα χέρια; Το μικροκεφάλαιο στις επαρχίες δεν
τρελλάθηκε να ριψοκινδυνέψη στην καλλιέργεια χωραφιών. Πίο καρποφόρα και πιο
σίγουρα είναι τα προστυχίσματα και τα μικροδάνεια στους ψωροκτηματίας. Τα
πρωτογενή παραγωγικά μέσα στους ελληνικούς αγρούς δεν ανταποκρίνονται στην
εποχή μας. Αν έχετε, ρίξτε κεφάλαια σ’αυτούς και θα βρεθούν τα χέρια, όπως
βρίσκονται και στη βιομηχανία. Με ευχές και γνώμες των καλλίτερων δεν γυρνούν
τα χέρια στους αγρούς. Βάση πραγματική ας μου δώσουν οι καλλίτεροι, όχι λόγια.
Σε ιδεολογίες θαλασσώνουν οι αστικοί μας πλουτολόγοι.
Έπειτ’ απ’ αυτά ο πρώτος πλουτολογικός
παράγοντας στην Ελλάδα είναι και π ρ έ π ε ι νάναι, κατά το Ραμά, η γεωργία και
κτηνοτροφία. Γεωργία και κτηνοτροφία σε μια χώρα κατ΄εξοχήν ορεινή. Και τη
θάλασσα, που περιβρέχει τα τρία τέταρτα απ’ τα σύνορά της, την ξεχνά. Ξεχνά πως
την ανάπτυξή μας, μικρή ή μεγάλη, τη χρωστούμε κατά πρώτο λόγο στο ναυτικό μας
εμπόριο. Γεωργία και κτηνοτροφία, πατριαρχικό, φεουδαλικό καθεστώς,
κατσαμπασίστικος ευλαβής πόθος. Εκεί θέλομε να περιορίσομε την ανάπτυξη ενός
λαού, που διεκδικεί την εκπολιτιστική υπεροχή στην Ανατολή. Αλλά και γεωργικό
αν είταν μόνο το μέλλον της χώρας μας, στην εποχή που ζούμε, αυτό δεν μπορούσε
να γίνη παρά μόνο με τη μεγάλη καλλιέργεια, τις μηχανές, τα τεχνικά έργα, δηλ.
με το κεφάλαιο, το οποίο, όπου πατήση έχει τους ίδιους νόμους ανατροπής του
καθεστώτος (συγκέντρωση του σε λίγα χέρια, αφανισμό συνεπώς της μεσαίας τάξης,
μετατροπή του μικροεπαγγελματία ή μικροκτηματία σε προλετάριο), εξάλλου πάλι
για την ώρα θέλομε σιδηροδρόμους, ηλεκτρικά τραμ και φώτα, σχολεία, μέγαρα,
στάδια, πλατείες, πάρκα, δρόμους, βιβλία, εφημερίδες, αφίνω τ’ άλλα χρειώδη της
καθημερινής ζωής. Μα όλα αυτά ποιος τα παράγει; Οι αγρότες ή οι κτηνοτρόφοι;
Εργάτες, προλετάριοι δεν είναι αυτοί που κάνουν και δουλεύουν στους
σιδηρόδρομους, που χτίζουν τα σπίτια, που τυπώνουν τα βιβλία, ακτήμονες και
αποχειροβίωτοι, καθώς κι ο εργάτης της φάμπρικας και του Λαυρίου, ο ναύτης του
καραβιού, ο φορτωτής, ο δουλευτής του μώλου; Και ακτήμονες δεν είναι οι
χιλιάδες που μεροδουλεύουν στους μικροκάμπους της Πούμελης και του Μωριά, οι
περβολάρηδες της Κέρκυρας, οι ψαράδες των γιαλών, οι σφουγγαράδες της Ύδρας;
Αφήνω τους δουλοπάροικους των τσιφλικιών της Θεσσαλίας.
Όλοι οι απόκληροι αυτοί, οι
παραμελημένοι, οι πιεζόμενοι, οι εκμεταλλευόμενοι, που ζουν σ΄αμάθεια και
πνευματικό σκοτάδι και απελπιστικού βαθμού στερήσεις ( ** ) δεν είν’έδαφος
αρκετό για μια διαφωτιστική, αναμορφωτική προπαγάνδα; Το υλικό αυτό δεν είναι
ικανό ν’ανάψη μιά επανάσταση ( *** ), που να φέρη τη ζωή, την κίνηση του
πνεύματος στον τόπο; Ή περιμένομε αναμόρφωση από την καλή θέληση των ατόμων που
τους κυβερνούν, από τους άρχοντες, την τάξη δηλαδή που τους εκμεταλλεύεται και
τους πιέζει; Από τ’απάνω αναμόρφωση ποτέ και πουθενά δεν ήρθε. Μας το λέει η
ιστορία. Ή μην προσμένομε κ’εμείς τον
υπουργό, που βλέποντας το λογικό, θα μπάση άξαφνα τη ζωντανή γλώσσα στην
παιδεία, ή τον άλλον που θα ξυπνήση μέσα του η αγαθή θέληση να καλοδιοικήση το
κράτος; Σε συμφέροντα βαθειά είναι ριζωμένα τα κακά. Εύκολα οι πάτριοι δεν
παραδίνουν την κυριαρχία, τη λεία που νέμονται με τον υπνωτισμό του πλήθους.
Και το συμφέρον εκείνων που μας κυβερνούν είν’ ακριβώς αυτή η κακοδιοίκησή μας.
Ο ανισόσκελος προϋπολογισμός πρώτος και κύριος πλουτολογικός παράγοντας των. Οι
μικροπόνηροι, που φαντάζεται ο Ραμάς πως διοικούν το κράτος, μονάχα κόκαλα
ξεψαχνισμένα γλύφουν.
* * *
Από τα κάτω πάντα αναγεννήθηκαν τα
έθνη κ΄οι αναμορφωταί απ΄τα κινήματα γεννιούνται πάντα. Μα οι εχθροί μας
θ΄αναπαυθούν, αν δοκιμάσωμε κ΄εμείς να κινηθούμε! Το πλήθος το ασύνταχτο, το
ανίκανο να εννοήση, θα πράξη ό,τι του σφυρίξουν εκείνοι συκοφαντικά.
Aσύνταxτο· να το συντάξωμε, αυτό είναι το
ζήτημα, το έδαφος της δράσης. Ανίκανο να εννοήση· να το φωτίσωμε, να του ανοίξωμε τα μάτια, να, ο αγώνας. Μα οι
εχθροί μας θα ρεκάξουν· ρέκαξαν κι άλλοτε και η ωφέλεια δική μας βγήκε. Αν έχομε ζωή, αγώνα πρέπει να γυρεύωμε κ'
έτοιμοι νάμαστε για τη θυσία. Σπατάλη ηθικών δυνάμεων ο ζωντανός δεν τη
λυπάται· σπόρος που σκορπισθή, άδικα δεν πάει. Ο ζωντανός πόλεμο θέλει
πάντα· ο πόλεμος φέρνει τη νίκη· κι όχι
ο δισταγμός και ο φόβος. Σάπια είναι όλα γύρω μας κ΄ιδανικά και καθεστώτα.
Σ΄αυτά, στη σαθρή και στάσιμη παράδοση
απακκουμπούν οι πάτριοι και μας πολεμούνε. Στο λαό, που για τη γλώσσα του
ξεσπαθώσαμε, είναι η μόνη ελπίδα, η μονή σωτηρία. Αλυσσωμένος είναι από τις
προλήψεις, το πνεύμα κ΄η ψυχή του πλέει στο σκοτάδι. Στο πλάϊ του είναι η τάξη
μας, όχι στους μουχλιασμένους τους αστούς, που μάταια τους χτυπάμε τη θύρα.
Μόνο ο λαός μπορεί να ενωτισθή το λόγο μας, γιατί ο λόγος μας βγαίνει απ΄την ψυχή
του. Με τη δύναμή του στήριγμά μας, ας γίνωμε απαιτητές του δίκιου μας κι όχι
να μένωμε ικέτες αφεντάδων, που μας περιφρονούν ως τώρα απ΄το ασφαλές και
χλευάζουν.
Ο φίλος μου Ραμάς έχει, λέει, σχέδιο
ενέργειας δικό του. Ας το προσμένωμε, Ένα του λέω μονάχα τελειώνοντας. Με
σχέδια και με βιβλία δεν γίνονται αναμορφώσεις. Το θαύμα το τελεί μονάχα η
εξέλιξη. Αυτή μα κράζει βροντερόφωνα κ’ εμάς. Θέληση μόνο μας λείπει ν΄ακούσωμε
την κραυγή της και δύναμη ν'απαλλαχθούμε από νεκρές παράδοσες κι από βιβλία.
Αιώνων συντηρητισμός μας δένει πνεύμα και ψυχή, θολώνοντας την καθαρή αντίληψη
του έξω κόσμου. Αν φωτισθούν τα μάτια, ως από θαύμα , θα δουν ότι στο ζήτημά
μας μιά είνε η αλήθεια: η εκτίμηση της ζωής και της ιστορίας χωρίς προλήψεις.
Αυτή μας δείχνει καθαρά ποιος είναι ο αναμορφωτικός ο δρόμος.
ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ
* Γιατί τα πανεπιστήμια είναι παντού
ιδρύματα του κράτους και τα κράτη διοικήθηκαν και διοικούνται πάντα από τις
κυριαρχούσες τάξεις, κ’ οι κυριαρχούσες τάξεις, με το δικαίωμα του ισχυρότερου
και της αυτοσυντηρήσεως, δε θα επιτρέψουν φυσικά την ακαδημαϊκή κύρωση μιάς
αλήθειας, που τους απειλεί στο παρόν και τους γκρεμίζει στο μέλλον τη σημερινή
τους επικράτηση.
** Φτώχεια δεν έχομε στην Ελλάδα, λέει ο Ραμάς, Ήθελα νάξερα πως φαντάζεται
τη φτώχεια σ΄έθνη. Φτώχεια δεν έχομε! Σαν ναν’ ευμάρεια η αποκτηνωτική
ολιγάρκεια του Έλληνα αγρότη ή εργάτη, σαν να συντελή αυτή στην ανάπτυξη της
ζωϊκής του δύναμης, σαν να μην είναι σημάδι πολιτισμού κατώτερου βαθμού το ότι
του φτάνει για προσφάγι το πράσσο κ’ οι ελιές, ή ο τσίρος κ’ η αγγουροσαλάτα!
Λαός που δεν αισθάνεται υλικές ανάγκες πρώτα, δεν θα αισθανθή ποτέ πνευματικές,
κι αναγέννηση πνευματική του τόπου μας ας μην προσμένομε, όσο αυτή δεν ‘έχει τη
ρίζα της στην ψυχή, στην πνευματική ανάπτυξη του τόπου μας. Τον κανόνα αυτό δεν
τον παρέβη κανένα έθνος,
*** Όταν λέω επανάσταση, δεν εννοώ να πάρη ο λαός τα όπλα στα χέρια.
Μεταχειρίζομαι τη λέξη στη νεώτερη κοινωνική της σημασία.