Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2021

Ο ΜΗΤΣΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ Η -ΜΟΝΑΔΙΚΗ- ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

 Έχω γράψει εκτενέστερα σε προηγούμενη μου ανάρτηση (Ο Ψυχάρης εν Aθήναις” οι συνεντεύξεις του Μποέμ - Δημ. Χατζόπουλου - Σάββατο, 3 Ιουλίου 2021) για τη μόδα των συνεντεύξεων που εισήχθηκε βασικά από τη Γαλλία στη δεκαετία του 1890 με πρωτοβουλία του Μήτσου Χατζόπουλου. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν ραδιόφωνο, τηλεόραση, κινηματογράφος, διαδίκτυο, τα μόνα μέσα πληροφόρησης και διασκέδασης ήταν ο τύπος, τα βιβλία, το θέατρο και η μουσική. Με μεγάλη οξυδέρκεια ο Δημ. Χατζόπουλος σκέφτηκε να φέρει κοντά στο αναγνωστικό κοινό την καθημερινή ζωή, την προσωπικότητα, τις απόψεις των δημιουργών της εποχής του, που δεν μπορούσαν παρά να είναι άνθρωποι των γραμμάτων, των τεχνών και του θεάτρου.

Η πρώτη από τις τέσσερις σειρές συνεντεύξεων του Χατζόπουλου δημοσιέυτηκε στην εφημερίδα “Το Άστυ” το 1893 με τον τίτλο “Σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς”. Ο θεσμός των συνεντεύξεων, παρόλο που αρχικά ειδώθηκε με δυσπιστία και σχετική καχυποψία από τον πνευματικό κόσμο και τον ελληνικό τύπο, επιβλήθηκε τελικά και καθιερώθηκε στο ελληνικό πλαίσιο σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Όπως γράφει η Βαλάντω Λάνδρου στην εξαιρετική εργασία της για το Δ. Χατζόπουλο (1) “ ...Τα συνεντευξιακά κύματα (του Μήτσου Χατζόπουλου) λειτούργησαν ως ένας τρόπος να εισακουστούν οι λογοτέχνες, αλλά και ως ένα μέσο ανάδειξης της σύγχρονης λογοτεχνίας ως συλλογικής κοινότητας όπου κυριαρχεί η ετερότητα των φωνών”.

Ο Αλ. Παπαδιαμάντης ήταν δύστροπος, μονήρης και ιδιότροπος χαρακτήρας,(2) το γεγονός ότι ο Χατζόπουλος κατάφερε να τον κάνει να μιλήσει τόσο εκτεταμένα για τη λογοτεχνία της εποχής του – έστω και με “μπαμπεσιά”, στο κείμενο παραδέχεται ότι απέκρυψε την ιδιότητά του – πρέπει να θεωρηθεί μεγάλο κατόρθωμα. Ήταν η πρώτη και μοναδική συνέντευξη του που υπάρχει καταγραμμένη. Ο Παπαδιαμάντης επίσης απέφευγε με κάθε τρόπο να φωτογραφηθεί, πράγματι σήμερα υπάρχουν όλες κι όλες πέντε φωτογραφίες του. Την πιο πετυχημένη την τράβηξε -με τα χίλια ζόρια- ο Παύλος Νιρβάνας το 1906 έξω από το καφενεδάκι στην πλατεία Δεξαμενής στο Κολωνάκι (που δεν ήταν βέβαια όπως είναι σήμερα), την παραθέτω εδώ σήμερα.
Γ.Χ.

Το Άστυ” 27/3/1893

ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Εις το μπακάλικον του Μπάρκα. - Φιλολογικόν γκιουβέτσι.
Δύο ημείς και ο κ. Παπαδιαμάντης τρεις. - Σύντομος βιογραφία του.
- Ο ονομαστικός κατάλογος του κ. Φιντικλέους εις το Πανεπιστήμιον.
Μποέμ πάντοτε. - Τα διηγήματά του. - Η Σκιάθος κατά τον κ. Παπαδιαμάντην
μικρόκοσμος. - Η γλώσσα εις το μεταίχμιον. - Τον Βαλαωρίτην περισσότερον
του Σολωμού. - Αι κρίσεις του περί των συγχρόνων.
- Εν ανέκδοτόν του

Ο κ. Παπαδιαμάντης, γνωστός Έλλην ποιητής, και εγώ, οι τρείς μας, είχομεν καθίση επί ενός τραπεζίου εις το μπακάλικον του Μπάρκα, ακριβώς παρά την βρύσιν του Λέκα.(3) Η ώρα ήτο ογδόη εσπερινή, το μπακάλικον εφωτίζετο πλουσίως δια των ραμφών του αεριιόφωτος, τα εις το βάθος του απόκρυφα δωμάτια ήσαν κατειλημμένα υπο πολυαρίθμων παρεών, αίτινες συνέκρουον ευθύμως τα ποτήρια, και ευθυμότερον, και περιπαθέστερον έψαλλον την Μυγδακιάν του Δροσίνη εφ΄ενός, και περιπαθείς αμανέδες εξ΄άλλου, ων συχνοτέρα επωδός αντήχει:
Έλα να σε κάμω μάκια
Στο λαιμό, στα γλυκαδάκια.
Ευτραφέστατος μπακαλόπαις προσήλθεν εις τας διαταγάς μας, έστρωσεν επί του τραπεζίου αντί τραπεζομανδήλου μιαν Επιθεώρησιν και μιαν Παλιγγενεσίαν, παρέθηκεν επ΄αυτής αχνίζον γκιοβέτσι, από εν πινάκιον, από εν μαχαιροπερούνιον, από μιαν αμφίβολον πετσέταν, μισήν οκάν άρτου κεκομμένου μπακάλικα, μιαν οκάν αφρίζοντος ρητηνίτου και τρία ποτήρια. Το σπαγέτον ορεκτικώτατον, ο κ. Παπαδιαμάντης εζήτησε και τυρόν μάλιστα, το κρέας τρυφερώτατον, ο ρητηνίτης γευστικώτατος, ηδονηκώτατος, και ημείς εφάγομεν ορεκτικώτατατα. Ο. κ. Παπαδιαμάντης, ο εκ νήσου Σκιάθου συγγραφεύς, ο ιδιόρρυθμος, ο εκκεντρικός, ο Μποέμ, ο Μένιππος φιλόσοφος, ο άνθρωπος των καπηλείων και των τρωγλών, ο θαυμάσιος τύπος, ο ειλικρινής χαρακτήρ, ο περιφερόμενος συχνάκις ανά τας αθηναϊκάς οδούς με το τετριμμένον και ξεθωριασμένον επανωφόριον, με τα διπλά καταρρακωμένα πανταλόνια, με την ράβδον παραμάσχαλα, και την χείρα αιωνίως επί του στήθους, ο πνευματώδης αυτός Λουκιανός, η χάρις αυτή του Θεοκρίτου, ο αναλυτικός ψυχολόγος Τουργένιεφ, ο παρατηρητικός Δίκενς, ο μελαγχολικός Κοππέ, ο γλαφυρός και φυσικώτατος αυτός Πλούταρχος, με τ΄άφθονα μαύρα ακτένιστα μαλλιά, με τον πλατύγυρον λερωμένον ημίψηλον, με τα πυκνά ακατάστατα και αχαλλίτεχνα γένεια, με την είρωνα φίλοινον φυσιογνωμίαν του, με την ανθηράν ευφυολογίαν την αναφαινομένην εν ακρατήτω πεζολογία, ο ήκιστα αυτός φαινόμενος ποιητής, ο ελάχιστα δεικνυόμενος συγγραφεύς, η μορφή αυτή του σχολαστικού, του δασκάλου, η προτομή αυτή του Σειληνού, ο ιδιότροπος, ο φυγόπονος δια τας φιλολογικάς εργασίας, ο καταδαπανών δέκα ώρας της ημέρας εις μεταφράσεις εκ του γαλλικού και του αγγλικού δια την Ακρόπολιν και το Νέον Πνεύμα της, ο σκορπών ολόκληρον το βάρος του θυλακίου του δια μίαν εσπέραν, ο ζων μεταξύ ενός ποτηρίου οίνου και ενός κυπέλλου ζύθου, με τα σιγαρέτα του εις το πλάϊ, ο χρυσός αυτός άνθρωπος καθ΄όλην την διάρκειαν του μποεμικού δείπνου μας, μας έτερπεν εκ καρδίας τόσον αγαθός, και τόσον φιλόφρων δεικνυόμενος, αυτός ο τόσον άγριος, ο τόσον απότομος συνήθως.

Και εν μέσω των συχνών προπόσεων μας και των συγκρούσεων των ποτηρίων εν γλυκεία αδελφικότητι εξηκολούθει ν΄απαντά εις τας ερωτήσεις μου και να λέγη πάντοτε αυτός, ο τόσον κατηφής, ο τόσον δύσκολος συνήθως. Ο κ. Παπαδιαμάντης είνε εις την ακμήν της ηλικίας του, μόλις υπερπηδήσας το τεσσαρακοστόν έτος της ηλικίας του. Εγεννήθη εν τη νήσω του Αιγαίου Σκιάθω το 1851. Εις το σχολείον της πατρίδος όπου σχεδόν ουδέποτε εφοίτησεν, και οσάκις εξ ανάγκης έκαμε τούτο, υπείκων εις την οργήν του κλασικού δασκάλου της εποχής του, δεν ήνοιξέ ποτε βιβλίον, δεν έπιασε πένναν εις τα χέρια του. Ως παπαδοπαίδι όπου ήτο ηρέσκετο πολύ να διαβάζη εκκλησιαστικά βιβλία, εις τρόπον ώστε αργότερα, εις ηλικία 13 ετών, εννοούσεν ευχερέστατα τον Όμηρον. Κατά δε τας ετησίας εξετάσεις, μη δυνάμενος να προσφέρη και αυτός μετά των άλλων συμμαθητών του δείγματα καλλιγραφικής ικανότητος, παρουσίαζεν εις την επιτροπήν των εξετάσεων αντιγραφάς διαφόρων αγίων και πρωτομαρτύρων, τας εικόνας των οποίων τόσην μανίαν είχε να αντιγράφη κρυφίως εν τη σκιά και ησυχία της εκκλησίας της πατρίδος του. Μετά τινα χρόνον απήλθεν εις την Χαλκίδα ως φοιτητής του γυμνασίου, ένθα αποπερατώσας τας εγκυκλοπαιδικάς αυτού μελέτας, ήλθεν εις Αθήνας, όπου ενεγράφη εις την φιλοσοφικήν σχολήν. Αλλά ταχέως ηναγκάσθη να αποσκορακίση και φιλοσοφίαν και πανεπιστημιακάς δάφνας. Ο χαρακτήρ του, το πνεύμα του ήκιστα συνεφώνουν με τον φοιτητικόν βίον και τας σχολαστικάς μελέτας. Εκείνο το οποίον κυρίως τον απέσπασεν από το φοιτητικόν εδώλιον ήτο, ο καθ΄εκάστην ημέραν εκφωνούμενος υπό του καθηγητού κ. Φιντικλέους κατά την έναρξιν των παραδόσεων ονομαστικός κατάλογος. Εξ όλων τούτων ηναγκάσθη να παραιτήση τας φοιτητικάς σπουδάς του αργότερον, καθώς και τας ιδιαιτέρας παραδόσεις, δι΄ών επορίζετο τα προς το ζην, και να επιδοθή εις την δημοσιογραφίαν, ταχέως εκμαθών την γαλλικήν και αγγλικήν. Το 1882 προσελήφθη εις στην Εφημερίδα ως μεταφραστής, την γνωστήν τότε μικράν το σχήμα, αλλ΄ εκλεκτήν την ύλην Εφημερίδα. Τόρα εργάζεται εις την Ακρόπολιν, δημιουργών συγχρόνως και φιλολογικά έργα, εκτός των καθημερινών μεταφράσεων, δι΄ ών κερδίζει τον άρτον του. Ο κ. Παπαδιαμάντης έχει γράψη πλείστα όσα αριστουργήματα από του Μηχάνεσαι μέχρι της σημερινής Εστίας. Τα διηγήματα του τα διακρίνει βαθεία έμπνευσις, φυσικότης απαράμιλλος, ανθηρότης ύφους συναρπάζουσα. Τα θέματά του συνήθως αναστρέφονται εις θαλασσινάς παραδόσεις, εις την ποιμενικήν ζωήν, εις ειδυλλιακάς σκηνάς, όλων των εμπνεύσεων του εκπηγαζουσών εκ του αγροτικού επαρχιακού βίου, και ιδίως του της ιδιαιτέρας του πατρίδος Σκιάθου, της μικροσκοπικής νήσου, του μικροκόσμου τούτου, ως την αποκαλεί ο ίδιος με την θαυμαστικήν φυσικήν καλλονήν της, την περιέχουσαν 15 πεδιάδας, 12 όρμους, 25 βουνά και άπειρα δάση. Το ένδυμα δε των διηγημάτων του, αν και είνε τόσον καθαρώς επιμεμελημένον, εν τούτοις κλίνει πολύ προς τον δημοτικόν χαρακτήρα, τον οποίον ο συγγραφεύς, φαίνεται, ότι βαθύτατα επίσταται. Αν τον ερωτήσετε τόρα, ποία γλώσσα του αρέσει, θα σας απαντήση με τον λίγον αλλόκοτον, αλλά και ήρεμον τόνον της φωνής του, ότι η ιδέα του είνε η γλώσσα να ακολουθήση ένα μεταίχμιον, δηλαδή ούτε άκρως δημοτική να είνε, ούτε υπερβολικώς καθαρεύουσα.

Από τον Σολωμόν εκτιμά περισσότερον τον Βαλαωτίτην, και κατόπιν αυτού τον Ζαλοκώσταν. Ο Βαλαωρίτης του αρέσει περισσότερον, διότι τον θεωρεί, ότι αυτός μόνον ειργάσθη εθνικώς, αυτός μόνον είχε καρδίαν, αίμα, αίσθημα, έξεις, όλα συγχωνευμένα ελληνικά και παρήγαγε μακράν εποποιίαν, ενώ ο Σολωμός, παρ΄όλην την ατελή και άμορφον παραγωγήν του, φαίνεται κάπως ξένος, εν Ιταλία ανατραφείς, ουχί αδόλως εμπνευσθείς, Επτανήσιος ων. Τόρα αν θέλετε και τας ιδέας του περί των συγχρόνων ποιητών συγγραφέων, ακούσατέ τας. Αν εκοπίασα να τας αγρεύσω εκ της αμειλίκτου σιωπής του εγώ το γνωρίζω.
Τον Ροϊδην τον θεωρεί ως πνευματώδη, αλλ΄εις το παρελθόν ανήκοντα.
Τον Άννινον πνευματώδη και αυτόν, καλλιτεχνικώτερον, αλλ΄εις την παρωδίαν ανήκοντα.
Τον Ψυχάρην ως ποιητήν καλόν, ως γλωσσολόγον και επιβλητήν της δημώδους γλώσσης, Λεβαντίνον, ψευδή, τεχνητόν.
Προσθέτει μάλιστα ότι η μονομανία του αύτη, του να αποκτήση όνομα εις τη Ελλάδα, κατέστη δι΄αυτόν ψύχωσις, την οποίαν δυστυχώς δεν απέφυγον και παρ΄ημίν πλείστοι όσοι καλοί ποιηταί και λογογράφοι, οίτινες, διακαιόμενοι θερμώς υπό του πόθου της ρεκλάμας του ονόματός των εις την Ευρώπην υπό του ιεροφάντου Ψυχαρη, προσεκολλήθησαν στερρώς και τυφλότατα προς αυτόν. Αλλ΄όλα αυτά θα παρέλθουν ταχέως, και η Ψυχάρειος δόξα θα εξατμισθεί ως πομφόλυξ, αυτή ήτις παίρνει και δίνει εις την οδόν Κλωδίου εις τα Παρίσια! Την δημοτικήν γλώσσαν που την είδε, που την έμαθε, που την εσπούδασεν ο Ψυχάρης; Αυτός είνε Χίος, σχεδόν ξένος, αριστοκράτης Φαναριώτης, επιχειρών μ΄εν στρεβλωτικόν ιδίωμα να επιβληθή ως δημιουργός και διδάσκαλος ολοκλήρου έθνους.
Όχι! Αι γλώσσαι δεν επιβάλλονται ούτω εις τα καλά καθούμενα υπό των ατόμων εις τους λαούς!
Τον Δροσίνην τον θεωρεί ως καλόν.Τον Μητσάκην τον αγαπά ως φίλον, και τον εκτιμά ως συγγραφέα. Τον Καρκαβίτσαν τον φίλον του, τον αναγνωρίζει ως κατέχοντα λαμπρόν τάλαντον αναμφισβήτητον, και λέγει ότι αυτός ειργάσθη περισσότερον πολλών άλλων εθνικώς, αλλά τελευταίως τα μπέρδεψε με την απότομον αποσκοράκισιν της γλώσσης εις την οποίαν έγραψε τα καλύτερα έργα του. Άλλως τε δεν είνε καθόλου δημοτική η γλώσσα του αναμιγνύουσα τύπους καθαρευούσης με τύπους δημοτικούς π. χ. τον οποίον, την οποίαν, το οποίον. Δεν λέγει ο χριστιανός κι΄αυτός οπού, και να τελειόνει!
Τον Ξενόπουλον τον λέγει καλούτσικον. Αυτός έχει καλαισθησίαν, εργάζεται, αλλά δεν δύναται ν'αντιληφθή τα πρέποντα θέματα, τον παρακολουθεί δε με αγάπην του πάντοτε. Τον Κρυστάλλην τον αγαπά ως κλέφτην, και ως τσοπάνον, και τον θεωρεί ως μόνον αγνόν δημοτικόν, όστις εκ του φυσικού μόνον δανείζεται την δημώδη γλώσσαν. Τον Εφταλιώτην τον θεωρεί ως καλόν. Αλλ΄απορεί δια την μακράν σιγήν του. Ο Γαβριηλίδης, αλλά ποιός Γαβριηλίδης; αυτός ξέρει πολλούς Γαβριηλίδας· δι΄αυτόν καλλίτερος είνε εκείνος που του σκάει 250 δρ. τον μήνα. Ο Γαβριηλίδης είνε δύναμις. Νεωτεριστής, πρωτότυπος, αυθόρμητος, ανεξάρτητος, αναμφισβήτητος αξία, γνωρίζουσα να συμβαδίζη με τας αξιώσεις και τας κλίσεις του κοινού.
Τον Πολέμην ως νέον ευαίσθητον, συμπαθητικόν, αλλ΄ευρωπαίζοντα συνεσφιγμένον με το ευρωπαϊκόν πνεύμα. Τον Παλαμάν φίλον σεβαστόν, κριτικόν καλόν και πολυμαθή, αλλά στρυφνόν και απαιτητικόν και αυτόν. Τον Στεφάνου, αυτόν δεν τον διάβασε, αλλά εις την Ακρόπολιν όπου διόρθωνε τας Σειρήνας του, του ανέγνωσε καμμιά εικοσαριά στίχους και τους εύρε καλούς. Τον Μάνον, αυτού λίγα διάβασε, που να του μένη καιρός κι-όλας, αυτός εξ άλλου τόρα δεν διαβάζει ποτέ τζάνουμ, και του εφάνηκαν αρκετά καλά. Τον Πολυλάν σοφόν, αλλ΄ιδιότροπον, και τον Καλλοσγούρον, αυτός δα δεν είνε για κουβέντα!

Μη ζητήσετε περισσότερον διότι θαύμα είνε πως απεσπάσθησαν και αυτά εκ των χειλέων του, αλλοίμονο δε αν προεμάντευε την ιδιότητά μου, καθ΄ην στιγμήν τον ηρώτουν. Αι καλλιτεχνικαί του απαντήσεις ίσως δεν θα εστόλιζον σήμερον την σκιαγραφίαν του, την οποίαν επισφραγίζω και με εν ανέκδοτόν του.

Μίαν ημέραν ο κ. Σίμων Αποστολίδης, και ο κ. Ανδρέας Συγγρός συνωμίλουν καθ΄οδόν, οπότε διερχόμενος ο συγγραφεύς των Ειδυλλίων, πάντοτε ρακένδυτος και ιδιότροπος, εχαιρέτισε τον κ. Αποστολίδην. Ο μέγας τραπεζίτης διακόψας την συνομιλίαν του προσέθεσεν επί τη ευκαιρία του χαιρετισμού του συγγραφέως.
- Για δέτενε εδώ εις την Ελλάδα ως και οι επαίται, mon cher, φέρνουνε μπαστούνια.
Έκπληκτος ο Αποστολίδης απαντά:
- Τι λέγεις, κυρ Ανδρέα; αυτός είνε ο καλλίτερος διηγηματογράφος μας.
- Ποιός; πως τον λένε;
- Παπαδιαμάντην.
- Και είνε έτσι σαν διακονιάρης! Απήντησεν έτι εκπληκτότερος αυτήν την φοράν ο κ. Συγγρός.

Μποέμ


_______________

(1) “Για ένα 'διαλεκτικόν ενσταντανέ': οι απαρχές του θεσμού της συνέντευξης με λογοτέχνες στην Ελλάδα και η συμβολή του Μήτσου Χατζόπουλου (1893-1911)”, Βαλάντω Λάνδρου Θεσσαλονικη 2017, σ. 185

(2) Ο Παύλος Νιρβάνας που τον γνώριζε καλά, στα “Φιλολογικά Απομνημονεύματα” του γράφει ότι ο Παπαδιαμάντης ήταν ”... φιλέρημος και μισάνθρωπος — ανθρωπόφοβος θα ήτανε η κυριολεξία του”.

(3) Η βρύση του Λέκα βρισκόταν στη γωνία  της σημερινής οδού Λέκκα  και Κολοκοτρώνη στην Αθήνα.


Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2021

Κ. Χατζόπουλος: Πολυτάλαντος της κοινωνικής απελευθέρωσης

 Πρωτότυπο άρθρο που καταπιάνεται με ένα ακανθώδες θέμα που έχει παραμεληθεί αρκετά στις αναλύσεις της ζωής και του έργου του αγρινιώτη ποιητή: πως από φανατικός αντιβενιζελικός, προς το τέλος της ζωής του βρέθηκε στρατευμένος στο βενιζελικό στρατόπεδο. Με το ξέσπασμα του πρώτου παγκόσμιου πολέμου τον Αύγουστο του 1914 ο Χατζόπουλος επέστρεψε με την οικογένειά του αρον αρον στην Ελλάδα, όπου απέφυγε αρχικά να ασχοληθεί με την πολιτική. Δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, με την οποία ο Χατζόπουλος μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε ταυτιστεί απόλυτα, τάχτηκε αμέσως υπέρ του πολέμου, πράγμα που απογοήτεψε και εξόργισε τον ποιητή και πιθανώς τον έσπρωξε ακόμη πιο πολύ στην αλλαγή της πορείας του.

Το κείμενο δεν είναι βέβαια τέλειο, περιέχει ανακρίβειες (ο Κ. Χατζόπουλος επέστρεψε από τη Γερμανία το 1914 και όχι το 1907), είναι αρκετά σύντομο, δεν υπάρχουν αναφορές πηγών, παρόλαυτα πιστεύω ότι έχει ενδιαφέρον και αξίζει της προσοχής μας.

Γ.Χ.

εφ. “Πριν”, 20/10/204 Κίνηση Ιδεών, Λογοτεχνία

Κ. Χατζόπουλος: Πολυτάλαντος της κοινωνικής απελευθέρωσης

της Κικής Μένου

Ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920) διακρίθηκε στις προσπάθειές του διάδοσης των σοσιαλιστικών ιδεών που ο ίδιος γνώρισε στη Γερμανία όπου σπούδασε. Έντονο ωστόσο υπήρξε το αποτύπωμά του στην ταξική πάλη και στη λογοτεχνία.

Στην καμπή του 1907, λίγο πριν από την αλλαγή του χρόνου προς το 1908, κάτι πρωτοφανές κοινοποιείται στον ελληνικό Τύπο. Η σοσιαλιστική εφημερίδα “Εργάτης”, στον Βόλο, ξεκινά κύκλο δημοσιεύσεων του “Κομμουνιστικού Μανιφέστου” των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Πίσω από την εφημερίδα αυτή βρισκόταν η προσπάθεια μιας οργάνωσης η οποία περιλάμβανε περίπου 400 μισθωτούς και επιδίωκε να αποσπάσει τους εργάτες από τα συντεχνιακά σωματεία τους και να τους συνενώσει σε έναν καθαρά προλεταριακό σύνδεσμο.

Στην πρωτοβουλία παρουσίασης της συγκεκριμένης εφημερίδας καθώς και στη μεταφραστική εργασία που εκπονήθηκε για χάρη της διαφώτισης τού τότε πρωτοεμφανιζόμενου προλεταριάτου σημαντικό ρόλο παίζει ο ποιητής-διηγηματογράφος Κωσταντίνος Χατζόπουλος. Έχει γυρίσει από τις σπουδές του στη Γερμανία, όπου έχει έρθει σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες και την ανάγνωση της πραγματικότητας μέσα από τη διαδικασία της πάλης των τάξεων. Από τότε δεν θα μείνει ούτε μια στιγμή αμέτοχος με την πένα του και την πολιτική του δράση στη διαφώτιση του ανερχόμενου ελληνικού προλεταριάτου. Ο λαός -κατά τον Χατζόπουλο- έχει εξαπατηθεί από την επιβολή Συντάγματος και έπειτα από την ανώτερη και μεσαία αστική τάξη και έχει εγκλωβιστεί στην υλοποίηση των συμφερόντων τους με το πρόσχημα του καθολικού και άμεσου εκλογικού δικαιώματος. Γι’ αυτό και θα είναι πάντα στην πρώτη γραμμή στο κομμάτι της ιδεολογικής πάλης μέσα την εργατική τάξη. Θα βοηθήσει στην έκδοση της σοσιαλιστικής εφημερίδας Μέλλον, με σκοπό τη μύηση των εργατών στις σοσιαλδημοκρατικές ιδέες.

Το 1911 θα στηρίξει την ίδρυση του Σοσιαλιστικού Κέντρου Αθηνών που εμφορείται από τον συνεχή προλεταριακό αγώνα και την ανάδειξη του διεθνούς σοσιαλισμού. Είναι μάλιστα αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι η δημιουργία του Κέντρου αυτού δεν στοχεύει απλώς στη μαζικοποίησή του αλλά στην προσπάθειά του να δηλωθεί σαν άλλο ένα κέντρο αγώνα ικανό να κατακτήσει τα δικαιώματα και τις διεκδικήσεις των εργαζομένων, σε αντίστιξη μάλιστα με το εξίσου νεοδμητο Εργατικό Κέντρο Αθηνών, που με την υποστήριξη της κυβέρνησης Ελ. Βενιζέλου διεξήγαγε μια ακούραστη προπαγάνδα εναντίον του σοσιαλισμού και υπέρ της αρμονίας ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία.

Βαθύτατα αντιβενιζελικός, όπως ο ίδιος αναφέρει «Ακόμα πιο ολέθρια ήταν για τους εργάτες η εμφάνιση του Βενιζέλου, του σωτήρα της επανάστασης. Επομένως ο Βενιζέλος εισήγαγε στη Βουλή την αγγλική τακτική για μια εκτεταμένη πολιτική υπεράσπισης των εργατών, προκειμένου να προλάβει τον κίνδυνο εκ των έσω. Έτσι βρέθηκε ολόκληρο το εργατικό κίνημα να υποβοηθά την αστική πολιτική». Εντέλει στα χρόνια του εθνικού διχασμού σε μια δύσκολη απόφαση για την επαναστατική Αριστερά και το εργατικό κίνημα ανάμεσα στις δύο επιλογές της αστικής στρατηγικής μεταξύ της ουδετερότητας των ανακτόρων απέναντι στον πόλεμο ή της επεκτατικής πολιτικής κατάληψης εδαφών στο όνομα της Μεγάλης Ιδέας εν μέσω πολέμου, ο Χατζόπουλος, αν και αντιπολεμικός και αντιιμπεριαλιστής, θα στρατευτεί με τη βενιζελική – επεκτατική πλευρά, λόγω του εξαιρετικά φιλεργατικού και φιλαγροτικού προγράμματος της Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης, το οποίο θεωρούσε αποτέλεσμα της εξαιρετικής πίεσης και των έως τότε νικών του αδύναμου εργατικού κινήματος στην Ελλάδα.
Όσο συνέβαλε στην ανάπτυξη του εργατικού – επαναστατικού κινήματος στην Ελλάδα, άλλο τόσο με την καλλιτεχνική του πένα προσπάθησε να διευρύνει τους αισθητικούς ορίζοντες του λαού. Πέρα από την έκδοση του φιλολογικού περιοδικού “Τέχνη”, έγραψε πλήθος ποιημάτων, διηγημάτων, δοκιμίων και μεταφράσεων.

Τα ποιήματά του μας φανερώνουν την αισθαντικότητα και την ευαισθησία του. Γίνεται επιβλητικός χωρίς να είναι μεγαλόστομος. Με γλώσσα δημοτική και συχνά επαναλαμβανόμενη μάς υποβάλλει στη σκιά, την καταχνιά και την οδύνη. Ακολουθώντας τις αρχές του μυστικιστικού αλλά ελάχιστα επαναστατικού συμβολιστικού ρεύματος μάς έχει κληροδοτήσει εξαιρετικά ποιήματα που μυρίζουν βρεμένο χώμα και ξεραμένα φθινοπωρινά φύλλα. Εκεί όμως που ο Χατζόπουλος γίνεται πραγματικά μεγάλος τεχνίτης είναι όταν το κοινωνικό καλλιτεχνικό ρεύμα του νατουραλισμού έρχεται να συγκεραστεί με την ονειρική πρότερη αίσθηση του ονειρικού συμβολισμού του. Η πιστή αποτύπωση των εξωτερικών συνθηκών και γεγονότων του νατουραλιστικού μοντέλου εμπλέκεται με την αφαιρετική διάθεση του συμβολικού του παρελθόντος. Καταφέρνει με αυτό τον τρόπο να ασκεί οξεία κοινωνική κριτική, όχι όμως με την έννοια της απλής ανάδειξης των αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων αλλά μέσα από τις αντιφάσεις των λόγων και των έργων των πρωταγωνιστών, όπου μερικές φορές δεν έχουν όνομα, τους αφαιρεί το πρόσωπο για να κοινωνικοποιήσει τα χαρακτηριστικά τους. Έτσι η προσέγγιση των αγροτικών στρωμάτων φτιάχνει μυθιστορηματικούς χαρακτήρες που βρίθουν συντηρητισμού και εκμαυλισμού μη αντέχοντας εντός των πολιτισμικών ορίων της αγροτικής υπαίθρου, που οδηγούνται όμως από την άλλη πλευρά στα αδιέξοδά τους και την καταστροφή, λόγω της νεόκοπης αστικής καιροσκοπικής κουλτούρας την οποία υιοθετούν.

Η κοινωνικά κριτική του ματιά βάζει στο βάθρο του προβληματισμού τον γυναικείο υποβιβασμό μέσα στην ελληνική αστική και αγροτική κουλτούρα και ανοίγει ζητήματα σε σχέση με την καινούργια θέση της στην παραγωγή, που ακόμα όμως κουβαλά τα παλιά πολιτισμικά πρότυπα (προίκα) δυσχεραίνοντας τη θέση της στην κοινωνία παρά την αντίθετη ψευδεπίγραφη επαγγελία της χειραφέτησής της.

Παρά τους επικριτές του και πέρα από αυτούς που θέλουν να οικειοποιηθούν την τέχνη του παραβλέποντας εσκεμμένα την πολιτικοκοινωνική του κριτική, εμμένοντας πεισματικά στα εξωτερικά χαρακτηριστικά της, θα παραμείνει ένας μεγάλος αγωνιστής και διανοούμενος της κοινωνικής απελευθέρωσης.

https://prin.gr/2014/10/κ-χατζόπουλος-πολυτάλαντος-της-κοινω/

Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2021

ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Η ΤΕΧΝΗ» ΚΑΙ Ο ΜΑΛΛΙAPIΣΜΟΣ

 Ο Παύλος Νιρβάνας (ψευδώνυμο του Πέτρου Αποστολίδη 1866-1937), λογοτέχνης του κύκλου του Κωστή Παλαμά, ήταν στενός, “γκαρδιακός” φίλος και συνεργάτης του Κώστα Χατζόπουλου. Την εποχή της έκδοσης του περιοδικού “Η Τέχνη” ήταν, μαζί με τον Παλαμά, ο βασικότερος συνεργάτης του περιοδικού.

Στην αριστουργηματική ιστοσελίδα “Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία” (1) βρήκα και κατέβασα τα “Φιλολογικά απομνημονεύματα” του Παύλου Νιρβάνα.(2) Στο βιβλίο υπάρχουν αμέτρητες αναφορές, ανέκδοτα, λεπτομέρειες που αφορούν τον Κώστα Χατζόπουλο και το έργο του.

Ένα από τα κεφάλαια των “Απομνημονευμάτων” είναι αφιερωμένο στην “Τέχνη”, το παραθέτω αυτούσιο.

Γ.Χ.

Μιά φωτογραφία του Κώστα Χατζόπουλου την εποχή που ήταν στη Γερμανία,
από το αρχείο του Κώστα Μεντή.

Παύλου Νιρβάνα

Η «ΤΕΧΝΗ» ΚΑΙ Ο ΜΑΛΛΙAPIΣΜΟΣ

 Μια μέρα του 1907 (3) ο Κώστας Χατζόπουλος μας είπε ξαφνικά:

 — Απεφάσισα να βγάλω ένα περιοδικό, που να μη μοιάζει με κανένα από όσα βγήκαν ως τώρα.

Και, πράγματι, όταν βγήκε η «Τέχνη», ήτανε το περιοδικό, που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Με μια περιορισμένη συνεργασία δημοτικιστών — Παλαμάς, Μαβίλης, Θεοτόκης, Καμπύσης, Ψυχάρης, Εφταλιώτης, Πορφύρας, Μαλακάσης, Βλαχογιάννης, Πασαγιάννης, Τσιριμώκος (Στέφανος Ραμάς) και ο υποφαινόμενος — παρουσιάσθηκε γραμμένη σε ορθόδοξη δημοτική απ’ την αρχή ως το τέλος, πράγμα, που δεν το είχαν τολμήσει, ως τότε, και τα πιο ευνοϊκά στην ιδέα του Δημοτικισμού περιοδικά. Και στην επικεφαλίδα ακόμα, αντίς για το καθιερωμένο «εκδίδεται», είχε γραμμένο «βγαίνει κάθε μήνα». Καθένας μπορεί να φαντασθεί τι εντύπωση έκανε, την εποχή εκείνη, παρόμοιο τόλμημα. Οι εφημερίδες άρχισαν να μας βρίζουν και να μας ειρωνεύονται. Και επειδή δε μπορούσαν να καταλάβουν, πώς δεν είχαμε αλλάξει και τον τίτλο του περιοδικού — έτυχε, βλέπετε η λέξη Τέχνη να είναι η ίδια στη δημοτική και στην καθαρεύουσα — μας τον άλλαξαν εκείνες. Και έτσι κάθε φορά, που μιλούσαν για την «Τέχνη» την έλεγαν «Μαστοροσύνη», ώστε πολλοί να πιστέψουν πως αυτός ήτανε ο πραγματικός τίτλος του περιοδικού.

 Μια άλλη λεπτομέρεια του επαναστατικού περιοδικού, που έδωσε τροφή στην ειρωνεία των εφημερίδων, ήτανε οι συμβολιστικές τάσεις μερικών από τους συνεργάτες του. Από κάποιο πεζό ποίημα του Κώστα Πασαγιάννη, οι «κάπαρες», μια λέξη αρπαγμένη στην τύχη, χωρίς νόημα, έκανε το γύρω των ευθυμογραφημάτων των εφημερίδων, μαζί με ένα «άκου τα ντόμινα της ζωής, σώπα…», που δε θυμούμαι πια κι εγώ από ποια στροφή είχαν αποσπασθεί και ανακατευθεί με τον τρόπο αυτό. Το όνομα της Σαιξπηρικής Μιράντας, που το είχα μεταχειριστεί, κι εγώ, σ’ ένα νεανικό μου έργο, και που το είχε βάλει σ’ ένα στίχο του ο Στέφανος Ραμάς, έκανε, πάλι την ευτυχία των δημοσιογράφων. Ο Νίκος Λάσκαρης — ποιος θα το ’λεγε πως ύστερα από τριάντα χρόνια θα καταντούσε κι ο ίδιος να γράψει δημοτικά — είχε σκαρώσει και μία σχετική παρωδία, που χάλασε κόσμο. Δυστυχώς δε θυμούμαι πια παρά δύο τρεις στίχους της.

 Αγόρασα μια τιράντα

 Προς μία και τριάντα,

 Ω Μιράντα, Μιράντα!

 Εννοείται, ότι καθετί, που δημοσιευότανε στην «Τέχνη» περνούσε ως συμβολικό και ακατανόητο, ακόμη και τα θαυμάσια σονέτα του Μαβίλη, όπως η «Λήθη» και το «Καρδάκι», που πρωτοδημοσιεύτηκαν εκεί, υπογραμμένα με ένα Μ. Ένα μυθιστόρημα του Κώστα Θεοτόκη, κάπως φιλοσοφικό, το «Πάθος», με τους κερκυραίικους ιδιωτισμούς της γλώσσας του και με κάποιες νότες μουσικής, που είχε το κείμενο, βρήκε την ίδια τύχη. Μια επιφώνηση του Καμπύση, που αναφερότανε σ’ ένα πνευματικό του γέννημα είχε γίνει η κοροϊδευτική κραυγή της ημέρας: «Το παιδί μας! Πες μου τι το ’κανες το παιδί μας!…». Και απαντούσαν οι ίδιοι: «Το ’ριξα στο Βρεφοκομείο.»

 Καλύτερη τύχη δεν έλαβε κι ένα ποίημά μου, που ο Χατζόπουλος, με το να του άρεσε εξαιρετικά, το τοποθέτησε στην πρώτη σελίδα του πρώτου φύλλου της «Τέχνης», σαν ποιητικό πρόγραμμα του περιοδικού, ίσως και επειδή έτυχε ο τίτλος του να είναι «Τέχνη». Όλοι το ’βρισκαν σκοτεινό, ακατανόητο και γελοίο. Και όμως, ανεξάρτητα από την ποιητική του αξία, το νόημά του ήτανε καθαρότατο και αμφιβάλλω, αν υπάρχει σήμερα άνθρωπος που να μην μπορεί να το καταλάβει. Ήθελε να παραστήσει, απλούστατα, μέσα σε ένα περιβάλλον φτώχειας και ερημιάς, τον ποιητή, που ανασταίνει μπροστά του, με την τέχνη του, το όνειρο μιας Άνοιξης. Για όσους θα είχαν την περιέργεια να διαβάσουν το «τερατούργημα» αυτό, ύστερ’ από τριάντα χρόνια, που πρωτοφάνηκε, το αντιγράφω παρακάτω:

 Η ΤΕΧΝΗ

Τα τζάμια παγωμένα,                Από τον τοίχο στάζει,

μαύρο, σβηστό το τζάκι,            στάζει, δροσιά φαρμάκι

τα τζάμια παγωμένα.                από τον τοίχο στάζει.

Ψυχομαχάει μια λάμπα              Κι απάνω από την στέγη

απάνω στο τραπέζι,                  μια κουκουβάγια κράζει

ψυχομαχάει μια λάμπα.             και κάτω από την στέγη

Στο ξέστρωτο κρεβάτι               αργοξυπνούν δυο μάτια

μια γάτα ερημοπαίζει                — ένα τριζόνι τρίζει —

στο ξέστρωτο κρεβάτι.              κι εμπρός στα δυο τα μάτια

Μες την καρδιά του ξύλου         μιαν άνοιξη από ρόδα,

ο σάρακας γκρινιάζει,               ξανοίγεται κι ανθίζει,

μες την καρδιά του ξύλου         μιαν άνοιξη από ρόδα.

Για την εντύπωση, που έκανε τότε, περιορίζομαι να σημειώσω ότι κάποιος φίλος μου αξιωματικός του Ναυτικού, όταν το διάβασε, μου είπε με πραγματική συμπόνια.

         — Καλέ, τι ήτανε αυτό το πράγμα, που έγραψες καημένε; Τέτοια ποιήματα, μπορώ να σου σκαρώσω, κι εγώ, δέκα στο λεφτό.

        Και ξανάλεγε κοροϊδευτικά: «Ένα τριζόνι τρίζει — μια γάτα ερημοπαίζει — και κάτω απ’ το τραπέζι», προσθέτοντας μαζί και δικούς του στίχους απάνω στον ίδιο τόνο….

 Το συμπέρασμα είναι, ότι με την «Τέχνη» περάσαμε όλοι μας οι συνεργάτες της για τρελοί. Για την κακή μας τύχη, ο μακαρίτης ο Κονδυλάκης, είχε ονομάσει τότε σε κάποιο χρονογράφημά του τους δημοτικιστές «μαλλιαρούς», παίρνοντας αφορμή απ’ τον Κώστα Πασαγιάννη, που είχε μακριά μαλλιά.

 Ο όρος έπιασε μ’ ένα τρόπο ανέλπιστο και από τότε έγινε συνώνυμο με το δημοτικιστής, άθεος, κομουνιστής και ότι άλλο θέλανε. «Μαλλιαρός, Μαλλιαροσύνη και Μαλλιαρισμός» έγιναν επίσημοι όροι, μπήκαν στα βιβλία, ακούστηκαν στη Βουλή, μεταφράστηκαν στις ξένες γλώσσες (l’école des chevelus έγραφαν σοβαρότατα τα ξένα περιοδικά) και εξακολουθούν να κυκλοφορούν ως σήμερα. Εννοείται, ότι τότε οι άνθρωποι ακούοντας «μαλλιαρός» περίμεναν να ιδούν ένα ανθρωπόμορφο τέρας. Και ήσαν πολλοί, που ζητούσαν, με κάθε τρόπο, να ιδούν τα αξιοπερίεργα αυτά τέρατα:

 — Μωρέ, δε μου δείχνετε κι εμένα κανένα μαλλιαρό;

 Μέσα σ’ αυτή την αναπουμπούλα, που είχε δημιουργηθεί τριγύρω μας, ο τρομερός εκείνος φαρσέρ, ο Κώστας Χατζόπουλος, είχε τον ηρωισμό να μας πει, μια τελευταία Κυριακή της αποκριάς, που χαλούσε ο κόσμος στην Αθήνα:

 — Ελάτε να πάρουμε ένα αμάξι να περάσουμε απ’ την οδό Σταδίου.

 — Για μασκαράδες.

 — Φυσικά, για μασκαράδες.

 — Θα μας λιθοβολήσουν.

 — Δεν πειράζει.

 Δυο-τρεις είχαμε τον ηρωισμό να τον ακολουθήσουμε. Καθώς περνούσαμε απ’ την οδό Σταδίου, από ένα μπαλκόνι απέναντι στους Β. Σταύλους, μια φωνή ακούστηκε:

 — Οι μαλλιαροί, παιδιά, οι μαλλιαροί.

 Εκατό φωνές, από διάφορα σημεία ξαναείπαν:

 — Ε, ε, οι μαλλιαροί!

 Τα κύματα του κόσμου σαλέψανε, σα να είχε φυσήξει απάνω τους ξαφνικός άνεμος.

 — Ε, ε, οι μαλλιαροί!

 Ώσπου να καταλάβουν όμως τα πλήθη, που ζητούσαν να ιδούν τίποτε περίεργα μούτρα τριχωτών ανθρώπων, ποιοι ήσαν οι μαλλιαροί, προφτάσαμε και σωθήκαμε, στρίβοντας, με γρήγορο καλπασμό, σε κάποια πάροδο, για να βρεθούμε πάλι, στο περίφημο γραφείο της «Τέχνης», εκεί κάπου στην αρχή της οδού Μητροπόλεως, όπου γεννήθηκε και έζησε, για ένα χρόνο, την πολυκύμαντη ζωή της η «Τέχνη».

 Και όμως η «Τέχνη» έμεινε και θα μείνει ένας σημαντικός σταθμός στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων.

____________


(1 ) “Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία” https://sarantakos.wordpress.com/

(2) http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/Nirvanas-Apomnimoneumata.htm#%CE%B103

Παύλου Νιρβάνα “Φιλολογικά απομνημονεύματα”, Αθήνα, βιβλιοπωλείο “Εστία” Ι.Δ.Κολλάρου και Σίας, 1929.

(3) Μικρή ανακρίβεια, πιθανώς τυπογραφικό λάθος: η «Τέχνη» βγήκε το Νοέμβριο του 1898, το 1907 ο Κ. Χατζόπουλος ήταν στη Γερμανία.