Έχω γράψει εκτενέστερα σε προηγούμενη μου ανάρτηση (“Ο Ψυχάρης εν Aθήναις” οι συνεντεύξεις του Μποέμ - Δημ. Χατζόπουλου - Σάββατο, 3 Ιουλίου 2021) για τη μόδα των συνεντεύξεων που εισήχθηκε βασικά από τη Γαλλία στη δεκαετία του 1890 με πρωτοβουλία του Μήτσου Χατζόπουλου. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν ραδιόφωνο, τηλεόραση, κινηματογράφος, διαδίκτυο, τα μόνα μέσα πληροφόρησης και διασκέδασης ήταν ο τύπος, τα βιβλία, το θέατρο και η μουσική. Με μεγάλη οξυδέρκεια ο Δημ. Χατζόπουλος σκέφτηκε να φέρει κοντά στο αναγνωστικό κοινό την καθημερινή ζωή, την προσωπικότητα, τις απόψεις των δημιουργών της εποχής του, που δεν μπορούσαν παρά να είναι άνθρωποι των γραμμάτων, των τεχνών και του θεάτρου.
Η πρώτη από τις τέσσερις σειρές συνεντεύξεων του Χατζόπουλου δημοσιέυτηκε στην εφημερίδα “Το Άστυ” το 1893 με τον τίτλο “Σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς”. Ο θεσμός των συνεντεύξεων, παρόλο που αρχικά ειδώθηκε με δυσπιστία και σχετική καχυποψία από τον πνευματικό κόσμο και τον ελληνικό τύπο, επιβλήθηκε τελικά και καθιερώθηκε στο ελληνικό πλαίσιο σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Όπως γράφει η Βαλάντω Λάνδρου στην εξαιρετική εργασία της για το Δ. Χατζόπουλο (1) “ ...Τα συνεντευξιακά κύματα (του Μήτσου Χατζόπουλου) λειτούργησαν ως ένας τρόπος να εισακουστούν οι λογοτέχνες, αλλά και ως ένα μέσο ανάδειξης της σύγχρονης λογοτεχνίας ως συλλογικής κοινότητας όπου κυριαρχεί η ετερότητα των φωνών”.
Ο Αλ. Παπαδιαμάντης ήταν δύστροπος, μονήρης και ιδιότροπος χαρακτήρας,(2) το γεγονός ότι ο Χατζόπουλος κατάφερε να τον κάνει να μιλήσει τόσο εκτεταμένα για τη λογοτεχνία της εποχής του – έστω και με “μπαμπεσιά”, στο κείμενο παραδέχεται ότι απέκρυψε την ιδιότητά του – πρέπει να θεωρηθεί μεγάλο κατόρθωμα. Ήταν η πρώτη και μοναδική συνέντευξη του που υπάρχει καταγραμμένη. Ο Παπαδιαμάντης επίσης απέφευγε με κάθε τρόπο να φωτογραφηθεί, πράγματι σήμερα υπάρχουν όλες κι όλες πέντε φωτογραφίες του. Την πιο πετυχημένη την τράβηξε -με τα χίλια ζόρια- ο Παύλος Νιρβάνας το 1906 έξω από το καφενεδάκι στην πλατεία Δεξαμενής στο Κολωνάκι (που δεν ήταν βέβαια όπως είναι σήμερα), την παραθέτω εδώ σήμερα.
Γ.Χ.
“Το Άστυ” 27/3/1893
ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Εις
το μπακάλικον του Μπάρκα. - Φιλολογικόν
γκιουβέτσι.
Δύο ημείς και ο κ.
Παπαδιαμάντης τρεις. - Σύντομος βιογραφία
του.
- Ο ονομαστικός κατάλογος του κ.
Φιντικλέους εις το Πανεπιστήμιον.
Μποέμ
πάντοτε. - Τα διηγήματά του. - Η Σκιάθος
κατά τον κ. Παπαδιαμάντην
μικρόκοσμος.
- Η γλώσσα εις το μεταίχμιον. - Τον
Βαλαωρίτην περισσότερον
του Σολωμού.
- Αι κρίσεις του περί των συγχρόνων.
-
Εν ανέκδοτόν του
Ο κ.
Παπαδιαμάντης, γνωστός Έλλην ποιητής,
και εγώ, οι τρείς μας, είχομεν καθίση
επί ενός τραπεζίου εις το μπακάλικον
του Μπάρκα, ακριβώς παρά την βρύσιν του
Λέκα.(3) Η ώρα ήτο ογδόη εσπερινή, το
μπακάλικον εφωτίζετο πλουσίως δια των
ραμφών του αεριιόφωτος, τα εις το βάθος
του απόκρυφα δωμάτια ήσαν κατειλημμένα
υπο πολυαρίθμων παρεών, αίτινες συνέκρουον
ευθύμως τα ποτήρια, και ευθυμότερον,
και περιπαθέστερον έψαλλον την Μυγδακιάν
του Δροσίνη εφ΄ενός, και περιπαθείς
αμανέδες εξ΄άλλου, ων συχνοτέρα
επωδός αντήχει:
Έλα να σε κάμω μάκια
Στο
λαιμό, στα γλυκαδάκια.
Ευτραφέστατος
μπακαλόπαις προσήλθεν εις τας διαταγάς
μας, έστρωσεν επί του τραπεζίου αντί
τραπεζομανδήλου μιαν Επιθεώρησιν
και μιαν Παλιγγενεσίαν, παρέθηκεν
επ΄αυτής αχνίζον γκιοβέτσι, από εν
πινάκιον, από εν μαχαιροπερούνιον, από
μιαν αμφίβολον πετσέταν, μισήν οκάν
άρτου κεκομμένου μπακάλικα, μιαν οκάν
αφρίζοντος ρητηνίτου και τρία ποτήρια.
Το σπαγέτον ορεκτικώτατον, ο κ.
Παπαδιαμάντης εζήτησε και τυρόν μάλιστα,
το κρέας τρυφερώτατον, ο ρητηνίτης
γευστικώτατος, ηδονηκώτατος, και ημείς
εφάγομεν ορεκτικώτατατα. Ο. κ. Παπαδιαμάντης,
ο εκ νήσου Σκιάθου συγγραφεύς, ο
ιδιόρρυθμος, ο εκκεντρικός, ο Μποέμ,
ο Μένιππος φιλόσοφος, ο άνθρωπος των
καπηλείων και των τρωγλών, ο θαυμάσιος
τύπος, ο ειλικρινής χαρακτήρ, ο
περιφερόμενος συχνάκις ανά τας αθηναϊκάς
οδούς με το τετριμμένον και ξεθωριασμένον
επανωφόριον, με τα διπλά καταρρακωμένα
πανταλόνια, με την ράβδον παραμάσχαλα,
και την χείρα αιωνίως επί του στήθους,
ο πνευματώδης αυτός Λουκιανός, η χάρις
αυτή του Θεοκρίτου, ο αναλυτικός ψυχολόγος
Τουργένιεφ, ο παρατηρητικός Δίκενς, ο
μελαγχολικός Κοππέ, ο γλαφυρός και
φυσικώτατος αυτός Πλούταρχος, με τ΄άφθονα
μαύρα ακτένιστα μαλλιά, με τον πλατύγυρον
λερωμένον ημίψηλον, με τα πυκνά ακατάστατα
και αχαλλίτεχνα γένεια, με την είρωνα
φίλοινον φυσιογνωμίαν του, με την ανθηράν
ευφυολογίαν την αναφαινομένην εν
ακρατήτω πεζολογία, ο ήκιστα αυτός
φαινόμενος ποιητής, ο ελάχιστα δεικνυόμενος
συγγραφεύς, η μορφή αυτή του σχολαστικού,
του δασκάλου, η προτομή αυτή του Σειληνού,
ο ιδιότροπος, ο φυγόπονος δια τας
φιλολογικάς εργασίας, ο καταδαπανών
δέκα ώρας της ημέρας εις μεταφράσεις
εκ του γαλλικού και του αγγλικού δια
την Ακρόπολιν και το Νέον Πνεύμα
της, ο σκορπών ολόκληρον το βάρος του
θυλακίου του δια μίαν εσπέραν, ο ζων
μεταξύ ενός ποτηρίου οίνου και ενός
κυπέλλου ζύθου, με τα σιγαρέτα του εις
το πλάϊ, ο χρυσός αυτός άνθρωπος καθ΄όλην
την διάρκειαν του μποεμικού δείπνου
μας, μας έτερπεν εκ καρδίας τόσον αγαθός,
και τόσον φιλόφρων δεικνυόμενος, αυτός
ο τόσον άγριος, ο τόσον απότομος συνήθως.
Και εν μέσω των συχνών προπόσεων μας και των συγκρούσεων των ποτηρίων εν γλυκεία αδελφικότητι εξηκολούθει ν΄απαντά εις τας ερωτήσεις μου και να λέγη πάντοτε αυτός, ο τόσον κατηφής, ο τόσον δύσκολος συνήθως. Ο κ. Παπαδιαμάντης είνε εις την ακμήν της ηλικίας του, μόλις υπερπηδήσας το τεσσαρακοστόν έτος της ηλικίας του. Εγεννήθη εν τη νήσω του Αιγαίου Σκιάθω το 1851. Εις το σχολείον της πατρίδος όπου σχεδόν ουδέποτε εφοίτησεν, και οσάκις εξ ανάγκης έκαμε τούτο, υπείκων εις την οργήν του κλασικού δασκάλου της εποχής του, δεν ήνοιξέ ποτε βιβλίον, δεν έπιασε πένναν εις τα χέρια του. Ως παπαδοπαίδι όπου ήτο ηρέσκετο πολύ να διαβάζη εκκλησιαστικά βιβλία, εις τρόπον ώστε αργότερα, εις ηλικία 13 ετών, εννοούσεν ευχερέστατα τον Όμηρον. Κατά δε τας ετησίας εξετάσεις, μη δυνάμενος να προσφέρη και αυτός μετά των άλλων συμμαθητών του δείγματα καλλιγραφικής ικανότητος, παρουσίαζεν εις την επιτροπήν των εξετάσεων αντιγραφάς διαφόρων αγίων και πρωτομαρτύρων, τας εικόνας των οποίων τόσην μανίαν είχε να αντιγράφη κρυφίως εν τη σκιά και ησυχία της εκκλησίας της πατρίδος του. Μετά τινα χρόνον απήλθεν εις την Χαλκίδα ως φοιτητής του γυμνασίου, ένθα αποπερατώσας τας εγκυκλοπαιδικάς αυτού μελέτας, ήλθεν εις Αθήνας, όπου ενεγράφη εις την φιλοσοφικήν σχολήν. Αλλά ταχέως ηναγκάσθη να αποσκορακίση και φιλοσοφίαν και πανεπιστημιακάς δάφνας. Ο χαρακτήρ του, το πνεύμα του ήκιστα συνεφώνουν με τον φοιτητικόν βίον και τας σχολαστικάς μελέτας. Εκείνο το οποίον κυρίως τον απέσπασεν από το φοιτητικόν εδώλιον ήτο, ο καθ΄εκάστην ημέραν εκφωνούμενος υπό του καθηγητού κ. Φιντικλέους κατά την έναρξιν των παραδόσεων ονομαστικός κατάλογος. Εξ όλων τούτων ηναγκάσθη να παραιτήση τας φοιτητικάς σπουδάς του αργότερον, καθώς και τας ιδιαιτέρας παραδόσεις, δι΄ών επορίζετο τα προς το ζην, και να επιδοθή εις την δημοσιογραφίαν, ταχέως εκμαθών την γαλλικήν και αγγλικήν. Το 1882 προσελήφθη εις στην Εφημερίδα ως μεταφραστής, την γνωστήν τότε μικράν το σχήμα, αλλ΄ εκλεκτήν την ύλην Εφημερίδα. Τόρα εργάζεται εις την Ακρόπολιν, δημιουργών συγχρόνως και φιλολογικά έργα, εκτός των καθημερινών μεταφράσεων, δι΄ ών κερδίζει τον άρτον του. Ο κ. Παπαδιαμάντης έχει γράψη πλείστα όσα αριστουργήματα από του Μηχάνεσαι μέχρι της σημερινής Εστίας. Τα διηγήματα του τα διακρίνει βαθεία έμπνευσις, φυσικότης απαράμιλλος, ανθηρότης ύφους συναρπάζουσα. Τα θέματά του συνήθως αναστρέφονται εις θαλασσινάς παραδόσεις, εις την ποιμενικήν ζωήν, εις ειδυλλιακάς σκηνάς, όλων των εμπνεύσεων του εκπηγαζουσών εκ του αγροτικού επαρχιακού βίου, και ιδίως του της ιδιαιτέρας του πατρίδος Σκιάθου, της μικροσκοπικής νήσου, του μικροκόσμου τούτου, ως την αποκαλεί ο ίδιος με την θαυμαστικήν φυσικήν καλλονήν της, την περιέχουσαν 15 πεδιάδας, 12 όρμους, 25 βουνά και άπειρα δάση. Το ένδυμα δε των διηγημάτων του, αν και είνε τόσον καθαρώς επιμεμελημένον, εν τούτοις κλίνει πολύ προς τον δημοτικόν χαρακτήρα, τον οποίον ο συγγραφεύς, φαίνεται, ότι βαθύτατα επίσταται. Αν τον ερωτήσετε τόρα, ποία γλώσσα του αρέσει, θα σας απαντήση με τον λίγον αλλόκοτον, αλλά και ήρεμον τόνον της φωνής του, ότι η ιδέα του είνε η γλώσσα να ακολουθήση ένα μεταίχμιον, δηλαδή ούτε άκρως δημοτική να είνε, ούτε υπερβολικώς καθαρεύουσα.
Από
τον Σολωμόν εκτιμά περισσότερον τον
Βαλαωτίτην, και κατόπιν αυτού τον
Ζαλοκώσταν. Ο Βαλαωρίτης του αρέσει
περισσότερον, διότι τον θεωρεί, ότι
αυτός μόνον ειργάσθη εθνικώς, αυτός
μόνον είχε καρδίαν, αίμα, αίσθημα, έξεις,
όλα συγχωνευμένα ελληνικά και παρήγαγε
μακράν εποποιίαν, ενώ ο Σολωμός, παρ΄όλην
την ατελή και άμορφον παραγωγήν του,
φαίνεται κάπως ξένος, εν Ιταλία ανατραφείς,
ουχί αδόλως εμπνευσθείς, Επτανήσιος
ων. Τόρα αν θέλετε και τας ιδέας του
περί των συγχρόνων ποιητών συγγραφέων,
ακούσατέ τας. Αν εκοπίασα να τας αγρεύσω
εκ της αμειλίκτου σιωπής του εγώ το
γνωρίζω.
Τον Ροϊδην τον θεωρεί ως
πνευματώδη, αλλ΄εις το παρελθόν
ανήκοντα.
Τον Άννινον πνευματώδη και
αυτόν, καλλιτεχνικώτερον, αλλ΄εις την
παρωδίαν ανήκοντα.
Τον Ψυχάρην ως
ποιητήν καλόν, ως γλωσσολόγον και
επιβλητήν της δημώδους γλώσσης,
Λεβαντίνον, ψευδή, τεχνητόν.
Προσθέτει
μάλιστα ότι η μονομανία του αύτη, του
να αποκτήση όνομα εις τη Ελλάδα, κατέστη
δι΄αυτόν ψύχωσις, την οποίαν δυστυχώς
δεν απέφυγον και παρ΄ημίν πλείστοι όσοι
καλοί ποιηταί και λογογράφοι, οίτινες,
διακαιόμενοι θερμώς υπό του πόθου της
ρεκλάμας του ονόματός των εις την
Ευρώπην υπό του ιεροφάντου Ψυχαρη,
προσεκολλήθησαν στερρώς και τυφλότατα
προς αυτόν. Αλλ΄όλα αυτά θα παρέλθουν
ταχέως, και η Ψυχάρειος δόξα θα εξατμισθεί
ως πομφόλυξ, αυτή ήτις παίρνει και δίνει
εις την οδόν Κλωδίου εις τα Παρίσια! Την
δημοτικήν γλώσσαν που την είδε, που την
έμαθε, που την εσπούδασεν ο Ψυχάρης;
Αυτός είνε Χίος, σχεδόν ξένος, αριστοκράτης
Φαναριώτης, επιχειρών μ΄εν στρεβλωτικόν
ιδίωμα να επιβληθή ως δημιουργός και
διδάσκαλος ολοκλήρου έθνους.
Όχι! Αι
γλώσσαι δεν επιβάλλονται ούτω εις τα
καλά καθούμενα υπό των ατόμων εις τους
λαούς!
Τον Δροσίνην τον θεωρεί ως
καλόν.Τον Μητσάκην τον αγαπά ως φίλον,
και τον εκτιμά ως συγγραφέα. Τον
Καρκαβίτσαν τον φίλον του, τον αναγνωρίζει
ως κατέχοντα λαμπρόν τάλαντον
αναμφισβήτητον, και λέγει ότι αυτός
ειργάσθη περισσότερον πολλών άλλων
εθνικώς, αλλά τελευταίως τα μπέρδεψε
με την απότομον αποσκοράκισιν της
γλώσσης εις την οποίαν έγραψε τα καλύτερα
έργα του. Άλλως τε δεν είνε καθόλου
δημοτική η γλώσσα του αναμιγνύουσα
τύπους καθαρευούσης με τύπους δημοτικούς
π. χ. τον οποίον, την οποίαν, το οποίον.
Δεν λέγει ο χριστιανός κι΄αυτός οπού,
και να τελειόνει!
Τον Ξενόπουλον τον
λέγει καλούτσικον. Αυτός έχει καλαισθησίαν,
εργάζεται, αλλά δεν δύναται ν'αντιληφθή
τα πρέποντα θέματα, τον παρακολουθεί
δε με αγάπην του πάντοτε. Τον Κρυστάλλην
τον αγαπά ως κλέφτην, και ως τσοπάνον,
και τον θεωρεί ως μόνον αγνόν δημοτικόν,
όστις εκ του φυσικού μόνον δανείζεται
την δημώδη γλώσσαν. Τον Εφταλιώτην τον
θεωρεί ως καλόν. Αλλ΄απορεί δια την
μακράν σιγήν του. Ο Γαβριηλίδης, αλλά
ποιός Γαβριηλίδης; αυτός ξέρει πολλούς
Γαβριηλίδας·
δι΄αυτόν καλλίτερος είνε εκείνος που
του σκάει 250 δρ. τον μήνα. Ο Γαβριηλίδης
είνε δύναμις. Νεωτεριστής, πρωτότυπος,
αυθόρμητος, ανεξάρτητος, αναμφισβήτητος
αξία, γνωρίζουσα να συμβαδίζη με τας
αξιώσεις και τας κλίσεις του κοινού.
Τον
Πολέμην ως νέον ευαίσθητον, συμπαθητικόν,
αλλ΄ευρωπαίζοντα συνεσφιγμένον με το
ευρωπαϊκόν πνεύμα. Τον Παλαμάν φίλον
σεβαστόν, κριτικόν καλόν και πολυμαθή,
αλλά στρυφνόν και απαιτητικόν και αυτόν.
Τον Στεφάνου, αυτόν δεν τον διάβασε,
αλλά εις την Ακρόπολιν
όπου διόρθωνε τας Σειρήνας
του, του ανέγνωσε καμμιά εικοσαριά
στίχους και τους εύρε καλούς. Τον Μάνον,
αυτού λίγα διάβασε, που να του μένη
καιρός κι-όλας, αυτός εξ άλλου τόρα δεν
διαβάζει ποτέ τζάνουμ,
και του εφάνηκαν αρκετά καλά. Τον Πολυλάν
σοφόν, αλλ΄ιδιότροπον, και τον Καλλοσγούρον,
αυτός δα δεν είνε για κουβέντα!
Μη ζητήσετε περισσότερον διότι θαύμα είνε πως απεσπάσθησαν και αυτά εκ των χειλέων του, αλλοίμονο δε αν προεμάντευε την ιδιότητά μου, καθ΄ην στιγμήν τον ηρώτουν. Αι καλλιτεχνικαί του απαντήσεις ίσως δεν θα εστόλιζον σήμερον την σκιαγραφίαν του, την οποίαν επισφραγίζω και με εν ανέκδοτόν του.
Μίαν
ημέραν ο κ. Σίμων Αποστολίδης, και ο κ.
Ανδρέας Συγγρός συνωμίλουν καθ΄οδόν,
οπότε διερχόμενος ο συγγραφεύς των
Ειδυλλίων, πάντοτε ρακένδυτος και
ιδιότροπος, εχαιρέτισε τον κ. Αποστολίδην.
Ο μέγας τραπεζίτης διακόψας την συνομιλίαν
του προσέθεσεν επί τη ευκαιρία του
χαιρετισμού του συγγραφέως.
- Για
δέτενε εδώ εις την Ελλάδα ως και οι
επαίται, mon cher, φέρνουνε
μπαστούνια.
Έκπληκτος ο Αποστολίδης
απαντά:
- Τι λέγεις, κυρ Ανδρέα; αυτός
είνε ο καλλίτερος διηγηματογράφος μας.
- Ποιός; πως τον λένε;
- Παπαδιαμάντην.
-
Και είνε έτσι σαν διακονιάρης! Απήντησεν
έτι εκπληκτότερος αυτήν την φοράν ο κ.
Συγγρός.
Μποέμ
_______________
(1) “Για ένα 'διαλεκτικόν ενσταντανέ': οι απαρχές του θεσμού της συνέντευξης με λογοτέχνες στην Ελλάδα και η συμβολή του Μήτσου Χατζόπουλου (1893-1911)”, Βαλάντω Λάνδρου Θεσσαλονικη 2017, σ. 185
(2) Ο Παύλος Νιρβάνας που τον γνώριζε καλά, στα “Φιλολογικά Απομνημονεύματα” του γράφει ότι ο Παπαδιαμάντης ήταν ”... φιλέρημος και μισάνθρωπος — ανθρωπόφοβος θα ήτανε η κυριολεξία του”.
(3) Η βρύση του Λέκα βρισκόταν στη γωνία της σημερινής οδού Λέκκα και Κολοκοτρώνη στην Αθήνα.