Ο Παύλος Νιρβάνας (ψευδώνυμο του Πέτρου Αποστολίδη 1866-1937), λογοτέχνης του κύκλου του Κωστή Παλαμά, ήταν στενός, “γκαρδιακός” φίλος και συνεργάτης του Κώστα Χατζόπουλου. Την εποχή της έκδοσης του περιοδικού “Η Τέχνη” ήταν, μαζί με τον Παλαμά, ο βασικότερος συνεργάτης του περιοδικού.
Στην αριστουργηματική ιστοσελίδα “Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία” (1) βρήκα και κατέβασα τα “Φιλολογικά απομνημονεύματα” του Παύλου Νιρβάνα.(2) Στο βιβλίο υπάρχουν αμέτρητες αναφορές, ανέκδοτα, λεπτομέρειες που αφορούν τον Κώστα Χατζόπουλο και το έργο του.
Ένα από τα κεφάλαια των “Απομνημονευμάτων” είναι αφιερωμένο στην “Τέχνη”, το παραθέτω αυτούσιο.
Γ.Χ.
από το αρχείο του Κώστα Μεντή.
Παύλου Νιρβάνα
Η «ΤΕΧΝΗ» ΚΑΙ Ο ΜΑΛΛΙAPIΣΜΟΣ
Μια μέρα του 1907 (3) ο Κώστας Χατζόπουλος μας είπε ξαφνικά:
— Απεφάσισα να βγάλω ένα περιοδικό, που να μη μοιάζει με κανένα από όσα βγήκαν ως τώρα.
Και, πράγματι, όταν βγήκε η «Τέχνη», ήτανε το περιοδικό, που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Με μια περιορισμένη συνεργασία δημοτικιστών — Παλαμάς, Μαβίλης, Θεοτόκης, Καμπύσης, Ψυχάρης, Εφταλιώτης, Πορφύρας, Μαλακάσης, Βλαχογιάννης, Πασαγιάννης, Τσιριμώκος (Στέφανος Ραμάς) και ο υποφαινόμενος — παρουσιάσθηκε γραμμένη σε ορθόδοξη δημοτική απ’ την αρχή ως το τέλος, πράγμα, που δεν το είχαν τολμήσει, ως τότε, και τα πιο ευνοϊκά στην ιδέα του Δημοτικισμού περιοδικά. Και στην επικεφαλίδα ακόμα, αντίς για το καθιερωμένο «εκδίδεται», είχε γραμμένο «βγαίνει κάθε μήνα». Καθένας μπορεί να φαντασθεί τι εντύπωση έκανε, την εποχή εκείνη, παρόμοιο τόλμημα. Οι εφημερίδες άρχισαν να μας βρίζουν και να μας ειρωνεύονται. Και επειδή δε μπορούσαν να καταλάβουν, πώς δεν είχαμε αλλάξει και τον τίτλο του περιοδικού — έτυχε, βλέπετε η λέξη Τέχνη να είναι η ίδια στη δημοτική και στην καθαρεύουσα — μας τον άλλαξαν εκείνες. Και έτσι κάθε φορά, που μιλούσαν για την «Τέχνη» την έλεγαν «Μαστοροσύνη», ώστε πολλοί να πιστέψουν πως αυτός ήτανε ο πραγματικός τίτλος του περιοδικού.
Μια άλλη λεπτομέρεια του επαναστατικού περιοδικού, που έδωσε τροφή στην ειρωνεία των εφημερίδων, ήτανε οι συμβολιστικές τάσεις μερικών από τους συνεργάτες του. Από κάποιο πεζό ποίημα του Κώστα Πασαγιάννη, οι «κάπαρες», μια λέξη αρπαγμένη στην τύχη, χωρίς νόημα, έκανε το γύρω των ευθυμογραφημάτων των εφημερίδων, μαζί με ένα «άκου τα ντόμινα της ζωής, σώπα…», που δε θυμούμαι πια κι εγώ από ποια στροφή είχαν αποσπασθεί και ανακατευθεί με τον τρόπο αυτό. Το όνομα της Σαιξπηρικής Μιράντας, που το είχα μεταχειριστεί, κι εγώ, σ’ ένα νεανικό μου έργο, και που το είχε βάλει σ’ ένα στίχο του ο Στέφανος Ραμάς, έκανε, πάλι την ευτυχία των δημοσιογράφων. Ο Νίκος Λάσκαρης — ποιος θα το ’λεγε πως ύστερα από τριάντα χρόνια θα καταντούσε κι ο ίδιος να γράψει δημοτικά — είχε σκαρώσει και μία σχετική παρωδία, που χάλασε κόσμο. Δυστυχώς δε θυμούμαι πια παρά δύο τρεις στίχους της.
Αγόρασα μια τιράντα
Προς μία και τριάντα,
Ω Μιράντα, Μιράντα!
Εννοείται, ότι καθετί, που δημοσιευότανε στην «Τέχνη» περνούσε ως συμβολικό και ακατανόητο, ακόμη και τα θαυμάσια σονέτα του Μαβίλη, όπως η «Λήθη» και το «Καρδάκι», που πρωτοδημοσιεύτηκαν εκεί, υπογραμμένα με ένα Μ. Ένα μυθιστόρημα του Κώστα Θεοτόκη, κάπως φιλοσοφικό, το «Πάθος», με τους κερκυραίικους ιδιωτισμούς της γλώσσας του και με κάποιες νότες μουσικής, που είχε το κείμενο, βρήκε την ίδια τύχη. Μια επιφώνηση του Καμπύση, που αναφερότανε σ’ ένα πνευματικό του γέννημα είχε γίνει η κοροϊδευτική κραυγή της ημέρας: «Το παιδί μας! Πες μου τι το ’κανες το παιδί μας!…». Και απαντούσαν οι ίδιοι: «Το ’ριξα στο Βρεφοκομείο.»
Καλύτερη τύχη δεν έλαβε κι ένα ποίημά μου, που ο Χατζόπουλος, με το να του άρεσε εξαιρετικά, το τοποθέτησε στην πρώτη σελίδα του πρώτου φύλλου της «Τέχνης», σαν ποιητικό πρόγραμμα του περιοδικού, ίσως και επειδή έτυχε ο τίτλος του να είναι «Τέχνη». Όλοι το ’βρισκαν σκοτεινό, ακατανόητο και γελοίο. Και όμως, ανεξάρτητα από την ποιητική του αξία, το νόημά του ήτανε καθαρότατο και αμφιβάλλω, αν υπάρχει σήμερα άνθρωπος που να μην μπορεί να το καταλάβει. Ήθελε να παραστήσει, απλούστατα, μέσα σε ένα περιβάλλον φτώχειας και ερημιάς, τον ποιητή, που ανασταίνει μπροστά του, με την τέχνη του, το όνειρο μιας Άνοιξης. Για όσους θα είχαν την περιέργεια να διαβάσουν το «τερατούργημα» αυτό, ύστερ’ από τριάντα χρόνια, που πρωτοφάνηκε, το αντιγράφω παρακάτω:
Η ΤΕΧΝΗ
Τα τζάμια παγωμένα, Από τον τοίχο στάζει,
μαύρο, σβηστό το τζάκι, στάζει, δροσιά φαρμάκι
τα τζάμια παγωμένα. από τον τοίχο στάζει.
Ψυχομαχάει μια λάμπα Κι απάνω από την στέγη
απάνω στο τραπέζι, μια κουκουβάγια κράζει
ψυχομαχάει μια λάμπα. και κάτω από την στέγη
Στο ξέστρωτο κρεβάτι αργοξυπνούν δυο μάτια
μια γάτα ερημοπαίζει — ένα τριζόνι τρίζει —
στο ξέστρωτο κρεβάτι. κι εμπρός στα δυο τα μάτια
Μες την καρδιά του ξύλου μιαν άνοιξη από ρόδα,
ο σάρακας γκρινιάζει, ξανοίγεται κι ανθίζει,
μες την καρδιά του ξύλου μιαν άνοιξη από ρόδα.
Για την εντύπωση, που έκανε τότε, περιορίζομαι να σημειώσω ότι κάποιος φίλος μου αξιωματικός του Ναυτικού, όταν το διάβασε, μου είπε με πραγματική συμπόνια.
— Καλέ, τι ήτανε αυτό το πράγμα, που έγραψες καημένε; Τέτοια ποιήματα, μπορώ να σου σκαρώσω, κι εγώ, δέκα στο λεφτό.
Και ξανάλεγε κοροϊδευτικά: «Ένα τριζόνι τρίζει — μια γάτα ερημοπαίζει — και κάτω απ’ το τραπέζι», προσθέτοντας μαζί και δικούς του στίχους απάνω στον ίδιο τόνο….
Το συμπέρασμα είναι, ότι με την «Τέχνη» περάσαμε όλοι μας οι συνεργάτες της για τρελοί. Για την κακή μας τύχη, ο μακαρίτης ο Κονδυλάκης, είχε ονομάσει τότε σε κάποιο χρονογράφημά του τους δημοτικιστές «μαλλιαρούς», παίρνοντας αφορμή απ’ τον Κώστα Πασαγιάννη, που είχε μακριά μαλλιά.
Ο όρος έπιασε μ’ ένα τρόπο ανέλπιστο και από τότε έγινε συνώνυμο με το δημοτικιστής, άθεος, κομουνιστής και ότι άλλο θέλανε. «Μαλλιαρός, Μαλλιαροσύνη και Μαλλιαρισμός» έγιναν επίσημοι όροι, μπήκαν στα βιβλία, ακούστηκαν στη Βουλή, μεταφράστηκαν στις ξένες γλώσσες (l’école des chevelus έγραφαν σοβαρότατα τα ξένα περιοδικά) και εξακολουθούν να κυκλοφορούν ως σήμερα. Εννοείται, ότι τότε οι άνθρωποι ακούοντας «μαλλιαρός» περίμεναν να ιδούν ένα ανθρωπόμορφο τέρας. Και ήσαν πολλοί, που ζητούσαν, με κάθε τρόπο, να ιδούν τα αξιοπερίεργα αυτά τέρατα:
— Μωρέ, δε μου δείχνετε κι εμένα κανένα μαλλιαρό;
Μέσα σ’ αυτή την αναπουμπούλα, που είχε δημιουργηθεί τριγύρω μας, ο τρομερός εκείνος φαρσέρ, ο Κώστας Χατζόπουλος, είχε τον ηρωισμό να μας πει, μια τελευταία Κυριακή της αποκριάς, που χαλούσε ο κόσμος στην Αθήνα:
— Ελάτε να πάρουμε ένα αμάξι να περάσουμε απ’ την οδό Σταδίου.
— Για μασκαράδες.
— Φυσικά, για μασκαράδες.
— Θα μας λιθοβολήσουν.
— Δεν πειράζει.
Δυο-τρεις είχαμε τον ηρωισμό να τον ακολουθήσουμε. Καθώς περνούσαμε απ’ την οδό Σταδίου, από ένα μπαλκόνι απέναντι στους Β. Σταύλους, μια φωνή ακούστηκε:
— Οι μαλλιαροί, παιδιά, οι μαλλιαροί.
Εκατό φωνές, από διάφορα σημεία ξαναείπαν:
— Ε, ε, οι μαλλιαροί!
Τα κύματα του κόσμου σαλέψανε, σα να είχε φυσήξει απάνω τους ξαφνικός άνεμος.
— Ε, ε, οι μαλλιαροί!
Ώσπου να καταλάβουν όμως τα πλήθη, που ζητούσαν να ιδούν τίποτε περίεργα μούτρα τριχωτών ανθρώπων, ποιοι ήσαν οι μαλλιαροί, προφτάσαμε και σωθήκαμε, στρίβοντας, με γρήγορο καλπασμό, σε κάποια πάροδο, για να βρεθούμε πάλι, στο περίφημο γραφείο της «Τέχνης», εκεί κάπου στην αρχή της οδού Μητροπόλεως, όπου γεννήθηκε και έζησε, για ένα χρόνο, την πολυκύμαντη ζωή της η «Τέχνη».
Και όμως η «Τέχνη» έμεινε και θα μείνει ένας σημαντικός σταθμός στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων.
____________
(1 ) “Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία” https://sarantakos.wordpress.com/
(2) http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/Nirvanas-Apomnimoneumata.htm#%CE%B103
Παύλου Νιρβάνα “Φιλολογικά απομνημονεύματα”, Αθήνα, βιβλιοπωλείο “Εστία” Ι.Δ.Κολλάρου και Σίας, 1929.
(3) Μικρή ανακρίβεια, πιθανώς τυπογραφικό λάθος: η «Τέχνη» βγήκε το Νοέμβριο του 1898, το 1907 ο Κ. Χατζόπουλος ήταν στη Γερμανία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου