Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ, ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Από το βιβλίο του “Αιτωλικά” (1967)

Ο δρόμος

ο δρόμος κι η τσάντα
οι σκάλες που δεν έχουν τελειωμό.
Μιά καλημέρα – μια καλησπέρα
μιά εγκάρδια χειραψία
μιά παγερή υποδοχή.
Η αναμονή στον προθάλαμο του γιατρού
οι διάδρομοι των κλινικών και των πολυϊατρείων.
Τα βλοσυρά βλέμματα
τα φαρμακερά βλέμματα
των ασφαλισμένων και των κλητήρων
του Ι.Κ.Α.
Ο δρόμος κι η τσάντα
τ΄ασανσέρ κι οι αίθουσες αναμονής
τα ιατρεία και τα φαρμακεία
οι κλινικές και τα θεραπευτήρια
και τα νοσοκομεία...

Οκτώβρης 1974, στο ferry-boat Ρίο – Αντίρριο ο Πάνος Χατζόπουλος σε μία αστεία πόζα με ένα συνάδελφο που χασμουριέται... Ήταν μια από τις τελευταίες περιοδείες πού έκανε σαν ιατρικός επισκέπτης, μετά ένα σχεδόν μήνα αρρώστησε και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει. 

Τα χαμόγελα

Τα χαμόγελα
τα θερμά κι εγκάρδια χαμόγελα
τα παγερά κι αδιάφορα χαμόγελα
τα ενθαρρυντικά χαμόγελα
τα ειρωνικά χαμόγελα
όλων των ειδών και ποιοτήτων τα χαμόγελα
όλων των ειδικοτήτων και διαθέσεων τα χαμόγελα.

Κι ο δρόμος

πάντα μπροστά σου ο δρόμος.
Στο νου στη σκέψη στην καρδιά
ο δρόμος
    ο δρόμος
        για πάντα ο δρόμος.
Η ζωή σου είναι ο δρόμος.
Ο δρόμος τα λεωφορεία τ'αεροπλάνα και τα πλοία
τα εστιατόρια τα τραίνα και τα ξενοδοχεία.
Το φαρμακείο του Μπέλου στα Τρίκαλα.
Του Θεοδωρίδη στο Ηράκλειο
τα συστεγασμένα τ'Αγρινιού
του Καζατζή η αποθήκη στα Γιάννενα.
Μάννα πατέρας κι αδερφός σου
ο Ανδρέας ο Κούνουπας στο Ρέθυμνο.

Ένας άνθρωπος

Ένα χλοερό νησί
μιά ίσμπα μ΄αναμένο το φούρνο της θαλπορής
ο Ανδρέας ο Κούνουπας στο Ρέθυμνο.
Ένας σταθμός να ξαλαφρώσεις την καρδιά σου
ένα ποτήρι δροσερό νερό να ξεδιψάσεις.
Ένας άνθρωπος
μάννα πατέρας κι αδερφός σου
ο Ανδρέας ο Κούνουπας στο Ρέθυμνο.

Ο γυρισμός μας

Θυμάσε συνάδελφε
σαν φεύγαμε από την όμορφη τη Χιό.
Ήτανε νύχτα κι η τραμουντάνα
δεν άφηνε τον “Κανάρη” να ξεκολλήσει απ΄το νησί.
Γυρίζαμε στα σπίτια μας στην Αθήνα.
Το καράβι
χόρευε στα κύματα το χορό του θανάτου.
Εμείς απτόητοι και ξέγνοιαστοι
παίζαμε “Αβυσσυνία” στο καρρέ της Α' θέσης.

Το πρωί θα βλέπαμε το σπίτι, τους δικούς μας...
Τα φαρμακεία στη μοσχοβολημένη Χιό
στη Χίο την κεχαριτωμένη
δεν μας είχαν δώσει γερές παραγγελίες
και δεν είχαμε κλείσει στη Μυτιλήνη
όλους τους λογαριασμούς.
Κι όμως εμείς στη μέση του πελάγου
που τ'ανατάραζε η μάνιτα του κάβο-Ντόρου
τραγουδούσαμε τα μεσάνυχτα
το γυρισμό μας στο σπίτι.
Το σπίτι που δεν το χορτάσαμε ποτέ...
Το σπίτι που μας ήθελε...
Το σπίτι που σε λίγο θα μας έδιωχνε
για την Κρήτη την Ήπειρο την Πελοπόννησο.

Η λαχτάρα σου

Ο δρόμος κι η τσάντα
κι οι σκάλες που δεν έχουν τελειωμό.
Μιά χαρούμενη καλημέρα
μιά κουρασμένη καλησπέρα

ένα χαμόγελο.
Όλων των ειδών τα χαμόγελα.
Τα εστιατόρια τα ξενοδοχεία τα πλοία τα λεωφορεία
τα φαρμακεία τα ιατρεία και τα νοσοκομεία
κι ο πόθος σου η λαχτάρα σου
η έγνοια σου η μοναδική το σπίτι...

Οι γιατροί κι οι φαρμακοποιοί

οι πόλεις, η μιά μετά την άλλη οι πόλεις.
Τα χωρία, ένα κομπολόϊ τα χωριά.
Τα βουνά κι οι κάμποι κι οι όμορφες κοιλάδες
οι λίμνες τα ποτάμια οι ακροθαλασσιές...
Οι σταθμοί τα λιμάνια τα αεροδρόμια.
Οι θάλασσες τα νησιά κι ο ουρανός της Ελλάδας.
Τα οτομοτρίς τα τραίνα, της άγονης γραμμής τα λεωφορεία
τα αεροπλάνα τα πούλμαν και τα πλοία.

Κι οι γιατροί
οι φίλοι σου οι γιατροί
οι εχθροί σου οι γιατροί
οι συνεργάτες σου οι γιατροί
οι γιατροί...
Όλων των ειδικοτήτων οι γιατροί.
Κι οι φαρμακοποιοί
“καλώς ήρθατε” οι φαρμακοποιοί
“πότε θα φύγετε” οι φαρμακοποιοί
“είδατε τους γιατρούς ” οι φαρμακοποιοί
“πάλι καινούργιο βγάλατε” οι φαρμακοποιοί
“τι εκπτώσεις κάνετε” οι φαρμακοποιοί
“πως τον παίρνετε τον καφέ σας” οι φαρμακοποιοί
οι φίλοι μας οι φαρμακοποιοί...

Το μήνυμα

Κι ήρθε το μήνυμα συνάδελφε
που γνωριστήκαμε στη Λάρισα
γλεντήσαμε μαζί στην Καλαμάτα
κι είπαμε τα βάσανα και τους καϋμούς μας
στο σαλόνι του “Εθνικού” στη Χαλκίδα...
Ήρθε το μήνυμα
πως έμεινες για πάντα στη Δωδεκάνησο...
Η καρδιά σου που την κλείσανε στην τσάντα.
Η ψυχή σου που την κάνανε ρόδα να κυλάει στα τρίστρατα.
Η γλώσσα σου που δε σταμάταγε ποτές
να λέει σε χίλιους τόνους τις ενδείξεις των φαρμάκων.
Η ζωή σου που τη ζέψανε να οργώνει την Ελλάδα.
Σταμάτησαν για πάντα στη Δωδεκάνησο.
Εκεί σταμάτησε ο δρόμος
εκεί τελείωσε ο δρόμος – ο δρόμος σου.
Κανένα πλοίο δε θα σε φέρει πια στο σπίτι.
Κανένα αεροπλάνο δε θα σε πάει ξανά στην Καβάλα.
Κανένα τραίνο δε θα σε πάρει από το Βόλο.

Κανένα πούλμαν δεν θα σ΄αφήσει πιά στην Κέρκυρα....

Το στερνό σου τηλεγράφημα

Στο δρόμο μας βρήκε
το στερνό σου μήνυμα.
Η στερνή σου παραγγελία
αδερφέ μου μας βρήκε στο δρόμο.
Το στερνό σου τηλεγράφημα
μας έπιασε στο δρόμο.

Έκλεισα όλους τους λογαριασμούς.
Λευτερώθηκα για πάντα από το δρόμο
από την τσάντα
απ΄τα συμβατικά χαριεντίσματα...”

Γειά σου συνάδελφε
για πάντα
για πάντα...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου